Συνέχεια από Σάββατο,28 Μαρτίου 2020
IGNACE DE LA POTTERIE, S.J
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ
ΤΟΜΟΣ 1ος
Ο Χριστός και η αλήθεια
Το Πνεύμα και η αλήθεια
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ
3ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο : Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Σ - Α Λ Η Θ Ε Ι Α
Ι. Ο σαρκωθείς Λόγος πλήρης χάριτος και αληθείας.
Β. Ανάλυση του κατά Ιωάννη 1, 14-18
2. Η έννοια της χάριτος
γ. και χάριν αντί χάριτος (Ιωάν. 1, 16)
Αυτή η τόσο απλή εκ πρώτης όψεως έκφραση παρουσιάζει πολλές ερμηνευτικές δυσκολίες: ως προς το ακριβές νόημα της χάριτος, την αιτία της διπλής αναφοράς στην έννοια, την σημασία του αντί και τέλος η σχέση της με τον στ. 17 ο οποίος έχει ερμηνευτική ισχύ (αρχίζει με το ότι).
1. Ακολουθώντας την οικεία μέθοδο ας αναφερθούμε πρώτα στις υπάρχουσες ερμηνείες. Θα τις συνοψίσουμε σε τρείς βασικές κατηγορίες σύμφωνα με το νόημα που δίδεται στη λέξη αντί.
α) Η πρώτη και συνηθέστερη ερμηνεία αποδίδει στην πρόθεση το τρέχον νόημα: «αντ’ αυτού, στην θέση αυτού»· σ’ αυτήν την περίπτωση η διατύπωση του Ιωάννη εκφράζει την έννοια της αντικατάστασης, της υποκατάστασης: «χάρις αντί χάριτος», δηλαδή μία χάρις στην θέση μιας ετέρας. Θα χρειαστεί εδώ να προσδιορίσουμε για ποιες «χάριτες» ομιλεί ο συγγραφέας.
Σύμφωνα με τους Έλληνες Πατέρες ο Ιωάννης αναφέρεται εδώ στην αντικατάσταση της χάριτος στην Π. Δ. με την Κ. Δ., δηλαδή αντιπαραθέτει την παλαιά οικονομία στην νέα. Η ερμηνεία αυτή υιοθετήθηκε από συγγραφείς της αναγέννησης και από μερικούς μεταγενέστερους.
Η λατινική ερμηνεία, σύμφωνα με τον Αυγουστίνο, αναφέρεται σε δύο χριστιανικές χάριτες: την εγκόσμια χάρη της πίστεως και την επουράνια δόξα, την αιώνια ζωή και θεοπτία.
β) Σύμφωνα με μια άλλη ερμηνεία, που υποστηρίζει ο J.M.Bover το αντί περιγράφει την αντιπαράθεση δύο εννοιών εκ των οποίων η μία αντιστοιχεί στην άλλη. Βασική ιδέα είναι λοιπόν αυτή της ανταπόκρισης, της αντιστοιχίας. Ο στ. 1, 16 αναφέρεται στην χάρι του πιστού που ανταποκρίνεται στην πληρότητα της χάριτος του Χριστού.
γ) Σύμφωνα με μια τρίτη ερμηνεία θα πρέπει να αποδώσουμε την έκφραση ως «χάρις επί χάριτος»· ο Ιωάννης κατ’ αυτήν αναφέρεται σε μια πλουσιότατη χάρι, μια διαδοχή χαρίτων, συνεχώς ανανεούμενων, σε μια «συνεχή και διαρκώς επαυξανόμενη συμμετοχή στην πληρότητα του Χριστού». Είναι αυτή που αποδέχεται η πλειοψηφία των συγχρόνων ερμηνευτών.
2. Πώς να υποδεχθούμε αυτές τις τρείς ερμηνείες; Η απάντηση βρίσκεται στην ακριβή φιλολογική και λογοτεχνική ανάλυση της διατύπωσης. Θα αποδείξουμε τώρα ότι μόνον η πρώτη ερμηνεία εδράζεται ασφαλώς στα συμφραζόμενα του κείμενου.
α) Αποκαλυπτικός είναι ό τρόπος προσέγγισης του J.M. Bover,, συγγραφέα της δεύτερης ερμηνείας. Δεν προσφέρει κανένα παράδειγμα του τρόπου που εξηγεί το αντί ( ως «μία χάρι που ανταποκρίνεται σε μία χάρι»)· το νόημα που προτείνει είναι απλώς το συμπέρασμα της σημασιολογικής εξέλιξης της πρόθεσης αντί· αρχικά, λέει, είχε τοπικό νόημα («απέναντι σε κάτι»)· συμπεραίνει όμως ότι κατά την μεταφορική της έννοια η πρόθεση «πρέπει» να προσδιορίζει την αντίθεση ανάμεσα σε δύο έννοιες που αντιστοιχούν μεταξύ τους.
Η υποκατάσταση της έρευνας των γεγονότων από την λογική ενέχει ρίσκο. Σ’ αυτήν εδώ την περίπτωση μόνο συγκεκριμένα παραδείγματα πείθουν. Η μεταφορική ερμηνεία του αντί που ο J. M. Bover επικαλείται στον στ. 1, 16 («σε ανταπόκριση με») παρατηρείται μόνο σε σύνθετες έννοιες: π. χ. στην λέξη αντιχαίρειν (ανταπόκριση στην χαρά κάποιου), ή αντίφωνος (αντήχηση σε απάντηση προς κάποιον). Η πρόθεση στην απλή της μορφή, όπως υπογραμμίζει ο D. Frangipane, εξέφραζε τον τόπο στην κλασσική εποχή· σε μεταγενέστερες περιόδους εσήμαινε είτε την αντίθεση («κατά»), είτε κυρίως την υποκατάσταση («αντ’ αυτού»). Σε ορισμένες περιπτώσεις ενδέχεται, είναι αλήθεια, να προσλάβει κάποιο ειδικό νόημα: έναντι ή κατά προτίμηση (θα παραθέσουμε παραδείγματα στην συνέχεια)· αλλά εδώ το νόημα της υποκατάστασης γίνεται εύθραυστο. ‘Ότι υποστηρίξαμε σχετικά με την ελληνιστική περίοδο και την μετάφραση των Ο’ παραμένει αληθές και στην Κ.Δ. Πουθενά όμως, απ’ ότι φαίνεται, δεν συναντώνται κείμενα στα οποία η πρόθεση αντί να σημαίνει την ανταπόκριση. Η ερμηνεία του J.M. Bover εκτός από δυσνόητη, παραμένει και χωρίς υπόβαθρο.
β) Η τρίτη ερμηνεία εμφανίζεται ακόμη λιγότερο πειστική. Καμμία ένδειξη δεν μας οδηγεί, από φιλολογική άποψη, στην ερμηνεία του στ. 1, 16, όπως συχνά παρατηρούμε ως «χάριν επί χάριτος», με την έννοια της διαδοχής χαρίτων. Στην περίπτωση αυτή στην θέση του αντί θα υπήρχε επί, όπως υπογραμμίζουν δικαίως πολλοί συγγραφείς. Δεν υπάρχει κανένα επιχείρημα που να μας οδηγεί στο συμπέρασμα, όπως υποστηρίζει ο Bultmann, ότι οι δύο προθέσεις είναι ισοδύναμες: «Δεν υπάρχει διαφορά νοήματος μεταξύ των εκφράσεων χάρις επί χάριτος (Σοφ. Σερ. 26, 15) και ελπίσιν εξ ελπίδων».
Οι υποστηρικτές αυτής της ερμηνείας βασίζονται σε ένα κείμενο του Φίλωνος που εξυμνεί τις ευεργεσίες του Θεού: «Για τον λόγο αυτό ο Θεός αποσύρει τας πρώτας αεί χάριτας, πρίν οι ευεργετούμενοι κορεσθούν και πληρωθούν υπερηφανείας· τις φυλάσσει για αργότερα· αντ’ εκείνων δίδει άλλες, και άλλες ακόμη, τας τρίτας αντί των δευτέρων, και ούτω καθεξής, νέας αντί παλαιοτέρων, άλλοτε διαφορετικές και άλλοτε του αυτού είδους» (De posteritate Caini, 145). Αναμφισβήτητα εδώ συναντάμε συσσώρευση χαρίτων· αλλά η ιδέα προέρχεται από ένα κείμενο που όντως αναφέρεται σε συγκεκριμένα και διαφορετικά χαρίσματα, και επιπλέον ο Φίλων αναφέρεται πάντοτε στην έννοια σε πληθυντικό αριθμό· το αποτέλεσμα είναι εμφανώς μια διαδοχή από χαρίσματα. Ας σημειώσουμε επίσης ότι στον Φίλωνα κάθε ένα σύνολο χαρισμάτων αντικαθίσταται κάθε φορά από άλλο· και όπως διέγνωσαν ο D. Frangipane και ο W. Eltester θεμελιώδες νόημα του κείμενου είναι η υποκατάσταση.
Η έρευνα του νοήματος του αντί μας αποτρέπει από το να δεχτούμε την τρέχουσα ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία ο στ. 1, 16 αναφέρεται «στην συσσώρευση θείων χαρισμάτων». Το ίδιο το κείμενο του εδαφίου 1, 16-17 μας αποτρέπει: ο Ιωάννης δεν χρησιμοποιεί την λέξη «χάρις» στον πληθυντικό, όπως ο Φίλων, στον οποίο παραπέμπουν συνήθως οι υποστηρικτές αυτής της εκδοχής: ο Ιωάννης χρησιμοποιεί δύο φορές την λέξη στον ενικό· επιπλέον το χάριν του στ. 1, 16, που επανέρχεται στον στ. 17 ως η χάρις και η αλήθεια (με διπλό άρθρο), υποδεικνύει μία συγκεκριμένη «χάρι» που αντικαθιστά μια άλλη «χάρι» (χάριτος) εξίσου συγκεκριμένη· ο Ιωάννης δηλαδή συγκρίνει εδώ δύο συγκεκριμένες χάριτες (που περιγράφονται στον επόμενο στίχο), και όχι μία διαρκή συνέχεια, μία ανεξάντλητη αφθονία «χαρισμάτων». Θα πρέπει να διερωτηθούμε εξ άλλου, μαζί με τον P. Βoismard: «Ποιο είναι ακριβώς το περιεχόμενο των θείων χαρίτων που αλληλοδιαδέχονται και αντικαθιστούν η μία την άλλη;»
γ) Από τις τρείς προτάσεις ερμηνειών μόνον η πρώτη είναι δυνατή. Αυτή που αναγνωρίζει στην πρόθεση αντί το νόημα που είχε σχεδόν πάντοτε στην Κ.Δ.: «στην θέση τινός». Τέλος αποτελεί για μας σθεναρή απόδειξη το γεγονός ότι οι Έλληνες Πατέρες που γνώριζαν καλά την γλώσσα, έδωσαν στην πρόθεση αυτό ακριβώς το νόημα
3. Θα θέλαμε τώρα να αποδείξουμε, με περισσότερα φιλολογικά στοιχεία – για να μην θεωρηθεί ότι απλώς απορρίπτουμε τις δύο άλλες ερμηνείες – ότι η χρήση εκφράσεων όπως χάριν αντί χάριτος είναι απόλυτα σύμφωνη με την παράδοση και την ερμηνεία των Πατέρων.
Πρώτον διότι μέχρι τώρα περιορίσαμε τις έρευνές στην σχετικά με τον επίμαχο στίχο στην καθεαυτό ερμηνεία της πρόθεσης αντί. Στην πραγματικότητα η διατύπωση που μελετούμε είναι πιο πολύπλοκη και θα πρέπει να ερευνηθεί σαν ένα σύνολο: δύο λέξεις της ίδιας φύσεως (δύο ουσιαστικά) αντιπαρατίθενται δια της προθέσεως αντί· στην προκείμενη περίπτωση και τις δύο φορές αναφέρεται το ίδιο ουσιαστικό, χάρις. Εκφράσεις του τύπου χάριν αντί χάριτος συναντώνται συχνά στα ελληνικά, σε διαφορετικές εποχές, τόσο στην βιβλική ορολογία όσο και στην κοινή χρήση της γλώσσας. Η μελέτη τους θα μας επιτρέψει να κατανοήσουμε καλύτερα την διάρθρωση των τριών αυτών λέξεων και το διαφορετικό νόημα κάθε φορά της προθέσεως αντί.
Η βασική μορφή της διατύπωσης που ερευνούμε είναι η ακόλουθη: τί αντί τινος. Μπορούμε να κατατάξουμε τις χρήσεις της σε δύο κατηγορίες, ανάλογα με το αν οι όροι που συνοδεύουν το αντί είναι δύο διαφορετικές λέξεις (όπως στην έκφραση κακόν αντί αγαθού) ή ταυτόσημες όπως στο 1,16 του Ιωάννη (χάριν αντί χάριτος)· τα παραδείγματα αυτής της δεύτερης κατηγορίας θα μας απασχολήσουν περισσότερο.
α) Στα σχήματα του πρώτου είδους διακρίνουμε δύο περιπτώσεις
1) Τα αντικείμενα που προσδιορίζουν τους δύο όρους αναφέρονται στην δράση δύο διαφορετικών υποκειμένων· η διατύπωση εδώ περιγράφει την αμοιβαία συμπεριφορά τους (μια ανταλλαγή)· όπως για παράδειγμα στις Παρ. Σολ. 17,13: « ὃς ἀποδίδωσι κακὰ ἀντὶ ἀγαθῶν» (βλ. επ. 1ο Μακ.16,17)· ο άνθρωπος στον οποίον αναφέρεται το απόσπασμα ανταποδίδει κακόν σε κάποιον άλλο, σε ανταπόδοση του καλού που έλαβε. Τα ρήματα που συνοδεύουν αυτά τα σχήματα είναι συνήθως το «δίδω» (διδόναι) ή οι σύνθετες μορφές του (αποδιδόναι, ανταποδιδόναι), το «δέχεσθαι» ([παρα]λαμβάνειν), ή το «ανταποδίδω» (αμείβειν). Η χρήση αυτών των ρημάτων επιβεβαιώνει την ανταλλαγή ανάμεσα σε δύο πρόσωπα· εδώ η τρέχουσα μετάφραση του αντί είναι: εις θέσιν τινός, εις αντάλλαγμα.
2) Αντίθετα, σε άλλες περιπτώσεις οι όροι αφορούν στην δραστηριότητα του ίδιου υποκειμένου· το σχήμα λόγου υποδεικνύει ότι αυτό το πρόσωπο πράττει ή επιθυμεί «τι αντί ετέρου». Όπως στην Σοφ Σολ. 7, 10: «προειλόμην αὐτὴν ἀντὶ φωτὸς ἔχειν». Ας αναφέρουμε τώρα και ένα απόσπασμα από την Κύρου Παιδεία του Ξενοφώντος, IV, 5,32. «Σε συμβουλεύω, παρά την νεότητά σου, να μην αποσύρεις αυτό που παραχώρησες, για να μην προκαλέσεις αισθήματα μίσους αντί αναγνώρισης (αντί χαρίτων έχθραι)». Το καθεαυτό νόημα του αντί είναι εδώ: μάλλον παρά, κατά προτίμηση.
β) Εξίσου συχνές και περισσότερο σημαντικές για μας είναι οι εκφράσεις του δεύτερου τύπου, αυτές στις οποίες συναντάται δύο φορές η ίδια λέξη, όπως στον στίχο του Ιωάννη. Αλλά και εδώ το νόημα του αντί διαφέρει ανάλογα με τα υποκείμενα.
1) Όταν πρόκειται για δύο διαφορετικά υποκείμενα η χρήση του ίδιου όρου προϋποθέτει την ανταλλαγή δύο πραγμάτων· επειδή όμως αυτά τα δύο πράγματα προσδιορίζονται από την ίδια λέξη, το σχήμα φαίνεται να δηλώνει ότι πρόκειται για αντίστοιχες πραγματικότητες. Είχαμε την τύχη να ανακαλύψουμε σε ένα κείμενο του Ευριπίδη την ίδια εκφραση με τον στίχο 1,16 του Ιωάννη: «χάρις αντί χάριτος ελθέτω» (Ελένη, 1234)· και στον Διονύσιο Αντιοχείας (Ep. 40): «Αποστείλατε τα κάνιστρα (οίνου) σε ικανές ποσότητες δι’ εν έτος· κατά την επιθυμία σας θα εισπράξετε είτε την αναλογούσα τιμή είτε μια δωρεά εις ανταλλαγήν (ή χάριν αντί χάριτος απαιτήσοντες)». Η σημασία αυτών των κειμένων για την ακριβή ερμηνεία του στ. 1,16 είναι προφανής: αποδεικνύουν ότι η έκφραση χάριν αντί χάριτος είναι στερεότυπη και επιβεβαιώνουν ότι το νόημά της χάριτος είναι «η δωρεά», ενώ η πρόθεση εκφράζει την έννοια της υποκατάστασης («ενός δώρου από ένα άλλο», «μιας εύνοιας από μια άλλη», «μιας χάριτος από μια άλλη»). Τα κείμενα αυτά όμως δεν αντιστοιχούν απόλυτα στο νόημα του 1,16 διότι η λέξεις χάρις και χάριτος αναφέρονται σε δύο υποκείμενα διαφορετικά (υπάρχει επομένως ανταλλαγή), ενώ στον Ιωάννη αφορούν στο ίδιο σύνολο προσώπων (τους πιστούς), που δέχονται μια «χάρη» αντί ετέρας. Αντίστοιχα σχήματα με αυτά που μόλις τώρα εξετάσαμε υπάρχουν και στην Κ. Δ.: οφθαλμόν αντι οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος (Ματ. 5,38)· μηδενί κακόν αντι κακού αποδιδόντες (Ρωμ. 12,17). Και σ’ αυτήν την περίπτωση όπως αποδεικνύει και η χρήση του ρήματος (από)διδόναι) η ερμηνεία της προθέσεως αντί δεν μπορεί παρά να είναι επίσης εις αντάλλαγμά τινος.
Πριν συνεχίσουμε την έρευνά μας ας συνοψίσουμε όσα ελέχθησαν ως τώρα. Στις τρείς περιπτώσεις που αναλύσαμε η πρόθεση αντί διατηρεί το βασικό της νόημα: ένα πράγμα στην θέση κάποιου άλλου. Αλλά η έννοια της υποκατάστασης παίρνει την μορφή της ανταλλαγής όταν η υποκατάσταση γίνεται μεταξύ διαφορετικών υποκειμένων (στην πρώτη και την τρίτη περίπτωση)· όταν πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο (όπως στην δεύτερη περίπτωση), η υποκατάσταση δηλώνει ακριβώς ότι το υποκείμενο προτιμά δηλαδή επιλέγει μάλλον κάτι στην θέση κάποιου άλλου. Και στις τρείς περιπτώσεις όμως η ιδέα της αντικατάστασης υποφώσκει.
2) Ας έλθουμε τώρα στην τρίτη και τελευταία κατηγορία, αυτή που μας προσφέρει την ίδια ακριβώς μορφή διατύπωσης με τον 1,16 του Ιωάννη. Πρόκειται για σχήματα όπου το αντί αφ’ ενός συνοδεύεται από τη διπλή χρήση της ίδιας λέξης και η οποία αφ’ ετέρου αφορά και τις δύο φορές στο ίδιο υποκείμενο. Ένα καλό παράδειγμα βρίσκεται στο απόκρυφο χριστιανικό κείμενο Martyr. Petri et Pauli, 20: Lipsius, 136, 14-15: «Αυτοί, (οι Εβραίοι) άλλα αντί άλλων ψευσάμενοι έλεγον, ισχυριζόμενοι ότι αυτός (ο Χριστός) ήταν ένας μάγος και παραβίαζε τον νόμο τους». Ο συγγραφέας εδώ συγκρίνει δύο ισχυρισμούς των αυτών ανθρώπων, των Εβραίων: αυτόν που πραγματικά διατυπώνουν και αυτόν που θα έπρεπε να λέγουν· και στις δύο περιπτώσεις χρησιμοποιεί τον επιθετικό προσδιορισμό άλλα.
Η υποκατάσταση είναι στο κείμενο εμφανής: οι Εβραίοι λέγουν κάτι (ψευδές) στην θέση κάποιου άλλου (αληθούς). Δεν διακρίνουμε πουθενά την ανταλλαγή αφού πρόκειται για το αυτό υποκείμενο· σε ότι αφορά την προτίμηση («την σοφία αντί του φωτός» Σοφ Σολ. 7,10) ούτε αυτή είναι άμεσα εμφανής διότι η επανάληψη του άλλα … άλλων υποδηλώνει ότι πρόκειται για δύο ισότιμες και ανταλλάξιμες πραγματικότητες· υπάρχει όμως μία ένδειξη προτιμήσεως στο γεγονός ότι αντί να δηλώσουν άμεσα οι Εβραίου αυτό που πραγματικά ήταν ο Χριστός ισχυρίζονται «κάτι άλλο» που είναι ψευδές· με άλλα λόγια θα ανέμενε κανείς εκ μέρους τους διαφορετικές δηλώσεις από αυτές που έκαναν. Θα μπορούσαμε να μεταφράσουμε ως εξής: «ισχυρίζονταν κάτι αντί άλλου» προβάλλοντας την κρυφή προτίμησή τους για ψευδείς λόγους.
4. Καταλήγοντας στα συμπεράσματα των λεπτομερών αυτών αναλύσεων για την καλύτερη κατανόηση του στίχου 1,16, θα ξεκινήσουμε από μια αρνητική διαπίστωση: σε κανένα από τα εξετασθέντα κείμενα η πρόθεση αντί δεν έχει το νόημα που ορισμένοι της αποδίδουν στον στ. 1,16 του Ιωάννη· ούτε το νόημα της ανταπόκρισης («μία χάρι που αντιστοιχεί σε μία άλλη»), ούτε το νόημα της συσσώρευσης («χάρις επί χάριτος»). Υπονοείται όμως με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η έννοια της υποκατάστασης γεγονός που μας υποχρεώνει να διατηρήσουμε αυτό το κυρίαρχο νόημα.
Αυτή όμως η κυρίαρχη μορφή ερμηνείας του τί αντί τινος εκφράζεται πληρέστερα είτε δια της ανταλλαγής (δύο πρόσωπα ανταλλάσουν κάτι, προσφέρουν το ένα στο άλλο τι «αντί» τινός), είτε δια της προτιμήσεως (ένα πρόσωπο επιλέγει τι «αντί» τινός). Τούτο δεν συμβαίνει στην τέταρτη κατηγορία, αυτή στην οποία ανήκει το κείμενο του Ιωάννη: εδώ έχουμε δύο διαφορετικές χρήσεις του ιδίου ουσιαστικού (χάρις), που αναφέρονται στο ίδιο υποκείμενο. Η διατύπωση τι αντί τινος εκφράζει απλώς την έννοια της υποκατάστασης και σημαίνει στον 1,16: «ελάβομεν … μία χάρι εις την θέσιν ετέρας χάριτος». Εάν όμως μελετήσουμε προσεκτικά το κείμενο θα αντιληφθούμε ότι στην έννοια της υποκαταστάσεως θα πρέπει να προσθέσουμε και την ιδέα της προτιμήσεως η οποία προϋποθέτει ότι η μία «χάρις» υπερέχει της ετέρας. Διότι αν αληθεύει ότι ο στ. 16 χάριν αντί χάριτος ερμηνεύεται από τον στ. 17 ο οποίος αναφέρεται στην υποκατάσταση του Νόμου από την αλήθεια θα πρέπει να δεχθούμε ότι δεν πρόκειται μόνον για την υποκατάσταση μιας χάριτος (του Νόμου) από μια άλλη (την αλήθεια· το νόημα που θα πρέπει να προτάξουμε είναι ότι ο Νόμος αντικαθίσταται από την αλήθεια αλλά ταυτόχρονα υπερβαίνεται απ’ αυτήν.
Η μόνη επομένως τεκμηριωμένη από φιλολογική και λογοτεχνική άποψη ερμηνεία του στίχου 1,16 είναι αυτή των Ελλήνων Πατέρων· ο Ιωάννης αναφέρεται στην αντικατάσταση μιας χάριτος από μια άλλη: ο στίχος 17 μας αποδεικνύει ότι πρόκειται για την υποκατάσταση και την υπέρβαση της οικονομίας της Π. Δ. από την Κ. Δ., της αντικατάστασης του Νόμου του Μωυσή από την αλήθεια του Ιησού Χριστού. Εάν κάποιοι σύγχρονοι όπως ο Lagrange και ο Schnackenburg αμφισβητούν αυτή την ερμηνεία είναι επειδή πιστεύουν ότι αντιφάσκει με τον στ. 17: η χάρις, όπως υποστηρίζουν, προέρχεται μόνο από τον Ιησού Χριστό. Το επιχείρημα όμως υποχωρεί αν αναλογισθούμε ότι δεν πρόκειται για την παύλεια ή δογματική ερμηνεία της χάριτος, αλλά για μία «δωρεά» και ότι επιπλέον η έκφραση αυτή αποτελεί hendiadys: ασφαλώς η χάρις δίδεται μόνον από τον Ιησού Χριστό, όταν πρόκειται για την χάρι της αληθείας. Ας προσθέσουμε τέλος παραθέτοντας τον A.Feuillet ότι: «Η αντίθεση αυτή [ανάμεσα στον Νόμου του Μωυσή και την χάρι του Ιησού Χριστού] είναι σχετική, και το «ότι» που εισάγει τον στ. 17 προεκτείνοντας το νόημα του στ. 16 σημαίνει ότι ο παλαιός Νόμος θεωρείται μια ατελής χάρι που παραχωρεί την θέση της σε μια τελειότερη».
(συνεχίζεται)