|
Είμαστε καλά ή τά παίξαμε εντελώς; |
Η Λατινική περιπέτεια της αφομοιώσεως του Ελληνικού
πνεύματος έως τον σύγχρονο υπαρξισμό,
γέννημα του Ακινάτη.
Γύρω στο 1160 το Ελληνικό πνεύμα, η φιλοσοφία ιδιαιτέρως,
δια των μεταφράσεων, των αράβων, των σταυροφοριών, γίνεται ξανά γνωστό στην Δύση. Orientale lumen, ονομάστηκε αυτή η
αναγέννηση των Ελληνικών γραμμάτων. Αυτό το πρόγραμμα διαφωτισμού λοιπόν, το
οποίο χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά στην διαμάχη του Φιλιόκβε, ξεκινά από τη
θεολογία του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, συνεχίζει στον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη
και ολοκληρώνεται στον Μάξιμο τον Ομολογητή. Αφορά τους τρεις μεγάλους Έλληνες,
και χρησιμοποιείται στην Χριστιανική Οικονομία στην υπέρτατη ενότητά της, στην
οποία τα συμβάντα της Ιστορίας, ακόμη και εκείνα της Ιεράς Ιστορίας, ακόμη και
η ενσάρκωση, υπεισέρχονται, εισάγονται, εξίσου με την ανθρώπινη ελευθερία, στις
κοσμικές αιτιοκρατίες. Η υπερφυσική ολοκλήρωση των θείων υποσχέσεων δεν
προστίθεται σε μια δομή σταθεροποιημένη ήδη, η οποία όμως χάνεται με την
υπέρβασή της. Εισάγεται με την ίδια της την υπερβατικότητα και την χάρη, σ’ ένα
δομημένο και σταθερό σύμπαν, πολύ διαφοροποιημένο στα επίπεδα του Είναι και της
θείας συμμετοχής, αλλά ομογενές στην ιεραρχία του, ιερή αρχή και ιεροποιός
αυτών των επιπέδων, όπως και αυτής της ενότητος. Ο άνθρωπος στο πιο υψηλό
επίπεδο της ελευθερίας, μπορεί, χάρη σε αυτή ακριβώς την ελευθερία, να μην
συμφωνήσει, να μην πραγματοποιήσει το αρχικό σχέδιο. Η Χάρις που τον
επιδιορθώνει δεν κάνει τίποτε άλλο από το να επαναφέρει την πρωτογενή του
αξιοπρέπεια. Η τέλεια ευτυχία του είναι
η επιστροφή στον «γήινο παράδεισο» της Ενότητος από την οποία εξήλθε. Η Χάρις
είναι μια οντολογική πραγματικότης παρά μια θεραπευτική δωρεά. Έτσι η Ιστορία
του ανθρώπου δεν είναι νοητή στην ολότητά της, παρά μόνον στο εσωτερικό αυτού
του θείου προορισμού του σύμπαντος, μια λαμπρή προσπάθεια μιας επεκτάσεως της
θεότητος, κάτω από την πίεση της αγάπης της, μέχρι και μέσα στην πραγματικότητα
της ύλης.
Αυτή είναι η ιδιοφυία του Διονυσίου Αρεοπαγίτου στην ολότητά
της, ζυγισμένη και μετρημένη από την θεολογική υγεία των Καππαδοκών και
μορφοποιημένη από την αριστοτελική νοησιαρχία του Μάξιμου. Αυτή η ιδιοφυής
κατασκευή, μεταμορφώνεται και κατασκευάζεται από τον Scoto Eringena, ο οποίος μετέφρασε
τον Αεροπαγίτη, και σ’ αυτή την μετάλλαξη βυθίστηκαν οι Δυτικοί θεολόγοι. Σε
μια μεταφυσική πλήρη ιερού, σε ένα όραμα κοσμικο-θρησκευτικό.
Η ανα-δημιουργία δεν συντελείται πλέον με μια αναμόρφωση που
οδηγεί τον άνθρωπο σε ένα επίπεδο πιο υψηλό από το επίπεδο του Αδάμ, αλλά με
μια επιστροφή στην παραδεισιακή κατάσταση, ένα ιδεατό επίπεδο και αληθινή φύση
του ανθρώπου, αρχή και σημείο εκκίνησης της κοσμικής κινήσεως ταυτόχρονα και
τόπο στον οποίο συνετελέσθη η αμαρτία, το παράπτωμα. Στο τέλος υπάρχει η
ολοκλήρωση όλου του ανθρωπίνου γένους στην πρωτογενή ενότητα.
Η θέωση των Ελλήνων δεν καθορίζεται άμεσα σε σχέση μ’ ένα
ιστορικό επεισόδιο, ανθρώπινο ή θείο και η Χάρις παρουσιάζεται κάτω από την
άποψη μιας αντικειμενικής πραγματικότητος παρά σαν μια αγαθή διάθεση της
καρδιάς του θεού, κατά την διάρκεια της ελεύθερης προσωπικής του σχέσεως με τον
άνθρωπο. Είναι μέσα μας σαν μία Φύσις, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος είναι imago-Dei. Ακολουθώντας αυτή την Φύση ο
άνθρωπος ομοιούται με τον θεό.
Η ενύπαρξη της δημιουργία στον θεό και η σταθερότητά της, η
ύπαρξη του θεού στην δημιουργία, που θεμελιώνουν αυτή την θεωρία,
συλλαμβάνονται μαζί με το έντονο συναίσθημα της απαράβατης υπερβατικότητος. Σε
αυτό το όραμα, είναι αδιανόητη μία φύση αυτόνομη και πραγματική, προδρομική της
συμμετοχής στην θεία ζωή, καθότι η αλήθεια αυτής της φύσεως βρίσκεται στην
«ιεραρχική» της κατάσταση (Διονύσιος), χωρίς να διαταράσσεται, με την συνέχεια
των συμμετοχών η καθαρότης των Ουσιών, ακόμη και όταν έρχονται σε ενότητα.
Ένα βαθύτατο όραμα της αμοιβαίας ενυπάρξεως, αναλόγως της
ενυπάρξεως θεού δημιουργού και δημιουργίας, της φύσεως (ανθρωπότης) και του
υποκειμένου (αυτός ο άνθρωπος), που διακρίνονται σαν διαφορετικές
πραγματικότητες ως προς την τάξη, αλλά βρίσκονται εσωτερικά ενωμένες, καθώς η
φύση «μορφώνει» το υποκείμενο (υπόβαθρο που υφίσταται σε μία δεδομένη φύση) και
το υποκείμενο στηρίζει και πραγματοποιεί την φύση (μια φύση που υπάρχει στα
υποστηρίγματά της). Ένας φιλοσοφικός συνδυασμός του αφηρημένου και του
συγκεκριμένου.( Απόσπασμα από το βιβλίο του Marie Dominique Chenu «Η
θεολογία στον 12ο αιώνα», 13ο κεφάλαιο ORIENTALE LUMEN.)
Σε αυτό το σημείο εμφανίζεται ο Ακινάτης ο οποίος διακρίνει
την ουσία από την ύπαρξη. Μέχρι τα χρόνια του 30, οι μελετητές του Ακινάτη
συμφωνούσαν πως η θωμιστική οντολογία ήταν βασικά αριστοτελική. Πώς είχε
αντιληφθεί όμως το Είναι του Αριστοτέλη ο Ακινάτης; Ποια ήταν η καρδιά της
οντολογίας του; Για πολλούς ήταν η θεωρία του δυνάμει και ενεργεία. Για τους
υπόλοιπους ήταν η αναλογία. Και η αναλογία σήμαινε πως το Είναι λέγεται
πολλαπλώς, είναι δηλαδή ενδογενώς διαφοροποιημένο. Ώσπου συντελείται η μεγάλη
ανακάλυψη, του Είναι σαν ενέργεια, esse, ενέργεια υπάρξεως, υπαρκτική ενέργεια.
Ο Etienne Gilson,
το 1940, ισχυρίζεται πως το Είναι του Ακινάτη δεν είναι εκείνο του Αριστοτέλη,
αλλά εκείνο της Βίβλου, του βιβλίου της Εξόδου (3, 14), άγνωστο παντελώς στον
Σταγειρίτη: ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ!
Η ιδέα της χριστιανικής φιλοσοφίας σαν μιας φιλοσοφίας μέσα
«στην πίστη», καθόρισε μια ριζική αλλαγή θέσεως ακόμη και στην ερμηνεία της
οντολογίας του Αριστοτέλη και του Ακινάτη. Διότι η εννοιολόγηση του Είναι των
φιλοσόφων που έζησαν πριν την αποκάλυψη πρέπει να είναι εντελώς διαφορετική από
εκείνη των χριστιανών φιλοσόφων. Και η μεγαλύτερη διαφορά, στην Οντολογία,
συνίσταται στην Ιδέα της Δημιουργίας, η οποία δεν είναι δυνατόν να υπολογιστεί
χωρίς μια εννοιολόγηση του Είναι αν ύπαρξη, ή σαν υπαρκτική ενέργεια.
Έτσι αναπτύσσεται η
μεταφυσική της ΕΞΟΔΟΥ 3, 14, το ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ, ταυτίζοντας τον θεό με το ΕΙΝΑΙ.
Το γεγονός πως ο θεός αποκαλύπτεται σαν Είναι, έχει σαν
αποτέλεσμα ότι η Ουσία του αντί να έχει το Είναι, όπως συμβαίνει με τα
κτίσματα, είναι το ΕΙΝΑΙ το ίδιο και από αυτό συνεπάγεται πως η πιο εσωτερική
τελειότης, την οποία ανιχνεύουμε στα σύνθετα πράγματα, δεν είναι πλέον η ουσία
τους, αλλά η ύπαρξή τους. Το esse.
Έτσι η ύπαρξη αντί να είναι ένα απλό γεγονός της παρουσίας, του είναι εδώ τώρα,
η μια τυχαιότης, γίνεται αντιληπτή σαν η υπέρτατη πράξη, η τελειότης των
τελειοτήτων στηνοποία μετέχουν τα κτιστά πράγματα άμεσα από το ίδιο το
υφιστάμενο Είναι. [Από εδώ κυριάρχησε και η ενυπάρχουσα τριάδα (immanent). Ο Ακινάτης
απολυτοποίησε την ύπαρξη, όπως είχε απολυτοποιήσει την σχέση ο Αυγουστίνος. Ο
Χάιντεγκερ με την σειρά του απολυτοποίησε τον χρόνο. Ο Ράμφος δοκιμάζει την
τύχη του με το νοησιαρχικό, νεοκαντιανό υποκείμενο. Και αυτή την απολυτοποίηση
ενός πράγματος, η άρση αυτού από την αρχαία σειρά του, ονομάζεται ενσάρκωση].
Ώσπου εμφανίζεται στο προσκήνιο η Cornelia de Vogel, η οποία με το άρθρο
της «ego sum qui sum»,
το οποίο υπάρχει μεταφρασμένο στις αναρτήσεις μας, ξαναβάζει τα πράγματα στην
θέση τους. Στο νεοπλατωνισμό το Είναι εθεωρείτο ήδη ενέργεια ή ενέργεια
υπάρξεως. Και την de Vogel
ακολούθησαν ο Beierwaltes και ο Hadot,
δίνοντας τέλος στην αυτοκρατορία του απόλυτου και των απολυτοποιήσεων.
Αυτές οι δύο απολυτοποιήσεις, της σχέσεως από τον Αυγουστίνο
και της υπάρξεως από τον Ακινάτη, συμμετείχαν και στον ορισμό της υποστάσεως εκ
μέρους του Ακινάτη, που επηρεάζει σήμερα τις σκέψεις του Ζηζιούλα και του
Γιανναρά!
Τι λέει λοιπόν με συντομία για την υποστατική ένωση ο
Ακινάτης: «Η αρχή της ενώσεως είναι το πρόσωπο του Υιού, το οποίο προσλαμβάνει
την ανθρώπινη Φύση, και το οποίο πρόσωπο ονομάζεται γι’ αυτό “απεσταλμένο στον
κόσμο”, διότι προσλαμβάνει μια ανθρώπινη Φύση. Η αποστολή του Υιού όμως σύμφωνα
με την Φυσική τάξη, προηγείται της αποστολής του Αγίου πνεύματος, δεδομένου πως
το Άγιο πνεύμα σύμφωνα με την Φυσική Τάξη προοδεύει και από τον πατέρα και από
τον Υιό. Επομένως η υποστατική ένωση προηγείται της συνήθους αποδόσεως της
χάριτος σαν αποτέλεσμα της αποστολής του Αγίου πνεύματος» (S. Th. III
7,13).
Συνεχίζεται
Aμέθυστος