Πηγή: Ας Μιλήσουμε Επιτέλους
Τα συμπεράσματα της μελέτης του Επίτιμου Υπαρχηγού ΓΕΝ αντιναύαρχου Σήφη
Μανουσογιαννάκη για τη κρίση των Ιμίων δεν θα μπορούσαν να είναι
ευχάριστα. Η προχειρότητα και όπως όλα δείχνουν και οι σκοπιμότητες
κυριάρχησαν απ΄ ότι φαίνεται ακόμη και σ΄ εκείνες τις κρίσιμες για το
Έθνος ώρες.
Γράφει ο Σήφης Μανουσογιαννάκης
Επίτμιμος Υπαρχηγός ΓΕΝ
Αντιναύαρχος Π.Ν. (ε.α)
Ως προς τον τρόπο χειρισμού της κρίσης από την Τουρκία διαπιστώνεται ότι το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας της Τουρκίας συνεδρίασε και αποφάσισε, όπως όφειλε να πράξει, για να αντιμετωπίσει μια επερχόμενη κρίση η έστω μια κρίση που το ίδιο προκάλεσε επιδιώκοντας την εξυπηρέτηση των εθνικών του συμφερόντων. Ο χειρισμός της κρίσεως από τους Τούρκους υπήρξε άψογος. Η Τουρκία έχει στο ενεργητικό της ένα εξαιρετικό επιχειρησιακό επίτευγμα. Έχει ενοποιήσει λειτουργικά τις διπλωματικές της επιδιώξεις με τη λειτουργία και τη δράση των στρατιωτικών της μέσων.
Από τη μεριά της Ελλάδας το ΚΥΣΕΑ, αρμόδιο όργανο χειρισμού των κρίσεων δεν συνεδρίασε παρά μόνο στο τέλος της κρίσεως για να λάβει την απόφαση της αποχώρησης. Δεν συγκροτήθηκε κανένα Κυβερνητικό Συμβούλιο για να χειρισθεί την κρίση. Δεν χρησιμοποιήθηκε η γνώση και εμπειρία Ελλήνων διπλωματών. Το ουσιώδες δεν ήταν αν οι συνεδριάσεις πραγματοποιούνταν στο Εθνικό Κέντρο Επιχειρήσεων αφού δεν επρόκειτο να πολεμήσουμε. Δεν προσφύγαμε σε κανένα Διεθνή Οργανισμό ούτε και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αρκεσθήκαμε στην διαμεσολάβηση των Αμερικανών αλλά και εκεί κατά τρόπο επιπόλαιο.
Η κατεύθυνση που έδωσε ο Πρωθυπουργός στη συνεδρίαση της Πολιτικής Επιτροπής το πρωί της 30ης Ιαν. «να μείνουμε όπως είμαστε και να αποφευχθούν ενέργειες κλιμάκωσης» ενώ έδιδε ένα σαφές στίγμα των προθέσεων της Κυβέρνησης δεν προσδιόριζε πολιτικό στόχο τον οποίο οφείλαμε να έχουμε και να επιδιώκουμε, είτε με τους πολιτικούς χειρισμούς της κυβέρνησης είτε με στρατιωτικούς, αν οι πρώτοι αποτύγχαναν.
Η επιμονή διατήρησης του «status quo» σε μια περιοχή δεν έχει κανένα νόημα αν περιορίζεται μόνο στη χρήση πολιτικών μέσων καθόσον δεν περιέχει την πρακτική επιβολή της διεκδίκησης.
Δεν δόθηκαν σαφείς εντολές προς τις Ένοπλες Δυνάμεις ούτε διατηρήθηκε υψηλό επίπεδο πολιτικού ελέγχου στις στρατιωτικές επιλογές (πρώτη αρχή του χειρισμού κρίσεων).
Δεν υπήρξαν παύσεις στον ρυθμό των στρατιωτικών ενεργειών (δεύτερη αρχή του χειρισμού κρίσεων).
Δεν υπήρξε συντονισμός διπλωματικών και στρατιωτικών κινήσεων (τρίτη αρχή του χειρισμού κρίσεων).
Δεν υπήρξαν στρατιωτικές κινήσεις συγκεκριμένες που να είναι κατάλληλες για τους περιορισμένης φύσεως στόχους του χειρισμού κρίσεων-αποκλιμάκωσης (τέταρτη αρχή του χειρισμού κρίσεων). Βέβαια στην περίπτωση των Ιμίων δεν υπήρξαν καν στόχοι.
Ενώ οι δηλώσεις, τόσο του Πρωθυπουργού όσο και των Υπουργών Εξωτερικών και Άμυνας επιβεβαίωναν τις προθέσεις της κυβερνήσεως για αποκλιμάκωση, οι στρατιωτικές κινήσεις που διατάσσονταν με την έγκριση του ίδιου του Υπουργού Άμυνας (απόπλους του Στόλου από τους Ναυστάθμους και ανάπτυξή του στο Αιγαίο, αποχώρηση της Φρεγάτας ΥΔΡΑ από τη συμμετοχή της στις Νατοϊκές επιχειρήσεις στη Βοσνία και επιστροφή της στην Ελλάδα) έδιδαν το στίγμα της κλιμάκωσης και εκλαμβάνονταν από τον αντίπαλο ως προετοιμασία ευρείας επιθέσεως (πέμπτη αρχή του χειρισμού κρίσεων).
Η γενική κινητοποίηση των Ενόπλων Δυνάμεων που διατάχθηκε αργότερα είχε το ίδιο αποτέλεσμα όπως και η μερική επιστράτευση στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου.
Υπήρξαν πολιτικές ενέργειες που έδειχναν διάθεση αναζήτησης πολιτικής λύσεως μέσω διαπραγματεύσεων και όχι στρατιωτικής (έκτη αρχή του χειρισμού κρίσεων) αλλά δεν υπήρξαν αντίστοιχες στρατιωτικές που να υποστηρίζουν τις πολιτικές ενέργειες. Και βέβαια πώς να υπάρξουν αφού ούτε πολιτικός έλεγχος στις στρατιωτικές ενέργειες υπήρχε, ούτε συντονισμός.
Τέλος δεν υπήρξε επιλογή πολιτικο-στρατιωτικών ενεργειών που άφηναν στον αντίπαλο την δυνατότητα εξόδου από την κρίση με παράλληλη ικανοποίηση των θεμελιωδών συμφερόντων του (έβδομη αρχή του χειρισμού κρίσεων).
Οι ενέργειες της Ελληνικής πλευράς τόσο για τους Τούρκους όσο και για οποιοδήποτε τρίτο μάτι που παρακολουθούσε την κρίση, έδειχναν ότι η Ελλάδα άλλα έλεγε και άλλα έπραττε.
Τα στρατιωτικά μέτρα που λαμβάνονταν από την Ελλάδα (χωρίς την έγκριση του ΚΥΣΕΑ) υποχρέωναν την Τουρκία να κινητοποιηθεί. Η κινητοποίηση των Τουρκικών ναυτικών δυνάμεων, που πάντως ήταν μικρότερη της κινητοποίησης των Ελληνικών, οδήγησε τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις σε πλήρη ανάπτυξη. Διατάχθηκε επιστράτευση στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Όλα με την έγκριση του Υπουργού Άμυνας κατά τη στιγμή που η Ελληνική πλευρά είχε συμφωνήσει σ’ ένα πλαίσιο διαπραγματεύσεων και είχε διαβεβαιώσει τους διαμεσολαβητές ότι επιθυμούμε την ειρηνική λύση της κρίσεως. Είχαμε μπει πλέον σε ένα φαύλο κύκλο.
Η αφαίρεση της Τουρκικής σημαίας από προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων, την οποία είχαν τοποθετήσει Τούρκοι δημοσιογράφοι με μια προβοκατόρικη ενέργεια, αποτέλεσε το πρώτο και βασικότερο λάθος.
Την σπουδαιότητα μιας τέτοιας ενέργειας γνώριζαν οι Ελληνικές αρχές και γι’ αυτό είχαν θέσει ως προϋπόθεση την έγκριση του ΚΥΣΕΑ. Ο Υπουργός Άμυνας ή το Συμβούλιο Άμυνας δεν υποκαθιστά το ΚΥΣΕΑ. Αυτή η υπέρβαση αρμοδιοτήτων αλλά περισσότερο οι πειραματισμοί με τα εθνικά σύμβολα (ύψωση σημαίας, υποστολή σημαίας κ.ο.κ.) ίσως θα έπρεπε να προβληματίσει όλη την πολιτική ηγεσία αυτού του τόπου, γιατί αποπνέει μια εθνική ανασφάλεια ως προς τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Θα έπρεπε τάχα να υψώνουμε σε κάθε σημείο της επικράτειάς μας και μια σημαία δηλωτική της κυριαρχίας του τόπου μας; Λήφθηκε υπ΄ όψη ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να ερμηνευθεί από τους «απέναντί» μας και όχι μόνο απ΄αυτούς, ως ένδειξη αντιφατικότητας σχετικά με την ιδιοκτησία της περιοχής; Ακόμα τι θα γινόταν αν εμείς με τη λογική της υψώσεως της σημαίας και εγκατάστασης φρουράς για τη φύλαξη της, βάζαμε σημαία και φρουρά σε κάθε βραχονησίδα που τοποθετούσαν Τουρκική σημαία οι δημοσιογράφοι της ΧΟΥΡΙΕΤ ή ο απέναντι χότζας;
Η Ελληνική κυβέρνηση επιθυμούσε ειρηνική επίλυση της κρίσεως. Τρεις φορές επισημαίνει ο Κ.Σημίτης στο βιβλίο του (σελ. 63,65,66) ότι το πρόβλημα ήταν πολιτικό και ως τέτοιο έπρεπε να αντιμετωπισθεί. Η Κυβερνητική Επιτροπή συμφώνησε σε συγκεκριμένο σχέδιο αποκλιμάκωσης που είχαν προτείνει οι Αμερικανοί και ανατέθηκε στον Θ.Πάγκαλο να υλοποιήσει τη συμφωνία. Αφού οι Τούρκοι απέρριψαν τις προτάσεις Πάγκαλου τί θα έπρεπε τάχα να πράξει ως Υπουργός Εξωτερικών, αντί να δίνει συνέντευξη στο ΜEGA;
Ο Γ.Αρσένης αφού πληροφορήθηκε από τους Αμερικανούς την απόρριψη των προτάσεών μας από τους Τούρκους και προειδοποιήθηκε από τον Υπουργό Εξωτερικών Perry ότι αφού επιμένουμε στο θέμα της σημαίας οι Τούρκοι κάτι θα κάνουν τις επόμενες ώρες (εφ. ΠΑΡΟΝ της 8ης Φεβ.) μήπως όφειλε να πράξει κάτι κι αυτός συναινώντας με την ειλημμένη κυβερνητική απόφαση περί αποκλιμάκωσης;. Αντίθετα, αυτενεργώντας ερήμην του ΚΥΣΕΑ και του Πρωθυπουργού φάνηκε να χρησιμοποιεί τις Ένοπλες Δυνάμεις. Εύλογο το ερώτημα: Για ποιόν τάχα σκοπό; Ούτε ο Γ.Αρσένης ούτε ο Θ.Πάγκαλος μας τον αποκάλυψαν.
Εν τούτοις, και γνώση και προγενέστερη εμπειρία υπήρχε στα περισσότερα στελέχη αυτής της κυβέρνησης αλλά και στον Α/ΓΕΕΘΑ για τέτοιας φύσεως θέματα.
Αν ανατρέξουμε στην περίφημη κρίση του 1987 θα διαπιστώσουμε ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις, που είχαν αρθεί πάλι σε ύψιστο σημείο ετοιμότητας με αξιοζήλευτο επαγγελματισμό και είχαν αναπτυχθεί στο Αιγαίο για να απαγορεύσουν στους Τούρκους τις έρευνες στην Ελληνική υφαλοκρηπίδα, παρά το γεγονός ότι στο Αιγαίο δεν βρισκόταν κανένα τουρκικό πολεμικό πλοίο εκτός των δύο συνοδών του ερευνητικού, ανακλήθηκαν, γιατί είχαμε και τότε δεχθεί τις αξιώσεις του Τούρκου Πρωθυπουργού Τ.Οζαλ, που βρισκόταν μάλιστα στο Λονδίνο και διεμήνυε: «ούτε η Ελλάδα ούτε η Τουρκία θα έκαναν έρευνες πετρελαίων στο Αιγαίο έξω από τα χωρικά τους ύδατα».
Για ποιο λόγο άραγε κινητοποιήθηκαν οι Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας μας τότε; Δεν εισέπραξαν τάχα απαξίωση όταν πάνοπλοι βγήκαν να αντιμετωπίσουν έναν απόντα αντίπαλο; Έστω κι αν παρακάμψουμε το γεγονός ότι η Τουρκική πλευρά επέβαλλε τελικά τη θέση της, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε τον τρόπο με τον οποίο ο τότε Πρωθυπουργός Α.Παπανδρέου βγάζοντας εθνικές κορώνες έσυρε τις Ένοπλες Δυνάμεις σε ένα δονκιχωτικό κυνηγητό ανεμόμυλων. Τέτοια ευαίσθητα εθνικά θέματα έχουν καταντήσει για τον τόπο, για τα κόμματα, για τα ΜΜΕ, ταμπού.
Έτσι οι λαϊκισμοί και οι πατερναλιστικές τάσεις του τότε πρωθυπουργού, αποσόβησαν το αυτονόητο ορθολογικό ερώτημα. Πόσα χρήματα, πόσο ανθρώπινο δυναμικό, πόση ενέργεια κατασπαταλήθηκε, και με ποιο αποτέλεσμα;
Με κανένα τρόπο δεν θα υποστηρίξουμε ότι η παραπάνω πολιτική στάση χαρακτηρίζει μόνο το ένα και όχι και το άλλο κόμμα εξουσίας. Επειδή με την ίδια «εθνική ευαισθησία»…. πολιτεύονταν είτε ως Κυβέρνηση, είτε ως Αντιπολίτευση.
Ίσως με τέτοιου τύπου εμπειρίες κάποια μέλη της κυβέρνησης έλπιζαν να αποκομίσουν κέρδη πολιτικά εμπλέκοντας τη χώρα σε εθνικές περιπέτειες τις οποίες δεν ήταν ικανοί να αντιμετωπίσουν. Αν προσέξουμε το χρονικό των γεγονότων θα διαπιστώσουμε ότι ο όλος χειρισμός της κρίσεως δίνει την εικόνα μιας κυβέρνησης στην οποία, όσοι είχαν χρέος να συναποφασίζουν , είδαμε να αυτενεργούν και να «καπελώνουν» τη συλογικότητα με οπορτουνιστικές εσωστρέφειες. Είδαμε επίσης ότι αποποιήθηκαν και τότε με δηλώσεις τους και αργότερα σε συνεντεύξεις τους ή σε συγγράμματά τους, τις ευθύνες που τους αναλογούσαν, τις οποίες επέρριψαν στις Ένοπλες Δυνάμεις και στον Α/ΓΕΕΘΑ παρασιωπώντας τις ευθύνες του πολιτικού τους προϊσταμένου.
Η πλέον ιταμή πρόκληση προς τις Ένοπλες δυνάμεις και την ηγεσία τους από τη μεριά των πολιτικών ήταν η εις βάρος τους μομφή ότι δεν περιφρούρησαν και τα Ανατ. Ίμια με αποτέλεσμα να μπορέσουν οι Τούρκοι να αποβιβασθούν σ' αυτά.
Προβληματιζόμαστε πάνω σ’αυτό γιατί είδαμε ότι τα γεγονότα των Ιμίων δεν περιεπλάκησαν από την αποβίβαση των Τούρκων στην Δυτ. Ίμια. Αντίθετα το γεγονός αυτό αποτελεί τον τελευταίο κρίκο της κρίσης στην περιοχή και συνέβη ενώ ήδη η Ελληνική πολιτική ηγεσία είχε συμφωνήσει στην Αμερικάνικη πρόταση αποκλιμάκωσης.
Η μη επιτυχής στρατιωτική περιφρούρηση τους ενέχει περισσότερο πολιτική ευθύνη και διπλωματική καχεξία διότι τα διαπραγματευτικά παζάρια, όπως γίνονταν, σηματοδοτούσαν στους Τούρκους αδυναμία της Ελληνικής πλευράς, γι’ αυτό οι Τούρκοι έκριναν ότι με μια επιχείρηση πρόκλησης και αποφασιστικότητας θα βρίσκονταν σε πλεονεκτικότερη διαπραγματευτική θέση και de facto θα πρόβαλαν το θέμα των «γκρίζων ζωνών». Και έτσι λειτούργησαν. Η Ελληνική διπλωματία θα έπρεπε να είχε υπόψη της την Τουρκική τακτική και από άλλες Ελληνοτουρκικές εμπλοκές αλλά κυρίως από τον δεύτερο Αττίλα στην Κύπρο που εκτελέστηκε στη φάση των διαπραγματεύσεων.
Όταν λοιπόν κάποιος όπως η πολιτική ηγεσία αποκόβει από το σύνολο ενός προβλήματος ένα κομμάτι και το χρησιμοποιεί επιλεκτικά για να συγκαλύψει ευθύνες που πρώτιστα της αναλογούν μας επιτρέπει να διερωτηθούμε για την ασφαλή πολιτική πλεύση της χώρας σε κρίσιμες περιστάσεις.
Γιατί τελικά δεν μπόρεσε να λειτουργήσει το ΚΥΣΕΑ σ’ αυτή τη φάση;. Όσοι έζησαν τα γεγονότα, είτε ως ένστολοι είτε ως απλοί πολίτες αλλά με πολιτική σκέψη, μπορούν να καταλάβουν πώς ύψιστα εθνικά θέματα γίνονται αντικείμενα καπηλείας για εσωτερικές μικροπολιτικές και κομματικές σκοπιμότητες ή ακόμα επηρεάζονται από τις προσωπικές αντιλήψεις πολιτικών παραγόντων.
Γράφει ο Ν.Κουρής στο βιβλίο του σ.93 «Παρατηρήθηκε μια μόλις αποκρυπτόμενη δυσπιστία της κορυφής της κυβέρνησης προς την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων». Ίσως εκεί να υπήρχε η αιτία που ο Πρωθυπουργός της χώρας σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές αρνήθηκε να δεχθεί σε συνεργασία τον Ναύαρχο Λ.Βασιλικόπουλο Διοικητή της ΕΥΠ βασικότατο θεσμικό παράγοντα ως εκ της ιδιότητας του αυτής.
Φαίνεται ότι ο Αμερικανός διαμεσολαβητής ήταν σαφής από την αρχή όχι πλοία όχι στρατιώτες όχι σημαίες επιστροφή στο status quo ante. Η Ελληνική πλευρά στρουθοκαμήλιζε. Είχε πολιτικό κόστος γι’αυτήν η αφαίρεση της σημαίας και προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο. Η ουσία όμως ήταν στο έδαφος, στην κυριαρχία και όχι στη σημαία. Αυτό δεν φαινόταν να την απασχολεί. Δεν επιθυμούσε, είπε, να θυσιάσει ψυχές για μια βραχονησίδα της Ελλάδας. Γράφει ο τότε Υφυπουργός Εθνικής Άμυνας Πτέραρχος Ν.Κουρής στο βιβλίο του ΑΙΓΑΙΟ Η ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑ ΔΙΑΜΑΧΗ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΩΝ Τέλος πρέπει να μνημονεύσουμε εδώ ότι στην κορύφωση της κρίσης των Ιμίων κάποιοι ψιθύρισαν :….Εμείς δεν θυσιάζουμε τα παιδιά μας για κάτι βράχους….και να κλάψουνε οι μανούλες και σχολιάζει. Λάθος σύντροφοι! Οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις όμως δεν είχαν αντίρρηση να θυσιαστούν υπερασπίζοντας την Ελληνική κυριαρχία και μάλιστα τρία στελέχη τους θυσιάστηκαν. Ποιους τάχα εξέφραζε η κυβέρνηση σε εκείνη τη συγκυρία;
Η τελευταία δήλωση του Αμερικανού διαμεσολαβητή μετά την εγκατάσταση των Τούρκων στρατιωτών στα Δυτ. Ίμια «εάν δεν βάλετε εναντίον των Τούρκων, αυτοί έχουν διαταγή να μην βάλουν εναντίον των Ελλήνων. Με την αναχώρηση της Ελληνικής ναυτικής δυνάμεως και της Ελληνικής σημαίας οι Τουρκικές δυνάμεις θα κάνουν το ίδιο. Η πλευρά που θα ανοίξει πυρ πρώτη θα βρει απέναντι της τις ΗΠΑ» (Turkish Review of Balkan Studies Annual 2001), έδωσε στην Ελληνική κυβέρνηση το άλλοθι για την ταπεινωτική της απόφαση.
Συνεκτιμώντας όλο το χρονικό των Ιμίων θα αναρωτηθούμε για ποιο λόγο ο Πρωθυπουργός στην ομιλία του στη βουλή εξέφρασε τις ευχαριστίες του στους Αμερικανούς (Σημίτης σελ΄72). Από τον τρόπο που αντέδρασε η κοινή γνώμη, το Κοινοβούλιο και ο Τύπος, ο Ελληνικός λαός ένοιωσε δυσαρέσκεια θεωρώντας αυτό το «ευχαριστώ» ως ένδειξη υποτέλειας και αδυναμίας της Ελληνικής πλευράς να διαχειριστεί ένα εθνικό ζήτημα, ζητώντας την παρέμβαση «προστάτη» στον οποίο οφειλότανε και αποδόθηκε αυτό το ευχαριστώ. Αν λάβουμε υπόψη ότι βρισκόμαστε σε εποχές που η Ελλάδα ανήκει πλήρως στην Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται για τους Έλληνες σαν μια οπισθοδρόμηση σε μεταπολεμικές κυβερνήσεις και μάλιστα από ένα Πρωθυπουργό με την σφραγίδα του Ευρωπαϊστή. Αν το ευχαριστώ το εκλάβουμε ως προσωπική έκφραση ενός πολιτικού απέναντι σε κάποια δύναμη που σε εκείνη τη φάση υποστήριξε την αδυναμία του για την επίλυση του ζητήματος μπορούμε να πούμε ότι αυτό το προσωπικό του ευχαριστώ δεν θα έπρεπε να ειπωθεί με την ιδιότητα ενός Πρωθυπουργού.
Η φυσική ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων δεν τήρησε τα προβλεπόμενα. Ο Α/ΓΕΕΘΑ και οι Αρχηγοί των Γενικών Επιτελείων έπρεπε να επιμείνουν στην έγκριση από το ΚΥΣΕΑ όσων μέτρων συναγερμού και κανόνων εμπλοκής προβλέπονταν. Δεν επέμειναν και τούτο διότι θεώρησαν ότι η παρεχόμενη έγκριση του ΥΕΘΑ στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Άμυνας ήταν αρκετή. Δημιούργησαν έτσι στις Ένοπλες Δυνάμεις με τα μέτρα που έπαιρναν και τις διθυραμβικές εντολές που εξέδιδαν μια επιθετική ψυχολογία η οποία όμως με τη θλιβερή κατάληξη της κρίσεως προκάλεσε έντονο αίσθημα εθνικής ταπείνωσης.
Υ.Γ. Τι ήταν όμως το Συμβούλιο Άμυνας και ποιες αρμοδιότητες είχε το αναφέραμε περιγράφοντας το θεσμικό πλαίσιο της χώρας μας. Το 1994 που αναθεωρήθηκε ο νόμος 660/77 που αφορούσε στην οργάνωση του ΥΕΘΑ δεν ακολουθήθηκε το πρότυπο της οργάνωσης των Υπουργείων Άμυνας των δυτικο-ευρωπαϊκών κρατών μελών του ΝΑΤΟ στο οποίο είμαστε μέλη και μεταξύ των άλλων θα εξασφαλιζόταν και η διαλειτουργηκότητά του, αλλά αυτοσχεδιάσαμε. Τρεις νέοι θεσμοί δημιουργήθηκαν. Το Συμβούλιο Άμυνας [ΣΑΜ] το Επιτελείο του Υπουργού και η Γενική Διεύθυνση Εξοπλισμών [ΓΔΕ]. Και οι τρεις απέτυχαν καθώς το ΣΑΜ λειτούργησε σαν υποκατάστατο του ΚΥΣΕΑ (Ίμια) οι δε άλλοι δυο κατάντησαν φωλιές κρατικοδίαιτων ημετέρων των πολιτικών κομμάτων.
Γράφει ο Σήφης Μανουσογιαννάκης
Επίτμιμος Υπαρχηγός ΓΕΝ
Αντιναύαρχος Π.Ν. (ε.α)
Ως προς τον τρόπο χειρισμού της κρίσης από την Τουρκία διαπιστώνεται ότι το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας της Τουρκίας συνεδρίασε και αποφάσισε, όπως όφειλε να πράξει, για να αντιμετωπίσει μια επερχόμενη κρίση η έστω μια κρίση που το ίδιο προκάλεσε επιδιώκοντας την εξυπηρέτηση των εθνικών του συμφερόντων. Ο χειρισμός της κρίσεως από τους Τούρκους υπήρξε άψογος. Η Τουρκία έχει στο ενεργητικό της ένα εξαιρετικό επιχειρησιακό επίτευγμα. Έχει ενοποιήσει λειτουργικά τις διπλωματικές της επιδιώξεις με τη λειτουργία και τη δράση των στρατιωτικών της μέσων.
Από τη μεριά της Ελλάδας το ΚΥΣΕΑ, αρμόδιο όργανο χειρισμού των κρίσεων δεν συνεδρίασε παρά μόνο στο τέλος της κρίσεως για να λάβει την απόφαση της αποχώρησης. Δεν συγκροτήθηκε κανένα Κυβερνητικό Συμβούλιο για να χειρισθεί την κρίση. Δεν χρησιμοποιήθηκε η γνώση και εμπειρία Ελλήνων διπλωματών. Το ουσιώδες δεν ήταν αν οι συνεδριάσεις πραγματοποιούνταν στο Εθνικό Κέντρο Επιχειρήσεων αφού δεν επρόκειτο να πολεμήσουμε. Δεν προσφύγαμε σε κανένα Διεθνή Οργανισμό ούτε και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αρκεσθήκαμε στην διαμεσολάβηση των Αμερικανών αλλά και εκεί κατά τρόπο επιπόλαιο.
Η κατεύθυνση που έδωσε ο Πρωθυπουργός στη συνεδρίαση της Πολιτικής Επιτροπής το πρωί της 30ης Ιαν. «να μείνουμε όπως είμαστε και να αποφευχθούν ενέργειες κλιμάκωσης» ενώ έδιδε ένα σαφές στίγμα των προθέσεων της Κυβέρνησης δεν προσδιόριζε πολιτικό στόχο τον οποίο οφείλαμε να έχουμε και να επιδιώκουμε, είτε με τους πολιτικούς χειρισμούς της κυβέρνησης είτε με στρατιωτικούς, αν οι πρώτοι αποτύγχαναν.
Η επιμονή διατήρησης του «status quo» σε μια περιοχή δεν έχει κανένα νόημα αν περιορίζεται μόνο στη χρήση πολιτικών μέσων καθόσον δεν περιέχει την πρακτική επιβολή της διεκδίκησης.
Δεν δόθηκαν σαφείς εντολές προς τις Ένοπλες Δυνάμεις ούτε διατηρήθηκε υψηλό επίπεδο πολιτικού ελέγχου στις στρατιωτικές επιλογές (πρώτη αρχή του χειρισμού κρίσεων).
Δεν υπήρξαν παύσεις στον ρυθμό των στρατιωτικών ενεργειών (δεύτερη αρχή του χειρισμού κρίσεων).
Δεν υπήρξε συντονισμός διπλωματικών και στρατιωτικών κινήσεων (τρίτη αρχή του χειρισμού κρίσεων).
Δεν υπήρξαν στρατιωτικές κινήσεις συγκεκριμένες που να είναι κατάλληλες για τους περιορισμένης φύσεως στόχους του χειρισμού κρίσεων-αποκλιμάκωσης (τέταρτη αρχή του χειρισμού κρίσεων). Βέβαια στην περίπτωση των Ιμίων δεν υπήρξαν καν στόχοι.
Ενώ οι δηλώσεις, τόσο του Πρωθυπουργού όσο και των Υπουργών Εξωτερικών και Άμυνας επιβεβαίωναν τις προθέσεις της κυβερνήσεως για αποκλιμάκωση, οι στρατιωτικές κινήσεις που διατάσσονταν με την έγκριση του ίδιου του Υπουργού Άμυνας (απόπλους του Στόλου από τους Ναυστάθμους και ανάπτυξή του στο Αιγαίο, αποχώρηση της Φρεγάτας ΥΔΡΑ από τη συμμετοχή της στις Νατοϊκές επιχειρήσεις στη Βοσνία και επιστροφή της στην Ελλάδα) έδιδαν το στίγμα της κλιμάκωσης και εκλαμβάνονταν από τον αντίπαλο ως προετοιμασία ευρείας επιθέσεως (πέμπτη αρχή του χειρισμού κρίσεων).
Η γενική κινητοποίηση των Ενόπλων Δυνάμεων που διατάχθηκε αργότερα είχε το ίδιο αποτέλεσμα όπως και η μερική επιστράτευση στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου.
Υπήρξαν πολιτικές ενέργειες που έδειχναν διάθεση αναζήτησης πολιτικής λύσεως μέσω διαπραγματεύσεων και όχι στρατιωτικής (έκτη αρχή του χειρισμού κρίσεων) αλλά δεν υπήρξαν αντίστοιχες στρατιωτικές που να υποστηρίζουν τις πολιτικές ενέργειες. Και βέβαια πώς να υπάρξουν αφού ούτε πολιτικός έλεγχος στις στρατιωτικές ενέργειες υπήρχε, ούτε συντονισμός.
Τέλος δεν υπήρξε επιλογή πολιτικο-στρατιωτικών ενεργειών που άφηναν στον αντίπαλο την δυνατότητα εξόδου από την κρίση με παράλληλη ικανοποίηση των θεμελιωδών συμφερόντων του (έβδομη αρχή του χειρισμού κρίσεων).
Οι ενέργειες της Ελληνικής πλευράς τόσο για τους Τούρκους όσο και για οποιοδήποτε τρίτο μάτι που παρακολουθούσε την κρίση, έδειχναν ότι η Ελλάδα άλλα έλεγε και άλλα έπραττε.
Τα στρατιωτικά μέτρα που λαμβάνονταν από την Ελλάδα (χωρίς την έγκριση του ΚΥΣΕΑ) υποχρέωναν την Τουρκία να κινητοποιηθεί. Η κινητοποίηση των Τουρκικών ναυτικών δυνάμεων, που πάντως ήταν μικρότερη της κινητοποίησης των Ελληνικών, οδήγησε τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις σε πλήρη ανάπτυξη. Διατάχθηκε επιστράτευση στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Όλα με την έγκριση του Υπουργού Άμυνας κατά τη στιγμή που η Ελληνική πλευρά είχε συμφωνήσει σ’ ένα πλαίσιο διαπραγματεύσεων και είχε διαβεβαιώσει τους διαμεσολαβητές ότι επιθυμούμε την ειρηνική λύση της κρίσεως. Είχαμε μπει πλέον σε ένα φαύλο κύκλο.
Η αφαίρεση της Τουρκικής σημαίας από προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων, την οποία είχαν τοποθετήσει Τούρκοι δημοσιογράφοι με μια προβοκατόρικη ενέργεια, αποτέλεσε το πρώτο και βασικότερο λάθος.
Την σπουδαιότητα μιας τέτοιας ενέργειας γνώριζαν οι Ελληνικές αρχές και γι’ αυτό είχαν θέσει ως προϋπόθεση την έγκριση του ΚΥΣΕΑ. Ο Υπουργός Άμυνας ή το Συμβούλιο Άμυνας δεν υποκαθιστά το ΚΥΣΕΑ. Αυτή η υπέρβαση αρμοδιοτήτων αλλά περισσότερο οι πειραματισμοί με τα εθνικά σύμβολα (ύψωση σημαίας, υποστολή σημαίας κ.ο.κ.) ίσως θα έπρεπε να προβληματίσει όλη την πολιτική ηγεσία αυτού του τόπου, γιατί αποπνέει μια εθνική ανασφάλεια ως προς τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Θα έπρεπε τάχα να υψώνουμε σε κάθε σημείο της επικράτειάς μας και μια σημαία δηλωτική της κυριαρχίας του τόπου μας; Λήφθηκε υπ΄ όψη ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να ερμηνευθεί από τους «απέναντί» μας και όχι μόνο απ΄αυτούς, ως ένδειξη αντιφατικότητας σχετικά με την ιδιοκτησία της περιοχής; Ακόμα τι θα γινόταν αν εμείς με τη λογική της υψώσεως της σημαίας και εγκατάστασης φρουράς για τη φύλαξη της, βάζαμε σημαία και φρουρά σε κάθε βραχονησίδα που τοποθετούσαν Τουρκική σημαία οι δημοσιογράφοι της ΧΟΥΡΙΕΤ ή ο απέναντι χότζας;
Η Ελληνική κυβέρνηση επιθυμούσε ειρηνική επίλυση της κρίσεως. Τρεις φορές επισημαίνει ο Κ.Σημίτης στο βιβλίο του (σελ. 63,65,66) ότι το πρόβλημα ήταν πολιτικό και ως τέτοιο έπρεπε να αντιμετωπισθεί. Η Κυβερνητική Επιτροπή συμφώνησε σε συγκεκριμένο σχέδιο αποκλιμάκωσης που είχαν προτείνει οι Αμερικανοί και ανατέθηκε στον Θ.Πάγκαλο να υλοποιήσει τη συμφωνία. Αφού οι Τούρκοι απέρριψαν τις προτάσεις Πάγκαλου τί θα έπρεπε τάχα να πράξει ως Υπουργός Εξωτερικών, αντί να δίνει συνέντευξη στο ΜEGA;
Ο Γ.Αρσένης αφού πληροφορήθηκε από τους Αμερικανούς την απόρριψη των προτάσεών μας από τους Τούρκους και προειδοποιήθηκε από τον Υπουργό Εξωτερικών Perry ότι αφού επιμένουμε στο θέμα της σημαίας οι Τούρκοι κάτι θα κάνουν τις επόμενες ώρες (εφ. ΠΑΡΟΝ της 8ης Φεβ.) μήπως όφειλε να πράξει κάτι κι αυτός συναινώντας με την ειλημμένη κυβερνητική απόφαση περί αποκλιμάκωσης;. Αντίθετα, αυτενεργώντας ερήμην του ΚΥΣΕΑ και του Πρωθυπουργού φάνηκε να χρησιμοποιεί τις Ένοπλες Δυνάμεις. Εύλογο το ερώτημα: Για ποιόν τάχα σκοπό; Ούτε ο Γ.Αρσένης ούτε ο Θ.Πάγκαλος μας τον αποκάλυψαν.
Εν τούτοις, και γνώση και προγενέστερη εμπειρία υπήρχε στα περισσότερα στελέχη αυτής της κυβέρνησης αλλά και στον Α/ΓΕΕΘΑ για τέτοιας φύσεως θέματα.
Αν ανατρέξουμε στην περίφημη κρίση του 1987 θα διαπιστώσουμε ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις, που είχαν αρθεί πάλι σε ύψιστο σημείο ετοιμότητας με αξιοζήλευτο επαγγελματισμό και είχαν αναπτυχθεί στο Αιγαίο για να απαγορεύσουν στους Τούρκους τις έρευνες στην Ελληνική υφαλοκρηπίδα, παρά το γεγονός ότι στο Αιγαίο δεν βρισκόταν κανένα τουρκικό πολεμικό πλοίο εκτός των δύο συνοδών του ερευνητικού, ανακλήθηκαν, γιατί είχαμε και τότε δεχθεί τις αξιώσεις του Τούρκου Πρωθυπουργού Τ.Οζαλ, που βρισκόταν μάλιστα στο Λονδίνο και διεμήνυε: «ούτε η Ελλάδα ούτε η Τουρκία θα έκαναν έρευνες πετρελαίων στο Αιγαίο έξω από τα χωρικά τους ύδατα».
Για ποιο λόγο άραγε κινητοποιήθηκαν οι Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας μας τότε; Δεν εισέπραξαν τάχα απαξίωση όταν πάνοπλοι βγήκαν να αντιμετωπίσουν έναν απόντα αντίπαλο; Έστω κι αν παρακάμψουμε το γεγονός ότι η Τουρκική πλευρά επέβαλλε τελικά τη θέση της, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε τον τρόπο με τον οποίο ο τότε Πρωθυπουργός Α.Παπανδρέου βγάζοντας εθνικές κορώνες έσυρε τις Ένοπλες Δυνάμεις σε ένα δονκιχωτικό κυνηγητό ανεμόμυλων. Τέτοια ευαίσθητα εθνικά θέματα έχουν καταντήσει για τον τόπο, για τα κόμματα, για τα ΜΜΕ, ταμπού.
Έτσι οι λαϊκισμοί και οι πατερναλιστικές τάσεις του τότε πρωθυπουργού, αποσόβησαν το αυτονόητο ορθολογικό ερώτημα. Πόσα χρήματα, πόσο ανθρώπινο δυναμικό, πόση ενέργεια κατασπαταλήθηκε, και με ποιο αποτέλεσμα;
Με κανένα τρόπο δεν θα υποστηρίξουμε ότι η παραπάνω πολιτική στάση χαρακτηρίζει μόνο το ένα και όχι και το άλλο κόμμα εξουσίας. Επειδή με την ίδια «εθνική ευαισθησία»…. πολιτεύονταν είτε ως Κυβέρνηση, είτε ως Αντιπολίτευση.
Ίσως με τέτοιου τύπου εμπειρίες κάποια μέλη της κυβέρνησης έλπιζαν να αποκομίσουν κέρδη πολιτικά εμπλέκοντας τη χώρα σε εθνικές περιπέτειες τις οποίες δεν ήταν ικανοί να αντιμετωπίσουν. Αν προσέξουμε το χρονικό των γεγονότων θα διαπιστώσουμε ότι ο όλος χειρισμός της κρίσεως δίνει την εικόνα μιας κυβέρνησης στην οποία, όσοι είχαν χρέος να συναποφασίζουν , είδαμε να αυτενεργούν και να «καπελώνουν» τη συλογικότητα με οπορτουνιστικές εσωστρέφειες. Είδαμε επίσης ότι αποποιήθηκαν και τότε με δηλώσεις τους και αργότερα σε συνεντεύξεις τους ή σε συγγράμματά τους, τις ευθύνες που τους αναλογούσαν, τις οποίες επέρριψαν στις Ένοπλες Δυνάμεις και στον Α/ΓΕΕΘΑ παρασιωπώντας τις ευθύνες του πολιτικού τους προϊσταμένου.
Η πλέον ιταμή πρόκληση προς τις Ένοπλες δυνάμεις και την ηγεσία τους από τη μεριά των πολιτικών ήταν η εις βάρος τους μομφή ότι δεν περιφρούρησαν και τα Ανατ. Ίμια με αποτέλεσμα να μπορέσουν οι Τούρκοι να αποβιβασθούν σ' αυτά.
Προβληματιζόμαστε πάνω σ’αυτό γιατί είδαμε ότι τα γεγονότα των Ιμίων δεν περιεπλάκησαν από την αποβίβαση των Τούρκων στην Δυτ. Ίμια. Αντίθετα το γεγονός αυτό αποτελεί τον τελευταίο κρίκο της κρίσης στην περιοχή και συνέβη ενώ ήδη η Ελληνική πολιτική ηγεσία είχε συμφωνήσει στην Αμερικάνικη πρόταση αποκλιμάκωσης.
Η μη επιτυχής στρατιωτική περιφρούρηση τους ενέχει περισσότερο πολιτική ευθύνη και διπλωματική καχεξία διότι τα διαπραγματευτικά παζάρια, όπως γίνονταν, σηματοδοτούσαν στους Τούρκους αδυναμία της Ελληνικής πλευράς, γι’ αυτό οι Τούρκοι έκριναν ότι με μια επιχείρηση πρόκλησης και αποφασιστικότητας θα βρίσκονταν σε πλεονεκτικότερη διαπραγματευτική θέση και de facto θα πρόβαλαν το θέμα των «γκρίζων ζωνών». Και έτσι λειτούργησαν. Η Ελληνική διπλωματία θα έπρεπε να είχε υπόψη της την Τουρκική τακτική και από άλλες Ελληνοτουρκικές εμπλοκές αλλά κυρίως από τον δεύτερο Αττίλα στην Κύπρο που εκτελέστηκε στη φάση των διαπραγματεύσεων.
Όταν λοιπόν κάποιος όπως η πολιτική ηγεσία αποκόβει από το σύνολο ενός προβλήματος ένα κομμάτι και το χρησιμοποιεί επιλεκτικά για να συγκαλύψει ευθύνες που πρώτιστα της αναλογούν μας επιτρέπει να διερωτηθούμε για την ασφαλή πολιτική πλεύση της χώρας σε κρίσιμες περιστάσεις.
Γιατί τελικά δεν μπόρεσε να λειτουργήσει το ΚΥΣΕΑ σ’ αυτή τη φάση;. Όσοι έζησαν τα γεγονότα, είτε ως ένστολοι είτε ως απλοί πολίτες αλλά με πολιτική σκέψη, μπορούν να καταλάβουν πώς ύψιστα εθνικά θέματα γίνονται αντικείμενα καπηλείας για εσωτερικές μικροπολιτικές και κομματικές σκοπιμότητες ή ακόμα επηρεάζονται από τις προσωπικές αντιλήψεις πολιτικών παραγόντων.
Γράφει ο Ν.Κουρής στο βιβλίο του σ.93 «Παρατηρήθηκε μια μόλις αποκρυπτόμενη δυσπιστία της κορυφής της κυβέρνησης προς την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων». Ίσως εκεί να υπήρχε η αιτία που ο Πρωθυπουργός της χώρας σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές αρνήθηκε να δεχθεί σε συνεργασία τον Ναύαρχο Λ.Βασιλικόπουλο Διοικητή της ΕΥΠ βασικότατο θεσμικό παράγοντα ως εκ της ιδιότητας του αυτής.
Φαίνεται ότι ο Αμερικανός διαμεσολαβητής ήταν σαφής από την αρχή όχι πλοία όχι στρατιώτες όχι σημαίες επιστροφή στο status quo ante. Η Ελληνική πλευρά στρουθοκαμήλιζε. Είχε πολιτικό κόστος γι’αυτήν η αφαίρεση της σημαίας και προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο. Η ουσία όμως ήταν στο έδαφος, στην κυριαρχία και όχι στη σημαία. Αυτό δεν φαινόταν να την απασχολεί. Δεν επιθυμούσε, είπε, να θυσιάσει ψυχές για μια βραχονησίδα της Ελλάδας. Γράφει ο τότε Υφυπουργός Εθνικής Άμυνας Πτέραρχος Ν.Κουρής στο βιβλίο του ΑΙΓΑΙΟ Η ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑ ΔΙΑΜΑΧΗ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΩΝ Τέλος πρέπει να μνημονεύσουμε εδώ ότι στην κορύφωση της κρίσης των Ιμίων κάποιοι ψιθύρισαν :….Εμείς δεν θυσιάζουμε τα παιδιά μας για κάτι βράχους….και να κλάψουνε οι μανούλες και σχολιάζει. Λάθος σύντροφοι! Οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις όμως δεν είχαν αντίρρηση να θυσιαστούν υπερασπίζοντας την Ελληνική κυριαρχία και μάλιστα τρία στελέχη τους θυσιάστηκαν. Ποιους τάχα εξέφραζε η κυβέρνηση σε εκείνη τη συγκυρία;
Η τελευταία δήλωση του Αμερικανού διαμεσολαβητή μετά την εγκατάσταση των Τούρκων στρατιωτών στα Δυτ. Ίμια «εάν δεν βάλετε εναντίον των Τούρκων, αυτοί έχουν διαταγή να μην βάλουν εναντίον των Ελλήνων. Με την αναχώρηση της Ελληνικής ναυτικής δυνάμεως και της Ελληνικής σημαίας οι Τουρκικές δυνάμεις θα κάνουν το ίδιο. Η πλευρά που θα ανοίξει πυρ πρώτη θα βρει απέναντι της τις ΗΠΑ» (Turkish Review of Balkan Studies Annual 2001), έδωσε στην Ελληνική κυβέρνηση το άλλοθι για την ταπεινωτική της απόφαση.
Συνεκτιμώντας όλο το χρονικό των Ιμίων θα αναρωτηθούμε για ποιο λόγο ο Πρωθυπουργός στην ομιλία του στη βουλή εξέφρασε τις ευχαριστίες του στους Αμερικανούς (Σημίτης σελ΄72). Από τον τρόπο που αντέδρασε η κοινή γνώμη, το Κοινοβούλιο και ο Τύπος, ο Ελληνικός λαός ένοιωσε δυσαρέσκεια θεωρώντας αυτό το «ευχαριστώ» ως ένδειξη υποτέλειας και αδυναμίας της Ελληνικής πλευράς να διαχειριστεί ένα εθνικό ζήτημα, ζητώντας την παρέμβαση «προστάτη» στον οποίο οφειλότανε και αποδόθηκε αυτό το ευχαριστώ. Αν λάβουμε υπόψη ότι βρισκόμαστε σε εποχές που η Ελλάδα ανήκει πλήρως στην Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται για τους Έλληνες σαν μια οπισθοδρόμηση σε μεταπολεμικές κυβερνήσεις και μάλιστα από ένα Πρωθυπουργό με την σφραγίδα του Ευρωπαϊστή. Αν το ευχαριστώ το εκλάβουμε ως προσωπική έκφραση ενός πολιτικού απέναντι σε κάποια δύναμη που σε εκείνη τη φάση υποστήριξε την αδυναμία του για την επίλυση του ζητήματος μπορούμε να πούμε ότι αυτό το προσωπικό του ευχαριστώ δεν θα έπρεπε να ειπωθεί με την ιδιότητα ενός Πρωθυπουργού.
Η φυσική ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων δεν τήρησε τα προβλεπόμενα. Ο Α/ΓΕΕΘΑ και οι Αρχηγοί των Γενικών Επιτελείων έπρεπε να επιμείνουν στην έγκριση από το ΚΥΣΕΑ όσων μέτρων συναγερμού και κανόνων εμπλοκής προβλέπονταν. Δεν επέμειναν και τούτο διότι θεώρησαν ότι η παρεχόμενη έγκριση του ΥΕΘΑ στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Άμυνας ήταν αρκετή. Δημιούργησαν έτσι στις Ένοπλες Δυνάμεις με τα μέτρα που έπαιρναν και τις διθυραμβικές εντολές που εξέδιδαν μια επιθετική ψυχολογία η οποία όμως με τη θλιβερή κατάληξη της κρίσεως προκάλεσε έντονο αίσθημα εθνικής ταπείνωσης.
Υ.Γ. Τι ήταν όμως το Συμβούλιο Άμυνας και ποιες αρμοδιότητες είχε το αναφέραμε περιγράφοντας το θεσμικό πλαίσιο της χώρας μας. Το 1994 που αναθεωρήθηκε ο νόμος 660/77 που αφορούσε στην οργάνωση του ΥΕΘΑ δεν ακολουθήθηκε το πρότυπο της οργάνωσης των Υπουργείων Άμυνας των δυτικο-ευρωπαϊκών κρατών μελών του ΝΑΤΟ στο οποίο είμαστε μέλη και μεταξύ των άλλων θα εξασφαλιζόταν και η διαλειτουργηκότητά του, αλλά αυτοσχεδιάσαμε. Τρεις νέοι θεσμοί δημιουργήθηκαν. Το Συμβούλιο Άμυνας [ΣΑΜ] το Επιτελείο του Υπουργού και η Γενική Διεύθυνση Εξοπλισμών [ΓΔΕ]. Και οι τρεις απέτυχαν καθώς το ΣΑΜ λειτούργησε σαν υποκατάστατο του ΚΥΣΕΑ (Ίμια) οι δε άλλοι δυο κατάντησαν φωλιές κρατικοδίαιτων ημετέρων των πολιτικών κομμάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου