Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014

Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΒΑΘΟΥΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΝΕΑ ΗΘΙΚΗ του ERICH NEUMANN (6)

Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΒΑΘΟΥΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΝΕΑ ΗΘΙΚΗ  (6)
του ERICH NEUMANN
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
Η ΠΑΛΙΑ ΗΘΙΚΗ    (συνέχεια)

Η παλιά ηθική βασίζεται στην αρχή των αντιθέτων που βρίσκονται σε σύγκρουση. Η πάλη ανάμεσα στο καλό και το κακό, στο φως και το σκοτάδι, είναι το βασικό της πρόβλημα. Όσο και αν το περιεχόμενο του καλού και του κακού μπορεί να διαφέρει μέσα στο άτομο, η αρχή των συγκρουόμενων αντιθέτων και η λύση των διαφορών τους μέσω της αντιπαράθεσης παραμένει η ουσία της παλιάς ηθικής. Η ιδεώδης μορφή αυτής τη ηθικής είναι πάντα ο ήρωας είτε παίρνει την μορφή ενός αγίου, που θεωρείται ταυτόσημος με την αρχή του φωτός – μια ψευδαίσθηση που συμβολίζεται με το φωτοστέφανο – είτε σαν τον άγιο Γεώργιο, που υποτάσσει τον δράκοντα. Η άλλη πλευρά πάντοτε είτε εξολοθρεύεται εντελώς είτε νικιέται αποφασιστικά. Και όμως, η μάχη των αντιθέτων είναι αιώνια. Αντιστοιχεί στην βασική Ιρανική αντίληψη για την πάλη ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, δεδομένου ότι το απωθημένο, το καταπιεσμένο και νικημένο σκοτάδι πάντα, χωρίς εξαίρεση, επαναστατεί και πάλι· τα κεφάλια που κόβονται από την Λερναία Ύδρα πάντα ξαναφυτρώνουν.
Η ανθρωπότητα βρίσκεται μπροστά στο περίεργο και, για την παλιά ηθική, παράδοξο πρόβλημα ότι ο κόσμος, η φύση και η ανθρώπινη ψυχή είναι η σκηνή μιας συνεχούς και ασταμάτητης αναγέννησης του κακού. Ακριβώς όπως το φως δεν μπορεί να σβησθή από την ανώτερη δύναμη του σκοταδιού, έτσι επίσης δεν υπάρχει τίποτε που να δείχνει ότι το σκοτάδι μπορεί ποτέ να καταργηθή από οποιαδήποτε ανώτερη δύναμη εκ μέρους το φωτός.
Από την άποψη του μέσου ανθρώπου, η παλιά ηθικά ήταν βασισμένη στην διόγκωση του εγώ και την απώθηση· η ψευδο-λύση που έδινε συνεπαγόταν ταύτιση του εγώ με τις αξίες του συνόλου. Για την ηθική ελίτ, από την άλλη πλευρά, η κατάσταση ήταν περισσότερο πολύπλοκη. Στην περίπτωσή τους, βρίσκουμε την αντίθετη κρυστάλλωση – δηλαδή μια  υ π ο τ ί μ η σ η  του εγώ. Αυτή η υποτίμηση (μια ταύτιση με την αρνητική αξία, με το κακό) πήρε την μορφή μιας συντριπτικής αίσθησης της αμαρτίας, και βρήκε την κλασσική της διατύπωση στο υπάρχον δόγμα του προπατορικού αμαρτήματος, ή στο ότι «το κακό είναι ο άνθρωπος από την νεανική του ηλικία και μετά».
Υπάρχει εδώ μια πραγματική πιθανότητα η υποτίμηση του εγώ να είναι τόσο πλήρης, και το αίσθημα κατωτερότητα απέναντι στην υπερπροσωπική δύναμη τόσο καταστροφικό, ώστε να μην υπάρχει στην πραγματικότητα ουσιαστική θέση για οποιαδήποτε ηθική. Η τάση του ανθρώπου προς το κακό σε αυτήν την περίπτωση βιώνεται σαν τόσο απόλυτη, ώστε τίποτα που θα μπορούσε να κάνη ή να είναι ο άνθρωπος δεν είναι δυνατόν να αποκαταστήση την ισορροπία. Η μόνη θεραπεία είναι στην πραγματικότητα η λύτρωση από μια πράξη χάρης εκ μέρους της θεότητας.
Αυτή η ακραία και μονόπλευρη στάση της ταύτισης με το κακό υλοποιείται σε πολλές άλλες διαβαθμίσεις και στάδια κατά την συνείδηση της αμαρτίας. Κατ’ αρχήν, αυτή βιώνεται σαν μια λίγο-πολύ απελπιστική κατάσταση προβολής από την γήινη, υλική, σωματική και ζωώδη πλευρά της ζωής. Αυτή η αντίληψη μετατρέπεται αργότερα σε μια ενδιάμεση θέση. Ο άνθρωπος τώρα τελικά φθάνει σε κάποια εμπειρία της διπλής του φύσης, που είναι καλή και κακή την ίδια στιγμή. Παρ’ όλα αυτά, και εδώ η έμφαση δίνεται στον πόνο, που προκαλείται από την ίδια την κακή πλευρά κάποιου (που πρέπει να καταπιεθή), και «η ζωή σε αυτόν τον κόσμο», όπως κατανοείται, για παράδειγμα, από τον Πουριτανισμό και τον Φαρισαϊσμό – γίνεται αυστηρή, σκυθρωπή και αντι-ζωτική στον χαρακτήρα της.
Είναι χαρακτηριστικό αυτής της τάσης ότι η διόγκωση του εγώ και η ταύτισή του με την ηθική αξία μπορεί να ανθίζη πλάι-πλάι με την αποθάρρυνση που προκαλείται από την συνείδηση της αμαρτίας. Η αλαζονεία τη διόγκωσης που «ξέρει» το καλό, και η υπερ-απλουστευτική βεβαιότητα ότι κάποιος έχει «κάνει το καλό», στην καθημερινή ζωή του, μπορούν να συνυπάρχουν με την ταπείνωση μιας βαθειάς συντριπτικής αίσθησης της αμαρτίας.
Σε αυτήν την ψυχολογία, μπορούν πραγματικά να βρεθούν όλα τα είδη των ανάμεικτων καταστάσεων, από την ηθική ψευδαίσθηση και την εκπλήρωση του Νόμου σαν μια αντανάκλαση της «δίκαιης συνείδησης» κάποιου, μέχρι την στρατευμένη δέσμευση στην μάχη για το καλό, τον έντονο πόνο εξ αιτίας του δυαλισμού του κόσμου, την απογοήτευση για το κακό που υπάρχει μέσα στην καρδιά κάποιου, και μια αυτοδιαβρωτική συνείδηση της αμαρτίας. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η βίωση του πόνου δίνει ένα σκοτεινό υπόβαθρο στην ζωή, και με αυτόν τον τρόπο το καταπιεσμένο στοιχείο κάνει την επιστροφή του, και αγγίζει έτσι έμμεσα την συνείδηση.
Σε αντίθεση με την απώθηση, κατά την οποία κάθε επαφή με τα σκοτεινά περιεχόμενα, τα οποία προκαλούν πόνο, καταστρέφεται από την απόσχιση των ασυνειδήτων περιεχομένων, ο πόνος επιτρέπει στο άτομο που καταπιέζει τα συνειδητά περιεχόμενα να ζη μια σχετικά ομαλή ζωή. Δεν προσβάλλεται και δεν κατακλύζεται, όπως το άτομο που τα απωθεί, από τις σκοτεινές δυνάμεις του ασυνειδήτου. Ο εκούσιος αυτοπεριορισμός με την θυσία και την καταπίεση είναι ένας τρόπος ζωής που δεν κάνει οπωσδήποτε το άτομο άρρωστο. Για το σύνολο, πάντως, οι συνέπειες της καταπίεσης είναι καταστρεπτικές, ακόμη και εκεί που το άτομο διαφεύγει την βλάβη. Υπάρχει στην πραγματικότητα αυτό το πολύ κοινό έδαφος ανάμεσα στις δύο μεθόδους, της καταπίεσης και της απώθησης: και στις δύο περιπτώσεις, το σύνολο πρέπει να πληρώση για την ψεύτικη αρετή του ατόμου.
Η καταπίεση και, ακόμη περισσότερο η απώθηση, καταλήγουν σε μια συσσώρευση καταπιεσμένων ή απωθημένων περιεχομένων μέσα στο ασυνείδητο. Από την άποψη της ενεργειακής οικονομίας, το πλεονέκτημα βρίσκεται και πάλι την καταπίεση. Ένα στοιχείο που καταπιέζεται συνεχίζει να παίζη έναν ρόλο στην συνείδηση, με την μορφή ενός προβλήματος που ενοχλεί τον συνειδητό νου. Η πάλη ενάντια στο κακό καταλαμβάνει ένα αξιόλογο μέρος της προσοχής της συνείδησης. Το εγώ, επίσης, κάνει μια ορισμένη θυσία ψυχικής ενέργειας απέναντι στα καταπιεσμένα φαινόμενα. Στην πραγματικότητα, η ενέργεια που ξοδεύεται στην καταπίεση είναι ως ένα βαθμό ένα ψυχικό ισοδύναμο για την μη υλοποίηση του καταπιεσμένου περιεχομένου. Η ενέργεια που θα έπρεπε να είχε επενδυθή στην υλοποίηση αυτού του περιεχομένου, μεταβιβάζεται στο ίδιο το περιεχόμενο με την μορφή της ενέργειας που απαιτείται για την καταπίεσή του. Αυτό που αποτελεί ένα ισοδύναμο ποσό ενέργειας παραμένει δεμένο με το περιεχόμενο που έχει απορριφθή, και επενδύεται στους μηχανισμούς που εμποδίσουν, μπλοκάρουν και συγκρατούν, οι οποίοι είναι τα όργανα της καταπίεσης.
Από την άποψη της ανάπτυξης της συνείδησης, η μάχη αυτού του είδους με το ασυνείδητο είναι κατά ένα μέρος δικαιολογημένη. Αλλά ούτε η μεταβίβαση ενός ισοδύναμου ποσού ενέργειας, ούτε η συνειδητή απασχόληση της σκέψης με την καταπίεση, ούτε η βίωση των καταπιεσμένων στοιχείων μέσω του πόνου είναι επαρκείς τεχνικές για την υπέρβαση του προβλήματος που προκαλείται από την καταπίεση των ηθικά αποκλεισμένων – δηλαδή των κακών – συστατικών της προσωπικότητας.
Στην απώθηση από την άλλη μεριά, ακόμη και οι μερικά αφομοιωτικές διαδικασίες, τα ισοδύναμα και οι ασφαλιστικές δικλείδες που μπορεί κανείς να βρη στην καταπίεση, λείπουν. Οι δυνάμεις και τα περιεχόμενα που απωθούνται εντελώς και δεν έχουν άλλο μέσα προσέγγισης στην συνείδηση, δεν παραμένουν αμετάβλητα μέσα στο ασυνείδητο, ούτε διατηρούν τον αρχικό τους χαρακτήρα: αλλάζουν. Τα απωθημένα περιεχόμενα αποκτούν την τάση της οπισθοδρόμησης και υπόκεινται σε αρνητική ενίσχυση. Δεν είναι δυνατόν να συζητήσουμε την διαδικασία της οπισθοδρόμησης σε αυτό το σημείο (Βλέπε Jung: «Σχετικά με την ψυχική ενέργεια», Άπαντα, τόμος 8). Αυτό που μπορεί, πάντως, να ειπωθή εδώ είναι ότι στην οπισθοδρόμηση πιο πρωτόγονες μορφές αντίδρασης μπαίνουν σε κίνηση. Για παράδειγμα, η ανθρωποκτονία που διαπράττεται σε μια έκρηξη πάθους είναι μια πρωτόγονη μορφή αντίδρασης, που έχει ξεπεραθή εξ αιτίας της αύξησης της συνειδητότητα (με την μορφή της συνείδησης) και την ανάπτυξη του νόμου και της δικαιοσύνης. Στην οπισθοδρόμηση αυτές οι υψηλότερες μορφές συνειδητότητας διαλύονται και αντικαθίστανται από την αρχική πρωτόγονη αντίδραση.
Είναι ζήτημα κοινής εμπειρίας (που δεν μπορούμε να το συζητήσουμε αναλυτικά τώρα) ότι τα περιεχόμενα που έχουν την δυνατότητα να γίνουν συνειδητά, αλλά που η πρόσβασή τους στην συνείδηση έχει εμποδισθή, γίνονται κακά και καταστρεπτικά. Γνωρίζουμε από την καθημερινή ζωή ότι η αδυναμία ή η απροθυμία να παραδεχθούμε την ύπαρξη ενός γεγονότος ή περιεχομένου ή να «απενεργοποιήσουμε» κάτι, όπως λέμε, συχνά δημιουργεί ένα βουνό – ή μάλλον έναν σεισμό – από τον λόφο ενός τυφλοπόντικα. Το περιεχόμενο που έχει αποσχισθή από την συνείδηση υπόκειται στην οπισθοδρόμηση και μολύνεται από άλλα πρωτόγονα αρνητικά στοιχεία μέσα στο ασυνείδητο, με αποτέλεσμα, σε μια ασταθή προσωπικότητα, ένας μικρός ερεθισμός που εμποδίζεται η προβολή του στην συνείδηση, όχι σπάνια να ξεσπάη σε μια έκρηξη οργής ή να οδηγείται σε μια επικίνδυνη απώθηση. Σε πολύ γενικές γραμμές, μπορεί να λεχθή, ότι οι δυνάμεις που αποκλείονται από το συνειδητό συσσωρεύονται και δημιουργούν ένταση μέσα στο ασυνείδητο, και ότι αυτή η ένταση είναι χωρίς καμμία αμφιβολία καταστρεπτική.
Ποια είναι λοιπόν η μοίρα όλως κείνων των στοιχείων της προσωπικότητας, των ορμών, των δυνάμεων και των ενστίκτων που αποκλείονται από την ζωή με την παλιά ηθική; Όσο πιο δογματικά επιβάλλεται η παλιά ηθική επάνω στα άτομα και στις κοινωνίες – δηλαδή όσο ισχυρότερη είναι η επίδραση της συνείδησης – τόσο πιο ριζικός θα είναι αυτός ο αποκλεισμός και μεγαλύτερο το σχίσμα ανάμεσα στην συνείδηση που έχει ταυτισθή με τις αξίες, και στο ασυνείδητο, το οποίο, για χάρη της αντιστάθμισης, θα πάρη την αντίθετη θέση.
Όπου υπάρχει καταπίεση, η συνείδηση δείχνει την δύναμή της με την μορφή ενός συνειδητού αισθήματος ενοχής· όπου υπάρχει απώθηση, αυτό το αίσθημα θα είναι ασυνείδητο. Το αίσθημα της ενοχής μπορεί να αποδωθή, και στις δύο περιπτώσεις, στην αντίληψη μέσα μας της σκιάς· αλλά το εάν εμφανίζεται αυτό ανοιχτά με την μορφή του πόνου ή παραμένει ασυνείδητο εξαρτάται, όπως έχουμε πει, από το εάν έχει συμβή καταπίεση ή διόγκωση και απώθηση.
Το αίσθημα της ενοχής που βασίζεται στην ύπαρξη της σκιάς απελευθερώνεται με τον ίδιο τρόπο και από το άτομο και από το σύνολο – δηλαδή με το φαινόμενο της  π ρ ο β ο λ ή ς   τ η ς   σ κ ι ά ς. Η σκιά που βρίσκεται σε σύγκρουση με τις αναγνωρισμένες αξίες, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή σαν ένα αρνητικό μέρος της ψυχής κάποιου, και επομένως προβάλλεται, δηλαδή μεταφέρεται στον εξωτερικό κόσμο και βιώνεται σε ένα εξωτερικό αντικείμενο, Καταπολεμείται, τιμωρείται και εξολοθρεύεται, αντί να αντιμετωπισθή σαν «το ίδιο το εσωτερικό πρόβλημα κάποιου».
Ο τρόπος με τον οποίο η παλιά ηθική προνοεί για την εξάλειψη αυτών των αισθημάτων ενοχής και την απελευθέρωση των αποκλεισμένων αρνητικών δυνάμεων, είναι στην πραγματικότητα ένας από τους σοβαρώτερους κινδύνους που αντιμετωπίζει το ανθρώπινο γένος. Αυτό που έχουμε στον νου μας σε τούτο το σημείο είναι εκείνο τα κλασσικό ψυχολογικό τέχνασμα – η δημιουργία ενός αποδιοπομπαίου. Αυτή η τεχνική της προσπάθειας για λύση του προβλήματος μπορεί να συναντηθή οπουδήποτε υπάρχει ανθρώπινη κοινωνία. (Σύγκρινε: «Το Χρυσό κλαδί» του J.G.Frazer). Είναι όμως περισσότερο γνωστή σαν ένα ιουδαϊκό τυπικό. Εδώ ο καθαρισμός του συλλογικού στοιχείου γινόταν με την τελετουργική συσσώρευση όλης της ακαθαρσίας και του κακού επάνω στο κεφάλι του αποδιοπομπαίου τράγου, που τον εξαπέστειλαν στην έρημο – στην Azazel (Λευιτικό 16, 8 [R.S.V.]). 
Οι ασυνείδητες ψυχικές συγκρούσεις ομάδων και μαζών βρίσκουν τις πιο θεαματικές διεξόδους τους σε επιδημικά ξεσπάσματα, όπως πόλεμοι και επαναστάσεις, στις οποίες οι ασυνείδητες δυνάμεις που έχουν συσσωρευθή επάνω στο σύνολο παίρνουν το έλεγχο, και «γράφουν ιστορία». Η  ψ υ χ ο λ ο γ ί α  τ ο υ   α π ο δ ι ο π ο μ π α ί ο υ  είναι στην πραγματικότητα ένα παράδειγμα μιας πρώιμης, αν και ακόμη ανεπαρκούς, προσπάθειας να αντιμετωπισθούν αυτές οι ασυνείδητες συγκρούσεις. Αυτή η ψυχολογία διαμορφώνει την εσωτερική ζωή των εθνών, όπως ακριβώς κάνει και για τις διεθνείς τους σχέσεις. Συχνά η έκρηξη μαζικών επιδημιών και η ψυχολογία του αποδιοπομπαίου είναι αλληλοσυνδεόμενες ψυχολογικές αντιδράσεις, που προέρχονται από μια και μόνο ασυνείδητη σύγκρουση. Από την άποψη της τελικής έκβασης, είναι συγκριτικά αδιάφορο το έαν η αναφερόμενη σύγκρουση δεν ήταν ακόμη ώριμη για συνειδητοποίηση, ή εάν ήταν μια σύγκρουση που είχε προηγουμένως απωθηθή.
Στο πρωτόγονο επίπεδο, όπου η συνείδηση των ατόμων που αποτελούν το σύνολο είναι ακόμη σχετικά ασθενική, η πρόοδος προς την κατεύθυνση των αξιών που είναι απαραίτητες στην κοινωνία δεν μπορεί να επιτευχθή με άλλον τρόπο, παρά με την εξωτερική προβολή της σκιάς. Σε αυτό το στάδιο, το κακό μπορεί να γίνη συνειδητό μόνο με το να παρελάση επίσημα μπροστά στα μάτια του πλήθους, και μετά να καταστραφή τελετουργικά. Το αποτέλεσμα της κάθαρσης επιτυγχάνεται ακριβώς μέσω της διαδικασίας της συνειδητοποίησης του κακού με το να γίνεται αυτό ορατό, και με την απελευθέρωση του ασυνειδήτου από αυτό το περιεχόμενο μέσω της προβολής. Σε αυτό το επίπεδο, επομένως, το κακό, αν και δεν αναγνωρίζεται από το άτομο σαν δικό του, παρ’ όλα αυτά αναγνωρίζεται σαν κακό. Για να το πούμε με περισσότερη ακρίβεια, το κακό αναγνωρίζεται σαν κάτι που ανήκει στην συλλογική δομή της φυλής κάποιου, και εξαλείφεται με συλλογικό τρόπο – για παράδειγμα από τον Αρχιερέα, που μεταβιβάζει τις αμαρτίες των ανθρώπων επάνω στον αποδιοπομπαίο τράγο σαν μια ιερατική θυσία.
Μία κάθαρση αυτού του είδους θα διατηρήση την ψυχολογική της ισχύ εφ’ όσον το σύνολο αισθάνεται ακόμη ταυτισμένο με την ιερατική θυσία και συγκινείται πραγματικά απ’ αυτήν – εφ’ όσον, δηλαδή, ο φόνος του θύματος δεν έχει υποβιβασθή στο επίπεδο ενός απλού θεάματος.
Σε αυτό το στάδιο, η ψυχολογία του αποδιοπομπαίου κυριαρχείται ακόμη από ηθικά στοιχεία στο πιο πρωτόγονο επίπεδό τους – δηλαδή από την ομαδική ευθύνη και την ομαδική ταυτότητα. Είναι αλήθεια ότι στο Ιουδαϊσμό, σε μια μεταγενέστερη εποχή, το άτομο επίσης παίρνει μέρος σαν τέτοιο στην κάθαρση με την εξομολόγηση των αμαρτιών του, και με αυτόν τον τρόπο αποκτά συνείδηση της ύπαρξης της σκιώδους πλευράς του. Ακόμη και σε αυτό το στάδιο, όμως, η εξομολόγηση δεν είναι ατομική, αλλά προέρχεται από το πνεύμα της συλλογικής ευθύνης, εφ’ όσον κάθε άτομο κατακρίνει τον εαυτό του για τις αμαρτίες του συνόλου, και διακηρύσσει:    «έ χ  ο υ μ ε   αμαρτήσει, έ χ ο υ μ ε  προδώσει», κλπ.
(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: