ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ
Pierre Hadot
VΙΙΙ
ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ
ΦΥΣΗΣ ΣΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ.
ΘΑΥΜΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΡΟΜΟΣ
23. ΑΠΌ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΣΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ
ΕΙΝΑΙ
1. Σέλινγκ
Από
τα τέλη του 18ου αιώνα, όχι μόνο η αναζήτηση τών μυστικών τής φύσης, όπως
είδαμε, παραχώρησε τη θέση της σε μια εμπειρία συναισθημάτων αγωνίας και
θαυμασμού απέναντι στο άρρητο, αλλά επιπλέον, στη φιλοσοφική σκέψη που ξεκινά
από τής εποχή τού ρομαντισμού και φτάνει μέχρι τις μέρες μας, η ίδια η έννοια
τού μυστικού τής φύσης θα αντικατασταθεί από την έννοια τού μυστηρίου τού Είναι,
ή τής ύπαρξης. Αυτή η αλλαγή προοπτικής είναι ήδη ορατή στη τρίτη εκδοχή (με
πιθανή ημερομηνία το 1815) των Εποχών του
κόσμου τού Σέλινγκ, έργο φιλόδοξο, που ο συγγραφέας του μετά από
επανειλημμένες δοκιμές στη συγγραφή του, αποφάσισε να μην εκδώσει. Στο έργο
αυτό ο φιλόσοφος επανέρχεται στη θεωρία των τριών θείων δυνάμεων που
εμφανίζονται και σε άλλα έργα του με διαφορετική μορφή, και προσπαθεί να
αναλύσει τα στάδια εξέλιξης του Θεού, δηλαδή σε τελική ανάλυση την ανάδυση της
πραγματικότητας. Περιγράφοντας την αρχέγονη δυναμική διαστολής και συστολής, ο
Σέλινγκ αναγνωρίζει τη σημασία τής «πρώτης ώθησης με την οποία ξεκινά αυτή η κίνηση
εναλλαγής που ενεργοποιεί όλη την ορατή φύση» και που μπορούμε να
παρακολουθήσουμε για παράδειγμα στη ζωή των φυτών τών οποίων όλη η ενέργεια
εξαντλείται στη δημιουργία του σπόρου που θα οδηγήσει και πάλι στη παραγωγή του
νέου σπόρου. Κίνηση του Είναι και κίνηση της φύσης επομένως συνδέονται άμεσα.
Για να μπορέσει να αποκτήσει τη θέση του, να αναφανεί και να αποκαλυφθεί, θα
πρέπει επομένως το Είναι να κλειστεί πρώτα στον εαυτό του, προκειμένου αυτή η
αποκάλυψη να αποκτήσει περιεχόμενο, δηλαδή μια βάση, ένα θεμέλιο (Grund). Η αποκάλυψη
προϋποθέτει μια πρώτη φάση κατά την οποία το Είναι αρνείται τον εαυτό του,
ανασυγκροτεί ή ανασυνιστά την ουσία του. Στο σημείο αυτό ο Σέλινγκ
αναδεικνύεται σε κληρονόμο του Boehme, για τον οποίο η πρώτη αρχή της θεϊκής ιδιότητας είναι πυρ, οργή, θυμός,
μανία, και η πρώτη στιγμή της φύσης, μια «τρομακτική, σκληρή, φλογερή και
ψυχρή, φθονερή και οργισμένη» σύσπαση. «Η ανάπτυξη προϋποθέτει αναδίπλωση».
Θα πρέπει να προσέξουμε ιδιαιτέρως ένα
απόσπασμα από τις Εποχές του χρόνου
που μας αποκαλύπτει καθαρά τη μεταμόρφωση τής έννοιας τού μυστικού τής φύσης, το οποίο στο εξής
καταλήγει να εκφράζει μια στιγμή τής αυτοσυνείδησης του Είναι, καθώς και το
θεμελιώδες μυστήριο της ύπαρξης:
«Αυτή
η τάση εγκλεισμού του Είναι εμπεριέχεται
στις τρέχουσες εκφράσεις τού λόγου, ειδικά όταν λέμε ότι η φύση
αποστρέφεται το βλέμμα μας και κρύβει το μυστήριό της. Μόνο υπό την επήρεια μιας ανώτερης δύναμης θα ήταν δυνατόν να ανασυρθεί
από το καταφύγιο του όπου βρίσκεται κρυμμένο ολόκληρο το γίγνεσθαι».
Γίνεται σαφές ότι εδώ πρόκειται για το
πέρασμα από τη φύση που κρύπτεται στο
Είναι που εγκλείεται. Αυτή η αρχέγονη
άρνηση, λέει ο Σέλινγκ, είναι «η τροφός ολόκληρου του ορατού σύμπαντος», και οι
συνέπειές της εμφανίζονται στα φαινόμενα αναδίπλωσης, του σύμπαντος και των
σωμάτων. Λέγοντας ότι η φύση κρύπτεται, εννοούμε ότι «η φύση προσαρτάται με τις ρίζες της στην
τυφλή, σκοτεινή, άρρητη πλευρά του Θεού». Κάθε ανάπτυξη αποτελεί πλήγμα σε αυτή
την αντίσταση, σε αυτή την επιθυμία εγκλεισμού. Με άλλα λόγια το μυστικό της
φύσης δεν αντιπροσωπεύει για τον Σέλινγκ ένα πρόβλημα που θα μπορούσε να λύσει
η επιστήμη, αλλά το αρχέγονο μυστήριο του Είναι, τον αδιαπέραστο και
ανεξερεύνητο χαρακτήρα του. Σε μια τέτοια προοπτική ο αφορισμός «η φύση κρύπτεσθαι
φιλεί» ειρηνεύεται ως εξής: «Στην αρχική του σύσταση το Είναι βρίσκεται σε
κατάσταση συρρίκνωσης και μη-ανάπτυξης». Αλλά και η ίδια η έννοια της φύσης
στον Σέλινγκ έχει ασαφές νόημα, διότι, όπως συμβαίνει και με τη πρόταση που
μόλις παραθέσαμε, είναι ενδεχόμενο να προσδιορίζει τη «φυσική κατάσταση» της φύσης, αλλά συχνά αναφέρεται επίσης σε αυτό που ο Vladimir
Jankelevitch αποκαλεί «θεοσοφική Φύση, στην οποία ο Σέλινγκ
αναγνωρίζει την απόκρυφη θεότητα του Θεού». Σε κάθε περίπτωση θα μπορούσαμε να
συμπορευτούμε με τον Jankelevitch όταν λέει: «Η Φύση εδώ ταυτίζεται με το Grund (το
βάθος), με το κρυφό μυστήριο της ύπαρξης».
2. Μυστήριο της ύπαρξης και αγωνία
Στους Αφορισμούς περί της
φιλοσοφίας της φύσης, ο Σέλινγκ αναφέρεται στην αγωνία που μας διακατέχει
απέναντι στην ύπαρξη, όταν αποχωριστεί από όλες τις οικίες μορφές που μας την
κρύβουν:
«Οποιοσδήποτε
ατενίσει, αφαιρώντας του την υπόσταση και τη μορφή, αυτό το απλό όντος Είναι
(που συνήθως αποκαλείται η ύπαρξη),
στην καθαρή του μορφή, θα πρέπει να το θεωρήσει σαν ένα θαύμα που συγκλονίζει
τη ψυχή μας. Διότι είναι επιπλέον αναμφισβήτητο ότι αυτό το απλό «όντως Είναι»
που εισέβαλε στα προαισθήματα των αρχαίων ψυχών, προκαλούσε δέος και ένα είδος
ιερού τρόμου».
Για τον Σέλινγκ, η ίδια η γένεση του Είναι δικαιολογεί τον αδιαπέραστο
και τρομακτικό χαρακτήρα της ύπαρξης. Έχει τις ρίζες της σε αυτή την πρώτη
στιγμή του όντος, που ο Σέλινγκ αποκαλεί το βάθος (Grund) και συνιστά μια
αρχέγονη αδιαφάνεια, μια άρνηση ανάδυσης και αποκάλυψης, αδιαφάνεια και άρνηση
που θα πρέπει να ξεπεραστούν. Ο Jan Assmann απέδειξε ότι ο 18ος αιώνα ενστερνίστηκε
την επιγραφή της Σάις: «Είμαι όλα όσα υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν», καθώς
και τη δήλωση του Γιαχβέ στο Μωυσή, της οποίας μια από τις πολλές ερμηνείες
είναι: «Είμαι αυτός που είμαι», αποδίδοντας και στις δύο την έννοια της άρνησης
της θεότητας να αναφέρει το όνομά της, δηλαδή να αποκαλυφθεί. Ο Σέλινγκ που
αποδίδει στη δήλωση του Γιαχβέ το νόημα τού «Θα είμαι εκείνος που θα είμαι»,
επηρεασμένος πιθανότατα από αυτή την αντίληψη τοποθετεί την απόρριψη και την
άρνηση στη προέλευση του Είναι.
Γεγονός παραμένει πάντως ότι κατά τον
Σέλινγκ, στην τρίτη εκδοχή των Εποχών του
κόσμου, το Είναι αναπτύσσεται μόνο μέσα από έναν αγώνα εναντίον του εαυτού
του, και έτσι προκύπτει ο αγωνιώδης και τρομακτικός χαρακτήρας της ύπαρξης. Η
ύπαρξη κατ’ αυτόν είναι τραγική.
«Η
αγωνία είναι το θεμελιώδες συναίσθημα κάθε ζωντανού πλάσματος και οτιδήποτε
ζει, γεννάται και επιβιώνει στους κόλπους μιας βίαιης πάλης».
Το βάθος των πραγμάτων είναι για τον Σέλινγκ, όπως και για τον Boehme, αλλά και τον
Σοπενχάουερ, «θλίψη», «οδύνη», «παράνοια», οι οποίες θα πρέπει να
παραμεριστούν, αλλά παραμένουν εγγενείς στην ύπαρξη.
Ο Σέλινγκ περιπαίζει τους φιλοσόφους που για μεγάλο χρονικό διάστημα
βομβάρδιζαν τους ανθρώπους με τις θεωρίες τους περί της αρμονίας του κόσμου.
Στα μάτια του, εκείνο που πραγματικά αποτελεί το αληθινό ουσιαστικό βάθος της
ύπαρξης είναι ο φόβος και ο τρόμος. «Θεμελιώδης ουσία κάθε ζωντανού όντος και
κάθε ύπαρξης, γράφει ο Karl Löwith, είναι για τον Σέλινγκ, όπως και για τον Νίτσε, κάτι το τρομακτικό: «μια
εξουσία και μια τυφλή δύναμη, μια πρωτόγονη αρχή που μπορεί να ξεπεραστεί αλλά
είναι αδύνατον να ακυρωθεί, και που αποτελεί «τη βάση κάθε μεγαλείου και
κάλλους». Για τον Σέλινγκ, ο αφορισμός του Ηράκλειτου: «Η Φύση κρύπτεσθαι
φιλεί», σημαίνει ότι η Φύση είναι η απαρχή μιας αντίστασης στην εξέλιξη, στο
βαθμό που αντιπροσωπεύει μια δύναμη που παραμένει στον εαυτό της. Η «αιδώς της
Φύσης» καθίσταται μυστήριο του Είναι, και αυτό το μυστήριο θα γεννά αγωνία και τρόμο.
Πιστεύω ότι ο Γκαίτε και ο Σέλινγκ εκπροσωπούν μια παράδοση για την οποία το
αδιαπέραστο μυστήριο της ύπαρξης προκαλεί αγωνία. Δεν καλούμαστε πλέον να
υπερνικήσουμε τις δυσκολίες και τα εμπόδια που αντιπαραθέτει η Φύση στη γνώση
μας, αλλά μάλλον να αναγνωρίσουμε ότι το ανεξήγητο είναι εγγενές στη φύση, τον
κόσμο, στο είναι-μέσα στο-κόσμο, στο Είναι, έτσι ώστε μια από τις ουσιαστικές παραμέτρους
της ανθρώπινης ύπαρξης θα είναι στο εξής ο θαυμασμός συνυφασμένος με την
αγωνία, το «ιερό ρίγος», όπως θα έλεγαν ο Καντ και ο Γκαίτε, απέναντι στο
μυστήριο και το άλυτο αίνιγμα.
3. Ο αφορισμός του Ηράκλειτου στον Χάιντεγκερ
Στη
σύγχρονη εποχή δεν γίνεται πλέον λόγος για μυστικό της φύσης, και η Ίσιδα
αναχώρησε μαζί με το πέπλο της στη χώρα των ονείρων. Αλλά ο αφορισμός του
Ηράκλειτου παραμένει ζωντανός και εξακολουθεί να τροφοδοτεί τη φιλοσοφική
σκέψη. Ο Χάιντεγκερ μάλιστα τον επαναφέρει στο φως. Ταυτίζει τη φύση του Ηράκλειτου με αυτό που
αποκαλεί το Είναι και αποδίδει στον αφορισμό διάφορες ερμηνείες, αρκετά
διαφορετικές αλλά συγκλίνουσες: «Το Είναι αγαπά να καθίσταται αόρατο», «’Ο,τι
καλύπτεται αποτελεί αναπόσπαστο μέρος μιας αποκάλυψης», «Το Είναι (αυτό που αναδυόμενο αναπτύσσεται) τείνει καθαυτό προς τον εγκλεισμό
του», «Το κρύβεσθαι ανήκει στην προεπιλογή του Είναι». Ή ακόμη οι δύο μορφές
διατύπωσης που παραθέτει ο Alain Renaut: «Το Είναι περιορίζεται μέσα στο όν» και «Το Είναι αποσύρεται στο βαθμό
που απελευθερώνεται μέσα στο ον». Οι ερμηνείες αυτές θα πρέπει να
τοποθετηθούν στο πλαίσιο της συχνά απρόσμενης
εξέλιξης της σκέψης του Χάιντεγκερ: η
έννοια Είναι ιδιαίτερα υπόκειται σε συνεχή επαναπροσδιορισμό. Αλλά η
παρακολούθησή της ξεπερνά το πλαίσιο της μελέτης μας. Έτσι θα περιοριστώ στις
αναφορές του που σχετίζονται με την παρούσα έρευνα.
Για να κατανοήσουμε τις ερμηνείες του
αφορισμού του Ηράκλειτου θα πρέπει να προσπαθήσουμε να διακρίνουμε το νόημα που
αποδίδει ο Χάιντεγκερ στο «Είναι» και στο «ον». Κατά την άποψή του είμαστε
συνηθισμένοι να παρατηρούμε μόνο συγκεκριμένα πράγματα· τον άνθρωπο, το σκύλο,
το δέντρο, το αστέρι, το τραπέζι. Αυτά ο Χάιντεγκερ τα αποκαλεί όντα. Ο
άνθρωπος ενδιαφέρεται μόνο για τις ιδιότητες, τη χρηστικότητα και τη τελεολογία
των όντων. Τη σχέση ενός πράγματος με τα άλλα πράγματα. Το γεγονός ότι τα όντα υφίστανται δεν ενδιαφέρει τους
ανθρώπους:
«Λίγο
ενδιαφέρει τον βυθισμένο στην καθημερινότητα άνθρωπο το ότι τα πράγματα
υφίστανται, ότι θεμελιώνονται στο Είναι. Το απλό ον τον ενδιαφέρει, αλλά το
Είναι του όντος τον αφήνει αδιάφορο. Λέμε “Ο καιρός είναι άσχημος”. Και ο
άσχημος καιρός μας αρκεί, ενώ στερούμε κάθε σημασίας αυτό το “είναι”. […] Η
ανθρώπινη συμπεριφορά στο σύνολο της αντανακλά αυτή την αντινομία, ότι δηλαδή ο
άνθρωπος γνωρίζει το ον αλλά ξεχνά το Είναι».
Υπάρχει εδώ μια ριζική αντίθεση ανάμεσα στη μετοχή τού είναι (ον), και το απαρέμφατο είναι. Το Είναι δεν είναι κάτι που
υπάρχει ανάμεσα στ’ άλλα, αλλά αποτελεί μιαν οντότητα, μια παρουσία. Αυτό που
φανερώνεται είναι τα όντα, αυτό που δεν φανερώνεται είναι η ίδια η φανέρωση,
δηλαδή το Είναι. Αυτό που εκδηλώνεται είναι τα παρόντα όντα, αυτό που κρύβεται
είναι η Παρουσία που φανερώνει τα όντα, κάτι που ξεχνάμε εντελώς, είναι η
εμφάνισή τους ενώπιών μας.
Αυτό είναι το παράδοξο που θεμελιώνει την
χαιντεγκεριανή ερμηνεία του ηρακλείτειου αφορισμού. Ο Χάιντεγκερ αντιλαμβάνεται
τη λέξη φύσις στην προοπτική
του αρχικού της νοήματος στα ελληνικά:
«Τι
σημαίνει η λέξη φύσις ; Σημαίνει
αυτό που αναπτύσσεται από μόνο του [… ], το ξεδίπλωμα δια του ανοίγματος, και
μέσα απ’ αυτό το ξεδίπλωμα η εμφάνιση και η διατήρηση και παραμονή σε αυτό το
φαίνεσθαι».
Περιγράφει αυτή τη διαδικασία σαν ένα Aufgehen
(άνοιγμα), δηλαδή σαν τη γέννηση, τη βλάστηση, την
ανάδυση. Για τον Χάιντεγκερ η προέλευση της δυτικής αντίληψης για τη φύση
προέρχεται από την ελληνική θεώρηση του Είναι ως γέννηση, ως ανάδυση. Επομένως
ο Χάιντεγκερ αντιλαμβάνεται ότι οι τρεις λέξεις του αφορισμού του Ηράκλειτου
σημαίνουν ότι η «γέννηση», η αποκάλυψη, που είναι η φύσις προϋποθέτει μια κάλυψη (όπως είχε ήδη πει ο Σέλινγκ: «Η
ανάπτυξη προϋποθέτει την αναδίπλωση»):
«Ο
Ηράκλειτος εννοεί ότι μέρος του Είναι αποτελεί η συγκράτηση, η παραμονή σε
επιφυλακή. Δεν εννοεί σε καμιά περίπτωση ότι το Είναι σημαίνει αποκρύπτομαι
αλλά ακριβώς το εξής: ασφαλώς το Είναι αναπτύσσεται ως φύσις, ως αποκάλυψη,
σαν κάτι που εκδηλώνεται καθαυτό, αλλά αυτή η αποκάλυψη προϋποθέτει κάτι
καλυμμένο. Πώς θα ήταν δυνατή η αποκάλυψη αν δεν υπήρχε η κάλυψη ; Λέμε λοιπόν
ότι το Είναι μάς αποφεύγει, αλλά με ένα τρόπο που μας κρύβει ταυτόχρονα και την
ουσία του. Αυτό το νόημα έχουν οι λέξεις «ιστορία του Είναι».
Αλλά
η εκδοχή αυτή επιδέχεται αρκετές παραλλαγές. Άλλοτε, όπως στην Αρχή της λογικής που μόλις παραθέσαμε,
γίνεται λόγος γι’ αυτό που ο Χάιντεγκερ αποκαλεί «ιστορία του Είναι». Εδώ
πρόκειται για την υποχώρηση της σκέψης μέσα στη λήθη του Είναι, που διατρέχει
την ιστορία της φιλοσοφίας. Η ιστορία της φιλοσοφίας καθίσταται «μια προσέγγιση
της κάλυψης του Είναι, της βύθισής του στη λήθη».
Και άλλοτε για την εσωτερική αντινομία του
Είναι ανάμεσα στη κάλυψη και την αποκάλυψη. Αναζητώντας μια ερμηνεία στον
αφορισμό του Ηράκλειτου, ο Χάιντεγκερ λέει:
«Τι μπορεί να σημαίνει αυτό ; Πιστέψαμε,
πιστεύουμε ότι σημαίνει το εξής: επειδή η πρόσβαση στο Είναι καθίσταται
δυσχερής, χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να το ξετρυπώσει κανείς από τη
κρυψώνα του, και να το θεραπεύσει, αν μπορούμε να πούμε, από την επιθυμία να
κρύβεται.
Είναι καιρός, επειδή οι ανάγκες το
απαιτούν, να σκεφτούμε το αντίστροφο: Επιλογή του Είναι, δηλαδή η κατάσταση
στην οποία βεβαιώνεται η ανάπτυξή του, είναι να αποσύρεται, να καταφεύγει στον
δικό του χώρο. Και ανάπτυξη του Είναι σημαίνει την ανάδυση, την άνθηση, στον
ανοιχτό χώρο, στο μη-αποσύρεσθαι – […]δηλ.
τη φύση. Μόνο αυτό που κατά την ανάπτυξή του ανοίγει και αναδύεται, και
δεν μπορεί παρά να αναδυθεί, μόνο αυτό αγαπά να αναδύεται. […]. Και γι’ αυτό
ακριβώς δεν
επιτρέπεται να «υπερβαίνεται» το κρύπτεσθαι της φύσις, να
παραβιάζεται· πολύ πιο βαρύ είναι το καθήκον να αφεθεί το κρύπτεσθαι,
στη φύση, στην καθαυτό δική της ανάπτυξη, ως αναπόσπαστο μέρος της φύσης.
Το Είναι αποτελεί το άνοιγμα του αναδυομένου που έχει αναδιπλωθεί».
Κατά τον
Χάιντεγκερ ο αφορισμός του Ηράκλειτου συνδέεται με τη δική του θεωρία περί της α-ληθείας σύμφωνα με την ετυμολογία
της ελληνικής λέξης: αλήθεια
σημαίνει μη-λήθη, μη-κάλυψη. Αλλά και η αλήθεια που υπόκειται στην απο-κάλυψη
προϋποθέτει και αυτή μια κάλυψη. Κατά τον ίδιο τρόπο και η φύση αποτελεί μια κεκαλυμμένη
αποκάλυψη, ένα αποκεκριμένο άνοιγμα: το άνοιγμα προϋποθέτει κάλυψη, η κάλυψη
οδηγεί στην αποκάλυψη. Γι αυτό ακριβώς ο Χάιντεγκερ αποκαλεί το Είναι Μυστικό,
Αίνιγμα, Μυστήριο (Geheimnis).
Και έτσι η διαδρομή που σκιαγραφείται από τον Γκαίτε ως τον Νίτσε,
αναγνωρίζοντας ότι Φύση ή η Αλήθεια δεν χωρίζεται από το πέπλο της αποκτά
μεγαλύτερη έμφαση.
Είναι φυσικό για τον άνθρωπο να ξεχνά το Είναι. Για να επιζήσει ο άνθρωπος θα πρέπει να δώσει
την προσοχή του στα όντα. Υπνωτισμένος από την έγνοια των πραγμάτων, τα οποία θεωρεί
αυθύπαρκτα, ο άνθρωπος αδυνατεί να εξετάσει τον τρόπο που αναδύονται και
εμφανίζονται, τη φύση τους, με
την ετυμολογική έννοια του όρου. Όπως αναφέρει ο Jean Wahl: «Αυτή η
επιλογή [= η λήθη του Είναι για χάρη του όντος] είναι κάτι που μας συνιστά,
κάτι που συνεχώς εκπληρώνουμε, κάτι που αποτελεί την ανθρώπινη μοίρα.
Παραμένουμε εκτελεστές του Είναι». Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε για το Είναι
του Χάιντεγκερ αυτό που λέει ο Πλωτίνος για το Εν: «Παρότι δεν απέχει από
τίποτε, απέχει από τα πάντα, έτσι ώστε παρότι παρόν, είναι απόν, εκτός από την
περίπτωση εκείνων που είναι ικανοί να το συλλάβουν». Η παρουσία του είναι κατά
κάποιο τρόπο παρουσία-απουσία. Η λήθη
του Είναι ερμηνεύει και την ανθρώπινη συνθήκη. «Περι-πλανάται»: «Η ταραχή που
αποδιώχνει το μυστήριο και υποχρεώνει τον άνθρωπο να καταφεύγει στη τρέχουσα πραγματικότητα, που τον
ωθεί από το ένα καθημερινό πράγμα στο άλλο στερώντας του το μυστήριο, λέγεται
περι-πλάνη-ση». Δανειζόμενοι την διατύπωση του Είναι και Χρόνος θα λέγαμε ότι ο άνθρωπος βρίσκεται συνήθως
σε μια κατάσταση αναυθεντικότητας, αλλά μπορεί να αποκτήσει μια σπάνια και
προσωρινή πρόσβαση στην αυθεντικότητα και τη διαύγεια αν έλθει αντιμέτωπος με
το Είναι.
Οι φιλόσοφοι και οι επιστήμονες των προηγούμενων αιώνων αναφέρονταν
συνήθως στην αποκάλυψη της φύσης, στην αποκάλυψη των μυστικών της. Εδώ, το
Είναι που πήρε τη θέση της φύσης, δεν χρειάζεται να αποκαλυφθεί, αλλά είναι
ταυτόχρονα αυτό που αποκαλύπτει και αυτό που δεν αποκαλύπτεται. Το απόλυτο
αίνιγμα είναι η «ανάδυση». Ο Alain Renaut, στη μελέτη που προαναφέραμε το διατυπώνει ως εξής: «Το Είναι καθαυτό
είναι εδώ η Σφίγγα».
Έχει άραγε δίκαιο ο Χάιντεγκερ που
ερμηνεύει με αυτό τον τρόπο τον αφορισμό του Ηράκλειτου ; Έχει ασφαλώς δίκαιο
να αντιλαμβάνεται τη φύση ως
αυτό που αναδύεται, που αναφαίνεται. Έχει επίσης δίκαιο όταν αναγνωρίζει στον
αφορισμό τη μέθοδο με την οποία ο Ηράκλειτος επεχείρησε να συλλάβει την
ταυτότητα των αντιθέτων. Δεν πιστεύω όμως ότι ο Ηράκλειτος συνέλαβε το Είναι ως
κάτι που αναδύεται και αναφαίνεται, ότι δηλαδή το είχε ταυτίσει με τη φύση.
(συνεχίζεται)