Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018

Τ Ο Π Ε Π Λ Ο Τ Η Σ Ι Σ Ι Δ Α Σ (40)

ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ
Pierre Hadot

                                                          VΙΙΙ
         ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΣΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ.
                                    ΘΑΥΜΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΡΟΜΟΣ

 22. Η ΦΥΣΗ – ΣΦΙΓΓΑ

3. Η «αιδώς» τής Αλήθειας και η Βαυβώ  
     
Ταυτίζοντας την Αλήθεια με την καλυμμένη με πέπλο Ίσιδα ο Νίτσε παραμένει πιστός στην προ-ρομαντική και στην ρομαντική προβληματική, όπως και αυτή του Σίλερ. Αλλά σ’ αυτή τη προβληματική, η καλυμμένη με πέπλο Ίσιδα ήταν επίσης η Φύση. Γι’ αυτό ακριβώς και ο Νίτσε περνά με ευχέρεια από την Αλήθεια στη Φύση και από τη Φύση στην Αλήθεια, ευχέρεια που ενισχύει η εικόνα του πέπλου η οποία τον οδηγεί στο παρελθόν, δηλαδή στον ίδιο τον αφορισμό του Ηράκλειτου: «Η Φύση κρύπτεσθαι φιλεί».
   «Θa έπρεπε να δείχνουμε περισσότερο σεβασμό προς την αιδώ με την οποία η Φύση καλύπτεται πίσω από αινίγματα και φανταχτερές αβεβαιότητες. Μήπως η Αλήθεια είναι μια γυναίκα που έχει βάσιμους λόγους να μην μας αφήνει να δούμε τους λόγους της; Μήπως, αν χρησιμοποιήσουμε τη ελληνική γλώσσα το όνομά της είναι Βαυβώ;»
     Αλήθεια και Φύση αντιπροσωπεύουν το τρομαχτικό βάθος τής πραγματικότητας που με την αναζήτηση τής αλήθειας με κάθε κόστος, επιχειρήθηκε να τής αφαιρεθεί το πέπλο, δηλαδή ο κόσμος τής φαινομενικότητας, των μορφών και τής τέχνης.
     Οι εκφράσεις που χρησιμοποιούνται εδώ για την αιδώ τής Φύσης μοιάζουν αταίριαστες, και πιστεύω ότι μπορούν να γίνουν κατανοητές μόνο αν συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος τής ειρωνείας που τις διακατέχει. Κατ’ αρχήν, τα «αινίγματα» και οι «φανταχτερές αβεβαιότητες» τής Φύσης εμφανίζονται ως πέπλα που προστατεύουν την αιδώ της, αλλά ταυτόχρονα δίνουν και την εντύπωση ότι αποτελούν   όπλα  γοητείας. Μας παραπέμπουν σε ένα ποίημα από τα Μεταθανάτια αποσπάσματα  που αναφέρεται στην Αλήθεια: «Η Αλήθεια είναι μια γυναίκα. Τίποτε περισσότερο. Δόλια μέσα στην αιδώ της. […]. Πρέπει να την εκβιάσετε, τη σεμνότυφη Αλήθεια». Βλέπουμε ότι στον Νίτσε οι διατυπώσεις και οι εικόνες είναι συνήθως ασαφείς. Πρέπει να σεβαστούμε την αιδώ τής Φύσης ή θα πρέπει να την παραβιάσουμε ; Έχουμε πει ότι η γνώση του βάθους συμβιβάζει τα άκρα: το ηρωικό θάρρος που αποκαλύπτει την αλήθεια τού κόσμου όπως είναι στην πραγματικότητα, ως δύναμη θανάτου και δημιουργίας, και ταυτόχρονα τον σεβασμό τής αιδούς τής Αλήθειας, καλυμμένης από την τέχνη και το κάλλος, δεδομένου ότι η ζωτικής σημασίας ψευδαίσθηση και τα πέπλα τής φαινομενικότητας είναι αξεχώριστα από την αλήθεια.
     Γιατί όμως ο Νίτσε ισχυρίζεται ότι η Αλήθεια είναι μια γυναίκα που φαίνεται να έχει βάσιμους  λόγους ( Grϋnde) να μην θέλει να αποκαλύψει τους λόγους της ( Grϋnde), ενώ τη στιγμή που αναφερόμαστε στην αιδώ, ο αναγνώστης θα περίμενε να συναντήσει, στη θέση τού δεύτερου Grϋnde, έναν όρο που θα υπεδείκνυε το θηλυκό σεξουαλικό όργανο. Επιχειρώντας να εξαλείψει αυτό το παράδοξο, ο Marc B. de Launay πρότεινε την ακόλουθη μετάφραση: «Μήπως η Αλήθεια είναι μια γυναίκα εδραιωμένη στην απόφασή της να μην επιτρέψει να φανεί η έδρα της». Αλλά η ερμηνεία αυτή επιδέχεται πολλές αμφισβητήσεις. Κατ’ αρχήν η γερμανική λέξη Grϋnde εμφανίζεται στον πληθυντικό, ενώ η λέξη «έδρα» στον ενικό. Επιπλέον μοιάζει ανάρμοστο να αποδώσουμε στη γερμανική λέξη Grϋnde το σχετικό με τη φυσιολογία ή την ανατομία νόημα τής γαλλικής λέξης «έδρα», που δεν αφορά εξ άλλου στην επίδειξη του θηλυκού σεξουαλικού οργάνου. Προσωπικά πιστεύω ότι με αυτή την επανάληψη ο Νίτσε επέλεξε έναν ειρωνικό τρόπο παραίτησης από την αλληγορία, αφού απλώς την σκιαγράφησε. Θα μπορούσε κανείς να παραλληλίσει κατ’ αρχήν την Αλήθεια με μια γυναίκα· αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πρόκειται για την Αλήθεια. Ο Νίτσε επεχείρησε ασφαλώς να αιφνιδιάσει τον αναγνώστη που θα περίμενε μια λέξη με σεξουαλικό περιεχόμενο, αλλά στη θέση της συναντά απλώς την επανάληψη της λέξης «λόγους». Διότι πράγματι το ουσιαστικότερο, το πιο οικείο και το  βαθύτερο νόημα της κλασσικής έννοιας τής Αλήθειας συνδέεται με τους λόγους της, τις λογικές αρχές της, από τις οι οποίες πηγάζει και η αξία της. Και η αναζήτηση τής αλήθειας με κάθε κόστος επιδιώκει την φανέρωση των πάντων, την αναζήτηση των βαθύτερων λόγων. Για μία ακόμη φορά ο Νίτσε, σε ένα από τα μεταθανάτια ποιήματά του, επιχειρεί ένα λογοπαίγνιο με τον όρο Grund: «Οδηγείται στο έσχατο τέλος (zugrunde) όποιος αναζητά συνεχώς τους έσχατους λόγους (zu den Grϋnden)». Πρόκειται για μια ακόμη καταγγελία τού απάνθρωπου και επικίνδυνου χαρακτήρα τής αναζήτησης τής αλήθειας με κάθε κόστος. Όπως ακριβώς και ο Ρουσώ, σε μια διαφορετική συγκυρία, δήλωνε ότι η φύση «επεδίωξε να μας προστατέψει από την επιστήμη, σαν τη μητέρα που αρπάζει από τα χέρια του παιδιού της ένα επικίνδυνο όπλο», έτσι και η Αλήθεια, σύμφωνα με τον Νίτσε,  έχει βάσιμους λόγους να καλύπτει τούς έσχατους λόγους της, την ουσία της, διότι η γνώση τους είναι επικίνδυνη για τον άνθρωπο. Πρέπει επομένως η «αιδώς» της να γίνει σεβαστή, με τον τρόπο των Ελλήνων, «παραμένοντας θαρραλέα στην επιφάνεια, […], στις μορφές, στους ήχους, στις λέξεις, σ’ έναν ολόκληρο Όλυμπο φαινομενικότητας», στην αισθητική όψη τής φύσης.
     Στην προοπτική τής αλληγορικής ερμηνείας τού αγάλματος τής Ίσιδας, η Αλήθεια θα πρέπει επομένως να μείνει καλυμμένη, δεν θα πρέπει να αποχωριστεί το πέπλο τής ψευδαίσθησης, τού σφάλματος και τού κάλλους, που εγγυάται ότι δεν θα πεθάνει όποιος την ανακαλύψει,  όπως ο νέος άνδρας στο ναό τής Σάις. Αλλά γιατί ο Νίτσε προσθέτει: «Μήπως το όνομά της, αν χρησιμοποιήσουμε την ελληνική γλώσσα, είναι Βαυβώ; ». Τί να σκέπτεται αναφέροντας αυτό το όνομα; Στην ελληνική λογοτεχνία η Βαυβώ εμφανίζεται με δύο διαφορετικές σημασίες.
     Κατ’ αρχήν είναι μια θηλυκή μορφή τής μυθολογίας που συνδέεται με τα Ελευσίνια Μυστήρια και κατά συνέπεια με τις θεότητες Δήμητρα και Περσεφόνη. Σύμφωνα με ένα ορφικό ποίημα, συντριμμένη από την απαγωγή τής κόρης και αναζητώντας την παντού, η Δήμητρα κατέφυγε σε μια κατοικία θνητών στην Ελευσίνα, όπου η Βαυβώ «ανασήκωσε το πέπλο της επιδεικνύοντας ένα απόκρυφο μέρος του σώματός της», χειρονομία που παρά τη μεγάλη της θλίψη προκάλεσε γέλιο, μια χειρονομία που συναντήσαμε ήδη στην Ίσιδα της Βούβαστις. Εντυπωσιακό είναι πάντως το γεγονός ότι ο Νίτσε, ενώ αναφέρεται στην αιδώ της Φύσης και της Αλήθειας, προσδιορίζει την Αλήθεια χρησιμοποιώντας το όνομα μιας γυναίκας που έγινε διάσημη χάρη σε μιαν ασεβή χειρονομία.
     Η Βαυβώ είναι επίσης ένας νυχτερινός τρομακτικός δαίμων, που ταυτίζεται με τη Μέδουσα. Ο Νίτσε γνώριζε αυτή τη μορφή από την αναφορά του φίλου του Erwin Rohde στο βιβλίο του Ψυχή. Η τρομακτική όψη τής Βαυβώ ταιριάζει απολύτως με την άποψη του Νίτσε για την Αλήθεια. Αλλά αυτή η εκδοχή δεν σχετίζεται άμεσα με το πρόβλημα τού πέπλου και τής αφαίρεσής του.
     Θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε τελικά εάν πριν αναφερθεί στη Βαυβώ τής ελληνικής παράδοσης ο Νίτσε δεν είχε ανακαλέσει στη μνήμη του τη Βαυβώ που επικαλείται ο Γκαίτε στη Βαλπουργιανή Νύχτα: «Η γριά Βαυβώ έρχεται μόνη, καβάλα σε έναν θηλυκό χοίρο». Πράγματι σε αρκετές περιπτώσεις, όταν αναφέρεται στην Αλήθεια, ο Νίτσε την περιγράφει σαν μια ηλικιωμένη γυναίκα. Μπορούμε να παραθέσουμε σχετικά το ποίημα με τίτλο «Στο Νότο», που αποτελεί μέρος τής συλλογής ποιημάτων Τραγούδια του Πρίγκιπα Έκνομου, τα οποία ο Νίτσε τοποθέτησε στο τέλος τού έργου του Χαρούμενη Γνώση. Ο Πρίγκιπας φαντάζεται ότι πετάει σαν πουλί τού Βορρά προς το Νότο, δηλαδή ότι ξεφεύγει από την ομίχλη τού ρομαντισμού για να καταφύγει στον φωτεινό και θερμό μεσογειακό κόσμο. Και εξομολογείται: «Στο Βορρά, διστάζω να το ομολογήσω, αγάπησα μια γυναικούλα, μια  γριά αποτρόπαιη – Αλήθεια ήταν το όνομά της». Αναφερόμενος στον έρωτα γι’ αυτή τη γριά Αλήθεια, ο Νίτσε ανατρέχει στους πρώτους ενθουσιασμούς του για την αναζήτηση τής αλήθειας με κάθε κόστος στα ίχνη τού Σοπενχάουερ και του Βάγκνερ. Αυτή τη γριά γυναίκα τή συναντούμε ξανά στους αφορισμούς τής Χαρούμενης Γνώσης:  «Η ανθρωπότητα ! Υπήρξε άραγε ποτέ πιο βδελυρή γριά ανάμεσα σε όλες τις γριές ; (θα επρόκειτο ασφαλώς για την “Αλήθεια” : Ιδού ένα ερώτημα για φιλοσόφους)». Εάν η Αλήθεια είναι γυναίκα, για τον Νίτσε είναι μια γριά «βδελυρή», «μια γριά αποτρόπαιη». «Η αλήθεια είναι άσχημη: για να μην μας σκοτώσει η αλήθεια έχουμε την τέχνη».
     Σ’ αυτή τη μεταφορική προοπτική, εάν η Αλήθεια έχει βάσιμους λόγους να μην αφήνει να φανούν οι «λόγοι» της, είναι επειδή πρόκειται για μια γριά μάγισσα, φρικτή και τρομακτική, που θα πρέπει να μείνει κρυμμένη κάτω από το πέπλο τής φαινομενικότητας και της τέχνης. Ο σεβασμός τής αιδούς τής αλήθειας σημαίνει κυρίως τον σεβασμό τού «μέτρου», που επιτρέπει να συνυπάρξουν η αναζήτηση τής αλήθειας και η αναζήτηση τής φαινομενικότητας, που επιτρέπει επομένως τη σύλληψη και την κατανόηση τού ότι αλήθεια και ψεύδος, θάνατος και ζωή, φρίκη και κάλλος παραμένουν αδιάσπαστα. Σύμφωνα με την αντίληψη στην οποία ο Νίτσε έμεινε πιστός σε όλη του τη ζωή, ο κόσμος δεν είναι παρά το αέναο παιχνίδι τού Διονύσου, ο οποίος χωρίς κανέναν οίκτο δημιουργεί και καταστρέφει αδιάκοπα ένα σύμπαν μορφών και φαινομένων.
     Σε σχέση με τη μορφή τής Βαυβώς θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο Νίτσε είναι ο συγγραφέας που ανατρέχει τις περισσότερες φορές στη σεξουαλική ερμηνεία πού εμπεριέχει η αλληγορία τού πέπλου της Ίσιδας. Θα έπρεπε κανείς να αναλύσει τις αιτίες και τις συνέπειες αυτού του συμβολισμού. Αλλά όπως ανέφερα και στον πρόλογο, δεν είμαι ούτε ψυχίατρος ούτε ψυχαναλυτής και δεν έχω τη δυνατότητα να διεκπεραιώσω μια τέτοια έρευνα. Θα περιοριστώ στην επισήμανση ορισμένων παρατηρήσεων επί του θέματος. Η παράδοση έχει την τάση να εξομοιώνει τη γνώση με την αποκάλυψη του γυναικείου σώματος και την ερωτική κατάκτηση. Στο βιβλίο του το Είναι και το Μηδέν, ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ περιέγραψε αυτούς τους συμβολισμούς, δηλαδή αυτές τις αλληγορίες αποκαλώντας τις «σύμπλεγμα του Ακταίονος». Κατά την άποψή του η θέα ενέχει ηδονή, βλέπω σημαίνει διακορεύω:
     «Τα πέπλα τής φύσεως αποσπώνται, ανασύρονται (Βλ. “Το πέπλο της Σάις” του Σίλερ)· κάθε έρευνα ενέχει το στοιχείο μιας απογύμνωσης η οποία έρχεται στο φως παραμερίζοντας  τα εμπόδια που την κάλυπταν, όπως ο Ακταίων παραμερίζει τα κλαδιά για να βλέπει καλύτερα τη λουόμενη Άρτεμη. Εξ άλλου η γνώση είναι όπως το κυνήγι. Ο Βάκων την αποκαλεί κυνήγι του Πάνα. Ο επιστήμων  είναι ο κυνηγός που συλλαμβάνει μια γυμνή λευκή μορφή και την βιάζει με το βλέμμα του».
     Ο Ντιντερό και ο Γκαίτε, όπως είδαμε, εξομοίωναν τις μεταμορφώσεις τής φύσης με διαδοχικές μεταμφιέσεις μιάς γυναίκας. Από την πλευρά του ο Μοντεσκιέ συνέκρινε τη φύση ( και επίσης την Αλήθεια ) με μια νεαρή κόρη η οποία, αφού αρνείται για μεγάλο διάστημα να παραδωθεί, προσφέρεται ξαφνικά κι απρόσμενα.
4. Η διονυσιακή έκσταση
     Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αν ο Νίτσε επιθυμούσε να αποδώσει το νόημα τού αφορισμού τού Ηράκλειτου θα χρησιμοποιούσε εκφράσεις τού είδους: η Φύση (και η Αλήθεια) επιθυμεί να καλύπτεται, επιθυμεί να ψεύδεται, αρέσκεται στην ψευδαίσθηση, καταφεύγει στη δημιουργία έργων τέχνης. Η γνώση τού βάθους συνίσταται στην θαρραλέα αποδοχή ότι η Αλήθεια είναι απόλυτα απάνθρωπη, και ότι η Ζωή απαιτεί το σφάλμα, την ψευδαίσθηση, αυτό το πέπλο που δεν πρέπει να αποσπασθεί απ’ την Αλήθεια, αυτή την προτομή τής νεαρής κόρης που αποκρύπτει την κτηνώδη αγριότητα τής Σφίγγας.
     Ο Νίτσε επομένως ανήκει, αλλά με μιαν εντυπωσιακή ιδιαιτερότητα που μεταμορφώνει πλήρως το νόημά του, σ’ εκείνο το ρεύμα ιδεών που από τα μέσα τού 18ου αιώνα, αντιδρώντας στην καθαρά επιστημονική προσέγγιση της φύσης, αναγνώρισε την αξία και την εγκυρότητα της αισθητικής προσέγγισης. Επομένως η ανθρώπινη τέχνη αναδεικνύεται σε μέσο γνωριμίας με τη φύση, επειδή η φύση είναι καθαυτή  καλλιτεχνική δημιουργία:
     «Πόσο βαθειά μπορεί η τέχνη να διεισδύσει στα άδυτα του κόσμου ; Και υπάρχουν άραγε μορφές τέχνης που υπερβαίνουν τον καλλιτέχνη ;» Το ερώτημα αυτό υπήρξε, όπως είναι γνωστό, το δικό μου σημείο εκκίνησης: και απάντησα ΝΑΙ στο δεύτερο ερώτημα, και στο πρώτο, ότι «Ο ίδιος ο κόσμος ολόκληρος είναι τέχνη». Η απόλυτη αναζήτηση τής γνώσης, τής αλήθειας και τής σοφίας, μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο τής φαινομενικότητας, μοιάζει να αποτελεί προσβολή τής θεμελιώδους μεταφυσικής αναζήτησης, μια παρά φύση ενέργεια: και δικαίως, το αποκορύφωμα της σοφίας στρέφεται κατά του ίδιου τού σοφού. Απόδειξη τού παρά φύση χαρακτήρα τής σοφίας είναι ότι εχθρεύεται τη τέχνη: το να επεμβαίνει η γνώση, ακριβώς τη στιγμή που η φαινομενικότητα αποτελεί τη σωτηρία – οποία ανατροπή, οποία ενστικτώδης καταστροφή !
     Ο κόσμος σαν ένα αναπαραγόμενο έργο τέχνης !
     Ο Νίτσε ουσιαστικά επαναλαμβάνει, ανανεώνοντάς το ολοκληρωτικά, τo ταυτόχρονα τραγικό και ενθουσιώδες όραμα τού μυστηρίου τής ύπαρξης, όπως διαγράφεται από τον Γκαίτε και τον Σέλινγκ. Σε μια διδασκαλία τής νεότητάς του για τον Ηράκλειτο, ο Νίτσε δίνει την εντύπωση ότι υπαινίσσεται την προσωπική του αίσθηση περί τής υπάρξεως, γράφοντας:
     «Το αιώνιο γίγνεσθαι έχει κατ’ αρχή μια τρομακτική και ανησυχητική όψη. Η εντονότερη αίσθηση με την οποία θα μπορούσε να συγκριθεί είναι αυτή που βιώνει κανείς αν βρεθεί ξαφνικά στη μέση τού πελάγους, ή όταν στη διάρκεια ενός σεισμού βλέπει να πάντα να τραντάζονται γύρω του. Μόνο μια ακαταμάχητη δύναμη θα μπορούσε να ανατρέψει αυτό το αποτέλεσμα, μεταμορφώνοντάς το σε μιαν αίσθηση μεγαλείου και απρόσμενης απόλαυσης»
     Αργότερα, την άνοιξη τού 1888, αυτή η αίσθηση τρόμου και απόλαυσης, που τώρα αποκαλεί διονυσιακή, μεταμορφώνεται σε μιαν ενθουσιώδη κατάφαση τής πραγματικότητας. 
     «Ένα εκστατικό ναι προς τον απόλυτο χαρακτήρα της ζωής, που παραμένει αναλλοίωτος μέσα σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο, αδιατάραχτα δυνατός, αμετάκλητα ευτυχής: η απόλυτη πανθεϊστική συμ-πάθεια στη χαρά και στην οδύνη, που όχι μόνο αποδέχεται αλλά και εξαγνίζει τις πλέον τρομερές και προβληματικές ιδιότητες της ζωής, ωθούμενη από μιαν αέναη επιθυμία αναπαραγωγής, γονιμότητας και αιωνιότητας: το ενιαίο συναίσθημα μιας ανάγκης για δημιουργία και καταστροφή».
     Η γνώση του βάθους προϋποθέτει την υπέρβαση τής ατομικότητας. Αυτό βεβαιώνει ο Νίτσε αναφερόμενος στον Γκαίτε: «Ένα πνεύμα σαν κι αυτό υψώνει το ανάστημά του στη μέση του σύμπαντος με έναν εύπιστο και ιλαρό φαταλισμό, με την απόλυτη βεβαιότητα πως μόνο ό,τι είναι απομονωμένο μπορεί να αμφισβητηθεί, και πως τα πάντα θα σωθούν και θα εξιλεωθούν μέσα στην Ολότητα – δε λέει πλέον όχι. Μια τέτοια πίστη όμως είναι ανώτερη από όλες τις άλλες: τη βάφτισα με το όνομα Διόνυσος». «Να πορευτεί κανείς πέρα-από το εγώ-ο-ίδιος και πέρα από το εσύ-ο-ίδιος. Να δοκιμαστεί με έναν τρόπο συμπαντικό», να ατενίσει τα πράγματα στην προοπτική τής αιωνιότητας (sub specie aeternitatis  ίσως να επανερχόμαστε εδώ στη θέση τού απόλυτου θεατή τού Σοπενχάουερ), μιας αιωνιότητας που για τον Νίτσε είναι η αιώνια επιστροφή. Θα πρέπει λοιπόν ο άνθρωπος να εγκαταλείψει τη μεροληπτική και μερική του άποψη, για να ανυψωθεί σε μια συμπαντική προοπτική, στη κάτοψη τής καθολικής φύσης, έτσι ώστε να κατορθώσει να ξεστομίσει «ένα εκστατικό ναι» στη φύση ως πληρότητα, ως μιαν αδιάσπαστη ενότητα τής αλήθειας με τη φαινομενικότητα. Αυτή είναι η διονυσιακή έκσταση.
(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: