Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2025

Η συνεχιζόμενη επίδραση του Immanuel Kant (1) - Παρουσίαση Διαφανειών

 Πηγή: https://amethystosbooks.blogspot.com/2025/12/immanuel-kant-1.html

Η πηγή αποτελεί αποσπάσματα από μια διάλεξη που εξετάζει την κολοσσιαία αξίωση του Ίμμάνουελ Καντ ότι η Κριτική του Καθαρού Λόγου θεμελιώνει οριστικά τη μεταφυσική, αφήνοντας πίσω όλες τις προηγούμενες προσπάθειες. Αυτή η «αυτοκρατορική» στάση προκάλεσε άμεσες αντιδράσεις, συμπεριλαμβανομένης της αρχικής σύνδεσης της καντιανής κριτικής με τον όρο μηδενισμός. Οι ιδεαλιστές διάδοχοι, όπως ο Γιόχαν Γκότλιμπ Φίχτε, χρησιμοποίησαν τον Καντ ως σημείο εκκίνησης για μια νέα δογματική, τοποθετώντας το απόλυτο Εγώ και την ελευθερία στο κέντρο της φιλοσοφίας, καταργώντας έτσι το πράγμα καθεαυτό. Ο Φρίντριχ Σέλινγκ συνέχισε, ιδρύοντας τη Φυσική Φιλοσοφία ως μια προσπάθεια κατανόησης του εσωτερικού μηχανισμού της φύσης, βασιζόμενος στις καντιανές ωθήσεις. Αργότερα, ο Σέλινγκ παρείχε μια οξεία κριτική της Κριτικής, υποστηρίζοντας ότι η προσπάθεια γνώσης της ίδιας της γνώσης οδηγεί σε έναν άπειρο αναγωγικό κύκλο.



ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ A (21)

Συνέχεια από: Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2025

ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ A

ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΜΕΝΕΣ ΟΜΙΛΙΕΣ π. ΣΥΜΕΩΝ ΚΡΑΓΙΟΠΟΥΛΟΥ
...πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν
Τὸ αἴσθημα κατωτερότητος καὶ ἄλλες ἀρρωστημένες καταστάσεις
μέσα στο μυστήριο τῆς σωτηρίας

Πανόραμα Θεσσαλονίκης, Ε΄ έκδοση


B΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

Αρρωστημένες ψυχολογικές καταστάσεις

Μᾶς χρειάζονται κάποιες γνώσεις ψυχολογίας*


Δεν ξέρω ἄν κάποιοι ἀπό σᾶς διαβάσατε τό βιβλίο τῆς Κάρεν Χόρνεϋ Οἱ συγκρούσεις τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου. Ἔχει πολλά χρήσιμα πράγματα. Ἐνθυμοῦμαι ὅτι δέν συμφωνοῦσε μέ τόν Γιούνγκ.2 Το εἶχα καημό μέσα μου, καθώς ἤξερα ὅτι κάποια θρησκευτική κίνηση στήν Ἑλλάδα εἶχε περί πολλοῦ τὸν Γιούνγκ, ἐνῶ ἄφηνε στήν ἄκρη ἄλλους ψυχολόγους. Προσωπικῶς, δέν μέ εἶχε ἱκανοποιήσει. Πίστευα δηλαδή, ἀπό τά λίγα πού εἶχα διαβάσει, ὅτι κάπου ξεφεύγει, καί θά ἦταν παρακινδυνευμένο νά θεωρεῖ κανείς τόν Γιούνγκ ὡς τόν σωστό, καί ὅτι ἄνετα μποροῦμε νά τόν διαβάζουμε.

Ὅταν διάβασα λοιπόν στήν Κάρεν Χόρνεῦ ὅτι δέν συμφωνεῖ μέ ὁρισμένες θέσεις τοῦ Γιούνγκ, ίκανοποιήθηκα. Ικανοποιήθηκα ὄχι μέ τήν ἔννοια ὅτι συμφωνεί μ᾽ ἐμένα ἤ ἐγώ συμφωνῶ μαζί της, ἀλλά μέ τήν ἔννοια αυτή: βεβαιώθηκα ὅτι, αὐτά πού πίστευα πώς δέν εἶναι σωστά, όντως δέν εἶναι, καθώς καί αὐτή ἡ μεγάλη ἐπιστήμων δέν τα δεχόταν.

Αὐτό δεν σημαίνει ὅτι ὅσα λέει ἡ Κάρεν Χόρνευ εἶναι Εὐαγγέλιο. Ὅμως, ἂν διαβάσει κανείς αὐτό τό βιβλίο, βρίσκει ὅτι μερικά πράγματα βοηθούν τόν χριστιανό πού κάνει ἀγώνα πνευματικό και κάπου φρακάρει, κάπου μπλοκάρεται, κάπου βλέπει ὅτι δεν πᾶνε καλά τα πράγματα, ἀλλά δέν μπορεῖ νά κα ταλάβει τί ἀκριβῶς συμβαίνει. Πολλές φορές, ἐνῶ διαβάζει καί ξαναδιαβάζει κανείς πνευματικά βιβλία, ἀκούει καί πάλι ἀκούει ἀνάλογες ὁμιλίες, δέν βρίσκει ἄκρη στις διάφορες καταστάσεις πού συνειδητοποιεῖ μέσα του. Ἐκείνη μέ αὐτά πού λέει βοηθάει. Π.χ., μέ ὅσα λέει γιά τήν ἰδεατή εἰκόνα (Στο «Γνωρίζεις τον εαυτό σου» γίνεται εκτεταμένος λόγος για την ιδεατή εικόνα), ἀπό τὴν ὁποία πάσχουν οἱ τελειομανεῖς, ἀνοίγονται τὰ μάτια τοῦ ἀνθρώπου, καί λέει: «Γιά στάσου τί κάνω ἐγώ; Ἔχω ἀρρωστημένη κατάσταση μέσα μου, τήν ὑπηρετῶ καί νομίζω, ποιός ξέρει τί κάνω». Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος ταπεινώνεται, ἀποκτᾶ μιά γνώση τοῦ ἑαυτοῦ του, γίνεται πιό ἀληθινός ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ πιό σωστός ἀγωνιστής.
Καί ἄλλα πολλά χρήσιμα βρίσκει κανείς ἐκεῖ μέσα στο βιβλίο αὐτό.

Ἄλλο προσεκτικός, ἄλλο ψυχαναγκαστικός (Κάτι ποὺ ἀφορᾶ τὸν ἱερέα)

Ἕνας λειτουργός ἱερέας πρέπει νὰ εἶναι πάρα πολύ προσεκτικός. Μετά τον καθαγιασμό παίρνει στα χέρια τὸν Ἀμνό, τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὸν κόβει σε τέσσερα κομμάτια και ρίχνει μέσα στο Αγιο Ποτήριο τὸ ἕνα. Ἀφοῦ κοινωνήσει ὁ ἴδιος κάνει τή συστολή. Πρέπει νὰ εἶναι πάρα πολύ προσεκτικός μὴν τυχόν πεταχτεί, χωρίς νὰ τὸ καταλάβει, κάποιο ψίχουλο, κάποιος μαργαρίτης, ὅπως το λέμε, ἔξω ἀπὸ τὸ ἀντιμήνσιο, ἀλλά καί νά μή μείνει στο ἀν-τιμήνσιο, εἰ δυνατόν, ἀπολύτως τίποτε, ὅπως λένε τα βιβλία. Ὅταν κοινωνεῖ τόν κόσμο, ἐπίσης πρέπει νὰ εἶναι πολύ προσεκτικός να μή χυθεῖ, νὰ μὴν πέσει κάτω κάτι. Στο τέλος, ὅταν καταλύει, τρώει δηλαδή ὅλο τὸ σῶμα καὶ τίς ἄλλες μερίδες καί πίνει ὅλο τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, πρέπει να ξεπλύνει καλά τὸ Αγιο-πότηρο καί μετά να το σπογγίσει.

Αὐτά πρέπει νὰ τὰ κάνει κανείς μὲ σχολαστικό-τητα. Πρέπει να προσέχει πάρα πολύ, καί ἁμαρτά-νει, ἂν δὲν προσέχει. Ὅμως εἶναι ἐνδεχόμενο κάποιος νὰ εἶναι σχολαστικός κατά ἀρρωστημένο τρόπο· να πάσχει δηλαδή ἀπό ψυχαναγκαστική νεύρωση.

Δέν ξέρω ἄν ἔχετε ὑπ' ὄψιν σας ἕνα βιβλίο, πού εἶχε κυκλοφορήσει πρίν ἀπό χρόνια σε μετάφραση. (W. L. Northridge, Ψυχολογία καὶ τὸ ἔργο τῆς καθοδηγήσεως τῶν ψυχῶν, Πρόλογος-Μετάφραση Σάββα Αγουρίδου, έκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1959, σ. 145. Με βάση το μεγαλύτερο τμῆμα τοῦ βιβλίου αὐτοῦ εἶχε γίνει μια σειρά ὁμιλιῶν ἀπὸ τὸν ἴδιο ὁμιλητή, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν τὸ περιεχόμενο του βιβλίου τῶν ἐκδόσεών μας Ἁμαρτία καί ψυχοπαθολογικές καταστάσεις.)

Το ἔγραψε ἕνας ὁ ὁποῖος ήταν προτεστάντης κληρικός και ψυχίατρος. Άναφερόταν σε τέτοια θέματα. Κάνει λόγο για κάποιον καθολικό, ὁ ὁποῖος, ὅταν ἔγινε ἱερέας, ήταν μέν καλός κατά τα άλλα, άλλά εἶχε μια ψυχαναγκαστική διάθεση ύπερακρίβειας, ὥστε, ὅταν λειτουργοῦσε, καθόταν ώρες ὁλόκληρες -τρόπος τοῦ λέγειν- καὶ σπόγγιζε και ξανασπόγγιζε τὸ Αγιο Ποτήριο, μή μείνει τίποτε. Τελικά πῆγε σε ἕναν πνευματικό, ὁ ὁποῖος, εὐτυχῶς, ἤξερε ἀπό αὐτά, καί, οὔτε λίγο οὔτε πολύ, τοῦ ἐπέβαλε ἀργία γιὰ ἕνα διάστημα, ὥσπου συνῆλθε καί θεραπεύτηκε.

Ἐνῶ, βλέπετε, ἀπό τὸ ἕνα μέρος, ὅπως τονίζουν τα βιβλία, πρέπει νὰ εἶναι κανείς πολύ-πολύ προσεκτικός, σχολαστικός, ἀπό τὸ ἄλλο μέρος ὅμως, να μὴν εἶναι ἀρρωστημένος τύπος. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Μάλιστα, ἐνῶ ἐνεργεῖ κανείς ψυχαναγκαστικῷ τῷ τρόπῳ, μπορεῖ νὰ νομίζει ὅτι εἶναι πολύ εὐλαβής καί πολύ ἐνάρετος. Σ' αὐτή την περίπτωση πρέπει να βοηθηθεῖ αὐτός να καταλάβει ὅτι κάνει ὑπερβολές.

27-8-1994

Ἡ ψυχή μας ἕνα ἀπόρθητο ὀχυρό*


Ἡ λεπτότητα τῆς χάριτος καὶ τὸ πεῖσμα τοῦ ἀνθρώπου

Βαθιά μέσα ἡ ψυχή εἶναι σὰν ἕνα ὀχυρό ἀπόρ-θητο. Φθάνουν ὡς ἐκεῖ οἱ ὁποιεσδήποτε ἐπισκέψεις τῆς χάριτος, ἡ ὁποιαδήποτε βοήθεια, ἀλλά τό φρού-ριο μένει ἀπόρθητο, διότι ἀπό μέσα ἀνοίγει ἡ πόρτα. Καί ἄμα δὲν ἀνοίξει ἀπό μέσα, ἡ χάρη ἔχει αὐτή τή λεπτότητα να μήν παραβιάζει· διότι ἀλλιῶς δέν θά εἶναι χάρη, κάτι ἄλλο θὰ εἶναι. Θὰ εἶναι δαιμονική ἐνέργεια. Ἡ χάρη λοιπόν ἔχει αὐτή τή λεπτότητα νὰ μὴν παραβιάζει πόρτες, ἀλλά να πηγαίνει στην ψυχή, να φανερώνει την παρουσία της, νὰ γλυκαίνει την ψυχή, να περιμένει. Περιμένει νὰ ἀνοίξει ἀπό μέσα ή πόρτα. Και το κλειδί τό ἔχει ἐκεῖνος πού εἶναι ἐκεῖ μέσα. Τη δυνατότητα νὰ ἀνοίξει ἀπό μέσα τὴν πόρτα τὴν ἔχει ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ὅμως ἀντιστέκεται καί περίζηλα κρατᾶ τὴν πόρτα αὐτή κλειστή. Φοβάται νὰ τὴν ἀνοίξει, καίτοι ξέρει ὅτι ἀπ᾿ ἔξω εἶναι ὁ Θεός που περιμένει, εἶναι αὐτὴ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ οὐρανός, ή βασιλεία τοῦ Θεοῦ που περιμένει, εἶναι ἡ σωτηρία,

Τέτοιο πείσμα ἔχει ὁ ἄνθρωπος. Δὲν θέλει να ἀνοίξει. Ταλαίπωρες αὐτὲς οἱ ψυχές. Καὶ εἶναι πολ λὲς ποὺ κάνουν ἔτσι. Μᾶς βοηθάει να καταλάβουμε αὐτὸ τὸ ὁποῖο λέμε κάτι πού ἀναφέρει ὁ μακαρίτης ὁ Ἀσπιώτης γιὰ τὸν μελαγχολικό τύπο. Βέβαια, όμιλεῖ γιὰ ἕναν ποὺ ἔχει βαριᾶς μορφής μελαγχολία Λέει ὅτι ὁ μελαγχολικός αἰσθάνεται πώς ζεῖ μέσα σε κόλαση, καὶ ἐνῶ καταλαβαίνει ὅτι, ἄν θελήσει νὰ βγεῖ ἀπὸ ἐκεῖ, θὰ βρεθεῖ σὲ μιὰ ἄλλη κατάσταση, θα γλιτώσει ἀπό τήν κόλαση καὶ θὰ βγεῖ σὲ μιὰ λύ-τρωση, δέν το κάνει. Ἐνῶ τὸ ξέρει, δέν το κάνει.

Ἄφησε τὸν ἑαυτό σου ἐλεύθερο στον Θεό


Οἱ ψυχοπαθολογικές καταστάσεις ἔχουν δύνα-μη, καὶ γι' αὐτό παιδεύονται οἱ ἄνθρωποι. Οἱ ἀρ ρωστημένοι τύποι παιδεύονται. Κατά τη γνώμη μου δὲν εἶναι ἀγιάτρευτο το κακό, αὐτὴ ἡ ἀντίσταση ποὺ εἴπαμε. Ἐνῶ φαίνεται ἔτσι, δέν εἶναι. Θα μπο ροῦσε κανείς νὰ τὴ συνειδητοποιήσει καλά-καλά καὶ νὰ πεῖ: «Α! Ἔτσι εἶναι λοιπόν, Ἔτσι εἶναι τὰ πράγματα» καί νὰ μὴν τῆς δώσει σημασία. Ὅπως ἔκαναν οἱ Γερμανοί. Δὲν πῆγαν ἀπό τή γραμμή Μαζινό (Γραμμή Μαζινό: σύστημα ὀχυρωματικῶν ἔργων, ποὺ και τασκευάστηκαν ἀπό τό 1927 ως το 1936 στη γαλλική βορειο ανατολική μεθόριο, ὕστερα ἀπὸ πρόταση τοῦ τότε ὑπουργοῦ Άμυνας Ἀντρέ Μαζινό. Σκοπός ήταν νὰ ἀποτραπεί μελλοντικός κίνδυνος ἀπὸ τὴν πλευρά τῆς Γερμανίας. Τὰ ὀχυρωματικά αὐτά ἔργα άφηναν ἀκάλυπτα τα σύνορα μὲ τὸ Βέλγιο. Ἔτσι, το 1940, ή γραμμή Μαζινό δεν μπόρεσε να παίξει τον ρόλο γιὰ τὸν ὁποῖο εἶχε κατασκευαστεῖ, ἀφοῦ οἱ Γερμανοί κατόρθωσαν να εἰσβάλουν στη Γαλλία ἀπὸ τὴν πλευρά τοῦ Βελγίου.) στη Γαλλία. Γιατί νὰ πᾶνε ἀπό τή γραμμή αὐτή καὶ νὰ σκοτωθοῦν πολλοί; Κυρίευσαν το Βέλγιο καὶ ἀπὸ τὸ Βέλγιο μπῆκαν στη Γαλλία. Καί ἡ γραμμή Μαζινό ἀποδείχτηκε ἄχρηστη. Μερικές φορές λοιπὸν χρειάζεται νὰ μὴν πάει κανείς κόντρα σ' αὐτή τὴν ἀντίσταση. (Γιὰ τοὺς ἀρρωστημένους τύπους μιλῶ τώρα ἀλλά καί γενικότερα.) Μπορεῖ κανείς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὡς λογικός ἄνθρωπος νὰ δεῖ ὅτι αὐτό εἶναι ἀντίθετο πρός τόν Θεό. Νὰ τὸ δεῖ καὶ νὰ τὸ ἀναγνωρίσει. Ἐντάξει, δέν μπορεῖ νὰ τὸ βγάλει ἀπὸ τὴ μέση, ἀλλά μπορεῖ νὰ τὸ δεῖ, νὰ τὸ ἀναγνωρίσει καὶ νὰ πεῖ στὸν Θεό: «Ναί, Θεέ μου. Ἀνάλαβε το πρόβλημά μου ἐσύ, γιατί ἐγώ...» καὶ νὰ το ἀφήσει. Αὐτό εἶναι ἕνα ξεγλίστρημα, μια ἀπαγκίστρωση τῆς ψυχῆς ἀπό αὐτή τήν ἀντίσταση· και ἀφήνεται στη χάρη τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ Θεός ξέρει πῶς θὰ τὰ οἰκονομήσει.

Γι' αὐτό πιστεύω ὅτι, ὅσοι ἀπό τούς ἀρρώστους αὐτούς μποροῦν νὰ κάνουν ἔτσι, ἔχουν διάθεση να κάνουν ἔτσι, βοηθούμενοι βέβαια καί στηριζόμενοι κάπου, ξεγλιτώνουν. Νὰ πῶ καὶ κάτι ἄλλο; Ὄχι μόνο ξεγλιτώνουν ἀλλά, καθώς γνωρίζουν τί φοβερό, τί πικρό πράγμα εἶναι αὐτός ὁ ἐγκλωβισμός μέσα σ' αὐτή την κόλαση, ἀκόμη πιο πολύ διψοῦν τὸν Θεό, ἀκόμη πιο πολύ ἀγαποῦν τὸν Θεό. Καί ὅταν λίγο γλυκαθούν από τον Θεό, δεν τους γυρίζει κανείς πίσω με κανέναν τρόπο.

Αὐτό πού λέμε τώρα μᾶς βοηθάει νὰ δοῦμε κα λύτερα τά πράγματα γενικότερα. Διότι οἱ άρρωστη μένες καταστάσεις, πού εἶναι ἕνα ἄκρο, πού εἶναι μιά έντονη κατάσταση, μια έντονη πραγματικότητα, μας βοηθούν να δούμε και τη γενικότερη πραγμα τικότητα. Ἕνα τέτοιο πράγμα λίγο πολύ ὁ κάθε ἄν θρωπος πεισματικά θὰ ἔχει ἐκεῖ στὸ βάθος τῆς ψυ χῆς του. Καὶ ὅταν κλαψουρίζει κανείς καὶ ὅταν πα ραπονιέται καὶ ὅταν νομίζει ὅτι δὲν τὸν προσέχουν καὶ ὅταν νομίζει ὅτι ἀδικεῖται, κάνει ὅπως τὸ πει-σματάρικο παιδί, πού κάθεται ἐκεῖ σὲ μιὰ γωνιά πεισματικά καί κλαψουρίζει. Ναί, αὐτὸ κάνει.

Τι κλαψουρίζεις. Τι παραπονιέσαι; Άφησε τον ἑαυτό σου ἐλεύθερο στον Θεό. Ἀλλά αὐτό, το «άφη σε τὸν ἑαυτό σου», εἶναι θάνατος. Θάνατος τί θά πεῖ; Θὰ πεῖ ὅτι δὲν κρατᾶς τίποτε. Οὔτε ἀρετή ἔχεις οὔτε κανένα καλό ἔχεις οὔτε τίποτε. Ἕνα ἁμαρτωλό πλάσμα παραδίδεται στον Θεό. Μετά, δὲν ἔχεις κανένα ἀτού. Εἶναι τὸ καλύτερο πράγμα ποὺ ἔχει νὰ κάνει ὁ κάθε πεπτωκώς ἄνθρωπος. Καὶ ὑπάρχει καινείς πού δέν εἶναι πεπτωκώς; Καθένας πού κατάγεται ἀπό τὸν Ἀδάμ εἶναι πεπτωκώς καὶ ἑπομένως αὐτό πρέπει να κάνει.

1-4-1984

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2025

Ξέρεις μήπως, παιδί μου...γιατί όλα αυτά τα κακά στην ζωή μας;

Ξέρεις μήπως, παιδί μου, γιατί κλείνουν τα σύννεφα τότε που τα χωράφια είναι διψασμένα και ανοίγουν τότε που η βροχή δεν χρειάζεται;
Γιατί η φύση σάστισε από το έγκλημα των ανθρώπων και απαρνήθηκε την ευταξία της.
Ξέρεις μήπως, παιδί μου, γιατί τα χωράφια βγάζουν βαρύ καρπό την άνοιξη και το καλοκαίρι δίνουν άγονο θερισμό;
Γιατί και οι θυγατέρες των ανθρώπων μίσησαν τον καρπό των σπλάγχνων τους και τον σκοτώνουν επάνω στην ανθοφορία…
Ξέρεις μήπως, παιδί μου, γιατί οι πηγές στερεύουν και οι καρποί της γης δεν έχουν πια τη γλυκύτητά τους την αλλοτινή;
Από την ανθρώπινη αμαρτία με την οποία η αδυναμία εισχώρησε σ’ ολάκερη τη φύση.
Ξέρεις μήπως, παιδί μου, γιατί ένας νικηφόρος λαός υπομένει ήττες από τις διχόνοιες και τις έριδές του και τρώει ψωμί πικραμένο από τα δάκρυα και τη μοχθηρία;
Γιατί νίκησε τους αιμοβόρους εχθρούς γύρω του, αλλά δεν νίκησε τους εχθρούς μέσα του…
Ξέρεις μήπως, παιδί μου, γιατί η μητέρα ταΐζει τα παιδιά της και δεν μπορεί να τα χορτάσει;
Γιατί, όταν τα θηλάζει, δεν τους τραγουδάει το τραγούδι της αγάπης, αλλά το τραγούδι του μίσους για τον γείτονα.
Ξέρεις μήπως, παιδί μου, γιατί οι άνθρωποι έγιναν άσχημοι και έχασαν των προγόνων τους την ομορφιά;
Γιατί εξοβέλισαν το πρόσωπο του Θεού, που μέσα από την ψυχή πλάθει την ομορφιά του προσώπου, και φόρεσαν το προσωπείο της γης.
Ξέρεις μήπως, παιδί μου, γιατί αυξήθηκαν οι ασθένειες και οι φοβερές θανατηφόρες επιδημίες;
Γιατί οι άνθρωποι άρχισαν να πιστεύουν ότι η υγεία είναι αρπαγή από τη φύση και όχι δώρο του Θεού. Και ο,τιδήποτε αρπάζεις με κόπο, πρέπει με διπλάσιο κόπο να το υπερασπισθής.
Ξέρεις μήπως, παιδί μου, γιατί οι άνθρωποι μάχονται για τη γη και δεν ντρέπονται που έγιναν ίσοι με τους τυφλοπόντικες;
Γιατί η γη φύτρωσε μέσα στις καρδιές τους και τα μάτια βλέπουν μόνον αυτό που στην καρδιά μεγαλώνει. Και για τούτο ακόμη, παιδί μου· γιατί η αμαρτία τους κατέστησε ανίσχυρους στον αγώνα για τον ουρανό.
Μην κλαις, παιδί μου· σύντομα θα έλθει ο Κύριος και θα τακτοποιήσει τα πάντα…

Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Προσευχές στην Λίμνη.

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ ΤΗΣ ΨΕΥΔΟ-ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ (1) - Παρουσίαση Διαφανειών


Γένεσις Ψευδο-Αριστοτελικής Αναλογίας
Το κείμενο του Pierre Aubenque εξετάζει τη γένεση της διδασκαλίας της αναλογίας του Όντος, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για μια ψευδή απόδοση στον Αριστοτέλη η οποία διαμόρφωσε καθοριστικά τη μετέπειτα φιλοσοφία. Η έννοια, η οποία επικράτησε στη σχολαστική παράδοση, προέκυψε από τους Νεοπλατωνικούς σχολιαστές της Ύστερης Αρχαιότητας, οι οποίοι επεδίωκαν τη συμφωνία μεταξύ των διδασκαλιών του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Ο συγγραφέας εξηγεί ότι η συστηματική της ανάπτυξη έγινε από τον Θωμά Ακινάτη, ο οποίος διέκρινε την analogia proportionalitatis από την analogia attributionis. Στην πραγματικότητα, ο Αριστοτέλης χρησιμοποιούσε την αναλογία (ἀναλογία) μόνο με την αυστηρή μαθηματική έννοια της ισότητας λόγων. Για τις πολλαπλές σημασίες του Όντος, ο Σταγειρίτης εισήγαγε τη δομή του πρὸς ἕν λέγεσθαι («εστιακή ενότητα σημασίας»), η οποία δεν περιλαμβάνει αναλογία. Κατά συνέπεια, η σχολαστική σύγχυση αυτών των εννοιών οδήγησε σε μια λογικοποίηση αντίθετη προς την αρχική αριστοτελική προσέγγιση.

Λόγος Ψυχωφελής και θαυμάσιος, Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός


Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι διπλός, ἀποτελούμενος ἀπό ψυχὴ καὶ σῶμα, ἔχει ἑπομένως διπλἑς τόσο τὶς αἰσθήσεις, ὅσο καὶ τὶς ἀρετές του. Οἱ αἰσθήσεις του τῆς ψυχῆς, τὶς ὁποῖες οἱ σοφοὶ ὀνομάζουν καὶ δυνάμεις, εἶναι οἱ ἑξῆς πέντε: νοῦς, διάνοια, δόξα (γνώμη), φαντασία καὶ αἴσθηση. Οἱ αἰσθήσεις τοῦ σώματος εἶναι πάλι πέντε, ὅραση, ὄσφρηση, ἀκοή, γεύση καὶ ἁφή. Ἀπὸ ἀυτὰ συνάγεται ὅτι καὶ οἱ ἀρετές εἶναι διπλές, ὅπως καὶ οἱ κακίες. Εἶναι λοιπὸν ἀναγκαῖο νὰ γνωρίζουμε μὲ σαφήνεια πόσες οἱ σωματικές, ποιὰ εἶναι τὰ σωματικὰ πάθη καὶ ποιὰ τὰ ψυχικά.

Ψυχικὲς ἀρετὲς εἶναι κατ᾽ἀρχὴν οἱ γενικότερες τέσσερις ἀρετές, ἀνδρεία, φρόνηση, σωφροσύνη καὶ δικαιοσύνη. Ἀπὸ ἀυτὲς γεννοῦνται οἱ ψυχικὲς ἀρετές, πίστη, ἐλπίδα, ἀγάπη, προσευχή, ταπείνωση, πραότητα, μακροθυμία, ἀνεξικακία, χρηστότητα, ἀοργησία, γνώση, εὐθυμία, ἁπλότητα, ἀταραξία, ἀνυποκρισία, ἡ χωρὶς ἔπαρση ὑπερηφάνεια, φθόνο καὶ δόλο διάθεση, ἀφιλαργυρία, συμπάθεια, ἐλεημοσύνη, μεταδοτικότητα, ἀφοβία, ἔλλειψη λύπης, κατάνυξη, σεμνότητα, εὐλάβεια, ἐπιθυμία τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, πόθος τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ έπιθυμία τῆς θείας υἱοθεσίας.

Σωματικὲς ἀρετές, ἢ μᾶλλον ἐργαλεῖα ἀρετῶν, οἱ ὀποῖες ὅταν πράττονται κατὰ Θεόν, μὲ γνώση καὶ χωρὶς καμία ὑποκρισία καὶ ἀνθρωπαρέσκεια, ὁδηγοῦν τὸν ἄνθρωπο στὴν πραγμάτωση τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς ἀπάθειας, εἶναι οἱ ἑξῆς: ἐγκράτεια, νηστεία, πείνα, δίψα, ἀγρυπνία, ὁλονύκτια, στάση στὴν προσευχή, συνεχὴς γονυκλισία, ἀλουσία, χρήση μόνον ἑνὸς ἐνδύματος, ξηροφαγία (..) καὶ ἄλλα παρόμοια, ποὺ εἶναι πολὺ ἀναγκαῖα καὶ ωφέλιμα ὅταν τὸ σῶμα εἶναι εὔρωστο καὶ ἐνοχλεῖται ἀπὸ τὰ σαρκικὰ πάθη. Ὅταν ὅμως ἀσθενεῖ καὶ ἔχει κυριαρχήσει στὰ πάθη μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τὰ παραπάνω δὲν εἶναι καὶ τόσο ἀναγκαῖα, διότι ἡ ἁγία ταπείνωση καὶ ἡ εὐχαριστία ἀναπληρώνει τὰ πάντα.

Ἡ ἀναίρεση τῶν ὀκτὼ (κυρίαρχων) παθῶν γίνεται ὡς ἑξῆς: Μὲ τὴν ἐγκράτεια ἀναιρεῖται ἡ γαστριμαργία· μὲ τὸν θεῖο πόθο καὶ τὴν ἐπιθυμία τῶν μελλόντων ἀγαθῶν ἀναιρεῖται ἡ πορνεία· μὲ τὴν συμπάθεια πρὸς τοὺς φτωχοὺς ἡ φιλαργυρία·μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς ὅλους καὶ τὴν ἀγαθωσύνη ἡ ὀργή·μὲ τὴν πνευματικὴ χαρὰ ἀναιρεῖται ἡ κοσμικὴ λύπη·μὲ τὴν ὑπομονή, τὴν καρτερία καὶ τὴν εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεὸ ἡ ἀκηδία·μὲ τὴν κρυπτὴ ἐργασία τῶν ἀρετῶν, τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ τὴν συντριβὴ τῆς καρδιᾶς ἡ κενοδοξία. Μὲ τὸ νὰ μὴν κρίνουμε κάποιον καὶ νὰ τὸν ἐξουθενώνουμε, ὅπως ὁ ἀλαζόνας Φαρισαῖος, ἀλλὰ νὰ θεωροῦμε τὸν ἑαυτό μας ἔσχατο ὅλων, ἀναιρεῖται ἡ ὑπερηφάνεια. Ἔτσι, καθὼς ὁ νοῦς ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὰ παραπάνω πάθη καὶ ἀνυψώνεται πρὸς τὸν Θεό, ζεῖ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωὴ τὴν μακάρια ζωὴ, δεχόμενος τὸν ἀρραβώνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀναχωρώντας λοιπὸν ἀπὸ τὰ γήινα, μὲ άπάθεια καὶ ἀληθινὴ γνώση, παρίσταται ἐνώπιον τοῦ φωτὸς τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ λαμπρύνεται μαζὶ μὲ τοὺς θείους ἀγγέλους στοὺς ἀπέραντους αἱῶνες. Ἂς προσθέσουμε στὸν άπέριττο αὐτὸν λόγο, σὰν χρυσὸ ἐπισφράγισμα, καὶ λίγα περὶ τοῦ «κατ᾽εἰκόνα καὶ καθ᾽ ὁμοίωσιν» τοῦ πλέον τιμημένου ἀπὸ ὅλα τὰ κτίσματα τοῦ Θεοῦ. Τὸ νοερὸ λοιπὸν καὶ λογικὸ “ζῶον”, ὁ ἄνθρωπος, αὐτὸ μόνον ἀπὸ ὅλα τὰ κτίσματα πλάσθηκε «κατ᾽εἰκόνα καὶ καθ᾽ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ.

Κάθε ἄνθρωπος λοιπὸν λέγεται κατ᾽εἰκόνα, σύμφωνα μὲ τὸ ἀξίωμα (δωρεά) τοῦ νοῦ καὶ τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ τὸ ἀκατάληπτο, τὸ ἀθεώρητο, τὸ ἀθάνατο καὶ τὸ αὐτεξούσιό τους·καὶ γιὰ ὄχι μόνον αὐτά, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ ὅτι (ὁ ἄνθρωπος) ἡγεῖται (ὅλης τῆς φύσεως), τεκνογονεῖ καὶ οἰκοδομεῖ. Λέγεται πάλι καθ᾽ ὁμοίωσιν ἀνάλογα μὲ τὴν ἀρετή του καὶ ὅταν, ὡς ἐνάρετος, ἐκτελεῖ ὅλες τὶς θεώνυμες καὶ θεομίμητες πράξεις τῆς ἀρετῆς. Δηλαδὴ γιὰ τὸ ὅτι φερόμασθε φιλάνθρωπα πρὸς τὸν συνάνθρωπο, τὸ ὅτι συγχωροῦμε καὶ ἐλεοῦμε καὶ ἀγαποῦμε τοὺς συνδούλους μας, δείχνοντας κάθε εὐσπλαγχνία καὶ συμπάθεια· γιατὶ ὁ Χριστὸς ὁ Θεὸς μᾶς προτρέπει, νὰ εἶσθε οἰκτίρμονες, ὅπως καὶ ὁ Πατέρας σας στοὺς οὐρανοῦς εἶναι οἰκτίρμων.

Τὸ κατ᾽εἰκόνα τὸ κατέχουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, διότι τὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀμετάκλητα. Τὸ καθ᾽ ὁμοίωσιν ὅμως εἶναι σπάνιο (τὸ κατέχουν) μόνον οἱ ἐνάρετοι καὶ οἱ ἅγιοι, ποὺ μιμοῦνται τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, ὅσο εἶναι δυνατὸν στοὺς ἀνθρώπους. Ἂς ἀξιωθοῦμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς τὴν ὑπεράγαθο φιλανθρωπία Του, ὅσοι Τὸν εὐαρεστήσαμε μὲ ἀγαθὲς πράξεις, καὶ ἂς μιμηθοῦμε ἐκείνους ποὺ εὐαρέστησαν ἀπὸ αἰώνων τὸν Χριστό διότι σὲ Αὐτὸν ἀνήκει τὸ ἔλεος καὶ ἁρμόζει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνηση, μαζὶ μὲ τὸν Ἄναρχο Πατέρα καὶ τὸ Πανάγιο, ἀγαθὸ καὶ ζωοποιό Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων, ἀμήν

Η «Μεσσιανική» Εποχή στο Ισραήλ

Daniele Perra - 04/12/2025

Η «Μεσσιανική» Εποχή στο Ισραήλ


Πηγή: Ντανιέλε Πέρα


Είναι ενδιαφέρον ότι, ειδικά δεδομένης της ιδέας ότι ολόκληρος ο παγκόσμιος εβραϊκός πληθυσμός πρέπει να μετεγκατασταθεί στο Ισραήλ για να εγκαινιαστεί η «μεσσιανική» εποχή, πολλές εξέχουσες προσωπικότητες στην ισραηλινή πολιτική και τον πολιτισμό (συμπεριλαμβανομένων πολλών Ισραηλινοαμερικανών - πρέπει να θυμόμαστε ότι οι ΗΠΑ φιλοξενούν τη δεύτερη μεγαλύτερη εβραϊκή κοινότητα στον κόσμο, που αριθμεί περίπου 6,4 εκατομμύρια) πιέζουν για μετανάστευση στο λεγόμενο «εβραϊκό κράτος». Αυτό συμβαδίζει απόλυτα με τα σχέδια για την κατασκευή του «Τρίτου Ναού», μετά την κατεδάφιση του Όρους του Ναού. Ο Νετανιάχου προσκαλεί τους Ινδούς Εβραίους (μέλη, σύμφωνα με τους ραβίνους, μιας από τις χαμένες φυλές του Ισραήλ) να μεταναστεύσουν στην Εγγύς Ανατολή, όπου θα εγκατασταθούν στη βόρεια Γαλιλαία. Η ισχυρή αίρεση Χαμπάντ Λουμπάβιτς, εν τω μεταξύ, υποστηρίζει ότι η αλίγια πρέπει να ερμηνεύεται ως πνευματικό ταξίδι και ότι οι νέοι μετανάστες θα πρέπει να δώσουν τα πάντα για το Ισραήλ, για να μην γίνουν ξένοι στην κοινωνία. Υποδηλώνει επίσης ότι μόνο βαθιά θρησκευόμενοι Εβραίοι πρέπει να ταξιδεύουν στο Ισραήλ. Ο επιχειρηματίας Μάικλ Άιζενμπεργκ (επίσης διπλός ισραηλινο-αμερικανικός πολίτης), ωθώντας τους Εβραίους κατοίκους να μεταναστεύσουν στις ΗΠΑ, έχει ισχυριστεί ακόμη και ότι οι ΗΠΑ είναι μια αυτοκρατορία σε πλήρη παρακμή. Αυτή η δήλωση ίσως πηγάζει από την παρατήρηση ότι η γενοκτονία στη Γάζα έχει θέσει σε σοβαρή δοκιμασία την αμερικανική δημόσια υποστήριξη προς το Ισραήλ, όπου αρκετοί influencers με εκατομμύρια οπαδούς (από τον Carlson μέχρι τον Fuentes, μέχρι τον Kirk, ο οποίος υποστήριζε εδώ και καιρό το Ισραήλ και του οποίου η δολοφονία παραμένει σε μεγάλο βαθμό ασαφής) έχουν επανειλημμένα επικρίνει την άνευ όρων υποστήριξη προς το Τελ Αβίβ. Ο Carlson έχει φτάσει στο σημείο να αποκαλεί τον Netanyahu «εχθρό του δυτικού πολιτισμού». Στην πραγματικότητα, θα ήταν πιο ακριβές να πούμε ότι ο Netanyahu είναι η πεμπτουσία του «δυτικού πολιτισμού». Ή μάλλον, είναι η φυσική συνέπεια του τελευταίου, της μορφής που έχει λάβει με τον αμερικανοκεντρικό μεσσιανισμό του στο τέλος της ιστορίας και τη λατρεία του Ολοκαυτώματος που επιβλήθηκε στην Ευρώπη ως μέρος αυτού του συνόλου ιδεολογικών και γεωπολιτικών εργαλείων χρήσιμων για τη διατήρησή της σε κατάσταση υποταγής. Στην πραγματικότητα, ο Carlson επικρίνει το Ισραήλ για το απλό γεγονός ότι οι πράξεις του (εγκληματικές, όπως τις ορίζει ο ίδιος) υπονομεύουν την «αυτοκρατορική» νομιμότητα των Ηνωμένων Πολιτειών ως παγκόσμιου ηγέτη. Υπονομεύουν την πιθανότητα οι Ηνωμένες Πολιτείες, μετά από μια αναπόφευκτη εξέλιξη προς έναν πολυπολικό κόσμο, να διατηρήσουν μια θέση «primus inter pares». Αλλά αυτή είναι μια μάλλον περίπλοκη συζήτηση, που απαιτεί πολύ περισσότερα από μερικές γραμμές. Θα πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη οι απομονωτικές και οι παλαιοσυντηρητικές θέσεις.και οι δηλώσεις ενός Καρλ Σμιτ που όρισε τον ίδιο τον απομονωτισμό ως την πρώτη εκδήλωση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.
Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι λάθος να πούμε ότι η αντίσταση του παλαιστινιακού λαού έχει κάνει πολύ περισσότερα για το πολυπολικό μέλλον από ό,τι η Ρωσία και η Κίνα μαζί. Αυτό είναι προφανώς υπερβολή, αλλά δεν απέχει και πολύ από την αλήθεια.

Το σχοινί και οι κρεμασμένοι

Marco Travaglio - 4 Δεκεμβρίου 2025

Το σχοινί και οι κρεμασμένοι


Πηγή: Il Fatto Quotidiano

«Οι καπιταλιστές θα μας πουλήσουν το σχοινί με το οποίο θα τους κρεμάσουμε». Η αντικατάσταση της προφητείας που αποδίδεται στον Λένιν με «καπιταλιστές» είναι αρκετή για να σχηματιστεί το καλύτερο πορτρέτο των άρχουσων τάξεων της ΕΕ και του ΝΑΤΟ (εξαιρουμένων των ΗΠΑ). Οι εκπρόσωποι του Πούτιν, για να διατηρήσουν υψηλή υποστήριξη στο καθεστώς και τον πόλεμο, πρέπει να αποδεικνύουν καθημερινά ότι η ΕΕ και το ΝΑΤΟ είναι αυτά που θέλουν να επιτεθούν στη Ρωσία, όχι το αντίστροφο. Αλλά μπορούν να πάνε ειρηνικά διακοπές και να αφήσουν τους Ευρω-νάνους να μιλήσουν. Ο Τραμπ συμφωνεί με τη Μόσχα σε ένα ειρηνευτικό σχέδιο 28 σημείων: Το Κίεβο παραδίδει ό,τι έχει ήδη χάσει (Κριμαία, Λουγκάνσκ, 90% του Ντόνετσκ, 76% της περιφέρειας Χερσώνα και 80% της περιφέρειας Ζαπορίζια) και ένα μικρό οικόπεδο που πρόκειται να χάσει μετά την πτώση του Ποκρόφσκ (10% του Ντόνετσκ). Η Μόσχα αποκηρύσσει τα εδάφη που κατέχει στις περιοχές Σούμι, Χάρκοβο και Ντνιεπροπετρόφσκ και αποδέχεται την κατάσχεση 100 δισεκατομμυρίων ευρώ από τα παγωμένα περιουσιακά της στοιχεία (από τα 290 δισεκατομμύρια ευρώ) για την ανοικοδόμηση της ηττημένης Ουκρανίας.
Η ΕΕ αντιτίθεται στο σχέδιο, υποστηρίζοντας ότι το έγραψε ο Πούτιν (σε μια ανησυχητική επίδειξη αυτοσαρκασμού, δεδομένων των θυσιών που επιβάλλει στον εαυτό του), ότι τα σύνορα είναι άθικτα (εκτός από το ΝΑΤΟ στο Κοσσυφοπέδιο και το Ισραήλ στην Παλαιστίνη, τον Λίβανο και τη Συρία) και ότι είναι επείγον να «προετοιμαστούμε για πόλεμο εναντίον της Ρωσίας», η οποία θέλει να μας επιτεθεί. Ο Πούτιν απαντά ότι «είναι γελοίο ακόμη και να το σκεφτόμαστε, αλλά αν τους ενδιαφέρει, θα το γράψω γραπτώς ότι δεν θα τους επιτεθούμε». Οι απεσταλμένοι του Τραμπ πετούν στη Μόσχα για να τον αναγκάσουν να αποδεχτεί το σχέδιο των 19 σημείων που ικανοποιεί την ΕΕ, ενώ αφαιρεί τα κρίσιμα εννέα. Σε πραγματικό χρόνο, ο πιο υψηλόβαθμος στρατιωτικός αξιωματούχος του ΝΑΤΟ, Κάβο Ντραγκόνε, απειλεί με «προληπτικές υβριδικές επιθέσεις στη Ρωσία». Δηλαδή: ενώ η Ρωσία λέει ότι δεν θα μας επιτεθεί, το ΝΑΤΟ λέει ότι θα επιτεθούμε στη Ρωσία. Η Ζαχάροβα γελάει: «Βλέπεις;» Ο Πούτιν επαναλαμβάνει: «Έχω πει εκατό φορές ότι δεν έχουμε καμία πρόθεση να πολεμήσουμε την Ευρώπη. Αλλά αν η Ευρώπη θέλει να πολεμήσει μαζί μας, είμαστε έτοιμοι». Corriere: «Ο Πούτιν απειλεί την ΕΕ: έτοιμοι για πόλεμο». Rep, Stampa, Messaggero και Domani: «Ο Πούτιν απειλεί την Ευρώπη». Messaggero: «Ο Πούτιν απειλεί να επιτεθεί στην ΕΕ». Εν τω μεταξύ, στο Κίεβο, όλοι οι άνθρωποι του προέδρου συλλαμβάνονται με 100 εκατομμύρια δολάρια σε δωροδοκίες, βίλες και τουαλέτες γεμάτες χρυσό: αλλά τα νέα για τα μέσα ενημέρωσης μας δεν είναι ότι ο Ζελένσκι περιβάλλει τον εαυτό του με κλέφτες, αλλά μάλλον ότι «η Ζαχάροβα και οι υπέρμαχοι της κυριαρχίας χαίρονται», οπότε ο Πούτιν (ή η CIA, που τώρα ισοδυναμεί με το ίδιο πράγμα) βρίσκεται πίσω από την ουκρανική υπηρεσία καταπολέμησης της διαφθοράς. Στην ΕΕ, πιάνουν στελέχη και βουλευτές να νόθευαν συμβόλαια ή να εργάζονταν για ξένα κράτη με αντάλλαγμα χάρες ή βαλίτσες με μετρητά. Αλλά τα νέα για τα μέσα ενημέρωσης μας δεν είναι ότι η ΕΕ είναι γεμάτη διεφθαρμένους αξιωματούχους και λομπίστες, αλλά μάλλον ότι «η Ζαχάροβα και οι υπέρμαχοι της κυριαρχίας πανηγυρίζουν», που σημαίνει ότι ο Πούτιν βρίσκεται πίσω από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Αν αυτές οι ιδιοφυΐες δεν εργάζονται ήδη γι' αυτόν, ο Πούτιν θα έπρεπε να τις προσλάβει: είναι ακόμη καλύτερες από τη Ζαχάροβα.

Η Άρεντ ανάμεσα στην παράδοση και τον ολοκληρωτισμό

Marcello Veneziani - 04/12/2025

Η Άρεντ ανάμεσα στην παράδοση και τον ολοκληρωτισμό


Πηγή: Μαρτσέλο Βενετσιάνι


Ήταν Πέμπτη βράδυ στις 4 Δεκεμβρίου 1975, και η Χάνα Άρεντ διασκέδαζε μέ φίλους και συναδέλφους στο σπίτι της όταν πέθανε ξαφνικά. Ήταν 69 ετών. Στη γραφομηχανή της βρήκαν ένα λευκό φύλλο χαρτιού με τον τίτλο «Κρίνοντας». Ήταν ο τίτλος του τρίτου και τελευταίου μέρους του ογκώδους τελικού της έργου, Η Ζωή του Νου, το οποίο παρέμεινε ημιτελές, για το οποίο είχε γράψει τις ενότητες με θέμα «Σκέψη και Θέληση». Η Άρεντ ήταν μια απρόθυμη φιλόσοφος: ποτέ δεν ήθελε να αυτοαποκαλείται φιλόσοφος, ίσως από δέος για τους δασκάλους της, Μάρτιν Χάιντεγκερ και Καρλ Γιάσπερς, αλλά και για τον σύζυγό της, Γκούντερ Στερν (πιο γνωστό ως Άντερς). Προτιμούσε να αυτοπροσδιορίζεται ως πολιτική στοχαστής. Και η μεγαλύτερη φήμη της, επιπλέον, συνδέεται με το αριστούργημά της πολιτικής φιλοσοφίας, Οι Προελεύσεις του Ολοκληρωτισμού, και με το «Η Κοινοτοπία του Κακού», το οποίο ασχολείται με τον Ναζισμό. Αλλά η σκέψη της Άρεντ είναι μεταπολιτική, υπαρξιακή, αποτυπώνοντας βαθιές πτυχές της ανθρώπινης υπόστασης, του νου και της κοσμοθεωρίας στην οποία αφιέρωσε μερικά από τα θεμελιώδη έργα της. Στην εποχή της σκέψης που αναλύεται στη δράση, η στοχαστής επιβεβαίωσε την ανάγκη για την πρωτοκαθεδρία της γνώσης έναντι της δράσης, της στοχαστικής ζωής έναντι της πρακτικής ζωής. Διέκρινε τη μοναξιά από την απομόνωση , πιστεύοντας ότι το πιο σημαντικό ανθρώπινο γεγονός είναι η αρχή: ο άνθρωπος δεν είναι ένα ον που προορίζεται για θάνατο, όπως υποστήριζε ο Χάιντεγκερ, αλλά είναι ένα ον που προορίζεται για γέννηση.
Η Άρεντ τόνισε τη σημασία της παράδοσης και αυτού του «σπασμένου νήματος», της απώλειας του παρελθόντος ως «ανυπολόγιστου κακού». Η παράδοση μας οδήγησε με ασφάλεια στην απέραντη σφαίρα του παρελθόντος και συνέδεσε γενιές. Για την Άρεντ, «Η παράδοση, η θρησκεία και η εξουσία είναι οι τρεις πυλώνες του δυτικού κόσμου, και οι τρεις σφυρηλατημένοι από τη Ρώμη». Από την τριάδα, σημείωσε στο Παρελθόν και Μέλλον, η εξουσία είναι η πιο σταθερή. Αλλά για την Άρεντ, η εξουσία αποκλείει τόσο τον εξαναγκασμό όσο και την πειθώ. Αν χρησιμοποιεί βία ή χρειάζεται να πείσει, η εξουσία έχει αποτύχει. Η ανωτερότητά της πηγάζει από τον ρόλο και τη θέση της, που αναγνωρίζονται ως προφανείς, απαραίτητες και ωφέλιμες. Για την Άρεντ, το ξερίζωμα σημαίνει να ζεις στην επιφάνεια: «Η διάσταση του βάθους δημιουργείται φυτεύοντας ρίζες». Όσοι ζουν χωρίς παρελθόν στερούνται τη διάσταση του μεγαλείου. Μιλώντας για ρίζες, όταν ο μελετητής του εβραϊκού μυστικισμού Γκέρσομ Σόλεμ, αφού διάβασε το βιβλίο «Η Κοινοτοπία του Κακού» (βλ. την αλληλογραφία στο Ιουδαϊσμός και η Νεωτερικότητα), κατηγόρησε την Άρεντ ότι αντιτίθεται στον Σιωνισμό και δεν αγαπά τους Εβραίους, εκείνη απάντησε: «Δεν αγαπώ τους Εβραίους. Είμαι απλώς μία από αυτούς».
Η Άρεντ όχι μόνο αντιμετώπισε τα ολοκληρωτικά καθεστώτα του εικοστού αιώνα, αλλά εμβάθυνε επίσης στις πηγές και διερεύνησε τη σκέψη του Μαρξ. Κατά την άποψή της, ο μαρξισμός βασίζεται σε τρεις θεμελιώδεις αρχές: την εργασία, τον δημιουργό της ανθρωπότητας, τη βία, τη μαία της ιστορίας, και την πρωτοκαθεδρία της δράσης, που σημαίνει ότι ο κόσμος δεν πρέπει πλέον να ερμηνεύεται αλλά να μετασχηματίζεται: και τα εργαλεία για να γίνει αυτό (πέρα από την ιδεολογία) είναι η εργασία, ο αγώνας και η βία. Η Άρεντ πίστευε ότι ο Στάλιν ήταν αυτός που μετέτρεψε τον μαρξισμό σε ολοκληρωτισμό. Ο Μαρξ, κατά την άποψή της, βρισκόταν εντός της παράδοσης της δυτικής σκέψης: «Όποιος αγγίζει τον Μαρξ αγγίζει τη δυτική παράδοση» (Ο Μαρξ και η Παράδοση της Δυτικής Πολιτικής Σκέψης, εκδ. Raffaello Cortina). Στην πραγματικότητα, ο Μαρξ είχε ορίσει τον κομμουνισμό ως την κατάργηση της παρούσας κατάστασης πραγμάτων, και αυτό ήδη έθετε τη ριζοσπαστική εναλλακτική λύση μεταξύ του πραγματικού, ιστορικού, ατελούς κόσμου και του νέου, τέλειου και δίκαιου κόσμου του μέλλοντος. Η ιδέα της κατάργησης της παρούσας πραγματικότητας, σε συνδυασμό με την εγελιανή άποψη για τη βία ως μαία της ιστορίας, είχε δημιουργήσει τις συνθήκες για την επανάσταση του Λένιν και στη συνέχεια για το σοβιετικό και σταλινικό ολοκληρωτικό κράτος. Το κράτος δεν μαραίνεται, όπως πίστευε ο Μαρξ, αλλά μάλλον ενισχύεται και επεκτείνεται σε σημείο που καταπιέζει όλα τα ζωτικά νευρικά κέντρα της κοινωνίας.
Αν κάποιος πιστεύει ότι η τρομοκρατία και ο ολοκληρωτικός δεσποτισμός προκύπτουν έξω από τη δυτική λογική, στον ανορθολογισμό, δεν μπορεί να εξηγήσει τον τρόμο των Ιακωβίνων, ο οποίος εμπνεύστηκε επίσης από τον Διαφωτισμό, ούτε τον ολοκληρωτισμό του Λένιν, του Στάλιν και του Μάο, ο οποίος εμπνεύστηκε από τον Μαρξισμό. Όταν η λογική διαχωρίζεται από την πραγματικότητα και ισχυρίζεται ότι διορθώνει και μεταμορφώνει ριζικά την ανθρωπότητα, προκύπτει η ολοκληρωτική τρέλα, η οποία ριζώνει στον ασιατικό δεσποτισμό. Ή αλλάζει κατεύθυνση και γίνεται ένα εθνικοσοσιαλιστικό ολοκληρωτικό καθεστώς στην Ευρώπη. Σε αυτό προστίθεται η αδιάσπαστη μήτρα της εβραϊκής προφητείας στον Μαρξ, η οποία συναντά την επαναστατική γνώση (η ανάγνωση του Eric Voegelin θα είναι διορατική από αυτή την άποψη).
Στα μεταγενέστερα γραπτά της, η Hannah Arendt ανησυχούσε για την κυριαρχία της τεχνολογίας με την έλευση των υπολογιστών, των οποίων διαισθάνθηκε τον τεράστιο αντίκτυπο και τις επιπτώσεις που θα είχε στη σκέψη. Στο βιβλίο της «Η Ζωή του Νου», προμήνυσε την έλευση του «γιγάντιου» ή ηλεκτρονικού εγκεφάλου και των επιπτώσεών του.
Η Arendt αφιερώθηκε επίσης στην ανάλυση των συναισθημάτων.και των βαθιών δυνάμεων που κινούν τον κόσμο. Για την Άρεντ, η αγάπη είναι μια δύναμη του σύμπαντος, όχι ένα συναίσθημα. Δεν έχει αυστηρά ανθρώπινη προέλευση. Μιλώντας για την αγάπη, δεν μπορεί κανείς να ξεχάσει την ιστορία της μαθήτριας Χάνα Άρεντ με τον δάσκαλό της, Μάρτιν Χάιντεγκερ. Οι παθιασμένες επιστολές τού φιλοσόφου προς αυτήν είναι πλέον γνωστές: «Από την ημέρα που μου έφερε τα πάντα -εσένα-...ενώ είχες ένα λουλουδάτο όνειρο στα μαλλιά σου-το χτένισμα και το προφίλ των βουνών στο μέτωπό σου, και το τρόμο του βραδινού κρύου στο αγαπημένο σου χέρι. Και τη μεγάλη σου στιγμή που γίνεσαι άγιος, όταν γίνεσαι ορατός...Στα μεγάλα σου βλέμματα, ανάμεσα στην ευτυχία και τον βραδινό αποχαιρετισμό, στο απόκοσμο πρόσωπό σου». Στη συνέχεια ήρθε ο έντονος και απαγορευμένος έρωτας ανάμεσα σε συναντήσεις και σκέψεις, σώματα και αναγνώσεις. Ο αναγκαστικός χωρισμός των εραστών θα αυξήσει στη συνέχεια το πάθος τους. Η αρχική δοκιμασία της αποσύνδεσης, από δημιουργική άποψη, είναι «η μεγαλύτερη εμπειρία που γνωρίζω από όλες τις ανθρωπίνως δυνατές», αλλά από ανθρώπινη άποψη, σημειώνει ο Χάιντεγκερ, «είναι σαν να σου ξεκόλλησαν την καρδιά από το στήθος σου ενώ είσαι απόλυτα συνειδητός». Με την πάροδο του χρόνου, ο δεσμός εξασθενεί μέχρι που σπάει. «Το κορίτσι από μακριά», «Η ξένη του μακρινού», «Η σκανταλιάρα νύμφη του δάσους», γίνεται ξανά αόρατη στα μάτια του φιλοσόφου. Συναντιούνται μια φορά στον σταθμό, αλλά ο Μάρτιν, παρέα με τον μελλοντικό σύζυγο της Χάνα, τον Γκούντερ Στερν, δεν τη βλέπει καν, ή ίσως προσποιείται ότι δεν τη βλέπει. Κι όμως, διαμαρτύρεται η Άρεντ σε μια απεγνωσμένη επιστολή, «Ήμουν εκεί πριν από εσένα, θα μπορούσες να με δεις», με κοίταξες φευγαλέα, χωρίς να με αναγνωρίσεις. «Όταν ήμουν μικρή», έγραψε η Χάνα, «η μητέρα μου κάποτε με τρόμαξε μέχρι που έχασα τις αισθήσεις μου με ένα τέτοιο παιχνίδι... Θυμάμαι ακόμα τον τυφλό φόβο που ένιωθα καθώς ούρλιαζα συνεχώς: "Αλλά είμαι το κοριτσάκι σου, είμαι πραγματικά η Χάνα". Σήμερα ένιωσα έτσι. Τότε το τρένο απομακρύνθηκε γρήγορα. Και τότε ακριβώς αυτό που είχα φανταστεί και ήθελα συνέβη: εσείς οι δυο ψηλά από πάνω μου και εγώ μόνη, εντελώς αβοήθητη. Όπως πάντα, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο παρά να το αφήσω να συμβεί, και να περιμένω, να περιμένω, να περιμένω». Η Άρεντ αργότερα θα περιέγραφε τον Χάιντεγκερ ως μια αλεπού που νομίζει ότι είναι πονηρός, αλλά στη συνέχεια παγιδεύεται στη δική του πονηριά. Ο Χάιντεγκερ δεν έχει καλή ανταπόκριση σε ανθρώπινο επίπεδο στη σχέση του με την Άρεντ.
Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, «η άβυσσος της νοσταλγίας» ανοίγει ξανά, όπως έγραψε ο ηλικιωμένος καθηγητής Χάιντεγκερ σε μια επιστολή προς τη συνάδελφό του Άρεντ, μετά την τραγωδία του πολέμου: «Τα πάντα έπρεπε να αναπαυθούν για ένα τέταρτο του αιώνα, σαν ένας κόκκος σιταριού στο βαθύ αυλάκι ενός χωραφιού, για να αναπαυθούν σε μια ωρίμανση του απόλυτου· επειδή όλος ο πόνος και οι πολλαπλές εμπειρίες έχουν συγκεντρωθεί στο βλέμμα σου, του οποίου το φως αντανακλά στο πρόσωπό σου και κάνει τη γυναίκα να εμφανίζεται. Στην εικόνα της Ελληνίδας θεάς υπάρχει αυτό το μυστήριο: στο κορίτσι η γυναίκα είναι κρυμμένη, στη γυναίκα, το κορίτσι. Και η ιδιαιτερότητα είναι: αυτή η απόκρυψη στο αραίωμα». Ο κόκκος σιταριού παρέμεινε μια ανείπωτη υπόσχεση στο βαθύ αυλάκι του χωραφιού. Η ζωή που θα μπορούσε να υπάρξει και δεν υπήρξε. Έπειτα, πέρασαν άλλα είκοσι πέντε χρόνια, και στα τέλη του 1975, η Χάνα Άρεντ πέθανε· λίγους μήνες αργότερα, τον επόμενο Μάιο, ο Χάιντεγκερ πέθανε. Τα βαθιά ίχνη των σκέψεων αυτού του μεγάλου δασκάλου και της μεγάλης μαθήτριάς του παρέμειναν πέρα ​​από τη ζωή τους.

«Μάιστερ Έκχαρτ. Η γέννηση της “Γερμανικής Μυστικής Θεολογίας” από το πνεύμα της αραβικής φιλοσοφίας»

Μάιστερ Έκχαρτ. Η γέννηση της “Γερμανικής Μυστικής Θεολογίας” από το πνεύμα της αραβικής φιλοσοφίας»


Παρουσίαση του βιβλίου από τον Josef Bordat

Του Kurt Flasch: Meister Eckhart. Die Geburt der „Deutschen Mystik“ aus dem Geist der arabischen Philosophie.
C. H. Beck, München 2006, 192 σελίδες,

Ο συγγραφέας, ο οποίος διετέλεσε πρόσφατα καθηγητής φιλοσοφίας στο Μπόχουμ, συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους γερμανούς μεσαιωνολόγους. Το κύρος του θεμελιώνεται σε πολυάριθμες δημοσιεύσεις για τη μεσαιωνική φιλοσοφία, εκ των οποίων ορισμένες έχουν καταστεί έργα αναφοράς, όπως το ογκώδες 800σέλιδο Das philosophische Denken im Mittelalter. Von Augustin zu Machiavelli (1986). Επιπλέον, έχει διακριθεί ως επιμελητής μεσαιωνικών συγγραφέων στη σειρά Corpus Philosophorum Theutonicorum Medii Aevi (1977 κ.ε.). Στο πλαίσιο αυτό, το ερευνητικό του ενδιαφέρον στρέφεται επίσης προς τον στοχαστή Meister Eckhart.

Ενώ σε σχέση με τον στοχαστή, ο οποίος θεωρήθηκε κύριος εκπρόσωπος της «Γερμανικής Μυστικής Θεολογίας», συχνά προβαλλόταν κυρίως το «γερμανικό» στοιχείο και επανειλημμένα η «μυστική» διάσταση —και εξακολουθούν να προβάλλονται— ο συγγραφέας αναδεικνύει εδώ και πολλά χρόνια έναν «άλλον» Έκχαρτ. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το άρθρο Meister Eckhart. Versuch, ihn aus dem mystischen Strom zu retten του 1988 ή το επίσης του ίδιου έτους κείμενο Meister Eckhart und die „Deutsche Mystik“ – Zur Kritik eines historiographischen Schemas.

Τώρα, με τη μονογραφία Meister Eckhart. Die Geburt der „Deutschen Mystik“ aus dem Geist der arabischen Philosophie, προσφέρει μια εκτενή, συστηματική τεκμηρίωση προς αυτήν την κατεύθυνση· μια προσπάθεια να καταστήσει ευρύτερα κατανοητές τις μέχρι τότε περισσότερο εξειδικευμένες θέσεις του. Με αυτόν τον τρόπο ανταποκρίνεται στην αυξανόμενη δημοφιλία του στοχαστή τις τελευταίες δεκαετίες: η «μυστική» διδασκαλία του πλέον δεν υιοθετείται μόνο από θιασώτες της χριστιανικής πνευματικότητας, αλλά και από εμπορικότερες εσωτεριστικές τάσεις, ακόμη και από τον λεγόμενο «δυτικό βουδισμό».

Απέναντι σε αυτήν την ιδιοποίηση του Έκχαρτ από διάφορα φαινόμενα της μόδας, ο Flasch αντιπαραθέτει φιλολογική αποσαφήνιση. Σχηματίζει μια εικόνα της σκέψης του Έκχαρτ, της οποίας ο κατά φαντασίαν «μυστικός» παρορμητισμός στηρίζεται στην υιοθέτηση αριστοτελικών θέσεων της μεταφυσικής, οι οποίες μεταδόθηκαν στον Έκχαρτ μέσω της αραβοϊουδαϊκής φιλοσοφίας και των ομοταξιών του Άλμπερτ και Ντίτριχ του Τρίρ. Με πειστικό τρόπο θέτει έτσι υπό αμφισβήτηση όχι μόνο τον τίτλο του «μυστικού», αλλά και προσφέρει μια πλήρως αναθεωρημένη εικόνα του Έκχαρτ.

Ο Flasch επιδιώκει να επαναφέρει τον Έκχαρτ στον «αποδεδειγμένο ιστορικό του συμφραζόμενο» (σελ. 9), μακριά από τις υπερβολικά άκριτες προσπάθειες επικαιροποίησης που συνοδεύουν την πρόσληψη του Έκχαρτ ήδη από την εποχή του Ρομαντισμού.

Ένα τέτοιο εγχείρημα χρειάζεται μακρά προετοιμασία. Έτσι, ο Flasch αφιερώνει περίπου τα δύο τρίτα του κειμένου στην προπαρασκευή της αναθεώρησής του, παρουσιάζοντας εκτενώς τη «αριστοτελικο-αβερροϊκή» γραμμή, η οποία στους Δομινικανούς υιοθετείται πρώτα από τον Αλβέρτο τον Μέγα, έπειτα από τον Ντίτριχ φον Φράιμπεργκ και τέλος από τον Meister Eckhart, ο οποίος αντλεί επίσης από το έργο του Πέρση Αβικέννα και του Ιουδαίου Μωυσή Μαϊμονίδη. Πρόκειται ιδίως για θεωρητικές σκέψεις σχετικά με τον νου, τις οποίες ο Flasch, όσο δύσκολες κι αν είναι, εξηγεί διεξοδικά και κατανοητά.

Καταρχάς όμως, ο συγγραφέας μάς εισάγει στην Εισαγωγή στα συνηθισμένα κλισέ για τον Έκχαρτ («προφήτης της γερμανικής εσωτερικότητας», «προ-προτεστάντης», «μυστικός», σελ. 13), τα οποία, σύμφωνα με τον ίδιο, φανερώνουν μια κάποια «αμηχανία» (σελ. 16). Στη συνέχεια παρουσιάζει τη δική του προσέγγιση: «Παρουσιάζω τον Έκχαρτ στο πραγματικό εργασιακό του πλαίσιο» (σελ. 16). Και γιατί; «Διαφορετικά δεν υπάρχει ιστορική εισαγωγή στον ιστορικό Meister Eckhart. Εξετάζω το δίκτυο εντός του οποίου μπόρεσε να αναπτύξει τις σκέψεις του» (σελ. 16). Σε αυτό το «δίκτυο» ανήκουν πρωτίστως ο Αβερρόης, ο Αλβέρτος και ο Ντίτριχ, κατόπιν ο Αβικέννας και ο Μωυσής Μαϊμονίδης, και επιπλέον ο Θωμάς Ακινάτης, ο Βοναβεντούρα, ο Ερρίκος της Γάνδης και ο Γκότφριντ φον Φονταίν. Στο υπόβαθρο βρίσκονται ο Αριστοτέλης, ο Αυγουστίνος και ο Πρόκλος. Όποιος, όπως ο συγγραφέας, θέλει να κατανοήσει τον ιστορικό Έκχαρτ μέσα από το ιστορικό του πλαίσιο, οφείλει να διαβάσει ποικίλες και συχνά αντικρουόμενες πηγές, να παραθέτει με ακρίβεια (και από τα λατινικά κείμενα), και διαρκώς να αναζητεί και να αποσαφηνίζει συνδέσεις —μια επιμέλεια που περιορίζει αρχικά την απόλαυση της ανάγνωσης. Ο Flasch το γνωρίζει αυτό πολύ καλά. Αντιπαραθέτει όμως την εύλογη προσδοκία γνωστικού κέρδους σχετικά με τον Έκχαρτ, το οποίο χάνεται από εκείνον που επιμένει στα επιφανειακά κλισέ: «Κανένας σύγχρονος τίτλος με τον οποίο συνδέεται σήμερα ο Έκχαρτ δεν προσφέρεται ως πηγή γνώσης. Κανένας τους δεν φέρνει νέα γνώση για τον Έκχαρτ. Καθένας τους πρέπει να αντιπαραβληθεί και να διορθωθεί, να επιβεβαιωθεί ή να εγκαταλειφθεί μέσω του πραγματικού τρόπου εργασίας του Έκχαρτ, τόσο στα λατινικά όσο και στα γερμανικά έργα του» (σελ. 19, έμφαση στο πρωτότυπο). Ως ανταμοιβή αυτής της φιλολογικής προσπάθειας προβάλλουν νέες γνώσεις, και μάλιστα για εκείνα τα φιλοσοφικά επιχειρήματα που «οδήγησαν στην αναερμηνεία της Βίβλου από τον Έκχαρτ» (σελ. 20). Διότι: «Θέλει να ερμηνεύσει την Αγία Γραφή με τα φυσικά επιχειρήματα των φιλοσόφων […]. Έπειτα πρέπει να εξεταστεί πώς ο Έκχαρτ ερμηνεύει τον Αριστοτέλη και σε ποιους φιλοσόφους ανατρέχει στη βιβλική του ερμηνεία. Τότε εμφανίζονται ο Αβερρόης, ο Αβικέννας και ο Μωυσής Μαϊμονίδης. Αυτό πρέπει να αποδειχθεί» (σελ. 21).

Στη συνέχεια, στο πρώτο κεφάλαιο ακολουθεί κάτι που υπογραμμίζει περαιτέρω τη φιλοδοξία (και συνεπώς τη σημασία) αυτού του εγχειρήματος: ο Flasch διαχωρίζει τις «βιόκοσμες» του Αβερρόη και του Έκχαρτ. Γίνεται σαφές ότι οι προϋποθέσεις και οι συνθήκες της φιλοσοφικής εργασίας τους δύσκολα θα μπορούσαν να είναι πιο διαφορετικές: ο Αβερρόης εργάζεται στο θερμό περιβάλλον της Ανδαλουσίας, ο Έκχαρτ στη Ρηνανία και στο Παρίσι· σε εκείνον η σκέψη του διαμορφώθηκε υπό την επίδραση του ισλαμικού αυλικού περιβάλλοντος, όπου ως διανοούμενος σταθεροποίησε τις μεταρρυθμιστικές ιδέες των ανερχόμενων Αλμοχαδών· σε αυτόν, μέσα στα χριστιανικά πανεπιστήμια και μοναστήρια.

Το ότι όμως δεν επρόκειτο πάντοτε για μια αρμονική εργασία φαίνεται ήδη από τη βιογραφία του Έκχαρτ: με τις θέσεις του ενοχλεί τους ομοταξίους του, οι οποίοι το 1325 τον καταγγέλλουν στον Κολωνό αρχιεπίσκοπο Ερρίκο Β΄ του Virneburg· λίγο μετά τον θάνατό του (1328) ακολουθεί το 1329 η καταδίκη των «αιρετικών» του δογματικών θέσεων από τον πάπα Ιωάννη ΚΒ΄. Ο Έκχαρτ, όπως και ο Ντίτριχ πριν από αυτόν, δεν ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στους δικούς του. Ο Flasch σημειώνει: «Μεταξύ 1275 και 1330 επικράτησε στο Τάγμα των Δομινικανών μια σκληρή διοικητική γραμμή. Δεν μπόρεσε να θριαμβεύσει πλήρως, αλλά καθόρισε το κλίμα μέσα στο οποίο ο Ντίτριχ διαμαρτυρήθηκε για συκοφαντία και ο Έκχαρτ καταδικάστηκε» (σ. 41). Διότι ένας άλλος είχε προ πολλού αναδειχθεί σε αδιαμφισβήτητο ήρωα του Τάγματος των Κηρύκων: ο Θωμάς Ακινάτης, αγιοποιημένος το 1323. Η σκέψη του καθόρισε αυτήν τη «σκληρή γραμμή» του Τάγματος.

Με αφορμή την εικόνα του Θωμά στην εκκλησία των Δομινικανών Santa Caterina στην Πίζα (αναπαραγμένη στη σ. 43), ο Flasch εξηγεί την κυριαρχία του εντός του εκκλησιαστικού δόγματος στις αρχές του 14ου αιώνα. Ο καλλιτέχνης (είτε ο Francesco Taini, είτε ο Lippo Memmi, είτε ο Simone Martini – η έρευνα δεν έχει καταλήξει) απεικονίζει έναν υπερμεγέθη Θωμά Ακινάτη, και στα δεξιά και αριστερά του τους σχεδόν απειροελάχιστους, σε σύγκριση, φιλοσοφικούς αυθεντίες Αριστοτέλη και Πλάτωνα. Οι προτεραιότητες γίνονται άμεσα σαφείς στον θεατή. Και οι εντάσεις ανάμεσα στον χριστιανισμό και το ισλάμ διαλύονται, κατά τη ματιά του καλλιτέχνη, χάρη στη δράση του Θωμά μέσα στην εκκλησιαστική τάξη. Ο Θωμάς κρατά ανοιχτή στα χέρια του τη Summa contra gentiles («Σύνοψη κατά των Εθνών») και αφήνει, με σοβαρό ύφος, τον θεατή να διαβάσει την πρώτη φράση της, η οποία προέρχεται από το βιβλίο των Παροιμιών (κεφ. 8, στ. 7): Veritatem meditabitur guttur meum et labia mea detestabuntur impium («Η γλώσσα μου μιλά για την αλήθεια, τα χείλη μου αποστρέφονται την αδικία»). Στα πόδια του κείται ο impius (κυριολεκτικά: «ο ασεβής») Αβερρόης, όχι νεκρός, αλλά καταβεβλημένος – από το βιβλίο του φαίνεται μόνο το εξώφυλλο. Μια εικονολογική λεπτομέρεια με μακροπρόθεσμο αντίκτυπο, διότι η αλληγορική απεικόνιση της ισλαμικής κατωτερότητας επηρέασε μέχρι και τις αρχές του 16ου αιώνα, όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία διογκωνόταν απειλητικά: «Όσο πλησίαζαν οι Τούρκοι, τόσο πιο παρήγορο ήταν να βλέπει κανείς τον μουσουλμάνο ηττημένο» (σ. 45).

Γιατί ο Αβερρόης αποτέλεσε τέτοιο εχθρικό πρότυπο, τι αντέτεινε ο Θωμάς εναντίον του και τι, με τη σειρά του, εντόπισε ο Έκχαρτ στις θέσεις του, τα ανασυγκροτεί ο Flasch στο δεύτερο κεφάλαιο. Υποδεικνύει αρχικά ότι είναι ο ορθόδοξος αριστοτελισμός που καθιστά τις θέσεις του Αβερρόη (όπως η θέση περί αιωνιότητας του κόσμου) «αιρέσεις», και όχι κάποιος αντιχριστιανικός τόνος, τον οποίο οι θεολόγοι διέγνωσαν μέσα στο έργο του Αβερρόη, σε πλήρη συμφωνία με την κριτική του Θωμά Ακινάτη προς αυτόν. Αυτή η «παραταξιακή τοποθέτηση» (σ. 46) πρέπει να εγκαταλειφθεί προς όφελος μιας καθαρότερης ματιάς. Η καθαρή αυτή ματιά αποκαλύπτει ύστερα ότι πρώτον, από την «αβερροϊκή άρνηση κάθε οντολογικής αυτονόμησης των συμβεβηκότων» (σ. 47) –πράγμα απολύτως αριστοτελικό– προκύπτει ένα θεμελιώδες πρόβλημα για το εκκλησιαστικό δόγμα της μεταστοιχείωσης του 1215, το οποίο σπεύδει να λύσει ο Θωμάς Ακινάτης: Αν η ιδιότητα του άρτου στη Hostie δεν μπορεί να υπάρξει ανεξάρτητα από την ουσία του άρτου, τότε αυτή δεν μπορεί να αντικατασταθεί από την ουσία του σώματος του Χριστού, πράγμα αναγκαίο για να υποστηριχθεί η πραγματική παρουσία. Ο Θωμάς επιλύει το ζήτημα με τη διάκριση μεταξύ ουσίας (essentia) και όντος (ens) εντός του κτιστού. Το συμβεβηκός ανήκει, για τον Θωμά, στο ens, χωρίς να χρειάζεται να θεωρηθεί το ίδιο ον (accidens non est ens sed entis). Έτσι, η essentia του πράγματος καθίσταται «απαλλαγμένη από συμβεβηκότα» και επομένως διαθέσιμη για αντικατάσταση, ενώ οι ιδιότητες (εδώ: η γεύση άρτου ή οίνου) διατηρούνται με το ον.

Ο Ντίτριχ θα ασκήσει κριτική σε αυτήν τη λύση ως αντίφαση προς την αριστοτελική θεωρία των κατηγοριών, την οποία κατά τα λοιπά ο Θωμάς χρησιμοποιούσε ανεπιφύλακτα. Ο Έκχαρτ, αντιθέτως, υιοθετεί θετικά ένα άλλο συμπέρασμα της αριστοτελικο-αβερροϊκής θεωρίας περί σχέσης ουσίας–συμβεβηκότος, το οποίο επίσης προκαλούσε αμηχανία: αν σκεφτούμε τον Θεό ως ουσία και τον κόσμο ως συμβεβηκός, τότε αυτός (ο κόσμος) δεν διαθέτει δικό του είναι, αλλά έχει «το είναι του μόνο χάρη στην παρουσία του μοναδικού όντος, της πρωτο-ουσίας του Θεού» (ό.π.). Ο Flasch περιγράφει εύστοχα το συμπέρασμα για τον Έκχαρτ: «Τότε ο Έκχαρτ όφειλε να πει: Ο Θεός είναι το είναι, deus est esse.» (ό.π., έμφαση στο πρωτότυπο).

Η καθαρή ματιά στον Αβερρόη αποκαλύπτει στον απροκατάληπτο ερευνητή, δεύτερον, τη ενδιαφέρουσα και εξαιρετικά επιδραστική θεωρία του περί νοήσεως, την οποία αναπτύσσει σε συνάρτηση με το De anima του Αριστοτέλη, βιβλίο Γ΄, κεφάλαια 4 και 5. Ο Αριστοτέλης διακρίνει την ψυχή που ανήκει στη φύση και είναι συνδεδεμένη με το σώμα, και από αυτήν διαχωρίζει τον νου (nus). Αυτός «δεν έχει καμία καθορισμένη φύση (physis)· δεν είναι απολύτως τίποτε πριν σκεφτεί. Δεν είναι ένα τοῦδε-τί· καθ’ όσον αφορά αυτό, δεν είναι ατομικός» (σ. 51, έμφαση στο πρωτότυπο). Αυτό θέτει δύο ερωτήματα:
«Αν ο νους δεν είναι τίποτε πριν σκεφτεί, πώς τότε προκύπτει η σκέψη;» (ό.π., έμφαση στο πρωτότυπο).
Για να το απαντήσει αυτό, ο Αριστοτέλης διακρίνει δύο νοητικές καταστάσεις: την δεκτικότητα και την ενεργητικότητα, από τις οποίες αναπτύχθηκαν αργότερα ο δυνατός και ο ενεργός νους, ο intellectus possibilis και ο intellectus agens. Στη συνεργασία τους στηρίζουν οι πολλοί σχολιαστές την εξήγηση της αριστοτελικής έννοιας της σκέψης και της γνώσης. Ο intellectus possibilis είναι η κατ’ αρχήν δεκτικότητα, μια «πλάκα πάνω στην οποία δεν έχει γραφτεί τίποτε» (σ. 59). Προσδιορίζεται από το ότι (ακόμη) δεν είναι τίποτε, αλλά μπορεί να γίνει τα πάντα. Δεν ενεργοποιείται από κάτι σωματικό, αλλά από τον intellectus agens. Αυτός καθιστά κατ’ αρχήν τα πάντα γνωρίσιμα και είναι επομένως καθολικός.


Αν ο νους δεν είναι ατομικός, αλλά όλοι μετέχουν σε έναν νου, πώς προκύπτουν τότε οι νοητικές διαφορές; Πώς είναι ακόμη δυνατόν να νοηθεί η δική μου σκέψη; Διότι είναι ο μεμονωμένος άνθρωπος που σκέφτεται!
Σε αυτό, ο Αβερρόης αναπτύσσει τη διττή όψη της νοητικής γνώσης: «Αφενός, αυτό που είναι αληθινό για μένα είναι κατ’ αρχήν αληθινό και για σένα. Αφετέρου, όταν εγώ αποκτώ μια μαθηματική γνώση, αυτή δεν δημιουργείται αυτομάτως και σε σένα. Η νοητική γνώση είναι η ατομική είσοδος στο καθολικό, στο μη-αποκλειστικά-ατομικό» (σ. 52, έμφαση στο πρωτότυπο).
Ο Αβερρόης αποσαφηνίζει στο σχόλιό του στο De anima όσα «ο Αριστοτέλης άφησε ασαφή» και «οι σχολιαστές [...] παρέλειψαν ή εξήγησαν διφορούμενα» (ό.π.), δηλαδή το ερώτημα: πώς ταιριάζει το καθολικό με το επιμέρους, ή το αντίστροφο;
Στη θεωρία του συνδυάζει την ατομικότητα του σκεπτομένου/γνωρίζοντος με την καθολικότητα του υπερβατικού νου: «Όταν η ατομική γνώση, στην πορεία της από την αίσθηση μέσω του κοινού αισθητηρίου και της μνήμης έως τη φαντασία (imaginatio), φτάσει σε έναν ορισμένο βαθμό καθολικότητας, τότε συνδέεται με αυτήν ο νους. Αυτή η διαδικασία προετοιμασίας και η πραγματική σύνδεση είναι ατομικές» (σ. 54, έμφαση στο πρωτότυπο)· ο ίδιος ο νους όμως παραμένει καθολικός και παν-περιεκτικός, όπου το «περιλαμβάνει τα πάντα» δεν πρέπει να νοηθεί ως εμπειρική διαπίστωση αλλά ως μεταφυσική προϋπόθεση.


Πώς, όμως, φαντάζεται ο Αβερρόης αυτή τη «σύνδεση» (coniunctio);

Πρόκειται για μια σύλληψη η οποία, όπως κάθε θρησκευτικός στοχασμός, προϋποθέτει μια διαπερατότητα της υποκειμενικής σφαίρας. Αλλά το να τον χαρακτηρίσουμε, με αναφορά στον Meister Eckhart, «μυστικό» γι’ αυτόν τον λόγο, θα σήμαινε να αφαιρέσουμε από τον όρο κάθε διακριτότητα — «διότι τότε και ο Αριστοτέλης, και ο Καντ, και ο Χέγκελ θα ήταν ‘μυστικοί’» (σ. 55).
«Σύνδεση» δεν σημαίνει (εξχαρτιανή) «ένωση», αλλά: «Μέσω μιας ζωής αφιερωμένης στη νοητική θεωρία, ο ενεργός νους, που καθιστά όλα τα νοητά γνωστά, γίνεται η δική μας μορφή (forma), και αυτό αποτελεί τη φυσική μας τελείωση και μακαριότητα» (ό.π., έμφαση στο πρωτότυπο).
Είναι, επομένως, ο μεμονωμένος άνθρωπος εκείνος που, με τη βοήθεια του καθολικού νου, οικειώνεται την ειδική του γνώση. Η ανθρώπινη ατομική ψυχή γνωρίζει μέσω του καθολικού νου.


Αυτός ο νους περιλαμβάνει, στον Αριστοτέλη και στον Αβερρόη, τα πάντα, και γι’ αυτό «δεν επιτρέπεται να είναι κάτι από αυτό το ‘όλα’· πρέπει να παραμένει αμιγής, κενός από όλα τα πράγματα του κόσμου» (σ. 58).
Αυτό ακούγεται ήδη πολύ σαν Meister Eckhart. Η θεωρία του για την ψυχή είναι δομημένη αναλογικά: εδώ πρόκειται για τη γέννηση του Θεού ως «γνωστικό επίτευγμα» της ψυχής, η οποία επίσης πρέπει να είναι «κενή» για να μπορέσει να δεχθεί γνωστικά τον Θεό. Όμως ο Άραβας σχολιαστής θα γίνει γνωστός στον Έκχαρτ μόνο μέσω της έμμεσης μεσολάβησης δύο ομοταξίων του: του Άλμπερτ και του Ντίτριχ. Ενώ ο Αλβέρτος ο Μέγας δημιουργεί το «άνοιγμα προς τον αραβικό κόσμο» (κεφάλαιο τρίτο), ο Ντίτριχ φον Φράιμπεργκ αναπτύσσει, στη βάση του σχολιαστικού υλικού που είχε υιοθετήσει ο Άλμπερτ, μια «νέα μεταφυσική», στην οποία μπορεί να συνδεθεί ο Έκχαρτ (κεφάλαιο τέταρτο).


Ο Άλμπερτ, δάσκαλος του Θωμά Ακινάτη, υιοθέτησε πράγματι μια αυτόνομη θέση, η οποία προσανατολίζεται πολύ πιο στενά προς την αραβική σχολιαστική παράδοση απ’ όσο θα άρεσε στον διάσημο μαθητή του. Αφενός, ο Άλμπερτ τονίζει τη διαφορετικότητα των μεθόδων φιλοσοφίας και θεολογίας – ενώ αντίθετα ο Θωμάς προσπαθεί να συνενώσει λογική και θρησκεία, γνώση και πίστη. Αφετέρου, αξιοποιεί πολύ εντονότερα τις φυσικοφιλοσοφικές γνώσεις των Αράβων λογίων, κάτι που τον οδηγεί να υπερβεί τη μεταγενέστερη διάκριση που εισήγαγε ο Θωμάς μεταξύ φύσης και υπερφυσικού, χάρη σε μια «θεωρία της φυσικής μακαριότητας του νου» (σ. 69).
Στο σχόλιό του στο De anima του Αριστοτέλη, ο Άλμπερτ επιμένει στον καθολικό, αμιγή, χωρίς περιεχόμενο («κενό») χαρακτήρα του νου και στη σχέση του με καθολικά γνωστικά περιεχόμενα· αναφέρεται μάλιστα ρητά στον Αβερρόη και τον απαλλάσσει μεταθανάτια από τις αυτοαμφιβολίες του: ενώ εκείνος είχε δυσκολίες με την ασαφή του σύλληψη ενός εξατομικευμένου και ταυτόχρονα καθολικού νου, ο Άλμπερτ επιβεβαιώνει το αβερροϊκό επιχείρημα περί του «ατομικού βαθμού προετοιμασίας των φανταστικών εικόνων» ως «τη βάση, ή τουλάχιστον το έναυσμα της νοητικής ατομικότητας» (σ. 76).
Και οι δύο, όταν παρουσιάζουν την κατά βάση αναγκαία σύνδεση του μεμονωμένου ανθρώπου και του καθολικού νου, χτίζουν στη σχέση του νου προς το σώμα μέσω της ατομικής ψυχής. Ο Άλμπερτ όμως σκέφτεται –και «πρέπει να σκέφτεται», αν λάβει κανείς υπόψη τη χριστιανική διδασκαλία περί ψυχής, που συνδέει «αθανασία» και «ευθύνη» και αναφέρεται στο άτομο– τον νου συνδεδεμένο στο ουσιώδες της ψυχής με το σώμα και πολύ έντονα εξατομικευμένο μέσω των εξαιρετικά διαφορετικών ψυχικών δυνάμεων. Σε αντίθεση με τον Αβερρόη, τονίζει λοιπόν ότι «δεν υπάρχει ένας και μοναδικός δυνατός νους για όλους τους ανθρώπους» (σ. 78). Παρ’ όλη όμως αυτήν την απομάκρυνση από την «καθαρή» αριστοτελικο-αβερροϊκή θεωρία του νου, η απόκλιση για την εξήγηση των αιτιών των ατομικών νοητικών διαφορών είναι «ελάχιστη: στον Αβερρόη, η εξατομίκευση προέκυπτε από τον ατομικά διαφορετικό βαθμό προετοιμασίας των φανταστικών εικόνων (phantasmata) για την coniunctio, στον Άλμπερτ από τη διαφορετική συσσώρευση πολλών αναμνήσεων και ατομικών εμπειριών» (ό.π.).
«Συνολικά», κρίνει ο Flasch, «η απόρριψη του Αβερρόη παίζει μικρότερο ρόλο από την τονισμένη συμφωνία. Το κείμενο βρίθει από επιδοκιμάσεις προς τον Αβερρόη» (ό.π.).


Ο Ντίτριχ είναι «ο χαμένος κρίκος ανάμεσα στον Αβερρόη–Άλμπερτ και τον Έκχαρτ» (σ. 89). Χωρίς αυτόν, υποστηρίζει ο Flasch, δεν μπορεί κανείς πραγματικά να κατανοήσει τον Meister Eckhart. Όπως ο Άλμπερτ, έτσι και ο Ντίτριχ αποφεύγει «τα αβερροϊκά θέματα-ταμπού περί αιωνιότητας του κόσμου και μοναδικότητας του νου», επιμένει όμως –«άνευ προκατάληψης όπως ο Άλμπερτ»– στη «θεωρία του νου και της φυσικής του μακαριότητας» (σ. 90), ακόμη κι αν ο Flasch πρέπει να παραδεχθεί: «Η προσέγγιση του Ντίτριχ προς τον Αβερρόη δεν έγινε χωρίς συγκρούσεις, ούτε ήταν άνευ όρων» (σ. 93). Έτσι, σε ορισμένα σημεία μιλά για «πλάνες του Αβερρόη», οι οποίες όμως συνυπάρχουν με «μια σειρά αβερροϊκών μοτίβων» τα οποία ο Ντίτριχ «υιοθέτησε, συνέχισε και παρουσίασε ως ορθόδοξα αξιοποιήσιμα» (ό.π.).
Για τον Έκχαρτ, καθοριστική ήταν η οντολογία του Ντίτριχ, η οποία συνοψίζεται ως εξής: «Στα πνευματικά όντα [...] η γνώση προηγείται του είναι» (σ. 101). Ο Flasch χτίζει τη γέφυρα προς τον Έκχαρτ: «Με αυτόν τον τρόπο, ο Ντίτριχ κατέστησε δυνατή την πρώτη παρισινή quaestio του Έκχαρτ, η οποία λέει ότι ο Θεός είναι επειδή γνωρίζει» (ό.π., έμφαση στο πρωτότυπο).
Εναντίον του Θωμά στρέφεται η μεταφυσική της ουσίας του Ντίτριχ, στην οποία εκείνος αναιρεί τη θωμιστική διάκριση μεταξύ ουσίας και όντος, μέσω της οποίας –σύμφωνα με τον Ντίτριχ– ο Θωμάς, ενάντια στον Αριστοτέλη και τον Αβερρόη, εισήγαγε μια εσσιονταλιστική ή ακόμη και οντολογική ποιότητα των συμβεβηκότων, προκειμένου να λύσει το προκύψαν δίλημμα ουσίας–συμβεβηκότος στο δόγμα της μεταστοιχείωσης. Εναντίον αυτού στρέφεται ο Ντίτριχ, και κατά συνέπεια και ο Έκχαρτ· κατά τούτο ο τίτλος «προ-προτεστάντης» καθίσταται κατανοητός.
Η κριτική του Ντίτριχ προς τον Θωμά προχωρεί, ωστόσο, ακόμη πιο πέρα. Αφορά ιδίως τη θεωρία της μακαριότητας, την οποία ο Flasch, στην εκδοχή που λαμβάνει από τον Ντίτριχ, θεωρεί μάλιστα ως μια αντιθωμιστική νέα θεολογία. Περί τίνος πρόκειται; Εάν η ευδαιμονία συνίσταται στη θέα του Θεού (επ’ αυτού υπήρχε συμφωνία) και αυτό είναι κατ’ αρχήν δυνατό (σύμφωνα με Α΄ Ιω. 3, 2: «[…] διότι θα τον δούμε όπως είναι»), τότε —κατά τον Θωμά, διασώζοντας τη διδασκαλία της Εκκλησίας περί χάριτος— αυτό ισχύει μόνο εφόσον σε ορισμένους εκλεκτούς παρέχεται μια «επιπρόσθετη εξάρτυση» (σ. 108), το lumen gloriae.

Αντίθετα, ο Ντίτριχ: αφού το αθάνατο πνεύμα είναι απαλλαγμένο από συμβεβηκότα (κάτι που όλοι δέχονταν), πώς μπορεί λοιπόν να δεχθεί αυτή την επιπρόσθετη εξάρτυση; Δεν χρειάζεται καν, λέει ο Ντίτριχ, διότι η απόσταση από το πρωτότυπο προς το αντίγραφο δεν είναι τόσο ανυπέρβλητη όσο την παρουσιάζει ο Θωμάς: «Εάν το ανθρώπινο πνεύμα, όπως διδάσκουν ο Αυγουστίνος και ο Αβερρόης, είναι μια ουσιαστική εικόνα της θεότητας και αναγνωρίζει την προέλευσή του μέσα του ίδιου, τότε συνδέεται με τον Θεό πιο άμεσα απ’ ό,τι μέσω ενός τυχόντος συμβεβηκότος δώρου της χάριτος, το οποίο, ως κτιστή ιδιότητα ή διάθεση, θα εξακολουθούσε να απέχει άπειρα από τη θεότητα» (σ. 108, έμφαση στο πρωτότυπο).

Τέλος, ο Flasch έρχεται να μιλήσει για τον Έκχαρτ (κεφάλαια πέντε έως επτά) και αποδεικνύει ότι ο μακρύς πρόλογος άξιζε τον κόπο. Εδώ θα μνημονευθούν μόνο ορισμένες πτυχές:
Υπάρχει μια σειρά θέσεων του Ντίτριχ που συναντώνται εκ νέου στις παρισινές Quaestiones του Έκχαρτ, παρόλο που υπάρχουν μεθοδολογικές διαφορές: «Η επίμονη λεπτολογία του Ντίτριχ οξύνει τα παραδεδομένα προβλήματα σε λίγα επιλύσιμα σημεία· ο Έκχαρτ εργάζεται σε απείρως ευρύτερα σχέδια» (σ. 113) — το ανολοκλήρωτο Opus tripartitum είναι ένα τέτοιο παράδειγμα.
«Ο Έκχαρτ δείχνει μέγιστο ενδιαφέρον για τη διδασκαλία του Αβερρόη περί της ταυτότητας του γνωρίζοντος με το γνωριζόμενο» (σ. 119), η οποία προκύπτει από το αξίωμα της αριστοτελικο-αβερροϊκής θεωρίας του νου ότι ο ενεργός νους είναι ταυτόσημος με το περιεχόμενό του.
Ο Έκχαρτ έχει ανάγκη τον Αβερρόη, «υποβοηθούμενο από τον Αβικέννα» (σ. 125), τον οποίο ο Flasch παρουσιάζει στην αρχή του έκτου κεφαλαίου ως πρωτότυπο στοχαστή, που διαμορφώνει τη θεωρία της ψυχής του «πιο συστηματικά από τον Αριστοτέλη» και του οποίου η μεταφυσική «απευθυνόταν διορθωτικά και αμυντικά προς την ισλαμική θεολογία» (σ. 123). Χρειάζεται και τους δύο για να πραγματοποιήσει τον πραγματικό του στόχο: μια φιλοσοφική ερμηνεία της Βίβλου, κάτι που ο Flasch δείχνει με το παράδειγμα του σχολίου του Έκχαρτ στο Κατά Ιωάννην.
Ο Meister Eckhart βρίσκει στη φιλοσοφία της ψυχής του Αβικέννα σημαντικές υποδείξεις για τη σχέση ψυχής και εγκεφάλου, επειδή ο ιατρός Αβικέννας συνέδεε τη διδασκαλία του περί ψυχής με την ιατρική. Ο Έκχαρτ αξιοποιεί εντατικά τη διδασκαλία του Αβικέννα περί ψυχής, όπως φαίνεται σε ορισμένα από τα γερμανικά του κηρύγματα· «το γερμανικό κήρυγμα αριθ. 17 […] δεν μπορεί να γίνει κατανοητό χωρίς τον Αβικέννα» (σ. 133).

Ο Ιουδαίος Μωυσής Μαϊμονίδης, του οποίου την επίδραση περιγράφει ο Flasch στο έβδομο κεφάλαιο, αποκτά σημασία για το εγχείρημα του Έκχαρτ να αποδείξει φιλοσοφικά και την αλήθεια της Παλαιάς Διαθήκης, της εβραϊκής Βίβλου. Αλλά και από τις θεολογικές θέσεις του εβραίου στοχαστή αντλεί ο Έκχαρτ ευχαρίσκηση: αφενός διδάσκει με τον Μαϊμονίδη την ενότητα του Θεού, κάτι που απειλούσε το δόγμα της Τριάδας και για τον λόγο αυτόν εισήλθε ως πρόταση 23 στη βούλα καταδίκης του πάπα Ιωάννη ΚΒ΄. Αφετέρου ο Έκχαρτ υιοθετεί από τον Μαϊμονίδη τη σύλληψη της ενότητας του ανθρώπου με τον Θεό: «Δεν οδηγούν στον Θεό οι εξωτερικές τελετουργίες, αλλά ο νους, ο οποίος τείνει προς την ενότητα και μας συνδέει με τον θείο Ένα» (σ. 144)· αυτή η θέση εμφανίζεται πολλές φορές στον Έκχαρτ, «πάντοτε με παραπομπή στον Μαϊμονίδη» (σ. 184, σημ. 294).
Επιπλέον, η έμπνευση για τη νεγκατική θεολογία του Έκχαρτ προέρχεται από τον Μαϊμονίδη: ο Θεός είναι ο απροσδιόριστος, απλός Ένας, το «Εγώ είμαι ο Ὤν», ο Θεός στον οποίο δεν μπορεί να προστεθεί τίποτε, ούτε ιδιότητα ούτε κατηγόρημα — «ο Έκχαρτ μπορούσε να συνεχίσει με συνέπεια αυτήν τη ριζική μαιμονιδική άρνηση, αφού με το δίδυμο Αβερρόης–Ντίτριχ είχε εγκαταλείψει τη βάση της θωμιστικής θεωρίας της αναλογίας» (σ. 145).
Τέλος, ο Μαϊμονίδης έχει «τη σωστή διδασκαλία περί δημιουργίας: ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο μαζί με τον χρόνο εκ του μη όντος» (ό.π.). Έτσι ο Έκχαρτ αποστασιοποιείται από εκείνους που υποστήριζαν την αιωνιότητα του κόσμου, ιδίως τον Αριστοτέλη και τον Αβερρόη.
Στο καταληκτικό κεφάλαιο με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ό,τι έπρεπε να αποδειχθεί», ο Flasch συνοψίζει εκ νέου τις φιλολογικές του διαπιστώσεις και προσθέτει μια σημαντική ένδειξη για ένα κεντρικότατο στοιχείο ερμηνείας του Έκχαρτ: τη γέννηση του Θεού μέσα στην ψυχή. Ένα μεσαιωνικό γερμανικό κείμενο από σύγχρονό του (Von der wirkenden und möglichen Vernunft) δείχνει ευαισθησία για το δίκτυο που παρουσίασε ο Flasch: «Το ενδιαφέρον αυτού του κειμένου, στο πλαίσιο που μας αφορά, έγκειται στο εξής: περιστρέφεται γύρω από το ζήτημα της φυσικής μακαριότητας του πνεύματος όλων των ανθρώπων. Παρουσιάζει τον Ντίτριχ ως αντίπαλο του Θωμά Ακινάτη στο ζήτημα του νου, της ευδαιμονίας και της χάριτος· ονομάζει τον Αβερρόη ως εγγυητή και εισάγει τον αναγνώστη στη συζήτηση ανάμεσα στον Θωμά, τον Ντίτριχ και τον Έκχαρτ» (σ. 155). Και ακολουθεί στη φιλοσοφική ερμηνεία της Βίβλου αυτό το δίκτυο, «και μάλιστα βάσει της θεωρίας του νου του Αριστοτέλη, όπως την ανέπτυξαν ο Αβερρόης και ο Ντίτριχ. Για τον Meister Eckhart ισχυρίζεται ότι απέδειξε τι είναι η μακαριότητα “με φυσικούς δασκάλους” (P 178)» (ό.π.).
Και εδώ, σύμφωνα με τον Flasch, τρία πράγματα είναι σημαντικά: «Επιβεβαιώνει την αποδεικτική πρόθεση του Έκχαρτ. Τονίζει τον αμιγώς φιλοσοφικό χαρακτήρα της επιχειρηματολογίας του. Και τη συνδέει με τη διδασκαλία του Έκχαρτ για τη γέννηση του Θεού μέσα στην ψυχή (P 178). Αυτή εδώ είναι ένα φιλοσόφημα με αριστοτελικο-αβερροϊκό υπόβαθρο» (ό.π., έμφαση στο πρωτότυπο).
Ο Kurt Flasch κλείνει με τα λόγια: «Αυτό που αποδεικνύει το μικρό μου βιβλίο και αυτό που προτείνει στον ιστορικο-φιλοσοφικό στοχασμό δεν είναι τίποτε λιγότερο από την φιλοσοφική και πνευματική εξέγερση του Ντίτριχ και του Έκχαρτ ενάντια στον πανοραμικό θρίαμβο του αγίου Θωμά επί του Αβερρόη» (σ. 160).
Το βιβλίο του Flasch για τον Έκχαρτ δεν αποτελεί λοιπόν μια ακόμη «κλασική» εισαγωγή στη μυστική θεολογία και στην ηθική του Διδασκάλου, αλλά προσφέρει μια βαθυστόχαστη παρουσίαση εξαιρετικά ενδιαφερόντων φιλολογικών ζητημάτων, η οποία, από άποψη ιστορίας των ιδεών, εκτείνει το τόξο από την Ανατολή στη Δύση, ενώ παράλληλα συνοδεύεται από πολυάριθμα αιχμηρά σχόλια προς μια υπερβολικά γερμανίζουσα ή υπερβολικά μυστικιστική πρόσληψη του Έκχαρτ. Ο Flasch υπερασπίζεται τις θέσεις του με πάθος, ακόμη και με πολεμικό ύφος, αλλά προπαντός με εξαιρετική αφθονία τεκμηρίων.
Το ότι, παρά την πολυπλοκότητα της ύλης (η μεταφυσική και η οντολογία, και ιδιαίτερα οι γνωσιοθεωρητικές περί νου σκέψεις, δεν είναι καθόλου εύκολο να κατανοηθούν, όπως άλλωστε και ο ίδιος ο Flasch παραδέχεται: «Η συζήτηση για τη θεωρία του νου του Αριστοτέλη είναι ένα από τα δυσκολότερα κεφάλαια της ιστορίας της φιλοσοφίας», σ. 51 κ.ε.) και παρά την αποπροσανατολιστική ορολογία, καταφέρνει να γράψει με εξαιρετικά κατανοητό τρόπο, αποτελεί μεγάλο επίτευγμα του συγγραφέα, το οποίο καθιστά απολύτως εύλογη τη βράβευσή του με το Βραβείο Sigmund Freud για επιστημονική πρόζα το 2000.

Το βιβλίο είναι πολύτιμο και για έναν ακόμη λόγο: επειδή δείχνει γενικότερα πώς η προσεκτική έρευνα μπορεί να ανατρέψει βολικά στερεότυπα. Ο Kurt Flasch προσφέρει επομένως, όχι μόνο μια συμβολή στο ζήτημα αυτό καθαυτό, αλλά και μια προτροπή για κριτική ματιά και σκεπτική επανεξέταση — μια μεθοδολογική εξάρτυση που υπερβαίνει κατά πολύ το θέμα του κειμένου, καθώς το αξίωμά της —«Μην εμπιστεύεσαι κανένα κλισέ, ακόμη κι αν το κάνουν όλοι οι άλλοι!»— θα έπρεπε να αποτελεί θεμελιώδη κατευθυντήρια αρχή για κάθε εργασία στις ανθρωπιστικές επιστήμες.

Ο Πλωτίνος και ο παγανιστικός Νεοπλατωνισμός (8)

Συνέχεια από: Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2025

Ιστορία της ελληνικής και ρωμαϊκής φιλοσοφίας 8
Όγδοος τόμος
Ο Πλωτίνος και ο παγανιστικός Νεοπλατωνισμός
Του Giovanni Reale, Εκδόσεις Bompiani


ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Ο ΠΛΩΤΙΝΟΣ ΚΑΙ Η ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ

Τρίτη ενότητα

Η υπόσταση του Ἑνός–Αγαθού και τα χαρακτηριστικά της**

Αφού γίνει δεκτό ότι η βούληση προέρχεται από Αυτόν, σχεδόν ως προϊόν Του, και ότι ταυτίζεται με την ίδια Του την ουσία, τότε ο ίδιος έχει τεθεί στην ύπαρξη όπως είναι.
Δεν μπορεί λοιπόν να ειπωθεί ότι είναι αυτό που η τύχη έχει επιλέξει, αλλά αυτό που ο ίδιος θέλησε να είναι.

Εννεάδες, VI 8, 13.

1. ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΤΟΥ ἙΝΟΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΥΠΟΣΤΑΣΕΩΝ

1 Το Ἕν ως υπέρτατη αρχή

Είναι αδύνατον να κατανοηθεί η πρωτοτυπία και η νεωτερικότητα του Πλωτίνου και, ειδικότερα, η προσωπική του συμβολή στον «δεύτερο πλου», εάν δεν αντιληφθούμε τη μεταβολή δομής που επιφέρει στη μεταφυσική τόσο του Πλάτωνος όσο και του Αριστοτέλη, μεταβολή η οποία οδηγεί σε αποτελέσματα που, από πολλές απόψεις, είναι επαναστατικά.

Είναι βέβαιο ότι στον Πλάτωνα βρίσκονται προπλωτινικά σπέρματα σκέψης, και ότι στην κατοπινή ιστορία του Πλατωνισμού και του Νεοπυθαγορισμού τα στοιχεία αυτά —όπως έχουμε δει— έχουν εξελιχθεί σημαντικά· αλλά ο Πλωτίνος προχωρεί πολύ πέρα από αυτά, διότι από τα σπέρματα αυτά ανέρχεται σε μια πραγματική και πλήρη συστηματική και δομική επανίδρυση της κλασικής μεταφυσικής.

Η έσχατη αρχή του πραγματικού, για τον Αριστοτέλη, ήταν η οὐσία και η νόηση του Ακινήτου Κινούντος.
Για τον Πλωτίνο, αντιθέτως, η αρχή είναι ακόμη υπερβατικότερη: είναι το Ἕν, το οποίο βρίσκεται «πέρα από το είναι και την ουσία» και «πέρα από τον νοῦ». Το Ἕν είναι υπόσταση που υπερβαίνει το ίδιο το Είναι και τον ίδιο τον Νοῦ.
Με αυτή την έννοια, ο Πλωτίνος αναλαμβάνει και οδηγεί στα έσχατα όρια τον κεντρικό πυρήνα των «Ἀγράφων Δογμάτων» του Πλάτωνα, τα οποία, όπως είδαμε στον τρίτο τόμο, λειτουργούν προαναγγελτικά της πλωτινικής σκέψης.


Ας δούμε το συλλογισμό με τον οποίο ο Πλωτίνος θεμελιώνει αυτή τη θέση, σύμφωνα με την οποία το Ἕν είναι το θεμέλιο και η απόλυτη αρχή.

2 «Κάθε τι υπάρχει χάρη στην ενότητα»
Κάθε ον, με την έσχατη σημασία του όρου, είναι τέτοιο μόνο χάρη στην «ενότητα». Αν η ενότητα διαρραγεί, παύει να υφίσταται το ίδιο το πράγμα. Η ύπαρξη του πράγματος εξαρτάται λοιπόν από την ενότητά του: αν την αφαιρέσει κανείς, αφαιρεί το ίδιο το είναι του πράγματος.

Ο Πλωτίνος γράφει:

Όλα τα όντα οφείλουν το είναι τους στο Ένα, τόσο εκείνα που είναι πρώτα, όσο κι εκείνα που συγκαταλέγονται μεταξύ των όντων λόγω κάποιου γνωρίσματος που τους αποδίδεται. Εξάλλου, τι θα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε πράγμα, αν δεν ήταν ένα; Διότι, αν το στερήσεις από το ένα που του αποδίδεται, δεν θα ήταν πλέον αυτό που είναι. Για παράδειγμα, ένας στρατός δεν θα υπήρχε καν αν δεν ήταν ένας, και το ίδιο ισχύει για έναν χορό ή για ένα κοπάδι. Αλλά ούτε ένα σπίτι ούτε ένα πλοίο θα υπήρχαν, αν δεν διέθεταν ενότητα· διότι και το ένα και το άλλο είναι ένα, και αν έχαναν αυτή την ενότητά τους, δεν θα ήταν πλέον ούτε σπίτι ούτε πλοίο. Ούτε οι συνεχείς εκτάσεις θα μπορούσαν να υπάρχουν, αν το Ένα δεν τους παραχωρούσε τη μετοχή του. Όμως, όταν διαιρούνται, στον βαθμό που χάνουν την ενότητά τους, μεταβάλλουν το είναι τους. Για παράδειγμα, αν τα σώματα των ζώων και των φυτών, το καθένα μέσα στη δική του ενότητα, ξεφεύγοντας από αυτήν, διαλυθούν στο πολλαπλό, χάνουν την αρχική τους ουσία και δεν είναι πλέον αυτό που ήταν: μετατρέπονται σε διαφορετικά όντα, τα οποία όμως, εφόσον υπάρχουν, είναι κι αυτά ενιαία. Επιπλέον, και η υγεία υπάρχει όταν το σώμα βρίσκει μια ενιαία αρμονία, και το ίδιο ισχύει για την ομορφιά, η οποία είναι παρούσα όσο η φύση του ενός συγκρατεί τα μέρη. Και η αρετή της Ψυχής βρίσκεται όταν υπάρχει μια τάση προς το ένα και όταν επιτυγχάνει την ενοποίηση μέσα σε μια συνεκτική ενότητα.

Ας αναρωτηθούμε τώρα —αφού διαπιστώσαμε ότι το είναι των όντων εξαρτάται από την ενότητά τους— από πού κατάγεται περαιτέρω αυτή η ενότητα.
Ο Πλωτίνος παρατηρεί τα εξής: όλα τα φυσικά όντα λαμβάνουν την ενότητά τους από την Ψυχή (όπως θα φανεί παρακάτω), η οποία είναι ακριβώς η δραστηριότητα που πλάθει, μορφοποιεί και συντονίζει όλα τα αισθητά πράγματα και, υπό αυτή την έννοια, αποτελεί αιτία και θεμέλιο της ενότητάς τους.

3 Η Ψυχή δίνει ενότητα στα πράγματα, αλλά η ίδια λαμβάνει την ενότητά της από τον «Νου»


Θα πούμε, λοιπόν, ότι η ίδια η Ψυχή είναι η ενότητα, ή θα πούμε, μάλλον, ότι η ψυχή παρέχει την ενότητα, αλλά δεν ταυτίζεται με την ενότητα, και ότι, επομένως, αντλεί η ίδια την ενότητά της από κάτι περαιτέρω; Η απάντηση του Πλωτίνου είναι απολύτως σαφής: υπάρχουν διαφορετικοί βαθμοί ενότητας· η Ψυχή έχει έναν βαθμό ενότητας ανώτερο από εκείνον των σωμάτων, αλλά δεν είναι η ίδια η ενότητα.

Από τα πράγματα στα οποία αποδίδεται ενότητα, το καθένα είναι ένα ανάλογα με τον βαθμό τού είναι που έχει, έτσι ώστε όσο λιγότερο είναι διαθέτουν, τόσο λιγότερη ενότητα έχουν, και όσο περισσότερη ενότητα έχουν, τόσο περισσότερο είναι κατέχουν. Και έτσι, ακόμη και η ψυχή —αν και είναι κάτι άλλο σε σχέση με το Ένα— έχει τόσο περισσότερη ενότητα, όσο περισσότερο κατέχει το είναι σε ανώτερο και πληρέστερο βαθμό. Η ψυχή, ωστόσο, δεν είναι το ίδιο το Ένα. Είναι βεβαίως μία, αλλά κατά κάποιον τρόπο έχει το Ένα ως ιδιότητα· επομένως το Ένα και η Ψυχή είναι δύο πραγματικότητες, ακριβώς όπως το Ένα και το σώμα. Μόνο που, σε σχέση με το Ένα, αυτό που αποτελείται από διαχωρίσιμα μέρη —όπως, για παράδειγμα, ένας χορός— είναι ό,τι πιο απομακρυσμένο υπάρχει, ενώ αυτό που είναι συνεχές βρίσκεται πιο κοντά σε Αυτό. Η Ψυχή, αντίθετα, βρίσκεται ακόμη πιο κοντά στο Ένα, εφόσον έχει κι αυτή κάτι κοινό μαζί Του.

Αν, όμως, από το γεγονός ότι η Ψυχή χωρίς το Ένα δεν θα ήταν ψυχή, θελήσει κανείς να συμπεράνει ότι ταυτίζεται με το Ένα, θα έπεφτε πρώτα απ’ όλα στην αντίρρηση ότι και κάθε ένα από τα άλλα όντα υπάρχει επειδή συνοδεύεται από το «είναι ένα», αλλά παρ’ όλα αυτά παραμένει διακεκριμένο από το Ένα· διότι το Ένα και τα σώματα δεν ταυτίζονται, αφού το σώμα μετέχει στο Ένα. Δεύτερον, θα μπορούσε κανείς να αντιτάξει ότι η Ψυχή είναι πολλαπλή και μία ταυτόχρονα, παρόλο που δεν αποτελείται από μέρη· μέσα της, πράγματι, υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός δυνάμεων, όπως η λογική, η επιθυμία και η μάθηση, τις οποίες το Ένα συνδέει σαν με έναν δεσμό. Με αυτό τον τρόπο η ψυχή, χάρη στην ενότητά της, μεταδίδει σε άλλα όντα την ενότητα, την οποία, άλλωστε, και η ίδια κατέχει επειδή την έλαβε από κάποιο άλλο.

Επομένως, η Ψυχή εισάγει στον φυσικό κόσμο την ενότητα, αλλά την λαμβάνει η ίδια από εκείνο που βρίσκεται πάνω από αυτήν, δηλαδή από τον Νου, από τη Διάνοια και από το Είναι.

4 Ακόμη και ο «Νους» εμπεριέχει πολλαπλότητα και δεν ταυτίζεται με την Ενότητα

Σε αυτό το σημείο επανεμφανίζεται το ίδιο πρόβλημα που τέθηκε ήδη σχετικά με την Ψυχή: το Ένα ταυτίζεται με το Είναι και με τη Νοημοσύνη, δηλαδή με τον Νου;
Η απάντηση, και σε αυτή την περίπτωση, είναι αρνητική. Το Είναι και ο Νους, όσο κι αν έχουν έναν ανώτερο βαθμό «ενότητας» σε σχέση με την Ψυχή, δεν είναι το Ένα, διότι εμπεριέχουν πολλαπλότητα: τη δυαδικότητα του «σκεπτομένου» και του «σκεπτομένου αντικειμένου», καθώς και την πολλαπλότητα των Ιδεών, δηλαδή το σύνολο των νοητών πραγματικοτήτων.

Το ακόλουθο απόσπασμα διευκρινίζει γιατί η Νοημοσύνη δεν μπορεί να θεωρηθεί ως το Πρώτο Αρχέγονο:
Η ύπαρξη της Νοημοσύνης συνίσταται κατ’ ανάγκην στο να σκέπτεται, και, στην ύψιστη έκφρασή της, δεν στρέφεται προς κάτι έξω από αυτήν, αλλά απευθείας προς εκείνο που προηγείται από αυτήν· με αυτόν τον τρόπο, καθώς επιστρέφει προς τον εαυτό της, επιστρέφει στήν αρχική αρχή. Καθόσον η ίδια η Νοημοσύνη είναι ταυτόχρονα σκεπτόμενη και σκεπτόμενη πραγματικότητα, θα είναι διπλή και όχι απλή —και με αυτό αποκλείεται το ενδεχόμενο να είναι το Ένα.
Στρέφοντας το βλέμμα της προς κάτι άλλο, χωρίς αμφιβολία θεωρεί εκείνο που είναι ανώτερο και πιο πρωταρχικό σε σχέση με αυτήν· και έπειτα, στρεφόμενη προς τον εαυτό της και ταυτόχρονα προς εκείνο που είναι ανώτερο, τοποθετείται έτσι στη δεύτερη βαθμίδα. Πρέπει οπωσδήποτε να παραδεχθούμε μια τέτοια Νοημοσύνη, η οποία είναι ικανή να βρίσκεται ταυτόχρονα ενώπιον του Αγαθού και του Πρώτου προς το οποίο στρέφεται, χωρίς, από την άλλη, να εγκαταλείπει τον εαυτό της και να παύει να σκέπτεται και να σκέπτεται τον εαυτό της ως το σύνολο όλων των πραγμάτων.
Σε κάθε περίπτωση, η πολυειδής φύση της διακρίνεται σαφώς από το Ένα.


5 Η αρχή της ενότητας είναι το «Ένα καθαυτό»

Η «ρίζα της ενότητας», επομένως, είναι κάτι που υπερβαίνει και τον ίδιο τον Νου, κάτι απολύτως απαλλαγμένο από κάθε μορφή πολλαπλότητας· είναι το Ένα καθαυτό.

Ορίστε ακόμη ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:
Για τον λόγο αυτό η αιτία του αισθητού κόσμου δεν θα μπορούσε να είναι η ίδια ένας αισθητός κόσμος, αλλά πρέπει να είναι Νοημοσύνη και νοητός κόσμος. Ακόμη πριν από αυτόν, όμως, η αιτία που τον παρήγαγε δεν μπορεί να είναι ούτε η Νοημοσύνη ούτε ένας νοητός κόσμος, αλλά κάτι απλούστερο και από το ένα και από το άλλο. Το πολλαπλό δεν προέρχεται από το πολλαπλό, αλλά αυτό το είδος της πολλαπλότητας προέρχεται από το μη-πολλαπλό· πράγματι, αν και αυτό ήταν πολλαπλό, δεν θα ήταν πλέον το πρώτο αρχέγονο. Πρέπει, επομένως, να σταθούμε σε εκείνο που είναι πραγματικά ανώτερο και που δεν εξαρτάται ούτε από καμία πολλαπλότητα ούτε από καμία συνηθισμένη απλότητα, διότι είναι απολύτως απλό. (Εννεάδες, V, 3, 16· πρβλ. επίσης III, 8, 10.)

Συμπερασματικά: αναζητώντας το θεμέλιο των πραγμάτων, δηλαδή την ενότητα, είμαστε αναγκασμένοι να ανυψωθούμε από τον φυσικό κόσμο προς την Ψυχή (που είναι η κατώτερη υπόσταση), κατόπιν από την Ψυχή (η οποία «έχει» αλλά δεν «είναι» ενότητα) προς τον Νου (που είναι η δεύτερη υπόσταση), και από τον Νου (ο οποίος έχει ενότητα ακόμη υψηλότερη από εκείνη της ψυχής, αλλά είναι κι αυτός πολλαπλός) προς μία περαιτέρω αρχή, απολύτως απλή: το Ένα, που είναι η πρώτη υπόσταση, την «Ανυπόθετον Αρχήν», το Απόλυτο.


Ας δούμε τώρα, με τρόπο πιο ακριβή, πώς ο Πλωτίνος εννοεί αυτό το Ένα.


Συνεχίζεται με: II. ΤΟ ἝΝΑ ΩΣ ἈΠΟΛΥΤΗ ἈΡΧΗ

Giovanni Reale - ΠΛΑΤΩΝ (94)

Συνέχεια από: Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2025

Giovanni Reale
ΠΛΑΤΩΝ
XV
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ

ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ
ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ
ΠΟΥ ΣΗΜΕΡΑ ΑΝΑΔΥΟΝΤΑΙ
ΣΤΟ ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ

Η «ερμηνευτική» εμβέλεια του πλατωνικού διαλόγου και η διαλεκτική δομή της «ερώτησης» και της «απάντησης»

ΟΠΩΣ ΕΙΔΑΜΕ ΠΑΡΑΠΑΝΩ, ο Πλάτωνας παρουσίασε, με τον δικό του τρόπο, μια «υπεράσπιση» της γραφής έναντι των επικριτών της και μάλιστα εμφανίστηκε ως δάσκαλος της τέχνης του γράφειν, υποδεικνύοντας τους κανόνες της γραφής με βάση τη διαλεκτική. Ωστόσο, τοποθέτησε με τρόπο απολύτως σαφή το ίδιο το φιλοσοφείν πάνω από το γράφειν.

Λέγεται, όμως, ότι χωρίς τη γραφή ο Πλάτωνας δεν θα μπορούσε να μεταδώσει τα εξαιρετικά μηνύματα που μετέφερε με τους γραπτούς διαλόγους του.

Η πρώτη απάντηση σε αυτή την αντίρρηση είναι η εξής: τα ίδια αυτά μηνύματα των γραπτών διαλόγων, με τον ιδιαίτερο τρόπο και τη δομική μορφή με την οποία παρουσιάζονται, αποδεικνύονται από πολλές απόψεις επαναστατικά στον ίδιο τον χώρο της γραφής. Αυτό οφείλεται σε εκείνη τη θαυμαστή «εικόνα» του διαλόγου, η οποία αναπαράγει γραπτώς το «πρότυπο» της προφορικότητας, τόσο στη δυναμική της εξέλιξης, όσο και στις πολυάριθμες και συχνές διασταυρούμενες αναφορές σε ό,τι υπερβαίνει την εικόνα και παραπέμπει στο ίδιο το πρότυπο, δηλαδή στην προφορικότητα καθαυτή.
Με άλλα λόγια: ο πλατωνικός διάλογος προαναγγέλλει, από ορισμένες απόψεις, τη σύγχρονη «ερμηνευτική».

Στο σημείο αυτό είχε ήδη στρέψει την προσοχή ο Gadamer με ιδιαίτερα μετρημένες και εύστοχες παρατηρήσεις (Gadamer, Αλήθεια και Μέθοδος, ιδίως στις σελίδες 418-437).

Στη θεμελιώδη ερμηνευτική κατάσταση, η «ερώτηση» έχει καίρια σημασία. Κάθε γνωστική εμπειρία καθίσταται δυνατή μόνο μέσω της υποβολής ερωτήσεων, δηλαδή μέσω της διερώτησης για το αν τα πράγματα είναι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Συνεπώς, η λογική δομή της «ανοιχτότητας» που χαρακτηρίζει την ερμηνευτική συνείδηση συμπίπτει με την ίδια τη δομή της ερώτησης αν το πράγμα είναι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.

Σε τι συνίσταται, λοιπόν, η «ερώτηση»;


Η ερώτηση υποδεικνύει, χάρη στον ορθό τρόπο με τον οποίο τίθεται, το νόημα ή την κατεύθυνση μέσα από την οποία μπορεί να βρεθεί η απάντηση. Επομένως, η ερώτηση «μετατοπίζει» το αντικείμενο της ερώτησης σε μια συγκεκριμένη προοπτική και, ως εκ τούτου, δίνει σε αυτό το αντικείμενο ένα «νόημα», σύμφωνα με το ίδιο το νόημα που θέτει η ερώτηση.

Ο Gadamer αναδεικνύει έτσι την ουσιώδη ερμηνευτική σημασία της «ερώτησης» στα πλατωνικά κείμενα:
«Μία από τις μεγάλες διαισθήσεις (διαπιστώσεις) που βρίσκουμε στην πλατωνική παρουσίαση του Σωκράτη είναι ότι, αντίθετα προς κάθε κοινή αντίληψη, το να ρωτά κανείς είναι δυσκολότερο από το να απαντά. Όταν οι συνομιλητές του σωκρατικού διαλόγου, αμήχανοι μπροστά στην ανάγκη να απαντήσουν στις πιεστικές ερωτήσεις του Σωκράτη, επιθυμούν να αντιστρέψουν τους ρόλους και διεκδικούν για τον εαυτό τους τον, κατά τη γνώμη τους, πιο πλεονεκτικό ρόλο του ερωτώντος, τότε ακριβώς αποτυγχάνουν πλήρως. Πίσω από αυτή την κωμική κίνηση του πλατωνικού διαλόγου κρύβεται η κριτική διάκριση ανάμεσα στον αυθεντικό και στον μη αυθεντικό λόγο. Όποιος στον λόγο δεν επιδιώκει να διεισδύσει στην ουσία του προβλήματος αλλά μόνο να έχει δίκιο, θα θεωρήσει φυσικά το να ρωτάς ευκολότερο από το να απαντάς. Γιατί το να ρωτάς δεν εμπεριέχει τον κίνδυνο να συναντήσει κανείς μια ερώτηση στην οποία δεν γνωρίζει την απάντηση. Όμως η προαναφερθείσα αντιστροφή και η αποτυχία που τη συνοδεύει δείχνουν ότι, στην πραγματικότητα, αυτός που πιστεύει πως γνωρίζει περισσότερα δεν είναι ικανός να ρωτά. Για να μπορεί κανείς να ρωτά πρέπει να θέλει να γνωρίζει, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να γνωρίζει πως δεν γνωρίζει. Στην εναλλαγή των ρόλων μεταξύ ερωτώντος και ερωτώμενου, μεταξύ γνώσης και άγνοιας, που μας εκθέτει ο Πλάτωνας, αναδεικνύεται ο προκαταρκτικός χαρακτήρας της ερώτησης έναντι κάθε αληθινής γνώσης και κάθε αληθινού διαλόγου. Ένας διάλογος που επιδιώκει να φωτίσει το πράγμα πρέπει να ανοίξει τον δρόμο προς αυτό μέσω της ερώτησης»(Gadamer, Αλήθεια και Μέθοδος, 419-420).

Ο Gadamer παραπέμπει ως παράδειγμα στον Πρωταγόρα, αλλά το ίδιο ισχύει και για τον Γοργία: πρόκειται για τους δύο διαλόγους όπου το θέμα αυτό τίθεται και αναπτύσσεται με τρόπο άρτιο και ολοκληρωμένο, είτε σε κωμικό (στον πρώτο) είτε σε τραγικό (στον δεύτερο) τόνο.

Ο Gadamer διευκρινίζει περαιτέρω ότι η ερώτηση απαιτεί μια ανοιχτή διάθεση, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να τίθεται με συγκεκριμένο και προσδιορισμένο τρόπο, σύμφωνα με έναν ορισμένο ορίζοντα:
«Ακόμη και η διατύπωση μιας ερώτησης μπορεί συνεπώς να είναι σωστή ή λανθασμένη, αναλόγως αν περιλαμβάνει ή όχι το πεδίο αυτού που είναι πραγματικά ανοιχτό. Λανθασμένη θα είναι, λοιπόν, η ερώτηση που δεν φτάνει σε αυτό που είναι ανοιχτό αλλά το συγκαλύπτει με την υιοθέτηση ψευδών προϋποθέσεων. Εμφανίζεται με τον χαρακτήρα μιας φαινομενικής ανοιχτότητας και δυνατότητας απόφασης. Αλλά εκεί όπου το αντικείμενο της ερώτησης δεν ορίζεται σωστά σε σχέση με τις πραγματικές προϋποθέσεις μέσα στις οποίες εντάσσεται, δεν μπορεί να υπάρξει αληθινή ανοιχτότητα και επομένως δεν υπάρχει πεδίο για πραγματική απόφαση»(Gadamer, Αλήθεια και Μέθοδος, 420).

Εάν διαβάσουμε εκ νέου τους πλατωνικούς διαλόγους υπό αυτό το πρίσμα, θα διαπιστώσουμε ότι αποτελούν πρότυπο της ερμηνευτικής τεχνικής της ερώτησης· μιας τεχνικής που εφαρμόζεται και εκτίθεται με τρόπο υποδειγματικό.
Η διαλεκτική στην αρχική της σημασία, και σε κάθε περίπτωση στο βασικό της επίπεδο, συνίσταται ακριβώς στην τέχνη του να θέτει κανείς ερωτήσεις, διατηρώντας σταθερά την ερώτηση: τη σωστή κατεύθυνση, την ανοιχτότητά της και την οριοθέτησή της.
Ο διάλογος όμως προχωρεί μέσω ερωτήσεων και απαντήσεων. Και ποιο είναι, από ερμηνευτική άποψη, το νόημα των βραχυλογικών —και ενίοτε μονοσύλλαβων— απαντήσεων που συναντούμε σε πολλούς πλατωνικούς διαλόγους;

Ο Gadamer απαντά:

«Ο διάλογος έχει αναγκαστικά τη δομή της ερώτησης και της απάντησης. Η πρώτη προϋπόθεση της τέχνης του διαλόγου είναι ο συνομιλητής να μπορεί πάντοτε να τον παρακολουθεί. Αυτό φαίνεται υπερβολικά καθαρά στο συνεχές “ναι” των συνομιλητών στους πλατωνικούς διαλόγους. Το θετικό στοιχείο αυτής της μονοτονίας είναι η εσωτερική συνέπεια με την οποία προχωρεί στο διάλογο η ανάπτυξη του επιχειρήματος. Το να διεξάγει κανείς διάλογο σημαίνει να υποτάσσει τον εαυτό του στην καθοδήγηση του αντικειμένου που έχουν θέσει ως στόχο οι συνομιλητές. Ο διάλογος απαιτεί να μην υποτιμά κανείς τους λόγους του συνομιλητή, αλλά να τους αξιολογεί ως προς τη νοηματική τους βαρύτητα. Η διαλεκτική είναι λοιπόν η τέχνη της δοκιμασίας»(Gadamer, Αλήθεια και Μέθοδος, 428).

Σε μία συνέντευξη που μου παραχώρησε ο ίδιος ο Gadamer τον Σεπτέμβριο του 1996, διευκρινίζει ακόμη περισσότερο το νόημα αυτών των βραχυλογικών απαντήσεων, που πολλοί αναγνώστες θεωρούν μάλιστα ενοχλητικές:
«Από τη δική μου οπτική, ο Πλάτωνας με γοήτευε πάντα —και σε αυτόν νιώθω πολύ κοντά— επειδή επέμενε διαρκώς στη διαλεκτική της ερώτησης και της απάντησης. Θυμάμαι μια συζήτηση με έναν δημοσιογράφο και ευφυή συνάδελφο, ο οποίος παραπονιόταν ότι οι άλλοι χαρακτήρες στους πλατωνικούς διαλόγους λένε μόνο “ναι”, “όχι”, “ίσως” κ.λπ., και τίποτε άλλο. Του είπα τότε: ναι, αυτές οι απαντήσεις μπορεί κανείς λίγο–πολύ να τις αντικαταστήσει, αλλά αυτό ανήκει στην τεχνική των διαλόγων. Πρόκειται για μια τεχνική που και το νέο ενδιαφέρον για τη μορφή του διαλόγου αρχίζει να ανακτά. Ίσως είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς αυτή την τεχνική στους άλλους χαρακτήρες, με λίγες εξαιρέσεις· συνήθως, ωστόσο, πρόκειται για μια τεχνική κρυμμένης διδασκαλίας του Πλάτωνα». [Αυτή η συνέντευξη, που δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στη σελίδα πολιτισμού της εφημερίδας Sole 24 Ore, στις 6 Οκτωβρίου 1996, επανεκδόθηκε από εμένα ως Παράρτημα XI στην εικοστή έκδοση του έργου μου Per una nuova interpretazione di Platone... (το κείμενο αναφέρεται στη σελίδα 849) και από τον G. Girgenti στο βιβλίο La nuova interpretazione di Platone. Ένας διάλογος του Hans-Georg Gadamer με τη Σχολή της Τυβίγγης και του Μιλάνου και άλλους μελετητές (Τυβίγγη, 3 Σεπτεμβρίου 1996), Εισαγωγή του H.-G. Gadamer, Πρόλογος, μετάφραση από τα γερμανικά και σημειώσεις του G. Girgenti, Rusconi Milano 1998 (το ίδιο κείμενο στο βιβλίο του Girgenti βρίσκεται στις σελίδες 131-132).]

Πέρα όμως από αυτές τις ακριβείς παρατηρήσεις του Gadamer, έχω εντοπίσει και ένα άλλο, εξίσου σημαντικό στοιχείο της ερμηνευτικής που συναντάμε στον Πλάτωνα: τον «ερμηνευτικό κύκλο», για τον οποίο πρέπει τώρα να μιλήσουμε.