Συνέχεια από Kυριακή 21. Δεκεμβρίου 2025
Ο «Νεοπλατωνισμός» του Βασιλείου: Το υπόβαθρο και η φύση του 3John M. Rist
ii. Πορφύριος και Βικτωρίνος
Πριν εγκαταλείψουμε τους Λατίνους, έστω και προσωρινά, οφείλουμε να εξετάσουμε ένα ακόμη έργο, πολύ πιο επιδραστικό, το οποίο ανάγεται κατά πάσα πιθανότητα σε κάπως μεταγενέστερη περίοδο από τις κεραυνοβόλες επιθέσεις του Αρνόβιου και του Λακτάντιου, αλλά εντούτοις πρέπει να χρονολογηθεί εντός του πρώτου τετάρτου του τετάρτου αιώνα. Είναι ωστόσο σκόπιμο να το εξετάσουμε στο παρόν πλαίσιο, διότι, επιβεβαιώνοντας ότι και το σχόλιο του Καλκιδίου στον Τίμαιο είναι επίσης απαλλαγμένο από αυστηρά νεοπλατωνικές επιρροές —είτε του Πλωτίνου είτε του Πορφυρίου— καθαρίζουμε το έδαφος στη λατινική Δύση. Μπορούμε τότε να υποστηρίξουμε ότι, πλην ορισμένων φιλοσοφικά ασήμαντων αναφορών στον Πορφύριο στον Φιρμίκιο Μάτερνο,³⁶ πρέπει να αναμένουμε το έργο του Μάριου Βικτωρίνου —κυρίως τα θεολογικά του συγγράμματα κατά των Αρειανών και τη μετάφραση ορισμένων βιβλίων των Πλατωνικών στα λατινικά— προκειμένου να εντοπίσουμε ουσιαστικά ίχνη της επιρροής του Πορφυρίου (πόσο μάλλον του Πλωτίνου) στη Δύση κατά τον τέταρτο αιώνα.
Όσον αφορά κατ’ αρχάς τον Βικτωρίνο: οι χρονολογίες των αντιαρειανικών πραγματειών μπορούν να τοποθετηθούν μεταξύ 357 και 363.³⁷ Η χρονολόγηση της μετάφρασης των libri platonicorum³⁸ παραμένει αβέβαιη,³⁹ αλλά το 350 αποτελεί μια εύλογη προσέγγιση.
Δεν έχει ακόμη αποδειχθεί ότι οι libri platonicorum περιελάμβαναν έργα του Πορφυρίου.⁴⁰ Μεγάλο μέρος αυτού που έχει προταθεί ως πορφυριανό υλικό στον πρώιμο Αυγουστίνο είναι πράγματι πορφυριανό, αλλά εξίσου πλωτινικό και συχνά γενικότερα «πλατωνικό». Και είναι ο Πλωτίνος, όχι ο Πορφύριος, τον οποίο μνημονεύει ο Αυγουστίνος στα σχετικά του συγγράμματα πριν από το έτος 400. Εάν μια τέτοια ανάγνωση των τεκμηρίων είναι ορθή, και εφόσον ο Πορφύριος δεν υπήρξε διαμορφωτική επιρροή για τον Αυγουστίνο σε αυτό το στάδιο της σταδιοδρομίας του,⁴¹ τότε μπορούν να διατυπωθούν γενικότερες προτάσεις σχετικά με τις νεοπλατωνικές επιρροές στη Δύση πριν από το 400.
Περί αυτήν ακριβώς τη χρονολογία, ωστόσο, ο Πορφύριος καθίσταται σημαντικός για τον Αυγουστίνο, διότι στο De consensu evangelistarum ο Αυγουστίνος έχει κατά νου την επίθεση του Πορφυρίου κατά της συνοχής των Ευαγγελίων στο Κατὰ Χριστιανῶν. Στο μεταγενέστερο έργο Πολιτεία του Θεού, ο Πορφύριος εμφανίζεται σάν τόν εξέχοντα και συχνά ως ο κατεξοχήν αντιχριστιανός πολεμιστής, ως «θεολογικός» συγγραφέας καθαυτόν, ιδίως λόγω του De regressu animae,⁴² και, τέλος, ως ένας πρόσφατα σημαντικός Πλατωνικός, τον οποίο μπορεί κανείς να αντιπαραθέσει στον Πλωτίνο.⁴³
Ο Πορφύριος αποτελεί πράγματι μία μείζονα πηγή για τον Βικτωρίνο,⁴⁴ αλλά τα συγγράμματά του δεν άσκησαν ουσιαστική επιρροή στον Αυγουστίνο πριν από το 400· και ακόμη και τότε, οι προβληματισμοί του Αυγουστίνου, τουλάχιστον σε πρώτη φάση, διέφεραν σημαντικά από εκείνους του Βικτωρίνου. Παρά την εξέχουσα θέση του στη Ρώμη μετά τον θάνατο του Πλωτίνου, ο Πορφύριος φαίνεται ότι άσκησε εκπληκτικά μικρή άμεση φιλοσοφική επίδραση. Προς υποστήριξη αυτής της διαπίστωσης θα επανέλθουμε σύντομα στο ζήτημα του Καλκιδίου· προηγουμένως, ωστόσο, πρέπει να αντιμετωπισθούν δύο ερωτήματα, αμφότερα εκ των οποίων απαιτούν και μπορούν να λάβουν απάντηση.
Πρώτον, υπό το φως της προγενέστερης αμέλειας απέναντι στον Νεοπλατωνισμό, τι ήταν εκείνο που εξαρχής προσέλκυσε την προσοχή του Βικτωρίνου στον Πορφύριο και, ίσως μέσω αυτού, στον Πλωτίνο; Δεύτερον, υπάρχει ιστορική εξήγηση για τη σιωπή που πράγματι περιβάλλει τον Πορφύριο στο πρώτο ήμισυ του τετάρτου αιώνα στη Δύση;
Μία πιθανή απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι η εξής: η ενασχόληση του Βικτωρίνου με τον Πορφύριο υπήρξε πρωτίστως και κατ’ αρχάς αποτέλεσμα της δραστηριότητάς του ως ερμηνευτή και σχολιαστή των λογικών έργων του Αριστοτέλη.⁴⁵ Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς, σε αυτό το πλαίσιο, ότι σύμφωνα με τον Ιερώνυμο⁴⁶ τα συγγράμματα του Βικτωρίνου κατά του Αρείου είναι συντεταγμένα «κατὰ διαλεκτικὸν τρόπον» (more dialectico): δηλαδή κατά τον αριστοτελικό τρόπο, τον οποίο οι Ορθόδοξοι ισχυρίζονταν επίσης ότι διέκριναν στα έργα των υστερότερων Αρειανών Αετίου και Ευνομίου.⁴⁷ Πάνω απ’ όλα, ο αριστοτελισμός των αντιαρειανικών συγγραμμάτων του Βικτωρίνου είναι ο αριστοτελισμός του σχολιαστή των Κατηγοριῶν και του μεταφραστή της Εἰσαγωγῆς (Isagoge) του Πορφυρίου στις Κατηγορίες. Από τη λογική του Πορφυρίου στη φιλοσοφία του Πορφυρίου το βήμα μπορεί να είναι μικρό.
Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα — γιατί υπάρχει τόσο μικρό ίχνος του Πορφυρίου στη Δύση από τον χρόνο του θανάτου του έως την εποχή του Βικτωρίνου; — η απάντηση που μπορούμε να δώσουμε είναι εύλογη, αλλά δεν μπορεί να διεκδικήσει αποδεικτική βεβαιότητα. Ωστόσο, ένα σημαντικό γεγονός συχνά παραβλέπεται: τα συγγράμματα του Πορφυρίου καταδικάστηκαν στην πυρά από τον Κωνσταντίνο. Δεν διαθέτουμε λεπτομέρειες για το τι ακριβώς συνέβη, και η χρονολογία της καταδίκης δεν είναι σαφής· όμως το γεγονός είναι αδιαμφισβήτητο και μπορεί να προταθεί μία πιθανή χρονολόγηση.
Περί το έτος 333 ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος έγραψε τα εξής, καλώντας στην καταστροφή των συγγραμμάτων του Αρείου:⁴⁸
«Επειδή ο Άρειος μιμήθηκε ασεβείς και ανόσιους ανθρώπους, είναι δίκαιο να υποστεί την ίδια ατίμωση. Γι’ αυτό, όπως ο Πορφύριος, εκείνος ο εχθρός της ευσέβειας, επειδή συνέγραψε ασεβή συγγράμματα κατά της Θρησκείας, έλαβε δίκαιη ανταπόδοση, η οποία τον στιγμάτισε στο εξής με ατιμία, και τα ασεβή του έργα καταστράφηκαν…, έτσι και εγώ διατάσσω το εξής: αν κάποιος βρεθεί να αποκρύπτει βιβλίο συνταγμένο από τον Άρειο και δεν το προσκομίσει αμέσως για να καεί, η ποινή για αυτό το αδίκημα θα είναι ο θάνατος…» (ελαφρώς προσαρμοσμένο από τον Stevenson).
Ο Κωνσταντίνος αναφέρει επίσης, στο τμήμα της επιστολής που δεν παρατέθηκε εδώ, ότι ο σκοπός της καταστροφής των συγγραμμάτων του Αρείου δεν είναι απλώς η καταστολή των «διεφθαρμένων δογμάτων» του, αλλά το «να μη μείνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο καμία ανάμνησή του». Ευλόγως μπορεί να υποτεθεί ότι επιδίωξε να επιτύχει το ίδιο αποτέλεσμα και στην περίπτωση του Πορφυρίου — και, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, προτείνω ότι το πέτυχε· και αν αυτή ήταν πράγματι η πρόθεσή του, τότε προφανώς δεν καταδικάστηκε μόνο το Κατὰ Χριστιανῶν. Η πιθανότερη χρονολογία για μία τέτοια ενέργεια είναι σχεδόν βέβαια το 324, την εποχή που ο Κωνσταντίνος είχε μόλις ολοκληρώσει τη χριστιανική του σταυροφορία κατά του Λικινίου στην Ανατολή.
Εάν αυτή η υπόθεση είναι ορθή, μας επιτρέπει να εξηγήσουμε μεγάλο μέρος της σιωπής γύρω από τον Πορφύριο στο πρώτο ήμισυ του τετάρτου αιώνα: ήταν φρόνιμο να αποκρύπτει κανείς τη γνώση των έργων του.
Παρατηρήστε τον χρονισμό των αντι-πορφυριανών συγγραμμάτων: ο Μεθόδιος προφανώς κατά την πρώτη δεκαετία του τετάρτου αιώνα, δηλαδή πολύ σύντομα μετά τη συγγραφή του Κατὰ Χριστιανῶν· ο Ευσέβιος με το Κατὰ Πορφυρίου σε 25 βιβλία⁴⁹ περίπου την ίδια εποχή, καθώς και με την Προπαρασκευή Ευαγγελική, την Απόδειξη Ευαγγελική και την Εκκλησιαστική Ιστορία (τουλάχιστον στη μορφή της που περιέχει τη διαβόητη αναφορά στον Πορφύριο στο 6.19.8) όχι πολύ μετά το 310.⁵⁰ Μετά από αυτό, δεν φαίνεται να υπάρχει πλέον ανάγκη περαιτέρω αντικρούσεως του Πορφυρίου, και το έργο των fidei defensores (υπερασπιστών της πίστεως), δηλαδή του Μεθοδίου και του Ευσεβίου, εδραιώνεται σε σταθερή βάση μέσω της απαγόρευσης των συγγραμμάτων του Πορφυρίου. Το έργο αυτό χρειάστηκε να επαναληφθεί — μπορούμε να εικάσουμε — μόνο μετά τη βασιλεία του Ιουλιανού, ο οποίος θεωρούσε τον Πορφύριο όχι βεβαίως ως τον αγαπημένο του φιλόσοφο, αλλά τουλάχιστον ως μία σημαντική μορφή της μεγάλης φιλοσοφικής παραδόσεως.⁵¹ Έτσι προέκυψαν νέες αντικρούσεις: πρώτα από τον Απολλινάριο Λαοδικείας (περ. 370), κατόπιν από τον Φιλοστόργιο (περ. 425), και αργότερα νέες καταδίκες από τον Θεοδόσιο Β΄ και τον Ιουστινιανό.
Αυτή υπήρξε η επίσημη τύχη των συγγραμμάτων του Πορφυρίου. Τι γνωρίζουμε όμως για τον ίδιο τον άνθρωπο; Πέρα από την έμμεση αναφορά του Κωνσταντίνου στη «δέουσα ανταπόδοσή» του, βρισκόμαστε σχεδόν στο απόλυτο σκοτάδι. Σύμφωνα με τον Ευνάπιο, πέθανε σε προχωρημένη ηλικία και, όπως λεγόταν, στη Ρώμη.⁵² Η Σούδα σημειώνει ότι έζησε μέχρι την εποχή του Διοκλητιανού, αλλά αυτό είναι σχεδόν βέβαιο ότι αποτελεί απλή συναγωγή από το κείμενο του Βίου του Πλωτίνου και δεν έχει καμία αξία για τον καθορισμό ενός terminus ante quem. Δεν γνωρίζουμε πότε πέθανε ο Πορφύριος, αν και, εφόσον μπορεί να εμπιστευθεί κανείς τον Αυγουστίνο, εκείνος εργαζόταν και έγραφε σε περίοδο κατά την οποία ο Χριστιανισμός δεχόταν επίθεση.⁵³ Είναι αλήθεια ότι ο Αυγουστίνος αναφέρεται ειδικά στο De regressu animae κατά το σημείο αυτό, και η ακριβής χρονολόγηση του έργου αυτού παραμένει άγνωστη· ωστόσο, εάν αποδοθεί κάποια αξιοπιστία σε όσα λέει ο Αυγουστίνος, εκείνος τουλάχιστον θεωρούσε ότι ο Πορφύριος συνέχιζε να γράφει μετά την έναρξη των διωγμών υπό τον Διοκλητιανό, και ενδεχομένως ακόμη και μετά τον θάνατο του Διοκλητιανού. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο ο Πορφύριος δεν θα μπορούσε να έχει ζήσει έως περίπου το 310.
Σημειώσεις:
36 Για εκτενή σχολιασμό σχετικά με τη χρήση του Πορφυρίου από τον Φιρμίκιο Ματέρνο, βλ. P. Henry, Plotin et l’Occident (Λουβαίν 1934), σσ. 25–43. Ο Henry πίστευε ότι ο Φιρμίκιος γνωρίζει τον Βίο του Πλωτίνου και μέρη των Εννεάδων, ιδίως την Εννεάδα 3.1. Το ότι γνωρίζει τον Βίο φαίνεται βέβαιο· είναι πιθανό, όπως υποστήριξε ο Henry εναντίον του Oppermann, ότι αποτελεί τη μοναδική γραπτή πηγή της αφήγησής του για τον θάνατο του Πλωτίνου στη Mathesis (8.1.1), η οποία χρονολογείται μεταξύ 335 και 337. Ούτε οι λεπτομερέστερες περιγραφές της λέπρας του Πλωτίνου ούτε άλλες πληροφορίες που είχε στη διάθεσή του (όπως η εμφάνιση κομητών) συνεπάγονται την ύπαρξη δεύτερης γραπτής πηγής. (Ότι πράγματι παρατηρήθηκαν κομήτες περίπου στον σωστό χρόνο φαίνεται σαφές· βλ. Ho Peng Yoke, «Ancient and Mediaeval Observations of Comets and Novae in Chinese Sources», στο Vistas in Astronomy, επιμ. A. Beer [Οξφόρδη 1962], 5: 157.) Παρότι μπορούμε να αφήσουμε κατά μέρος τις ασαφείς και μάλλον μη πειστικές υποθέσεις του Henry σχετικά με τη γνώση από τον Φιρμίκιο των Εννεάδων 1.4 και 1.6, εκείνος ισχυρίζεται επίσης ότι υπάρχει σαφής αναφορά στην Εννεάδα 3.1. Θεωρεί ότι η φράση in quadam parte orationis suae πρέπει να αναφέρεται άμεσα στον Πλωτίνο. Αυτό όμως δεν ακολουθεί αναγκαστικά. Η γνώση του τέλους του κεφαλαίου 15 του Βίου θα αρκούσε για να εξηγήσει το ρητορικό σχόλιο στη Mathesis, το οποίο, όπως ο ίδιος ο Henry παραδέχεται, είναι δύσκολο να συσχετισθεί με συγκεκριμένα χωρία της Εννεάδας 3.1.
Οι παρατηρήσεις του Φιρμικίου στη Mathesis είναι εκείνες ενός «θρησκευτικού» ανθρώπου που παρατηρεί (με κάποια ευχαρίστηση) τη μοίρα μιας μεγάλης μορφής, του Πλωτίνου, ο οποίος απέδωσε υπερβολικά μικρό σεβασμό στην αστρολογία και στο πεπρωμένο των άστρων. Πιθανότατα ενδιαφέρεται περισσότερο για τον Πορφύριο, ίσως για τον τετριμμένο λόγο ότι μπορεί να διεκδικηθεί ως κατά κάποιον τρόπο Σικελός. Χρησιμοποιεί τη φράση noster Porphyrius, η οποία εύλογα έχει ερμηνευθεί ως αναφορά σε μια τέτοια διεκδίκηση· και μπορούμε να σημειώσουμε ότι οι σχολιαστές του Αριστοτέλη υποστηρίζουν πως η Εἰσαγωγή (Isagoge) του Πορφυρίου γράφτηκε στη Σικελία (βλ. J. Bidez, Vie de Porphyre [Γάνδη 1913], σσ. 58–59)· και ο Αυγουστίνος επίσης αποκαλεί τον Πορφύριο «Σικελό» (De cons. evang. 1.15.23· Retract. 2.31). (Για σχετική συζήτηση, με κάποια επιφύλαξη, βλ. Hadot, Porphyre et Victorinus, σ. 84.) Αργότερα (το 347 μ.Χ.), όταν ο Φιρμίκιος έχει στραφεί στον Χριστιανισμό, η Φιλοσοφία εκ χρησμών του Πορφυρίου καταγγέλλεται (De err. prof. rel. 13.4)· αυτό είναι αναμενόμενο, αλλά δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι ο Φιρμίκιος απέδωσε (ή ήταν σε θέση να αποδώσει) σοβαρή φιλοσοφική προσοχή στον Πορφύριο. Ο καταδικασμένος και πλέον διαβόητα αντιχριστιανός Πορφύριος είναι ένας «κακός τύπος». Η καταγγελία δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην μελέτη.
37 Βλ. την έκδοση Henry–Hadot, CSEL 83: 28–61.
38 Αυγουστίνος, Confessiones 7.13.
39 Πρβλ. Αυγουστίνο, De vita beata 4 με την ανάγνωση Plotini, Henry, Plotin et l’Occident, σσ. 82 κ.ε.· Contra Academicos 2.5· 3.41.
40 Βλ. (επιτέλους) τις κατηγορηματικές θέσεις του R. J. O’Connell, St. Augustine’s Early Theory of Man, AD 386–391 (Κέμπριτζ, Μασ. 1968) και την καταδικαστική του αξιολόγηση (σσ. 20 κ.ε.) του έργου του W. Theiler, Porphyrios und Augustin (Χάλλε 1933)· R. Beutler, «Porphyrios», RECA 22 (1953) 275–313, ιδίως 301–312· P. Courcelle, Recherches sur les Confessions (Παρίσι 1956), σσ. 157–167, και άλλους.
41 Η ισχυρότερη επιχειρηματολογία υπέρ πορφυριανής επιρροής στον πρώιμο Αυγουστίνο διατυπώνεται από τον J. J. O’Meara στο άρθρο «Porphyry’s Philosophy from Oracles in Eusebius’s Preparatio evangelica and Augustine’s Dialogues of Cassiciacum», RechAug 6 (1969) 103–139, ιδίως 122–131.
42 Συχνά αποτελεί την πηγή (π.χ.) του De civitate Dei 10.9. Παρά τον J. J. O’Meara, Porphyry’s Philosophy from Oracles in Augustine (Παρίσι 1959), το De regressu animae δεν ταυτίζεται με τη Philosophia ex oraculis. Ο P. Hadot απαντά πειστικά στον O’Meara στο άρθρο «Citations de Porphyre chez Augustin (à propos d’un livre récent)», REA 7 (1960) 205–244.
43 De civitate Dei 10.23.
44 Hadot, Porphyre et Victorinus.
45 Βλ. CSEL 83: 10–11.
46 De viris illustribus 101.
47 J. Daniélou, «Eunome l’arien et l’exégèse néoplatonicienne du Cratyle», REG 69 (1956) 412–432, ιδίως σ. 429· E. Vandenbussche, «La part de la dialectique dans la théologie d’Eunome le technologue», RHE 10 (1945) 47–72· A. Meredith, «Orthodoxy, Heresy and Philosophy in the Latter Half of the Fourth Century», The Heythrop Journal 16 (1975) 10· Γρηγόριος Νύσσης, Contra Eunomium 2.411, έκδ. Jaeger, 1: 346· 3.5.6, έκδ. Jaeger, 1: 153.14. Στο πρώτο από τα χωρία αυτά είναι ο ίδιος ο Ευνόμιος που εκτοξεύει κατηγορίες περί «αριστοτελισμού» εναντίον του Βασιλείου, αλλά γενικά ο Ευνόμιος και ο Αέτιος ήταν εκείνοι που δέχονταν τέτοιες κατηγορίες. Βλ. L. R. Wickham, «The Syntagmation of Aetius the Anomoean», JThS 19 (1968) 561. Πρέπει να σημειωθεί ότι ήδη ο Ωριγένης χρησιμοποιεί τον όρο τεχνολογία για να αναφερθεί στη «επαγγελματική» ελληνική λογική (ίσως κυρίως τη στωική), αλλά η διάκριση Στωικών/Αριστοτελικών είχε ατονήσει έως τον 4ο αιώνα. (Ωριγένης, Contra Celsum 3.39· πρβλ. Σέξτος Εμπειρικός, Πυρρώνειοι Υποτυπώσεις 2.205.)
48 Σωκράτης, Historia ecclesiastica 1.9.30–31 (H. G. Opitz, Urkunden zur Geschichte des arianischen Streites 318–328 [Βερολίνο 1934], Έγγραφο 33)· Γελάσιος, Historia ecclesiastica 2.36.
49 Βλ. A. Harnack, Geschichte der altchristlichen Literatur, 2 (Λειψία 1898) 564 κ.ε.
50 Ο Barnes, «Porphyry», σ. 441, επισημαίνει τη μεγάλη σημασία της απουσίας, από τις Eclogae propheticae του Ευσεβίου, οποιασδήποτε μνείας της επίθεσης του Πορφυρίου κατά της γνησιότητας του βιβλίου του Δανιήλ ή της χρονολόγησης της σύνθεσής του. Οι Eclogae propheticae φαίνεται ότι χρονολογούνται λίγο μετά το 300.
51 Για τον Ιουλιανό ο «σύγχρονος» διδάσκαλος είναι ο Ιάμβλιχος, Λόγος 4 (146A).
52 Vitae sophistarum 457.
53 Αυγουστίνος, De civitate Dei 10.32.
Συνεχίζεται με:
iii. Το πρόβλημα του Καλκιδίου
Πριν εγκαταλείψουμε τους Λατίνους, έστω και προσωρινά, οφείλουμε να εξετάσουμε ένα ακόμη έργο, πολύ πιο επιδραστικό, το οποίο ανάγεται κατά πάσα πιθανότητα σε κάπως μεταγενέστερη περίοδο από τις κεραυνοβόλες επιθέσεις του Αρνόβιου και του Λακτάντιου, αλλά εντούτοις πρέπει να χρονολογηθεί εντός του πρώτου τετάρτου του τετάρτου αιώνα. Είναι ωστόσο σκόπιμο να το εξετάσουμε στο παρόν πλαίσιο, διότι, επιβεβαιώνοντας ότι και το σχόλιο του Καλκιδίου στον Τίμαιο είναι επίσης απαλλαγμένο από αυστηρά νεοπλατωνικές επιρροές —είτε του Πλωτίνου είτε του Πορφυρίου— καθαρίζουμε το έδαφος στη λατινική Δύση. Μπορούμε τότε να υποστηρίξουμε ότι, πλην ορισμένων φιλοσοφικά ασήμαντων αναφορών στον Πορφύριο στον Φιρμίκιο Μάτερνο,³⁶ πρέπει να αναμένουμε το έργο του Μάριου Βικτωρίνου —κυρίως τα θεολογικά του συγγράμματα κατά των Αρειανών και τη μετάφραση ορισμένων βιβλίων των Πλατωνικών στα λατινικά— προκειμένου να εντοπίσουμε ουσιαστικά ίχνη της επιρροής του Πορφυρίου (πόσο μάλλον του Πλωτίνου) στη Δύση κατά τον τέταρτο αιώνα.
Όσον αφορά κατ’ αρχάς τον Βικτωρίνο: οι χρονολογίες των αντιαρειανικών πραγματειών μπορούν να τοποθετηθούν μεταξύ 357 και 363.³⁷ Η χρονολόγηση της μετάφρασης των libri platonicorum³⁸ παραμένει αβέβαιη,³⁹ αλλά το 350 αποτελεί μια εύλογη προσέγγιση.
Δεν έχει ακόμη αποδειχθεί ότι οι libri platonicorum περιελάμβαναν έργα του Πορφυρίου.⁴⁰ Μεγάλο μέρος αυτού που έχει προταθεί ως πορφυριανό υλικό στον πρώιμο Αυγουστίνο είναι πράγματι πορφυριανό, αλλά εξίσου πλωτινικό και συχνά γενικότερα «πλατωνικό». Και είναι ο Πλωτίνος, όχι ο Πορφύριος, τον οποίο μνημονεύει ο Αυγουστίνος στα σχετικά του συγγράμματα πριν από το έτος 400. Εάν μια τέτοια ανάγνωση των τεκμηρίων είναι ορθή, και εφόσον ο Πορφύριος δεν υπήρξε διαμορφωτική επιρροή για τον Αυγουστίνο σε αυτό το στάδιο της σταδιοδρομίας του,⁴¹ τότε μπορούν να διατυπωθούν γενικότερες προτάσεις σχετικά με τις νεοπλατωνικές επιρροές στη Δύση πριν από το 400.
Περί αυτήν ακριβώς τη χρονολογία, ωστόσο, ο Πορφύριος καθίσταται σημαντικός για τον Αυγουστίνο, διότι στο De consensu evangelistarum ο Αυγουστίνος έχει κατά νου την επίθεση του Πορφυρίου κατά της συνοχής των Ευαγγελίων στο Κατὰ Χριστιανῶν. Στο μεταγενέστερο έργο Πολιτεία του Θεού, ο Πορφύριος εμφανίζεται σάν τόν εξέχοντα και συχνά ως ο κατεξοχήν αντιχριστιανός πολεμιστής, ως «θεολογικός» συγγραφέας καθαυτόν, ιδίως λόγω του De regressu animae,⁴² και, τέλος, ως ένας πρόσφατα σημαντικός Πλατωνικός, τον οποίο μπορεί κανείς να αντιπαραθέσει στον Πλωτίνο.⁴³
Ο Πορφύριος αποτελεί πράγματι μία μείζονα πηγή για τον Βικτωρίνο,⁴⁴ αλλά τα συγγράμματά του δεν άσκησαν ουσιαστική επιρροή στον Αυγουστίνο πριν από το 400· και ακόμη και τότε, οι προβληματισμοί του Αυγουστίνου, τουλάχιστον σε πρώτη φάση, διέφεραν σημαντικά από εκείνους του Βικτωρίνου. Παρά την εξέχουσα θέση του στη Ρώμη μετά τον θάνατο του Πλωτίνου, ο Πορφύριος φαίνεται ότι άσκησε εκπληκτικά μικρή άμεση φιλοσοφική επίδραση. Προς υποστήριξη αυτής της διαπίστωσης θα επανέλθουμε σύντομα στο ζήτημα του Καλκιδίου· προηγουμένως, ωστόσο, πρέπει να αντιμετωπισθούν δύο ερωτήματα, αμφότερα εκ των οποίων απαιτούν και μπορούν να λάβουν απάντηση.
Πρώτον, υπό το φως της προγενέστερης αμέλειας απέναντι στον Νεοπλατωνισμό, τι ήταν εκείνο που εξαρχής προσέλκυσε την προσοχή του Βικτωρίνου στον Πορφύριο και, ίσως μέσω αυτού, στον Πλωτίνο; Δεύτερον, υπάρχει ιστορική εξήγηση για τη σιωπή που πράγματι περιβάλλει τον Πορφύριο στο πρώτο ήμισυ του τετάρτου αιώνα στη Δύση;
Μία πιθανή απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι η εξής: η ενασχόληση του Βικτωρίνου με τον Πορφύριο υπήρξε πρωτίστως και κατ’ αρχάς αποτέλεσμα της δραστηριότητάς του ως ερμηνευτή και σχολιαστή των λογικών έργων του Αριστοτέλη.⁴⁵ Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς, σε αυτό το πλαίσιο, ότι σύμφωνα με τον Ιερώνυμο⁴⁶ τα συγγράμματα του Βικτωρίνου κατά του Αρείου είναι συντεταγμένα «κατὰ διαλεκτικὸν τρόπον» (more dialectico): δηλαδή κατά τον αριστοτελικό τρόπο, τον οποίο οι Ορθόδοξοι ισχυρίζονταν επίσης ότι διέκριναν στα έργα των υστερότερων Αρειανών Αετίου και Ευνομίου.⁴⁷ Πάνω απ’ όλα, ο αριστοτελισμός των αντιαρειανικών συγγραμμάτων του Βικτωρίνου είναι ο αριστοτελισμός του σχολιαστή των Κατηγοριῶν και του μεταφραστή της Εἰσαγωγῆς (Isagoge) του Πορφυρίου στις Κατηγορίες. Από τη λογική του Πορφυρίου στη φιλοσοφία του Πορφυρίου το βήμα μπορεί να είναι μικρό.
Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα — γιατί υπάρχει τόσο μικρό ίχνος του Πορφυρίου στη Δύση από τον χρόνο του θανάτου του έως την εποχή του Βικτωρίνου; — η απάντηση που μπορούμε να δώσουμε είναι εύλογη, αλλά δεν μπορεί να διεκδικήσει αποδεικτική βεβαιότητα. Ωστόσο, ένα σημαντικό γεγονός συχνά παραβλέπεται: τα συγγράμματα του Πορφυρίου καταδικάστηκαν στην πυρά από τον Κωνσταντίνο. Δεν διαθέτουμε λεπτομέρειες για το τι ακριβώς συνέβη, και η χρονολογία της καταδίκης δεν είναι σαφής· όμως το γεγονός είναι αδιαμφισβήτητο και μπορεί να προταθεί μία πιθανή χρονολόγηση.
Περί το έτος 333 ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος έγραψε τα εξής, καλώντας στην καταστροφή των συγγραμμάτων του Αρείου:⁴⁸
«Επειδή ο Άρειος μιμήθηκε ασεβείς και ανόσιους ανθρώπους, είναι δίκαιο να υποστεί την ίδια ατίμωση. Γι’ αυτό, όπως ο Πορφύριος, εκείνος ο εχθρός της ευσέβειας, επειδή συνέγραψε ασεβή συγγράμματα κατά της Θρησκείας, έλαβε δίκαιη ανταπόδοση, η οποία τον στιγμάτισε στο εξής με ατιμία, και τα ασεβή του έργα καταστράφηκαν…, έτσι και εγώ διατάσσω το εξής: αν κάποιος βρεθεί να αποκρύπτει βιβλίο συνταγμένο από τον Άρειο και δεν το προσκομίσει αμέσως για να καεί, η ποινή για αυτό το αδίκημα θα είναι ο θάνατος…» (ελαφρώς προσαρμοσμένο από τον Stevenson).
Ο Κωνσταντίνος αναφέρει επίσης, στο τμήμα της επιστολής που δεν παρατέθηκε εδώ, ότι ο σκοπός της καταστροφής των συγγραμμάτων του Αρείου δεν είναι απλώς η καταστολή των «διεφθαρμένων δογμάτων» του, αλλά το «να μη μείνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο καμία ανάμνησή του». Ευλόγως μπορεί να υποτεθεί ότι επιδίωξε να επιτύχει το ίδιο αποτέλεσμα και στην περίπτωση του Πορφυρίου — και, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, προτείνω ότι το πέτυχε· και αν αυτή ήταν πράγματι η πρόθεσή του, τότε προφανώς δεν καταδικάστηκε μόνο το Κατὰ Χριστιανῶν. Η πιθανότερη χρονολογία για μία τέτοια ενέργεια είναι σχεδόν βέβαια το 324, την εποχή που ο Κωνσταντίνος είχε μόλις ολοκληρώσει τη χριστιανική του σταυροφορία κατά του Λικινίου στην Ανατολή.
Εάν αυτή η υπόθεση είναι ορθή, μας επιτρέπει να εξηγήσουμε μεγάλο μέρος της σιωπής γύρω από τον Πορφύριο στο πρώτο ήμισυ του τετάρτου αιώνα: ήταν φρόνιμο να αποκρύπτει κανείς τη γνώση των έργων του.
Παρατηρήστε τον χρονισμό των αντι-πορφυριανών συγγραμμάτων: ο Μεθόδιος προφανώς κατά την πρώτη δεκαετία του τετάρτου αιώνα, δηλαδή πολύ σύντομα μετά τη συγγραφή του Κατὰ Χριστιανῶν· ο Ευσέβιος με το Κατὰ Πορφυρίου σε 25 βιβλία⁴⁹ περίπου την ίδια εποχή, καθώς και με την Προπαρασκευή Ευαγγελική, την Απόδειξη Ευαγγελική και την Εκκλησιαστική Ιστορία (τουλάχιστον στη μορφή της που περιέχει τη διαβόητη αναφορά στον Πορφύριο στο 6.19.8) όχι πολύ μετά το 310.⁵⁰ Μετά από αυτό, δεν φαίνεται να υπάρχει πλέον ανάγκη περαιτέρω αντικρούσεως του Πορφυρίου, και το έργο των fidei defensores (υπερασπιστών της πίστεως), δηλαδή του Μεθοδίου και του Ευσεβίου, εδραιώνεται σε σταθερή βάση μέσω της απαγόρευσης των συγγραμμάτων του Πορφυρίου. Το έργο αυτό χρειάστηκε να επαναληφθεί — μπορούμε να εικάσουμε — μόνο μετά τη βασιλεία του Ιουλιανού, ο οποίος θεωρούσε τον Πορφύριο όχι βεβαίως ως τον αγαπημένο του φιλόσοφο, αλλά τουλάχιστον ως μία σημαντική μορφή της μεγάλης φιλοσοφικής παραδόσεως.⁵¹ Έτσι προέκυψαν νέες αντικρούσεις: πρώτα από τον Απολλινάριο Λαοδικείας (περ. 370), κατόπιν από τον Φιλοστόργιο (περ. 425), και αργότερα νέες καταδίκες από τον Θεοδόσιο Β΄ και τον Ιουστινιανό.
Αυτή υπήρξε η επίσημη τύχη των συγγραμμάτων του Πορφυρίου. Τι γνωρίζουμε όμως για τον ίδιο τον άνθρωπο; Πέρα από την έμμεση αναφορά του Κωνσταντίνου στη «δέουσα ανταπόδοσή» του, βρισκόμαστε σχεδόν στο απόλυτο σκοτάδι. Σύμφωνα με τον Ευνάπιο, πέθανε σε προχωρημένη ηλικία και, όπως λεγόταν, στη Ρώμη.⁵² Η Σούδα σημειώνει ότι έζησε μέχρι την εποχή του Διοκλητιανού, αλλά αυτό είναι σχεδόν βέβαιο ότι αποτελεί απλή συναγωγή από το κείμενο του Βίου του Πλωτίνου και δεν έχει καμία αξία για τον καθορισμό ενός terminus ante quem. Δεν γνωρίζουμε πότε πέθανε ο Πορφύριος, αν και, εφόσον μπορεί να εμπιστευθεί κανείς τον Αυγουστίνο, εκείνος εργαζόταν και έγραφε σε περίοδο κατά την οποία ο Χριστιανισμός δεχόταν επίθεση.⁵³ Είναι αλήθεια ότι ο Αυγουστίνος αναφέρεται ειδικά στο De regressu animae κατά το σημείο αυτό, και η ακριβής χρονολόγηση του έργου αυτού παραμένει άγνωστη· ωστόσο, εάν αποδοθεί κάποια αξιοπιστία σε όσα λέει ο Αυγουστίνος, εκείνος τουλάχιστον θεωρούσε ότι ο Πορφύριος συνέχιζε να γράφει μετά την έναρξη των διωγμών υπό τον Διοκλητιανό, και ενδεχομένως ακόμη και μετά τον θάνατο του Διοκλητιανού. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο ο Πορφύριος δεν θα μπορούσε να έχει ζήσει έως περίπου το 310.
Σημειώσεις:
36 Για εκτενή σχολιασμό σχετικά με τη χρήση του Πορφυρίου από τον Φιρμίκιο Ματέρνο, βλ. P. Henry, Plotin et l’Occident (Λουβαίν 1934), σσ. 25–43. Ο Henry πίστευε ότι ο Φιρμίκιος γνωρίζει τον Βίο του Πλωτίνου και μέρη των Εννεάδων, ιδίως την Εννεάδα 3.1. Το ότι γνωρίζει τον Βίο φαίνεται βέβαιο· είναι πιθανό, όπως υποστήριξε ο Henry εναντίον του Oppermann, ότι αποτελεί τη μοναδική γραπτή πηγή της αφήγησής του για τον θάνατο του Πλωτίνου στη Mathesis (8.1.1), η οποία χρονολογείται μεταξύ 335 και 337. Ούτε οι λεπτομερέστερες περιγραφές της λέπρας του Πλωτίνου ούτε άλλες πληροφορίες που είχε στη διάθεσή του (όπως η εμφάνιση κομητών) συνεπάγονται την ύπαρξη δεύτερης γραπτής πηγής. (Ότι πράγματι παρατηρήθηκαν κομήτες περίπου στον σωστό χρόνο φαίνεται σαφές· βλ. Ho Peng Yoke, «Ancient and Mediaeval Observations of Comets and Novae in Chinese Sources», στο Vistas in Astronomy, επιμ. A. Beer [Οξφόρδη 1962], 5: 157.) Παρότι μπορούμε να αφήσουμε κατά μέρος τις ασαφείς και μάλλον μη πειστικές υποθέσεις του Henry σχετικά με τη γνώση από τον Φιρμίκιο των Εννεάδων 1.4 και 1.6, εκείνος ισχυρίζεται επίσης ότι υπάρχει σαφής αναφορά στην Εννεάδα 3.1. Θεωρεί ότι η φράση in quadam parte orationis suae πρέπει να αναφέρεται άμεσα στον Πλωτίνο. Αυτό όμως δεν ακολουθεί αναγκαστικά. Η γνώση του τέλους του κεφαλαίου 15 του Βίου θα αρκούσε για να εξηγήσει το ρητορικό σχόλιο στη Mathesis, το οποίο, όπως ο ίδιος ο Henry παραδέχεται, είναι δύσκολο να συσχετισθεί με συγκεκριμένα χωρία της Εννεάδας 3.1.
Οι παρατηρήσεις του Φιρμικίου στη Mathesis είναι εκείνες ενός «θρησκευτικού» ανθρώπου που παρατηρεί (με κάποια ευχαρίστηση) τη μοίρα μιας μεγάλης μορφής, του Πλωτίνου, ο οποίος απέδωσε υπερβολικά μικρό σεβασμό στην αστρολογία και στο πεπρωμένο των άστρων. Πιθανότατα ενδιαφέρεται περισσότερο για τον Πορφύριο, ίσως για τον τετριμμένο λόγο ότι μπορεί να διεκδικηθεί ως κατά κάποιον τρόπο Σικελός. Χρησιμοποιεί τη φράση noster Porphyrius, η οποία εύλογα έχει ερμηνευθεί ως αναφορά σε μια τέτοια διεκδίκηση· και μπορούμε να σημειώσουμε ότι οι σχολιαστές του Αριστοτέλη υποστηρίζουν πως η Εἰσαγωγή (Isagoge) του Πορφυρίου γράφτηκε στη Σικελία (βλ. J. Bidez, Vie de Porphyre [Γάνδη 1913], σσ. 58–59)· και ο Αυγουστίνος επίσης αποκαλεί τον Πορφύριο «Σικελό» (De cons. evang. 1.15.23· Retract. 2.31). (Για σχετική συζήτηση, με κάποια επιφύλαξη, βλ. Hadot, Porphyre et Victorinus, σ. 84.) Αργότερα (το 347 μ.Χ.), όταν ο Φιρμίκιος έχει στραφεί στον Χριστιανισμό, η Φιλοσοφία εκ χρησμών του Πορφυρίου καταγγέλλεται (De err. prof. rel. 13.4)· αυτό είναι αναμενόμενο, αλλά δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι ο Φιρμίκιος απέδωσε (ή ήταν σε θέση να αποδώσει) σοβαρή φιλοσοφική προσοχή στον Πορφύριο. Ο καταδικασμένος και πλέον διαβόητα αντιχριστιανός Πορφύριος είναι ένας «κακός τύπος». Η καταγγελία δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην μελέτη.
37 Βλ. την έκδοση Henry–Hadot, CSEL 83: 28–61.
38 Αυγουστίνος, Confessiones 7.13.
39 Πρβλ. Αυγουστίνο, De vita beata 4 με την ανάγνωση Plotini, Henry, Plotin et l’Occident, σσ. 82 κ.ε.· Contra Academicos 2.5· 3.41.
40 Βλ. (επιτέλους) τις κατηγορηματικές θέσεις του R. J. O’Connell, St. Augustine’s Early Theory of Man, AD 386–391 (Κέμπριτζ, Μασ. 1968) και την καταδικαστική του αξιολόγηση (σσ. 20 κ.ε.) του έργου του W. Theiler, Porphyrios und Augustin (Χάλλε 1933)· R. Beutler, «Porphyrios», RECA 22 (1953) 275–313, ιδίως 301–312· P. Courcelle, Recherches sur les Confessions (Παρίσι 1956), σσ. 157–167, και άλλους.
41 Η ισχυρότερη επιχειρηματολογία υπέρ πορφυριανής επιρροής στον πρώιμο Αυγουστίνο διατυπώνεται από τον J. J. O’Meara στο άρθρο «Porphyry’s Philosophy from Oracles in Eusebius’s Preparatio evangelica and Augustine’s Dialogues of Cassiciacum», RechAug 6 (1969) 103–139, ιδίως 122–131.
42 Συχνά αποτελεί την πηγή (π.χ.) του De civitate Dei 10.9. Παρά τον J. J. O’Meara, Porphyry’s Philosophy from Oracles in Augustine (Παρίσι 1959), το De regressu animae δεν ταυτίζεται με τη Philosophia ex oraculis. Ο P. Hadot απαντά πειστικά στον O’Meara στο άρθρο «Citations de Porphyre chez Augustin (à propos d’un livre récent)», REA 7 (1960) 205–244.
43 De civitate Dei 10.23.
44 Hadot, Porphyre et Victorinus.
45 Βλ. CSEL 83: 10–11.
46 De viris illustribus 101.
47 J. Daniélou, «Eunome l’arien et l’exégèse néoplatonicienne du Cratyle», REG 69 (1956) 412–432, ιδίως σ. 429· E. Vandenbussche, «La part de la dialectique dans la théologie d’Eunome le technologue», RHE 10 (1945) 47–72· A. Meredith, «Orthodoxy, Heresy and Philosophy in the Latter Half of the Fourth Century», The Heythrop Journal 16 (1975) 10· Γρηγόριος Νύσσης, Contra Eunomium 2.411, έκδ. Jaeger, 1: 346· 3.5.6, έκδ. Jaeger, 1: 153.14. Στο πρώτο από τα χωρία αυτά είναι ο ίδιος ο Ευνόμιος που εκτοξεύει κατηγορίες περί «αριστοτελισμού» εναντίον του Βασιλείου, αλλά γενικά ο Ευνόμιος και ο Αέτιος ήταν εκείνοι που δέχονταν τέτοιες κατηγορίες. Βλ. L. R. Wickham, «The Syntagmation of Aetius the Anomoean», JThS 19 (1968) 561. Πρέπει να σημειωθεί ότι ήδη ο Ωριγένης χρησιμοποιεί τον όρο τεχνολογία για να αναφερθεί στη «επαγγελματική» ελληνική λογική (ίσως κυρίως τη στωική), αλλά η διάκριση Στωικών/Αριστοτελικών είχε ατονήσει έως τον 4ο αιώνα. (Ωριγένης, Contra Celsum 3.39· πρβλ. Σέξτος Εμπειρικός, Πυρρώνειοι Υποτυπώσεις 2.205.)
48 Σωκράτης, Historia ecclesiastica 1.9.30–31 (H. G. Opitz, Urkunden zur Geschichte des arianischen Streites 318–328 [Βερολίνο 1934], Έγγραφο 33)· Γελάσιος, Historia ecclesiastica 2.36.
49 Βλ. A. Harnack, Geschichte der altchristlichen Literatur, 2 (Λειψία 1898) 564 κ.ε.
50 Ο Barnes, «Porphyry», σ. 441, επισημαίνει τη μεγάλη σημασία της απουσίας, από τις Eclogae propheticae του Ευσεβίου, οποιασδήποτε μνείας της επίθεσης του Πορφυρίου κατά της γνησιότητας του βιβλίου του Δανιήλ ή της χρονολόγησης της σύνθεσής του. Οι Eclogae propheticae φαίνεται ότι χρονολογούνται λίγο μετά το 300.
51 Για τον Ιουλιανό ο «σύγχρονος» διδάσκαλος είναι ο Ιάμβλιχος, Λόγος 4 (146A).
52 Vitae sophistarum 457.
53 Αυγουστίνος, De civitate Dei 10.32.
Συνεχίζεται με:
iii. Το πρόβλημα του Καλκιδίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου