Συνέχεια από: Kυριακή 28 Οκτωβρίου 2025
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ AΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΜΕΝΕΣ ΟΜΙΛΙΕΣ π. ΣΥΜΕΩΝ ΚΡΑΓΙΟΠΟΥΛΟΥ
...πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν
Τὸ αἴσθημα κατωτερότητος καὶ ἄλλες ἀρρωστημένες καταστάσεις
μέσα στο μυστήριο τῆς σωτηρίας
Πανόραμα Θεσσαλονίκης, Ε΄ έκδοση
B΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 33
Αρρωστημένες ψυχολογικές καταστάσεις
Μὴν ἐμπιστεύεσαι τή γνώμη σου
Οἱ ἀρρωστημένες ψυχολογικές καταστάσεις ἀλλοιώνουν τὸν ἄνθρωπο
Σημείωμα φοιτητοῦ: Πῶς συμβαίνει ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἀρρωστημένες καταστάσεις νὰ τὰ βλέπει τὰ πράγματα μέσα ἀπό τίς ἀρρωστημένες καταστάσεις του, καί ὅταν ἀκόμη ἀναγνωρίζει την παθολογική φύση τους; Π.χ., αὐτὸς ποὺ ἔχει αἴσθημα κα τωτερότητος προσπαθεῖ νὰ δεῖ τὴν κατάστασή του μέσα ἀπό αὐτὸ τὸ αἴσθημα, μὲ ἀποτέλεσμα να μή βλέπει σωτηρία. Ἔτσι καί αὐτός πού ἔχει ἐγωισμό, πίκρα, παράπονο βασανίζεται καὶ δὲν ἐλευθερώνεται ἀπό τήν κατάστασή του, καθώς τή βλέπει μέσα ἀπό τὸ ἐγώ του, πού ζεῖ ἐγωιστικά. Ὀφείλεται αὐτός ὁ αὐτοβασανισμός τοῦ ἀνθρώπου στο ὅτι δὲν ἔχει τὴν πίστη ποὺ θὰ τὸν ἕνωνε μὲ τὸν Χριστό;
Ἐγώ θά ἔλεγα ἀμέσως-ἀμέσως ὅτι το θέμα εἶναι ἁπλό, εἶναι σαφές, καὶ δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω για-τί φαίνεται τόσο δύσκολο, γιατί τα μπερδεύει κανείς τα πράγματα και σαν να μήν ξέρει τι συμβαίνει. Κατ' ἀρχὴν ἔχω αὐτή τήν ἀπορία. Στη συνέχεια ὅμως βλέπω πάνω στην πράξη ὅτι, ὡς πρὸς αὐτά τα θέματα, ὁ ἄνθρωπος φαίνεται νὰ εἶναι πολύ κου τός. Με συγχωρεῖτε που το λέω ἔτσι. Πάρα πολύ κουτός. Τόσο πολύ, που σαν να το κάνει επίτηδες, Όπως δηλαδή ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος νομίζει ότι έχει μέσα στο στομάχι του ένα φίδι, και όσο κι αν τον διαβεβαιώνουν ὅτι δὲν συμβαίνει ἔτσι, αὐτὸς ἐπιμένει. Και ἤ πρέπει νὰ τὸ πάρουμε αὐτό ὅτι μᾶς κα ροϊδεύει ἤ φυσικά φθάνουμε στο σημείο να πούμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄρρωστος, για να νομίζει έτσι, ἄρρωστος διανοητικά, ψυχολογικά.
Νὰ ἀναφέρουμε ἐδῶ τὸ παράδειγμα μὲ τὴ γάτα πού βρῆκε στην κόψη ἑνὸς πριονιού λίγο αἷμα καὶ ἄρχισε νὰ τὸ γλείφει, καὶ τῆς ἄρεσε. Γλείφοντας ὅμως μάτωσε ή δική της γλώσσα καί, συνεχίζοντας νὰ γλείφει καὶ νὰ εὐχαριστιέται, ἔγλειψε το δικό της αἷμα. Δέν εἶναι ἁπλῶς λοιπόν ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ αὐτή ἡ ἴδια ἡ ἁμαρτωλή κατά σταση κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ εἶναι στο σκοτάδι, να εἶναι ἀναίσθητος, τον κάνει νὰ ἀγαπᾶ τὴν ἁμαρτία, νὰ εἶναι κουτός, να γλείφει, νὰ ἀπολαμβάνει τὴν ἁμαρτία καί νά νομίζει ποιός ξέρει τι ἀπολαμβάνει, ἐνῶ τρώει τα σωθικά του.
Ἔτσι καὶ μὲ τίς ἀρρωστημένες καταστάσεις. Δέν εἶναι ἁπλῶς ὅτι εἶναι ἄρρωστος κανείς ψυχο λογικά, ἀλλά αὐτὰ τὰ ἴδια τὰ ἀρρωστημένα πράγ ματα τὸν ἀλλοιώνουν τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κάνουν νὰ βλέπει ἀλλιῶς, νὰ καταλαβαίνει ἀλλιῶς, νὰ σκέπτεται ἀλλιῶς καὶ ὄχι σύμφωνα μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ την πραγματικότητα. Νὰ μοῦ ἐπιτρέψετε να άνα-φερθῶ πάλι στο παράδειγμα ποὺ ἔχουμε πεῖ πολλές φορές. Τὴν ὥρα πού κοιμᾶται κάποιος, τοῦ βάζουν στα μάτια μαύρους, κατάμαυρους φακούς ἐπαφῆς, και μάλιστα τέτοιους πού διαστρεβλώνουν τὰ ἀντι-κείμενα. Ὅταν σηκωθεῖ αὐτός, θὰ τὰ βλέπει ὅλα μαῦρα καὶ ἄνω κάτω. Δὲν εἶναι ἁπλῶς ὅτι κάτι ἔχουν τὰ μάτια του, ἀλλά γι' αὐτὸν σὰν νὰ χάλασε ὁ κόσμος, ἐνῶ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ἄνω κάτω μὲ τὴν παρουσία αὐτῶν τῶν φακῶν στα μάτια του.
Αὐτό πού πρέπει να κάνει ὁ ψυχολογικά ἄρρωστος
Ρωτᾶ ὁ συμφοιτητής σας: Πῶς συμβαίνει ὁ ἄν-θρωπος πού ἔχει ἀρρωστημένες καταστάσεις να τα βλέπει τα πράγματα μέσα ἀπό τίς ἀρρωστημένες του καταστάσεις, καί ὅταν ἀκόμη ἀναγνωρίζει την παθολογική φύση τους;
Καί ἐγώ ἀπαντῶ: Τι θὰ τὸν ὠφελήσει αὐτόν τόν ἄνθρωπο πού κάποια στιγμή θα καταλάβει ὅτι ἔχει φακούς στα μάτια του; Πάλι θα συνεχίσει τα πάντα νὰ τὰ βλέπει μαῦρα καὶ νὰ βλέπει ἄνω κάτω τὰ ἀντικείμενα. Π.χ., να βλέπει τὸ ἕνα ἀντικείμενο σαν να εἶναι δύο ἤ τρία, τήν ἴσια κολώνα να τη βλέπει στρα-βή κτλ. Δεν παύει δηλαδή να βλέπει ὅπως ἔβλεπε, ἔστω κι ἄν ξέρει ὅτι ἔχει στα μάτια του φακούς. Βέ-βαια, ἄλλο εἶναι νὰ μὴν ξέρει ὅτι ἔχει στα μάτια του φακούς και να πιστεύει ὅτι μαύρισε ὁ κόσμος καί ὅτι εἶναι ἄνω κάτω ὁ κόσμος. Αὐτό εἶναι τρομερό. Ὅταν ὅμως καταλάβει ὅτι ὅλα αὐτά τά βλέπει ἔτσι, ἐπειδή ἔχει φακούς στά μάτια του, εἶναι πολύ διαφορετικά. Ἔρχεται μια κάποια ἠρεμία μέσα του, παύει νὰ ἀνησυχεῖ, ἐνῶ πρῶτα ἀνησύχησε ἀπό τή μαυρίλα. Και νὰ ἡ ὠφέλεια τοῦ νὰ ξέρει ὅτι φορά φακούς. Ωστό σο, καί αὐτό δέν φθάνει. Αὐτός ἐξακολουθεί πάλι νὰ τὰ βλέπει ὅλα μαῦρα καί ἄνω κάτω.
Καθώς ὅμως γνωρίζει καλά-καλά ὅτι ἔχει φα-κούς στα μάτια, οἱ ὁποῖοι εἶναι μαῦροι καὶ διαστρε βλώνουν τα πράγματα, ἀποδέχεται τὸ ἑξῆς: «Τελεί ωσε. Ἐγώ οὔτε τὴν ἐλάχιστη γνώμη δὲν μπορῶ νὰ ἔχω γιὰ τὸ τί εἶναι μαῦρο, τί λευκό, τί εἶναι πράσινο, κόκκινο ἤ κίτρινο. Δὲν μπορῶ νὰ πῶ ποιό εἶναι ἴσιο, ποιό εἶναι στραβό, ποιό εἶναι ἕνα, ποιό εἶναι περισσότερα ἀπό ἕνα. Ἄλλοι θὰ ποῦν, κι ἐγὼ θὰ δεχθῶ αὐτό πού θὰ ποῦν». Ἐκεῖνο δηλαδή που μένει να κάνει εἶναι νὰ μὴν ἐμπιστεύεται τή γνώμη του. Αυτό πρέπει να κάνει καὶ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θα καταλάβει καλά-καλά ὅτι ἔχει ἀρρωστημένες καταστάσεις μέσα στον ψυχοσωματικό του οργανισμό. Όσο καλύτερα καί ὅσο περισσότερο γνωρίζει κανείς τὰ τοῦ ἑαυτοῦ του καί ὅτι μέσα ἀπό κεῖ βλέπει καὶ μέσα ἀπὸ κεῖ κρίνει, τόσο πιο κοντά εἶναι στη θεραπεία.
Βέβαια, μὲ τὸ νὰ ἔχει γνώση τῆς καταστάσεώς του, δέν σημαίνει, ὅπως εἶπαμε, ὅτι ἀπό κεῖ καὶ πέρα θα βλέπει σωστά τα πράγματα. Ἐφόσον οἱ φακοί ἐξακολουθοῦν νὰ ὑπάρχουν στα μάτια του, αὐτός θα συνεχίσει νὰ τὰ βλέπει ἔτσι ὅπως τοῦ τὰ δείχνουν οἱ φακοί, καὶ θὰ εἶναι μεγάλο λάθος νὰ πεῖ: «Ε, ἀφοῦ τὸ ξέρω, ἐντάξει· θὰ τὸ λαμβάνω ὑπ' ὄψιν μου». Τι θα λαμβάνεις ὑπ' ὄψιν. Ἐσὺ βλέπεις μέσα ἀπό τούς φακούς. Θα βλέπεις μαυρίλα καὶ δὲν μπο ρεῖς νὰ πεῖς καὶ νὰ ἐπιμένεις μάλιστα ὅτι αὐτό εἶναι πράσινο, αὐτό εἶναι κόκκινο. Ποῦ τὸ ξέρεις ἐσὺ; Για σένα εἶναι ὅλα μαῦρα. Δὲν μπορεῖς νὰ πεῖς: «Αὐτὸ εἶναι ἴσιο, αὐτό εἶναι στραβό». Ποῦ τὸ ξέρεις; Γιά σένα εἶναι ὅλα ἄνω κάτω.
Δέν γίνεται χωρίς ὑπακοή, ἄν φορᾶς «φακούς ἐπαφῆς»
Ὅπως λέγαμε, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔχει αἴσθημα κατωτερότητος, ἐὰν τὰ πάρει σωστά τα πράγματα, μπορεῖ νὰ φθάσει σε βαθύτατη ταπείνωση. Ἄλλος μπορεῖ νὰ χρειάζεται χρόνια να κάνει ἄσκηση, γιά να φθάσει σε τέτοια ταπείνωση, ἐνῶ αὐτὸς τὴν ἔχει ἕτοιμη. Ἀρκεῖ νὰ ἀντιμετωπίσει σωστά την κατάστασή του, καί ὅλο τὸ αἴσθημα κατωτερότητος θα γίνει ταπείνωση. Ἐκεῖνος ἐπίσης ποὺ ἔχει μελαγχολία, ἡ ὁποία εἶναι πολύ ἄσχημη κατάσταση, ἂν τὸ πάρει σωστά, ὅλη αὐτή ἡ μελαγχολία γίνεται μετάνοια, γίνεται φόβος Θεοῦ, συντριβή, πόνος, πένθος. Ἐνῶ ἕνας ἄλλος, γιά να φθάσει σ' αὐτή την κατάσταση, θέλει χρόνια, αὐτός, τρόπον τινά, τὴν ἔχει ἕτοιμη. Αὐτό το πολύ κακό, το νὰ ἔχει κανείς αἴσθημα κα- τωτερότητος, βγαίνει σε μεγάλο καλό: γίνεται τα πείνωση. Καί τὸ ἐπίσης πολύ κακό, ἡ μελαγχολία, βγαίνει σε μεγάλο καλό: γίνεται πένθος, μετάνοια.
Αὐτός λοιπόν ὁ ὁποῖος ἔχει τέτοιες καταστάσεις, φοράει δηλαδή αὐτούς τούς φακούς ἐπαφῆς, θέλει δέν θέλει, πρέπει να κάνει ὑπακοή. Ἐνῶ ἕνας ἄλ λος θὰ δυσκολευτεῖ πάρα πολύ να κάνει ὑπακοή, να κάνει ἀληθινή ὑπακοή, να κάνει μια τέλεια ὑπακοή -διότι ὁ καθένας χρειάζεται να κάνει ὑπακοή, γιὰ νὰ σωθεῖ αὐτὸς τὴν ἔχει ἕτοιμη, μὲ τὴν ἔννοια δηλαδή ὅτι τόν ἀναγκάζουν τα πράγματα να κάνει ὑπακοή .
Γιὰ νὰ ἀναφερθούμε στο παράδειγμα, αὐτός πού φοράει φακούς ἐπαφῆς, πρέπει συνέχεια να ρω τάει τη μητέρα του: «Μητέρα, τί χρώμα εἶναι αὐτό;» Θὰ τοῦ πεῖ ἡ μητέρα του: «Άσπρο». Αὐτός δὲν τὸ βλέπει ἔτσι, ἀλλά ἀφοῦ εἶπε ἡ μητέρα ἄσπρο, εἶναι ἄσπρο. Τί φοβερή ὑπακοή κάνει! Ἐνῶ αὐτός το βλέ-πει μαῦρο, ἡ μητέρα τον βεβαιώνει ὅτι εἶναι ἄσπρο, καὶ τὸ δέχεται. «Ἀφοῦ, μητέρα, ἐσύ πού βλέπεις λές ὅτι εἶναι ἄσπρο, ἄσπρο το δέχομαι κι ἐγώ. Λὲς ὅτι εἶναι πράσινο το ἄλλο, κόκκινο τὸ ἄλλο. Λές ὅτι εἰναι ἕνα τὸ ἀντικείμενο αὐτό πού ἐγώ το βλέπω σαν δύο ἤ τρία. Λές ὅτι εἶναι ἴσιο αὐτό πού ἐγὼ τὸ βλέπω στραβό. Δέχομαι ὅ,τι λές».
Δηλαδή, αὐτός τελικά δέχεται ἀκριβῶς αὐτά πού δέν τα βλέπει καὶ ἐπίσης δέχεται πράγματα ἐντελῶς ἀντίθετα ἀπό αὐτά που βλέπει. Τι φοβερή ὑπακοή εἶναι αὐτή! Κι ἔτσι, τὸ ὅλο ἐλάττωμά του, τὸ ὅλο κουσούρι του βγαίνει σε καλό, ἅμα τὸ ἀντι-μετωπίσει σωστά. Μόνο ἔτσι μπορεῖ νὰ λυτρωθεῖ κανείς. Διότι ἅμα τα πάρει ἔτσι καὶ κάνει ὑπακοή, σιγά-σιγά θὰ φύγουν, θὰ γιατρευτοῦν οἱ ἀρρωστημένες καταστάσεις. Θα φύγουν στον βαθμό πού ὁ Θεός θα κανονίσει να φύγουν.
Γιὰ τὴν ἀσφάλεια τῆς ψυχῆς
Πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι σὲ ἀρκετές περιπτώσεις, ὅσο κι ἄν γιατρευτεί μια ἀρρωστημένη κατάσταση, μένει ἕνα κάτι. Κατ' ἀρχήν, ἀπὸ τὴν ψυχολογική πλευρά εἶναι ἔτσι, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν πνευματική πλευρά. Ὅμως μένει για το καλό τοῦ ἀνθρώπου, για το καλό τῆς ψυχῆς.
Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος πέρασε μια ζωή με τίς ἀρρωστημένες καταστάσεις του, με τις κατωτερότητές του, εἶναι βασανισμένος, εἶναι πονεμένος, εἶναι καταπιεσμένος. Ἐάν λυτρωθεῖ ἀπόλυτα, θα βρεθεί, χωρίς νὰ τὸ καταλάβει, στο ἄλλο ἄκρο καὶ θὰ πάρει τέτοιον ἀέρα, πού θά χαθεί. Γι' αὐτό, ὁ Θεός ἀφήνει νὰ ὑπάρχει μέσα στόν ἄνθρωπο κάτι, ὥστε μόλις τοῦ ἔρχεται ἡ τόλμη να κάνει ἐπικίνδυνα πετάγματα, ἀμέσως νὰ τὸν φρενάρει αὐτό τό κάτι, καί να μένει στην ταπείνωση καί νά μήν κινδυνεύει να χάσει την ὅλη θεραπεία καί τήν ὅλη πνευματική κατάσταση ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός.
16-5-1993
Αρρωστημένες ψυχολογικές καταστάσεις
Μὴν ἐμπιστεύεσαι τή γνώμη σου
Οἱ ἀρρωστημένες ψυχολογικές καταστάσεις ἀλλοιώνουν τὸν ἄνθρωπο
Σημείωμα φοιτητοῦ: Πῶς συμβαίνει ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἀρρωστημένες καταστάσεις νὰ τὰ βλέπει τὰ πράγματα μέσα ἀπό τίς ἀρρωστημένες καταστάσεις του, καί ὅταν ἀκόμη ἀναγνωρίζει την παθολογική φύση τους; Π.χ., αὐτὸς ποὺ ἔχει αἴσθημα κα τωτερότητος προσπαθεῖ νὰ δεῖ τὴν κατάστασή του μέσα ἀπό αὐτὸ τὸ αἴσθημα, μὲ ἀποτέλεσμα να μή βλέπει σωτηρία. Ἔτσι καί αὐτός πού ἔχει ἐγωισμό, πίκρα, παράπονο βασανίζεται καὶ δὲν ἐλευθερώνεται ἀπό τήν κατάστασή του, καθώς τή βλέπει μέσα ἀπό τὸ ἐγώ του, πού ζεῖ ἐγωιστικά. Ὀφείλεται αὐτός ὁ αὐτοβασανισμός τοῦ ἀνθρώπου στο ὅτι δὲν ἔχει τὴν πίστη ποὺ θὰ τὸν ἕνωνε μὲ τὸν Χριστό;
Ἐγώ θά ἔλεγα ἀμέσως-ἀμέσως ὅτι το θέμα εἶναι ἁπλό, εἶναι σαφές, καὶ δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω για-τί φαίνεται τόσο δύσκολο, γιατί τα μπερδεύει κανείς τα πράγματα και σαν να μήν ξέρει τι συμβαίνει. Κατ' ἀρχὴν ἔχω αὐτή τήν ἀπορία. Στη συνέχεια ὅμως βλέπω πάνω στην πράξη ὅτι, ὡς πρὸς αὐτά τα θέματα, ὁ ἄνθρωπος φαίνεται νὰ εἶναι πολύ κου τός. Με συγχωρεῖτε που το λέω ἔτσι. Πάρα πολύ κουτός. Τόσο πολύ, που σαν να το κάνει επίτηδες, Όπως δηλαδή ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος νομίζει ότι έχει μέσα στο στομάχι του ένα φίδι, και όσο κι αν τον διαβεβαιώνουν ὅτι δὲν συμβαίνει ἔτσι, αὐτὸς ἐπιμένει. Και ἤ πρέπει νὰ τὸ πάρουμε αὐτό ὅτι μᾶς κα ροϊδεύει ἤ φυσικά φθάνουμε στο σημείο να πούμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄρρωστος, για να νομίζει έτσι, ἄρρωστος διανοητικά, ψυχολογικά.
Νὰ ἀναφέρουμε ἐδῶ τὸ παράδειγμα μὲ τὴ γάτα πού βρῆκε στην κόψη ἑνὸς πριονιού λίγο αἷμα καὶ ἄρχισε νὰ τὸ γλείφει, καὶ τῆς ἄρεσε. Γλείφοντας ὅμως μάτωσε ή δική της γλώσσα καί, συνεχίζοντας νὰ γλείφει καὶ νὰ εὐχαριστιέται, ἔγλειψε το δικό της αἷμα. Δέν εἶναι ἁπλῶς λοιπόν ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ αὐτή ἡ ἴδια ἡ ἁμαρτωλή κατά σταση κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ εἶναι στο σκοτάδι, να εἶναι ἀναίσθητος, τον κάνει νὰ ἀγαπᾶ τὴν ἁμαρτία, νὰ εἶναι κουτός, να γλείφει, νὰ ἀπολαμβάνει τὴν ἁμαρτία καί νά νομίζει ποιός ξέρει τι ἀπολαμβάνει, ἐνῶ τρώει τα σωθικά του.
Ἔτσι καὶ μὲ τίς ἀρρωστημένες καταστάσεις. Δέν εἶναι ἁπλῶς ὅτι εἶναι ἄρρωστος κανείς ψυχο λογικά, ἀλλά αὐτὰ τὰ ἴδια τὰ ἀρρωστημένα πράγ ματα τὸν ἀλλοιώνουν τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κάνουν νὰ βλέπει ἀλλιῶς, νὰ καταλαβαίνει ἀλλιῶς, νὰ σκέπτεται ἀλλιῶς καὶ ὄχι σύμφωνα μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ την πραγματικότητα. Νὰ μοῦ ἐπιτρέψετε να άνα-φερθῶ πάλι στο παράδειγμα ποὺ ἔχουμε πεῖ πολλές φορές. Τὴν ὥρα πού κοιμᾶται κάποιος, τοῦ βάζουν στα μάτια μαύρους, κατάμαυρους φακούς ἐπαφῆς, και μάλιστα τέτοιους πού διαστρεβλώνουν τὰ ἀντι-κείμενα. Ὅταν σηκωθεῖ αὐτός, θὰ τὰ βλέπει ὅλα μαῦρα καὶ ἄνω κάτω. Δὲν εἶναι ἁπλῶς ὅτι κάτι ἔχουν τὰ μάτια του, ἀλλά γι' αὐτὸν σὰν νὰ χάλασε ὁ κόσμος, ἐνῶ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ἄνω κάτω μὲ τὴν παρουσία αὐτῶν τῶν φακῶν στα μάτια του.
Αὐτό πού πρέπει να κάνει ὁ ψυχολογικά ἄρρωστος
Ρωτᾶ ὁ συμφοιτητής σας: Πῶς συμβαίνει ὁ ἄν-θρωπος πού ἔχει ἀρρωστημένες καταστάσεις να τα βλέπει τα πράγματα μέσα ἀπό τίς ἀρρωστημένες του καταστάσεις, καί ὅταν ἀκόμη ἀναγνωρίζει την παθολογική φύση τους;
Καί ἐγώ ἀπαντῶ: Τι θὰ τὸν ὠφελήσει αὐτόν τόν ἄνθρωπο πού κάποια στιγμή θα καταλάβει ὅτι ἔχει φακούς στα μάτια του; Πάλι θα συνεχίσει τα πάντα νὰ τὰ βλέπει μαῦρα καὶ νὰ βλέπει ἄνω κάτω τὰ ἀντικείμενα. Π.χ., να βλέπει τὸ ἕνα ἀντικείμενο σαν να εἶναι δύο ἤ τρία, τήν ἴσια κολώνα να τη βλέπει στρα-βή κτλ. Δεν παύει δηλαδή να βλέπει ὅπως ἔβλεπε, ἔστω κι ἄν ξέρει ὅτι ἔχει στα μάτια του φακούς. Βέ-βαια, ἄλλο εἶναι νὰ μὴν ξέρει ὅτι ἔχει στα μάτια του φακούς και να πιστεύει ὅτι μαύρισε ὁ κόσμος καί ὅτι εἶναι ἄνω κάτω ὁ κόσμος. Αὐτό εἶναι τρομερό. Ὅταν ὅμως καταλάβει ὅτι ὅλα αὐτά τά βλέπει ἔτσι, ἐπειδή ἔχει φακούς στά μάτια του, εἶναι πολύ διαφορετικά. Ἔρχεται μια κάποια ἠρεμία μέσα του, παύει νὰ ἀνησυχεῖ, ἐνῶ πρῶτα ἀνησύχησε ἀπό τή μαυρίλα. Και νὰ ἡ ὠφέλεια τοῦ νὰ ξέρει ὅτι φορά φακούς. Ωστό σο, καί αὐτό δέν φθάνει. Αὐτός ἐξακολουθεί πάλι νὰ τὰ βλέπει ὅλα μαῦρα καί ἄνω κάτω.
Καθώς ὅμως γνωρίζει καλά-καλά ὅτι ἔχει φα-κούς στα μάτια, οἱ ὁποῖοι εἶναι μαῦροι καὶ διαστρε βλώνουν τα πράγματα, ἀποδέχεται τὸ ἑξῆς: «Τελεί ωσε. Ἐγώ οὔτε τὴν ἐλάχιστη γνώμη δὲν μπορῶ νὰ ἔχω γιὰ τὸ τί εἶναι μαῦρο, τί λευκό, τί εἶναι πράσινο, κόκκινο ἤ κίτρινο. Δὲν μπορῶ νὰ πῶ ποιό εἶναι ἴσιο, ποιό εἶναι στραβό, ποιό εἶναι ἕνα, ποιό εἶναι περισσότερα ἀπό ἕνα. Ἄλλοι θὰ ποῦν, κι ἐγὼ θὰ δεχθῶ αὐτό πού θὰ ποῦν». Ἐκεῖνο δηλαδή που μένει να κάνει εἶναι νὰ μὴν ἐμπιστεύεται τή γνώμη του. Αυτό πρέπει να κάνει καὶ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θα καταλάβει καλά-καλά ὅτι ἔχει ἀρρωστημένες καταστάσεις μέσα στον ψυχοσωματικό του οργανισμό. Όσο καλύτερα καί ὅσο περισσότερο γνωρίζει κανείς τὰ τοῦ ἑαυτοῦ του καί ὅτι μέσα ἀπό κεῖ βλέπει καὶ μέσα ἀπὸ κεῖ κρίνει, τόσο πιο κοντά εἶναι στη θεραπεία.
Βέβαια, μὲ τὸ νὰ ἔχει γνώση τῆς καταστάσεώς του, δέν σημαίνει, ὅπως εἶπαμε, ὅτι ἀπό κεῖ καὶ πέρα θα βλέπει σωστά τα πράγματα. Ἐφόσον οἱ φακοί ἐξακολουθοῦν νὰ ὑπάρχουν στα μάτια του, αὐτός θα συνεχίσει νὰ τὰ βλέπει ἔτσι ὅπως τοῦ τὰ δείχνουν οἱ φακοί, καὶ θὰ εἶναι μεγάλο λάθος νὰ πεῖ: «Ε, ἀφοῦ τὸ ξέρω, ἐντάξει· θὰ τὸ λαμβάνω ὑπ' ὄψιν μου». Τι θα λαμβάνεις ὑπ' ὄψιν. Ἐσὺ βλέπεις μέσα ἀπό τούς φακούς. Θα βλέπεις μαυρίλα καὶ δὲν μπο ρεῖς νὰ πεῖς καὶ νὰ ἐπιμένεις μάλιστα ὅτι αὐτό εἶναι πράσινο, αὐτό εἶναι κόκκινο. Ποῦ τὸ ξέρεις ἐσὺ; Για σένα εἶναι ὅλα μαῦρα. Δὲν μπορεῖς νὰ πεῖς: «Αὐτὸ εἶναι ἴσιο, αὐτό εἶναι στραβό». Ποῦ τὸ ξέρεις; Γιά σένα εἶναι ὅλα ἄνω κάτω.
Δέν γίνεται χωρίς ὑπακοή, ἄν φορᾶς «φακούς ἐπαφῆς»
Ὅπως λέγαμε, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔχει αἴσθημα κατωτερότητος, ἐὰν τὰ πάρει σωστά τα πράγματα, μπορεῖ νὰ φθάσει σε βαθύτατη ταπείνωση. Ἄλλος μπορεῖ νὰ χρειάζεται χρόνια να κάνει ἄσκηση, γιά να φθάσει σε τέτοια ταπείνωση, ἐνῶ αὐτὸς τὴν ἔχει ἕτοιμη. Ἀρκεῖ νὰ ἀντιμετωπίσει σωστά την κατάστασή του, καί ὅλο τὸ αἴσθημα κατωτερότητος θα γίνει ταπείνωση. Ἐκεῖνος ἐπίσης ποὺ ἔχει μελαγχολία, ἡ ὁποία εἶναι πολύ ἄσχημη κατάσταση, ἂν τὸ πάρει σωστά, ὅλη αὐτή ἡ μελαγχολία γίνεται μετάνοια, γίνεται φόβος Θεοῦ, συντριβή, πόνος, πένθος. Ἐνῶ ἕνας ἄλλος, γιά να φθάσει σ' αὐτή την κατάσταση, θέλει χρόνια, αὐτός, τρόπον τινά, τὴν ἔχει ἕτοιμη. Αὐτό το πολύ κακό, το νὰ ἔχει κανείς αἴσθημα κα- τωτερότητος, βγαίνει σε μεγάλο καλό: γίνεται τα πείνωση. Καί τὸ ἐπίσης πολύ κακό, ἡ μελαγχολία, βγαίνει σε μεγάλο καλό: γίνεται πένθος, μετάνοια.
Αὐτός λοιπόν ὁ ὁποῖος ἔχει τέτοιες καταστάσεις, φοράει δηλαδή αὐτούς τούς φακούς ἐπαφῆς, θέλει δέν θέλει, πρέπει να κάνει ὑπακοή. Ἐνῶ ἕνας ἄλ λος θὰ δυσκολευτεῖ πάρα πολύ να κάνει ὑπακοή, να κάνει ἀληθινή ὑπακοή, να κάνει μια τέλεια ὑπακοή -διότι ὁ καθένας χρειάζεται να κάνει ὑπακοή, γιὰ νὰ σωθεῖ αὐτὸς τὴν ἔχει ἕτοιμη, μὲ τὴν ἔννοια δηλαδή ὅτι τόν ἀναγκάζουν τα πράγματα να κάνει ὑπακοή .
Γιὰ νὰ ἀναφερθούμε στο παράδειγμα, αὐτός πού φοράει φακούς ἐπαφῆς, πρέπει συνέχεια να ρω τάει τη μητέρα του: «Μητέρα, τί χρώμα εἶναι αὐτό;» Θὰ τοῦ πεῖ ἡ μητέρα του: «Άσπρο». Αὐτός δὲν τὸ βλέπει ἔτσι, ἀλλά ἀφοῦ εἶπε ἡ μητέρα ἄσπρο, εἶναι ἄσπρο. Τί φοβερή ὑπακοή κάνει! Ἐνῶ αὐτός το βλέ-πει μαῦρο, ἡ μητέρα τον βεβαιώνει ὅτι εἶναι ἄσπρο, καὶ τὸ δέχεται. «Ἀφοῦ, μητέρα, ἐσύ πού βλέπεις λές ὅτι εἶναι ἄσπρο, ἄσπρο το δέχομαι κι ἐγώ. Λὲς ὅτι εἶναι πράσινο το ἄλλο, κόκκινο τὸ ἄλλο. Λές ὅτι εἰναι ἕνα τὸ ἀντικείμενο αὐτό πού ἐγώ το βλέπω σαν δύο ἤ τρία. Λές ὅτι εἶναι ἴσιο αὐτό πού ἐγὼ τὸ βλέπω στραβό. Δέχομαι ὅ,τι λές».
Δηλαδή, αὐτός τελικά δέχεται ἀκριβῶς αὐτά πού δέν τα βλέπει καὶ ἐπίσης δέχεται πράγματα ἐντελῶς ἀντίθετα ἀπό αὐτά που βλέπει. Τι φοβερή ὑπακοή εἶναι αὐτή! Κι ἔτσι, τὸ ὅλο ἐλάττωμά του, τὸ ὅλο κουσούρι του βγαίνει σε καλό, ἅμα τὸ ἀντι-μετωπίσει σωστά. Μόνο ἔτσι μπορεῖ νὰ λυτρωθεῖ κανείς. Διότι ἅμα τα πάρει ἔτσι καὶ κάνει ὑπακοή, σιγά-σιγά θὰ φύγουν, θὰ γιατρευτοῦν οἱ ἀρρωστημένες καταστάσεις. Θα φύγουν στον βαθμό πού ὁ Θεός θα κανονίσει να φύγουν.
Γιὰ τὴν ἀσφάλεια τῆς ψυχῆς
Πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι σὲ ἀρκετές περιπτώσεις, ὅσο κι ἄν γιατρευτεί μια ἀρρωστημένη κατάσταση, μένει ἕνα κάτι. Κατ' ἀρχήν, ἀπὸ τὴν ψυχολογική πλευρά εἶναι ἔτσι, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν πνευματική πλευρά. Ὅμως μένει για το καλό τοῦ ἀνθρώπου, για το καλό τῆς ψυχῆς.
Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος πέρασε μια ζωή με τίς ἀρρωστημένες καταστάσεις του, με τις κατωτερότητές του, εἶναι βασανισμένος, εἶναι πονεμένος, εἶναι καταπιεσμένος. Ἐάν λυτρωθεῖ ἀπόλυτα, θα βρεθεί, χωρίς νὰ τὸ καταλάβει, στο ἄλλο ἄκρο καὶ θὰ πάρει τέτοιον ἀέρα, πού θά χαθεί. Γι' αὐτό, ὁ Θεός ἀφήνει νὰ ὑπάρχει μέσα στόν ἄνθρωπο κάτι, ὥστε μόλις τοῦ ἔρχεται ἡ τόλμη να κάνει ἐπικίνδυνα πετάγματα, ἀμέσως νὰ τὸν φρενάρει αὐτό τό κάτι, καί να μένει στην ταπείνωση καί νά μήν κινδυνεύει να χάσει την ὅλη θεραπεία καί τήν ὅλη πνευματική κατάσταση ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός.
16-5-1993
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου