Ναρκισσισμός πέρα από την ηδονή και δια-υποκειμενικότητα χωρίς νόημα:
Αναγνώσεις του Μαξίμου του Ομολογητή, του Γρηγορίου Παλαμά και του Θωμά Ακινάτη σήμερα 1
του Nicholas Loudovikos
Καθηγητή Δογματικής και Φιλοσοφίας, Εκκλησιαστική Ακαδημία Θεσσαλονίκης·
Επισκέπτη Καθηγητή, Institute for Orthodox Christian Studies, Cambridge, Ηνωμένο Βασίλειο·
Ερευνητικού Εταίρου, University of Winchester, Ηνωμένο Βασίλειο
Η παρούσα μελέτη αποτελεί μια συστηματική προσπάθεια κατανόησης του σύγχρονου ναρκισσισμού-χωρίς-ηδονή και της δια-υποκειμενικότητας-χωρίς-νόημα, με τη βοήθεια της μαξιμιανής διδασκαλίας περί ηδονής και οδύνης, καθώς και της παλαμικής διάκρισης μεταξύ ουσίας και ενεργειών. Ταυτόχρονα, πρόκειται για μια προσπάθεια κατανόησης της παράδοσης στο πλαίσιο μιας ζωντανής επανοικειοποίησης των πνευματικών ευρημάτων του παρελθόντος. Για να εκφραστεί αυτό, δημιουργούνται, με τη βοήθεια της σύγχρονης Φιλοσοφίας, ορισμένοι νέοι όροι, όπως η δια-νοηματικότητα (inter-meaningfulness).
Εισαγωγή: Οι φράουλες της παράδοσης και το αίμα της ερμηνείας
Στο Κέιμπριτζ ήταν όπου η Virginia Woolf, το 1923, άρχισε τη διάσημη διάλεξή της για τη σύγχρονη λογοτεχνία με τη φράση: «Ξαφνικά, γύρω στο 1910, η ανθρώπινη φύση άλλαξε». Πράγματι, η ανθρώπινη φύση είχε αρχίσει να αλλάζει πολύ πριν το συνειδητοποιήσει ο κύκλος καλλιτεχνών και στοχαστών της Woolf, μαζί με άλλες ομάδες διανοουμένων στο Κέιμπριτζ, όπως οι δηλητηριώδεις «Απόστολοι». Αν αυτή η αλλαγή αντιπροσωπεύει τον «αυτάρκη ανθρωπισμό», η ιστορία της έχει πρόσφατα ξαναειπωθεί, με λαμπρό τρόπο, από στοχαστές όπως ο Charles Taylor (A Secular Age) και ο Rémi Brague (Le Règne de l’homme).[2] Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και ο «αποσπασμένος εαυτός» του Διαφωτισμού τέθηκε έντονα υπό αμφισβήτηση: από τον Nietzsche και τη μετατροπή της εκστατικής υπέρβασης σε βούληση για δύναμη, μαζί με την παράλληλη επανεκτίμηση της υλικότητας· ή από τον Freud και την (επαν-)ανακάλυψη του Ασυνειδήτου, το οποίο πλέον είναι αποφασιστικά ψυχο-βιολογικό· και βεβαίως από τον Feuerbach, τον Hegel και τον Marx, και την επίδραση του σοσιαλισμού· και αργότερα από τον Husserl και τους Προσωποκεντρικούς φιλοσόφους, με τη νέα τους θεμελίωση της δια-υποκειμενικότητας.[ Η ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΑΡΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ, ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΣΥΝΘΕΣΗ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΟΣ ΔΕΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΚΑΘΑΥΤΗ ΨΥΧΗ ΟΥΤΕ ΤΟ ΣΩΜΑ , ΤΟΝ ΠΗΛΟ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΜΑΣ ΑΛΛΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΤΟΥΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑ, ΤΗΝ ΕΠΙΘΥΜΙΑ, Η ΟΠΟΙΑ ΑΠΑΙΤΕΙ ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΚΙΝΑΤΗ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΦΤΑΣΕ ΝΑ ΑΛΛΑΞΕΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ ΕΠΙΝΟΩΝΤΑΣ ΕΝΑΝ ΘΕΟ ΑΓΝΩΣΤΟ ΤΑΙΡΙΑΣΤΟ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΕΩΣ, ΣΤΗΝ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΓΝΩΜΗΣ ΜΕ ΤΟ ΝΕΟ ΕΝΔΥΜΑ ΤΟΥ ΣΧΕΤΙΚΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΑΠΟΨΕΩΣ, ΕΠΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ ΤΟΝ ΑΓΝΩΣΤΟ ΘΕΟ ΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕ Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΣΤΟΥΣ ΝΑΡΚΙΣΣΕΥΟΜΕΝΟΥΣ ΕΘΝΙΚΟΥΣ ΤΗΣ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑΣ.]
Ωστόσο, αυτή η έλλειψη οποιουδήποτε κοινά αποδεκτού νοήματος σχετικά με την ανθρωπότητα, η οποία ανακαλύφθηκε ξαφνικά (ή, ίσως, επιβλήθηκε) από διανοουμένους όπως η Virginia Woolf, είναι κατά μία έννοια αποκαλυπτική. Είναι, κατά τη γνώμη μου, το πρώτο σημάδι της μεγάλης αλλαγής που συνέβη στον δυτικό τρόπο ύπαρξης κατά τον 20ό αιώνα· μιας αλλαγής που έλαβε χώρα εντός αυτού που πρόσφατα αποκάλεσα «οντολογία του αυτοαναφερόμενου υποκειμένου»,[3] και που τελικά επέτρεψε σε αυτό το υποκείμενο να αμφισβητήσει ριζικά την ίδια την ανθρώπινη φύση, καθώς οδήγησε σταδιακά σε αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε Ναρκισσισμό, σε φιλοσοφική και όχι μόνο ψυχολογική γλώσσα.[ΕΑΝ ΣΑΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΕΝΝΟΟΥΜΕ ΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΛΑΙΚΕΥΜΕΝΗ ΕΝΝΟΙΑ , ΤΟΝ ΘΡΥΜΜΑΤΙΣΜΟ ΤΗΣ Η ΟΠΟΙΑ ΕΝΝΟΕΙ ΤΗΝ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΑΛΛΑΖΟΝΤΑΣ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΤΗΣ ΣΑΝ ΜΕΛΕΤΗΣ ΘΑΝΑΤΟΥ. ΚΑΙ ΘΥΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑπ.χ, ΤΗΝ ΕΠΙΥΧΙΑ ΤΗΣ ΑΛΥΣΣΙΔΑΣ ΤΩΝ MC DONALDS ΚΑΙ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΠΟΥ ΤΗΝ ΓΕΝΝΗΣΕ] Αυτό συνέβη διότι, ως πνευματικό φαινόμενο, ο Ναρκισσισμός δεν είναι μια κατάφαση, όπως ίσως πολλοί νομίζουν, αλλά μάλλον μια άρνηση της ανθρώπινης φύσης. Η πλησιέστερη φιλοσοφική του έννοια είναι εκείνη της βούλησης για δύναμη, ως απεριόριστης εσωτερικής υπέρβασης, η οποία ωθεί διαρκώς τα ανθρώπινα όντα να υπερβαίνουν κάθε ουσιώδες όριο, πέρα από τη φυσική τους ταυτότητα· η πλησιέστερη ηθική έννοια εδώ είναι ίσως ο «εμοτιβισμός» του MacIntyre,[4] ο οποίος, όχι απροσδόκητα, καταλήγει επίσης στη βούληση για δύναμη. Ο Ναρκισσισμός κορυφώνεται στην εξάχνωση της ανθρώπινης φύσης σε μια καθαρή φαντασίωση δύναμης, σε μια φαντασιακή πνευματική παντοδυναμία και παγκόσμια κυριαρχία — η ταινία Lucy του Jean Luc Besson αποτελεί μια εύστοχη περιγραφή αυτού του φαινομένου. Επιπλέον, ο ναρκισσισμός δεν είναι άρνηση της σχέσης, όπως συνήθως θεωρείται, αλλά, αντιθέτως, ο πιο κοινός τύπος σχέσης· είναι η ενσωμάτωση κάθε σχέσης εντός του εαυτού, ένα είδος μονολογικής αμοιβαιότητας, αν μου επιτρέπεται αυτό το οξύμωρο[Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΝΑΡΚΙΣΣΙΣΜΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΗΧΩ , ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΑΝΤΗΧΩΝΤΑΣ ΣΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΙΣΘΗΤΟΥ ΟΠΩΣ ΑΚΡΙΒΩΣ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΤΑΙ ΣΤΑ ΚΕΜΕΝΑ ΤΟΥ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΣΤΗΝ ΓΡΑΜΜΗ ΤΗΣ ΝΕΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ ΚΑΙ ΤΗΝ Β' ΒΑΤΙΚΑΝΕΙΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ. Ο ΝΑΡΚΙΣΣΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΕΞΟΧΗΝ ΑΝΕΡΑΣΤΟΣ.].
Ο ναρκισσισμός δεν είναι κατ’ ανάγκην εχθρικός προς την παράδοση· όπως έχει δείξει ο Anthony Giddens,[5] ο σύγχρονος άνθρωπος προτιμά μια εκλεκτική χρήση της, με τρόπο ώστε το όνειρο της παντοδυναμίας να διατηρείται και μάλιστα να ενισχύεται. Κάποιες φορές, αυτά τα πρόσωπα φαίνονται εξαιρετικά αφοσιωμένα στην παράδοση, την οποία όμως καταστρέφουν ολοκληρωτικά, διαλύοντάς την σε κβάντα δύναμης, τόσο ατομικά όσο και ως κοινότητες — «φαντασιακές κοινότητες», για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Benedict Anderson.[6] Σε αυτές τις περιπτώσεις, η παράδοση μετατρέπεται σε μια επικίνδυνη ιδεολογική σαλάτα αντιφατικών εννοιών, σε ένα όπλο φτιαγμένο από ιερά κείμενα που λαμβάνονται πάντοτε κατά γράμμα και σκοτώνουν φανταστικούς ή πραγματικούς αντιπάλους. Είναι επίσης δυνατόν η παράδοση να απορρίπτεται με έναν υποτιθέμενο «εσχατολογικό» τρόπο, τόσο με θεολογική όσο και με κοσμική έννοια — η δεύτερη αφορά μια τυφλή πίστη σε μια αιώνια και μακαρία πρόοδο (κατά τρόπο που είχε ήδη χαράξει ο Condorcet και που επιβιώνει μέσω του σύγχρονου τρόπου ζωής), ενώ η πρώτη αντιπροσωπεύει ένα είδος «εκστατικής» εσχατολογίας, της οποίας η συνέχεια με το θεολογικό παρελθόν εξασθενεί διαρκώς. Ωστόσο, κυρίως για πολιτισμικούς και ιστορικούς λόγους, τείνει να καθίσταται η συνηθέστερη στάση πολλών Ορθοδόξων θεολόγων που δεν μπορούν να βρουν τρόπους να διευκολύνουν μια γόνιμη επικοινωνία με το μη δεσμευμένο πνευματικό τους περιβάλλον.
Αλλά μπορούμε, μετά από όλη αυτή τη συζήτηση, να δώσουμε έναν αντι-ναρκισσιστικό εκκλησιαστικό ορισμό της παράδοσης, ο οποίος να αποκλείει ορισμένους από τους κινδύνους που περιγράφηκαν παραπάνω;[ΘΑ ΔΟΥΜΕ ΤΟ ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΗΧΩΣ Η ΟΠΟΙΑ ΚΙΝΕΙ ΤΟΝ ΕΚΣΥΧΡΟΝΙΣΜΟ ΤΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΑΠΑΛΕΥΘΕΡΩΣΕΩΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΜΟΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΑΝΟΙΚΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΜΕ ΚΑΤΑΛΛΗΛΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΟΥ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ]
Στους μετα-ντεριντιανούς καιρούς μας, όπου όλες οι υπαρξιακές ή οντολογικές έννοιες, μαζί με τα κείμενα στα οποία αναφέρονται, θεωρούνται ύποπτες για άσκηση καταπιεστικής εξουσίας και, συνεπώς, χρειάζονται σαφώς κάποια αποδόμηση, η παράδοση δεν μπορεί πλέον να οριστεί απλώς ως ένα απόθεμα κειμένων. Ωστόσο, είναι αλήθεια ότι η χριστιανική παράδοση δεν ορίστηκε ποτέ πρωτίστως ως ένα συγκεκριμένο απόθεμα κειμένων, αλλά ως λατρεύουσα κοινότητα, ως ευχαριστιακή σύναξη, όπου η ερμηνεία ήταν ακριβώς ευχαριστιακή ερμηνεία (δηλαδή περιγραφή, αναφορά και αναγγελία ενός νέου θεϊκού τρόπου ύπαρξης, που εισάγεται μέσα στη δημιουργία διά του Χριστού, εν Πνεύματι, μέσα στην Εκκλησία). Η ελληνική λέξη παράδοσις, προερχόμενη από το ρήμα παραδίδωμι ή, στη μέση/παθητική φωνή, παραδίδομαι, σημαίνει καταρχάς, βεβαίως, ένα είδος πλήρους και ολοκληρωτικής προσφοράς, αλλά σημαίνει επίσης και παράδοση, τόσο στην αρχαία όσο και στη νέα ελληνική, είτε ως ρήμα είτε ως ουσιαστικό. Έτσι, η παράδοσις μπορεί να κατανοηθεί ως ένα δυναμικό ιστορικό γεγονός, ως μια διαρκής απόφαση εκ μέρους μιας κοινότητας ή ενός ανθρώπου να παραδοθεί στην αλήθεια, η οποία, από την άλλη πλευρά, μας παραδίδεται ακριβώς διά της δικής μας παράδοσης σε αυτήν[ΕΝΑΣ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΟΥΣ ΣΑΝ ΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ ΤΟΥ ΦΛΩΡΕΝΣΚΙ. ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΝΑΡΚΙΣΣΟΥΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΚΑΙ ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ. ΥΙΟΘΕΣΙΑ.].
Αυτός ο υπαρξιακός ορισμός της παράδοσης ως παράδοσης/παράδοσης-εγκατάλειψης (paradosis/surrender) παραδειγματίζεται, κατά την άποψή μου, με εξαιρετικό τρόπο σε μια θαυμάσια τολμηρή φράση του Μαξίμου του Ομολογητή:
«δῶμεν οὖν ἐαυτούς ὁλοκλήρους τῷ Θεῷ, ἵνα ὁλόκληρον αὐτὸν ἀντιλάβωμεν»
(«Ας δώσουμε λοιπόν ολόκληρους τους εαυτούς μας στον Θεό, για να λάβουμε σε αντάλλαγμα ολόκληρο Αυτόν»).[7][ Η ΥΙΟΘΕΣΙΑ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΟΙΚΕΙΟΠΟΙΗΣΗ]
Με αυτή την έννοια, η παράδοσις είναι μια αμοιβαία ανταλλαγή δώρων, που πηγάζει από την προνοιακή αγάπη του Θεού και από την ευγνώμονα ἀντίδοσιν/ἀντιπροσφορά του ανθρώπου — ή, όπως το έχω ονομάσει στο παρελθόν, μια διαλογική αμοιβαιότητα.[8] Έτσι, η ουσία της παράδοσης/παράδοσης-εγκατάλειψης είναι η ελευθερία και η αγάπη: από τη μία πλευρά, μια ελεύθερη και άνευ όρων θεϊκή προσφορά, και από την άλλη, μια ελεύθερη και ευγνώμων ανθρώπινη ανταπόκριση ως συμμετοχή, ή, καλύτερα, ως συμμετοχική ερμηνεία. Αυτή η διαλογική ελευθερία μας δίνει τη δυνατότητα να κατανοούμε τα θεία και τα ανθρώπινα πράγματα με τον δικό μας προσωπικό ρυθμό και τρόπο· ο Χριστός γίνεται ο Χριστός του κάθε προσώπου, σύμφωνα με τη θαυμάσια φράση του Μαξίμου — αν και όχι χωρίς τη θυσία ενός μέρους της ματαιοδοξίας του «θωρακισμένου» εαυτού μας[ Ο ΘΕΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΕ ΤΟ ΚΑΤΗΡΓΗΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΥΠΑΚΟΗ ΚΑΤ' ΕΙΚΟΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟ ΕΝΔΥΜΑ ΚΥΡΙΟΥ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΞΑΤΟΜΙΚΕΥΜΕΝΕΣ ΟΙ ΥΠΟΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ Η ΔΟΞΑ ΤΗΣ ΜΑΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΝΕΙ].
Ίσως, όμως, ακόμη και ο όρος ερμηνεία εδώ πρέπει να κατανοηθεί, κατά κάποιον τρόπο, πέρα από τον Gadamer ή τον Ricoeur, με μια μαξιμαλιστική έννοια, ως αναφερόμενος στο σύνολο της ανθρώπινης και κοσμικής ύπαρξης, η οποία δίνεται ως απόλυτο δώρο — παραδίδεται — και αυτό σημαίνει ακριβώς ότι η κτιστή φύση, στο σύνολό της, παραδίδεται στην έσχατη πηγή και στο νόημά της, στην πηγή της άφθαρτης ζωής, διά και εντός της λατρεύουσας κοινότητας. Η Ευχαριστία είναι η μόνη οντολογική ερμηνεία της δημιουργίας και η μόνη πραγματική διαλογική αμοιβαιότητα/παράδοσις που διαθέτουμε. Με αυτή την έννοια, κατά κάποιον τρόπο, η ανθρώπινη φύση, μέσω αυτής της κατανόησης της παράδοσης, είναι πάντοτε νέα, πάντοτε άλλη, πάντοτε περισσότερη, φωτιζόμενη από τη θεϊκή της πηγή. Υπό αυτή την έννοια, η παράδοσις/παράδοση έχει να κάνει με τη ζωή εν Πνεύματι και με τη συνέχεια αυτής της ζωής εν Πνεύματι μέσα στην Εκκλησία, και δεν είναι επανάληψη ιδεών που έγιναν δεκτές στο παρελθόν· είναι δυνατόν κάποιος να είναι σύγχρονος Πατέρας της Εκκλησίας εν Πνεύματι, χωρίς να έχει διαβάσει τα κείμενα των Πατέρων — γι’ αυτό και μερικές φορές δεν μου αρέσει ο φλωροφσκιανός όρος «νεοπατερική σύνθεση», αν με αυτόν εννοούμε ένα δεδομένο πλέγμα εννοιών και νοημάτων που πρέπει να ακολουθείται αποκλειστικά και να επαναλαμβάνεται άκριτα. Από την άλλη πλευρά, είναι απολύτως σημαντικό να διαβάζουμε τα έργα των μεγάλων Πατέρων, ακριβώς για να εμβαθύνουμε στον βαθιά κοπιαστικό και, συνεπώς, δημιουργικό υπαρξιακό τρόπο με τον οποίο αφομοίωσαν, εν Πνεύματι, τη γραπτή παράδοση· η γνήσια θεολογία είναι πάντοτε νέα, πάντοτε σύγχρονη, πάντοτε συμφραζόμενη, πάντοτε παραδιδόμενη στον Χριστό, ο οποίος είναι ο μόνος θεολόγος, και παραλαμβάνοντάς Τον παραδομένο στη δική τους ολοκληρωτική παράδοση. Αλλά αυτό απέχει πολύ από το να είναι αυτονόητο και εύκολο. Διότι ο τρόπος του Χριστού να θεολογεί περνά αναπόφευκτα από τον Σταυρό. Από τον Χριστό και εξής, η θεολογία δεν είναι πλέον απλώς μεταφυσική, αλλά πάθος για την εκπλήρωση του θελήματος του Πατρός, το οποίο μεταμορφώνει τις ποικίλες βαθμίδες των ποικίλων θανάτων μας σε αιώνια ζωή και ακατάλυτη νοηματοδότηση.[ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ]
Έτσι, τολμώ να πω, παραφράζοντας τον Nietzsche, ότι ο θεολόγος οφείλει να διαβάζει την παράδοση με το αίμα του: οι φράουλες της παράδοσης χρειάζονται το αίμα της ερμηνείας μας…[ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΙ Ο ΕΡΩΣ]
Πέρα από την ηδονή και τον πόνο
Μετά από αυτή τη μακρά εισαγωγή, ας περάσω τώρα στο θέμα μου. Πρώτον, πώς μπορούμε να διαβάσουμε σήμερα τη διδασκαλία του Μαξίμου του Ομολογητή περί ηδονής και οδύνης;[ΣΕ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ] Για τον Μάξιμο, αυτή η διδασκαλία προϋποθέτει έναν εσωτερικό διχασμό στον άνθρωπο, οφειλόμενο στην αυτόνομη χρήση των αισθήσεων, όχι ως διαύλου για να θαυμάζεται η πνευματική ωραιότητα του Θεού, αλλά ως μέσου ηδονής. Έτσι, η ηδονή δεν δημιουργήθηκε από τον Θεό, αλλά από τον άνθρωπο, και αυτό εξανάγκασε τον Θεό να επιτρέψει τον πόνο, μαζί με τον θάνατο — ο οποίος είναι ο ύστατος πόνος — προκειμένου να τιμωρήσει και να παιδαγωγήσει την ανθρώπινη εκτροπή,[9] αφού η ηδονή είναι, στον βαθύτερο πυρήνα της, ειδωλολατρία.[10] Κατά συνέπεια, η ηδονή και ο πόνος δεν ανήκουν αρχικά στην ανθρώπινη φύση, αλλά είναι και τα δύο μεταπτωτικά, και μοιάζουν με τις άλογες φύσεις: η πρώτη δείχνει τη διαφθορά της ανθρώπινης προαίρεσης, ενώ ο δεύτερος επιφέρει τη διάλυση της ανθρώπινης φύσης, ώστε να καταργηθεί αυτή η αλογότητα.[11] Με αυτόν τον τρόπο, εγκαθιδρύεται μέσα στην ανθρώπινη φύση μια υπαρξιακή διαλεκτική μεταξύ ηδονής και οδύνης, πάνω στο κοινό έδαφος της φιλαυτίας, η οποία ορίζεται ακριβώς με όρους αυτής της διαλεκτικής, ως επιδοκιμασία της αισθησιακής, σωματικής ηδονής και αποφυγή του πόνου.[12] Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Μάξιμος ορίζει την ηδονή σχεδόν αποκλειστικά ως υπόθεση των αισθήσεων και ως καθαρά άλογη (ἐπιθυμία ἄλογος),[13] η οποία έλκει τον απρόσεκτο νου προς αυτή την αλογότητα, εις βάρος του.[14] Έτσι, εάν ο νους παγιδευθεί στην «επιφάνεια των πραγμάτων», χάνει το φυσικό του θεϊκό αντικείμενο θεωρίας και αγάπης και γίνεται αιχμάλωτος της αισθητής ωραιότητας των πραγμάτων και των ηδονών τους.[15] [ΣΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΘΕΤΩΝ]
Φαίνεται, λοιπόν, ότι για τον Μάξιμο, η αποδέσμευση του νου από τις αισθήσεις και η καθυπόταξή τους αποτελεί τον μόνο τρόπο διαφυγής από την ηδονή και τον πόνο και μεταμόρφωσης της ηδονής σε θεωρία. Ωστόσο, τα πράγματα έχουν γίνει σήμερα αισθητά πιο περίπλοκα. Από τη μία πλευρά, ο άνθρωπος εξακολουθεί να μη θέλει να εγκαταλείψει την ηδονή, αφού αποτελεί μέρος της προσωπικής του αλήθειας και η αυτοκατανόησή του διέρχεται μέσα από αυτήν — είναι μέρος των σύγχρονων «τεχνολογιών του εαυτού», κατά τον Foucault,[16] αν και μεγάλο μέρος της λεγόμενης «σεξουαλικής επανάστασης» της δεκαετίας του ’60 και του ’70 έχει πλέον χάσει κάθε επαναστατικό νόημα και συνδέεται στενά με πολλαπλές μορφές ματαίωσης ή ακόμη και κατάθλιψης· σήμερα, ο άνθρωπος αναζητεί νέες μορφές ηδονής. Από την άλλη πλευρά — και χωρίς ο σύγχρονος άνθρωπος να το βιώνει αυτό ως αντίφαση — σε αντίθεση με τη μαξιμιανή φιλαυτία, η σύγχρονη ναρκισσιστική ηδονή δεν συνδέεται κατ’ ανάγκην με την αισθησιακή ηδονή, αλλά μπορεί να είναι βαθύτατα επώδυνη και «ασκητική»· ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, τον Καπιταλιστή του Weber ή τον σύγχρονο «κορεσμένο εαυτό» του Kenneth Gergen, όπου η βαθύτερη ναρκισσιστική ηδονή συνδέεται με την πιο αμείλικτη στέρηση τόσο των ψυχολογικών όσο και των σωματικών ηδονών. Η τελική, απόλυτη επιβεβαίωση του ναρκισσισμού σήμερα — όχι μόνο εκ μέρους του σύγχρονου τρόπου ζωής, αλλά και εκ μέρους της σύγχρονης Ψυχολογίας (ο Freud, για παράδειγμα, δεν θα συμφωνούσε ποτέ με τον Kohut στην αποδοχή του ναρκισσισμού) — μαζί με τον ιδιότυπο «ασκητισμό» του, δείχνει ότι η σύγχρονη φιλαυτία αποτελεί σαφώς μέρος ενός θρησκευτικού-τύπου ναρκισσισμού. Η φιλαυτία έχει υπερβεί τον πειρασμό της ηδονής! Τέλος, εισερχόμενοι τώρα στον χώρο της λεγόμενης «πνευματικότητας», το αυτοαναφερόμενο υποκείμενο δεν είναι απλώς φιλόδοξο, αλλά οργανώνει την αυτοπραγμάτωσή του μέσω της ναρκισσιστικής επιθυμίας του να συγχωνευθεί με το Ύστατο Πράγμα/Νόημα/Θεό, ανεξαρτήτως του υπαρξιακού κόστους, καθιστώντας το μέρος της ίδιας της αυτοανάπτυξής του (κάτι που μπορεί τελικά να λάβει ακόμη και παρανοϊκές μορφές). Αυτή η παράδοξη κοινωνία-χωρίς-συμμετοχή είναι η κατεξοχήν ναρκισσιστική «πνευματικότητα».[Ο ΣΗΜΕΡΙΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΟΠΩΣ ΚΑΙ Ο ΧΘΕΣΙΝΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΥΤΕ ΜΠΕΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΧΩΡΙΣ ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ]
Έτσι, η φιλαυτία ή ο ναρκισσισμός έχει σήμερα καταστεί ένα είδος καντιανής κατηγορικής προσταγής, ανεξάρτητα από την ηδονή και ακόμη και συνδεδεμένη με τον πόνο! Μετά, λοιπόν, την κουλτούρα της συνεχούς και απεριόριστης ηδονής της μεταπολεμικής περιόδου, περάσαμε ομαλά σε μια κουλτούρα του ναρκισσισμού καθαυτού, πέρα από την ηδονή και τον πόνο, ή ως ηδονή καθ’ εαυτήν, ανεξάρτητα από την αισθησιακή ή συναισθηματική ηδονή ή τον πόνο. Με αυτόν τον τρόπο, ο ναρκισσισμός έχει σήμερα καταστεί τερατώδης και ανεξέλεγκτα υπερβολικός — και βρίσκεται πράγματι πέρα από την ηδονή και τον πόνο. Πώς, λοιπόν, μπορούμε να διαβάσουμε σήμερα τον Μάξιμο περί ηδονής και οδύνης; [ΠΑΝΤΟΤΕ ΗΤΑΝ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΗ Η ΦΙΛΑΥΤΙΑ]
Ήταν αδύνατον για τον Μάξιμο να γνωρίζει ότι θα ερχόταν μια εποχή κατά την οποία η φιλαυτία θα υπερέβαινε ακόμη και την ηδονή, και θα εμφανιζόταν ένα είδος φιλαυτίας που θα ήταν μάλιστα αντίθετο προς την ηδονή.[ Η ΔΟΞΑ ΕΙΝΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΗΔΟΝΗ. ΕΙΝΑΙ Η ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΣΑΝ ΘΕΟΥ] Βεβαίως, η σκέψη του δεν ήταν ότι κάθε σωματική ηδονή μας οδηγεί αναπόφευκτα στη φιλαυτία και ότι απαιτείται μια επώδυνη τιμωρία για να επέλθει η αποκατάσταση. Ο πυρήνας μιας τέτοιας σκέψης θα μπορούσε ίσως να διατυπωθεί, με σύγχρονους όρους, ως εξής: η απουσία του άλλου, μέσω της εργαλειοποίησής του, προκειμένου να υπηρετήσει τη δική μας ναρκισσιστική φαντασίωση, μετατρέπει τη ναρκισσιστική ηδονή σε ειδωλολατρία μιας αυτόνομης αυτοσύστασης, όπου — για να ακολουθήσουμε τον Lacan — η jouissance του υποκειμένου είναι, στον βαθύτερο πυρήνα της, καθαρός πόνος, ως απόλυτος ναρκισσιστικός φόβος, και οδηγεί στη συνακόλουθη εξάλειψη κάθε κριτηρίου διάκρισης μεταξύ ηδονής και οδύνης — κριτήρια που είναι κατ’ εξοχήν διυποκειμενικά.[ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΕΓΩ Ο ΑΡΧΑΙΟΣ ΕΩΣ ΤΟΥ ΑΚΙΝΑΤΗ ΟΥΤΕ ΜΗΤΡΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΠΑΡΑ ΤΗ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ ΤΟΥ ΟΙΔΙΠΟΔΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΡΟΥΝΤ.]
Σε κάθε περίπτωση, η δοξολογία είναι ο άλλος δρόμος που παραμένει ανοικτός, εφόσον το ερώτημα του έσχατου νοήματος (δηλαδή της θείας παρουσίας μέσα στην κτιστή ωραιότητα ή, με τους δικούς μας όρους, μιας νοηματοδοτημένης διυποκειμενικότητας) απαντάται καταφατικά. Η πεμπτουσία της διδασκαλίας του αγίου Μαξίμου για εμάς είναι, επομένως, να αναζητούμε πάντοτε αυτό το έσχατο νόημα (δηλαδή τη διαλογική θεία παρουσία πίσω από κάθε είδους ηδονή και πόνο), αντί να παραδινόμαστε σε αυτόν τον ιδιότυπο ασκητισμό του ναρκισσισμού. Η ηδονή και ο πόνος έχουν κατά κάποιον τρόπο καταστεί σήμερα ταυτόσημα, μέσα στη μεγάλη επώδυνη ηδονή του ναρκισσισμού, που αποτελεί τη σύγχρονη ειδωλολατρία κατ’ εξοχήν — και ο Μάξιμος μπορεί να διαβαστεί ως μαχόμενος ακριβώς εναντίον κάθε μορφής ειδωλολατρίας που αρνείται τη θεϊκότητα της δημιουργίας χάριν της ψευδούς θεϊκότητας της ναρκισσιστικής αυτοπραγμάτωσης του υποκειμένου.[ΕΦΟΣΟΝ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΗΣΟΥΜΕ ΕΞΩ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑ]
Δια-νοηματοδότηση (Inter-meaningfulness): μια διυποκειμενικότητα εν τω γίγνεσθαι
Εφόσον ο ναρκισσισμός είναι μια διυποκειμενικότητα χωρίς νόημα, χρειαζόμαστε έναν τρόπο θεμελίωσης μιας νοηματοδοτημένης διυποκειμενικότητας.[ΓΙΑ ΠΟΙΟ ΛΟΓΟ;] Θα προσπαθήσουμε να το πράξουμε αυτό με τη βοήθεια του αγίου Γρηγορίου Παλαμά. Για μία ακόμη φορά, δεν είναι αυτονόητο ότι η διάκριση ουσίας και ενεργειών, την οποία υποστήριξαν όλοι οι μεγάλοι ορθόδοξοι θεολόγοι του 20ού αιώνα (ακόμη και ο Bulgakov κατέληξε τελικά να ταυτίσει τη Σοφιολογία του με τη διδασκαλία περί ακτίστων ενεργειών), μπορεί να γίνει κατανοητή από τον σύγχρονο δυτικό άνθρωπο, ακριβώς επειδή η σύγχρονη κατανόηση του όρου «ενέργεια» δεν έχει καμία σχέση με αυτό που ο Παλαμάς και τόσοι πολλοί από τους πνευματικούς του προδρόμους και διαδόχους ήθελαν να εκφράσουν.
Έτσι, ενώ ο Παλαμάς ήθελε να δείξει, μέσω αυτής της διδασκαλίας, ότι ο Τριαδικός Θεός — ο Πατέρας, διά του Υιού, εν Αγίω Πνεύματι — εισέρχεται πράγματι σε προσωπική κοινωνία με τα κτιστά όντα, μια κοινωνία που λαμβάνει χώρα τόσο εντός όσο και εκτός Αυτού, η σύγχρονη κατανόηση της ενέργειας είναι απρόσωπη, πράγμα που σημαίνει ότι δεν έχει καμία σχέση με την πρόθεση, τον σκοπό και, με μία λέξη, το νόημα. [ΟΙ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΠΑΛΑΜΑ ΟΥΣΙΩΝΟΥΝ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΝΥΠΟΣΤΑΤΕΣ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΙΣΧΥΡΙΣΤΗΚΕ Ο ΑΚΙΝΔΥΝΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΤΗΚΕ ΣΑΝ ΑΙΡΕΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΛΑΜΑ ΣΑΝ Η ΚΑΘΑΥΤΗ ΥΒΡΙΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ] Ωστόσο, όπως θα προσπαθήσω να δείξω, η παλαμική δια-υποστατική συνέργεια μεταξύ Θεού και ανθρώπου, όπως την ονομάζω, αποσκοπεί κυρίως στη δημιουργία μιας δια-νοηματοδότησης μεταξύ τους, όρος που αποτελεί το πλησιέστερο ισοδύναμο που μπορώ να βρω για τον ελληνικό όρο διεννοημάτωσις. Πράγματι, υπό αυτή την προοπτική, μέσω του όρου «ενέργεια» επιστρέφουμε οριστικά στον χώρο του νοήματος, και μπορούμε έτσι να συγκροτήσουμε μια αληθινή και νοηματοδοτημένη διυποκειμενικότητα.[ΥΠΑΡΧΕΙ Η ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΓΙΑ ΟΠΟΙΟΝ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΜΗΝ ΤΟΥ ΤΟΝ ΠΙΑΝΟΥΝ ΟΙ ΕΤΕΡΟΤΗΤΕΣ]
Ωστόσο, θα στηριχθούμε κυρίως στον Wittgenstein, και δευτερευόντως στον Αριστοτέλη, προκειμένου να αποδείξουμε αυτό το σημείο.
Είναι αναμφίβολα αληθές ότι, όπως ο ίδιος ο Wittgenstein δήλωνε επανειλημμένως, δεν διάβασε ποτέ τον Αριστοτέλη. Και, βεβαίως, ήταν επίσης αδύνατον να έχει διαβάσει οποιοδήποτε παλαμικό κείμενο, αφού, πρώτα απ’ όλα, δεν μπορούσε να διαβάσει ελληνικά. Ωστόσο, φαίνεται να υπάρχουν ορισμένες συναρπαστικές εγγύτητες ανάμεσα στον τρόπο με τον οποίο ο λεγόμενος δεύτερος Wittgenstein κατανόησε τη διυποκειμενική συγκρότηση του νοήματος και στην παλαμική κατανόηση της αριστοτελικής έννοιας της ενέργειας στη Μεταφυσική Λ. Είναι επίσης σημαντικό να συγκρίνουμε αυτή την ανάγνωση με την αφομοίωση του ίδιου κειμένου από τον Θωμά Ακινάτη και να αναζητήσουμε τις συνέπειες τέτοιων αναγνώσεων για τη σύγχρονη σκέψη.[ΣΚΕΦΤΟΜΑΣΤΕ ΑΡΑ ΥΠΑΡΧΟΥΜΕ,ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ. ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ ΝΟΙΑΖΕΤΑΙ!]
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου