Τρίτη 31 Αυγούστου 2021

Μητροπολίτης Ναυπάκτου: «Όποιος σε καιρό πανδημίας μολύνει τους άλλους, κρίνεται με το επιτίμιο του φόνου»


«Δολοφόνους» χαρακτηρίζει εκείνους που διασπείρουν τον ιό ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου, εξαπολύοντας επίθεση κατά όλων εκείνων που ενστερνίζονται «θεωρίες συνομωσίας».

Διαβάστε αναλυτικά τι λέει στην ανοικτή επιστολή του:

Ἀγαπητοί Πατέρες καί ἀδελφοί,
Ὅπως γνωρίζετε, ἡ πατρίδα μας καί ὁλόκληρος ὁ κόσμος ταλαιπωρεῖται περισσότερο ἀπό ἑνάμιση χρόνο ἀπό τήν λεγόμενη ὑγιειονομική κρίση, τόν ἰό sars-cov-2 πού προκαλεῖ τήν λοίμωξη καί τήν ἀσθένεια covid 19.
Στό θέμα αὐτό ἡ Πολιτεία λαμβάνει τά ἐνδεδειγμένα μέτρα, συντονιζόμενη στούς Παγκόσμιους Ὀργανισμούς γιά τήν ὑγεία τῶν πολιτῶν της, ἡ δέ Ἐκκλησία ἀντιμετωπίζει τό θέμα αὐτό μέ σοβαρότητα, νηφαλιότητα καί ὑπευθυνότητα.
Μεταξύ τῶν μέτρων προλήψεως τῆς λοιμώξεως καί τῆς νόσου καί ἴσως ἀπό τά πιό σημαντικά εἶναι καί τό ἐμβόλιο, ὅπως γίνεται καί σέ πολλές ἄλλες ἀσθένειες. Γιά τό θέμα αὐτό ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος ἔλαβε συγκεκριμένες ἀποφάσεις:
Στίς 13 Ἰανουαρίου 2021 ἀποφάσισε: Ἡ Ἱερά Σύνοδος «παρακολουθεῖ στενά τό ζήτημα τῶν ἐμβολιασμῶν, μέσῳ τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Βιοηθικῆς, ἡ ὁποία μέ συνεχεῖς ἀναφορές της ἐνημερώνει τό Συνοδικό Σῶμα γιά ὅλες τίς ἐξελίξεις. Στό πλαίσιο αὐτό ἡ Ἱερά Σύνοδος ἐνημερώθηκε ὅτι, κατόπιν γενομένης ἔρευνας, τά ἐμβόλια κατά τοῦ covid-19 πού ἐπί τοῦ παρόντος χρησιμοποιοῦνται στήν Πατρίδα μας, δέν ἀπαιτοῦν τήν χρήση καλλιεργειῶν ἐμβρυϊκῶν κυττάρων γιά τήν παραγωγή τους.
Μέ ἀφορμή τήν ἀνωτέρω ἐνημέρωση ἡ Ἱερά Σύνοδος ἐπαναλαμβάνει, ἰδίως πρός ὅσα ἀπό τά μέλη Της παρουσιάζουν μία ἰδιαίτερη εὐαισθησία στά σενάρια ἀπειλῆς καί κινδύνων, στηριζόμενα μονομερῶς καί ἀνεξέλεγκτα εἴτε σέ διογκωμένες δημοσιογραφικές πληροφορίες κυρίως ἀπό τό διαδίκτυο, εἴτε διακατέχονται ἀπό διάφορες προκαταλήψεις, ὅτι ἡ ἐπιλογή τοῦ ἐμβολιασμοῦ δέν εἶναι ζήτημα τόσο θεολογικό ἤ ἐκκλησιαστικό, ἀλλά κυρίως ἰατρικό-ἐπιστημονικό καί ἀποτελεῖ ἐλεύθερη προσωπική ἐπιλογή τοῦ κάθε ἀνθρώπου σέ ἐπικοινωνία μέ τόν ἰατρό του, χωρίς ὁ ἐμβολιασμός νά συνιστᾶ ἔκπτωση ἀπό τήν ὀρθή Πίστη καί ζωή» (Δελτίον Τύπου Ἱερᾶς Συνόδου, 13-1-2021).
Στίς 14 Ἰουλίου 2021 ἀποφάσισε: «Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, γνωρίζοντας πώς ὁ ἐμβολιασμός ἀποτελεῖ μέγιστη πράξη εὐθύνης ἀπέναντι στόν συνάνθρωπο, συνιστᾶ σέ ὅλους, σέ συνεννόηση μέ τόν ἰατρό τους, νά ἀξιοποιήσουν τό δῶρο αὐτό πού μᾶς χάρισε ὁ Θεός, προκειμένου νά προστατεύσουμε τούς ἑαυτούς μας, ἀλλά καί κάθε ἄνθρωπο “ὑπέρ οὗ Χριστός ἀπέθανε” (Ρωμ. 14, 15). Καί θέλει αὐθεντικῶς νά διαβεβαιώσει πώς αὐτό τό ἐμβόλιο δέν ἔρχεται σέ καμία ἀντίθεση μέ τήν Ἁγιογραφική, Πατερική καί Κανονική διδασκαλία τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας» (Συνοδική Ἐγκύκλιος 3074/1365/14-7-2021).
Ἐπειδή δέν εἴμαστε ἕνα ἀσύντακτο σῶμα, ἀλλά «καλή στρατεία» (Α΄ Τιμ. α΄, 18) καί πρέπει νά ὑπακούουμε στίς ἀποφάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, γι’ αὐτό πρέπει νά συντονιζόμαστε σέ αὐτά πού ἀποφασίζει ἡ Ἱερά Σύνοδος μέ τά συνοδικά της ὄργανα.
Αὐτό πρακτικά σημαίνει ὅτι δέν πρέπει νά ἀδιαφοροῦμε καί ὡς πρός τήν ἀντιμετώπιση τῆς ἀσθενείας αὐτῆς, γι’ αὐτό πρέπει νά κάνουμε χρήση καί τοῦ ἐμβολίου, ἐκτός ἄν ὁ ἰατρός, πού παρακολουθεῖ τήν ὑγεία τοῦ καθενός σας καί εἶναι ἐπιστημονικά καταρτισμένος, ἀποφανθῆ διαφορετικά γι’ αὐτό.
Πάντως, θεωρῶ ὅτι εἶναι ἀπαράδεκτο νά ἀντιμετωπίζεται τό ἐμβόλιο κατά τοῦ κορωνοϊοῦ μέ παραθεολογικά ἐπιχειρήματα, πολιτικές σκοπιμότητες καί συνωμοσιολογικές νοοτροπίες, πού ἀπάδουν σέ Κληρικούς καί Χριστιανούς. Ἄλλο εἶναι ὁ ἐπιστημονικός διάλογος καί ἡ ἐπιστημονική ἀντιπαράθεση γιά τήν βελτίωση τῶν μέχρι σήμερα μέσων ἀντιμετώπισης τοῦ ἰοῦ, μέσα στά ἐπιστημονικά ὄργανα, πού εἶναι ἐνδεδειγμένη πράξη, καί ἄλλο εἶναι ἡ ἀντίδραση στόν ἐμβολιασμό μέ παραθεολογικές καί συνωμοσιολογικές ἀπόψεις, οἱ ὁποῖες δυστυχῶς μεταδίδονται ταχύτατα στά μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης καί δημιουργοῦν σύγχυση στούς Χριστιανούς.
Παρατηρῶ ὅτι τό ἀντιεμβολιαστικό κίνημα στήν Ἀμερική κυριαρχεῖ μεταξύ τῶν φονταμενταλιστικῶν ἀκραίων Προτεσταντικῶν κύκλων καί μεταξύ ἀνθρώπων πού διακατέχονται ἀπό διάφορες ἀρχές τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν. Δέν θέλω δέ νά ἀναφερθῶ ἐδῶ καί σέ ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἄλλα ἀτομικά, πολιτικά καί οἰκονομικά συμφέροντα.
Δυστυχῶς, αὐτά πού κατά καιρούς διατυπώνονται ἀπό τούς φονταμεντα­λιστικούς αὐτούς προτεσταντικούς κύκλους στήν Ἀμερική μεταφέρονται καί σέ ἀνθρώπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, χωρίς νά ἀντιλαμβάνονται αὐτοί ὅτι ὅλα αὐτά στεροῦνται θεολογικῆς βάσεως καί ἐκκλησιολογικῆς συνειδήσεως. Εἶναι λυπηρό ὅτι πολλοί πού ἔχουν ἀντιεμβολιαστική νοοτροπία διακρίνονται ἀπό ἔλλειψη σοβαρῆς θεολογικῆς σκέψεως, ἐκκλησιολογικῆς συνείδησης καί ἐν τέλει σοβαρῶν ἐπιστημονικῶν ἐπιχειρημάτων.
Διαβάζω ὅσα γράφονται ἐναντίον τῶν ἐμβολίων καί ἐκπλήσσομαι ἀπό τήν σύγχυση σκέψεως καί γραφῆς, ἀλλά καί ἀπορῶ, ἐπειδή ἀπουσιάζει «ὁ κοινός νοῦς ὡς κοινῶς νομίζεται». Δυστυχῶς ἐπικρατεῖ τέτοια σύγχυση, ὥστε τά ὅσα γράφονται στήν μιά παράγραφο νά ἀναιροῦνται στήν ἄλλη, ὁπότε ὁ λόγος τους δέν εἶναι καθαρός. Ἐμπλέκονται τά ἐπιστημονικά μέ τά «μεταφυσικά», ἡ θεολογία μέ τήν παραθεολογία, ἡ Χριστολογία μέ τήν ἀντιχριστολογία καί τήν δαιμονολογία.
Ὅμως, ἡ ἐπιστήμη δέν εἶναι θρησκεία ἤ παραθρησκεία, ἀλλά κρίνεται μέ κριτήρια ἐπιστημονικά, ὅπως ἐπίσης ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δέν ἔχει σχέση μέ φαντασιώσεις καί ἐξτρεμισμούς. Σέ ὅλα αὐτά κυριαρχεῖ ἡ πλάνη, πού προέρχεται ἀπό τόν πλανεμένο νοῦ. Καί ὅπως λένε οἱ ἐμπειρικοί θεολόγοι, εὔκολο εἶναι νά πλανηθῆ κανείς, ἀλλά δύσκολο νά ξεπλανηθῆ, νά ἀπαλλαγῆ ἀπό τήν πλάνη.
Ὡς Κληρικοί εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά τηροῦμε τά ὑγιειονομικά μέτρα, ὥστε νά μή γίνουμε αἰτία καί ἀφορμή νά μολύνονται οἱ Χριστιανοί τούς ὁποίους ποιμαίνουμε, γιατί σέ μιά τέτοια περίπτωση στρέφονται ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας καί εὐθυνόμαστε γι’ αὐτό.
Θά ἤθελα νά ἐπισημάνω ὅτι ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἔχει ἀποφανθῆ δύο φορές τοὐλάχιστον, ἀπ’ ὅ,τι γνωρίζω, γιά τό ὅτι ἄν κατά τόν καιρό μιᾶς πανδημίας ὁ Χριστιανός δέν προσέχει καί γίνεται αἴτιος θανάτου τῶν ἄλλων, θά πρέπει νά κανονίζεται ὡς φονεύς. Συγκεκριμένα:
Στό «Πηδάλιό» του (ὑποσημείωση στόν ΞΣΤ΄ Ἀποστολικό Κανόνα) γράφει: «Σημείωσε ὅτι ὡς φονεύς καταδικάζεται καί ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἐν καιρῷ πανώλης ἠξεύρωντας ὅτι εἶναι μεμολυσμένος, ὑπάγει εἰς οἴκους καί πολιτείας, καί μολύνει καί τούς ἄλλους, καί γίνεται πολλῶν φόνων αἴτιος».
Στό «Ἐξομολογητάριό» του (Περί τῆς ΣΤ΄ ἐντολῆς) γράφει: «”Οὐ φονεύσεις”. Εἰς ταύτην τήν ἐντολήν σφάλλουν ἐκεῖνοι … ὁποῦ ἐν καιρῷ πανώλης, ἠξεύροντες ὅτι εἶναι μεμολυσμένοι, ἑνώνονται μέ τούς ἄλλους καί τούς μολύνουν. Ἐκεῖνοι, ὁποῦ φονεύουν τόν ἑαυτό τους· καί ἁπλῶς, ὅλοι ἐκεῖνοι, ὁποῦ γίνονται ριψοκίνδυνοι».
Γι’ αὐτό συνιστᾶ στόν πνευματικό νά ἐρωτᾶ τόν ἐξομολογούμενο, μεταξύ τῶν ἄλλων: «Μήπως ἠξεύροντας πώς ἤσουν πανουκλιασμένος, ἑνώθης μέ τούς ἄλλους καί τούς ἐμόλυνες καί ἀπέθανον; διατί ὡς φονεύς κανονίζεσαι».
Ἀντιλαμβάνεσθε, λοιπόν, τήν σοβαρότητα τοῦ θέματος. Ὅποιος σέ καιρό πανδημίας, ὅπως γίνεται στήν ἐποχή μας, δέν προσέχει καί μολύνει τούς ἄλλους, κρίνεται μέ τό ἐπιτίμιο τοῦ φόνου! Ἕνας δέ βασικός τρόπος προφύλαξης τοῦ ἑαυτοῦ μας καί τῶν ἄλλων εἶναι καί ὁ ἐμβολιασμός, ὅπως γίνεται καί σέ ἄλλες ἀσθένειες.
Ἄν ὁ προσωπικός σας ἰατρός, γνωρίζοντας τό ἰατρικό σας ἱστορικό, σᾶς συνιστᾶ νά μή κάνετε τό ἐμβόλιο, δέν σημαίνει ὅτι δέν θά λαμβάνετε τά ἄλλα ἀπαραίτητα μέτρα, καί φυσικά δέν σημαίνει ὅτι θά συνιστᾶτε στούς Χριστιανούς νά μήν ἐμβολιάζονται. Σέ μιά τέτοια ἐνδεχόμενη περίπτωση θά δώσετε λόγο στόν Θεό, σύμφωνα μέ τά ὅσα γράφει ὁ μέγας διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
Παρακαλῶ νά λάβετε σοβαρῶς ὑπ’ ὄψη τά ἀνωτέρω καί νά μήν ἀδιαφορήσετε γιά τό σοβαρό αὐτό θέμα, διότι, ἐκτός τῶν ἄλλων, θά παρουσιασθῆτε στήν πράξη ὅτι διαφοροποιῆστε ἀπό τό Συνοδικό καί Ἱεραρχικό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἄς προσευχηθοῦμε στόν Θεό νά μᾶς δίνη σωματική καί πνευματική ὑγεία, ἰδιαιτέρως σύνεση, διάκριση καί ἐσωτερική ἡσυχία, πού εἶναι τόσο ἀπαραίτητες στήν ἐποχή μας, ὥστε νά μή καταλήγουμε σέ ἀκραῖες καταστάσεις.

Μέ θερμές εὐχές
Ὁ Μητροπολίτης
† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου ΙΕΡΟΘΕΟΣ»

Μητροπολίτης Ναυπάκτου: «Όποιος σε καιρό πανδημίας μολύνει τους άλλους, κρίνεται με το επιτίμιο του φόνου» | Pronews

ΜΕΓΑΛΟΣ ΚΩΜΙΚΟΣ. ΠΟΙΟΣ ΞΕΡΕΙ ΤΙ ΑΛΛΟ ΘΑ ΕΠΙΝΟΗΣΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΒΓΕΙ ΣΤΟ ΓΥΑΛΙ!!!

Τι μπορεί να σου κάνει το μπόλι.

Ο ΕΡΩΣ ΤΟΥ ΑΛΚΙΒΙΑΔΗ ΣΤΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ (10).

 Συνέχεια από: Δευτέρα 9 Αυγούστου 2021

.FIORENTINA UNIVERSITAS STUDIORUM.

Ο ΕΡΩΣ ΤΟΥ ΑΛΚΙΒΙΑΔΗ ΣΤΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ 

Τού Νικολάου Πατρώζου.

Τρίτο κεφάλαιο: 3.1. Ο “Λίθος” σύμφωνα με τον Σωκράτη!

Σ’αυτό το κεφάλαιο θα συγκεντρώσουμε την προσοχή μας στον Σωκράτη, στον τρόπο με τον οποίο η φιγούρα του διακρίνεται από άλλες οι οποίες είναι παρούσες στο πανόραμα της Αθήνας του IV αιώνος. Όπως διηγείται ο ίδιος ο Αλκιβιάδης, ο Σωκράτης είχε ανοσία στα παιχνίδια γοητείας (217 b- 219 a). Παρ’όλα αυτά, ένα χωρίο τού διαλόγου Χαρμίδης, το οποίο μάς θύμισε ο Price, μοιάζει να διαψεύδει αυτή την βεβαίωση: “Ο πιο ζωντανός, ο γεμάτος ζωή, είναι όταν διακρίνοντας το στήθος τού Χαρμίδη στο εσωτερικό τού μανδύα του, (ο Σωκράτης) ανάβει”. [ A.W. Price, Love and friendship in Plato and Aristotle, Oxford University Press, 1989, σ. 223].  Είναι προφανές λοιπόν ότι η επιθυμία τού Δασκάλου ανάβει τόσο απέναντι στον Αλκιβιάδη, όσο και απέναντι σε άλλους, όπως στην περίπτωση τού Χαρμίδη. Ανάμεσα στον εραστή και τον ερωμένο δεν υπάρχει όμως καμία επαφή, καθότι αυτό θα συνιστούσε για τον Σωκράτη μία υποτίμηση τού “κάλλους” του το οποίο είναι μίας καθαρά ανώτερης μορφής από των εραστών του. 

          Εκ νέου λοιπόν το θέμα της επιθυμίας επιστρέφει στον μύθο τού ηνίοχου παρμένου από τον Φαίδρο και αναλυμένο από τον Βλαστό: “το λευκό άλογο (και αυτός που το οδηγεί) συγκρατείται από την ντροπή για να μην ορμήξει στον αγαπώμενο (254 α 2-3). Το ένστικτο ελέγχεται αλλά δεν διαλύεται. Χωρίς τον έλεγχο τού μαύρου αλόγου, που γίνεται εδώ το σύμβολο ενός σκληρού ελέγχου τού εαυτού, θα ακολουθούσαν στην κατάσταση αυτή πράξεις “απαίσιες και εκτός νόμου”. Η φυσική επιθυμία είναι ακόμη εκεί, στον αγαπώμενο έφηβο και ακόμη περισσότερο στον εραστή. Χρειάζεται μία ολυμπιακή δύναμη για να ελεγχθεί! [G. Vlastos, Platonic studies, Princeton University press, 1973]. Και αυτή την ολυμπιακή δύναμη κατέχει ο Σωκράτης με την φλογερή συμπεριφορά του! Η ερωτική του επιθυμία λοιπόν δεν είναι νεκρωμένη καθότι ο Σωκράτης, έχοντας συνείδηση τής φύσεως τών “φυσικών” του επιθυμιών, λόγω πείρας, ξέρει πως να τις ξεγελά, κατορθώνοντας έτσι να τις εμποδίζει να πάρουν κεφάλι και να τού επιβληθούν, αλλά χωρίς να αρνείται αναγκαίως την έντονη παρουσία τους. Η συγκέντρωσή του είναι τέτοια ώστε κατορθώνει να διατηρεί κάτω από κάθε περίσταση εκείνη την εσωτερική ομορφιά, γνωστή σε όλους και πολύ συχνά αιτία φθόνου.

          Ο Σωκράτης μοιάζει να είναι μία φιγούρα απόμακρη, με την ικανότητά του να αντέχει την πείνα, την δίψα, τον πόνο, την κούραση, τις ατυχίες, την ζέστη και το κρύο. Αυτή η φυσική αντοχή, αυτή η κυριαρχία τού σώματος, στις ανάγκες τροφής και ξεκούρασης… στους σεξουαλικούς πειρασμούς, τον καθιστούν έναν διαφορετικό άνθρωπο από τους άλλους. [C. Calame, L’amore in Grecia, Laterza, 1988, σ.12].

          Ο Σωκράτης αδιαφορεί για το ντύσιμό του, είναι αδιάφορος για την εξωτερική ομορφιά. Είναι ελεύθερος από πάθη και υλικές διαφυγές. Η Nussbaum τον ερμηνεύει σαν “ένα πρόσωπο “διαχωρισμένο” από το σώμα του, το οποίο εκ γενετής δεν αισθάνεται τον πόνο και δεν θεωρεί τα βάσανα σαν κάτι που του συμβαίνουν πραγματικά. Μοιάζει με ένα όν του οποίου η διάνοια είναι ξεχωρισμένη από το σώμα, του οποίου η προσωπικότης δεν ταυτίζεται κατά κανένα τρόπο με το σώμα”. [M. Nussbaum, The fragility of goodness, Cambridge university press, 2001, σ. 183].

          Σαν να υπέστη μία μετάλλαξη η οποία τον άλλαξε τελείως. Σ’αυτόν μοιάζει να απουσιάζει η τάση, τυπική τού ανθρώπου, να δεθεί στα αναρίθμητα γήινα αγαθά. Ο Σωκράτης πράγματι σχετίζεται με την πραγματικότητα που τον περιτριγυρίζει μόνον διανοητικά, μετέχοντας στις ανθρώπινες δραστηριότητες καθότι ενεργός πολίτης τής πόλης. Η φιγούρα του μάς μεταδίδεται σαν να είναι μονίμως συγκεντρωμένη, μετρημένη σε κάθε πράξη και κίνηση, αδιαπέραστη τόσο στο σώμα όσο και στο πνεύμα, ώστε να μοιάζει εν τέλει περισσότερο στις νοητές μορφές παρά τους κοινούς ανθρώπους. [Nussbaum, σ. 195]. Η μεταμόρφωσή του, ακολουθώντας την διδασκαλία τής Διοτίμα, έφερε και μία αλλαγή στην αντίληψη του τού κόσμου: Όταν βλέπει ένα σώμα κατορθώνει να δεί “ακριβώς το ίδιο ίχνος και τον τόνο αγαθότητος και κάλλους σαν μίας μαθηματικής αποδείξεως- η οποία διαφέρει μόνον ως προς την ποσότητα και την θέση. (σ.180). Ο Σωκράτης δεν βλέπει πλέον τον φαινομενικό κόσμο με τα ασυνειδητοποιημένα μάτια τού ανώριμου ανθρώπου, αλλά κατορθώνει να τον παρατηρήσει στην πληρότητά του, όπως μέσω ενός φίλτρου το οποίο επαναφέρει κάθε στοιχείο στην δική του νοητή μορφή. Γι’αυτόν κάθε ωραίο πράγμα ή όμορφο πρόσωπο είναι τέτοιο καθότι μετέχει στην μορφή τού κάλλους. “Ο Αλκιβιάδης είναι στα μάτια του μόνον μία άλλη από τις ωραιότερες, ένα κομμάτι τής μορφής, ένα καθαρό πράγμα σαν κόσμημα” (σ. 195). Ο Σωκράτης αναγνωρίζει τις αιώνιες ποιότητες παρούσες στον κόσμο και στα πρόσωπα και δοκιμάζει μέσω τού λόγου να τις γνωρίσει και στους άλλους. Και δεν δείχνει μία ανάρμοστη συμπεριφορά διότι ταυτίζει την ποιότητα τής αφαίρεσης με το συγκεκριμένο και τα χειρίζεται με τον ίδιο τρόπο: γι’αυτόν η ύλη είναι κάτι που παραπέμπει πάντοτε στις μορφές.

          Ένα περαιτέρω αποτέλεσμα τής μεταμόρφωσης τού Σωκράτη είναι η παρατεταμένη του ακινησία, η οποία, όπως μας μεταφέρουν οι πηγές, συμβαίνει πάντοτε σε ακατάλληλες στιγμές. [Εδώ αναφέρεται στην ακινησία τού Σωκράτη πριν από το συμπόσιο, αλλά και στην μεγαλύτερη ακινησία του κατά την διάρκεια τής μάχης τής Ποτίδαιας.] Κατά την διάρκεια αυτών τών ξαφνικών στιγμών τής “ησυχίας και ειρήνης” δεν γνωρίζουμε τί ακριβώς σκέπτεται ο Σωκράτης, και δεν είναι ούτε καν γνωστό τί τύπο εμπειρίας ζει. Γνωρίζουμε μόνον ότι έχουν κυρίως στοχαστική φύση, στην ησυχία τής οποίας ο Φιλόσοφος συγκεντρώνεται αποκλειστικά στον εαυτό του. Στον Φαίδωνα αυτή η πρακτική τής απόσυρσης στην ίδιαν εσωτερικότητα ονομάζεται αναχώρησις, και εξηγείται σαν την “ακινησία τής ψυχής και τού σώματος: τού σώματος που αντιστέκεται και στέκεται ακίνητο και της ψυχής που δεν κινείται, αλλά παραμένει καθηλωμένη, ακίνητη, στον εαυτό της, γύρω από τον άξονά της, από όπου τίποτε δεν μπορεί να την απομακρύνει” [M. Foucault, The Hermeneutics of the subject, Macmillan, London, 2005, σ. 49]. Αυτή η απομάκρυνση δείχνει μία πλήρη απόσταση από τις αισθήσεις οι οποίες μπορεί να είναι πηγή πιθανών ψευδαισθήσεων. Το υποκείμενο σ’αυτή την κατάσταση παραμένει συγκεντρωμένο στον εαυτό του: δεν επηρεάζεται από εξωτερικά γεγονότα, και είναι σαν μία σταθερή κατασκευή-μία κατάσταση η οποία είναι πάντοτε στην διάθεση τού φιλοσόφου.

          Κατόπιν αυτής τής αναλύσεως και υπολογίζοντας την διήγηση τού Αλκιβιάδη, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η αγάπη τού Αλκιβιάδη προς τον Σωκράτη δεν είναι καθόλου αμοιβαία. Εκείνη τού Σωκράτη προς τον Αλκιβιάδη, πράγματι, έχει μία φύση με αποκλειστική κατεύθυνση προς ένα νοητό επίπεδο, δηλαδή το Βασίλειο τής Νοήσεως. Το ίδιο το σώμα δεν μπαίνει ούτε καν σε πειρασμό. Με απόλυτη διαφορά από τους σάτυρους, με τους οποίους ο Σωκράτης συγκρίθηκε στην αρχή της ομιλίας τού Αλκιβιάδη, αυτός δεν συμμετέχει στην πομπή του Διόνυσου εγκαταλείποντας τον εαυτό του στις σωματικές ηδονές.

Συνεχίζεται

Αμέθυστος.

H IΔΕΑ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ (14)

 Συνέχεια από Σάββατο 7 Αυγούστου 2021

                           HANS – GEORG  GADAMER  

(DIE IDEE DES GUTEN ZWISCHEN PLATO UND ARISTOTELES)  

Η ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ  ΜΕΤΑΞΥ  ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΚΑΙ  ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ 

ΙΙΙ.  Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ ΣΤΟΝ ΦΙΛΗΒΟ 

                                                             ( 2η συνέχεια )   

           Ο Πρώταρχος, που τάσσεται με την πλευρά τού Φίληβου, οδηγείται τώρα βήμα-βήμα στην κατεύθυνση της «λογοδοσίας». Και καθώς συμβαίνει αυτό, ξεκαθαρίζει (διευκρινίζεται) ταυτόχρονα και η δομή τής διαλεκτικής. Ο Πρώταρχος αντιστέκεται κατ’ αρχάς σε κάθε «διαφοροποίηση» (διάκριση) της ηδονής. Όλα είναι ένα και το αυτό ως ηδονή (12b7, 13c5). Ο Σωκράτης τού αντιπαραθέτει ως αντι-παράδειγμα το «γένος» τού χρώματος, λέγοντας ότι με την επιμονή σε μιαν απλή, «γενική» ενότητα, είναι σαν να μη λέμε τίποτα   (( Όλα τα χρώματα είναι πράγματι «χρώμα»· ποιο χρώμα είναι όμως το καθένα; )). Πρέπει λοιπόν να προχωρήσουμε στη διάκριση, αν θέλουμε να πούμε κάτι για ένα «πράγμα», αν είναι π.χ. κάτι καλό. Αναπτύσσει δηλ. εδώ ο Σωκράτης, για να ξεφύγη από την καθαρή «αλογία» που υπάρχει σε μια τέτοια απολύτως επιχειρηματολογούμενη ταύτιση, τη διαλεκτική τού Ενός και των Πολλών, η οποία και «εμπλέκεται» στην αποδοχή τέτοιων ιδεατών «ενοτήτων», και βλέπει μια κατάχρηση αυτής τής διαλεκτικής, όταν υπερασπίζεται κανείς με μια τόσο απόλυτη ταύτιση (όλων τών μορφών τής ηδονής) την αρχή τής ηδονής. Όταν θα παρουσιάση αργότερα απ’ την πλευρά του με πειστικά επιχειρήματα την παραγωγική έννοια της διάκρισης, ο συνομιλητής του θα τον ακολουθήση μεν, δοκιμάζοντας ωστόσο και μια τελευταία αντίσταση: Χρειάζονται πράγματι τέτοιες «λεπτές» (λεπτολόγες) διαφοροποιήσεις σε είδη τής ηδονής και της σκέψης, όταν πρόκειται για ένα τόσο υπαρξιακό ερώτημα όπως αυτό τού Αγαθού; Ο Πρώταρχος μιλά εδώ με εντελώς σωκρατικό τρόπο λέγοντας, πως δεν επιτρέπεται να μείνη κανείς ο ίδιος κρυμμένος (19c). Μιλά όμως κατά παράδοξο τρόπο έτσι, για να ξεφύγη απ’ τις απαιτήσεις τής διαλεκτικής – μια ύψιστα ευφυής και ειρωνική διαστροφή τής υπαρξιακής σοβαρότητας και του διαλεκτικού παιχνιδιού. Ο Σωκράτης συμφωνεί ωστόσο πρόθυμα, και εκπλήττοντάς μας, στο να αναζητηθή ένας άλλος δρόμος, για να απαντηθή το επίμαχο ερώτημα. Εισάγει λοιπόν, όπως τόσο συχνά, εντελώς «μυστηριωδώς» μιαν επιχειρηματολογία κι εδώ, η οποία θα στηρίξη στο τέλος-τέλος πάλι τη δική του θέση: ζητώντας να αποδείξη την υπεροχή τού νου απέναντι στην ηδονή. Πρόκειται για τη διδασκαλία των τεσσάρων γενών (23b κ.ε.). Ο συνομιλητής συμφωνεί από ’δώ και πέρα όλο και προθυμότερα μαζί του, χωρίς μάλιστα να αφήση να τον παραπλανήση πια μια τελευταία παρέμβαση απ’ την πλευρά τού Φίληβου (28b). Για να συμβή τότε κάτι το εντελώς εκπληκτικό. Καθώς η διδασκαλία τών τεσσάρων γενών εφαρμόζεται στους δυό «αντιδίκους», αποδίδεται η Ηδονή συνολικά στο Άπειρο, και ο Νους στο τέταρτο γένος, την Αιτία. Θα μπορούσε λοιπόν να τελειώση εδώ και η «διαμάχη». Αντί γι’ αυτό ρωτά όμως ο Σωκράτης (31b), πού και με ποιον τρόπο (εν ώ τε καί διά τί πάθος) εμφανίζονται αυτά τα δυό, η Ηδονή και η Φρόνηση, στον ορατό κόσμο – κι απ’ το σημείο αυτό δεν χρειάζεται καμμιά πλέον πειθώ, για να εμπλεχθή ο συνομιλητής σε μιαν όλο και πιο λεπτομερή (λεπτολόγο), όλο και πιο διαφοροποιημένη ανάλυση των πιο διαφορετικών μορφών τής ηδονής (και αργότερα και της φρόνησης).

      Αυτή είναι η πιο αφανής μεν, αλλά ίσως ταυτόχρονα και η πιο σημαντική «μετάβαση» που παρουσιάζεται σ’ αυτόν τον τόσο πλούσιο σε «μεταβάσεις» διάλογο. Συντελείται δε αυτή η «μετάβαση» στη συγκεκριμένη πολλαπλότητα της εμπειρίας ούτως ειπείν αφ’ εαυτής, και η εφαρμογή στην πράξη ενός χαρακτηριστικού (κάθε φορά) τρόπου ενεργείας, τον οποίον είχε αποποιηθή κατ’ αρχάς ο Πρώταρχος  ((λέγοντας πως κάθε ηδονή είναι ίδια και υπακούει στην ίδιαν αρχή )) , συντελείται επίσης αφ’ εαυτής και με τη δική του πρόθυμη βοήθεια (32c3).

      Είναι αξιοπρόσεχτο το πώς αυτή η καθοδήγηση των ψυχών συνδέεται με εξαιρετικά θεωρητικές αναπτύξεις περί τών αρχών τής διαλεκτικής. Πρόκειται για μια τυπική για τον Σωκράτη, μυστηριώδη και αινιγματική «συμπεριφορά» - μια «σκοτεινή» γνώση ή και ένα ασαφές όνειρο, στο οποίο και αναφέρεται. Δεν επικαλείται προφανώς κανενός είδους αυθεντία, αλλά (απ)ελευθερώνει ανανεωμένο τον ακροατή (του), ώστε να (ανα)γνωρίση εδώ τον εαυτό του. Επιτυγχάνοντας έτσι στην πράξη την πρόθυμη είσοδο του συνομιλητή του στην (όλη) διαλεκτική «κίνηση».

      Η διαλεκτική δεν είναι στ’ αλήθεια καθόλου, ως η τέχνη τής σωστής διάκρισης, κάποια μυστική, «ενδιάθετη» («επιφυλασσόμενη») στους φιλοσόφους τέχνη. Όποιος βρίσκεται μπροστά σε μιαν επιλογή, πρέπει να αποφασίση. Το να βρίσκεσαι όμως μπροστά σε μιαν επιλογή είναι η αναπόφευκτη και βασική κατάσταση του ανθρώπου. Έτσι ξεχωρίζει απ’ το βασίλειο των υπολοίπων ζωντανών όντων, που ακολουθούν χωρίς να «αμφιβάλλουν», όπως από μια φυσική βία, τις παρορμήσεις τών ζωικών τους επιθυμιών (67b5,  θηρίων έρωτες).  Το να είσαι (όμως) άνθρωπος σημαίνει, να βρίσκεσαι πάλι και πάλι μπροστά σε μιαν επιλογή. Κι ο Αριστοτέλης λέει γι’ αυτό, πως ο άνθρωπος έχει «προαίρεση». Πρέπει να διαλέξη. Το οποίο περιλαμβάνει όμως τη θέληση για γνώση, γνώση τού βέλτιστου και γνώση τού καλού και αγαθού, που σημαίνει: να γνωρίζη τούς λόγους και να διακρίνη μ’ αυτούς. Αυτή την εμπειρία αποκτά τώρα ο συνομιλητής τού Σωκράτη. Το ενδιαφέρον για σωστή ζωή καθίσταται αναγκαίως μια λογοδοσία περί τού Αγαθού.

       Η εισαγωγική σκηνή, όπου τα δυό ιδανικά, «γνώση» και «ηδονή», αντιπαρατίθενται το ένα στο άλλο, διαπερνάται στην πραγματικότητα από μια λανθάνουσα αντίφαση. Ο τρόπος με τον οποίον όλες οι ζωντανές υπάρξεις ακολουθούν στα τυφλά την αμεσότητα της ηδονικής αρχής, ωθούμενες απ’ τη μυστική δύναμη της προτροπής για ζωή, δεν εκπληρώνει τη δυνατότητα του ανθρώπου, να ζήση τη δική του ζωή. Το ερώτημα τίθεται άρα αμέσως εξαρχής έτσι, ώστε να πρέπη να προκύψη στο τέλος η αντίφαση, ότι εδώ καλούμαστε να επιλέξουμε κάτι, το οποίο δεν μπορεί στην πραγματικότητα να επιλεγή. Η τυφλότητα της ορμής για ζωή, που διακατέχει τα πάντα, είναι χωρίς επιλογή («αδιάκριτη»). Απ’ την άλλη όμως πλευρά τής επιλογής βρίσκεται αυτό, το οποίο έχει ήδη επιλεγή, με το ότι τέθηκε σε επιλογή, το ίδιο: το ίδιο (δηλ.) το επιλέγειν μέσα απ’ την περιεχόμενη σ’ αυτό γνώση. Αυτό καθιστά τον άνθρωπο άνθρωπο, το ότι πρέπει να ρωτήση για το Αγαθό, να προτιμήση με συνειδητή απόφαση το ένα από το άλλο, να «λογοδοτήση» δηλ. στον ίδιον τον εαυτό του (Απολ. 38a5). Ο Πρώταρχος «εξέρχεται» απ’ την «ανήλικη» ανωριμότητα ενός «κομματικού» οπαδού τού Φίληβου και εξελίσσεται σ’ έναν ανυπόκριτο συνομιλητή τού Σωκράτη. Στην αρχή ακολουθεί μόνο τη διάκριση, και στο τέλος δεν θέλει, από δίψα γνώσεως, να εγκαταλείψη καθόλου πια τον Σωκράτη. Η πορεία τού διαλόγου οδηγεί μέσα απ’ τη διάκριση διαφόρων ειδών ηδονής και γνώσης στην «υποχρέωση», να αναμιχθούν σωστά τα μέρη και των δυό για μια σωστή ζωή, εφ’ όσον δεν μπορεί ούτε το ένα ούτε το άλλο ξεχωριστά και αποκλειστικά να αποτελέση μια καλή (και αγαθή) ζωή. Πρόκειται φυσικά εδώ για μια «μεταφορά». Η ζωή παρομοιάζεται μ’ ένα ποτό, στο οποίο διάφορα συστατικά πρέπει να συναναμιχθούν σε μιαν ενιαία και πλήρως απολαυστική γεύση. Η σωστή επιλογή και η καλή σύνθεση αυτών τών συστατικών (μερών) απαιτεί οφθαλμοφανώς τον προσανατολισμό προς το Αγαθό, την αναφορά δηλ. στην αρμονική συνύπαρξη του παντός. Πρόκειται δηλ. για τη δυνατότητα να διαγνωσθή αυτό το οποίο και παρέχει την αρτιότητα του μείγματος.

     Δεν πρέπει όμως να ξεγελαστή κανείς απ’ τη «μεταφορά». Δεν πρόκειται φυσικά για μια πραγματική ανάμειξη ουσιών που υφίστανται ξεχωριστά. Πρόκειται για μιαν απλή και μόνο παρομοίωση, κι αυτό διατυπώνεται κατηγορηματικά στο 59e3. Και τα δύο «μέρη» υφίστανται μόνον εν τω λόγω. Τί μπορεί να είναι μια ηδονή χωρίς συνείδηση, χωρίς καν την εσωτερική ύπαρξη; Αλλά και η απόλυτη (αμιγής) αφιέρωση στη γνώση θα αποτελούσε κι αυτή, ως ένας δεδομένος δρόμος προς ό,τι έχουμε σκεφτή, εξίσου ελάχιστα μια (πραγματική) ζωή. Ακόμα κι ο αριστοτελικός Θεός «απολαμβάνει» τη θέα του. «Κρύβεται» λοιπόν εδώ στον Πλάτωνα, και στις δυό πλευρές αυτής τής αφηρημένης αντίθεσης, η αυτογνωσία, η οποία και μπορεί να καταστήση κατ’ αρχάς και τα δυό επιθυμητά. Και κατανοούμε, εν όψει αυτής τής κρυφιότητας της αυτογνωσίας, ότι είναι η αλληλοδιάρθρωση (η «διαπλοκή») και των δυό όψεων, της γνώσης και της αντίληψης απ’ τη μια και της «ηδονής» απ’ την άλλη, που φανερώνει κατ’ αρχάς εκείνο που μπορεί και μόνο να αποτελή στη συγκεκριμένη ανθρώπινη ζωή το επιθυμητό και το ανθρωπίνως καλό και αγαθό.   

     Το ότι πρέπει να υπάρχη ένα Τρίτο, στο οποίο και υφίσταται η καλή και αγαθή ζωή, αποτελούμενο από ηδονή, «απεριόριστο πόθο», και «λόγο» ή νου, ως αυτό απ’ το οποίο πηγάζει κάθε μέτρηση και μετριασμός, ένα ανάμεικτο Γένος, στο οποίο συναντώνται και τα δυό, αυτό είναι απ’ την αρχή υπ’ όψιν και «επιβεβαιώνεται» στην πορεία  τού διαλόγου. Δεν πρέπει σίγουρα να εννοήσουμε τη «μεταφορά» σαν ένα πραγματικό μείγμα, που η σωστή του εκτέλεση θα είχε ως αποτέλεσμα ένα είδος «τέχνης τής ζωής». Δεν στεκόμαστε με την απόσταση ενός ευφυώς επιλέγοντος καλλιτέχνη απέναντι στο υλικό τής ζωής μας, πόθο και πνεύμα, αλλά είμαστε εμείς οι ίδιοι και τα δυό. Κι ο Πλάτων γνωρίζει πώς να το υποδηλώνη αυτό. Βρίσκει έναν πνευματικά ευφυή δρόμο, ώστε να «αναστείλη» για μια στιγμή η «τεχνική» του αλληγορία την (απλή και μόνον) εκτέλεση ενός μείγματος. «Αφήνει» δηλ. τον Σωκράτη να επιμένη, ότι η πολλαπλότητα ηδονής και γνώσης οδηγεί στο να αναρωτιούνται οι ίδιες, πόσο θα αποδεχτούν κάθε φορά η μια την άλλη. Στην πραγματικότητα δεν αποτελούν και οι δυό παρά αφηρημένες και μόνο δυνάμεις τής μιας και πραγματικής ζωής μας, η οποία είναι και τα δυό, και πρέπει να ερευνάται στην αυτο-εξήγησή της.

      Αλληγορικά σημαίνει όμως αυτό το εξής: εφ’ όσον η καλή (και αγαθή) ζωή οφείλει να είναι το πιο ωραίο και πιο ελεύθερο από εσωτερική διχόνοια (διάσπαση) «μείγμα», τότε πρέπει να εννοήσουμε (να «αντιληφθούμε») και το Αγαθό, που είναι το ίδιο στον άνθρωπο και στο σύμπαν (έν τ’ ανθρώπω καί τώ παντί πέφυκεν αγαθόν), και την Ιδέα του (ιδέα) (που υπάρχουν) σ’ αυτό το «μείγμα». Ακόμα όμως κι όταν έχουμε αντιληφθή κατ’ αυτόν τον τρόπο τη «μεταφορά» τού «μείγματος» ως αλληγορία τής πραγματικά ανθρώπινης αυτογνωσίας, παραμένει, και δίκαια, το ερώτημα για το πώς παρουσιάζεται «κανονιστικά» σ’ αυτό το «μείγμα» το Αγαθό. Και καθίσταται έτσι αναπόφευκτη μια εννοιολογική «(δι)άρθρωση» αυτού το οποίο ονομάζουμε αγαθό «εν όψει» αυτού τού «μείγματος», που σημαίνει όμως «εν όψει» τής συγκεκριμενοποίησης (της «συμπήξεως») του ανθρώπινου Είναι.

        ( συνεχίζεται )

Τό ομοούσιον

 Κατά τής Ακαδημίας τού Βόλου τού Δημητριάδος.


Τό ομοούσιον
Πρίν εισέλθει στην θεολογία είχε την ίδια σημασία με το ομογενές, δηλ. με κάτι που ανήκει στο ίδιο γένος. Χρησιμοποιούμενο για τους ανθρώπους και τα πράγματα, ο Μ. Βασίλειος τού αποδίδει την εξής σημασία (Κατα Ευνομίου 2,19): Οι άνθρωποι ξεπερνούν στην ικανότητα τα προιόντα τους, αλλά παρ’όλα αυτά είναι ομοούσιοι με αυτά. Όπως είναι ο κατασκευαστής αμφορέων με την άργιλλο: και οι δύο είναι εξίσου σώματα. Ο Διόδωρος της Ταρσού παρατηρεί πως σύμφωνα με την Φύση του, αυτό που είναι θνητό γεννά πράγματα θνητά, και ένα σώμα παράγει πράγματα ομοούσια μ’αυτό. Σ’αυτή την τάξη των ιδεών η έκφραση "οι ομοούσιοι" χρησιμοποιείται με την έννοια «οι όμοιοί μας, οι άλλοι άνθρωποι». Π.χ. πληγώθηκα βλέποντας τους ομοουσίους μου και ομογενείς να πέφτουν στην άβυσσο της κακίας.
Στην θεολογία αρχίζει να εμφανίζεται με τον Ωριγένη, ο οποίος δέχεται πως ορισμένες αναλογίες αποδεικνύουν ότι υπάρχει μία κοινωνία ουσίας του Υιού με τον Πατέρα. Διότι μία απορροή είναι ομοούσιος, δηλ. μίας μοναδικής ουσίας με το σώμα, του οποίου αποτελεί την απορροή ή τον ατμό. Στον Διονύσιο της Αλεξάνδρειας, παρότι ομολογεί πως δεν βρήκε τον όρο σε καμμία σελίδα της Βίβλου, τα παραδείγματα που χρησιμοποιεί για να δείξη την σχέση Πατρός και Υιού, συμφωνούσαν με την σημασία του όρου. Έτσι ένα φυτό γεννημένο από έναν σπόρο ή από μία ρίζα, είναι διαφορετικό μεν από αυτό απ' το οποίο γεννιέται, αλλά παρ’όλα αυτά, είναι ταυτοχρόνως και τελείως ομοφυές μ’αυτό.

Έτσι λοιπόν και στην αυγή της θεολογίας ο όρος χρησιμοποιείται με την εθνική του σημασία και θέλει να τονίσει πως αυτό που είναι ο Πατήρ, αυτό είναι και ο Υιός. Παρ’όλα αυτά, οι συγγραφείς που τον χρησιμοποιούν δεν αναφέρονται και στην ενότητά τους. Ένα σοβαρό πρόβλημα, που προέκυψε μόνον μέσα από τα έργα του Παύλου του Σαμοσατέως.

Το έργο του Μ.Αθανασίου, περί Συνόδων, γράφτηκε στα 359. Σ’αυτό το κείμενο, στο κεφάλαιο 43, μας πληροφορεί πως η Σύνοδος της Αντιοχείας που καταδίκασε τον Παύλο το 268, μίλησε για τον Υιό σαν να μην ήταν ομοούσιος με τον Πατέρα. Η σύνοδος είχε διευκρινίσει πως ο Υιός είναι Σοφία, Λόγος και Δύναμις του Θεού, και είναι Θεός, όχι λόγω προορισμού, αλλά λόγω ουσίας και υποστάσεως. Αυτό σημαίνει πως αυτός ήταν η Σοφία και ο Λόγος ενυποστάτως και δεν ήταν μία επιρροή ή μία ιδιότητα απρόσωπη του Θεού. Ουσία εδώ σημαίνει, όπως και η υπόσταση, πως Αυτός ήταν ένα όν συγκεκριμένο και πραγματικό.
Η συνοδική επιστολή κατηγορεί τον Παύλο ότι διδάσκει, πως η Σοφία δεν ήταν ενωμένη στην Φυσική Φύση του Κυρίου «ουσιωδώς», αλλά μόνον σαν μία απλή ιδιότης. Σε ένα άλλο χωρίο η Σύνοδος (312) μιλά ξανά για τον Χριστό σαν μία ουσία ουσιωμένη σ’ένα σώμα. Απέδιδε λοιπόν στην ουσία την σημασία της πρώτης ουσίας, εξισώνοντάς την με την υπόσταση. Χρησιμοποιούσε δηλ. την ουσία αντιτιθέμενη στον Παύλο.

Γιατί όμως απέρριψε το ομοούσιος; Ο Μ.Αθανάσιος (στο περί Συνόδων 45) μας δίνει τις εξηγήσεις του. Ο Σαμοσατεύς δίδασκε πως ο Κύριος «από άνθρωπος έγινε Θεός», ήταν δηλ. κατ’αρχάς ένας απλός άνθρωπος, ο οποίος λόγω της απαντήσεώς του στην χάρη υψώθηκε στο επίπεδο της θεότητος. Ισχυρίζετο λοιπόν, πως αν τα πράγματα δεν ήταν έτσι, τότε κατ’ανάγκην θα έπρεπε να σκεφτούμε πως Αυτός ήταν Ομοούσιος του Πατρός, το οποίο θα είχε σαν συνέπεια να προϋποθέσουμε μία ουσία προηγούμενη, κοινή βεβαίως και στον Πατέρα και στον Υιό, και προυπάρχουσα και των δύο. Σκεφτόταν λοιπόν με τον τρόπο των φυσικών ουσιών, για τις οποίες πράγματι η ύπαρξη δύο αντικειμένων, όπως π.χ. δύο νομίσματων χαλκού, προϋποθέτει την ύπαρξη της ουσίας χαλκός. Έτσι λοιπόν ο Μ.Αθανάσιος ξεκαθαρίζει, πως όταν η Σύνοδος της Νίκαιας δέχθηκε τον όρο ομοούσιος, είχε κατανοήσει πως τα πράγματα στον Θεό δέν ισχύουν όπως ισχύουν στην Φύση. Έτσι ισχυρίζεται πως η Σύνοδος της Αντιόχειας απέρριψε τον όρο ομοούσιος με την υλική και Φυσική του σημασία, όπως τον χρησιμοποιούσε ο Παύλος. Ο οποίος είχε προχωρήσει τον συλλογισμό του ακόμη περισσότερο: εάν ο Χριστός προϋπήρχε και ήταν προσωπικώς Θεός (δηλ. μία ουσία), υπήρχαν επομένως δύο ουσίες ομοούσιες, και έτσι έπρεπε σ’αυτή την περίπτωση  να εξασφαλίσουμε την ενότητα του Θεού προϋποθέτοντας μία ενοποιό θεϊκή ουσία, προυπάρχουσα τόσο του Πατρος όσο και του Υιού.
Η αποδοχή τελικώς του όρου ομοούσιος, παρόλες τις αντιρρήσεις του Σαμοσατέως, απαλλάσει την θεολογία και από τον κίνδυνο του Σαβελλιανισμού, διότι το ομοούσιος αναφέρεται σε ένα αντικείμενο το οποίο δέν μπορεί να είναι ομοούσιο με τον εαυτό του, εννοεί μία πολλαπλότητα υποστάσεων. Ο επόμενος κίνδυνος της αιρέσεως αφορούσε στην ενότητα της Αγίας Τριάδος. Διότι ο Παύλος δεχόταν μία μοναδική ουσία, τον Πατέρα, και ο όρος ομοούσιος κατ’αρχάς ταυτίστηκε με την μία ουσία! Ας ξαναθυμηθούμε ότι η διαμάχη ωφείλετο στην υλική εννοιολόγηση του όρου ουσία. Η ουσία ήταν μία ύλη και μ’αυτή την έννοια χρησιμοποιήθηκε από όλους τους αιρετικούς. Ξεκινώντας από τους Μανιχαίους, οι οποίοι δίδασκαν πως η Θεία ουσία ήταν υλική και πως ο Υιός είχε γεννηθεί από τον Πατέρα μέσω μίας διαιρέσεως της Πατρικής ουσίας στα δύο. Οι γνωστικοί, ιδίως οι οπαδοί του Βαλεντίνου, πίστευαν πως η γέννηση ήταν μία διάχυση, μία εκπομπή. [Βλέπουμε καθαρά σ’αυτό το σημείο πως η σύγχρονη Φυσική επιστήμη, η οποία μέσω της ύλης θεωρεί και λύνει όλα τα προβλήματα, επαναλαμβάνει στις εξηγήσεις της όλες τις δυνατές αιρέσεις του παρελθόντος].

Μία πρώτη προσπάθεια συνθέσεως των προβλημάτων δίνεται από τον Ευσέβειο Καισαρείας: ο Υιός είναι ομοούσιος με τον Πατέρα όχι με τον τρόπο των Φυσικών αντικειμένων, ούτε καθ’ομοίωσιν των θνητών όντων, διότι Αυτός δεν είναι Υιός λόγω διαιρέσεως της ουσίας, ούτε λόγω διαχωρισμού, ούτε λόγω κάποιας επιθυμίας ή πάθους ή αλλαγής ή μεταλλάξεως της ουσίας και της δυνάμεως του Πατρός, του οποίου η αγέννητος Φύσις είναι ξένη από όλα αυτά. Η φράση ομοούσιος με τον Πατέρα δείχνει πως ο Υιός του Θεού δεν έχει καμμία ομοιότητα με τα γεννητά κτίσματα, αλλά πως κάτω από όλες τις απόψεις είναι όμοιος μόνον με τον Πατέρα που τον γέννησε και δεν προέρχεται από καμμία υπόσταση ή ουσία, παρά μόνον από τον Πατέρα.
Την συνέχεια αναλαμβάνει ο Μ.Αθανάσιος, ο οποίος είχε κατά νού να διασωθεί επιπλέον η ενότης του Θεού! Γι’αυτό και δηλώνει ξεκάθαρα, πως η πλήρης και απόλυτη θεότης του Χριστού προϋπέθετε ταυτότητα της ουσίας και όχι ομοιότητα μόνον με τον Πατέρα. Ταυτότητα περιεχομένου. Γράφει δε, πως λόγω των συντηρητικών, οι οποίοι έδειχναν συμπάθεια προς τον Αρειανισμό, οι επίσκοποι βάδισαν με τόλμη πέραν της ορολογίας των Γραφών, με τον σκοπό να επαναβεβαιώσουν την ουσία, και υποχρεώθηκαν να πουν πως ο Υιός είναι ομοούσιος με τον Πατέρα, προκειμένου να τονίσουν πως ο Υιός δεν είναι απλώς όμοιος με τον Πατέρα από τον οποίον προοδεύει, αλλά ταυτόσημα όμοιος, και για να επιβεβαιώσουν καθαρά πως η ομοιότης και το αναλλοίωτο του Υιού εμπλέκουν κάτι διαφορετικό από την μίμηση του Θεού που αποδίδεται στους ανθρώπους, και οι οποίοι την αποκτούν μέσω της εξασκήσεως στην αρετή [μία  καθαρή θέση ενάντια στην αναλογία που κυριαρχεί σήμερα στις εκσυγχρονιστικές θεολογίες]. Παρομοίως η γέννηση του Υιού από τον Πατέρα είναι διαφορετική από αυτό που συμβαίνει στο ανθρώπινο επίπεδο, διότι Αυτός δεν είναι μόνον όμοιος αλλά και αχώριστος από την ουσία του Πατρός. Αυτός και ο Πατήρ είναι Ένα, και ο Λόγος είναι αιωνίως στον Πατέρα και ο Πατήρ στον Λόγο, εικονίζονται την σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην λάμψη και στο Φως, διότι αυτή είναι η σημασία αυτής της εκφράσεως (ας σημειώσουμε πως η μεταφορά της δόξας, της λάμψης και του Φωτός ήταν η παραδοσιακή έκφραση της ενότητος του Θεού). Έτσι λοιπόν με τον Αθανάσιο η Ορθοδοξία ξεχωρίζει σιγα-σιγά από τον Σαβελλιανισμό, διότι η Ορθοδοξία αναγνώριζε στις υπάρχουσες διακρίσεις στην Αγία Τριάδα έναν χαρακτήρα απόλυτο, μόνιμο και πραγματικό, ενώ οι Σαβελλιανοί μείωναν τις διακρίσεις σε συμβεβηκότα, σε κάτι πρόσκαιρο που αλλάζει και εξελίσσεται και προσαρμόζεται, και σε υποκείμενα. Ο Μ.Αθανάσιος φέρνει την απαραίτητη ισορροπία, καθότι ομοούσιος σημαίνει πλέον «μίας μοναδικής ουσίας», εναντίον του Αρείου, και σημαίνει επίσης «ενός μοναδικού περιεχομένου», εναντίον όσων απαντούσαν από την εποχή του Σαμοσατέως, πως μ’αυτόν τον τρόπο βεβαιωνόταν η ύπαρξη δύο Θεών.

Στο περί Συνόδων (53) πάντοτε, υποστηρίζει πως ομοούσιος ισούται με ομοφυής : ένας άνθρωπος είναι όμοιος μ’έναν άλλον λόγω της εμφανίσεως ή του χαρακτήρος, ποτέ όμως λόγω της ουσίας. Στην ουσία οι άνθρωποι δεν ομοιάζουν απλώς, αλλά είναι ομοφυείς. Η ομοιότης αναφέρεται στην εμφάνιση και στις ποιότητες, όταν όμως ομιλούμε για ουσίες, ομιλούμε για ταυτότητα, και όχι για ομοιότητα. Μ’αυτόν τον τρόπο ο Αθανάσιος ισχυροποιεί την ιδέα πως το ομοούσιος σημαίνει την ενότητα της ουσίας του Θεού, και φανερώνει ταυτόχρονα πως η ομοιότης δεν μπορεί να περιγράψει ακριβώς το είδος της ισότητος που υπάρχει ανάμεσα στον Πατέρα και στον Υιό. Αφήνει έτσι για την ώρα τον όρο ουσία να σημαίνει γενικώς την δευτερεύουσα ουσία, ή το είδος. Ήθελε να αποδείξει το μεγάλο λάθος που γινόταν ονομάζοντας τον Υιό ομοιούσιο, αντί για ομοούσιο.
Αυτό το σημείο έχει μεγάλη σημασία, διότι αφού εξασφαλίστηκε η διάκριση κτιστού και ακτίστου, στην συνέχεια οι Καππαδόκες διαβεβαίωσαν πως το γεγονός ότι οι άνθρωποι ήταν ομοούσιοι οι μεν με τους δε, ήταν ανάλογο της ομοουσιότητος των Θείων προσώπων. Ισχυρίστηκαν δηλαδή, διόλου πειστικά είναι αλήθεια, πως η αλληλεγγύη των ανθρώπων συνιστούσε μία αναλογία της ενότητος του Θεού.

Ο Μ.Αθανάσιος λοιπόν προειδοποιεί, σαν μέγας εξισορροπιστής, να μην αναγκάζουμε τις μεταφορές να λένε πάρα πολλά πράγματα όταν μιλούμε για τον Θεό βασιζόμενοι σε υλικές αναλογίες. Διότι όπως όταν μιλούμε για «γέννηση», και παρότι γνωρίζουμε πως ο Θεός είναι Πατήρ, δεν φτιάχνουμε γι’Αυτόν καμμία ανθρώπινη ιδέα ή υλιστική εικόνα, αλλά ακούγοντας αυτούς τους όρους σχηματίζουμε μία έννοια σε αρμονία με την Θεότητα, έτσι και όταν χρησιμοποιούμε τον όρο ομοούσιος, πρέπει να υπερβούμε οποιαδήποτε σημασία μάς δένει στα Φυσικά πράγματα.
Έτσι λοιπόν, αφού εξασφάλισε με το ομοούσιον ένα διαχωριστικό σημείο ενάντια στο κτίσμα και το γενητόν, προχωρά ακόμη περισσότερο προς την ουσιώδη ταυτότητα του Χριστού με τον Θεό. Καί  βεβαιώνει έτσι, πως εάν ο Λόγος είναι ένα έργο του Θεού, τότε είναι χωρισμένος από τον Θεό και έχει μία διαφορετική φύση από την δική του, και γι’αυτό δεν μπορεί να υπολογιστεί σαν ομοούσιος μ’αυτόν, αλλά μάλλον σαν ομογενής κατά την Φύσιν με τα έργα αυτού, όσο και αν Αυτός τα ξεπερνά απείρως λόγω της Χάριτος. Εάν όμως ομολογούμε πως Αυτός δεν είναι ένα έργο του Θεού, αλλά ένα αληθινό γένος, μία αληθινή γενιά, που έρχεται από την ουσία του Πατρός, αυτό συνεπάγεται πως Αυτός είναι αχώριστος από τον Πατέρα, καθότι μοιράζεται την Φύση, και πρέπει άρα να ονομαστεί ομοούσιος. Επιπλέον, εαν ο Υιός δεν είναι αυτός που είναι επειδή απέκτησε τον χαρακτήρα, αλλά είναι Λόγος κατ’ουσίαν, εάν αυτή η ουσία είναι το γένος της ουσίας του Πατρός, και εαν ο Υιός μάς αποκαλύπτει πως «Εγώ και ο Πατήρ είμαστε ένα» και πως «αυτός που είδε εμένα, είδε τον Πατέρα», πώς θα μπορούσαμε να υπερασπιστούμε την ενότητα του Πατρός και του Υιού; Φυσικά δεν θα το κατορθώναμε αποδίδοντάς τους μία κοινή ηθική στάση, όπως θα ήθελαν οι Αρειανοί, διαφορετικά κάθε κτίσμα  θα μπορούσε να πει και αυτό «Εγώ και ο Πατήρ είμαστε ένα», κάτι που είναι τελείως γελοίο. Αντίθετα προς όλα αυτά, ο Υιός σαν γένος και οικογένεια της ουσίας είναι κατ’ουσίαν ένα, Αυτός και ο Πατήρ που τον γέννησε!

Ο Υιός του Θεού διαθέτει τα θεϊκά χαρακτηριστικά του Δημιουργού, της αιωνιότητος και του αναλλοίωτου. Εάν είχε αποκτήσει αυτά τα χαρακτηριστικά σαν συνέπεια μίας ηθικής προόδου, δεν θα ήταν ΕΝΑ με τον Πατέρα, αλλά απλώς όμοιος του Πατρός, κάτι όμως που θα έκανε τον Θεό ένα σύνθετο ον. Ο Θεός όμως, που συνέθεσε όλα τα πράγματα για να τους δώσει το Είναι, την οντότητα, δεν είναι σύνθετος ο ίδιος. Είναι ουσία απλή, στην οποία δεν τίθεται θέμα διακρίσεως ανάμεσα στις ιδιότητες και στην ίδια την ουσία. Και ο Υιός είναι ίδιος της ουσίας.
«Εμείς δεν διαθέτουμε έναν ΠατρόΥιό όπως οι Σαβελλιανοί και δεν δεχόμαστε τον όρο μονοούσιος αντί για ομοούσιος, καταστρέφοντας με τον όρο μονοούσιος το Είναι του Υιού».

Αμέθυστος

Νέα και Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο | Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (kathimerini.gr)

Αποσπάσματα από το βιβλίο του Μπουλγκάκοφ: «Ο παράκλητος» (4)

 Συνέχεια απο : Κυριακή 29 Αυγούστου 2021

ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΒΟΛΟΥ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ

Ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης ηγήθηκε της διαμάχης κατά του Ευνόμιου, ο οποίος κατανοούσε το Άγιο Πνεύμα σαν κτίσμα, δημιούργημα του Υιού. [Οι κατασκευαστές των αιρέσεων ονομάζουν τον Πατέρα αίτιο και δημιουργό, τον Υιό, έργο, δημιούργημα παραγωγή και το Άγιο Πνεύμα, έργο του έργου, δημιουργία ενός δημιουργήματος. (Κατά Ευνομίου 2,1 PG 45,468 D)]. Και αυτός χρειάστηκε να επιμείνει στην σύν-θεότητα και συν-θεικότητα του Αγίου Πνεύματος με τις άλλες υποστάσεις της Αγίας Τριάδος. Στο σύνολο, η γραμμή της σκέψης του συμπίπτει με την διδασκαλία του Μ.Βασιλείου. Ανάμεσα στις ιδιαιτερότητες όμως πρέπει να σημειώσουμε πώς ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης φανερώνει με μεγάλη καθαρότητα την σχέση ανάμεσα στον Υιό και στο Άγιο Πνεύμα, όχι μόνον ώς πρός την Οικονομία (όπως συνέβη κατ’εξοχήν με τον Βασίλειο και τον Γρηγόριο τον Θεολόγο), αλλά και ώς πρός την οντολογική πλευρά των σχέσεων. Αυτό σημαίνει πώς ο δεσμός της Αγίας Τριάδος, στις τρείς υποστάσεις, δηλαδή το τριαδικό πρόβλημα που ερευνούμε σχεδιάστηκε απο αυτόν με πιό συγκεκριμένο τρόπο απο τον Μ.Βασίλειο και τον Γρηγόριο Θεολόγο.
Η γενική έννοια της Τριαδικής συσχετίσεως εκφράζεται απο αυτόν με την υλική σύγκριση της Τριάδος με τρία φώτα. "Εμείς αποκτούμε πρόσβαση, απο τον Πατέρα μέσω του Υιού, στο Άγιο Πνεύμα. Έτσι λοιπόν δασκαλεμένοι μέσα στην σοφία του αγεννήτου Φωτός, αναγνωρίσαμε απο τότε, στον καιρό του, το φώς που προκύπτει, σαν μία κάποια ακτίνα που συνυπάρχει με τον ήλιο, και η οποία αντλεί απο τον ήλιο την αιτία του Είναι της, η ύπαρξη της οποίας όμως είναι ταυτόχρονη με του ηλίου και δέν έχει ύστερη αρχή, αλλά φανερώνεται εκ του ηλίου την ίδια στιγμή που ανατέλλει, που αναδύεται ο ήλιος. Ας πούμε καλύτερα: εμείς συλλαμβάνουμε με την σκέψη, όχι μία ακτίνα του ηλίου, αλλά έναν άλλο ήλιο που έρχεται απο τον αγέννητο ήλιο. Αυτός ταυτοχρόνως με την σοφία που διαθέτουμε για τον πρώτο, λάμπει μ’αυτόν καθώς έχει γεννηθεί απο αυτόν και είναι ίσος του σε όλα τα πράγματα που ατενίζουμε στον ήλιο. Και υπάρχει ένα άλλο όμοιο Φώς, το οποίο με τον ίδιο τρόπο δέν ξεχωρίζει με κανένα κενό, διάλειμμα χρόνου απο το Φώς που γεννήθηκε, αλλά το οποίο εξαπλώνεται χάρη σ’αυτό: ενώ έχει την αιτία της υποστάσεως του απο το πρώτο φώς, το πρωτότυπο. Αυτό το ίδιο το Φώς, σαν εκείνο για το  οποίο μιλήσαμε πρίν, λάμπει και φωτίζει και ενεργεί όλα τα υπόλοιπα πράγματα που βρίσκονται μέσα στο Φώς" (Κατά Ευνομίου 1 PG 45,416 B,C).
Ας αφήσουμε κατα μέρος αυτή την υλική παραβολή (ανούσια όπως όλες οι άλλες αυτού του είδους). Ας παρατηρήσουμε όμως πώς ο δεσμός ανάμεσα στις τρείς υποστάσεις καθορίζεται εδώ απο το ένα μέρος στην βάση μίας γενικής διακρίσεως ανάμεσα σε αιτία και αιτιατά στην Αγία Τριάδα, δηλαδή σύμφωνα με την αρχή της αιτιατής εξαρτήσεως της δευτέρας και τρίτης υποστάσεως απο την πρώτη [αυτή είναι όλη η σοφία των Ρώσων που διέλυσε την πίστη μας και γελοιοποίησε τους Πατέρες μας. Ο μεγάλος Μπουλγκάκοφ κατορθώνει να δεί μόνον το δάκτυλο. Και ακόμη χειρότερα συγχέει την οικονομική Τριάδα την οποία προσπαθεί να δείξη ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης με την Φυσική και προαιώνιο. Και όμως η πρόταση που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του ξεκινά ώς εξής: Εμείς αποκτούμε πρόσβαση! Εμείς! Όχι αυτός φυσικά, ο οποίος μας γέμισε προβλήματα μέσω του Ζηζιούλα και του Γιανναρά. Έχουμε γεμίσει προφήτες του Γράμματος. Της μόνης δυνατότητος υπάρξεως του ΕΓΩ. ΤΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΟΣ] και απο το άλλο μέρος απο τον δυαδικό ειδικό δεσμό ανάμεσα στον Υιό και το Πνεύμα, που διαγράφεται με ανακριβή και θολό τρόπο με εκφράσεις αιτιότητος. Κάτι που ώθησε μερικούς να μιλήσουν για τον Άγιο Νύσσης σαν να υπήρξε οπαδός του Φιλιόκβε. Έτσι μπορούμε επίσης να διαβάσουμε στο τέλος του πρώτου βιβλίου του κατά του Ευνόμιου: "όπως ο Υιός ενώνεται με τον Πατέρα και έχοντας απο Αυτόν το Είναι δέν έρχεται μετά απο Αυτόν όσον αφορά το Είναι, έτσι και το Άγιο Πνεύμα ενώνεται με τον Υιό, ο οποίος γίνεται κατανοητός απο την σκέψη μας πρίν απο την υπόσταση του Πνεύματος, μόνον σε σχέση με την αιτιότητα" (PG 45,464 B,C).
[Αρνείται να κατανοήσει ακόμη πώς ο Άγιος Γρηγόριος μιλά για την οικονομική Τριάδα, για την Σωτηρία μας και μπορεί μάλιστα και μιλά για την οικονομική Τριάδα, διότι μόνον η Ορθοδοξία και μόνον η Πατερική της παράδοση έχει εμπειρία της διακρίσεως και γνωρίζει την διαφορά θελήσεως και φύσεως, από εμπειρία και πίστη. Οι υπόλοιπες Χριστιανικές ομολογίες, ακόμη και η Ρώσική την έχασαν για πάντα. Λόγω ελλείψεως Αγιοπνευματικής εμπειρίας την οποία αντικατέστησαν με την σκέψη]
Αυτή η καταγωγή του Αγίου Πνεύματος per Filium (δια του Υιού) στο γράμμα στον Αυλάβειο, χαρακτηρίζεται σαν μεσότης του Υιού στην πρόοδο του Αγίου Πνεύματος: ο Υιός, δηλαδή αντλεί την καταγωγή του απευθείας απο τον Πατέρα, ενώ το Άγιο Πνεύμα διά του προσευχώς εκ του πρώτου. Επι πλέον «η μεσολάβηση τού Υιού του διατηρεί το ομοούσιο και δέν απομακρύνει το πνεύμα απο τον δεσμό του απο τον Πατέρα, όσον αφορά την ουσία».
Μ’αυτόν τον τρόπο ο Γρηγόριος Νύσσης τοποθετεί τον δεσμό της Αγίας Τριάδος. Αποφεύγει τον διαχωρισμό και ας πούμε την ανισότητα των υποστάσεων. Δέν μπορούμε να πούμε πώς αυτή η σκέψη είναι καθαρή και επεξεργασμένη, λεπτή, και πώς το πρόβλημα της Τριάδος εισέρχεται μαζί του σε μία κάποια πρόοδο. Αυτό το πρόβλημα αντιθέτως γίνεται αντιληπτό με κάποια σύγχυση, αλλά δέν υπάρχει ακόμη η καθαρή συνείδηση του πράγματος.
Αυτή είναι η Τριαδική  πνευματολογική θεωρία των Καππαδοκών. Είναι οπωσδήποτε μεγάλες οι κατακτήσεις, διότι το δόγμα τους σταθεροποιεί καθοριστικά και χωρίς καμμία αμφιβολία τον παντοτινό και τον ενυπάρχοντα χαρακτήρα της Αγίας Τριάδος, την αιώνια και Θεία Ισότητα των υποστάσεων της, αποφεύγει την υπόταξη τόσο την οντολογική όσο και την κοσμολογική. Δείχνει τους ξεχωριστούς χαρακτήρες των ξεχωριστών υποστάσεων, ιδιαιτέρως κάτω απο την κοσμολογικο-οικονομική άποψη.
Ένα σημείο όμως παραμένει έξω απο την προβληματική των Καππαδοκών. Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΔΕΣΜΟΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΥΠΟΣΤΑΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ. Και γι’αυτό ανάμεσα στα άλλα, παρ’όλες τις νύξεις που υπάρχουν εδώ κι’εκεί (όπως π.χ. στον Γρηγόριο Νύσσης) το δόγμα του Filioque όχι μόνον απουσιάζει εντελώς αλλά (και αυτό είναι ακόμη πιό σημαντικό) απουσιάζει αυτό το ίδιο το πρόβλημα! [Φυσικά δέν του φτάνει η ουσία. Αφού την απέρριψε]
(Συνεχίζεται)
Σχόλιο: Αυτός είναι ο πρίγκιπας των θεολόγων. Πιστός βασικά της Λατινικής θεολογίας, της πλάνης του Filioque και του δυαδικού συστήματος. Φυσικά δέν χωρά ο Νούς του το Μυστήριο της Αγίας Τριάδος καθεαυτής και το καταβιβάζει στο επίπεδο του. Πιστός της εξελίξεως που κατήργησε τον Νού βάζοντας στην  θέση του το Εγώ, ή το ΠΡΟΣΩΠΟ, όπως το βάζει ο Γιανναράς. Και πρωτεργάτης της δημιουργίας μίας καινούργιας συνειδήσεως, διαφορετικής απο της συνειδήσεως του Νόμου που είναι γραμμένος στις καρδιές μας, σαν σε πρόναο, μίας κάποιας αυτοσυνειδησίας που αποθεώνει το ΕΓΩ, και πνευματοποιεί τους δερμάτινους χιτώνες, αντί να τους εγκαταλείπει για  να μπεί στην Εκκλησία. Η ΝΕΑ ΠΛΑΝΗ. Χειρότερη όλων.
Αμέθυστος.

Οι πιο ωραίοι άνθρωποι

 

     Οι πιο ωραίοι άνθρωποι, που γνώρισα και δε λησμονώ στη ζωή μου, τους άρπαξε η Έρημος και τους κατάπιε η Ευχή. Ευγενείς, απρόβλεπτες και ακλόνητες υπάρξεις, μίσησαν τη δόξα και την απάτη του συστήματος. Συνάμα δε, με τη σειρά του, δυσάρεστο, εκνευρισμένο και πειραγμένο αυτό το σύστημα, τους πέταξε έξω από τη βερνικωμένη του αυλή. 
Κι όμως η καρδιά τους γέμισε από υπερκόσμια σοφία, ικανή οπωσδήποτε να φωτίσει τα σκοτάδια χιλιάδων και να παρηγορήσει τον πόνο πολλών τσακισμένων και μαραζωμένων ανθρώπων.
 
 Τη θωριά τους δεν την τσάκωσε ο φακός, το στόμα τους δε συλλάβισε δηλώσεις, η περπατησιά τους δεν ολίσθησε στο βάραθρο των εντυπώσεων, η ατσαλακωσιά και η πολυτέλεια της βιτρίνας δεν τους γράπωσε το πνεύμα. Η θεοφιλή ψυχή τους δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια άχραντη εστία βιωμάτων ενός πανέμορφου και αψευδούς χριστιανισμού, τον οποίο δεν μπορεί να συλλάβει ποτέ ο εφησυχασμένος κόσμος που, μέσα στη ρηχότητα και την ανημποριά του, έκανε το κάθε αυτονόητο και σαθρό, πνευματική υπόθεση. Η ανάσα αυτών των ουράνιων ανθρώπων είχε τόσο δεθεί με την επίκληση του θείου Ονόματος, με την εσώτατη εμβίωση της Θείας Λειτουργίας, που σκορπούσαν παντού χάρη, δύναμη και αίγλη αθανασίας. Τα σεμνά βήματά τους, χαμένα στις βροχές και τ’ αγιάζια, στα λιοπύρια και τους καύσωνες της Ερήμου, χάραζαν και χαράζουν θελκτικά μονοπάτια μεγάλης και μοναδικής έμπνευσης για όλους μας. Ακόμη κι αυτή τη φίλη τους την Έρημο και την ερημητική τους ζωή φρόντισαν να μη την πάρει χαμπάρι κανείς. Έσβηναν και τον τρόπο και τον τόπο τους, ποθώντας να εγγράψουν τα μαρτύρια και τους πόθους της καρδιάς τους, τη μυστική και πολύπονη βιωτή τους στο επτασφράγιστο βιβλίο του παντεπόπτη Θεού. 
 
Ο κόσμος κοιμάται. 
Έμαθε και επιθυμεί να κοιμάται.
 Είτε με χάπια ηρεμίας και ευτυχίας, είτε με θεωρίες και φαντασίες που του αφαιρούν ολοένα πιο πολύ την ισορροπία από μέσα του, τη σπιρτάδα, την ακμή, τη συναίσθηση και την εμβάθυνση.
 
 Ο εχθρός, με γιαλαντζί θρησκευτικές αιτιολογήσεις και με θεολογιστικούς προφασισμούς, κάνει τα πάντα ώστε κανείς ποτέ να μη χαλάσει τούτη τη μαζική νάρκωση. Γιατί όποιος αφυπνίζεται, αρχίζει και ζει καλύτερα, ουσιαστικότερα, αυθεντικότερα.
 
Κάποιοι χριστοάνθρωποι, όμως, μένουν πραγματικά ακοίμητοι και ανύστακτοι.
 
Και με τον εγκαρδιωμένο τρόπο της θαυμαστής πολιτείας τους, στέκονται για μας σαν ασάλευτοι φάροι μέσα στις μεγάλες νύχτες μας, στα πελάγη των δοκιμασιών μας, στις καταχνιές των παθών μας, στην κοιλάδα των βασάνων μας. Αξίζει μόνο μια στιγμή, μια στιγμή της στιγμής, ν’ αφήσουμε, επιτέλους, το γλυκό και θανατηφόρο ύπνο μας, να σηκωθούμε πολύ ορμητικά και, μέσα από τα στέρνα της ύπαρξής μας, να τους στείλουμε το πιο ανυπόκριτο, αληθινό και συγκινητικό μας «Ευχαριστώ!». 
 
Ο κόσμος, αν και δεν το γνωρίζει, αν και δεν πρόκειται να το συνειδητοποιήσει ποτέ, επαρκώς και δεόντως, χάρη σ’ αυτούς τους ανθρώπους της Χάριτος, συνεχίζει να έχει ευστάθεια, συνέχεια, νόημα, ουσία και ζωή…

Όταν τραγουδά η λιτότητα

Βασίλης Καραποστόλης

Αιώνες τώρα η λαϊκή Μούσα στην Ελλάδα είναι δακρυσμένη. Η φωνή της, μέσα στα τραγούδια, φθάνει στ’ αυτιά μας σαν να ’χει σηκώσει ένα φορτίο τόσο βαρύ που την κάνει να λυγίζει. Τι ακριβώς την πιέζει; Συχνά τα πολλά της παράπονα θολώνουν τη σκέψη και δεν είναι εύκολο να βρεθούν οι βαθιές αιτίες τους. Είναι πάντως αισθητό ότι στίχοι και νότες έχουν πάνω τους τα σημάδια που άφησαν ανεκπλήρωτες επιθυμίες, διαψεύσεις, συμφορές που χτύπησαν κατακέφαλα τους ανύποπτους, και άλλοτε πάλι αποχωρισμοί που αφήνουν για πάντα ανοιχτές πληγές.

Ωστόσο, σε καιρούς παλαιότερους η λύπη αντισταθμιζόταν κάπως χάρη στη «συλλύπηση». Μαζεμένοι γύρω-γύρω οι άνθρωποι επιδίδονταν σε φωνητικές τελετές με τις οποίες οι καημοί ξεθύμαιναν, αν και δεν λησμονούνταν. Άρχιζε το ομαδικό τραγούδι⸱ και με κάθε του γύρισμα ήταν σαν οι βαρυφορτωμένοι με πικρίες άνθρωποι να ένιωθαν ελαφρωμένοι, καθώς καταλάβαιναν πως δεν υπάρχει τίποτα το ανεπανάληπτο, τίποτα το μοναδικό σε όσα η ζωή εξαπολύει πάνω στους θνητούς. Όλοι μοιράζονται τα απρόβλεπτα και τα προβλεπτά. Όλοι περιορίζονται και υπομένουν. Ενώνοντας τις φωνές τους επικυρώνουν αυτή την αλήθεια, αλλά και πηγαίνουν πιο πέρα απ’ αυτήν. Το γεγονός ότι δεν επέλεξε ο καθένας να κρυφτεί κάπου και να κλάψει μόνος του ή να ξεσπάσει βρίζοντας και βλασφημώντας την ώρα που γεννήθηκε, το γεγονός αυτό τους επαναφέρει στον στίβο του αγώνα. Βρίσκονται όλοι μαζί, καθιστοί ή όρθιοι (αν προχωρήσουν σ’ έναν κυκλικό χορό), σ’εκείνο το αλώνι των θρύλων όπου οι δυνάμεις της ζωής, στο πρόσωπο ενός ρωμαλέου βοσκού, ή ενός Διγενή, παλεύουν με τον Χάρο. Δεν είναι όμως εδώ αντιμέτωποι μόνο η ζωή με τον θάνατο. Είναι η θεληματικότητα με την παραίτηση⸱ είναι το πείσμα με την υποχωρητικότητα⸱ η υπερηφάνεια με την κακομοιριά.

Πουθενά αλλού δεν αντήχησε τόσο καθαρά η σύγκρουση αυτή όσο στα δημοτικά τραγούδια. Αργότερα στα λαϊκά –με όλες τις διαφορές ανάμεσα στα είδη τους– η εξέλιξη ήταν διαφορετική. Πρώτα απ’όλα, την δεσπόζουσα θέση του πνευστού οργάνου την πήρε το έγχορδο. Με το φύσημα του κλαρίνου οι πάσχοντες έπαιρναν ξανά τον «αέρα» απέναντι στις δυσκολίες της ζωής, ενώ, αντίθετα, οι πενιές, όσο κι αν ήταν μαλακιές, έγδερναν τις καρδιές, υπενθυμίζοντάς τους το άδικο που δεν διορθώνεται, τα λαχταριστά πράγματα που παραμένουν άπιαστα, τις ζαριές που ρίχνουν μάταια οι παραγκωνισμένοι σ’ έναν προδιαγεγραμμένο κόσμο. Λίγο-λίγο η αγωνιστική διάθεση διαβρώθηκε από μια μορφή παραδοχής της μοίρας, παραδοχή που μολονότι πονούσε, πότιζε το μυαλό και το νάρκωνε. Δεν ήταν όπιο εναντίον της οδύνης. Ήταν όπιο προορισμένο να φέρει τη συμφιλίωση μαζί της. Έδρασε αποτελεσματικά; Δεν μπορούμε να το πούμε. Η νάρκωση που προσέφερε ήταν μόνο επιφανειακή και προσωρινή. Οι Έλληνες δεν είναι Ινδοί. Ποτέ οι επιθυμίες τους δεν υποκύπτουν εντελώς στο πεπρωμένο. Ούτε το αρνούνται αγέρωχα –γιατί αυτό δεν τους ενέπλεκε σε μεγάλες περιπέτειες– ούτε το πολεμούν ευθέως, υπολογίζουν όμως ότι θα του ξεγλιστρήσουν, θα το ξεγελάσουν για λίγο.

Χωρίς αμφιβολία ήταν μια τακτική που τους προσέφερε μερικές υπηρεσίες. Με την πάροδο όμως του χρόνου η κατάχρησή της έφερε αλλοιώσεις στα συναισθήματα που δεν θεραπεύονται εύκολα. Η συνήθεια να ελίσσεσαι, να αποφεύγεις τις κακοτοπιές και τι παγίδες, να φυλάς συνεχώς τα ρούχα σου για να μη τα πάρει ξαφνικά μια ριπή συμπτώσεων, σε διαπλάθει έτσι ώστε, εκτός από τις εξωτερικές καταστάσεις να μην εμπιστεύεσαι ούτε και τις πιο δικές σου, τις πιο εσωτερικές. Ό,τι πάει να ξεπηδήσει αυθόρμητα από τα μύχια, εμποδίζεται να βγει, από τον φόβο μήπως και προκαλέσει προβλήματα μη διαχειρίσιμα. Βαθμιαία, έτσι, ένα αυξανόμενο τμήμα του λαού απομακρύνθηκε από τις πηγές των συγκινήσεών του, νομίζοντας ότι θα γινόταν, με τον τρόπο αυτό, πιο επιδέξιο, πιο ψύχραιμο στις πρακτικές υποθέσεις του. Αντάλλαξε τη συγκίνηση μ’ ένα ρεαλισμό του ποδαριού, που δεν ήταν τελικά παρά η πονηριά του φτωχού που βάλθηκε να ξεφύγει, με κάθε τίμημα, από τη φτώχεια, να γίνει δηλαδή πονηρός με λεφτά –πράγμα που σημαίνει ισοβίως ανήσυχος. Η επιχείρηση είχε ένα κόστος που δεν εκτιμήθηκε σωστά. Διαπιστώθηκε πως είναι αφόρητα άχαρο για έναν τέτοιο λαό να ξεφυλλίζει νυχθημερόν, στον ξύπνιο και στον ύπνο του, το τεφτέρι με τα κέρδη του και τις ζημιές του. Ανακάλυψε ο εμποράκος σε κάθε επάγγελμα ότι δεν είχε πια την όρεξη να δοθεί σε κάποια παρόρμηση. Έτειναν να χλωμιάζουν και οι συμπάθειες και οι αντιπάθειές του. Μια κούραση τον κατέλαβε, και μια υποψία ντροπής, επειδή είχε διώξει από μέσα του αυτό που τον έκανε, άλλοτε, να θέλει να πιει, να αφηγηθεί, να αστειευτεί ή να θρηνήσει τραγουδώντας.

Φυσικά, τα διαλείμματα της χαράς δεν έλειπαν. Ήταν όμως μια χαρά που την έζωναν φόβοι. Υπήρχε συνεχώς ο φόβος πως τα χαμόγελα θα κοπούν απότομα, πως κάποια βουλή ύπουλη και στριμμένη θα τιμωρούσε τη χαρά για την αυθάδεια που είχε να ξεφυτρώσει απροσδόκητα. Ένα τέτοιο συναίσθημα, μολυσμένο από το μικρόβιο της ασταμάτητης ανησυχίας, είναι καταδικασμένο να σβήνει πρόωρα. Από τη δειλία του ο άνθρωπός μας το έθαβε με τα ίδια του τα χέρια, στρέφοντας αλλού το βλέμμα για να μη δει την τρύπα που έχασκε μέσα του. Δεν άντεχε να βλέπει το κενό που μεγάλωνε. Και για να μη το σκέπτεται, έπρεπε να έλθει ένας θόρυβος να γεμίσει το κρανίο του. Ανατέθηκε, έτσι, σε ηχεία και φωνές ειδικά ρυθμισμένες να τον διασκεδάσουν. Η παραγγελία ήταν σαφής, αν και όχι ρητή: αφού πάσχουμε από καχεξία συγκινήσεων, πρέπει ν’ ακουστούν μουσικές και λόγια που να μας διεγείρουν σε σημείο να ξεχάσουμε ότι εμείς οι ίδιοι αδειάσαμε τον εαυτό μας.

Το αποτέλεσμα το ξέρουμε όλοι: γίναμε δέκτες μιας βιομηχανίας της τραγουδιστικής πόζας. Κατάλληλα γυμνασμένοι λάρυγγες, πνευμόνια, χείλη, χέρια και πόδια συντονίζονται σ’ ένα μόνο σκοπό: στο πώς να υπερτονίσουν. Ό,τι βγαίνει από το στόμα πρέπει να βγαίνει έντονα, και να συνοδεύεται από χειρονομίες και μορφασμούς που αντί να το συμπληρώνουν, ή να το απεικονίζουν «επεξηγηματικά», να αποκλίνουν από το όποιο νόημα, δίνοντας τη δική τους, εντελώς ξεχωριστή παράσταση. Ώμοι και μπράτσα κουνιούνται για άγνωστους λόγους, ανασηκώνονται ή χαμηλώνουν αυθαίρετα, διάφοροι φθόγγοι παράγονται στο εργαστήριο του θώρακα και της μύτης και εξέρχονται με μια περιπάθεια που δεν έχει άλλον αποδέκτη από το μικρόφωνο. Επιδεικτικές ερωτοτροπίες μ’ένα μεταλλικό αντικείμενο. Του μιλάνε, του ψιθυρίζουν, του εξομολογούνται ή και του φωνάζουν ξαφνικά, λες και φταίει εκείνο που αυτοί αγωνιούν μήπως και τα κόλπα τους πέσουν στο κενό.

Χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια, αλήθεια, για να καθαρίσουν τα αυτιά από το ηχητικό κράμα της σύγχυσης και της προσποίησης. Επειδή διαχέεται παντού, επειδή αποτελεί υπόκρουση της κάθε ημέρας και επειδή απειλεί με τα ντεσιμπέλ του ακόμη και το φυσιολογικά αναγκαίο νυκτερινό καταλάγιασμα, πρέπει κανείς να ψάξει πολύ για να βρει καταφύγιο. Οι έρευνες δεν αποκλείεται να αποδώσουν. Μπορεί να βρεθούν ορισμένα κύτταρα μέσα στον συλλογικό οργανισμό, τον άρρωστο από την αθυμία του, που να θέλουν να του ξαναδώσουν τις ικμάδες του. Η απόπειρα είναι από τη φύση της διακριτική. Δεν γίνεται απέναντι στους Κορύβαντες που χτυπάνε τα κύμβαλα της παραζάλης να αντιτάξεις μεγαλοφώνως άλλες αξίες. Πιο αποτελεσματικό θα ήταν να εναντιωθεί στον θορυβώδη θεατρινισμό η λιτότητα της ειλικρίνειας. Όταν παρουσιάζονται τα δείγματά της, γίνονται αμέσως αντιληπτά από εκείνους που την έχουν ανάγκη. Υπάρχουν, ευτυχώς, ακόμη τέτοια δείγματα έκφρασης. Τα διακρίνουμε σε φωνές που αντίθετα απ’ αυτές που μας ξεκουφαίνουν, μας απευθύνονται απαλά και σταθερά, σαν να’ρχονται από πολύ μακριά και από πολύ παλιά και μοιάζουν ταυτόχρονα πολύ κοντινές –μας αγγίζουν, χωρίς να επιδιώκουν να μας παρασύρουν. Ακούσαμε μια τέτοια φωνή⸱ ανήκει στον τραγουδιστή και συνθέτη Δημήτρη Υφαντή.

Ακούσαμε έναν ήχο που έδειχνε να ξέρει πώς να συγκρατείται. Φαινόταν να θέλει να ελέγξει μια λύπη που δεν ήταν ατομική και δεν προερχόταν από το ένα ή το άλλο συμβάν. Ήταν η κάμψη της ψυχής μπροστά σε όσα είναι αναγκασμένος να υφίσταται ένας άνθρωπος ή ένας λαός. Λίκνο όμως της ψυχής του τραγουδιστή συμβαίνει να είναι η Ήπειρος. Και επειδή εκεί τα πάντα έχουν κάτι από πέτρα και βουνίσιο νερό, το άσμα του στυλωνόταν στην πέτρα, έπαιρνε κουράγιο από τη συμπαγή της μάζα και συγχρόνως εμπιστευόταν το νερό που κυλούσε δίπλα του. Για μερικές στιγμές η φωνή, καταπνίγοντας έναν μικρό στεναγμό, βυθιζόταν στο λαγαρό, τρεχούμενο νερό. Ύστερα έβγαινε αποκαθαρμένη, δροσερή, έτοιμη να μας αναγγείλλει πως τα βάσανα των ανθρώπων εξισορροπούνται και πως οι χαρές δεν μπορούν να αφανισθούν απ’ τον κόσμο. Ονειροπολούσε; Όχι. Δεν αφηνόταν σε οπτασιασμούς, όπως εκείνους που ξετρέλλαιναν, κάποτε, τους τροβαδούρους της Δύσης, τραγουδούσε αλλιώς: ετοίμαζε, παρασκεύαζε τις προϋποθέσεις για να πλησιάσει αυτό που ποθούσε. Στην Ήπειρο τίποτα δεν εγκαταλείπεται στην τύχη του. Όποιοι θέλουν να ζήσουν και να προκόψουν, πρέπει εκτός από το να μάθουν, να ενστερνιστούν, επιπλέον, τα μυστικά της πειθαρχίας και της αντοχής του χτίστη, του τσοπάνη, του ξυλουργού. Όποιοι αγαπούν πρέπει να ασκηθούν κι αυτοί πάνω σε όλα τα ενδεχόμενα: της αίσιας αμοιβαιότητας των αισθημάτων ή, αντίθετα, της αδιέξοδης μονομέρειάς τους, κι ακόμη, της φθοράς, της αναλαμπής, της θαλπωρής που έρχεται απο ένα αγκάλιασμα ή της ψύχρανσης μέσα σ’ ένα άλλο. Ο τραγουδιστής μας ξετυλίγει τις προσδοκίες του έρωτα με τις οποίες τρέφεται η καρδιά. Διηγείται την πορεία που ξεκινά από αυτό που μας λείπει προς αυτό που δεν ξέρουμε αν μας γεμίσει. Μας μιλά, άραγε, σαν κάποιος που ταλαντεύεται; Μήπως πασχίζει να πιαστεί από κάποια πίστη; Ελπίζει ήσυχα, ή μήπως καίγεται για να αποκτήσει ό,τι επιθυμεί; Όχι, τίποτα απ’ όλα αυτά. Είναι κάποιος που αγαπά να υπάρχει αυτό που αγαπά. Να υπάρχει, όπως γύρω του οι βουνοκορφές, τα βαθύρριζα δέντρα και τα αρυτίδωτα νερά της λίμνης Ζαραβίνα τον Αύγουστο.


ΜΙΑ ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΗ ΒΟΥΤΙΑ ΣΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ. ΑΨΟΓΟ.