ΛΟΓΟΣ Γ'
(Άσμα Ασμάτων 1,9-14)
Ο ΝΥΜΦΙΟΣ:
9. Με τους ίππους μου (που νίκησαν) τ’ άρματα του Φαραώ σε παρομοίασα, συ η πλησίον μου (η εκλεκτή μου).
10. Πόσο ομόρφυναν οι σιαγόνες σου σαν της τρυγόνας, και ο λαιμός σου όπως οι ορμίσκοι (και ο λαιμός σου με τα περιδέραια);
ΟΙ ΦΙΛΟΙ:
11. Θα σου φτιάξουμε κοσμήματα (ομοιώματα) από χρυσάφι με στίγματα ασημένια.
Η ΝΥΦΗ:
12. Όσο ήταν ο βασιλιάς μου ξαπλωμένος (στο ανάκλιντρό του), ανάδινε την ευωδιά του η νάρδος μου.
13. Θήκη της στακτής (Θήκη με μύρο σμύρνας) είναι ο αγαπημένος μου, θα ξενυχτήσει ανάμεσα στα στήθη μου.
14. Τσαμπί ανθισμένο (της κύπρου) είναι ο αγαπημένος μου μέσα στα αμπέλια του Εν Γαδί.
Όσα εκθέσαμε προ της παρούσης αναγνώσεως στο προοίμιο του Άσματος των Ασμάτων, μοιάζουν με το αχνό φως που φαίνεται την αυγή περί τον όρθρο μετά τη νύχτα. Ούτε κι αυτή είναι καθαρό φως, άλλα προοίμιο φωτός. Έτσι και όσα είπαμε μας προμηνούν την ανατολή του αληθινού φωτός, δεν έχουν όμως να προβάλλει μέσα τους φωτίζοντας ως πέρα με διαύγεια τον ίδιο το δίσκο του ήλιου. Σ’ εκείνα μιλάει η νύφη και οι φίλοι και οι κοπέλες· ενώ τώρα ανατέλλει η φωνή του ίδιου του νυμφίου σαν δίσκος ηλιακός αποκρύπτοντας (ξεθωριάζοντας) με τη λάμψη των ακτινών του όλη τη φεγγοβολή των άστρων που έλαμπαν πρωτύτερα και το αχνό φέγγος της αυγής. Και εκείνα όλα βέβαια έχουν τη δύναμη κάποιων καθαρμών και ραντισμάτων με τα οποία αφού εξαγνιστούν οι ψυχές, ετοιμάζονται για να υποδεχτούν τα θεία. Ο τωρινός λόγος είναι μετουσία της ίδιας της θεότητας κατά την οποία ο ίδιος ο Θεός Λόγος μεταδίδει σ’ αυτόν που ακούει με την ίδια του φωνή την κοινωνία της αιώνιας δύναμης. Και όπως επάνω στο όρος Σινά, αφού πρώτα ετοιμάστηκε ο ισραηλιτικός λαός με καθαρμούς επί δύο ήμερες, την τρίτη μόνο κατά την αυγή αξιώνεται τη φανέρωση του Θεού, οπότε δεν ήταν πια απασχολημένος με το πλύσιμο των ρούχων, αλλά δεχόταν εμφανώς τον ίδιο το Θεό, που για χάρη του είχε αποπλύνει την ακαθαρσία της ψυχής με τους καθαρμούς που είπαμε, έτσι και τώρα η ανάλυση των προοιμίων του Άσματος των Ασμάτων που έγινε στους προηγούμενους λόγους στις δύο ημέρες που πέρασαν ωφέλησε τόσο, ώστε να πλύνει και να καθαρίσει το νόημα των λόγων από τον σαρκικό ρύπο.
Ο ίδιος ο θεός Λόγος σήμερα, τρίτη ήμερα μετά την πρώτη και τη δεύτερη, θα μας φανερωθεί αφού καθαρθήκαμε, δεν θα φανερώσει την παρουσία του μέσα στο γνόφο και τη θύελλα και με τον ήχο της σάλπιγγας και με φωτιά φοβερή που από τους πρόποδες ως την κορυφή του κατακαίει όλη την έκταση του βίου, αλλά θα γίνει γλυκύς κι ευπρόσιτος και από την φοβερή εκείνη όψη θα προσαρμοστεί στη χαρά του γάμου. Η νύφη παρακάλεσε να μάθει τους τόπους της ανάπαυσης, όπου ο αγαθός ποιμήν έχει τη διαμονή του, ώστε να μην πάθει από άγνοια κάτι ανεπιθύμητο, κι επειδή έπειτα οι φίλοι του νυμφίου της υπόδειξαν το ασφαλές κριτήριο της αλήθειας, να προσέχει δηλαδή την ψυχή της και να μαθαίνει τον εαυτό της (γιατί την άγνοια του εαυτού της την καθόρισε ως αρχή και ως συνέπεια του να μην γνωρίζει τίποτε άλλο από όσα πρέπει. Πραγματικά πώς μπορεί να μάθει κανείς κάτι άλλο όταν δεν ξέρει τον εαυτό του;), έπειτα από αυτά, επειδή το ηγεμονικό της ψυχής ήταν πια καθαρμένο ικανοποιητικά ανατέλλει ξανά ο Λόγος σ’ αυτήν που τον ποθεί, προτρέποντάς την προς το τελειότερο με την επιδοκιμασία των παρόντων. Γιατί ο έπαινος για ένα κατόρθωμα δημιουργεί στην ψυχή εκείνου που το πραγματοποίησε εντονότερη προθυμία προς το καλύτερο.
Ποιόν λόγο λοιπόν είπε στην κόρη ο αληθινός Λόγος; «Σε παρομοίασα», λέει, «συ η πλησίον μου, με τους ίππους μου (που νίκησαν) τ’ άρματα του Φαραώ». Επειδή όμως δε γίνεται έτσι στα πρόχειρα ν’ αναλύσουμε το νόημα των λόγων αυτών, πρέπει να τους εξετάσουμε με κάθε δυνατή ακρίβεια. Από την ιερά ιστορία μάθαμε μιαν άλλη δύναμη που αντιτάχτηκε στο ιππικό του Φαραώ, τη νεφέλη, τη ράβδο, τον βίαιο άνεμο, το πέλαγος που σχίζεται στα δύο, το βυθό της θάλασσας να έχει σκόνη, τα τείχη που σχημάτισαν, τα κύματα, τη στεγνή άβυσσο που έγινε χέρσος ανάμεσα στα υδάτινα τείχη, και που με όλα αυτά πετύχαιναν οι Ισραηλίτες τη σωτηρία τους, ενώ τα κύματα σκέπαζαν πανστρατιά το Φαραώ, με άλογα και άρματα. Αφού λοιπόν δεν αντιτάχτηκε στον αιγυπτιακό στρατό καμιά ιππική δύναμη, προκαλεί απορία με ποιό ιππικό, που εμφανίστηκε κατά των αιγυπτιακών αρμάτων, παρομοιάζεται τώρα η νύφη από το Λόγο. «Με τους ίππους μου», λέει, «που πέτυχαν να νικήσουν τ’ άρματα τού Φαραώ σε παρομοίασα, εσένα που σ’ έχω δίπλα μου». Ή είναι φανερό ότι, όπως δεν είναι δυνατό να νικηθούν κάποιοι σε ναυμαχία αν μια άλλη ναυτική δύναμη δεν καταβυθίσει τη ναυτική δύναμη των αντιπάλων, το ίδιο ούτε και στην ιππομαχία δε θα ηττηθεί κάποιος, αν δεν αντιπαρατάξουν οι εχθροί μια άλλη ιππική δύναμη;
Επειδή λοιπόν το ισχυρότερο τμήμα της αιγυπτιακής στρατιάς ήταν το ιππικό, την αόρατη δύναμη, που το χτύπησε και προκάλεσε τη νίκη κατά των Αιγυπτίων, ο Λόγος το ονόμασε ιππικό. Ένιωθαν κι εκείνοι αυτόν που τους πολεμούσε και φώναξαν ο ένας στον άλλο «ο Κύριος πολεμά τους Αιγυπτίους» και «ας φύγουμε από το πρόσωπο του Κυρίου». Είναι φανερό όμως ότι ανάλογα με την προπαρασκευή των εχθρών όπλιζε και τη δική του δύναμη ο αληθινός αρχιστράτηγος. Υπήρχε λοιπόν μια αόρατη δύναμη που με τις θαυμαστές εκδηλώσεις της στη θάλασσα προξενούσε τον αφανισμό των Αιγυπτίων και Ο Λόγος την ονόμασε ιππικό. Υποθέτουμε ότι αυτή είναι η αγγελική στρατιά, για την οποία λέει ο προφήτης «θα καβαλικέψεις τους ίππους σου κι αυτό θα είναι η σωτηρία σου». Ο Δαβίδ αναφέρει και άρματα του Θεού λέγοντας· «τ’ άρματα του Θεού είναι μύριες φορές περισσότερα, που τα σέρνουν οι χιλιάδες των καλότυχων». Ακόμα και τη δύναμη που σηκώνει μετέωρο από τη γη στην έκταση τ’ ουρανού τον προφήτη Ηλία την ονομάζει η Γραφή με το όνομα των ίππων και τον ίδιο τον προφήτη τον λέει η ιερή ιστορία άρμα του Ισραήλ και ιππέα. Κι αυτούς, που περιέρχονται όλη την οικουμένη και μ’ αυτούς η γη κατοικείται καί ησυχάζει, ο Ζαχαρίας ο προφήτης τους ονόμασε ίππους, που συνομιλούν με τον άνδρα που στέκεται ανάμεσα στα δύο βουνά.
Έχει λοιπόν κάποιους ίππους αυτός που εξουσιάζει το παν· άλλον που ανυψώνει τον προφήτη, άλλον που κατοικεί στη γη, άλλον που σέρνει το άρμα, άλλον που παίρνει ως αναβάτη του το Θεό για τη σωτηρία των ανθρώπων και άλλον που καταποντίζει την αιγυπτιακή δύναμη. Αφού λοιπόν υπάρχει ανάμεσα στους θείους ίππους μεγάλη διαφορά που εκδηλώνεται με τις ενέργειες τους, παρομοιάζεται με το ιππικό που συνέτριψε την αιγυπτιακή δύναμη εκείνη που πλησίασε το Θεό από το δρόμο της αρετής. Γιατί αυτό λέει προς αυτήν ο Λόγος· «σε παρομοίασα με τους ίππους μου που νίκησαν τ’ άρματα του Φαραώ, εσένα που σ’ έχω δίπλα μου». Η φράση αυτή περιέχει πολλούς και μεγάλους επαίνους και η παρομοίωση αυτή με τον ίππο είναι ολόκληρος κατάλογος κατορθωμάτων. Όσα αναφέρονται για τον Ισραήλ κατά την παροικία του στην Αίγυπτο, η δουλεία, οι καλαμιές, ο πηλός, η πλινθοποιΐα, όλη η δουλειά τους στη γή, οι σκληροί επιστάτες στις δουλειές τους, που απαιτούσαν τον καθημερινό φόρο του κόπου τους στο κόψιμο των πλιθιών, που εξαιτίας τους το νερό γίνεται αίμα και σκοτεινιάζει το φως και τα βατράχια πηδούνε στα σπίτια και η σκόνη από το καμίνι που κάνει το σώμα να πετάει φουσκάλες κι όλα τα δεινά ένα-ένα, η ακρίδα, ο σκνίπες, ο βρούχος (ο θόρυβος), το χαλάζι, τα πάθη με τα πρωτότοκα, όλα αυτά και όσα πολύ καλύτερα διηγείται η ιστορία, με τα οποία πετυχαίνουν οι Ισραηλίτες τη σωτηρία τους, είναι αιτίες επαίνων για την ψυχή που ενώνεται με το Θεό. Δεν θα παρομοιαζόταν βέβαια με τη δύναμη εκείνη που διέλυσε τα αιγυπτιακά δεινά κι ελευθέρωσε τον Ισραήλ από τη σκληρή τυραννία, αν δεν κατορθώνονταν όλα αυτά μ’ επιτυχία κι όσα αφάνισαν την Αίγυπτο κι όσα προπαρασκευάζουν την πορεία προς το Θεό όσων από την αιγυπτιακή λάσπη μεταφέρονται στη γη της επαγγελίας.
Επειδή λοιπόν, όπως λέει ο θείος Απόστολος, όλα έχουν γραφεί για να μας σωφρονίζουν, με όσα περιέχει η θεόπνευστη Γραφή, δεν κάνει τίποτε άλλο, παρά με όσα λέει στη νύφη ο Λόγος μάς συμβουλεύει, ότι πρέπει κι εμείς να δεχτούμε ως αναβάτη το Λόγο και αφού συντρίψουμε το αιγυπτιακό ιππικό, άρματα κι αναβάτες, κι αφού καταποντίσουμε στη θάλασσα όλη την άδικη δυναστεία τους, έτσι να ομοιωθούμε με τη δύναμη εκείνη, αφήνοντας μέσα στο νερό σαν έναν ρύπο την αντίπαλη στρατιά. Αλλά για να το κατανοήσουμε καλύτερα αυτό που λέμε, ας το δούμε ως εξής. Δεν είναι δυνατό να παρομοιωθεί κάποιος με το ιππικό, που εξαιτίας του καταποντίστηκαν στο βυθό τα άρματα των Αιγυπτίων, αν δεν απελευθερωθεί δια του μυστικού ύδατος από τη δουλεία του εχθρού και, αφήνοντας κάθε αιγυπτιακή ιδέα κι αλλόφυλη αμαρτία και κακία μέσα στο νερό, ν’ αναδυθεί καθαρός χωρίς να κουβαλάει μαζί του στην κατοπινή του ζωή τίποτε από την αιγυπτιακή συνείδηση. Όποιος έχει απόλυτη καθαρότητα από τις αιγυπτιακές πληγές, αίμα και βατράχια και φουσκάλες και σκότος κι ακρίδες και σκνίπες και χαλάζι και τη βροχή της φωτιάς και τα άλλα πού αναφέρει η ιερή Ιστορία, αυτός είναι άξιος να παρομοιαστεί μ’ εκείνη τη δύναμη, που αναβάτης της είναι ο Λόγος. Ωστόσο δεν αγνοούμε τί σημαίνουν οι πληγές, πώς γίνεται για τους Αιγύπτιους πληγή το αίμα, και η οσμή των βατραχιών και η μεταβολή του φωτός σε σκοτάδι κι όλα τα υπόλοιπα.
Πράγματι ποιος δεν γνωρίζει, με τί λογής βίο γίνεται κάποιος αίμα, ενώ πρώτα ήταν πόσιμο νερό κι έπαθε αυτή τη φθαρτική αλλοίωση, και τί κάνοντας δημιουργεί μέσα στον οίκο του τη δυσωδία των βατραχιών, και πως μεταβάλλει τη φωτεινή ζωή σ’ έργα που αγαπάει η νύχτα γεμάτα ζόφο, που μ’ αυτά το καμίνι της γέεννας κάνει να σπάσουν οι οδυνηρές φουσκάλες της κατάκρισης; Έτσι και καθένα από τα αιγυπτιακά δεινά είναι εύκολο να το δεχτεί κανένας ως μέσο παιδείας και σωφρονισμού εκείνου που ακούει. Αλλά είναι περιττό να μακραίνουμε το λόγο μας για πράγματα στα όποια συμφωνούμε. Αν αυτά και τα παρόμοια τα κατανικήσουμε και πλησιάσουμε το θεό, θ’ ακούσουμε κι εμείς οπωσδήποτε το «σε παρομοίασα με τους ίππους μου που νίκησαν τ’ άρματα του Φαραώ, συ η πλησίον μου».
Αλλά προκαλεί ίσως λύπη σ’ αυτούς που έζησαν ζωή σωφροσύνης και καθαρότητας η παρομοίωσή τους με ίππο, επειδή πολλοί προφήτες μας απαγορεύουν να γίνουμε όμοιοι με ίππους. Ο Ιερεμίας για παράδειγμα δήλωσε με το όνομα του ίππου τη λύσσα για μοιχεία στους λόγους του «έγιναν άλογα λυσσασμένα για το θηλυκό και καθένας χρεμέτιζε για τη γυναίκα του διπλανού του». Κι o μεγάλος Δαβίδ θεωρεί φοβερό να μένει κανένας όπως το άλογο και o ημίονος και διατάζει να σφίγγουμε με το χαλινάρι τα σαγόνια τους. Γι’ αυτό (ο νυμφίος) διασκεδάζει τη σκέψη αυτή με τον στη συνέχεια λόγο του λέγοντας ότι δεν είναι τέτοια τα δικά σου σαγόνια, ακόμη κι αν ήσουν τυχόν άλογο, ώστε να χρειάζεσαι το πνίξιμο από το χαλινάρι, αλλά το δικό σου στόμα είναι ωραίο όπως των τρυγονιών. Γιατί λέει, «πόσο ωραίο το στόμα σου σαν της τρυγόνας;». Κι όσοι παρατήρησαν τα πουλιά αυτά λένε ότι το τρυγόνι, αν διαλυθεί ο γάμος του, μένει στο έξης αζευγάρωτο, ώστε αυτό πραγματοποιεί τη σωφροσύνη από τη φύση του. Γι’ αυτό στους αινιγματικούς αυτούς επαίνους χρησιμοποίησε ο Λόγος το πουλί αυτό, ώστε η παρομοίωση με το τρυγόνι να γίνει ένα είδος χαλινού στα σαγόνια του θείου ίππου κι αυτό δηλώνει ότι στον ίππο αυτό αρμόζει η ζωή της καθαρότητας. Γι’ αυτό o Λόγος εκφράζει το θαυμασμό του σ’ αυτήν (την νύφη) λέγοντας· «Πόσο ομόρφυναν οι σιαγόνες σου σαν της τρυγόνας;».
Σ’ αυτόν προσθέτει με παρομοίωση κι άλλον έπαινο λέγοντας· «ο λαιμός σου είναι όπως οι ορμίσκοι». Αφού δηλαδή χρησιμοποίησε το μεταφορικό τρόπο φτιάχνει τον έπαινό του για τη νύφη με όσα εκθέτει για τους ίππους. Επαινεί το λαιμό πού καμπυλώνεται σε σχήμα κύκλου, σχήμα που βλέπουμε στα καμαρωτά πουλάρια. Η αναφορά των ορμίσκων κάνει ένδειξη για τον κύκλο, που, αν το σχήμα του τοποθετηθεί στον αυχένα, κάνει το πουλάρι ωραιότερο. H λέξη “όρμος” λέγεται κυρίως στους παράλιους τόπους, όπου η ακτή κοιλαίνεται εσωτερικά σαν μισοφέγγαρο και δέχεται στον κόρφο της τη θάλασσα, αναπαύοντας μέσα της όσους πλέουν σ’ αυτήν από τη θάλασσα· μεταφορικά από το σχήμα το γύρω από το λαιμό κόσμημα λέγεται “όρμος”. Όταν τώρα λέμε αντί όρμο το υποκοριστικό “ορμίσκος”, με τη λέξη αυτή δείχνουμε την ομοιότητα σε μικρό σχήμα.
Η ομοιότητα του λαιμού με τους ορμίσκους παρουσιάζει πολλά σημεία για το εγκώμιο της νύφης. Πρώτα ότι το πουλάρι λυγίζοντας το λαιμό του σε σχήμα κύκλου βλέπει τα πατήματα των ποδιών του, πού κάνουν απρόσκοπτη κι ασφαλή την πορεία του, ώστε ούτε να σκοντάφτει στην πέτρα ούτε να πέφτει στο κενό ενός λάκκου (και αυτό δεν είναι λίγο για τον έπαινο της ψυχής, να προσέχει δηλαδή τον εαυτό της και να βαδίζει βιαστικά και με κάθε ασφάλεια το θείο δρόμο της, υπερπηδώντας και προσπερνώντας όλα τα εμπόδια που προέρχονται από κάποιους πειρασμούς). Έπειτα και το ίδιο το πρωτότυπο όνομα των όρμων, από όπου το κόσμημα του λαιμού εξαιτίας της ομοιότητας ονομάστηκε “ορμίσκος”, περιέχει αφθονία μεγάλων εγκωμίων, όταν ο λαιμός παρομοιαστεί με τους ορμίσκους.
Και ποιά είναι τα εγκώμια που δηλώνει μ’ αυτά ο Λόγος; Είναι ευχάριστο και σωτήριο το λιμάνι για όσους καταπλέουν σ’ αυτό κι έπειτα από την κακοπάθεια στη θάλασσα να βρουν ένα γαληνεμένο όρμο, όπου, ξεχνώντας τα δεινά της θάλασσας, παραδίνονται ολόψυχα στην ανάπαυση, παραμυθούμενοι με την ησυχία τη μεγάλη ταλαιπωρία τους. Δεν υπάρχει πια γι’ αυτούς απειλή ναυαγίου ούτε ο φόβος από τους υφάλους ούτε ο κίνδυνος από τους πειρατές ούτε ή ταραχή από τους ανέμους ούτε με τη φουρτούνα φουσκώνει η θάλασσα από το βυθό. Όλοι αυτοί οι κίνδυνοι είναι μακριά από όσους κακοπάθησαν στο πέλαγος και τώρα χαίρονται τη γαλήνη τού όρμου. Αν λοιπόν φέρει κανένας την ψυχή του στην κατάσταση αυτή, ώστε κι αυτή να έχει γαλήνη σ’ ακύμαντη ησυχία, χωρίς καθόλου να την ταράζουν οι άνεμοι της κακίας (τα πνεύματα της πονηρίας) ούτε να φουσκώνει από υπερηφάνεια ούτε ν’ αφρίζει από τα κύματα τού θυμού ούτε να θαλασσοδέρνεται με κάποιο άλλο πάθος και να παρασύρεται από κάθε άνεμο που ξεσηκώνει τα διάφορα κύματα των παθών, αν λοιπόν κι η ίδια βρίσκεται σ’ αυτή την κατάσταση, αλλά κι αυτούς που χειμάζονται στο πέλαγος της ζωής, στις κάθε λογής τρικυμίες της ζωής, τους καταπραΰνει στρώνοντάς τους ομαλή κι ακύμαντη τη ζωή της αρετής, ώστε όποιοι φτάσουν σ’ αυτή να βγουν από τον κίνδυνο του ναυαγίου, ορθά παρομοιάζεται από τον Λόγο με τους ορμίσκους (περιδέραια), όπου ο πληθυντικός αριθμός δηλώνει την τελειότητα της αρετής καθενός είδους. Αν δηλαδή την παρομοίαζε με ένα μόνο ορμίσκο, ο έπαινος θα ήταν οπωσδήποτε ατελής, αφού δε θα μαρτυρούσε το ίδιο και για τις λοιπές αρετές. Τώρα όμως η παρομοίωση με το πλήθος των περιδέραιων (ορμίσκων) περιέχει στο λόγο τη μαρτυρία για όλες τις αρετές.
Και τούτο είναι μια συμβουλή που παρέχεται από το Λόγο στο κοινό της Εκκλησίας· ότι δεν πρέπει ν’ αποβλέπουμε σε μια αρετή μόνο (προς ένα μόνο εκ των αγαθών) και ν’ αδιαφορούμε για τα λοιπά κατορθώματα, αλλά αν έχεις αποκτήσει το περιδέραιο της σωφροσύνης, που στολίζει το λαιμό σου με τα κάποια μαργαριτάρια της, απόχτησε κι άλλο περιδέραιο, το ζήλο που είναι δεμένος με τις πολύτιμες πέτρες των εντολών και που τονίζει την ομορφιά του λαιμού. Απόχτησε επίσης κι άλλο κόσμημα γύρω από το λαιμό, την ευλαβική (ευσεβής) κι ορθή (υγιαίνουσα) πίστη, που περιβάλλει κυκλικά τον αυχένα της ψυχής. Αυτά είναι το χρυσό περιδέραιο που λάμπει στον τράχηλο από το ατόφιο χρυσάφι της θεογνωσίας, για το οποίο λένε οι Παροιμίες «θα δεχτείς στην κορυφή σου στεφάνι των χαρίτων και χρυσό περιδέραιο γύρω από το λαιμό σου».
Αυτή τη συμβουλή βέβαια παίρνουμε από τους ορμίσκους (τα περιδέραια)· είναι καιρός όμως να προσθέσουμε στην ανάλυσή μας και τον ακόλουθο λόγο, που απευθύνουν στην κόρη οι φίλοι του νυμφίου. Η διατύπωση του λόγου των φίλων του νυμφίου είναι η έξης: «Θα σου φτιάξουμε κοσμήματα (ομοιώματα) από χρυσάφι με στίγματα ασημένια, όσο ο βασιλιάς μένει ξαπλωμένος (στο ανάκλιντρό του)». Το νόημα των λόγων αυτών γι’ αυτόν που έχει υπόψη την ακολουθία της προηγούμενης ανάλυσής μας δεν φαίνεται ασυνάρτητο, αλλά συμφωνεί μ’ αυτή· η διατύπωση όμως εμβαθύνοντας στις μεταφορικές σημασίες κάνει δυσκολονόητο το δηλούμενο δια των αινιγμάτων. Επειδή το κάλλος (η ομορφιά) της ψυχής παρομοιάστηκε με το ιππικό (δηλαδή τη στρατιά των αγγέλων) που συνέτριψε τα αιγυπτιακά άρματα, και της φοράδας εκείνης λέει ο καλός αναβάτης ότι χαλινάρι είναι η καθαρότητα, που τη δήλωσε παρομοιάζοντας το στόμα της με το στόμα της τρυγόνας, και ότι κοσμήματα του λαιμού είναι τα διάφορα περιδέραια που αστράφτουν από τις αρετές, επιθυμούν και οι φίλοι να κάνουν μια προσθήκη στην ομορφιά της φοράδας, στολίζοντας τα φάλαρα (τα ηνία) με ομοιώματα χρυσού ποικιλμένα και με του ασημιού την καθαρότητα, για να λάμπει ακόμα περισσότερο η ομορφιά του κοσμήματος με την ανάμιξη της λάμψης του ασημιού με τη φωτεινότητα του χρυσαφιού. Είναι ανάγκη όμως, αφήνοντας τις μεταφορικές σημασίες, να μην απομακρύνουμε το λόγο από το νόημα που μας ωφελεί.
Παρομοιάσαμε με τον ίππο εκείνο την ψυχή την καθαρμένη με την αρετή. Δεν παραδόθηκε όμως ακόμα στην εξουσία του Λόγου ούτε κράτησε επάνω του αυτόν που επιβαίνει στους ίππους αυτούς για τη σωτηρία τους. Πρέπει πρώτα το άλογο να στολιστεί από κάθε άποψη κι έτσι να δεχτεί έπειτα αναβάτη του το βασιλιά. Και είτε καβαλικεύει στην πλάτη του άλογου αυτός που κατά τον προφήτη Αββακούμ ανεβαίνει σ’ εμάς, τα άλογα, και μας καβαλικεύει για τη σωτηρία μας, είτε μπει μέσα μας αυτός που κατοικεί και περιπατεί και εισχωρεί στα βάθη της ψυχής, δεν έχει καμιά διαφορά ως προς τη σημασία. Γιατί σ’ οποίον πραγματοποιηθεί το ένα από τα δύο συγκατορθώνεται και το άλλο. Κι όποιος έχει επάνω του το Θεό τον έχει οπωσδήποτε και μέσα του, κι όποιος τον δέχτηκε μέσα του έχει επάνω του αυτόν που εισήλθε μέσα του. Πρόκειται λοιπόν ο βασιλιάς ν’ αναπαυθεί σ’ αυτό το άλογο. Κι όπως είπαμε είναι το ίδιο στη θεία δύναμη το κάθισμα και η ανάκλιση. Όποιο από τα δύο συμβεί σ' εμάς, η χάρις είναι ίση. Επειδή λοιπόν οι ιπποκόμοι του βασιλιά ετοιμάζουν το άλογο με τα κοσμήματα και το κάνουν κατάλληλο να τον δεχτεί, και για το Θεό είναι το ίδιο να βρεθεί μέσα σε κάποιον με το να βρεθεί επάνω του, αφήνοντας τη συνέπεια της προφορικής έκφρασης, θεώρησαν το άλογο ως ανάκλιντρο οι ιπποκόμοι και οι υπηρέτες. Πρέπει, λέει, εμείς να κάνουμε χρυσά ομοιώματα με στίγματα ασημένια, που ομορφαίνουν την όψη του άλογου, για να βρεθεί ο βασιλιάς όχι στο κάθισμα αλλά στο ανάκλιντρό του.
Η ακολουθία λοιπόν της λέξης, όπως έδειξε η ανάλυσή μας, είναι αυτή, αξίζει όμως να μην αφήσουμε ανεξέταστο τούτο· γιατί δε χρησιμοποιείται ως κόσμημα το ίδιο το χρυσάφι, αλλά τα ομοιώματα του χρυσαφιού, και όχι το ίδιο το ασήμι, αλλά τα στίγματα του ασημιού που καρφώνονται στο ομοίωμα του χρυσού. Αυτό λοιπόν που σκεφτήκαμε γι’ αυτό είναι το εξής. Όλη η διδασκαλία για την άρρητη φύση, ακόμα κι αν φαίνεται πως παρουσιάζει την πιο θεοπρεπή και υψηλή έννοια, είναι ομοιώματα χρυσαφιού κι όχι το ίδιο το χρυσάφι· γιατί είναι αδύνατο να παρασταθεί μ’ ακρίβεια το πάνω από το νου αγαθό. Κι αν είναι κανένας όπως ο Παύλος που διδάχτηκε τα απόρρητα στον Παράδεισο, κι αν ακροάστηκε τα αλάλητα ρήματα, τα νοήματα περί Θεού μένουν ανέκφραστα. Γιατί, λέει, οι λέξεις των νοημάτων αυτών είναι άρρητες. Αυτοί λοιπόν που βάζουν μέσα μας κάποιους λογισμούς αγαθούς για την κατανόηση των μυστηρίων, αδυνατούν να πουν πώς είναι κατά τη φύση τους και τα λένε απαύγασμα δόξης, σφραγίδα (χαρακτήρα) υποστάσεως, μορφήν Θεού, Λόγον εν αρχή, Λόγον Θεού. Αυτά όλα σ’ εμάς που δεν έχουμε θεαστεί το θησαυρό εκείνον φαίνονται χρυσάφι. Για εκείνους όμως που μπορούν να υψώνουν τα μάτια τους προς την αλήθεια είναι ομοιώματα χρυσού κι όχι χρυσός, που λάμπει ανάμεσα στα λεπτά στίγματα του ασημιού. Ασήμι είναι η σημασία των λέξεων, όπως λέει η Γραφή· «ασήμι πυρωμένο είναι η γλώσσα του δικαίου».
Αυτό λοιπόν που δηλώνουν τούτα είναι το έξης, ότι η θεία φύση είναι πάνω από κάθε καταληπτική διανοητική δύναμη. Και η έννοια πού σχηματίζεται γι’ αυτήν μέσα μας είναι ομοίωμα του ζητουμένου. Γιατί δε δείχνει το ίδιο το είδος εκείνου, που ούτε το είδε κανένας ούτε μπορεί να το δει, αλλά σαν μέσα από καθρέφτη και μ’ αινίγματα σκιαγραφεί κάποια σημασία του ζητουμένου που δημιουργείται στις ψυχές από εικασία. Και κάθε λόγος που σημαίνει τέτοιου είδους νοήματα, φαίνεται πως είναι μία μικρή στιγμή (σημείο) και δεν μπορεί να φανερώσει μέσα μας αυτό που βούλεται η διάνοιά μας. Ώστε να συμβαίνει κάθε διάνοια να μη φτάνει στη θεία κατανόηση και κάθε λόγος ερμηνευτικός να φαίνεται μικρή στιγμή που δεν μπορεί να επεκταθεί σ’ όλο το πλάτος της διάνοιας.
Η ψυχή λοιπόν που χειραγωγείται με τέτοια νοήματα στην κατανόηση των ακατανοήτων (αλήπτων) πρέπει να λέει ότι εγκαθιστά ως κάτοικο μέσα της με την πίστη μόνο τη φύση πού υπερέχει κάθε νου. Κι αυτό είναι που λένε οι φίλοι· ότι θα σου φτιάξουμε ω ψυχή, εσένα που ταιριαστά σε παρομοιάσαμε με άλογο (ίππο), κάποιες εικόνες (ινδάλματα) και κάποια ομοιώματα της αλήθειας (αυτή είναι και η σημασία του ασημιού των λόγων, να φαίνονται οι λέξεις σαν προσανάμματα που βγάζουν μόνο σπίθες και δεν μπορούν να φανερώσουν με ακρίβεια το νόημα πού κρύβεται μέσα μας), και εσύ θα τα δεχτείς αυτά και θα γίνεις με την πίστη υποζύγιο και κατοικία εκείνου που πρόκειται να επαναπαυτεί σ’ εσένα κατοικώντας μέσα σου. Γιατί θα γίνεις του ίδιου και θρόνος και οίκος. Ίσως θα μπορούσε να πει κάποιος ότι είναι η ψυχή του Παύλου ή κάποια άλλη, αν υπάρχει όμοια μ’ εκείνη, που είναι άξια των λόγων αυτών. Γιατί εκείνος από τη στιγμή που έγινε «σκεύος εκλογής» είχε και επάνω του και μέσα του (εφ’ εαυτού και εν εαυτώ) τον Κύριο κι έγινε άλογο με το να σηκώνει το όνομά του ενώπιον εθνών και βασιλέων· και πάλι με το να μην ζει πλέον ο ίδιος, αλλά να δείχνει μέσα του εκείνον ζωντανό και να δίνει απόδειξη του Χριστού που μιλούσε μέσα του (εν εαυτώ), έφτασε να γίνει οίκος που περιλαμβάνει την απερίληπτη φύση.
Με αυτά τα χαρίσματα των φίλων του νυμφίου (αυτοί είναι λειτουργικά πνεύματα που υπηρετούν το Θεό και που τους στέλλει για να βοηθήσουν όσους πρόκειται να κληρονομήσουν την σωτηρία) στην καθαρή και παρθένα ψυχή, κάπως πιο τέλεια γίνεται η νύφη (με την προσθήκη των χαρισμάτων αυτών). Και πλησιάζοντας (η νύφη) περισσότερο τον ποθητό της, πριν ακόμα φανερωθεί στα μάτια το κάλλος του, αγγίζει αυτόν που ζητεί με την αίσθηση της όσφρησης, σα να έχει αντιληφθεί με την οσφρητική ικανότητα κάποια ιδιότητα του σώματος, και λέει ότι γνώρισε τη μυρωδιά του από το άρωμα (την ευωδία) του μύρου, που λέγεται νάρδος, λέγοντας στους φίλους τούτα τα λόγια «η νάρδος μου σκόρπισε τη ευωδία του». Όπως δηλαδή εσείς, λέει, δεν χαρίζετε το ίδιο το άφθαρτο χρυσάφι της θεότητας, αλλά ομοιώματα του χρυσού με τις έννοιες που καταλαβαίνουμε, χωρίς ν’ αποκαλύπτετε με λόγο ολόλαμπρο όσα τον αφορούν, αλλά παρέχοντας με τα μικρά στίγματα του λογικού ασημιού κάποιες εμφάσεις (απόψεις) μονάχα αυτού που ζητάτε, έτσι κι εγώ με το γλυκό άρωμα του μύρου μου δέχτηκα στην όσφρησή μου την ευωδιά εκείνου του ίδιου.
Το λεγόμενο όμως έχει, νομίζω, το έξης νόημα. Επειδή η τεχνική με ανάμιξη ορισμένων αναλογιών πολλών και διάφορων αρωμάτων, που το καθένα βγάζει μια ιδιαίτερη ωραία μυρωδιά, έχει σαν αποτέλεσμα την παραγωγή αυτού του μύρου, μιας πόας που ευωδιάζει από όσα το συναποτελούν, που το όνομά της είναι νάρδος, και που από αυτήν παίρνει το όνομα όλο το παρασκεύασμα, και η καθαρμένη αίσθησις δέχεται όλο αυτό το κράμα που συνενώνεται από όλες αυτές τις αρωματικές ποιότητες σε ένα τόσο υπέροχο άρωμα, όπως η ευωδία (το άρωμα) του νυμφίου, γι’ αυτό νομίζω ότι ο Λόγος με όσα ειπώθηκαν μας διδάσκει τα εξής· εκείνο, ό,τι είναι κατά την ουσία του, που είναι πάνω από όλη στη σύσταση και κυβέρνηση των όντων, είναι απρόσιτο κι αδύνατο να το αγγίξει κάνεις και να το καταλάβει, ενώ η ευωδία που παρασκευάζεται μέσα μας από την καθαρότητα των αρετών ευωδιάζει στη θέση εκείνου κι μιμούμενη με τη δική της καθαρότητα τον από τη φύση του Αθάνατο και με το δικό της αγαθό την Αγαθότητα, με το άφθαρτο τον Άφθαρτο, με το αναλλοίωτο τον Αναλλοίωτο, και με όσες άλλες αρετές πραγματοποιούμε την αληθινή Αρετή, για την οποία λέει ο προφήτης Αββακούμ ότι περικλείει όλους τους ουρανούς.
Αυτή λοιπόν (η νύφη) απευθύνοντας αυτά στους φίλους του νυμφίου, ότι «η νάρδος μου μου δίνει τη μυρωδιά του», αυτά και τα παρόμοια νομίζω λέει φιλοσοφώντας, ότι, αν κάποιος ανθολογήσει από τα διάφορα λιβάδια της αρετής κάθε ευωδιαστό και αρωματικό άνθος και όλη τη ζωή του την κάνει μοσχομύριστη με το μόσχο των διαφόρων πράξεων του και γίνει σε όλα τέλειος, δεν του επιτρέπει η φύση του να δει κατά πρόσωπο τον ίδιο το Θεό Λόγο όπως τον κύκλο του ήλιου, αλλά βλέπει τον ήλιο μέσα στον εαυτό του, όπως μέσα σε καθρέφτη. Γιατί οι ακτίνες εκείνης της αληθινής και θείας αρετής, λάμποντας μέσα στον καθαρμένο βίο με την απάθεια που απορρέει από αυτές, κάνουν να δούμε το αόρατο και να συλλάβουμε το απρόσιτο ζωγραφίζοντας μέσα μας όπως σε καθρέφτη τον ήλιο. Κι είναι το ίδιο να πεις ως προς το εγκείμενο νόημα ή ακτίνες ήλιου ή απόρροιες της αρετής ή ευωδίες ενός μύρου. Οτιδήποτε από αυτά κι αν χρησιμοποιήσομε για το σκοπό της ερμηνείας μας από όλα σχηματίζεται ένα νόημα, ότι η γνώση του αγαθού που υπερέχει κάθε νου δημιουργείται σ’ εμάς με τις αρετές, όπως ακριβώς μπορούμε μέσω μιας εικόνας ν’ αναλογιστούμε το αρχέτυπο κάλλος.
Έτσι κι ο Παύλος, η νύφη, αυτός που με τις αρετές του μιμείται το νυμφίο και ζωγραφίζει εντός του εαυτού του δια του ευώδους το απρόσιτο κάλλος και εκ των καρπών του Πνεύματος, την αγάπη, τη χαρά, την ειρήνη και τα παρόμοια είδη, σαν μυρεψός (μυροποιός) παρασκευάζει αυτή τη νάρδο, έλεγε για τον εαυτό του πως είναι ευωδία Χριστού, ευωδιάζοντας μέσα του εκείνη την απρόσιτη και υπερέχουσα χάρη και παρέχοντας και στους άλλους τον εαυτό του να τον αισθανθούν ελεύθερα σαν θυμίαμα, στους οποίους ανάλογα με την εσωτερική διάθεση του καθενός το εξαίσιο άρωμα προκαλεί ή τη ζωή ή το θάνατο. Όπως δηλαδή αν αλείψεις με το ίδιο άρωμα το σκαθάρι και το περιστέρι, δεν έχει και στα δύο το ίδιο αποτέλεσμα, αλλά το περιστέρι γίνεται πιο ζωηρό από την ωραία ευωδία, ενώ το σκαθάρι μαραζώνει, έτσι κι ο μέγας Παύλος, εκείνο το θείο θυμίαμα, αν ήταν κάποιος περιστέρι, όπως ο Τίτος ή ο Σιλουανός ή ο Τιμόθεος, μετείχε την ευωδία του μύρου, προκόπτοντας σε κάθε αρετή κατά το υπόδειγμα του Παύλου· αν όμως ήταν κάποιος Δημάς ή Αλέξανδρος ή Ερμογένης, επειδή δεν άντεχαν το θυμίαμα της εγκράτειας, διώχνονταν από την ευωδία σαν τα σκαθάρια. Γι’ αυτό έλεγε αυτός που ευωδίαζε από τα αρώματα αυτά, ότι «είμαστε ευωδία Χρίστου γι’ αυτούς που σώζονται και γι’ αυτούς που πάνε στην απώλεια, σε άλλους οσμή θανάτου για θάνατο, σε άλλους οσμή ζωής για ζωή».
Αν έχει τώρα κάποια συγγένεια και η νάρδος του Ευαγγελίου με το μύρο της νύφης, μπορεί όποιος θέλει από όσα έχουν γραφεί ν’ αναλογιστεί, ποιά ήταν εκείνη η άδολη νάρδος, η πολύτιμη, που ράντισε το κεφάλι του Κυρίου και γέμισε με την ευωδία της όλο το σπίτι. Ίσως δεν είναι ξένο το ένα μύρο από το άλλο, που δίνει στη νύφη την οσμή του νυμφίου και που στο Ευαγγέλιο ραντίζοντας τον ίδιο τον Κύριο γεμίζει από την ευωδία ο οίκος όπου γινόταν το συμπόσιο. Νομίζω κι εκεί με κάποιο προφητικό πνεύμα προμηνύει η γυναίκα με το μύρο το μυστήριο του θανάτου, όπως μαρτυρεί για όσα κάνει η γυναίκα ο Κύριος λέγοντας «έπραξε προλαβαίνοντας τον ενταφιασμό μου». Και ο οίκος που γέμισε από την ευωδία υποδεικνύει να το θεωρήσουμε ως όλο τον κόσμο κι ολόκληρη την οικουμένη λέγοντας «όπου κηρυχθεί αυτό το Ευαγγέλιο σ' όλο τον κόσμο, η ευωδία του μύρου θα διαδοθεί μαζί με το κήρυγμα του Ευαγγελίου, και μνημόσυνό της» λέει, «θα είναι το Ευαγγέλιο». Επειδή λοιπόν στο Άσμα Ασμάτων η νάρδος δίνει στη νύμφη την οσμή του νυμφίου, ενώ στο Ευαγγέλιο η ευωδία που γέμισε τότε τον οίκο γίνεται το χρίσμα όλου του σώματος σ’ όλη την οικουμένη και σ’ όλο τον κόσμο, ασφαλώς μ’ αυτά βρίσκεται και στα δύο μια σχέση, ώστε να φαίνονται τα δύο ως ένα.
Αυτά ως εδώ. Η επόμενη ρήση είναι νομίζω κατάλληλη για την υπόθεση του επιθαλάμιου δρώμενου, επειδή προέρχεται από αυτήν που ετοιμάζεται μέσα στο θάλαμο, φανερώνει όμως μεγαλύτερη και τελειότερη φιλοσοφία που μπορούν να την κατορθώσουν μόνο όσοι έχουν επιτύχει ήδη την τελειότητα. Ποιός είναι λοιπόν ο λόγος; «Θήκη της στακτής (με άρωμα σμύρνας) είναι για μένα ο αγαπημένος μου, θα ξενυχτήσει ανάμεσα στα στήθη μου (στους κόρφους μου που γέρνει αναμεσής)». Λένε ότι οι κοσμικές γυναίκες φροντίζουν να κερδίζουν την αγάπη των άντρων τους όχι μονάχα με τα εξωτερικά κοσμήματα, αλλά προσπαθούν με κάποιο κατάλληλο άρωμα να κάνουν τα σώματά τους πιο ελκυστικά για τους άντρες τους, κρύβοντας μέσα στο φόρεμά τους το άρωμα που βοηθά σ’ αυτό το σκοπό. Αναδίνει αυτό τη μυρωδιά του και το σώμα παίρνει την ευωδιά του αρώματος. Έχοντας λοιπόν οι γυναίκες τη συνήθεια αυτή, να τι τολμά η εξαίρετη αυτή κόρη.
Για μένα, λέει, δεσμός (θήκη) που κρεμώ από το λαιμό στο στήθος μου κάνοντας να μυρίζει το σώμα μου δεν είναι κανένα άλλο από τα ευωδιαστά αρώματα, αλλά ο ίδιος ο Κύριος που έγινε στακτή (μύρο σμύρνας/κανέλας) βρίσκεται στη θήκη της συνείδησης, κατοικώντας στην ίδια μου την καρδιά. Γιατί η θέση της καρδιάς λένε, όσοι ασχολούνται μ’ αυτά, πώς είναι ανάμεσα στα στήθη. Εκεί λέει η νύμφη πώς έχει το δεσμό (τη θήκη), στο μέρος που αποθησαυρίζεται το αγαθό. Αλλά και πηγή της θερμότητας μέσα μας λένε πώς είναι η καρδιά, από την οποία μέσω των αρτηριών καταμερίζεται η θερμότητα σ’ όλο το σώμα. Εξαιτίας της γίνονται θερμά και ζωτικά τα μέλη του σώματος, καθώς τα ζεσταίνει η φωτιά της καρδιάς. Όποια λοιπόν δέχτηκε στο ηγεμονικό στοιχείο της ψυχής της την ευωδιά του Κυρίου κι άφησε την καρδιά της να δεθεί στο δεσμό αυτού του θυμιάματος όλες τις επιμέρους πράξεις της ζωής σα νάναι μέλη του σώματος, τις κάνει να θερμαίνονται με το θερμό που προέρχεται από την καρδιά χωρίς καμιά ανομία να μπορεί να ψυχράνει σε κανένα μέλος του σώματος την αγάπη του Θεού.
Ας περάσουμε όμως στον επόμενο στίχο. Ας ακούσουμε τί λέει για τους καρπούς της η κατάφορτη κληματαριά, «που είναι απλωμένη», όπως λέει ο προφήτης, «σε όλα τα μέρη του οίκου του Θεού» και με τους έλικες της αγάπης σφιχτοπεριπλέκεται στη θεία κι αθάνατη ζωή. «Τσαμπί ανθισμένο», λέει, «είναι ο αγαπημένος μου στ’ αμπέλια του εν Γαδί». Ποιός είναι τόσο μακάριος ή καλύτερα ποιός είναι τόσο ανώτερος από κάθε μακαριότητα, ώστε βλέποντας τον ίδιο του (τον δικό του) καρπό στο τσαμπί της ψυχής του να βλέπει τον Κύριο του αμπελιού; Γιατί να πόσο μεγάλωσε, ώστε με τη δική της νάρδο να καταλάβει το εξαίσιο άρωμα του νυμφίου. Εκείνη που τον έκανε σμύρνα ευωδιαστή και που έλαβε το άρωμά του με τη θήκη της καρδιάς της, ώστε να παραμείνει για πάντα σ’ αυτήν ανεξάτμιστο το ωραίο άρωμα, γίνεται μητέρα του θείου τσαμπιού που κυπρίζει, δηλαδή ανθεί, πριν από το πάθος και που κατά το πάθος βγάζει το κρασί του. Το κρασί δηλαδή που ευφραίνει την καρδιά μας μετά την οικονομία του πάθους γίνεται και ονομάζεται αίμα του σταφυλιού.
Είναι λοιπόν διπλή η απόλαυση του τσαμπιού. Η μια όταν είναι άνθος κι ευφραίνει με την ευωδία του τα αισθητήρια· η άλλη όταν ολοκληρωθεί πια ο καρπός και μπορείς αν θέλεις ή να τον απολαύσεις τρώγοντας ή να ευθυμήσεις στα συμπόσια με το κρασί. Εδώ η νύμφη καρποφορεί το τσαμπί που είναι ακόμα άνθος, ονομάζοντας κύπρο το ανθισμένο τσαμπί. Γιατί το παιδί που γεννήθηκε μέσα μας, ο Ιησούς, που προκόπτει διαφορετικά στη σοφία και στην ηλικία και στη χάρη μέσα σ’ αυτούς πού τον δέχτηκαν, δεν είναι ο ίδιος μέσα σε όλους, αλλά ανάλογα με τα μέτρα εκείνου μέσα στον οποίο κατοίκησε, στο βαθμό που τον περιέχει ικανοποιητικά όποιος τον περιέχει, φαίνεται τέτοιος ή ότι είναι στη νηπιακή ηλικία ή ότι προοδεύει ή ότι είναι ώριμος πια κατά τη φύση του τσαμπιού, που δεν το βλέπουμε πάντοτε πάνω στο κλήμα με την ίδια όψη, αλλά μεταβάλλει μαζί με τον καιρό και την όψη του, ανθεί, κυπρίζει, τελειοποιείται, ωριμάζει, γίνεται κρασί. Υπόσχεται λοιπόν το κλήμα με τον καρπό του, που δεν έχει ακόμα ωριμάσει για να γίνει κρασί, αλλά αναμένει το πλήρωμα των καιρών, χωρίς ωστόσο να μας στερεί από κάποια απόλαυση. Ευφραίνει δηλαδή την όσφρηση αντί της γεύσεως με την προσδοκία των αγαθών, γλυκαίνοντας τα αισθητήρια της ψυχής με τις αναδόσεις της ελπίδας. Γιατί η πίστη και η χωρίς αμφιβολία βεβαιότητα για τη χάρη που ελπίζουμε γίνεται απόλαυση σε όσους περιμένουν το προσδοκώμενο με υπομονή.
Αυτό λοιπόν είναι το τσαμπί της κύπρου (το ανθισμένο τσαμπί), τσαμπί που προμηνά το κρασί, δεν έγινε όμως ακόμα κρασί, αλλά βεβαιώνει με το άνθος τη χάρη που θα έρθει (το άνθος είναι η ελπίδα). Η προσθήκη του «εν Γαδί» σημαίνει την εύφορη γη, όπου ριζώνει το κλήμα και δίνει τον εύχυμο και γλυκύ καρπό. Έτσι όσοι ασχολήθηκαν με τις περιοχές λένε ότι ο κλήρος του Γαδ είναι κατάλληλος για την παραγωγή σταφυλιών. Επειδή λοιπόν όποιος έχει θέλημα σύμφωνο με το νόμο του Κυρίου και τον μελετά ολονυχτίς κι ολημερίς γίνεται δέντρο αειθαλές θρεμμένο από το πότισμα των νερών και δίνει τους καρπούς του τον καιρό που πρέπει. Γι’ αυτό λοιπόν και το κλήμα του νυμφίου, ριζώνοντας και μεγαλώνοντας στον «εν Γαδί», τον εύφορο αυτό τόπο (δηλαδή βαθιά στο vου που τον αρδεύουν τα θεία διδάγματα) καρποφόρησε αυτό το ολάνθιστο και θαλερό τσαμπί, στο οποίο ενορά (βλέπει) το γεωργό και τον φυτοκόμο του. Πόσο μακάρια είναι αυτή η καλλιέργεια, που ο καρπός της παρομοιάζεται με τη μορφή του νυμφίου.
Επειδή δηλαδή εκείνος είναι φως αληθινό και ζωή αληθινή και δικαιοσύνη αληθινή, όπως λέει η Σοφία, και όλα τα παρόμοια, όταν κάποιος με τα έργα του γίνει όλα που είναι εκείνος, αυτός βλέποντας το τσαμπί της ιδίας του συνείδησης βλέπει σ’ αυτό τον ίδιο τον νυμφίο, αντικρίζοντας το φως της αλήθειας μέσα στη φωτεινή και ακηλίδωτη ζωή. Γι’ αυτό λέει το κλήμα το κατάκαρπο, ότι δικό μου τσαμπί πού θάλλουν τα άνθη του είναι το ίδιο εκείνο αληθινό τσαμπί, που υψώθηκε να τον δουν στα ξύλα του σταυρού, που το αίμα του γίνεται ποτό σωτήριο για εκείνους που σώζονται και ευφραίνονται. Σ’ αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Παρουσιάστηκε σε 5 αναρτήσεις (1η, 2η, 3η, 4η και 5η)
Αμέθυστος