Συνέχεια από: Σάββατο 19 Μαρτίου 2022
ΛΟΓΟΣ Γ'
(Άσμα Ασμάτων 1,9-14)
Ο ΝΥΜΦΙΟΣ:
9. Με τους ίππους μου (που νίκησαν) τ’ άρματα του Φαραώ σε παρομοίασα, συ η πλησίον μου (η εκλεκτή μου).
10. Πόσο ομόρφυναν οι σιαγόνες σου σαν της τρυγόνας, και ο λαιμός σου όπως οι ορμίσκοι (και ο λαιμός σου με τα περιδέραια);
ΟΙ ΦΙΛΟΙ:
11. Θα σου φτιάξουμε κοσμήματα (ομοιώματα) από χρυσάφι με στίγματα ασημένια.
Η ΝΥΦΗ:
12. Όσο ήταν ο βασιλιάς μου ξαπλωμένος (στο ανάκλιντρό του), ανάδινε την ευωδιά του η νάρδος μου.
13. Θήκη της στακτής (Θήκη με μύρο σμύρνας) είναι ο αγαπημένος μου, θα ξενυχτήσει ανάμεσα στα στήθη μου.
14. Τσαμπί ανθισμένο (της κύπρου) είναι ο αγαπημένος μου μέσα στα αμπέλια του Εν Γαδί.
Αυτά ως εδώ. Η επόμενη ρήση είναι νομίζω κατάλληλη για την υπόθεση του επιθαλάμιου δρώμενου, επειδή προέρχεται από αυτήν που ετοιμάζεται μέσα στο θάλαμο, φανερώνει όμως μεγαλύτερη και τελειότερη φιλοσοφία που μπορούν να την κατορθώσουν μόνο όσοι έχουν επιτύχει ήδη την τελειότητα. Ποιός είναι λοιπόν ο λόγος; «Θήκη της στακτής (με άρωμα σμύρνας) είναι για μένα ο αγαπημένος μου, θα ξενυχτήσει ανάμεσα στα στήθη μου (στους κόρφους μου που γέρνει αναμεσής)». Λένε ότι οι κοσμικές γυναίκες φροντίζουν να κερδίζουν την αγάπη των άντρων τους όχι μονάχα με τα εξωτερικά κοσμήματα, αλλά προσπαθούν με κάποιο κατάλληλο άρωμα να κάνουν τα σώματά τους πιο ελκυστικά για τους άντρες τους, κρύβοντας μέσα στο φόρεμά τους το άρωμα που βοηθά σ’ αυτό το σκοπό. Αναδίνει αυτό τη μυρωδιά του και το σώμα παίρνει την ευωδιά του αρώματος. Έχοντας λοιπόν οι γυναίκες τη συνήθεια αυτή, να τι τολμά η εξαίρετη αυτή κόρη.
Για μένα, λέει, δεσμός (θήκη) που κρεμώ από το λαιμό στο στήθος μου κάνοντας να μυρίζει το σώμα μου δεν είναι κανένα άλλο από τα ευωδιαστά αρώματα, αλλά ο ίδιος ο Κύριος που έγινε στακτή (μύρο σμύρνας/κανέλας) βρίσκεται στη θήκη της συνείδησης, κατοικώντας στην ίδια μου την καρδιά. Γιατί η θέση της καρδιάς λένε, όσοι ασχολούνται μ’ αυτά, πώς είναι ανάμεσα στα στήθη. Εκεί λέει η νύμφη πώς έχει το δεσμό (τη θήκη), στο μέρος που αποθησαυρίζεται το αγαθό. Αλλά και πηγή της θερμότητας μέσα μας λένε πώς είναι η καρδιά, από την οποία μέσω των αρτηριών καταμερίζεται η θερμότητα σ’ όλο το σώμα. Εξαιτίας της γίνονται θερμά και ζωτικά τα μέλη του σώματος, καθώς τα ζεσταίνει η φωτιά της καρδιάς. Όποια λοιπόν δέχτηκε στο ηγεμονικό στοιχείο της ψυχής της την ευωδιά του Κυρίου κι άφησε την καρδιά της να δεθεί στο δεσμό αυτού του θυμιάματος όλες τις επιμέρους πράξεις της ζωής σα νάναι μέλη του σώματος, τις κάνει να θερμαίνονται με το θερμό που προέρχεται από την καρδιά χωρίς καμιά ανομία να μπορεί να ψυχράνει σε κανένα μέλος του σώματος την αγάπη του Θεού.
Ας περάσουμε όμως στον επόμενο στίχο. Ας ακούσουμε τί λέει για τους καρπούς της η κατάφορτη κληματαριά, «που είναι απλωμένη», όπως λέει ο προφήτης, «σε όλα τα μέρη του οίκου του Θεού» και με τους έλικες της αγάπης σφιχτοπεριπλέκεται στη θεία κι αθάνατη ζωή. «Τσαμπί ανθισμένο», λέει, «είναι ο αγαπημένος μου στ’ αμπέλια του εν Γαδί». Ποιός είναι τόσο μακάριος ή καλύτερα ποιός είναι τόσο ανώτερος από κάθε μακαριότητα, ώστε βλέποντας τον ίδιο του (τον δικό του) καρπό στο τσαμπί της ψυχής του να βλέπει τον Κύριο του αμπελιού; Γιατί να πόσο μεγάλωσε, ώστε με τη δική της νάρδο να καταλάβει το εξαίσιο άρωμα του νυμφίου. Εκείνη που τον έκανε σμύρνα ευωδιαστή και που έλαβε το άρωμά του με τη θήκη της καρδιάς της, ώστε να παραμείνει για πάντα σ’ αυτήν ανεξάτμιστο το ωραίο άρωμα, γίνεται μητέρα του θείου τσαμπιού που κυπρίζει, δηλαδή ανθεί, πριν από το πάθος και που κατά το πάθος βγάζει το κρασί του. Το κρασί δηλαδή που ευφραίνει την καρδιά μας μετά την οικονομία του πάθους γίνεται και ονομάζεται αίμα του σταφυλιού.
Είναι λοιπόν διπλή η απόλαυση του τσαμπιού. Η μια όταν είναι άνθος κι ευφραίνει με την ευωδία του τα αισθητήρια· η άλλη όταν ολοκληρωθεί πια ο καρπός και μπορείς αν θέλεις ή να τον απολαύσεις τρώγοντας ή να ευθυμήσεις στα συμπόσια με το κρασί. Εδώ η νύμφη καρποφορεί το τσαμπί που είναι ακόμα άνθος, ονομάζοντας κύπρο το ανθισμένο τσαμπί. Γιατί το παιδί που γεννήθηκε μέσα μας, ο Ιησούς, που προκόπτει διαφορετικά στη σοφία και στην ηλικία και στη χάρη μέσα σ’ αυτούς πού τον δέχτηκαν, δεν είναι ο ίδιος μέσα σε όλους, αλλά ανάλογα με τα μέτρα εκείνου μέσα στον οποίο κατοίκησε, στο βαθμό που τον περιέχει ικανοποιητικά όποιος τον περιέχει, φαίνεται τέτοιος ή ότι είναι στη νηπιακή ηλικία ή ότι προοδεύει ή ότι είναι ώριμος πια κατά τη φύση του τσαμπιού, που δεν το βλέπουμε πάντοτε πάνω στο κλήμα με την ίδια όψη, αλλά μεταβάλλει μαζί με τον καιρό και την όψη του, ανθεί, κυπρίζει, τελειοποιείται, ωριμάζει, γίνεται κρασί. Υπόσχεται λοιπόν το κλήμα με τον καρπό του, που δεν έχει ακόμα ωριμάσει για να γίνει κρασί, αλλά αναμένει το πλήρωμα των καιρών, χωρίς ωστόσο να μας στερεί από κάποια απόλαυση. Ευφραίνει δηλαδή την όσφρηση αντί της γεύσεως με την προσδοκία των αγαθών, γλυκαίνοντας τα αισθητήρια της ψυχής με τις αναδόσεις της ελπίδας. Γιατί η πίστη και η χωρίς αμφιβολία βεβαιότητα για τη χάρη που ελπίζουμε γίνεται απόλαυση σε όσους περιμένουν το προσδοκώμενο με υπομονή.
Αυτό λοιπόν είναι το τσαμπί της κύπρου (το ανθισμένο τσαμπί), τσαμπί που προμηνά το κρασί, δεν έγινε όμως ακόμα κρασί, αλλά βεβαιώνει με το άνθος τη χάρη που θα έρθει (το άνθος είναι η ελπίδα). Η προσθήκη του «εν Γαδί» σημαίνει την εύφορη γη, όπου ριζώνει το κλήμα και δίνει τον εύχυμο και γλυκύ καρπό. Έτσι όσοι ασχολήθηκαν με τις περιοχές λένε ότι ο κλήρος του Γαδ είναι κατάλληλος για την παραγωγή σταφυλιών. Επειδή λοιπόν όποιος έχει θέλημα σύμφωνο με το νόμο του Κυρίου και τον μελετά ολονυχτίς κι ολημερίς γίνεται δέντρο αειθαλές θρεμμένο από το πότισμα των νερών και δίνει τους καρπούς του τον καιρό που πρέπει. Γι’ αυτό λοιπόν και το κλήμα του νυμφίου, ριζώνοντας και μεγαλώνοντας στον «εν Γαδί», τον εύφορο αυτό τόπο (δηλαδή βαθιά στο vου που τον αρδεύουν τα θεία διδάγματα) καρποφόρησε αυτό το ολάνθιστο και θαλερό τσαμπί, στο οποίο ενορά (βλέπει) το γεωργό και τον φυτοκόμο του. Πόσο μακάρια είναι αυτή η καλλιέργεια, που ο καρπός της παρομοιάζεται με τη μορφή του νυμφίου.
Επειδή δηλαδή εκείνος είναι φως αληθινό και ζωή αληθινή και δικαιοσύνη αληθινή, όπως λέει η Σοφία, και όλα τα παρόμοια, όταν κάποιος με τα έργα του γίνει όλα που είναι εκείνος, αυτός βλέποντας το τσαμπί της ιδίας του συνείδησης βλέπει σ’ αυτό τον ίδιο τον νυμφίο, αντικρίζοντας το φως της αλήθειας μέσα στη φωτεινή και ακηλίδωτη ζωή. Γι’ αυτό λέει το κλήμα το κατάκαρπο, ότι δικό μου τσαμπί πού θάλλουν τα άνθη του είναι το ίδιο εκείνο αληθινό τσαμπί, που υψώθηκε να τον δουν στα ξύλα του σταυρού, που το αίμα του γίνεται ποτό σωτήριο για εκείνους που σώζονται και ευφραίνονται. Σ’ αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Το πρωτότυπο κείμενο
Καὶ ταῦτα μὲν εἰς τοσοῦτον. ἡ δὲ ἐφεξῆς ῥῆσις καταλλήλως μὲν τῇ τοῦ
ἐπιθαλαμίου δράματος ὑποθέσει ὡς παρὰ τῆς ἐν παστάδι παρεσκευασμένης
ἔχειν δοκεῖ, μείζονα δὲ καὶ τελειοτέραν ἐμφαίνει φιλοσοφίαν, ἣν κατορθῶσαι
μόνων τῶν ἤδη τετελειωμένων ἐστίν. τί οὖν ἐστι τὸ εἰρημένον; Ἀπόδεσμος
στακτῆς ἀδελφιδός μου ἐμοί· ἀνὰ μέσον τῶν μαστῶν μου αὐλισθήσεται·
φασὶν ἐπιμέλειαν εἶναι ταῖς φιλοκόσμοις τῶν γυναικῶν μὴ τοῖς ἔξωθεν
προκοσμήμασι μόνον ἐπινοεῖν ἑαυταῖς τὸ ἐπὶ τῶν συμβιούντων ἐράσμιον, |
ἀλλ’ ἐπιτηδεύειν διά τινος εὐπνοίας ἡδίω τὰ σώματα τοῖς ἑαυτῶν ἀνδράσι
φαίνεσθαι τὸ καταλλήλως ἐνεργοῦν πρὸς τὴν τοιαύτην χρείαν ἄρωμα ἐντὸς
τῆς κατὰ τὴν ἐσθῆτα περιβολῆς ἀποκρύπτουσαι· οὗ τὸν οἰκεῖον ἀτμὸν
ἐκδιδόντος καὶ τὸ σῶμα τῇ τοῦ ἀρώματος εὐπνοίᾳ συγκαταχρώννυται.
ταύτης δὲ οὔσης ἐν αὐταῖς τῆς συνηθείας οἷον τολμᾷ ἡ μεγαλόφρων αὕτη
παρθένος. ἐμοί, φησίν, ἀπόδεσμος, ὃν ἐξαρτῶ τοῦ αὐχένος ἐπὶ τὸ στῆθος, δι’
οὗ τὴν εὐοσμίαν παρέχω τῷ σώματι, οὐκ ἄλλο τι τῶν εὐπνοούντων ἀρωμάτων
ἐστίν, ἀλλ’ αὐτὸς ὁ κύριος στακτὴ γενόμενος ἔγκειται ἐν τῷ ἀποδέσμῳ τῆς
μὲν τοῦ πάθους κυπρίζοντος, ὅπερ ἐστὶν ἀνθοῦντος, ἐν δὲ τῷ πάθει τὸν οἶνον
προχέοντος. ὁ γὰρ τὴν καρδίαν ἡμῶν εὐφραίνων οἶνος αἷμα σταφυλῆς | μετὰ
τὴν τοῦ πάθους οἰκονομίαν γίνεταί τε καὶ ὀνομάζεται.
διπλῆς οὖν οὔσης ἐν τῷ βότρυϊ τῆς ἀπολαύσεως, τῆς μὲν ἐκ τοῦ ἄνθους,
ὅταν εὐφραίνῃ τῇ εὐοσμίᾳ τὰ αἰσθητήρια, τῆς δὲ διὰ τοῦ τελειωθέντος
ἤδη καρποῦ, ὅταν ὑπάρχῃ κατ’ ἐξουσίαν ἢ τῆς βρώσεως κατατρυφᾶν ἢ ἐν
συμποσίοις τῷ οἴνῳ φαιδρύνεσθαι ἐνταῦθα ἡ νύμφη ἔτι τὸν ἀνθοῦντα βότρυν
καρποφορεῖ κύπρον τὴν οἰνάνθην κατονομάζουσα·
τὸ γὰρ γεννηθὲν <ἐν> ἡμῖν παιδίον, ὁ Ἰησοῦς ὁ ἐν τοῖς δεξαμένοις αὐτὸν
διαφόρως προκόπτων σοφίᾳ τε καὶ ἡλικίᾳ καὶ χάριτι οὐκ ἐν πᾶσιν ὁ αὐτός
ἐστιν, ἀλλὰ πρὸς τὸ μέτρον τοῦ ἐν ᾧ γίνεται, καθὼς ἂν ὁ χωρῶν αὐτὸν ἱκανῶς
ἔχῃ, τοιοῦτος φαίνεται ἢ νηπιάζων ἢ προκόπτων ἢ τελειούμενος κατὰ τὴν τοῦ
βότρυος φύσιν, ὃς οὐ πάντοτε μετὰ τοῦ αὐτοῦ εἴδους ἐπὶ τῆς ἀμπέλου ὁρᾶται,
ἀλλὰ συνεξαλλάσσει τῷ χρόνῳ τὸ εἶδος, ἀνθῶν, κυπρίζων, τελειούμενος,
πεπαινόμενος, οἶνος γενόμενος. ἐπαγγέλλεται τοίνυν ἡ ἄμπελος τῷ ἰδίῳ
καρπῷ, ὃς οὔπω μέν ἐστι πρὸς οἶνον ὥριμος, ἀλλ’ | ἀναμένει τὸ πλήρωμα τῶν
καιρῶν, οὐ μὴν ὡς εἰς τρυφὴν ἀναπόλαυστος· τὴν ὄσφρησιν γὰρ εὐφραίνει
ἀντὶ τῆς γεύσεως τῇ προσδοκίᾳ τῶν ἀγαθῶν τοῖς ἀτμοῖς τῆς ἐλπίδος ἡδύνων
τὰ τῆς ψυχῆς αἰσθητήρια· τὸ γὰρ πιστόν τε καὶ ἀναμφίβολον τῆς ἐλπιζομένης
χάριτος ἀπόλαυσις τοῖς δι’ ὑπομονῆς ἀπεκδεχομένοις τὸ προσδοκώμενον
γίνεται. οὗτος οὖν ὁ τῆς κύπρου βότρυς ἐστί, βότρυς οἶνον ἐπαγγελλόμενος,
οὔπω δὲ οἶνος γινόμενος, ἀλλὰ διὰ τοῦ ἄνθους (ἡ δὲ ἐλπὶς τὸ ἄνθος ἐστί) τὴν
ἐσομένην χάριν πιστούμενος.
ἡ δὲ τοῦ <ἐν> Γαδὶ προσθήκη σημαίνει τὸν πίονα χῶρον, ᾧ ἐνριζωθεῖσα
ἡ ἄμπελος εὔτροφον καὶ ἡδὺν τὸν καρπὸν ἀπεργάζεται· οὕτω γὰρ οἱ τοπικῶς
ἱστορήσαντες λέγουσι τὸν κλῆρον τοῦ Γὰδ ἐπιτηδείως ἔχειν πρὸς εὐτροφίαν
βοτρύων. ἐπειδὴ τοίνυν ὁ τῷ νόμῳ τοῦ κυρίου σύμφωνον ἔχων τὸ θέλημα καὶ
διὰ πάσης νυκτός τε καὶ ἡμέρας ταύτην τὴν μελέτην ποιούμενος ἀειθαλὲς
γίνεται δένδρον ταῖς τῶν ὑδάτων ἐπιρροαῖς πιαινόμενος καὶ ἐν τῷ καθήκοντι
καιρῷ τὸν καρπὸν παρεχόμενος, τούτου χάριν καὶ ἡ τοῦ νυμφίου ἄμπελος ἐν
τῷ | Γαδί, τῷ πίονι τούτῳ τόπῳ ἐρριζωμένη (τουτέστιν ἐν βαθείᾳ τῇ διανοίᾳ
τῇ διὰ τῶν θείων διδαγμάτων καταρδομένῃ) καὶ αὔξουσα τὸν εὐανθῆ τοῦτον
καὶ κυπρίζοντα βότρυν ἐκαρποφόρησεν, ᾧ τὸν γεωργόν τε καὶ φυτηκόμον
ἑαυτῆς ἐνορᾷ. ὡς μακάριον τὸ τοιοῦτον γεώργιον, οὗ ὁ καρπὸς πρὸς τὴν
τοῦ νυμφίου ὁμοιοῦται μορφήν. ἐπειδὴ γὰρ φῶς ἀληθινόν ἐστιν ἐκεῖνος καὶ
ἀληθινὴ ζωὴ καὶ δικαιοσύνη ἀληθής, καθὼς ἡ Σοφία φησί, καὶ πάντα τὰ
τοιαῦτα, ὅταν τις διὰ τῶν ἔργων ταῦτα γένηται, ἃ ἐκεῖνός ἐστιν, οὗτος τὸν
τῆς ἰδίας συνειδήσεως βότρυν βλέπων αὐτὸν τὸν νυμφίον ἐν τούτῳ βλέπει τῇ
φωτεινῇ τε καὶ ἀκηλιδώτῳ ζωῇ τὸ φῶς τῆς ἀληθείας ἐνοπτριζόμενος.
διὰ τοῦτό φησιν ἡ ἄμπελος ἡ εὐθηνοῦσα, ὅτι ἐμὸς βότρυς ὁ διὰ τοῦ
ἄνθους κυπρίζων αὐτὸς ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀληθινὸς βότρυς, ὁ ἐπὶ τῶν ξυλίνων
ἀναφορέων ἑαυτὸν δείξας, οὗ τὸ αἷμα τοῖς σῳζομένοις τε καὶ εὐφραινο|μένοις
πότιμόν τε καὶ σωτήριον γίνεται,
ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
ἀμήν.
συνειδήσεως, αὐτῇ μου τῇ καρδίᾳ ἐναυλιζόμενος. ἡ γὰρ τοπικὴ τῆς καρδίας
θέσις ἐν τῷ μέσῳ τῶν μαζῶν παρὰ τῶν τὰ τοιαῦτα ἐπεσκεμμένων εἶναι
λέγεται. ἐκεῖ δέ φησιν ἡ νύμφη ἔχειν τὸν ἀπόδεσμον, ἐν ᾧ τόπῳ τὸ ἀγαθὸν
θησαυρίζεται. ἀλλὰ καὶ πηγήν τινα τοῦ ἐν ἡμῖν θερμοῦ τὴν καρδίαν φασίν,
ἀφ’ ἧς διὰ τῶν ἀρτηριῶν ἐφ’ ἅπαν ἡ θερμότης τὸ σῶμα καταμερίζεται, δι’
ἧς ἔνθερμά τε καὶ ζωτικὰ τὰ μέλη τοῦ σώματος γίνεται τῷ πυρὶ τῆς καρδίας
ὑποθαλπόμενα, ἡ τοίνυν ἐν τῷ ἡγεμονικῷ παραδεξαμένη τοῦ κυρίου τὴν
εὐωδίαν καὶ τὴν καρδίαν ἑαυτῆς ἔνδεσμον τοῦ τοιούτου ποιήσασα θυμιάματος
πάντα τὰ καθ’ ἕκαστον τοῦ βίου ἐπιτηδεύματα οἷόν τινος σώματος μέλη ζέειν
| παρασκευάζει τῷ ἐκ τῆς καρδίας διήκοντι πνεύματι μηδεμιᾶς ἀνομίας τὴν
πρὸς τὸν θεὸν ἀγάπην ἐν μηδενὶ μέλει τοῦ σώματος καταψυχούσης.
Ἀλλ’ ἐπὶ τὸν ἐφεξῆς λόγον μετέλθωμεν. ἀκούσωμεν, τί ἡ ἄμπελος ἡ
εὐθηνοῦσα περὶ τῶν καρπῶν ἑαυτῆς διαλέγεται ἡ ἐν πᾶσι τοῖς κλίτεσι τῆς
τοῦ θεοῦ οἰκίας, καθώς φησιν ὁ προφήτης, διηπλωμένη καὶ διὰ τῶν τῆς
ἀγάπης ἑλίκων περιελισσομένη τῇ θείᾳ τε καὶ ἀκηράτῳ ζωῇ. Βότρυς, φησί,
τῆς κύπρου ἀδελφιδός μου ἐμοὶ ἐν ἀμπελῶνι ἐν Γαδί.
τίς οὕτω μακάριος, μᾶλλον δὲ τίς οὕτω κρείττων πάσης μακαριότητος,
ὥστε τὸν ἴδιον καρπὸν βλέπων ἐν αὐτῷ τῷ βότρυϊ τῆς ἑαυτοῦ ψυχῆς ὁρᾶν
τὸν τοῦ ἀμπελῶνος δεσπότην; ἰδοὺ γὰρ ὅσον ηὐξήθη ἐν τῇ ἰδίᾳ νάρδῳ τοῦ
νυμφίου ἐπιγνοῦσα τὴν εὔπνοιαν· ἡ στακτὴν αὐτὸν εὐώδη ποιησαμένη καὶ
διαλαβοῦσα τῷ τῆς καρδίας ἐνδέσμῳ τὸ ἄρωμα, ὡς ἂν παραμένοι αὐτῇ τὸ
ἀγαθὸν διὰ παντὸς ἀδιάπνευστον, μήτηρ τοῦ θείου βότρυος γίνεται τοῦ πρὸ
μὲν τοῦ πάθους κυπρίζοντος, ὅπερ ἐστὶν ἀνθοῦντος, ἐν δὲ τῷ πάθει τὸν οἶνον
προχέοντος. ὁ γὰρ τὴν καρδίαν ἡμῶν εὐφραίνων οἶνος αἷμα σταφυλῆς | μετὰ
τὴν τοῦ πάθους οἰκονομίαν γίνεταί τε καὶ ὀνομάζεται.
διπλῆς οὖν οὔσης ἐν τῷ βότρυϊ τῆς ἀπολαύσεως, τῆς μὲν ἐκ τοῦ ἄνθους,
ὅταν εὐφραίνῃ τῇ εὐοσμίᾳ τὰ αἰσθητήρια, τῆς δὲ διὰ τοῦ τελειωθέντος
ἤδη καρποῦ, ὅταν ὑπάρχῃ κατ’ ἐξουσίαν ἢ τῆς βρώσεως κατατρυφᾶν ἢ ἐν
συμποσίοις τῷ οἴνῳ φαιδρύνεσθαι ἐνταῦθα ἡ νύμφη ἔτι τὸν ἀνθοῦντα βότρυν
καρποφορεῖ κύπρον τὴν οἰνάνθην κατονομάζουσα·
τὸ γὰρ γεννηθὲν <ἐν> ἡμῖν παιδίον, ὁ Ἰησοῦς ὁ ἐν τοῖς δεξαμένοις αὐτὸν
διαφόρως προκόπτων σοφίᾳ τε καὶ ἡλικίᾳ καὶ χάριτι οὐκ ἐν πᾶσιν ὁ αὐτός
ἐστιν, ἀλλὰ πρὸς τὸ μέτρον τοῦ ἐν ᾧ γίνεται, καθὼς ἂν ὁ χωρῶν αὐτὸν ἱκανῶς
ἔχῃ, τοιοῦτος φαίνεται ἢ νηπιάζων ἢ προκόπτων ἢ τελειούμενος κατὰ τὴν τοῦ
βότρυος φύσιν, ὃς οὐ πάντοτε μετὰ τοῦ αὐτοῦ εἴδους ἐπὶ τῆς ἀμπέλου ὁρᾶται,
ἀλλὰ συνεξαλλάσσει τῷ χρόνῳ τὸ εἶδος, ἀνθῶν, κυπρίζων, τελειούμενος,
πεπαινόμενος, οἶνος γενόμενος. ἐπαγγέλλεται τοίνυν ἡ ἄμπελος τῷ ἰδίῳ
καρπῷ, ὃς οὔπω μέν ἐστι πρὸς οἶνον ὥριμος, ἀλλ’ | ἀναμένει τὸ πλήρωμα τῶν
καιρῶν, οὐ μὴν ὡς εἰς τρυφὴν ἀναπόλαυστος· τὴν ὄσφρησιν γὰρ εὐφραίνει
ἀντὶ τῆς γεύσεως τῇ προσδοκίᾳ τῶν ἀγαθῶν τοῖς ἀτμοῖς τῆς ἐλπίδος ἡδύνων
τὰ τῆς ψυχῆς αἰσθητήρια· τὸ γὰρ πιστόν τε καὶ ἀναμφίβολον τῆς ἐλπιζομένης
χάριτος ἀπόλαυσις τοῖς δι’ ὑπομονῆς ἀπεκδεχομένοις τὸ προσδοκώμενον
γίνεται. οὗτος οὖν ὁ τῆς κύπρου βότρυς ἐστί, βότρυς οἶνον ἐπαγγελλόμενος,
οὔπω δὲ οἶνος γινόμενος, ἀλλὰ διὰ τοῦ ἄνθους (ἡ δὲ ἐλπὶς τὸ ἄνθος ἐστί) τὴν
ἐσομένην χάριν πιστούμενος.
ἡ δὲ τοῦ <ἐν> Γαδὶ προσθήκη σημαίνει τὸν πίονα χῶρον, ᾧ ἐνριζωθεῖσα
ἡ ἄμπελος εὔτροφον καὶ ἡδὺν τὸν καρπὸν ἀπεργάζεται· οὕτω γὰρ οἱ τοπικῶς
ἱστορήσαντες λέγουσι τὸν κλῆρον τοῦ Γὰδ ἐπιτηδείως ἔχειν πρὸς εὐτροφίαν
βοτρύων. ἐπειδὴ τοίνυν ὁ τῷ νόμῳ τοῦ κυρίου σύμφωνον ἔχων τὸ θέλημα καὶ
διὰ πάσης νυκτός τε καὶ ἡμέρας ταύτην τὴν μελέτην ποιούμενος ἀειθαλὲς
γίνεται δένδρον ταῖς τῶν ὑδάτων ἐπιρροαῖς πιαινόμενος καὶ ἐν τῷ καθήκοντι
καιρῷ τὸν καρπὸν παρεχόμενος, τούτου χάριν καὶ ἡ τοῦ νυμφίου ἄμπελος ἐν
τῷ | Γαδί, τῷ πίονι τούτῳ τόπῳ ἐρριζωμένη (τουτέστιν ἐν βαθείᾳ τῇ διανοίᾳ
τῇ διὰ τῶν θείων διδαγμάτων καταρδομένῃ) καὶ αὔξουσα τὸν εὐανθῆ τοῦτον
καὶ κυπρίζοντα βότρυν ἐκαρποφόρησεν, ᾧ τὸν γεωργόν τε καὶ φυτηκόμον
ἑαυτῆς ἐνορᾷ. ὡς μακάριον τὸ τοιοῦτον γεώργιον, οὗ ὁ καρπὸς πρὸς τὴν
τοῦ νυμφίου ὁμοιοῦται μορφήν. ἐπειδὴ γὰρ φῶς ἀληθινόν ἐστιν ἐκεῖνος καὶ
ἀληθινὴ ζωὴ καὶ δικαιοσύνη ἀληθής, καθὼς ἡ Σοφία φησί, καὶ πάντα τὰ
τοιαῦτα, ὅταν τις διὰ τῶν ἔργων ταῦτα γένηται, ἃ ἐκεῖνός ἐστιν, οὗτος τὸν
τῆς ἰδίας συνειδήσεως βότρυν βλέπων αὐτὸν τὸν νυμφίον ἐν τούτῳ βλέπει τῇ
φωτεινῇ τε καὶ ἀκηλιδώτῳ ζωῇ τὸ φῶς τῆς ἀληθείας ἐνοπτριζόμενος.
διὰ τοῦτό φησιν ἡ ἄμπελος ἡ εὐθηνοῦσα, ὅτι ἐμὸς βότρυς ὁ διὰ τοῦ
ἄνθους κυπρίζων αὐτὸς ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀληθινὸς βότρυς, ὁ ἐπὶ τῶν ξυλίνων
ἀναφορέων ἑαυτὸν δείξας, οὗ τὸ αἷμα τοῖς σῳζομένοις τε καὶ εὐφραινο|μένοις
πότιμόν τε καὶ σωτήριον γίνεται,
ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου