Σάββατο 26 Μαρτίου 2022

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΠΕΡΓΑΜΟΥ ΙΩΑΝΝΗΣ - Ὀντολογία καί ἠθική (2)

Συνέπεια τῆς σύγκρουσης ὀντολογίας καί ἠθικῆς

Εἴπαμε στήν ἀρχή ὅτι τό θέμα μας φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως θεωρητικό, ἀλλά δέν εἶναι. Καιρός τώρα νά τό δείξουμε. Θά ἀναφέρουμε μερικά παραδείγματα, πού μαρτυροῦν ὅτι ἡ ἠθική καί ἡ ὀντολογία προσεγγίζουν καί ἀντιλαμβάνονται διαφορετικά τή χριστιανική ζωή σέ καίρια ὑπαρξιακά θέματα.

1. Τό πρόβλημα τῆς ἁμαρτίας. Τί εἶναι ἡ ἁμαρτία; Γιά τήν ἠθική ἡ ἁμαρτία εἶναι πρόβλημα ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς, ἐκτροπή ἀπό ἕναν κώδικα ἠθικῶν ἀρχῶν, εἴτε δοσμένων ἀπό τόν Θεό εἴτε συμφωνημένων ἀπό τήν κοινωνία (δημοκρατία). Γιά τήν ὀντολογία ἡ ἁμαρτία εἶναι ἀπόρροια τοῦ θανάτου: «ἐφ’ ᾧ [=θανάτῳ] πάντες ἥμαρτον». Γιά τήν ἠθική ἁμαρτάνομε γιατί παραβαίνουμε κάποιον νόμο, γιά τήν ὀντολογία γιατί εἴμαστε θνητοί.

Οἱ συνέπειες τῶν δύο αὐτῶν προσεγγίσεων τῆς ἁμαρτίας εἶναι τεράστιες. Στήν ἠθική ἀντιμετώπιση τῆς ἁμαρτίας καλλιεργεῖται ἡ πεποίθηση, ἤ ἔστω ἡ ἐλπίδα, ὅτι τό κακό μπορεῖ νά νικηθεῖ μέ τήν ἀνθρώπινη προσπάθεια. Αὐτό δίνει τροφή σέ Μεσσιανισμούς ποικίλων τύπων, μερικούς ἀπό τούς ὁποίους ζήσαμε καί στήν ἐποχή μας. Στήν ὀντολογική προσέγγιση ὁμολογεῖται ὅτι μέχρις ὅτου νικηθεῖ ὁ θάνατος, πού γεννᾶ τήν ἁμαρτία, τό κακό θά ὑπάρχει μέ διάφορες μορφές.[ΚΑΙ Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ; Η ΟΠΟΙΑ ΑΝΑΤΡΕΠΕΙ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΤΙΜΙΕΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΕΣ;]

Ἄλλη φοβερή συνέπεια εἶναι ὅτι στήν ἠθική ἀντίληψη τῆς ἁμαρτίας εἶναι νοητή ἡ διαβάθμιση τῆς ἁμαρτωλότητας σέ «καλύτερους» καί σέ «χειρότερους» ἀνθρώπους. Ἡ ἠθική τοῦ Φαρισαίου τῆς παραβολῆς, ὅπως καί ἡ ἀστική ἠθική τῆς κοινωνίας μας, ἀνήκουν σ’ αὐτή τήν κατηγορία. Φυλακίζομε μέ ἄνεση τούς κακούς καί ἐξαπατοῦμε τούς ἑαυτούς μας μέ τήν ἐτικέτα τοῦ «καλοῦ». Εἶναι πολύ φυσικό αὐτό, γιατί ἡ ἠθική συμπεριφορά εἶναι μετρήσιμη καί διότι τό τί εἶναι καλό καί τί κακό τό καθορίζει ὁ ἀνθρώπινος λόγος – ἤ ἔστω κάποιο θεῖο θέλημα ἑρμηνευόμενο πάντα ἀπό τόν ἀνθρώπινο λόγο. Στήν ὀντολογική ὅμως προσέγγιση τῆς ἁμαρτίας αὐτό εἶναι ἀδύνατο. Αὐτό πού καθορίζει τί εἶναι καλό καί τί εἶναι κακό δέν εἶναι ὁ ἀνθρώπινος λόγος, ἀλλά ἡ ἀλήθεια τῶν ὄντων. Καί ἡ ἀλήθεια αὐτή εἶναι ὅτι ὅλα τά κτιστά ὄντα ὑπόκεινται στή φθορά καί στόν θάνατο, καί συνεπῶς ὅλοι μας εἴμαστε ἁμαρτωλοί («ἐφ’ ᾧ –θανάτῳ– πάντες ἥμαρτον»).[ΕΙΤΕ ΤΟΝ ΔΙΝΟΥΜΕ ΕΙΤΕ ΟΧΙ]

Τό ὅτι ἡ ἁμαρτία πηγάζει ἀπό τόν θάνατο, δηλαδή ἀπό τήν ὀντολογία καί ὄχι ἀπό τήν ἀνθρώπινη συμπεριφορά,[ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΟΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΚΡΙΒΕΙΑ] ἀκούγεται περίεργο. Εἶναι ὅμως γνωστό ὅτι ἄν δέν ὑπῆρχε ὑποσυνείδητα ὁ φόβος τοῦ θανάτου, κανένα ἀπό τά πάθη δέν θά μᾶς καταλάμβανε: οὔτε ἡ φιληδονία, οὔτε ἡ φιλαργυρία, οὔτε τό μίσος, οὔτε ἡ ἐπιθετικότητα – ὅλα αὐτά καί ἄλλα παρόμοια ὑποκρύπτουν τήν προσπάθεια καί τό ἄγχος τῆς αὐτοβεβαιώσεως καί ἐπιβιώσεώς μας ἐνόψει τοῦ θανάτου πού μᾶς ἀπειλεῖ. Ἡ ἁμαρτία ἔχει ὀντολογικές καί ὄχι ἠθικές ρίζες.[ΓΛΥΤΩΣΑΜΕ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΩΣΦΟΡΙΚΗ ΕΠΑΡΣΗ. ΜΕΓΑΛΟ ΦΑΡΜΑΚΟ Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ. ΝΑ ΤΟ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΟΥΜΕ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΟΓΚΟΛΟΓΙΑ]

Ὅταν αὐτό γίνει κατανοητό, ἡ διάκριση μεταξύ «καλῶν» καί «κακῶν» ἀνθρώπων ἐξαφανίζεται. Ἐπικρατεῖ ἡ μοναχική ἀρετή τῆς αὐτομεμψίας, ἡ ὀντολογική –ὄχι ἡ ἠθική καί, συνεπῶς, ψεύτικη– ταπείνωση, καί προπαντόςἀγάπη πρός τούς ἁμαρτωλούς – καί, συνεπῶς, καί πρός τούς ἐχθρούς, ὄχι ἀπό καθῆκον, ἀλλά ἀπό ὀντολογική συγγένεια.[ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΙΟΥΔΑ;] Ὅταν ἀγαπᾶς τόν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν, τόν ἀγαπᾶς ὡς θνητόν, ὅπως ὁ ἑαυτός σου, τόν ἀγαπᾶς συνεπῶς ὡς ἁμαρτωλόν, ὅπως ὁ ἑαυτός σου, διότι τίποτε δέν εἶναι ὀντολογικά πιό ἀληθινό ἀπό τήν κοινή θνητότητά μας.[ΜΗΠΩΣ ΣΥΓΧΕΟΥΜΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΕ ΤΟ ΕΓΩ;]

Μέ τόν τρόπο αὐτόν ἡ ἁμαρτία προσλαμβάνει ὀντολογικά τό νόημα τῆς ἀστοχίας. Αὐτό εἶναι φανερό μέ πολλούς τρόπους, κατεξοχήν ὅμως στήν περίπτωση τῆς ἀναπαραγωγῆς. Γιατί συνέδεσαν οἱ Πατέρες (Γρηγόριος Νύσσης, Μάξιμος κ.λπ.) τήν ἁμαρτία μέ τή σεξουαλική ἐνέργεια; Πολλοί διαμαρτύρονται γι’ αὐτό καί ἀποδίδουν αὐτή τή θέση σέ μοναστικές ἀκρότητες. Μέ ἠθικά κριτήρια ρωτοῦν: εἶναι ἡ σεξουαλικότητα «κακό»; Εἶναι ὁ γάμος καί ἡ ἀναπαραγωγή ἁμαρτία; Ἀλλά οἱ Πατέρες δέν σκέπτονται ἠθικά. Τίποτε ἀπό αὐτά δέν εἶναι ἠθικά ἐπιλήψιμο, ὥστε νά δημιουργεῖ ἐνοχές καί νά ἐπισύρει τιμωρίες. Τά κριτήρια εἶναι ὀντολογικά καί συνδέονται μέ αὐτό πού ὀνομάσαμε «ἀστοχία». Μέ τήν ἀναπαραγωγή ὁ ἄνθρωπος –ἀλλά καί τά ζῶα– στοχεύουν στήν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου, στήν ἐπιβίωση τοῦ συγκεκριμένου ὄντος. Ἀντ’ αὐτοῦ ὅμως ἐπιτυγχάνουν μόνο τήν ἐπιβίωση τοῦ εἴδους, καί αὐτό ἄγνωστο μέχρι πότε, ἐνῶ τό συγκεκριμένο ὄν, πού παράγεται, εἶναι θνητό ἤδη ἀπό τή σύλληψή του. Ὀντολογικά, λοιπόν, ἡ τεκνοποιία εἶναι ἁμαρτωλή: «ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου» (πρβλ. ἑρμηνεία τοῦ Μαξίμου). Ἡ ἠθικοποίηση τῆς ἁμαρτίας ὁδηγεῖ εἴτε στόν πουριτανισμό εἴτε στήν ἀσυδοσία καί ἐλευθεριότητα.[ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ ΕΙΣ ΧΡΙΣΤΟΝ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ; ΕΣΕΙΣ ΟΙ ΑΓΑΜΟΙ! ΓΥΝΑΙΚΑ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΣΑ ΚΑΙ ΠΑΡΘΕΝΟΣ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ]] Ἡ ὀντολογική προσέγγιση ὁδηγεῖ στή συναίσθηση τῆς φυσικῆς μας ἀστοχίας καί συνεπῶς σέ δύο χαρακτηριστικές πεποιθήσεις: ὅτι κανείς δέν εἶναι ἀναμάρτητος «μία ἡμέρα ᾦ ἡ ζωή αὐτοῦ», καί ὅτι ἡ φύση πάσχει ὀντολογικά καί δέν μποροῦμε νά ἐναποθέσουμε σ’ αὐτήν τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας μας.

2. Τό πρόβλημα τῆς σωτηρίας. Ἡ ἠθική δίνει ἐλπίδες βελτιώσεως τῶν ἀνθρώπων μέσω τῆς ὀρθολογικῆς συμπεριφορᾶς. Ἡ ὀντολογία δέν δίνει καμιά τέτοια ἐλπίδα. Ὅσο καλοί καί ἄν γίνομε, ἐφόσον πεθαίνομε, τό κακό θά ὑπάρχει. Πρέπει νά νικηθεῖ ὁ θάνατος γιά νά νικηθεῖ τό κακό, καί αὐτό δέν μπορεῖ νά προέλθει ἀπό τή θνητή φύση μας. Χρειαζόμαστε μιά νέα γέννηση, ἄλλη ἀπό τή βιολογική, καί αὐτό ἀκριβῶς προσφέρει ὁ Χριστός μέ τό σῶμα Του, μέσα στό ὁποῖο πεθαίνομε [ΠΟΛΥ GAY PRIDE]κατά τό Βάπτισμα καί ξαναγεννιόμαστε σέ νέα ζωή.[ΘΕΛΟΥΜΕ ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ;] Αὐτή εἶναι ἡ μόνη ἐλπίδα σωτηρίας μας – ὄχι ἡ ἀρετή, ἡ ἠθική ζωή, ἡ ἄσκησή μας κ.λπ. Χωρίς Χριστό καί Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει σωτηρία καί ὁ λόγος εἶναι ἕνας: ἡ σωτηρία εἶναι ὀντολογική καί ὄχι ἠθική ὑπόθεση, εἶναι νίκη κατά τοῦ θανάτου.

Ὅταν αὐτό γίνει ἀντιληπτό, ἡ ἠθική ὑποχωρεῖ μπροστά στήν ὀντολογία. Ἡ Ἐκκλησία δέν σώζει μέ αὐτά πού κάνει (κήρυγμα, θρησκευτικές πράξεις, φιλανθρωπία, διακηρύξεις περί ἠθικῆς κ.λπ.), ἀλλά μέ αὐτό πού εἶναι. Καί τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία; Εἶναι ἕνα πλέγμα σχέσεων πού καταργοῦν τόν θάνατο μέ ἕναν τρόπο ὑπάρξεως πού δέν εἶναι ἠθική, δηλ. σύστημα ἀρχῶν συμπεριφορᾶς, ἀλλά κοινωνία προσώπων κατά τό πρότυπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Καί ἐδῶ ἡ διάκριση μεταξύ ἠθικῆς καί ὀντολογίας εἶναι σημαντική.

Στήν ἠθική τά πρόσωπα τά ταυτίζομε βάσει τῶν ἰδιοτήτων τους (καλός-κακός κ.λπ.). Στήν προσωπική ὀντολογία οἱ ἰδιότητες δέν καθορίζουν τό πρόσωπο. Αὐτό προκύπτει ἀπό τή θεολογία τῆς Ἁγίας Τριάδος, στήν ὁποία τά πρόσωπα δέν διακρίνονται βάσει τῶν ἠθικῶν ἤ φυσικῶν ἰδιοτήτων τους, γιατί αὐτές εἶναι κοινές στά τρία Πρόσωπα (π.χ. ἡ παντοδυναμία, ἡ ἀγαθότητα, ἡ παντογνωσία κ.λπ.).[AYTH EINAI H ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ,ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΝΩΣΕ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ. ΟΙ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΥΠΟΣΤΑΣΕΩΝ ΕΙΝΑΙ ΑΚΟΙΝΩΝΗΤΕΣ] Ἄν αὐτό μεταφερθεῖ στά ἀνθρώπινα πρόσωπα μέσα στήν Ἐκκλησία, καταργεῖται ἡ ἠθική, ἡ ὁποία πάντοτε διακρίνει τούς ἀνθρώπους μέ βάση τίς ἰδιότητές τους (καλός, κακός, εὐφυής, σοφός κ.λπ.). Στήν Ἐκκλησία καταργοῦνται οἱ φυσικές καί ἠθικές ἰδιότητες, συνεπῶς καί ἡ ἠθική: «τά μωρά τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός, ἵνα τούς σοφούς καταισχύνῃ...»[OXI TA TEKNA]. Ἡ Ἐκκλησία δέν στηρίζεται στά φυσικά ἤ ἠθικά χαρίσματα τῶν μελῶν της, ἀλλά στά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο μπορεῖ νά ἀναπληρώσει ὅλα τά ἐλλείποντα ἀπό φυσικῆς, ἀλλά καί ἠθικῆς ἀπόψεως. Ἔτσι ἡ σωτηρία πού προσφέρει ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἡ ἠθική βελτίωση τῶν ἀνθρώπων, ὅπως συχνά ὑποστηρίζεται. Ἡ Ἐκκλησία περιλαμβάνει στούς κόλπους της τόσο πολλούς ἠθικά ἐπιλήψιμους, ὥστε νά γράφει ὁ Ἀπ. Παῦλος πρός τούς Γαλάτας: «εἰ γάρ ἀλλήλους δάκνετε καί κατεσθίετε, βλέπετε μή ὑπ’ ἀλλήλων ἀναλωθῆτε».

Στό σημεῖο αὐτό τίθεται τό θέμα τῆς ἁγιότητας. Ἔχει ἐπικρατήσει νά ταυτίζεται ἡ ἁγιότητα μέ τήν ἠθική τελειότητα. Ἀκόμη καί ἡ ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ ἐμφανίζεται στά ἐγχειρίδια Δογματικῆς (π.χ. Ἀνδρούτσου, Τρεμπέλα κ.ἄ.) ὡς ἠθική τελειότητα. Ἀλλά αὐτό προσκρούει ὄχι μόνο στίς ἐπιστολές τοῦ Παύλου, ὅπου οἱ πιστοί καλοῦνται «ἅγιοι» παρά τά ὅσα γράφει, ὅπως εἴδαμε, στούς Γαλάτες, ἀλλά καί σέ ὅλη τήν ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Ἔτσι αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου, ὅπως ὁ Μ. Κωνσταντῖνος, ἡ Εἰρήνη ἡ Ἀθηναία κ.ἄ. ἀναγνωρίζονται ὡς ἅγιοι, παρά τό ὅτι διέπραξαν πράξεις ἠθικά ἐπιλήψιμες, ὅπως ἡ τύφλωση τοῦ υἱοῦ της ἀπό τήν Εἰρήνη, ὁ φόνος τῶν 500 ἱερέων τοῦ Βάαλ ἀπό τόν Προφήτη Ἠλία κ.λπ. Μέ τά σημερινά ἠθικά κριτήρια πολλοί ἀπό τούς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας θά εἶχαν ἀποκλειστεῖ. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἁγιάζει ὄχι μέ τήν ἠθική βελτίωσή μας, ἀλλά μέ τή μετάνοια, δηλαδή μέ τήν ἀναγνώριση τοῦ ὀντολογικοῦ γεγονότος τῆς ἁμαρτωλότητάς μας. Μέ αὐτή τήν ἔννοια δικαιώνεται ὁ τελώνης καί καταδικάζεται ὁ ἠθικά ἄψογος Φαρισαῖος.[Ἡ Ἐκκλησία δέν στηρίζεται στά φυσικά ἤ ἠθικά χαρίσματα τῶν μελῶν της, ἀλλά στά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο μπορεῖ νά ἀναπληρώσει ὅλα τά ἐλλείποντα ἀπό φυσικῆς, ἀλλά καί ἠθικῆς ἀπόψεως. ΤΟ ΞΕΧΑΣΑΜΕ;]

Γιά μιά ὀντολογική ἠθική;

Κατόπιν ὅλων αὐτῶν γίνεται φανερό ὅτι ὀντολογία καί ἠθική δέν συμπίπτουν στήν Ὀρθόδοξη παράδοσή μας. Ἡ ὀντολογία ἐνδιαφέρεται γιά τό «ἀεί εἶναι» καί βλέπει τήν ἁμαρτία ὡς ἀποτέλεσμα ἤ ἔκφραση τῆς διακοπῆς τῆς κοινωνίας τῆς κτίσεως μέ τόν Θεό καί τῆς δουλείας της στόν θάνατο. Ἡ ἠθική πιστεύει στήν ὀρθολογική ὀργάνωση τῆς ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς, ὥστε νά περιορίζονται ὅσο εἶναι δυνατόν οἱ ὀδυνηρές συνέπειες τοῦ κακοῦ στή ζωή τῶν ἀνθρώπων. Δέν τήν ἀπασχολεῖ ὁ θάνατος, οὔτε ἐπιδιώκει νά μᾶς λυτρώσει ἀπό αὐτόν. Διερωτᾶται ὅμως κανείς: ἄραγε ἡ ὀντολογία δέν ἐπιδρᾶ καθόλου στήν ἀνθρώπινη συμπεριφορά; Μήπως θά μποροῦσε νά γίνει λόγος γιά μιά ὀντολογική ἠθική;

Ἄν σκεφθεῖ κανείς ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ἱεροί κανόνες κ.λπ. εἶναι γεμάτα ἀπό ἐντολές καί νουθεσίες γιά τήν ἀνθρώπινη συμπεριφορά, τό συμπέρασμα εἶναι εὔκολο ὅτι ἡ Ἐκκλησία κάθε ἄλλο παρά ἀδιαφορεῖ γιά τήν ἀνθρώπινη συμπεριφορά. Αὐτό, ἄλλωστε, ἔχει ὁδηγήσει στήν ἐμφάνιση τῆς λεγόμενης «Χριστιανικῆς Ἠθικῆς» καί σ’ ἐμᾶς τούς ὀρθοδόξους. Πῶς μποροῦμε νά συμβιβάσουμε αὐτό τό ἐνδιαφέρον τῆς Ἐκκλησίας γιά τή συμπεριφορά τῶν μελῶν της μέ τή σύγκρουση, πού περιγράψαμε, μεταξύ ἠθικῆς καί ὀντολογίας; Τί εἴδους συμπεριφορά προσφέρει ἡ ὀντολογία μέσα στήν Ἐκκλησία; Μέ βάση ὅσα ἤδη εἴπαμε, θά μπορούσαμε νά διατυπώσουμε τίς ἀκόλουθες σκέψεις:

1. Πρέπει νά διακρίνουμε μεταξύ ἠθικῆς καί ἤθους. Ἡ ἠθική, ὅπως τήν περιγράψαμε, εἶναι ἕνα σύνολο ἀρχῶν καί κανόνων συμπεριφορᾶς, πού ἐπεξεργάστηκε καί διατύπωσε ἡ ἀνθρώπινη λογική εἴτε μόνη της εἴτε ὡς ἑρμηνεία κάποιου ὑπερβατικοῦ παράγοντος (τοῦ Θεοῦ ἤ τοῦ ἠθικοῦ ἰδεώδους κατά Kant ἤ ἄλλης αἰτιολογίας ἀποδεκτῆς ἀπό τόν ἀνθρώπινο λόγο). Τό ἦθος δέν περνᾶ ἀπό τόν ἀνθρώπινο λόγο, ἀλλά διαμορφώνεται μέσα ἀπό σύμβολα, μέ τά ὁποῖα ἐπικοινωνεῖ μιά κοινότητα χωρίς λογική αἰτιολόγηση. Π.χ. ὅταν περνώντας ἔξω ἀπό μία ἐκκλησία κάνω αὐθόρμητα τόν σταυρό μου, ἐκφράζω ἕνα ἦθος ἤ ἔθος τό ὁποῖο μεταφέρει ἕναν κώδικα συμπεριφορᾶς διά μέσου συμβόλων∙ τά σύμβολα αὐτά δέν αἰτιολογοῦνται λογικά (δέν ξέρω;;; γιατί κάνω τόν σταυρό μου), ἀλλά ἐκφράζουν τήν κοινωνία μου μέ μιά κοινότητα, ἡ ὁποία καθιέρωσε ἕνα σύμβολο μέ τό ὁποῖο κοινωνοῦν τά μέλη της μεταξύ τους. Τό ὀνομάζουμε αὐτό ἦθος ἤ ἔθος διότι ἀπό τή νηπιακή ἡλικία μας ἐθιστήκαμε στό σύμβολο αὐτό, τό ὁποῖο διδαχθήκαμε ὄχι λογικά, ἀλλά μέ τή μίμηση, τήν ἐπανάληψη μιᾶς συμπεριφορᾶς, πού μεταφέρεται ἀπό τή μιά γενεά στήν ἄλλη ὡς κοινή συμπεριφορά ὅλων τῶν μελῶν της. Τό ἴδιο συμβαίνει μέ τό χειροφίλημα τῶν κληρικῶν, μέ τόν ἐκκλησιασμό, τούς λειτουργικούς τύπους κ.λπ. Σέ ὅλα αὐτά δέν μεσολαβεῖ ἡ λογική, ἐκτός ἐάν μεσολαβήσουν ἐκεῖνοι πού θέλουν νά μᾶς κάνουν «συνειδητούς χριστιανούς» (!). Πρόκειται γιά συμπεριφορά, τῆς ὁποίας δέν προηγεῖται κανένα ἠθικό «πρέπει».

Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ «ἠθική» ἴσχυε πάντοτε στόν ἁπλό πιστό λαό μας, ὁ ὁποῖος πήγαινε στήν Ἐκκλησία ἁπλῶς γιατί ἔτσι ἔμαθε, δέν διενοεῖτο νά σκοτώσει τόν γείτονά του, γιατί ἔμαθε νά ζεῖ καί νά παίζει μαζί του ἀπό παιδί κ.λπ., χωρίς νά ἔχει κατά νοῦν κανέναν ἠθικό κώδικα, καμία ἠθική. Ἡ συμπεριφορά του προερχόταν ἀπό τό εἶναι του, ὅπως τό ἐννοεῖ ὁ Παῦλος ὅταν γράφει ὅτι πρέπει νά μήν ψεύδεσθε εἰς ἀλλήλους, νά μήν πορνεύετε κ.λπ., ὄχι διότι αὐτά προσκρούουν σέ κάποιες ἠθικές ἀρχές, ἀλλά διότι πεθάνατε καί ἀναστηθήκατε σέ μιά νέα ζωή μέ τό Βάπτισμα καί διότι «ἐστέ ἀλλήλων μέλη». Ἔτσι δέν ὑπάρχει ἕνα σύστημα ἠθικῶν ἀξιῶν πού ὑπαγορεύει μιά συμπεριφορά, ἀλλά μιά ὀντολογία πού συνεπάγεται ἕναν τρόπο ὑπάρξεως. Χωρίς αὐτή τήν ὀντολογία, δέν ὑπάρχει ἠθική.

2. Δέν ὑπάρχουν ἠθικές ἀρχές γενικοῦ κύρους, πιό πάνω ἀπό τά πρόσωπα. Καμιά ἠθική ἀξία δέν δικαιολογεῖ τή θυσία ἤ τήν ταπείνωση ἑνός συγκεκριμένου προσώπου. Τό εἶναι ἑνός προσώπου εἶναι ὑπέρτερο κάθε ἠθικῆς. Εἶναι πολύ πιό ἱερό καί πιό ἀπόλυτο τό νά ὑπάρχει ἁπλῶς ὁ ἄλλος, παρά τό νά εἶναι καλός. Αὐτό τό διαπιστώνει κανείς ὅταν πεθάνει ἕνα ἀγαπημένο του πρόσωπο, τοῦ ὁποίου τά ἐλαττώματα τόν ἐνοχλοῦσαν ὅσο ζοῦσε: ἄς ξαναγύριζε στή ζωή, θά πεῖ, καί δέν θά μέ ἐνδιέφεραν τά ἐλαττώματά του. Ἡ ὕπαρξη ἑνός προσώπου πού ἀγαποῦμε εἶναι πολύ πιό σημαντική ἀπό τή συμπεριφορά του, ἡ ὀντολογία μπορεῖ νά καταργήσει τήν ἠθική στήν περίπτωση τῆς ἀγάπης.

3. Οἱ ἠθικές ἰδιότητες δέν καθορίζουν τό εἶναι τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό εἶναι ἕνα πολύ σοβαρό ζήτημα καί ἀποκαλύπτει πόσο ἐπικίνδυνη μπορεῖ νά ἀποβεῖ ἡ ἠθική, ὅταν πάρει τή θέση τῆς ὀντολογίας. Συνηθίζομε νά λέμε ὅτι κάποιος εἶναι κλέφτης, ἐπειδή ἔκλεψε. Ἀλλά μπορεῖ μιά πράξη νά καθορίσει τό εἶναι ἑνός ἀνθρώπου; Ἄν αὐτός πού ἔκλεψε δέν κλέβει πλέον ἤ δέν θά κλέψει στό μέλλον, μπορεῖ τό εἶναι του νά καθοριστεῖ ἀπό μιά πράξη; Στήν ἠθικοκρατούμενη κοινωνία μας ὑπάρχει τό λεγόμενο «ποινικό μητρῶο»: ἄν κάποιος καταδικαστεῖ γιά κάποια πράξη, αὐτό τόν στιγματίζει γιά πάντα – ἡ ἠθική ἔγινε ὀντολογία. Στήν Ἐκκλησία ὅμως δέν εἶναι ἔτσι τά πράγματα. Καμιά πράξη, ὅσο ἁμαρτωλή καί ἄν εἶναι, δέν ἔχει γιά τόν ἄνθρωπο ὀντολογική σημασία. Ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν πού παρέχει ἡ Ἐκκλησία ἀποδεικνύει ὅτι τό εἶναι τοῦ ἀνθρώπου δέν καθορίζεται ἀπό τίς πράξεις του, διότι ἀλλιῶς θά ἔπρεπε νά τόν χαρακτηρίζει ἡ ἁμαρτωλή του πράξη γιά πάντα. Ὅταν ὁ Θεός λέγει ὅτι «τῶν ἀνομιῶν αὐτῶν οὐ μή μνησθῶ ἔτι», δηλώνει ὅτι ἡ ἁμαρτωλή πράξη μπορεῖ νά διαγραφεῖ ἀπό τή μνήμη τοῦ Θεοῦ, πού σημαίνει ἀπό τό εἶναι, τήν ὑπόσταση τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀφοῦ ὅ,τι θυμᾶται ὁ Θεός ὑπάρχει καί ὅ,τι δέν θυμᾶται («οὐκ οἶδα ὑμᾶς») δέν ἔχει ὑπόσταση.

4. Μόνον τά ἔσχατα δίνουν ἀληθινό εἶναι. Στήν ἀρχαία ἑλληνική τραγωδία ὁ ἄνθρωπος εἶναι δέσμιος τοῦ παρελθόντος του – ὅλα τά δεινά πού τοῦ συμβαίνουν ὀφείλονται σέ μιά αἰτία τοῦ παρελθόντος. Ἀλλά στό Εὐαγγέλιο, αὐτό ἀνατρέπεται. Ὅταν ρώτησαν τόν Κύριο οἱ μαθητές Του ἄν ὁ ἐκ γενετῆς τυφλός ἤ οἱ γονεῖς του ἁμάρτησαν καί γι’ αὐτό γεννήθηκε τυφλός, ὁ Κύριος κατηγορηματικά τούς μετέθεσε τήν αἰτία ἀπό τό παρελθόν πρός τό μέλλον: «οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ’ ἵνα φανερωθῇ τά ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ».[ΠΟΤΕ; ΣΤΑ ΕΣΧΑΤΑ;] Ἐνῶ μιά ἠθική πράξη ἀναφέρεται στό παρελθόν, τό ἀληθινό της νόημα κρίνεται καί ἀποκαλύπτεται στό μέλλον.

Νά λοιπόν σέ τί συνίσταται μιά ὀντολογική ἠθική. Στό νά βλέπουμε κάθε ἄνθρωπο ὡς ἕναν μελλοντικό ἅγιο, νά μήν τόν ταυτίζομε μέ τίς πράξεις του, νά μήν ἀφήνομε τήν ἠθική νά καθορίζει τήν ὀντολογική μας σχέση μέ τόν ἄλλο. Ἔτσι ἡ ἠθική ἀπό δικαιοσύνη γίνεται ἀγάπη. Ἡ δικαιοσύνη μᾶς ἐπιβάλλει νά ἀποδώσουμε στόν καθένα αὐτό πού δικαιοῦται: ὅποιος ἐργάστηκε δυό ὧρες πρέπει νά πληρωθεῖ περισσότερο ἀπό ἐκεῖνον πού ἐργάστηκε μιά ὥρα, ἀλλιῶς ὑπάρχει ἀδικία. Αὐτό εἶναι δικαιοσύνη, αὐτό εἶναι ἠθική. Τό Εὐαγγέλιο, ὅμως, τό ἀνατρέπει αὐτό μέ τή γνωστή σέ ὅλους μας παραβολή. Τό νά ἀγαπᾶς τόν ἁμαρτωλό ἤ τόν ἐχθρό σου, αὐτό εἶναι ἡ μόνη ἠθική πού γνωρίζει τό Εὐαγγέλιο. Εἶναι ὅμως μιά ἠθική ἀνορθολογική, μιά ἠθική ἀνήθικη, μιά ἠθική πού μᾶς ἐλευθερώνει ἀπό τήν αἰχμαλωσία μας στήν πράξη, πού κάνει τήν ἠθική πράξη νά μή δεσμεύει τήν ἐλευθερία καί τήν ἀγάπη μας. Ὅταν ἡ ἠθική δεσμεύει τήν ἐλευθερία καί τήν ἀγάπη μας, ὅταν δηλαδή μᾶς ὑποχρεώνει νά ταυτίζομε τούς ἄλλους βάσει τῶν ἠθικῶν ἰδιοτήτων τους, καί ὄχι ἁπλῶς καί μόνο βάσει τοῦ γεγονότος καί τῆς ἀλήθειας τῆς ὑπάρξεώς τους, δέν μπορεῖ νά χωρέσει μέσα της οὔτε τήν ἀγάπη πρός τούς ἁμαρτωλούς, οὔτε τό «ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν», οὔτε τήν παραβολή τῆς ἄδικης ἀμοιβῆς τῶν ἐργατῶν, οὔτε τήν ἐπί τοῦ Ὄρους ὁμιλία.

Τό συμπέρασμα, λοιπόν, εἶναι τοῦτο. Ἡ ἠθική εἶναι ἀποδεκτή μόνο ὅταν ὑποτάσσεται στήν ὀντολογία, ὅταν πηγάζει ἀπό τήν ἀρχή ὅτι ὑπέρτατη ἀξία δέν εἶναι τό ἀγαθό (Πλάτων) οὔτε ἡ εὐδαιμονία, ἀλλά ἡ ὕπαρξη.[ΤΑΥΤΙΖΟΝΤΑΙ.ΤΟ ΚΑΚΟ ΜΕ ΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ ΑΠΕΚΡΟΥΣΕ ΤΟΝ ΝΑΡΚΙΣΣΙΣΜΟ ΤΟΥ ΑΛΚΙΒΙΑΔΗ ΔΙΟΤΙ ΒΛΑΠΤΕ ΣΟΒΑΡΑ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ] Ἡ ἠθική πού σέβεται τήν ὕπαρξη, πού μᾶς κάνει νά θέλομε τήν παντοτινή ὕπαρξη αὐτοῦ πού ἀγαποῦμε ἀνεξάρτητα ἀπό τίς ἠθικές του ἰδιότητες,[Η ΜΑΝΝΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΙΔΙΩΣ Η ΜΑΜΑ ΜΑΣ] πού θεωρεῖ ὅλες τίς ἀρετές καί τίς ἀξίες σκύβαλα μπροστά στήν ὕπαρξη τῶν ἀγαπημένων μας προσώπων, μιά ἠθική δηλαδή πού εἶναι ἕτοιμη νά θυσιάσει τόν ἑαυτό της στήν ἀγάπη – αὐτή εἶναι ἡ μόνη ἠθική πού θά μποροῦσε νά συμβιβαστεῖ μέ τήν ὀντολογία.

Τό Εὐαγγέλιο καί ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχουν γιά νά ἐλευθερώνουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τή δουλεία τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου. Ὁ πολιτισμός μας ἀποστρέφει τό πρόσωπό του ἀπό αὐτό, καί κοιτάζει πῶς θά κάνει τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου πιό εὐχάριστη καί ἄνετη μέ τή βοήθεια τῆς ἠθικῆς. Ἀλλά ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος γιά τήν ἀθανασία καί ἡ ἠθική ἀπό μόνη της δέν μπορεῖ νά τόν σώσει. Ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά τό προσέξει ἰδιαίτερα αὐτό γιά νά μή λησμονήσει τόν ὀντολογικό προορισμό της. Ἡ ἠθική θά ἀποτελεῖ πάντοτε ἕναν κίνδυνο γιά τήν Ἐκκλησία, ὅπως καί γιά τόν ἄνθρωπο γενικά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: