Τρίτη 29 Μαρτίου 2022

Αγ. Γρηγόριος Νύσσης - Ερμηνεία του Άσματος Ασμάτων (13)

 Συνέχεια από: Κυριακή 20 Μαρτίου 2022

    ΛΟΓΟΣ Δ'

(Άσμα Ασμάτων 1,15-2,7)

Ο ΝΥΜΦΙΟΣ

«Είσαι καλή, εσύ που σ’ έχω δίπλα μου (πλησίον μου), 

είσαι καλή (όμορφη)· τα μάτια σου είναι περιστέρια.

Η ΝΥΦΗ

Καλός είσαι, αδελφέ μου, και ωραίος.

Στην κλίνη μας ήρθες τυλιγμένος στον ίσκιο.

Δοκάρια του οίκου μας είναι οι κέδροι, σανιδώματα (φατνώματα) τα κυπαρίσσια.

Εγώ είμαι το άνθος του αγρού, το κρίνο των κοιλάδων.

Ο ΝΥΜΦΙΟΣ

Όπως το κρίνο ανάμεσα στ’ αγκάθια,

έτσι είσαι, αδελφή μου, ανάμεσα στις θυγατέρες.

Η ΝΥΦΗ

Μηλιά ανάμεσα στα δέντρα του δάσους,

έτσι είναι ο αγαπημένος μου ανάμεσα στους υιούς (στα παλικάρια).

Πεθύμησα τον ίσκιο του και κάθισα από κάτω, κι ήταν γλυκός στο λάρυγγά μου ο καρπός του.

Εισάγετέ με στο οίκο του κρασιού, με την αγάπη να με σκεπάσετε.

Τονώστε με μ’ αρώματα,

στρώστε μου μήλα, γιατί είμαι λαβωμένη απ’ την αγάπη.

Τ’ αριστερό του χέρι κάτω απ’ το κεφάλι μου και το δεξί του μ’ αγκαλιάζει.

Σας ορκίζω, κόρες της Ιερουσαλήμ,

στις δυνάμεις και στις εξουσίες του αγρού,

μην ξυπνήστε και σηκώσετε την αγάπη μου, ώσπου να το θελήσει».

Λένε ότι αυτοί που καθαρίζουν το χρυσάφι με την τέχνη τους, αv αναμιχτεί σ’ αυτό με δόλο ένα ρυπαρό υλικό και αμαυρωθεί η λάμψη του κάλλους, θεραπεύουν το ξεθώριασμα με τη φωτιά στο χωνευτήρι και ότι αυτό το κάνουν πολλές φορές και σε κάθε αναχώνευση παρατηρούν πόσο πιο λαμπερό έγινε από την πρώτη χώνευση το χρυσάφι στις επόμενες κι ότι δε σταματούν να καθαρίζουν το μετάλλευμα με τη φωτιά, ώσπου η ίδια η όψη του χρυσαφιού να δείξει την καθαρότητα και τη γνησιότητά του. Αλλά για ποιό λόγο, ενώ καταγινόμαστε με την θεωρία του αποσπάσματος που αναγνώσαμε, αναφερθήκαμε σ’ αυτά, θα γίνει φανερό από το ίδιο το νόημα όσων έχουν γραφεί. Έμοιαζε με το χρυσάφι στην αρχή η ανθρώπινη φύση κι έλαμπε, επειδή έμοιαζε με το άφθαρτο αγαθό. Με την ανάμιξη όμως της κακίας έγινε άσχημη και μαύρη, όπως ακούσαμε από τη νύμφη στους πρώτους στίχους του Άσματος, ότι τη μαύρισε η ολιγωρία της για τη φύλαξη του αμπελιού. Θεραπεύοντας την ασχήμια της ο Θεός, που κατασκευάζει τα πάντα με σοφία, δεν επινοεί γι’ αυτή μια καινούργια ομορφιά  που δεν την είχε πρώτα, αλλά την επαναφέρει στην αρχική χάρη με λιώσιμο, αναχωνεύοντας, με στόχο την αθανασία, εκείνη που μαύρισε από την κακία.

Όπως λοιπόν οι προσεκτικοί ειδικοί στο χρυσάφι μετά την πρώτη χώνευση προσέχουν πόσο κέρδισε σε κάλλος η ύλη καίγοντας την ακαθαρσία με τη φωτιά, και πάλι έπειτα από δεύτερη χώνευση, αν η κάθαρση δεν ήταν ικανοποιητική κατά την πρώτη, υπολογίζουν το κάλλος που κέρδισε και κάνοντας το ίδιο πολλές φορές διαπιστώνουν πάντοτε με την επιστημονική δοκιμασία τις προσθήκες τους κάλλους, έτσι και τώρα ο γιατρός του μαυρισμένου χρυσαφιού, λαμπρύνοντας την ψυχή σαν σ’ ένα είδος χωνευτηρίου με τα φάρμακα που χρησιμοποίησε σ’ αυτή, στα προηγούμενα απέδωσε το πράγμα με την ομορφιά ενός ίππου· ενώ τώρα αποδέχεται την ομορφιά που φάνηκε ως κάλλος παρθένου. «Είσαι καλή», λέει, «εσύ που κάθεσαι δίπλα μου (πλησίον μου), είσαι καλή (όμορφη)· τα μάτια σου είναι περιστέρια». Με αυτά που λέει μας διδάσκει ότι η επανάκτηση του κάλλους γίνεται με τη νέα προσέγγιση στο αληθινό κάλλος, από το οποίο έφυγε. Γιατί λέει, «είσαι καλή εσύ που κάθεσαι δίπλα μου», που σημαίνει ότι γι’ αυτό δεν ήσουν καλή πρώτα, γιατί είχες αποξενωθεί από το αρχέτυπο κάλλος και είχες αλλοιωθεί κι έγινες άσχημη με την πονηρή γειτνίαση της κακίας.

Αυτό πού λέγει έχει το έξης νόημα. Η ανθρώπινη φύση δέχεται τις επιταγές της ελεύθερης γνώμης και όπου την οδηγεί η ροπή της προαίρεσής της, σ’ αυτό και μεταβάλλεται. Αν παραδεχτεί δηλαδή το πάθος του θύμου γίνεται θυμώδης, ενώ αν επικρατήσει η επιθυμία διαλύεται στην ηδονή· κι όταν η ροπή γείρει προς τη δειλία και το φόβο και προς οποιοδήποτε πάθος, αυτών των παθών υποδύεται τις μορφές. Όπως πάλι και το αντίθετο. Αν δεχτεί μέσα της τη μακροθυμία, την καθαρότητα, την ειρηνικότητα, την πραότητα, την αλυπία, το θάρρος, την αφοβία και όλα τα όμοια, με τον χαρακτήρα (την σφραγίδα) του καθενός από αυτά επισημαίνει τον χαρακτήρα της ψυχής σε μια γαλήνια αταραξία. Αν λοιπόν χωριστεί η αρετή από την κακία ριζικά, συμβαίνει να μην μπορούν και τα δύο μαζί να βρεθούν μέσα στον ένα. Όποιος εγκατέλειψε τη σωφροσύνη, πέφτει οπωσδήποτε στον ακόλαστο βίο κι όποιος αποστράφηκε τον ακάθαρτο βίο, με την αποστροφή του κακού κατόρθωσε το αμόλυντο. Έτσι και όλα τα άλλα. Ο ταπεινόφρων, έχει χωριστεί από την υπερηφάνεια, κι όποιος εξόγκωσε τον εαυτό του με την έπαρση, έδιωξε την ταπεινοφροσύνη.

Αλλά γιατί να χρονοτριβούμε συζητώντας λεπτομέρειες, πώς γίνεται με τα αντίθετα κατά τη φύση ή απουσία του ενός θέση και ύπαρξη του άλλου; Αφού λοιπόν συμβαίνει έτσι με την προαίρεσή μας, να είναι στη διάθεσή της να συσχηματίζεται με όποιο επιθυμεί, ορθά λέει ο Λόγος σ’ εκείνην πού έγινε όμορφη ότι απομακρύνθηκες από τη σχέση σου με το κακό και ήρθες κοντά μου, πλησιάζοντας το αρχέτυπο κάλλος έγινες καλή (όμορφη) κι εσύ, αποτυπώνοντας μέσα σου σα να ήσουν καθρέφτης τη μορφή μου (το χαρακτήρα μου)· πράγματι δηλαδή μοιάζει με καθρέφτη ο άνθρωπος και μεταβάλλεται ανάλογα με το περιεχόμενο των επιθυμιών του· αν δηλαδή αποβλέψει στο χρυσό, φαίνεται χρυσός και τις λάμψεις αυτής της ύλης δείχνει στην όψη του· αν πάλι φανεί κάτι άσχημο, αποτυπώνει αυτό και αυτού την ασχήμια αντικαθιστά στη μορφή του, ένα βάτραχο δηλαδή ή ένα φρύνο ή μια σαρανταποδαρούσα ή κάποιο άλλο από τα αηδιαστικά ζωάρια, όποιο από αυτά βρεθεί μπροστά του. Επειδή λοιπόν πέταξε πίσω της την κακία η καθαρμένη ψυχή από το Λόγο, δέχτηκε μέσα της το δίσκο του ήλιου κι άστραψε μαζί με το φως που έλαμψε μέσα της, γι’ αυτό λέει ο Λόγος σ’ αυτήν ότι έχεις γίνει τώρα καλή (όμορφη) επειδή πλησίασες το φως μου αποσπώντας με την προσέγγιση την κοινωνία του κάλλους (της ομορφιάς).

«Είσαι καλή», λέει, «εσύ που κάθεσαι κοντά μου». Έπειτα, αφού στάθηκε και σα να είδε να μεγαλώνει και να επεκτείνεται η ομορφιά της, της ξαναλέει πάλι τον ίδιο λόγο «είσαι καλή». Άλλα την πρώτη φορά κάλεσε έτσι αυτήν που ήταν κοντά του, ενώ εδώ αυτή πού αναγνωρίζεται από το είδος των ματιών. Γιατί λέει, «τα μάτια σου είναι περιστέρια». Πρώτα, όταν παρομοιάστηκε με το άλογο, επαίνεσε το στόμα και το λαιμό της· τώρα που φανερώθηκε η ομορφιά της, εγκωμιάζεται η χάρη των ματιών της. Κι ο έπαινος των ματιών της είναι ότι είναι μάτια περιστέρας. Αυτό νομίζω έχει την ακόλουθη έννοια· επειδή μέσα στις καθάριες κόρες των ματιών φαίνονται τα πρόσωπα των ενατενιζόντων (γιατί οι επιστήμονες που ασχολούνται μ’ αυτά τα φυσικά φαινόμενα λένε ότι ο οφθαλμός πραγματοποιεί την όραση δεχόμενος την αντανάκλαση σ’ αυτόν των ειδώλων που απορρέουν από τα ορατά), γι’ αυτό το λόγο έπαινος της ομορφιάς των ματιών γίνεται το είδος του περιστεριού που φαίνεται μέσα στις κόρες τους. Σε όποιο δηλαδή ατενίσει κάποιος, αυτού το ομοίωμα δέχεται μέσα του.

Επειδή λοιπόν αυτός που δεν στρέφει πια το βλέμμα του στη σάρκα και στο αίμα, ατενίζει την πνευματική ζωή, όπως λέει ο Απόστολος, ζώντας σύμφωνα με το Πνεύμα, στοιχώντας με το Πνεύμα και θανατώνοντας με το Πνεύμα τις πράξεις τού σώματος, και γίνεται πέρα ως πέρα πνευματικός, ούτε ψυχικός ούτε σαρκικός, γι’ αυτό παρουσιάζεται η ψυχή που είναι απαλλαγμένη από την επίδραση των σωματικών παθών να έχει στα μάτια τη μορφή της περιστεράς, δηλαδή καθρεφτίζεται στη διορατική δύναμη της ψυχής η σφραγίδα της πνευματικής ζωής. Αφού λοιπόν τα καθαρά της μάτια δέχτηκαν τον χαρακτηρισμό της περιστέρας, γι’ αυτό αποκτά την ικανότητα (χωρεί) να θεασθεί και την ομορφιά του νυμφίου. Τώρα για πρώτη φορά ατενίζει η κόρη (παρθένος) τη μορφή του νυμφίου, όταν φάνηκε στα μάτια της η περιστερά (κανένας δεν μπορεί να πει τον Ιησού Κύριο, παρά μόνο εν Πνεύματι αγίω) και λέει· «είσαι καλός, αγαπημένε μου, είσαι ωραίος». Αφότου κανένα άλλο δε μου φαίνεται καλό, αλλ’ έχω αποστραφεί όσα πρώτα λογάριαζα με τα ωραία, δεν λάθεψε πια η κρίση μου για το καλό, ώστε να νομίσω καλό κάτι άλλο έξω από σένα· ούτε έπαινος από άνθρωπο, ούτε δόξα, ούτε λάμψη, ούτε εξουσία του κόσμου. Γιατί όλα αυτά για όσους προσέχουν στην αίσθηση τα χρωματίζει η φαντασία του καλού, δεν είναι όμως ό,τι νομίζονται. Πώς μπορεί να είναι καλό κάτι, που ούτε καν έχει δική του υπόσταση; Αυτό δηλαδή που δέχεται τιμές στον κόσμο αυτό, υπάρχει μόνο στη φαντασία αυτών που το τιμούν. Εσύ όμως είσαι καλός αληθινά, όχι μόνο καλός, αλλ’ η ίδια η ουσία του καλού, και είσαι πάντοτε καλός, είσαι πάντοτε αυτό πού είσαι· δεν ανθίζεις τη μια εποχή και την άλλη ρίχνεις τα άνθη, αλλά συμπαρατείνεις την ωραία ακμή σου μαζί με την αιωνιότητα. Αυτός που όνομά του έγινε η φιλανθρωπία. Επειδή λοιπόν ανέτειλες για χάρη μας από τον Ιούδα και είναι ο Ιουδαϊκός λαός αδελφός του λαού που ήρθε σ’ εσένα από τα έθνη, σωστά ονομάστηκες, λόγω της φανέρωσης της θεότητάς σου που έγινε μέσα στη σάρκα, αγαπημένος αδελφός αυτής που σε ποθεί.

Το πρωτότυπο κείμενο

Λόγος δʹ

Ἰδοὺ εἶ καλή, ἡ πλησίον μου,

ἰδοὺ εἶ καλή· ὀφθαλμοί σου περιστεραί.

Ἰδοὺ εἶ καλός, ἀδελφιδός μου, καί γε ὡραῖος.

πρὸς κλίνῃ ἡμῶν σύσκιος,

Δοκοὶ οἴκων ἡμῶν κέδροι,

φατνώματα ἡμῶν κυπάρισσοι.

Ἐγὼ ἄνθος τοῦ πεδίου,

κρίνον τῶν κοιλάδων.

Ὡς κρίνον ἐν μέσῳ ἀκανθῶν,

οὕτως ἀδελφή μου ἀνὰ μέσον τῶν θυγατέρων.

Ὡς μῆλον ἐν τοῖς ξύλοις τοῦ δρυμοῦ,

οὕτως ἀδελφιδός μου ἀνὰ μέσον τῶν υἱῶν·

ὑπὸ τὴν σκιὰν αὐτοῦ ἐπεθύμησα καὶ ἐκάθισα,

καὶ ὁ καρπὸς αὐτοῦ γλυκὺς ἐν τῷ λάρυγγί μου.

Εἰσαγάγετέ με εἰς οἶκον τοῦ οἴνου,

τάξατε ἐπ’ ἐμὲ ἀγάπην.

Στηρίσατέ με ἐν μύροις

στοιβάσατέ με ἐν μήλοις, ὅτι τετρωμένη ἀγάπης ἐγώ.

Εὐώνυμος αὐτοῦ ὑπὸ τὴν κεφαλήν μου

| καὶ ἡ δεξιὰ αὐτοῦ περιλήψεταί με.

Ὥρκισα ὑμᾶς, θυγατέρες Ἰερουσαλήμ,

ἐν δυνάμεσι καὶ ἐν ἰσχύσεσι τοῦ ἀγροῦ,

ἐὰν ἐγείρητε καὶ ἐξεγείρητε τὴν ἀγάπην, ἕως οὗ θελήσῃ.

Φασὶ τοὺς τὸ χρυσίον τεχνικῶς ἐκκαθαίροντας, εἰ διά τινος ῥυπαρωτέρας

ὕλης κατ’ ἐπιβουλὴν ἐμμιχθείσης ἀμαυρωθείη τῆς λαμπηδόνος τὸ κάλλος, τῇ

διὰ τοῦ πυρὸς χωνείᾳ θεραπεύειν τὴν δύσχροιαν καὶ πολλάκις τοῦτο ποιεῖν

καὶ καθ’ ἑκάστην χωνείαν ἐπισκοπεῖν, ὅσον παρὰ τὴν προτέραν ἐν τοῖς ἐφεξῆς

γέγονεν ὁ χρυσὸς εὐχροώτερος, καὶ μὴ πρότερον παύεσθαι τῷ πυρὶ τὴν ὕλην

ἀποκαθαίροντας, ἕως ἂν αὐτὸ τοῦ χρυσίου τὸ εἶδος ἑαυτῷ μαρτυρήσῃ τὸ

καθαρόν τε καὶ ἀκιβδήλευτον.

τίνος δὲ χάριν τῆς παρούσης τῶν ἀνεγνωσμένων θεωρίας ἁπτόμενοι

τούτων τὴν μνήμην ἐποιησάμεθα, δῆλον ὑμῖν ἐξ αὐτῆς ἤδη τῆς διανοίας τῶν

γεγραμμένων γενήσεται.

χρυσῖτις ἦν τὸ κατ’ ἀρχὰς ἡ ἀνθρωπίνη φύσις καὶ λάμπουσα τῇ πρὸς

τὸ ἀκήρατον ἀγαθὸν ὁμοιότητι, ἀλλὰ δύσχρους καὶ μέλαινα μετὰ τοῦτο τῇ

ἐπιμιξίᾳ τῆς κακίας ἐγένετο, καθὼς ἐν τοῖς πρώτοις τοῦ Ἄισματος τῆς νύμφης

ἠκούσαμεν ὅτι μέλαιναν αὐτὴν ἐποίησεν ἡ τῆς φυλακῆς τοῦ ἀμπελῶνος

ὀλιγωρία· ἧς θεραπεύων τὴν δυσμορφίαν | ὁ πάντα ἐν σοφίᾳ τεχνιτεύων

θεὸς οὐ καινόν τι κάλλος ἐπ’ αὐτῆς μηχανᾶται ὃ μὴ πρότερον ἦν, ἀλλ’

ἐπὶ τὴν πρώτην ἐπανάγει χάριν δι’ ἀναλύσεως τὴν τῷ κακῷ μελανθεῖσαν

μεταχωνεύων πρὸς τὸ ἀκήρατον.

ὥσπερ τοίνυν οἱ ἀκριβεῖς χρυσογνώμονες μετὰ τὴν πρώτην χωνείαν

ἐπισκοποῦσιν, ὅσον ἐπέδωκεν εἰς κάλλος ἡ ὕλη τῷ πυρὶ τὸν ῥύπον

ἐνδαπανήσασα, καὶ πάλιν δευτέρας γενομένης χωνείας, εἰ μὴ ἱκανῶς παρὰ

τὴν πρώτην ἀπεκαθάρθη, τὸ προστεθὲν κάλλος ἐπιλογίζονται καὶ πολλάκις

τὸ ἴσον ποιοῦντες ἀεὶ τὰς τοῦ κάλλους προσθήκας διὰ τῆς ἐπιστημονικῆς

δοκιμασίας ἐπιγινώσκουσιν, οὕτω καὶ νῦν ὁ θεραπευτὴς τοῦ μελανθέντος

χρυσίου καθάπερ τινὶ χώνῃ τὴν ψυχὴν λαμπρύνας διὰ τῶν προσαχθέντων

αὐτῇ φαρμάκων ἐν μὲν τοῖς φθάσασιν ἵππου τινὸς εὐμορφίαν τῷ φαινομένῳ

προσεμαρτύρησε, νῦν δὲ ὡς παρθένου λοιπὸν ἀποδέχεται τὸ ἀναφανὲν αὐτῆς

κάλλος.

φησὶ γὰρ Ἰδοὺ εἶ καλή, ἡ πλησίον μου, ἰδοὺ εἶ καλή· ὀφθαλμοί σου

περιστεραί. παιδεύει δὲ διὰ τῶν εἰρημένων ὁ λόγος ταύτην εἶναι τοῦ κάλλους

τὴν ἐπανάληψιν τῷ προσεγγίσαι πάλιν τῷ ἀληθινῷ κάλλει, οὗ ἀπεφοίτησε·

φησὶ γὰρ Ἰδοὺ εἶ καλή, ἡ πλησίον μου· | ὅπερ ἐστὶν ὅτι διὰ τοῦτο πρότερον

οὐκ ἦσθα καλή, διότι τοῦ ἀρχετύπου κάλλους ἀποξενωθεῖσα τῇ πονηρᾷ

γειτνιάσει τῆς κακίας πρὸς τὸ εἰδεχθὲς ἠλλοιώθης.

τὸ δὲ λεγόμενον τοιοῦτόν ἐστι· δεκτικὴ τῶν κατὰ γνώμην ἡ ἀνθρωπίνη

γέγονε φύσις καὶ πρὸς ὅπερ ἂν ἡ ῥοπὴ τῆς προαιρέσεως αὐτὴν ἄγῃ, κατ’

ἐκεῖνο καὶ ἀλλοιοῦται· τοῦ τε γὰρ θυμοῦ παραδεξαμένη τὸ πάθος θυμώδης

γίνεται καὶ τῆς ἐπιθυμίας ἐπικρατησάσης εἰς ἡδονὴν διαλύεται, πρὸς

δειλίαν τε καὶ φόβον καὶ τὰ καθ’ ἕκαστον πάθη τῆς ῥοπῆς γενομένης τὰς

ἑκάστου τῶν παθῶν μορφὰς ὑποδύεται, ὥσπερ δὴ καὶ ἐκ | τοῦ ἐναντίου τὸ

μακρόθυμον, τὸ καθαρόν, τὸ εἰρηνικόν, τὸ ἀόργητον, τὸ ἄλυπον, τὸ εὐθαρσές,

τὸ ἀπτόητον, πάντα ταῦτα ἐν ἑαυτῇ δεξαμένη ἑκάστου τούτων ἐπισημαίνει

τὸν χαρακτῆρα τῇ καταστάσει τῆς ψυχῆς ἐν ἀταραξίᾳ γαληνιάζουσα.

συμβαίνει τοίνυν ἀμέσως πρὸς τὴν κακίαν τῆς ἀρετῆς διεστώσης μὴ δύνασθαι

κατὰ ταὐτὸν ἀμφότερα τῷ ἑνὶ παραγίνεσθαι· ὁ γὰρ τοῦ σωφρονεῖν ἀποστὰς

ἐν τῷ ἀκολάστῳ πάντως γίνεται βίῳ καὶ ὁ τὸν ἀκάθαρτον βδελυξάμενος

βίον κατώρθωσεν ἐν τῇ ἀποστροφῇ τοῦ κακοῦ τὸ ἀμόλυντον. οὕτω καὶ τὰ

ἄλλα πάντα· ὁ ταπεινοφρονῶν τῆς ὑπερηφανίας κεχώρισται καὶ ὁ διὰ τοῦ

τύφου ἑαυτὸν ἐξογκώσας τὴν ταπεινοφροσύνην ἀπώσατο. καὶ τί χρὴ τὰ καθ’

ἕκαστον λέγοντα διατρίβειν, πῶς ἐπὶ τῶν ἀντικειμένων τῇ φύσει ἡ τοῦ ἑνὸς

ἀπουσία θέσις καὶ ὕπαρξις τοῦ ἑτέρου γίνεται;

οὕτω τοίνυν ἐχούσης ἡμῶν τῆς προαιρέσεως, ὡς κατ’ ἐξουσίαν ἔχειν ὅπερ

ἂν ἐθέλῃ τούτῳ συσχηματίζεσθαι, καλῶς φησι πρὸς τὴν ὡραϊσθεῖσαν ὁ λόγος,

ὅτι ἀποστᾶσα μὲν τῆς τοῦ κακοῦ κοινωνίας ἐμοὶ προσήγγισας, πλησιάσασα

| δὲ τῷ ἀρχετύπῳ κάλλει καὶ αὐτὴ καλὴ γέγονας οἷόν τι κάτοπτρον τῷ ἐμῷ

χαρακτῆρι ἐμμορφωθεῖσα· κατόπτρῳ γὰρ ἔοικεν ὡς ἀληθῶς τὸ ἀνθρώπινον

κατὰ τὰς τῶν προαιρέσεων ἐμφάσεις μεταμορφούμενον· εἴ τε γὰρ πρὸς

χρυσὸν ἴδοι, χρυσὸς φαίνεται καὶ τὰς ταύτης αὐγὰς τῆς ὕλης διὰ τῆς

ἐμφάσεως δείκνυσιν, εἴ τέ τι τῶν εἰδεχθῶν ἐμφανείη, καὶ τούτου τὸ αἶσχος δι’

ὁμοιώσεως ἀπομάσσεται βάτραχόν τινα ἢ φρῦνον ἢ σκολόπενδραν ἢ ἄλλο

τι τῶν ἀηδῶν θεαμάτων τῷ οἰκείῳ εἴδει ὑποκρινόμενον, ᾧπερ ἂν τούτων

εὑρεθῇ ἀντιπρόσωπον. ἐπειδὴ τοίνυν κατὰ νώτου τὴν κακίαν ποιησαμένη ἡ

κεκαθαρμένη ὑπὸ τοῦ λόγου ψυχὴ τὸν ἡλιακὸν ἐν ἑαυτῇ κύκλον ἐδέξατο καὶ

τῷ ὀφθέντι ἐν αὐτῇ φωτὶ συνεξέλαμψε, διὰ τοῦτό φησι πρὸς αὐτὴν ὁ λόγος,

ὅτι γέγονας ἤδη καλὴ πλησιάσασα τῷ ἐμῷ φωτὶ διὰ τοῦ προσεγγισμοῦ τὴν

κοινωνίαν ἐφελκυσαμένη τοῦ κάλλους. Ἰδοὺ εἶ καλή, φησίν, ἡ πλησίον μου.

εἶτα ἐπισχὼν καὶ οἷον ἐν προσθήκῃ τινὶ | καὶ ἐπιτάσει γενομένην τοῦ

κάλλους αὐτὴν θεασάμενος πάλιν τὸν αὐτὸν ἐπαναλαμβάνει λόγον εἰπὼν

Ἰδοὺ εἶ καλή. ἀλλ’ ἐν μὲν τῷ προτέρῳ τὴν πλησίον ὠνόμασεν, ἐνταῦθα δὲ

τὴν ἐκ τοῦ εἴδους τῶν ὀμμάτων γνωριζομένην· Ὀφθαλμοὶ γάρ σου, φησί,

περιστεραί· πρότερον μὲν γάρ, ὅτε τῇ ἵππῳ ἀφωμοιώθη, ἐν σιαγόνι τε καὶ

τραχήλῳ ὁ ἔπαινος ἦν, νῦν δὲ ὅτε τὸ ἴδιον αὐτῆς ἀνεφάνη κάλλος, ἡ τῶν

ὀφθαλμῶν χάρις ἐγκωμιάζεται.

ὁ δὲ τῶν ὀφθαλμῶν ἔπαινός ἐστι τὸ περιστερὰς εἶναι τὰ ὄμματα·

ὅπερ μοι δοκεῖ τοιαύτην ἐμφαίνειν διάνοιαν· ἐπειδὴ ταῖς καθαραῖς τῶν

ὀμμάτων κόραις ἐνορᾶται τῶν ἐνατενιζόντων τὰ πρόσωπα (φασὶ γὰρ οἱ τὰ

τοιαῦτα φυσιολογεῖν ἐπιστήμονες ὅτι τὰς τῶν εἰδώλων ἐμπτώσεις δεχόμενος,

αἳ τῶν ὁρατῶν ἀπορρέουσιν, οὕτως ἐνεργεῖ τὴν ὄψιν ὁ ὀφθαλμός), τούτου

χάριν ἔπαινος γίνεται τῆς τῶν ὀφθαλμῶν εὐμορφίας τὸ τῆς περιστερᾶς εἶδος

τὸ ταῖς κόραις αὐτῶν ἐμφαινόμενον. πρὸς ὃ γὰρ ἄν τις ἐνατενίσῃ, τούτου

δέχεται ἐν ἑαυτῷ τὸ ὁμοίωμα. ἐπεὶ οὖν ὁ μηκέτι πρὸς σάρκα καὶ αἷμα βλέπων

πρὸς τὸν πνευματικὸν βίον ὁρᾷ, καθώς φησιν ὁ ἀπόστολος, ζῶν πνεύματι

καὶ στοιχῶν πνεύματι καὶ τὰς πράξεις τοῦ σώματος θανατῶν τῷ πνεύματι καὶ

ὅλος δι’ ὅλου πνευματικὸς γινόμενος, οὐ | ψυχικὸς οὐδὲ σαρκικός, τούτου

χάριν μαρτυρεῖται ἡ τῆς σωματικῆς προσπαθείας ἀπηλλαγμένη ψυχὴ τὸ

τῆς περιστερᾶς εἶδος ἐν τοῖς ὄμμασιν ἔχειν, τουτέστι τὸν χαρακτῆρα τῆς

πνευματικῆς ζωῆς τῷ διορατικῷ τῆς ψυχῆς ἐναυγάζεσθαι.

ἐπεὶ οὖν γέγονεν ὁ καθαρὸς αὐτῆς ὀφθαλμὸς δεκτικὸς τοῦ τῆς περιστερᾶς

χαρακτῆρος, διὰ τοῦτο χωρεῖ καὶ τὸ τοῦ νυμφίου κάλλος θεάσασθαι· νῦν

γὰρ πρώτως ἡ παρθένος ἀτενίζει τῇ τοῦ νυμφίου μορφῇ, ὅτε ἔσχε τὴν

περιστερὰν ἐν τοῖς ὄμμασιν (Οὐδεὶς γὰρ δύναται εἰπεῖν κύριον Ἰησοῦν εἰ μὴ

ἐν πνεύματι ἁγίῳ), καί φησιν Ἰδοὺ εἶ καλός, ἀδελφιδός μου, καί γε ὡραῖος·

ἀφ’ οὗ γὰρ οὐδὲν ἄλλο μοι καλὸν εἶναι δοκεῖ, ἀλλ’ ἀπεστράφην πάντα ὅσα

τὸ πρότερον ἐν καλοῖς ἐνομίζετο, οὐκέτι μοι πεπλάνηται ἡ τοῦ καλοῦ κρίσις,

ὥστε ἄλλο τι παρὰ σὲ καλὸν οἴεσθαι· οὐκ ἔπαινός τις ἀνθρώπινος, οὐ δόξα,

οὐ περιφάνεια, οὐ κοσμικὴ δυναστεία· ταῦτα γὰρ τοῖς πρὸς τὴν αἴσθησιν

βλέπουσιν ἐπικέχρωσται μὲν τῇ τοῦ καλοῦ φαντασίᾳ, οὐ μήν ἐστιν ὅπερ

νομίζεται. πῶς γὰρ ἄν τι εἴη καλόν, ὃ μηδὲ ὅλως ἔστι καθ’ ὑπόστασιν; τὸ γὰρ

ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ τετιμημένον ἐν μόνῃ τῇ οἰήσει τῶν νομιζόντων εἶναι τὸ

εἶναι ἔχει. σὺ δὲ ἀληθῶς εἶ καλός, | οὐ καλὸς μόνον ἀλλ’ αὐτὴ τοῦ καλοῦ ἡ

οὐσία, ἀεὶ τοιοῦτος ὑπάρχων, πάντοτε ὢν ὅπερ εἶ, οὔτε κατὰ καιρὸν ἀνθῶν

οὔτε ἐπὶ καιροῦ πάλιν ἀποβάλλων τὸ ἄνθος, ἀλλὰ τῇ ἀϊδιότητι τῆς ζωῆς

συμπαρατείνων τὴν ὥραν· ᾧ ὄνομα ἡ φιλανθρωπία ἐγένετο. ὅτι ἄρα ἐξ Ἰούδα

ἀνέτειλας ἡμῖν, ἀδελφὸς δὲ ὁ Ἰουδαίων λαὸς τοῦ ἐξ ἐθνῶν σοι προσιόντος,

καλῶς διὰ τὴν ἐν σαρκὶ γεγενημένην τῆς θεότητός σου φανέρωσιν ἀδελφιδὸς

τῆς ποθούσης κατωνομάσθης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: