Τετάρτη 23 Μαρτίου 2022

PAUL FRIEDLȀNDER, ΠΛΑΤΩΝ (130)

Συνέχεια από Τρίτη, 15 Φεβρουαρίου  2022

                                       PAUL FRIEDLȀNDER

                                                  ΠΛΑΤΩΝ

                                            ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

                                   ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –

                              ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

                         ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΤΟ ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ

                         ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ : Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ

                                             24. ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ

       Όταν έγραφε τον Θεαίτητο, o Πλάτων έβλεπε τον εαυτό του ανάμεσα στα δύο «μέτωπα», του Παρμενίδη και του Ηράκλειτου. Αντιτιθέμενος στους εκπροσώπους ενός «γίγνεσθαι», που τα «αρπάζει» όλα εντός του, έχοντας όμως ταυτόχρονα στον νου του και την εξήγηση για το ένα και ακίνητο Είναι, καθώς και τη δραματική εκείνη στιγμή, όπου ο Σωκράτης «συναντά σε εντελώς νεαρή ηλικία τον πολύ ηλικιωμένο πια Παρμενίδη». Σ’ αυτά τα λόγια του Θεαίτητου (183 Ε) υπάρχει βέβαια μια σαφής αναφορά στον διάλογο Παρμενίδης, χωρίς ωστόσο να γνωρίζουμε, αν ο Πλάτων σχεδίαζε απλώς τότε να γράψη αυτό το έργο, αν το είχε ήδη γράψει, ή αν εργαζόταν ταυτόχρονα πάνω σ’ αυτό. Είναι πάντως αλήθεια, ότι η θεωρία του για τις αιώνιες μορφές χρειαζόταν να «επαληθευτή» απέναντι στη ριζική ακινησία τού παρμενίδειου αξιώματος, αποκτώντας μια καινούργια σαφήνεια μέσα από μια τέτοιαν  «αντιπαράθεση».

     Αφηγείται λοιπόν κάποιος ονομαζόμενος Κέφαλος, άγνωστο σε ποιον και πού, όχι πάντως στην Αθήνα και πολύ δύσκολα στην πατρίδα του, τις Κλαζομενές, το πώς έφθασε από εκεί στην Αθήνα μαζί με μερικούς συμπολίτες του, άνδρες «φιλοσοφικούς» (ή πεινασμένους για γνώση), φέρνοντας από εκεί τον διάλογο, που διεξήγαγε πριν από πολύν καιρό – πριν από 50 περίπου χρόνια – ο Σωκράτης με τον Παρμενίδη και τον Ζήνωνα. Η καταγωγή τού Κέφαλου δεν μπορεί να είναι καθόλου, ασφαλώς, τυχαία, εφ’ όσον πρόκειται για έναν εξαιρετικά διακεκριμένο τόπο. Ο δε Πρόκλος εξηγεί αργότερα ως εξής την πραγματική πρόθεση του Πλάτωνα: οι Ίωνες φιλόσοφοι, που ασχολούνται με τη «φύση τών πραγμάτων», συναντώνται στην Αθήνα με τους «Ιταλούς» φιλοσόφους, τους εκπροσώπους τών αντιτιθεμένων σ’ έναν φαινομενικό κόσμο, και ο πλατωνικός Σωκράτης «αναλαμβάνει» να συνενώση τα δυό «άκρα». Αβίαστα σκεφτόμαστε, ακούγοντας το όνομα της πόλης τών Κλαζομενών, τον «μέγιστο» των κατοίκων της, τον Αναξαγόρα, που ζητούσε πρώτος να «εξασφαλίση» τη θέση τού «πνεύματος» απέναντι στον κόσμο των πραγμάτων, θέτοντας έτσι έναν οδοδείκτη για την κατεύθυνση και τον σκοπό και του δικού μας εδώ διαλόγου. Αποτελεί άλλωστε πραγματικότητα, ότι ο Κέφαλος επαινείται και ο ίδιος καθ’ υπερβολήν απ’ την Αθήνα γι’ αυτό που η πατρίδα του έχει δωρίσει, ανάμεσα σε άλλες πόλεις, και στην πόλη τών Αθηνών, όπου ο Πλάτων «αναδέχεται» με θαυμασμό το «πνεύμα» τού Αναξαγόρα, για να οδηγήση κατόπιν πολύ πιο πέρα κι απ’ τον πρώτο διδάξαντα αυτή τη «γνώση» (Φαίδων 97 C κ.ε.). Όποιος βέβαια πιστεύει, ότι ο Πλάτων παρουσιάζει εδώ «φιλοσοφικούς» ανθρώπους απ’ τις Κλαζομενές χωρίς να σκέφτεται καθόλου τον (μεγάλο) Κλαζομένειο φιλόσοφο, θα «αποκρούση» ως κενή επινόηση αυτά που λέμε. Μια τέτοια όμως «μανία» αμφιβολίας είναι αντίθετη προς τη συνεχώς επιβεβαιούμενη πεποίθηση, ότι ο Πλάτων «δεν κάνει τίποτα», όπως και η φύση, «εις μάτην» (ουδέν μάτην ποιεί).

    Ο τρόπος, με τον οποίον έχει μεταδοθή ο διάλογος στον Κέφαλο που τώρα τον αφηγείται, ακολουθείται εδώ λεπτομερώς, και ο Πλάτων «υπομένει» πρόθυμα τη σχολαστικότητα κάποιων ενδιάμεσων παρατηρήσεων, όπως π.χ. το ότι «είπε ο Αντίφων, ότι έχει πη ο Πυθόδορος». (Θα μπορούσαμε μάλιστα να θεωρήσουμε, πως τις χρησιμοποιεί εδώ  συνειδητά, σε μιαν ειρωνική αντιπαράθεση προς την τεχνική που ακολουθήθηκε και τονίστηκε στον Θεαίτητο). Ο Κέφαλος αφηγείται, και οι γνωστοί σε κάθε αναγνώστη τής Πολιτείας Αδείμαντος και  Γλαύκων τον οδηγούν απλώς στον ετεροθαλή αδελφό τους (καθώς και του Πλάτωνα) Αντίφωνα. Ο οποίος, ενδιαφερόμενος σχεδόν αποκλειστικά για τα αγωνιστικά του άλογα, μεσολαβεί «μηχανικά» τρόπον τινά στον διάλογο που θα παρακολουθήσουμε. (Τη θέση του θα την έπαιρνε «άνετα» ένας φωνογραφικός σήμερα δίσκος.)  Κάποιος ονομαζόμενος «Πυθόδορος, από τον κύκλο τού Ζήνωνα», ήταν κι αυτός παρών σε κείνον τον διάλογο. Ο Σωκράτης αφηγείται μάλιστα στον διάλογο Αλκιβιάδης (179 Α), ότι αυτός ο Πυθόδορος, γυιός τού Ισόλοχου, είχε παρακολουθήσει με αντίτιμο 100 μεταλλικά νομίσματα έναν κύκλο μαθημάτων τού Ζήνωνα μαζί με τον Καλλία, τον γυιό τού Καλλιάδη. Οι οποίοι και έγιναν  εξέχοντες κατόπιν, και οι δυό, αξιωματούχοι υπό τον Περικλή· ο δε Καλλίας διοικούσε το 432 π.Χ. τον αθηναϊκό στρατό μπροστά στην Ποτίδαια, ώστε ο Σωκράτης και ο Αλκιβιάδης να βρεθούν υπό τη στρατιωτική του τότε διοίκηση. Όλα αυτά ήταν «παρόντα» στον Πλάτωνα, όταν έγραφε τον Αλκιβιάδη, και ήταν σίγουρα «παρόντα» ακόμα κι όταν έγραφε τον Παρμενίδη, όπως ήταν άλλωστε «παρόντα» και για πολλούς απ’ τους Αθηναίους «αναγνώστες» του. Ο Κέφαλος όμως απ’ τις Κλαζομενές γνωρίζει ελάχιστα απ’ όλα τούτα, έχοντας ακούσει και διάφορα κακοήθη επιπλέον κουτσομπολιά (127 Β 5). Μόνον ο Πυθόδορος παρίστατο  λοιπόν σε κείνον τον διάλογο, ενώ ο Παρμενίδης, ο Ζήνων και ο Σωκράτης ήταν οι (βασικοί) συζητητές.  Η δε «άνοδος» του διαλόγου απ’ την πολλαπλότητα (των Κλαζομενίων) στη δυάδα (Αδείμαντος και Γλαύκων) και από εκεί στην ενότητα (Σωκράτης) αποτελεί ένα «φιλοτέχνημα» ασφαλώς τού Πρόκλου. Χωρίς να παραγνωρίζουμε βέβαια και την παρουσία μιας κλίμακας ως προς την προσέγγιση των «απόψεων». Όπως στο Συμπόσιο, γίνεται κι εδώ κατ’ αρχάς αντιληπτή η πρόθεση, να γίνη σαφής η χρονική απόσταση που χωρίζει εκείνον τον διάλογο από το παρόν. Κι αυτό, επειδή ο Πλάτων είχε τη δυνατότητα να δείξη παραστατικά το πώς αναμετράται η φιλοσοφία τού Είδους με τη διδασκαλία τού Ενός, υπερβαίνοντας έτσι, με μια καινούργια σαφήνεια, τον ίδιο της τον εαυτό, μόνον «επιτρέποντας» στον Σωκράτη του να συναντήση ως νεαρός τούς Ελεάτες, και να χρησιμοποιήση έτσι για την ωρίμανση των «δικών» του προβλημάτων τον υπόλοιπο χρόνο τής ζωής του. Εφ’ όσον είχαν ήδη «αναδυθή», πριν από τόσον καιρό, εκείνες οι απορίες, έπρεπε να υπάρξη και αρκετός χρόνος, για να τις σκεφθή κανείς περαιτέρω.

     Υπάρχουν κι άλλα ωστόσο εδώ «ζητήματα». Τί «δουλειά» είχε π.χ. ο νεαρός Αριστοτέλης σε κείνον τον «κύκλο»; Όπου και θα περιοριστή  στο να συνοδεύη βέβαια με διάφορες παραλλαγές τού «Ναι» και του «Όχι» τον λόγο τού Παρμενίδη. Διάλεξε άραγες ο Πλάτων το όνομα του Αριστοτέλη, απλώς και μόνον επειδή ο νεαρός Σταγειρίτης βρισκόταν ήδη στην Ακαδημία του όταν εκείνος έγραφε τον συγκεκριμένο διάλογο; Τα λόγια, με τα οποία τον «εισάγει» ωστόσο στη συζήτηση, δείχνουν προς μια διαφορετική κατεύθυνση: «κατέστη αργότερα ένας από τούς Τριάκοντα» (127 D 2). Που σημαίνει ότι ανήκε στην ολιγαρχικήν εκείνην ομάδα τών «τριάκοντα τυράννων», που θέλησαν να καταστήσουν συνένοχο στις βιαιότητές τους τον Σωκράτη, όπως το θυμόμαστε όλοι από την Απολογία (32 D), και θα τον είχαν «ίσως» δολοφονήσει – αν τους είχε απομείνει αρκετός χρόνος- , καθώς εκείνος αρνείτο κάθε συμμετοχή. Ο διάλογος είναι προφανώς όσο το δυνατόν πιο αφηρημένος, χρειάζεται ωστόσο να εμφανισθή, για μιαν έστω  στιγμή, και η μοίρα τού Σωκράτη μπροστά στους αναγνώστες.  Η Ιδέα και η ύπαρξη, η αλήθεια του Είναι και η πραγματικότητα της ζωής, το Είναι και ο χρόνος, όλα παρουσιάζονται με μιαν δύσκολα ίσως εδώ αντιληπτή, αναμφισβήτητη ωστόσο «ένταση» αναμεταξύ τους. Κάτι που θα καταστή σύντομα εξάλλου σαφέστερο.

      Ο Ζήνων έχει σχεδόν τελειώσει την ανάγνωση του βιβλίου του προς τον Σωκράτη και τους άλλους ακροατές, όταν εισέρχεται, μαζί με κάποιους που τον συνοδεύουν, ο Παρμενίδης. Και μετά το τέλος τής ανάγνωσης, ξεκινά αμέσως σχεδόν η συζήτηση, που καθοδηγεί ο Σωκράτης. Ο οποίος και δίνει ένα νόημα στο άναρχο κουτσομπολιό, που επικρατούσε μέχρι τότε στην προσωπική σχέση ανάμεσα στους δυό Ελεάτες σύμφωνα με τον αφηγητή (128 Α), προσφέροντάς μας εν τοις πράγμασι τον γνήσιο σύνδεσμο που υπάρχει ανάμεσα στους δυό. Το ότι ο Σωκράτης αναγνωρίζει σωστά, «σαν ένα κυνηγόσκυλο», την απαγωγική συμπλήρωση της φράσης τού Παρμενίδη στις αποδείξεις τού Ζήνωνα, αυτό το τονίζει, συμφωνώντας με όσα λέει ο Σωκράτης, και ο ίδιος ο Ζήνων, μια συμφωνία που την καθιστούν ακόμα μάλιστα  εμφανέστερη οι «ελαφρές» διορθώσεις τού τελευταίου στα λόγια του Σωκράτη. Το βιβλίο το έγραψε σε νεαρή ηλικία από φιλονικία, και όχι στην ωριμότητα από φιλοτιμία, λέει ο Ζήνων· για να του κλαπή μετά – όπως τον «αφήνει» να επινοήση περαιτέρω ο Πλάτων – το βιβλίο. (Σαν να μην υπήρχαν παρά εκείνες οι δυό «αφορμές», σαν να μην «εξυψωνόταν» πάνω κι απ’ τις δυό η συγγραφική τέχνη τού Πλάτωνα, κι ακόμα πιο «πάνω», με μοναδικό τρόπο, ο προφορικός και μόνο λόγος τού Σωκράτη, που κανείς δεν μπορεί να του κλέψη αυτά που συζητά!) «Φιλονικία»: έτσι τοποθετεί ο Ζήνων το σύγγραμμά του Περί φύσεως ή περί τού όντος δίπλα στο σύγγραμμα του Γοργία Περί φύσεως ή περί τού μη-όντος. Ο κίνδυνος να διαβαστή ο Ζήνων υπό το «πρίσμα» τού Γοργία υπήρχε βέβαια πάντα, καθώς τούς παραθέτει  πολύ κοντά άλλωστε τον έναν στον άλλον ο Ισοκράτης (Χ 2), «ο μεγάλος ιερέας τής γενικής μόρφωσης», κατά τον Wilamowitz. Ο πλατωνικός ωστόσο Σωκράτης φανερώνει αντίθετα, ότι η διαλεκτική τού Ζήνωνα παραμένει μη-σοφιστική μόνον εφ’ όσον αναπτύσσεται σύμφωνα με την έννοια του έργου τού Παρμενίδη. Μια «συνένωση» που παραμένει  και στο δεύτερο βασικό μέρος τού διαλόγου σημαντική. Η όλη «διαπραγμάτευση» γίνεται κι εκεί, κατ’ αρχάς για την ενότητα σύμφωνα με τον Παρμενίδη, και κατόπιν για την πολλαπλότητα σύμφωνα με τον Ζήνωνα, μόνο που οι δυό θέσεις αναπτύσσονται «αντινομικά» μεταξύ τους, εμφανιζόμενες έτσι να αυτο-αναιρούνται. Το ότι υφίστανται διαλεκτικά σ’ αυτή την «αντινομία» το Είδος αλλά και η πολλαπλότητα των πραγμάτων που συναρτώνται προς το Είδος, αυτό είναι κάτι που θα  μπορέση να φανή κατ’ αρχάς αργότερα. Επισημαίνοντας όμως ήδη από τώρα, το πώς θα μας οδηγήση,  συνενώνοντας εξαρχής την παρμενίδεια και τη ζηνώνεια άποψη, στο να κατανοήσουμε αργότερα ως ένα ενιαίο διαλεκτικό οικοδόμημα τα 4 αντινομικά ζεύγη ο Σωκράτης. Δεν θα είχε «αφήσει» ποτέ πράγματι σιωπηλό τον Σωκράτη του να «ακροάται» (απλώς) αυτήν την πολυφωνική διαλεκτική ο Πλάτων, αν αυτή δεν επρόκειτο να λάβη το πραγματικό της νόημα μέσα απ’ τη «δύναμη» που αποκαλείται «Σωκράτης». (Κάτι που θα φανερωθή λίγο  αργότερα εξάλλου.)

     Είναι ο Σωκράτης λοιπόν που αντιλαμβάνεται ή και «παράγει» την ενότητα ανάμεσα στον Παρμενίδη και τον Ζήνωνα. Μόλις όμως συμβαίνει αυτό, «διαταράσσει» με τη δική του άποψη των πραγμάτων την ανυπόθετη συμφωνία ανάμεσα στη θέση τού Ενός και την άρνηση των Πολλών. Η πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκη απ’ ό,τι θα μπορούσε να «συλληφθή» με τέτοιες απλές διατυπώσεις. Ο Παρμενίδης συνέλαβε πράγματι κάτι το ουσιαστικό με τη θεωρία του για το Ένα Είναι. Το απλοποιεί όμως πάρα πολύ γρήγορα. Και ο Ζήνων έχει απόλυτο δίκαιο αποδεικνύοντας, ότι η Πολλαπλότητα περιέχει όλες ταυτόχρονα τις αντιθέσεις εντός της. Πλανάται όμως, όταν νομίζη ότι απέδειξε έτσι και την «αυτοαναίρεση» της Πολλαπλότητας. «Πάνω» απ’ τον Παρμενίδη και τον Ζήνωνα «ανυψούται» η πλατωνική, μέσω τού Σωκράτη, θεώρηση του κόσμου: απ’ τη μια οι «καθεαυτές μορφές», κι απ’ την άλλη το «Άλλο», τα «Πολλά», που «μετέχουν» στις πρώτες. Ο Σωκράτης δείχνει με ολοένα καινούργιες «τροπές» τού λόγου, ότι η (συν)ένωση των αντιθέτων είναι παντελώς μεν δυνατή στην περιοχή τής Πολλαπλότητας, η ίδια δε η Ανομοιότητα δεν μπορεί να είναι και Ομοιότητα, όπως και το καθεαυτό Ένα δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα Πολλά.

      ( συνεχίζεται )

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Τί συμβαίνει λοιπόν μ' αυτούς τούς "αρχαίους" 'Ελληνες; Πόσο ζωντανός είναι ο νους τους...

amethystos είπε...

Μετά τήν ναυμαχία τής Σαλαμίνος οι Πέρσες εγκαταστάθηκαν γύρω από τόν Μαραθώνα γιά νά ανασυγκροτηθούν. Αρχισαν νά ρημάζουν όμως τήν γύρω περιοχή γιά νά τραφούν. Τότε ο Θεμιστοκλής στέλνει κρυφά στό στρατόπεδό τους έναν έμπιστό του ο οποίος λέει στόν Ξέρξη. Οι Ελληνες ετοιμάζονται νά κλείσουν τά στενά τού Βοσπόρου γιά νά σέ εμποδίσουν νά περάσεις απέναντι. Τρέξε όσο μπορείς ποιό γρήγορα μεγάλε Βασιληά νά προφτάσεις. Καί οι πέρσες έφυγαν κά γλίτωσαν οι Ελληνες τά ζωντανά τους.