Παρασκευή 25 Μαρτίου 2022

Αγ. Γρηγόριος Νύσσης - Ερμηνεία του Άσματος Ασμάτων (Λόγος Α')


    ΛΟΓΟΣ A'

    (Άσμα Ασμάτων 1,1-4)

    Η ΝΥΦΗ:

«Ας με φιλήσει με φιλήματα από το στόμα του·

είναι τα στήθη σου (οι αγαθοί μαστοί σου) καλύτερα από το κρασί

και η οσμή των μύρων σου πάνω απ’ όλα τ’ αρώματα,

μύρο που χύθηκε είναι τ’ όνομά σου.

Γι’ αυτό σ’ αγάπησαν οι κοπέλες, σε τράβηξαν κοντά τους,

θα τρέξουμε πίσω από το άρωμα του μύρου σου.

Ο βασιλιάς μ’ έμπασε στο κοιτώνα του.

ΟΙ ΚΟΠΕΛΕΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΝΥΦΗ:

Ας χαρούμε κι ας ευφρανθούμε μαζί σου, ας αγαπήσουμε τα στήθη σου (τους μαστούς σου) περισσότερο από το κρασί· η ευθύτητα σ’αγάπησε».

Όσοι κατά τη συμβουλή του Παύλου ξεντυθήκατε τον παλαιό άνθρωπο σαν ένα ρυπαρό ρούχο μαζί με τις πράξεις και τις επιθυμίες του και ντυθήκατε με την καθαρότητα της ζωής σας τα φωτεινά ιμάτια του Κυρίου, όπως μας τα φανέρωσε πάνω στο όρος της Μεταμόρφωσης, ή καλύτερα εσείς οι ενδυσάμενοι τον ίδιο τον Κύριό μας Ιησού Χριστό μαζί με την άγια στολή του και συμμεταμορφωθέντες προς το απαθές και το θειότερον, εσείς ακούστε τα μυστήρια του Άσματος των Ασμάτων· εσείς να μπείτε στον αθάνατο νυμφώνα (νυφικό θάλαμο) λευκοντυμένοι με καθαρούς κι αμόλυντους λογισμούς. Ας μη γίνει κανένας δεσμώτης των δικών του σκέψεων φέρνοντας μαζί του εμπαθή και σαρκικό λογισμό και μη έχοντας κατάλληλο για το θείο γάμο το ένδυμα της συνειδήσεως, ας μην κατεβάσει τους αθάνατους λόγους του νυμφίου (γαμπρού) και της νύφης σε κτηνώδη πάθη αλόγων ζώων και δεμένος μέσω αυτών με τις αισχρές φαντασίες, εκδιωχτεί από ανάμεσα από τους χαρούμενους διασκεδαστές του γάμου, ανταλλάσσοντας με το χτύπημα των δοντιών του και το δάκρυ τη γαμήλια χαρά.

Αυτά επικαλούμαι, προκειμένου ν’ ασχοληθώ με τη μυστική θεωρία του Άσματος των Ασμάτων. Με όσα γράφονται εδώ η ψυχή στολίζεται κατά κάποιο τρόπο σαν νύφη για την ασώματη και πνευματική κι αμόλυντη συζυγία με το Θεό. «Αυτός δηλαδή που θέλει να σωθούν όλοι οι άνθρωποι και να έλθουν σε επίγνωση αλήθειας» μας υποδεικνύει εδώ τον τελειότατο και μακάριο τρόπο της σωτηρίας, εννοώ την αγάπη. Σε μερικούς βέβαια συμβαίνει κάποτε η σωτηρία και μέσω του φόβου, όταν απομακρυνόμαστε από το κακό αποβλέποντας στις απειλές της τιμωρίας μας στην κόλαση. Είναι ακόμα και μερικοί που κατορθώνουν την αρετή με την ελπίδα του μισθού που περιμένει όσους έζησαν μ’ ευσέβεια, όχι με την αγάπη του αγαθού, αλλά την επιτυγχάνουν με την προσδοκία της αμοιβής. Εκείνος όμως που έχει στρέψει την ψυχή του στο τέλειο, απωθεί βέβαια το φόβο (γιατί το συναίσθημα αυτό είναι δουλικό, το να μην παραμένεις δηλαδή στον Κύριο σου από αγάπη, αλλά να μη δραπετεύεις από φόβο της μαστίγωσης), περιφρονεί όμως και τους ίδιους τους μισθούς, για να μη θεωρείται ότι προτιμά περισσότερο την αμοιβή από εκείνον που τη δίνει. Κι αγαπά με όλη την καρδιά του και την ψυχή και τη δύναμή του όχι κάτι άλλο από όσα αυτός ενεργεί, αλλά Εκείνον τον ίδιο που είναι η πηγή των αγαθών. Αυτή τη διάθεση νομοθετεί για τις ψυχές των ακουόντων αυτός που μας καλεί στη μετουσία του. Και το νομοθέτημα αυτό το επιβεβαιώνει ο Σολομών, που η σοφία του, κατά τη θεία μαρτυρία, δεν έχει μέτρο και δεν συγκρίνεται ούτε παραβάλλεται με εκείνων που έζησαν στο παρελθόν και με εκείνων που θα ζήσουν στο μέλλον, και που τίποτε δεν του διαφεύγει.

Νομίζεις άραγε πως εννοώ αυτόν τον Σολομώντα, το γιο της Βηρσαβεέ, εκείνον που θυσίασε στο βουνό τα χίλια βόδια, εκείνον που χρησιμοποίησε για ν’ αμαρτήσει τα είδωλα από τη Σιδώνα; Μ’ αυτόν όμως σημαίνεται ένας άλλος Σολομών, που κι αυτός γεννήθηκε κατά τη σάρκα από τη γενιά του Δαβίδ, που το όνομά του είναι ειρήνη, ο αληθινός βασιλιάς του Ισραήλ, αυτός που οικοδόμησε το ναό του Θεού, αυτός που έχει περιλάβει τη γνώση των πάντων, που η σοφία του είναι απεριόριστη ή καλύτερα που το είναι του είναι σοφία και αλήθεια και κάθε υψηλό όνομα και νόημα που αρμόζει στο Θεό. Αυτός χρησιμοποιώντας ως όργανο τον Σολομώντα μας μιλάει με τους λόγους αυτού πρώτα στις Παροιμίες, έπειτα στον Εκκλησιαστή, έπειτα από αυτά στο φιλοσοφικό λόγο του Άσματος των Ασμάτων που έχουμε μπροστά μας, υποδεικνύοντας με το λόγο του μεθοδικά και με τάξη την άνοδο προς το τέλειο.

Όπως δηλαδή στη κατά σάρκα ζωή κάθε στάδιο της ηλικίας δεν περιλαμβάνει όλες τις φυσικές ενέργειες ούτε στις διάφορες ηλικίες προχωρεί η ζωή μας ανάμεσα από όμοιες καταστάσεις (ούτε το νήπιο δηλαδή ασκεί τα έργα των ώριμων, ούτε τον τέλειο τον παίρνει η παραμάνα στην αγκαλιά της, αλλά για κάθε στάδιο της ηλικίας άλλο είναι το κατάλληλο και το αρμόδιο), έτσι μπορούμε να παρατηρήσουμε και στην ψυχή κάποια αναλογία με τις σωματικές ηλικίες, με τις οποίες ανακαλύπτεται κάποια τάξη και συνέχεια που χειραγωγεί τον άνθρωπο στο βίο της αρετής. Γι’ αυτό και διαφορετικά διδάσκουν οι Παροιμίες και αλλιώς μιλά ο Εκκλησιαστής. Και η φιλοσοφία του Άσματος των Ασμάτων με τα υψηλότερα δόγματά του βρίσκεται σε ανώτερο επίπεδο κι από τα δύο. 

Η διδασκαλία των Παροιμιών απευθύνεται σ’ αυτόν που είναι ακόμα νήπιο και προσαρμόζει τη νουθεσία ανάλογα με την ηλικία. «Άκουγε», λέει, «γιέ μου, τί ορίζει ο πατέρας σου και μην περιφρονήσεις τις συμβουλές της μητέρας σου». Από αυτά τα λόγια καταλαβαίνεις ότι η ηλικία είναι τρυφερή και εύπλαστη. Βλέπεις ακόμα το παιδί να έχει ανάγκη από τις συμβουλές της μητέρας του και τις διδαχές του πατέρα του (την πατρική νουθεσία) και για να προσέχει προθυμότερα το νήπιο στους γονείς του, του υπόσχεται ότι θ’ αποκτήσει τα παιδικά του στολίδια από τη μελέτη των μαθημάτων. Γιατί στολίδι για το παιδί είναι το χρυσό περιδέραιο που αστράφτει γύρω στο λαιμό και το στεφάνι που πλέκουν από κάποια πανέμορφα λουλούδια. Κι αυτά πρέπει να τ’ αντιλαμβανόμαστε οπωσδήποτε όπως θα μας δείξει προς το καλύτερο το νόημα του αινίγματος.

Κι έτσι αρχίζει να υπογραμμίζει για χάρη του τη σοφία με πολλούς και διάφορους τρόπους, εξηγώντας την ωραιότητα του άφραστου κάλλους, ώστε όχι από κάποιο φόβο και εξαναγκασμό, αλλά να ξεσηκωθεί από επιθυμία και πόθο για τη μετουσία (μέθεξη) των αγαθών. Η υπογράμμιση της ομορφιάς (του κάλλους) επισύρει κάπως την επιθυμία των νέων σ’ αυτό που τους δείχνουμε, αναρριπίζοντας τον πόθο τους για τη κοινωνία (μέθεξη) της ωραιότητας. Για να ενισχυθεί λοιπόν περισσότερο το επιθυμητικό του μεταφερμένο από την δέσμευσή του με την ύλη στην άυλη σχέση, τονίζει με τα εγκώμια την ομορφιά (το κάλλος) της σοφίας. Και δεν προβάλλει με λόγους μόνο το κάλλος της ωραιότητας, αλλ’ απαριθμεί και τον πλούτο της, που θα τον κάνει δικό του οποίος κατοικήσει μαζί της. Ο πλούτος υπολογίζεται ανάμεσα στα κοσμήματά της. Το κόσμημα του δεξιού χεριού της είναι το σύνολο των αιώνων, αφού έτσι είπε η Γραφή, ότι «το μάκρος του βίου της και τα χρόνια της ζωής της είναι στο δεξί της χέρι», ενώ στο άλλο της χέρι φοράει τον πολύτιμο πλούτο των αρετών που αστράφτει από τη λάμψη της δόξας. Γιατί λέει ότι «στο αριστερό της χέρι έχει πλούτο και δόξα».

Έπειτα λέει ότι κι από το στόμα της αποπνέει την ευωδιά του καλού αρώματος της δικαιοσύνης, λέγοντας «από το στόμα της πηγάζει η δικαιοσύνη», ενώ τα χείλια της λέει ότι από το φυσικό κόκκινο χρώμα ανθεί σ’ αυτά ο νόμος και η ευσπλαχνία (το έλεος). Και για να βρεθεί στη νύφη αυτή ότι η ομορφιά (το κάλλος) συνερανίζεται από όλα, εγκωμιάζεται και το βάδισμά της· γιατί λέγει «βαδίζει στους δρόμους της δικαιοσύνης»· Ούτε το ανάστημα της δεν υστερεί στον έπαινο της ομορφιάς που φτάνει στο μεγάλωμα ένα πολύκλωνο φυτό. Και το φυτό αυτό με το οποίο παρομοιάζεται το ανάστημα της, «είναι», λέει, «το ίδιο το δέντρο της ζωής», που γίνεται τροφή σε όσους το πιάνουν και γίνεται στύλος ασφαλής κι ακλόνητος για όσους στηρίζονται πάνω του. Και με τα δύο εννοώ τον Κύριο, γιατί αυτός είναι η ζωή και το στήριγμα. Η διατύπωση είναι η εξής· «είναι δέντρο ζωής για όλους όσοι την αγκαλιάζουν και στηρίζονται σ’ αυτήν· είναι ακλόνητη γιατί στηρίζεται στον Κύριο». Μαζί με τα άλλα εγκώμια συγκαταλέγεται και η δύναμη, ώστε να ολοκληρωθεί ο έπαινος της ομορφιάς της σοφίας με όλα τα αγαθά. Γιατί, λέει, «ο Θεός θεμελίωσε τη γη με σοφία κι ετοίμασε τους ουρανούς με φρόνηση» και αυτά που θεωρούμε μέσα στην κτίση τ’ ανάγει στη δύναμη της σοφίας αποδίδοντάς της διάφορα ονόματα. Γιατί την ίδια την ονομάζει σοφία και φρόνηση, αίσθηση και γνώση και σύνεση και τα όμοια.

Έπειτα αρχίζει να στολίζει σα γαμπρό το νέο, προστάζοντάς τον να ατενίζει τώρα σ’ αυτή τη συνοίκηση μέσα στο θείο θάλαμο. Γιατί λέει, «μην την εγκαταλείψεις και θα σε στηρίζει να μη πέσεις· αγάπησέ την και θα σε φυλάξει· περιτείχισέ την και θα σε υψώσει· τίμησέ την για να σε αγκαλιάσει, για να βάλει στο κεφάλι σου στεφάνι από χάρες και με το στέφανο θα σε προστατέψει από τις ηδονές». Και καταστολίζοντάς τον τώρα με αυτά τα γαμήλια στέφανα σα να είναι γαμπρός τον διατάζει να είσαι αχώριστος από αυτήν λέγοντας· «όταν βαδίζεις, έχε την κοντά σου κι ας είναι μαζί σου όταν κοιμάσαι, ας σε φυλάει, ώστε μόλις ξυπνήσεις να μιλήσει μαζί σου». Με αυτά και τα παρόμοια αφού ανάψει το επιθυμητικό εκείνου που είναι ακόμα νέος κατά τον εσωτερικό άνθρωπο, κι αφού παρουσιάσει αυτήν την ίδια να λέει με δικά της λόγια, τί κάνει για να τραβήξει όσο γίνεται την αγαπητική διάθεση μαζί της όσων την ακούν λέγοντας ανάμεσα στα άλλα κι αυτό, «αγαπώ αυτούς που με αγαπούν» (γιατί η ελπίδα ν’ ανταποκριθεί στην αγάπη της ξεσηκώνει σφοδρότερη την επιθυμία του εραστή). Μαζί μ’ αυτά, αφού προσθέσει και τις άλλες συμβουλές με εκφραστικά κι ευσύνοπτα αποφθέγματα και τον φέρει σε τελειότερη διαγωγή, έπειτα, αφού μακαρίσει την αγαθή αυτή ένωση, προς το τέλος των Παροιμιών αφού παρέθεσε τα εγκώμια της εξαίρετης εκείνης γυναίκας, τότε προσθέτει τη διδασκαλία του Εκκλησιαστή για χάρη εκείνου που με την παιδαγωγία του μέσω των Παροιμιών προχώρησε ικανοποιητικά στην επιθυμία των αρετών.

Κι αφού κατηγορήσει στο βιβλίο αυτό τη σχέση των ανθρώπων με τα φαινόμενα κι αφού πει πως είναι μάταιο κάθε άστατο και παροδικό λέγοντας ότι «είναι μάταιο ό,τι έρχεται», τοποθετεί πάνω από όσα αντιλαμβανόμαστε με την αίσθηση την επιθυμητική κίνηση της ψυχής μας προς το αόρατο κάλλος, τότε, αφού καθάρισε έτσι την καρδιά από τη σχέση της με τα φαινόμενα, μυσταγωγεί πια τη διάνοια μέσα στα θεία άδυτα του Άσματος των Ασμάτων, με τα οποία εκείνο που περιγράφεται είναι μια σύνθεση επιθαλάμια, ενώ εκείνο που νοείται είναι η ανάκραση της ανθρώπινης ψυχής προς το θείο. Γι’ αυτό εδώ ο υιός των Παροιμιών ονομάζεται νύφη και η σοφία μεταφέρεται στη θέση ταυ νυμφίου, για να μνηστευθεί ο άνθρωπος με τον Θεό, αφού από γαμπρός γίνει παρθένος κόρη και, προσκολλημένος στον Κύριο, αποτελέσει ένα πνεύμα με την ανάκρασή του με το ακήρατο και απαθές, έχοντας γίνει νόημα καθαρό από βαριά σάρκα που ήταν.

Επειδή λοιπόν είναι η σοφία που μιλά, αγάπησέ την με όλη σου την καρδιά και τη δύναμη, επιθύμησέ την όσο μπορείς. Στις λέξεις αυτές παίρνω το θάρρος να πω και το “ερωτέψου την”. Γιατί το πάθος αυτό είναι ανεπίληπτο και απαθές όταν πρόκειται για ασώματα, όπως λέει στις Παροιμίες νομοθετώντας τον έρωτα του θείου κάλλους. Αλλά και το βιβλίο που μας απασχολεί (το Άσμα Ασμάτων) τα ίδια μας ορίζει· δε σου απευθύνει μια συμβουλή γι’ αυτό, αλλά φιλοσοφεί με τα απόρρητα προτάσσοντας με τους στοχασμούς του μια εικόνα από τα ευχάριστα της ζωής στη διατύπωση της διδασκαλίας. Η εικόνα είναι μια γαμήλια σκηνοθεσία, όπου η επιθυμία του κάλλους (της ομορφιάς) μεσιτεύει στον πόθο, χωρίς να εκδηλώνει πρώτος την επιθυμία του ο νυμφίος κατά τη συνήθεια των ανθρώπων. Προλαβαίνει το νυμφίο η κόρη και χωρίς να ντρέπεται κοινολογεί τον πόθο της και διατυπώνει την ευχή της ν’ απολαύσει κάποτε το φίλημα του νυμφίου.

Επειδή δηλαδή οι καλοπροαίρετοι προξενητές της κόρης, πατριάρχες, προφήτες και νομοθέτες, πρόσφεραν τα θεία χαρίσματα σ’ αυτή που έγιναν προξενητές της, που η συνήθεια τ’ αποκαλεί “έδνα”, ονομάζοντας έτσι τα πριν από το γάμο δώρα (κι αυτά ήταν η συγχώρηση παραπτωμάτων, η αμνήστευση των κακών, η αναίρεση της αμαρτίας, η μεταστοιχείωση της φύσης, η μεταβολή του φθαρτού στο άφθαρτο, η παραδεισένια απόλαυση, το βασιλικό αξίωμα, η χαρά που δεν έχει τέλος)· επειδή λοιπόν η κόρη δέχτηκε τις θείες δωρεές από τους καλούς προξενητές της, που της πρόσφεραν τα δώρα αυτά με την προφητική διδασκαλία, γι’ αυτό και την επιθυμία της ομολογεί και θέλει να επιταχύνει τη χάρη, φροντίζοντας ν’ απολαύσει αμέσως την ομορφιά του ποθητού της. Την ακούν μερικές φίλες και συνομήλικές της που εξάπτουν περισσότερο την επιθυμία της νύφης. Φτάνει κι ο γαμπρός που ακολουθείται από συντροφιά κάποιων φίλων κι αγαπητών του. Αυτοί θα μπορούσαν να είναι ή τα λειτουργικά πνεύματα, που έργο τους είναι η σωτηρία των ανθρώπων, ή οι άγιοι προφήτες, που ακούοντας τη φωνή του Κυρίου χαίρονται κι ευφραίνονται, επειδή συνάπτεται η αθάνατη συζυγία (σύζευξη), με την οποία η ψυχή που προσκολλάται στον Κύριο γίνεται μαζί του ένα Πνεύμα, όπως λέει ο Απόστολος.

Θα επαναλάβω πάλι το λόγο τού προοιμίου. Κανένας γεμάτος πάθη και σαρκικός ακόμη, που αποπνέει την νεκρική δυσωδία τού παλαιού ανθρώπου, ας μην κατεβάζει στις κτηνωδίες των αλόγων τις έννοιες των θείων νοημάτων και λόγων. Ας βγει καθένας έξω από τον εαυτό του και, αφού ξεφύγει από τον υλικό κόσμο και επανέλθει κατά κάποιο τρόπο με την απάθεια στον παράδεισο και γίνει με την καθαρότητα όμοιος με το Θεό, έτσι πια ας προχωρήσει στα άδυτα των μυστηρίων που μας προβάλλει το βιβλίο αυτό. Αν η ψυχή μερικών είναι απροετοίμαστη για την ακρόαση αυτή, ας ακούσουν το Μωϋσή που νομοθετεί να μην αποτολμήσουμε την ανάβαση στο πνευματικό όρος, προτού πλύνουμε τα φορέματα των καρδιών μας κι εξαγνίσουμε τις ψυχές μας με τους κατάλληλους ραντισμούς των λογισμών. Ώστε τώρα όσον καιρό ασχολούμαστε με την ανάλυση αυτή να λησμονήσουμε τις έννοιες του γάμου σύμφωνα με το παράγγελμα του Μωυσή που νομοθέτησε την καθαρότητα από τη γαμήλια συνεύρεση όποιων εισάγονται στα μυστήρια. Και πρέπει νομίζω σ’ όλα ν’ αποδεχτούμε τα παραγγέλματα του νομοθέτη, τώρα που πρόκειται να πλησιάσουμε στο πνευματικό όρος της θεογνωσίας, όπου το θηλυκό γένος των λογισμών μαζί με τις υλικές αποσκευές εγκαταλείπεται στην επίγεια ζωή. Κι οποιαδήποτε άλογη έννοια φανεί στο όρος αυτό, καταφονεύεται από τους ισχυρούς λογισμούς σαν από κάποια λιθάρια. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να καταλάβουμε τη φωνή αυτής της σάλπιγγας με το δυνατό και τρομαχτικό ήχο πάνω από την αντοχή όσων τον δέχονται. Φωνή που τη βγάζει ο ίδιος ο γνόφος της ασάφειας, όπου βρίσκεται ο Θεός που καταφλέγει με τη φωτιά του κάθε υλικό που υπάρχει σ’ αυτό το όρος.

Ας μπούμε τώρα στα ίδια τα Άγια των αγίων, που είναι το Άσμα των Ασμάτων. Όπως δηλαδή στην περίπτωση του Αγίου των αγίων μ’ αυτήν την υπερθετική διατύπωση διδασκόμαστε τον πλεονασμό και την επίταση της αγιότητας, έτσι και με την έκφραση “Άσμα των Ασμάτων”, o υψηλός λόγος μας βεβαιώνει ότι θα μας διδάξει μυστήρια μυστηρίων. Κατά τη θεόπνευστη διδασκαλία υπάρχουν πολλά άσματα, που μ’ αυτά μας διδάσκουν τις μεγάλες έννοιες περί Θεού και ο μεγάλος Δαβίδ και ο Ησαΐας και ο Μωυσής και άλλοι πολλοί, αλλά η επιγραφή αυτή μας διδάσκει τούτο· ότι όσο απέχουν τα άσματα των αγίων από τα άσματα της έξω σοφίας, τόσο είναι πιο πάνω από τα άγια άσματα το μυστήριο που περικλείει το Άσμα των ’Ασμάτων, που το περισσότερο μέρος του ούτε να το βρει ούτε να το χωρέσει μπορεί η ανθρώπινη φύση. Και γι’ αυτό πρόταξε κατά τρόπο αινιγματικό τη σφοδρότατη από τις ηδονές (εννοώ το ερωτικό πάθος) στην διδασκαλία των δογμάτων. Θέλει μ’ αυτό να μάθουμε, ότι πρέπει η ψυχή, ατενίζοντας προς το απρόσιτο κάλλος της θείας φύσης, να εραστεί εκείνον σε τέτοιο βαθμό, όσο ακριβώς είναι δεμένο το σώμα προς το συγγενικό κι ομόφυλό του, μεταβάλλοντας το πάθος σε απάθεια, ώστε, αφού σβήσει κάθε σωματική διάθεση, να καίει μέσα μας ερωτικά κατά το πνεύμα μόνο η διάνοιά μας πού θα ανάβει με τη φωτιά εκείνη, που ήρθε για να βάλει ο Κύριος στη γη.

Αλλά αυτά, πως δηλαδή πρέπει να διατίθεται η ψυχή ακούοντας τους μυστικούς λόγους, νομίζω ότι είναι αρκετά. Είναι καιρός τώρα να προσθέσουμε στην ανάλυσή μας και τα ίδια τα θεία λόγια του Άσματος των Ασμάτων. Πρώτα ας προσπαθήσομε να καταλάβουμε το νόημα της επιγραφής. Γιατί βέβαια δε νομίζω ότι το βιβλίο αποδίδεται στο Σολομώντα από την επιγραφή χωρίς λόγο, αλλά για να σκεφτούν όσοι το διαβάζουν ότι περιέχει στα λεγόμενά του κάτι μεγάλο και θεϊκό. Επειδή είναι κατά τη μαρτυρία γι’ αυτόν ανυπέρβλητο από τον καθένα το θαύμα της σοφίας του, γι’ αυτό ευθύς από το προοίμιο γίνεται η αναφορά του ονόματος του, ώστε να γεννηθεί η ελπίδα για κάτι μεγάλο κι αντάξιο της δόξας του με το βιβλίο αυτό για τους αναγνώστες του. Κι όπως στην τέχνη της ζωγραφικής, υπάρχει βέβαια κάποιο στοιχείο στα διάφορα χρώματα που πραγματοποιεί τη μίμηση του ζώου, όποιος όμως παρατηρεί την εικόνα που σχηματίστηκε από την τέχνη με τα χρώματα δεν μένει να παρατηρεί τα χρώματα που αποτέθηκαν στον πίνακα, αλλά αποβλέπει μονάχα στη μορφή που με τα χρώματά του παρουσίασε ο τεχνίτης της, έτσι πρέπει και στη συγγραφή αυτή να μην προσέχομε την ύλη των χρωμάτων που υπάρχει στις λέξεις, αλλά να προσέχουμε σ' αυτές σαν προς κάποιο είδος βασιλικής μορφής που αποτυπώνεται με νοήματα καθαρά. Οι λέξεις αυτές στην πρόχειρη σημασία τους είναι χρώμα ή λευκό ή ώχρα ή μαύρο, ή κόκκινο, ή κυανό ή κάποιο άλλο, όπως και στόμα και φίλημα και μύρον (άρωμα) και κρασί και τα ονόματα των μελών τού σώματος και κρεβάτι και νέες και τα όμοια. Αλλά η μορφή που μ’ αυτά σχηματίζεται είναι η μακαριότητα και η απάθεια και η ένωση με το Θεό και η αλλοτρίωση από τα κακά και η εξομοίωση με το αληθινά ωραίο και αγαθό.

Αυτά είναι τα νοήματα που γίνονται μάρτυρες της σοφίας εκείνης του Σολομώντα που ξεπερνά τα όρια της ανθρώπινης σοφίας. Τί πιο παράδοξο από αυτό θα μπορούσε να υπάρξει, από το να χρησιμοποιήσεις δηλαδή ως εξαγνιστικό (φάρμακο) των ιδίων σου παθών την ίδια την ανθρώπινη φύση σου, νομοθετώντας και διδάσκοντας την απάθεια με τις λέξεις που θεωρούμε εμπαθείς; Δε μάς λέει ότι πρέπει ν’ απαλλαγούμε από τις σαρκικές ορμές, να νεκρώσουμε τα μέλη μας τα γήινα και να έχουμε καθαρό το στόμα μας από εμπαθείς λέξεις, αλλ’ έφερε την ψυχή μας στην κατάσταση να βλέπει την καθαρότητα διαμέσου εκείνων που νομίζομε ότι την αρνούνται, ερμηνεύοντας το αθάνατο νόημα με λέξεις εμπαθείς. Αυτό λοιπόν ας μας διδάξει ο λόγος με το προοίμιό του, ότι δεν είναι πια άνθρωποι όσοι εισάγονται στα άδυτα των μυστηρίων του βιβλίου αυτού, αλλά η φύση τους έχει μεταβληθεί προς το θεϊκότερο μέσω της μαθητείας τους στον Κύριο, καθώς μαρτυρεί ο Λόγος για τους μαθητές του, ότι ήταν ανώτεροι από άνθρωπο, που τους ξεχώριζε από τους ανθρώπους η διαστολή που κάνει προς αυτούς ο Κύριος όταν τους ερωτά· «Ποιός λένε οι άνθρωποι ότι είμαι; Και ποιός λέτε εσείς ότι είμαι;». Γιατί στ’ αλήθεια όποιος με τις λέξεις αυτές, που η πρώτη σημασία τους σημαίνει τη σαρκώδη ηδυπάθεια, δεν κατολισθαίνει στην ακάθαρτη σκέψη αλλά στη φιλοσοφία των θείων μυστηρίων, οδηγούμενος με τους λόγους αυτούς στα καθαρά νοήματα, δείχνει ότι δεν είναι πια άνθρωπος ούτε η φύση του είναι ανάμικτη από σάρκα και αίμα, αλλά παρουσιάζει τη ζωή των αγίων, όπως την ελπίζουμε κατά την ανάσταση, αφού έγινε με την απάθεια ίσος με τους αγγέλους.

Όπως δηλαδή έπειτα από την ανάσταση το σώμα μεταστοιχειωμένο σε άφθαρτο συμπλέκεται με την ψυχή του ανθρώπου, και τα πάθη που μας ενοχλούν τώρα στη σάρκα δεν συνανασταίνονται με εκείνα τα σώματα, αλλά θα δεχτεί τη ζωή μας μια κατάσταση ειρήνης, κατά την οποία το σαρκικό φρόνημα δε θα επαναστατεί πια κατά της ψυχής, ούτε με τον εμφύλιο πόλεμο των εμπαθών ορμών θ’ αντιστρατεύεται στο νόμο τού νου κι ούτε θα παραδώσει σαν αιχμάλωτη στην αμαρτία την ηττημένη ψυχή. Αλλά από όλα αυτά θα είναι καθαρή τότε ή φύση μας και θα είναι κοινό το φρόνημα και στα δύο (στη σάρκα εννοώ και το πνεύμα), αφού θα εξαφανιστεί κάθε σωματική διάθεση από τη φύση μας. Ανάλογα μ’ αυτά παραγγέλλει ο λόγος του Θεού και με το βιβλίο αυτό σ’ όσους το μελετούν, κι αν ακόμα ζούμε στη σάρκα ούτε καν να τη φέρνομε στο νου μας, αλλά να προσέχουμε μόνο την ψυχή και ν’ αποδίδουμε τις ερωτικές (αγαπητικές) σημασίες των λέξεων καθαρές κι αμόλυντες στο Αγαθό που ξεπερνά κάθε νου, που είναι το μόνο αληθινά γλυκύ και επιθυμητό κι αγαπητό, και η απόλαυση του, που γίνεται πάντοτε αφορμή για μεγαλύτερη επιθυμία, πραγματοποιείται με τη μετουσία (μέθεξη) των αγαθών, επιτείνοντας μαζί και τον πόθο τους.

Έτσι ο Μωυσής, δηλαδή η νύφη, αγαπούσε το νυμφίο όπως η κόρη (παρθένος) του Άσματος που λέει, «ας μου δείξει την αγάπη του με φιλήματα από το στόμα του», ο οποίος με την ένωση με το Θεό στόμα με στόμα, όπως μαρτυρεί η Γραφή, αποχτά ακόμη μεγαλύτερη επιθυμία για τα φιλήματα αυτά, έπειτα από τόσες εμφανίσεις του Θεού σ’ αυτόν αξιώνοντάς τον να δει εκείνον που ποθούσε σα να μην τον είχε αντικρύσει ακόμα· έτσι και όλοι οι άλλοι, σ’ όποιους υπήρχε στο βάθος της ψυχής τους ο θείος πόθος, πουθενά δεν έβαζαν τέλος στην επιθυμία τους να δεχτούν ως ξύλα, φρύγανα και προσάναμμα για σφοδρότερη επιθυμία ό,τι τους έστελνε ο Θεός για ν’ απολαύσουν ό,τι ποθούσαν. Έτσι και τώρα λοιπόν· η ψυχή που ενώνεται με το Θεό είναι ακόρεστη γι’ απόλαυση, όσο πλουσιότερα γεμίζει από την ομορφιά, τόσο σφοδρότερα ο πόθος της ακμάζει και φουντώνει. Επειδή δηλαδή οι λόγοι του νυμφίου είναι πνεύμα και είναι ζωή και καθένας πού προσκολλάται στο πνεύμα γίνεται πνεύμα κι όποιος ενώνεται με τη ζωή μεταβαίνει από το θάνατο στη ζωή, κατά το λόγο του Κυρίου, γι’ αυτό η κόρη (παρθένος) ψυχή ποθεί να προσεγγίσει στην πηγή της πνευματικής ζωής. Και η πηγή είναι το στόμα του νυμφίου, από όπου αναβλύζουν οι λόγοι της αιώνιας ζωής και γεμίζουν το στόμα που τους προσελκύει, όπως έκανε ο προφήτης έλκοντας το πνεύμα με το στόμα.

Επειδή λοιπόν όποιος πίνει νερό από την πηγή πρέπει να πλησιάσει το στόμα του στο στόμα της πηγής, (πηγή είναι ο Κύριος που είπε «αν διψά κάποιος ας έρχεται προς έμενα κι ας πίνει»), γι’ αυτό η ψυχή που διψά θέλει να πλησιάσει το στόμα της στο στόμα που πηγάζει τη ζωή λέγοντας «ας μου δείξει την αγάπη του με φιλήματα από το στόμα του». Κι αυτός που αναβλύζει τη ζωή για όλους και θέλει τη σωτηρία όλων δε θέλει κανένας από όσους σώζονται να μείνει χωρίς να δοκιμάσει αυτό το φίλημα. Γιατί το φίλημα αυτό καθαρίζει από κάθε ρύπο. Γι’ αυτό νομίζω ότι ο Κύριος ονειδίζοντας τον λεπρό Σίμωνα του απευθύνει τη φράση «δε μου έδωσες φίλημα», θα είχες καθαριστεί από την ασθένειά σου αποσπώντας με το στόμα την καθαρότητα. Αλλ’ εκείνος εύλογα δεν δοκίμασε την αγάπη του, επειδή εξαιτίας της ασθένειας πρόσεχε περισσότερο τη σάρκα του και έμενε εξαιτίας του πάθους του αδιάφορος για τη θεία επιθυμία· ενώ η καθαρμένη ψυχή, επειδή δεν μπαίνει εμπόδιο μπροστά της καμιά λέπρα της σάρκας, βλέπει το θησαυρό των αγαθών. Και το όνομα του θησαυρού είναι η καρδιά, από όπου χορηγείται στους μαστούς το θείο γάλα, με το οποίο τρέφεται η ψυχή έλκοντας προς τον εαυτό της τη χάριν κατά την αναλογία της πίστης της. Γι’ αυτό λέει «είναι τα στήθη σου καλύτερα από το κρασί», υποδηλώνοντας την καρδιά από τη θέση των μαστών στο σώμα. Αλλ’ οπωσδήποτε αν εννοήσει κάποιος ως καρδιά την κρυμμένη και απόρρητη δύναμη της θεότητας δε θα κάνει λάθος. Και δικαιολογημένα μπορεί να θεωρήσει ως μαστούς τις αγαθές για χάρη μας ενέργειες της θείας δύναμης, με τις οποίες σαν τροφός προστατεύει ο Θεός τη ζωή του καθένα μας, χαρίζοντας την τροφή σ’ όποιον τη δέχεται.

Προχωρώντας μαθαίνομε κι άλλο δίδαγμα από τη φιλοσοφία του βιβλίου αυτού, ότι έχομε κάποια διπλή αίσθηση η μια είναι σωματική και η άλλη θεϊκότερη, όπως λένε κάπου οι Παροιμίες «θα βρεις αίσθηση θεία». Γιατί υπάρχει κάποια αντιστοιχία ανάμεσα στα ψυχικά ενεργήματα και στα αισθητήρια του σώματος, και αυτό το μαθαίνουμε από τους λόγους αυτούς. Το κρασί δηλαδή και το γάλα διακρίνονται από τη γεύση κι όταν αυτά είναι νοητά, νοερή οπωσδήποτε θα είναι και η δύναμη της ψυχής που τα αντιλαμβάνεται. Το φίλημα όμως γίνεται αντιληπτό με την αίσθηση της αφής· γιατί κατά το φίλημα ακουμπούν τα χείλη του ενός με του άλλου. Υπάρχει όμως και μια αφή της ψυχής που αγγίζει το λόγο ενεργούμενη από μια ασώματη και νοερή επαφή, όπως λέει εκείνος που μιλάει για το λόγο της ζωής, «τα χέρια μας τον ψηλάφησαν». Και η οσμή επίσης των θείων μύρων δεν είναι οσμή με τη μύτη, αλλά με κάποια νοητή και άϋλη δύναμη που με την εισπνοή του πνεύματος έλκει μαζί και την ευωδία του Χρίστου.

Έτσι λοιπόν συνεχίζεται η προσευχή της κόρης (η παρθενική ευχή) στο προοίμιο· «τα στήθη σου είναι καλύτερα από το κρασί και η ευωδιά των μύρων (αρωμάτων) σου πάνω από όλα τα αρώματα». Μ’ αυτά δηλώνεται, κατά τη γνώμη μου, ένα όχι μικρό κι ευκαταφρόνητο νόημα. Βάζοντας δηλαδή στη σύγκριση πιο πάνω το γάλα των θείων μαστών από την ευχαρίστηση που δοκιμάζουμε από το κρασί πληροφορούμαστε ότι κάθε ανθρώπινη σοφία και γνώση (επιστήμη) των όντων και κάθε δύναμη διανοητική (θεωρητική) και αντιληπτική φαντασία βρίσκεται σε αδυναμία να σταθεί συγκρινόμενη δίπλα στην απλούστερη τροφή των θείων διδασκαλιών (μαθημάτων). Το γάλα δηλαδή προέρχεται από τους μαστούς και είναι τροφή των νηπίων, ενώ το κρασί το απολαμβάνουν οι ωριμότεροι για τόνωση και θερμότητα. Αλλ’ όμως το τέλειο της εξωτερικής σοφίας είναι ευτελέστερο από τη διδασκαλία του θείου λόγου για τα νήπια. Γι' αυτό είναι καλύτεροι οι θείοι μαστοί από το κρασί των ανθρώπων.

Η ευωδία πάλι των θείων μύρων είναι καλύτερη από κάθε άλλη ευωδία αρωμάτων. Αυτό νομίζω οδηγεί στο εξής τον νου. Αρώματα θεωρούμε τις αρετές, τη σοφία για παράδειγμα, τη σωφροσύνη, τη δικαιοσύνη, την ανδρεία, τη φρόνηση και τις άλλες, με τις οποίες επαλειφόμαστε καθένας ανάλογα με τη δύναμη και την προαίρεσή του κι αποδίδουμε το διαφορετικό άρωμά μας. Άλλος δίνει άρωμα από τη σωφροσύνη ή τη σοφία, άλλος από τη δικαιοσύνη ή την ανδρεία ή από κάποια άλλη αρετή, ενώ κάποιος άλλος μπορεί να έχει μια ευωδία που να είναι κράμα από όλα αυτά τα αρώματα. Ωστόσο όλα αυτά δε μπορούν να σταθούν στη σύγκριση με την παντέλεια εκείνη αρετή που πληροί τους ουρανούς, όπως λέει ο προφήτης Αββακούμ, «η αρετή του σκέπασε τους ουρανούς» και η αρετή αυτή είναι αυτοσοφία και αυτοδικαιοσύνη και αυτοαλήθεια και όλα τα άλλα καθ’ έκαστον. Η ευωδία λοιπόν των δικών σου μύρων, λέει, έχει χάρη ασύγκριτη προς τα άλλα αρώματα πού γνωρίζουμε εμείς.

Στη συνέχεια καταπιάνεται πάλι με φιλοσοφία υψηλότερη η ψυχή, η νύμφη, φανερώνοντας πόσο απρόσιτη και αχώρητη είναι στους ανθρώπινους λογισμούς η θεία δύναμη, με τους λόγους «μύρο χυμένο είναι το όνομά σου». Με αυτό νομίζω ότι σημαίνει το έξης· ότι δηλαδή δεν είναι δυνατό να περιληφθεί με ακρίβεια στη σημασία ενός ονόματος η απεριόριστη φύση. Αλλ’ όποια δύναμη των νοημάτων και όποια σημασία λέξεων και ονομάτων, ακόμα κι αν νομίζουμε πώς έχουν κάτι μεγάλο και αρμόδιο στο Θεό, δεν είναι φυσικό του ν’ αγγίζει την φύσιν αυτού του όντος. Αλλά κατά κάποιο τρόπο η λογική μας στοχάζεται το άδηλο από κάποια ίχνη και κάποιες αναλαμπές, εικάζοντας τα ακατάληπτα κατά κάποια αναλογία από όσα καταλαβαίνομε. Γιατί λέει, όποιο όνομα κι αν επινοήσουμε, με το οποίο να γίνεται γνωστό το μύρο της θεότητας, δε φανερώνουμε το ίδιο το μύρο με τη σημασία των λόγων· με τα θεολογικά ονόματα ενδείκνυται ένα ελάχιστο απομεινάρι (λείψανον ατμού) από την πνοή της θείας ευωδίας. Όπως δηλαδή στη περίπτωση των μυροδοχείων πού άδειασαν από το μύρο τους· το μύρο που άδειασε από το αγγείο είναι άγνωστο τι ήταν στη φύση του· από ένα αμυδρό όμως άρωμα πού απόμεινε στο μυροδοχείο από τούς ατμούς κάνουμε μια υπόθεση (κάποιον στοχασμό) για το μύρο που χύθηκε.

Αυτό λοιπόν είναι που μαθαίνουμε με όσα ειπώθηκαν· το μύρο της θεότητας δεν ξέρουμε τί είναι στην ουσία του, είναι πάνω από κάθε όνομα και νόημα. Τα θαυμάσια όμως που παρατηρούμε μέσα στο σύμπαν δίνουν το υλικό για τα θεολογικά ονόματα, με τα οποία ονομάζουμε το θεό σοφό, δυνατό, αγαθό, άγιο, μακάριο κι αΐδιο και κριτή και σωτήρα και τα σχετικά. Όλα αυτά φανερώνουν μια μικρή ευωδία του θείου μύρου, που η φύση ολόκληρη με τα θαυμάσια που νοούμε σ’ αυτήν συγκρότησε όμοια με δοχείο μυροπώλη. Γι’ αυτό λέει «οι νέες κοπέλες σ’ αγάπησαν και σε προσέλκυσαν». Είπε την αίτια της επαινετής επιθυμίας και της αγαπητικής διάθεσης. Ποιός μπορεί να μείνει χωρίς να ερωτευτεί τέτοια ομορφιά, φτάνει μονάχα να διαθέτει μάτια που μπορούν ν’ ατενίσουν το κάλλος εκείνου που είναι πολλή βέβαια η ομορφιά που βλέπουμε και απειροπλάσια εκείνη που φανταζόμαστε; Αλλ’ όπως ο υλικός έρως δεν αγγίζει όσους είναι ακόμα νήπια (η νηπιακή ηλικία δε νιώθει το πάθος αυτό) ούτε μπορείς να δεις σε τέτοια κατάσταση όσους έχουν εξαντληθεί από έσχατα γηρατειά, έτσι και στο θείο κάλλος τόσο ο νήπιος ακόμα που κλυδωνίζεται και παραπατάει από κάθε άνεμο της διδασκαλίας, όσο κι ο παλαιός και γηρασμένος που πλησιάζει τον αφανισμό, μένουν ολότελα αδιάφοροι στην επιθυμία αυτή. Δεν αγγίζει τέτοιους ανθρώπους η αόρατη ομορφιά και μόνο η ψυχή που πέρασε τη νηπιακή κατάσταση κι έφτασε στην ακμή της πνευματικής ηλικίας και που δεν έχει δεχτεί κάποιο ψεγάδι ή ρυτίδα ή κάτι τέτοιο, που ούτε η νηπιότητα την κάνει να μην αισθάνεται ούτε τα γηρατειά ν’ αδρανεί, που ο λόγος την ονομάζει νέα κοπέλα (κόρη), αυτή υπακούει στη μεγάλη και πρώτη εντολή του νόμου κι αγαπά με όλη την καρδιά της κι όλη τη δύναμή της το κάλλος εκείνο, που η ανθρώπινη διάνοια δε βρίσκει περιγραφή της και παράδειγμα και ερμηνεία.

Αυτές λοιπόν οι κόρες, που αυξήθηκαν με την άσκηση των αρετών κι έφτασαν πια με την ωριμότητα τους στο θείο θάλαμο των μυστηρίων αγαπούν το κάλλος του νυμφίου και με την αγάπη τους τον στρέφουν προς τον εαυτό τους. Γιατί ο νυμφίος είναι τέτοιος• αντιπροσφέρει τον πόθο του σ’ όσους τον αγαπούν, μιλώντας ως σοφία «εγώ αγαπώ όσους μ’ άγαπούν», και «θα μοιράσω ζωή (ύπαρξιν) σ’ όσους μ’ άγαπούν» (ζωή είναι αυτός ο ίδιος), και «τις αποθήκες τους θα τις γεμίσω με άγαθά». Αποσπούν λοιπόν οι ψυχές προς τον εαυτό τους τον πόθο του άφθαρτου νυμφίου, όπως έχει γραφτεί, ακολουθώντας τον Κύριο το Θεό. Κι αίτια της αγάπης τους γίνεται η ευωδία του μύρου προς την οποία τρέχουν αδιάκοπα προχωρώντας στα εμπρός και ξεχνώντας ό,τι έχει περάσει. «Πίσω σου», λέει, «θα τρέξουμε, ακολουθώντας την ευωδία των μύρων σου». Αλλ’ οι ψυχές που δεν έχουν ακόμα την τελειότητα της αρετής και είναι ακόμα νέες στην ηλικία υπόσχονται με βεβαιότητα ότι θα τρέξουν στην κατεύθυνση που υποδεικνύει η ευωδία των μύρων (γιατί λένε, «θα τρέξουν προς την ευωδία των μύρων»), η τελειότερη όμως ψυχή προχωρώντας ορμητικότερα πλέον προς τα εμπρός πετυχαίνει το σκοπό της, για τον όποιο τρέχει και γίνεται άξια για τούς θησαυρούς που έχουν οι αποθήκες. Γιατί λέει, «με οδήγησε ο βασιλιάς στο ταμείο του». Αυτή που πόθησε με την άκρη των χειλιών της ν’ αγγίξει το αγαθό κι άγγιξε τόσο μόνο το κάλλος, όσο δείχνει η δύναμη της ευχής (ευχήθηκε ν’ αξιωθεί ένα είδος φιλήματος με την λάμψη του Λόγου), αυτή λοιπόν με όσα πέτυχε και εισδύοντας με το λογισμό της βαθύτερα στα απόρρητα κραυγάζει ότι δε φτάνει ο δρόμος ως τα πρόθυρα μόνο των αγαθών, αλλά με την απαρχή του Πνεύματος, που αξιώθηκε σαν από κάποιο φίλημα με την πρώτη χάρη, διερευνά τα βάθη του Θεού και φτάνοντας στα άδυτα του παραδείσου, κατά το μεγάλο Παύλο, λέει ότι «βλέπει τα αθέατα και ακούει τους αλάλητους λόγους».

Ο επόμενος λόγος αποκαλύπτει με ό,τι λέει την εκκλησιαστική οικονομία. Οι πρώτοι δηλαδή που παιδεύτηκαν με τη χάρη κι έγιναν αυτόπτες του Λόγου δεν περιόρισαν το αγαθό μέσα στον εαυτό τους, αλλά μετέδωσαν την ίδια χάριν στους έπειτα από αυτούς. Γι’ αυτό οι κοπέλες λένε στη νύφη, την πρώτη που γέμισε αγαθά, κι έγινε άξια για τα κρυμμένα μυστήρια, επειδή ένωσε τα χείλη της με τον Λόγο· «γέμισέ μας αγαλλίαση και ευφροσύνη» (γιατί ή αγαλλίαση σου είναι και δική μας χαρά) και ότι όπως εσύ αγαπάς περισσότερο από το κρασί τους μαστούς τού Λόγου, έτσι κι εμείς ας μιμηθούμε εσένα και τους μαστούς σου, που από αυτούς ποτίζεις γάλα όσους νηπιάζουν στην πίστη στο Χριστό, ας αγαπήσουμε περισσότερο από το ανθρώπινο κρασί. Και για να κάνει κανένας σαφέστερο το νόημα, αυτό πού λέγεται σημαίνει το έξης. Αγάπησε τους μαστούς του Λόγου ο Ιωάννης που έπεσε στο στήθος του Κυρίου και, παραθέτοντας την καρδιά του σαν ένα σφουγγάρι στην πηγή της ζωής και πλημμυριζόμενος με μια άρρητη μετάδοση από τα μυστήρια που βρίσκονται στην καρδιά τού Κυρίου, προτείνει και σε εμάς τη γεμάτη από το Λόγο θηλή και μας πλημμυρίζει από τα εντεθέντα αγαθά από την πηγή κηρύσσοντας μεγαλόφωνα το Λόγο που υπάρχει αιώνια.

Γι’ αυτό κι εμείς θα πούμε εύλογα σ’ αυτόν «θ’ αγαπήσομε τους μαστούς σου περισσότερο από το κρασί», αν γίνουμε τέτοιοι, να είμαστε δηλαδή σαν τις νέες και ούτε να έχουμε φρόνημα νηπιακό εξαιτίας της ενωμένης με τη ματαιότητα νεότητας, ούτε ν’ αποχτούμε τις ρυτίδες της αμαρτίας από τα γηρατειά που καταλήγουν στον άφανισμό. Γι’ αυτό αγαπούμε τη ροή των διδαγμάτων σου, επειδή «σε αγάπησε η ευθύτητα». Γιατί αυτός είναι ο μαθητής που αγαπούσε ο Ιησούς. Και ο Ιησούς είναι η ευθύτητα. Επιτυχέστερα και με πιο πρέποντα τρόπο στο Θεό, από ό,τι ο προφήτης Δαβίδ, ονομάζει ο λόγος αυτός τον Κύριο. Ο Δαβίδ λέει «είναι ευθύς ο Κύριος ο Θεός», ενώ αυτός ο λόγος τον ονομάζει «ευθύτητα» με την οποία κάθε στραβό αποκαθίσταται στο ορθό και ευθύ. Αλλά ας γίνει και για εμάς κάθε στραβό ευθύ και τα ανώμαλα ας γίνουν δρόμοι ομαλοί με τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Παρουσιάστηκε σε 2 αναρτήσεις (, )

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: