Κυριακή 27 Μαρτίου 2022

Αγ. Γρηγόριος Νύσσης - Ερμηνεία του Άσματος Ασμάτων (Λόγος Β')

    ΛΟΓΟΣ Β'

(Άσμα Ασμάτων 1,5-8)

Η ΝΥΦΗ:

«Είμαι μαύρη αλλά όμορφη, κοπέλες (θυγατέρες) της Ιερουσαλήμ,

μαύρη όπως τα αντίσκηνα του Κηδάρ, κι’ όμορφη σαν τα δερμάτινα παραπετάσματα/υφαντά (της σκηνής) του Σολομώντα.

Μη βλέπετε που είμαι έτσι μαυρισμένη, 

επειδή με έκαψε ο ήλιος· 

οι γιοι της μητέρας μου θύμωσαν μαζί μου,

με βάλανε φυλάκισσα (δραγάτισσα) στ' αμπέλια.

Μα δεν φύλαξα τ’ αμπέλι το δικό μου.

Πες μου εσύ που σ’ αγάπησε η ψυχή μου,

που βόσκεις (τα πρόβατά σου), που σταλιάζεις τα μεσημέρια,

για να μην περιτριγυρίζω αδίκως ανάμεσα στις αγέλες των συντρόφων σου».

Ο ΧΟΡΟΣ

«Αν δεν το ξέρεις από μόνη σου (εάν δεν γνωρίζεις τον εαυτό σου), εσύ ώ όμορφη των γυναικών, βγες ακολουθώντας τα χνάρια των κοπαδιών και βόσκε τα κατσίκια σου κοντά στις μάντρες των βοσκών».

Στην ιερή σκηνή του μαρτυρίου ό,τι φαινόταν απ’ έξω δεν ήταν ισότιμο με τη μέσα κρυμμένη ομορφιά. Γιατί καταπετάσματα από λινά υφάσματα, υφαντά από γιδίσιες τρίχες και περιβλήματα από κόκκινα δέρματα συμπλήρωναν τον εξωτερικό στολισμό της σκηνής και δεν φαινόταν για όσους έβλεπαν το εξωτερικό περ’ από αυτά να υπάρχει τίποτε μεγάλο και πολύτιμο, ενώ εσωτερικά όλη η Σκηνή του μαρτυρίου άστραφτε από το χρυσάφι και το ασήμι και τις πολύτιμες πέτρες. Οι στύλοι, οι βάσεις, τα κιονόκρανα, το θυμιατήριο, το θυσιαστήριο, η κιβωτός, η λυχνία, το ιλαστήριο, τα λουτρά, τα καταπετάσματα στις εισόδους που το κάλλος τους αποτελούσε μια ανάμιξη από κάθε είδους λαμπερά χρώματα. Χρυσό νήμα συνυφασμένο καλοταιριασμένα και με λεπτότητα τέχνης με το γαλάζιο, το πορφυρό, το βυσσινί και το κόκκινο, ανάμικτο απ’ όλα έκανε τη λάμψη του υφάσματος να στίλβει με τις λάμψεις της ίριδας.

Σε τι αποβλέπω με αυτό το προοίμιό μου θα γίνει φανερό οπωσδήποτε μ’ αυτά που θα πω. Έχουμε πάλι μπροστά μας το Άσμα των Ασμάτων, για κάποια διδασκαλία φιλοσοφίας και θεογνωσίας. Αυτή είναι η αληθινή σκηνή του μαρτυρίου που τα καλύμματα και τα υφαντά και το σκέπασμά της με τα παραπετάσματα γίνονται κάποια λόγια ερωτικά και κάποιες εκφράσεις που φανερώνουν την ένωση με το ποθούμενο και μια περιγραφή της ομορφιάς και αναφορά των σωματικών μελών, όσα φαίνονται στο πρόσωπο κι όσα κρύβονται κάτω από τα φορέματα. Τα εσωτερικά είναι αληθινά μια πολύφωτη λυχνία και κιβωτός γεμάτη από μυστήρια. Και το θυμιατήρι που σκορπά ευωδία και ο εξαγνισμός της αμαρτίας, το ολόχρυσο εκείνο θυσιαστήριο της λατρείας, η ομορφιά των παραπετασμάτων, που υφαίνουν ωραία οι αρετές με τα λαμπρά χρώματά τους, και οι σταθεροί στύλοι των λογισμών και οι αμετατόπιστες βάσεις της διδασκαλίας των δογμάτων μαζί με την ομορφιά των κιονόκρανων, με τα οποία σημαίνεται η χάρη σχετικά με το ηγεμονικό της ψυχής και τα λουτρά των ψυχών και όλα όσα αφορούν στην ουράνια και ασώματη πολιτεία, που ο νόμος τα παραγγέλλει με σύμβολα, είναι δυνατό να τα βρούμε στα νοήματα που υποκρύπτονται στις λέξεις, αρκεί να κάνουμε μονάχα με την επιμέλειά μας κατάλληλους τους εαυτούς μας για την είσοδό μας στα Άγια των αγίων, αποπλύνοντας κάθε ακαθαρσία αισχρής έννοιας με το λουτρό του λόγου, μήπως, αγγίζοντας κάποτε, αντίθετα μ’ ό,τι ο νόμος παραγγέλλει, κάποιο νόημα θνησιμαίο ή αγγίζοντας κάποιο ακάθαρτο λογισμό, αποκλεισθούμε από τα θαυμάσια της σκηνής και δεν μπορέσουμε να τα δούμε. Γιατί ο νόμος του πνεύματος δεν επιτρέπει την είσοδο (στα Άγια των αγίων) τέτοιων ανθρώπων, αν δεν πλύνει κάποιος το ιμάτιο της συνείδησής του εαυτού του, κατά το παράγγελμα του Μωϋσή, όποιος δηλ. άγγιξε κάποια νεκρή και ακάθαρτη έννοια.

Η ακολουθία όσων προεκθέσαμε οδηγεί το λόγο στην ανάλυση όσων είπε η νύφη προς τις κοπέλες. Και είναι αυτά· «Είμαι μαύρη κι όμορφη, κοπέλες της Ιερουσαλήμ, όπως τα σκηνώματα του Κηδάρ κι όπως τα υφαντά του Σολομώντα». Κάνει σωστά η διδασκάλισσα αρχίζοντας από αυτά που πρέπει για τις μαθητευόμενες ψυχές με την έκθεση των αγαθών. Αυτές είναι πρόθυμες, σύμφωνα με όσα επαγγέλλονται, να προτιμήσουν από κάθε ανθρώπινο λόγο, που τον λένε μεταφορικά κρασί, τη χάρη που απορρέει από τους λογικούς μαστούς της λέγοντας κατά λέξη· «θ’ αγαπήσουμε τούς μαστούς σου περισσότερο από το κρασί, επειδή σε αγάπησε η Ευθύτητα»· εκείνη προσθέτει για τις μαθητευόμενες το θαύμα που την αφορά, για να μάθουμε καλύτερα την αμέτρητη φιλανθρωπία του νυμφίου, που με την αγάπη του στολίζει την αγαπημένη του με ομορφιά. Μη θαυμάσετε, λέει, που με αγάπησε η Ευθύτητα, αλλά, ενώ ήμουν μαυρισμένη από την αμαρτία και με τα έργα μου προσκολλημένη στο σκότος, με έκανε όμορφη με την αγάπη του ανταλλάσσοντας τη δική του ομορφιά με τη δική μου ασχήμια. Μεταφέροντας την ακαθαρσία των αμαρτιών μου στον εαυτό του μου μετάδωσε τη δική του καθαρότητα, κάνοντάς με κοινωνό τού κάλλους του· πρώτα από αποτροπιαστική μ’ έκανε ωραία κι έτσι μ’ αγάπησε.

Έπειτα προτρέπει τις κοπέλες να γίνουν κι εκείνες ωραίες, προβάλλοντάς τους τη δική της ομορφιά όμοια με τον μεγάλο Παύλο που λέει· «γίνεστε όπως κι εγώ, γιατί κι εγώ ήμουν όπως εσείς», και «γίνεστε μιμητές μου όπως κι εγώ είμαι μιμητής τού Χριστού». Γι’ αυτό δεν αφήνει τις ψυχές που μαθαίνουν κοντά της να κοιτάζουν την περασμένη ζωή και ν’ απελπίζονται ότι θα γίνουν όμορφες. Αλλά βλέποντας προς αυτήν να διδάσκονται τούτο με το παράδειγμά της, ότι το παρόν γίνεται το κάλυμμα των περασμένων, αν είναι άμωμο. Λέει δηλαδή· κι αν τώρα λάμπει επάνω μου η ομορφιά που σχημάτισε με την αγάπη της η Ευθύτητα, γνωρίζω όμως ότι στην αρχή δεν ήμουν φωτεινή, αλλά ήμουν μελαψή. Κι αυτή την όψη που είχα, τη σκοτεινή και μαύρη, μου την είχε προκαλέσει η προηγούμενη ζωή μου. Ενώ όμως ήμουν εκείνο, τώρα είμαι αυτό. Το ομοίωμα του σκοταδιού μετασχηματίστηκε σε ωραία μορφή. Και σεις λοιπόν, κοπέλες της Ιερουσαλήμ, κοιτάξετε τη μητέρα σας Ιερουσαλήμ. Κι αν τότε ήσασταν σκηνώματα του Κηδάρ, επειδή είχε κατοικήσει μέσα σας ο εξουσιαστής του σκότους (γιατί η λέξη Κηδάρ ερμηνεύεται σκοτάδι), θα γίνετε υφαντά του Σολομώντα, δηλαδή θα είστε ναός του βασιλιά, επειδή κατοίκησε μέσα σας ο βασιλιάς Σολομών. Και Σολομών είναι ο ειρηνικός, ο επώνυμος της ειρήνης. Γιατί με τα «υφαντά του Σολομώντα» ονόμασε από το επί μέρος όλη τη βασιλική σκηνή.

Μ’ αυτές τις έννοιες νομίζω ο μεγάλος Παύλος έχει ασχοληθεί πιο επίμονα στην επιστολή του προς τους Ρωμαίους, με όσα μας παρουσιάζει περί της αγάπης του Θεού για εμάς, ότι ενώ ήμασταν αμαρτωλοί και μαύροι, μας έκανε φωτόμορφους κι αξιαγάπητους, χύνοντάς μας τη λάμψη της χάρης του. Όπως δηλαδή τη νύχτα όλα γίνονται σκοτεινά εξαιτίας του ζόφου που επικρατεί, ακόμα κι αν είναι από τη φύση τους λευκά, ενώ όταν επικρατήσει το φως δεν παραμένει η ομοιότητα με το σκότος σε όσα είχε σκοτεινιάσει ο ζόφος, έτσι κι όταν η ψυχή μεταβεί από την πλάνη στην αλήθεια συμμεταβάλλεται και η σκοτεινή όψη του βίου στη φωτεινή χάρη. Τα ίδια που λέει στις κοπέλες η νύφη του Χριστού, λέει κι ο Παύλος στον Τιμόθεο, ο λαμπρός, που έγινε έπειτα από σκοτεινός που ήταν, ότι αξιώθηκε να γίνει κι αυτός καλός, ενώ πρώτα ήταν βλάσφημος και διώκτης και υβριστής και μαύρος. Και ότι ο Χριστός ήρθε στον κόσμο για να κάνει φωτεινούς τους σκοτεινούς, αφού δεν καλούσε κοντά του τους δίκαιους, αλλά τους αμαρτωλούς να μετανοήσουν, που τους έκανε με το λουτρό της δεύτερης γέννησης να λάμπουν σαν άστρα, ξεπλύνοντας τη σκοτεινή τους μορφή με το νερό.

Το ίδιο ακριβώς και ο οφθαλμός του Δαβίδ βλέπει στην άνω πόλη με θαυμασμό, πως μέσα στην πόλη του Θεού, η οποία έχει τόσο υμνηθεί, οικίζεται η Βαβυλώνα κι μνημονεύεται η πόρνη Ραάβ κι έρχονται σ’ αυτήν αλλόφυλοι και η Τύρος και ο λαός των Αιθιόπων, ώστε κανένας άνθρωπος να μην την ονειδίζει πια για την έλλειψη κατοίκων λέγοντας «να μην πει πια κάποιος για την Σιών· γεννήθηκε άνθρωπος σ’ αυτήν;». Κι εκεί γίνονται πολίτες της πόλης οι αλλόφυλοι και οι Βαβυλώνιοι γίνονται Ιεροσολυμίτες, παρθένος η πόρνη, οι Αιθίοπες λευκοί και η Τύρος άνω πόλη. Έτσι κι εδώ η νύφη θέλει να κάνει πρόθυμες τις κοπέλες της Ιερουσαλήμ, παρουσιάζοντάς τες την αγαθότητα τού νυμφίου· κι αν ακόμα πάρει κάποια μαύρη ψυχή, τη μεταβάλλει σε όμορφη με τη κοινωνία της με τον εαυτό του, κι αν είναι κάποια σαν σκήνωμα του Κηδάρ, γίνεται κατοικία του φωτός, του αληθινού Σολομώντα, επειδή δηλαδή κατοίκησε σ’ αυτήν ο ειρηνικός βασιλιάς. Γι’ αυτό λέει «είμαι μελαψή, μα όμορφη, κοπέλες τις Ιερουσαλήμ», ώστε, βλέποντας προς εμένα, να γίνετε κι εσείς υφαντά του Σολομώντα, ακόμα κι αν είστε σκηνώματα του Κηδάρ.

Σε όσα ειπώθηκαν προσθέτει έπειτα τα παρακάτω, με τα οποία διασφαλίζει το νου των μαθητευομένων να μην αποδώσουν στο δημιουργό την αιτία της σκοτεινής μορφής, αλλά ότι την αρχή για τη μορφή αυτή την κάνει η προαίρεση του καθενός. «Μη βλέπετε», λέει, «που εγώ είμαι μαυρισμένη». Δεν γεννήθηκα έτσι. Ούτε ήταν εύλογο όταν με έπλασαν τα φωτεινά χέρια του Θεού ν’ αποθέσει στη μορφή μου σκοτεινό και μαύρο χρώμα. Δεν ήμουν τέτοια, λέει, αλλά έγινα. Δεν είμαι μαύρη από τη φύση μου, η ασχήμια αυτή παρουσιάστηκε έπειτα, ο ήλιος άλλαξε το χρώμα της μορφής μου από το λευκό στο μαύρο. Γιατί λέει, «ο ήλιος με έκαψε». Τί διδασκόμαστε από αυτά; Λέει ο Κύριος στους όχλους με την παραβολή, ότι αυτός που σπέρνει το λόγο, δεν τον σπέρνει στην αγαθή μόνο καρδιά· αλλά και αν ακόμα είναι πετρώδη κάποια, κι αν θρασομανούν τ’ αγκάθια σ’ αυτή, κι αν είναι σαν πάροδος δίπλα στο δρόμο και πατημένη, σ’ όλες σκορπίζει τους σπόρους του λόγου από φιλανθρωπία. Κι ερμηνεύοντας την ιδιαιτερότητα κάθε σποράς λέει ότι στην ψυχή με το πετρώδες έδαφος συμβαίνει αυτό, ότι επειδή το σπαρτό δεν ριζώνει βαθιά, αλλ’ αμέσως βλαστάνοντας επιπόλαια προβάλλει το στάχυ, όταν ο ήλιος θερμάνει περισσότερο το έδαφος, επειδή οι ρίζες δεν έχουν υγρασία το φυτό ξηραίνεται. Στην ερμηνεία του “πειρασμό” ονομάζει τον ήλιο.

Από τη δασκάλισσα λοιπόν παίρνουμε αυτό το δίδαγμα, ότι η ανθρώπινη φύση έγινε απεικόνισμα του αληθινού φωτός, στίλβουσα (λάμποντας) μακριά από τις σκοτεινές απεικονίσεις εξαιτίας της ομοιότητάς της με το αρχέτυπο κάλλος. Ο πειρασμός όμως, προκαλώντας με απάτη τον καύσωνα που φλογίζει, πρόλαβε τρυφερό ακόμα και χωρίς ρίζα το πρώτο φύτρο. Και πριν αποκτήσει σταθερότητα στο αγαθό και πριν με τις φροντίδες της καλλιέργειας δώσει την ευκαιρία στις ρίζες να εισχωρήσουν στο βάθος, ευθύς, αποξηραίνοντας με την παρακοή το θαλερό και χλοερό είδος, το έκαψε και το μαύρισε. Κι αν η εχθρική προσβολή του πειρασμού ονομάζεται ήλιος ας μην ξενιστεί κανένας από όσους ακούν, αφού σε πολλά σημεία προβάλλει το δίδαγμα τούτο η θεόπνευστη Γραφή. Και στη δεύτερη ωδή των Αναβαθμών εγκωμιάζει αυτόν που έχει βοήθεια από τον Κύριο, που κατασκεύασε τον ουρανό και τη γη, για να μην τον κάψει ο ήλιος την ήμερα.

Και ο προφήτης Ησαΐας, προφητεύοντας την ίδρυση της Εκκλησίας, περιγράφει τη ζωή της σαν μια πομπή ζωηρεύοντας το λόγο με τη διήγησή του. Αναφέρει κόρες που τη σηκώνουν στους ώμους και παιδιά που τη μεταφέρουν σε άμαξες αντιμετωπίζοντας με σκιάδια τη φλόγα τού ήλιου. Με αυτά περιγράφει μ’ αινίγματα το βίο της αρετής, υποδηλώνοντας με τη νηπιακή ηλικία την πρόσφατη γέννηση και την αθωότητα, με τα σκιάδια την ανακούφιση από τον καύσωνα που προέρχεται από την εγκράτεια και την καθαρότητα. Με αυτά διδασκόμαστε ότι πρέπει να σηκώνουμε στους ώμους την ψυχή πού νυμφεύεται το Θεό, την οποία δεν την συνθλίβει η σάρκα, αλλά που κάθεται πάνω στον όγκο του σώματος. Κι όταν ακούμε άμαξα διδασκόμαστε την εκλάμπουσα χάρη του φωτισμού, που διαμέσου της γινόμαστε παιδιά, που δεν στηρίζομε πια τα πόδια μας στη γη, αλλά μεταφερόμαστε από αυτήν στην ουράνια ζωή. Η ζωή μας πάλι γίνεται σκιερή και δροσερή, αφού σβήσουμε τον καύσωνα με τα σκιάδια της αρετής. Αυτός λοιπόν είναι ο ήλιος που βλάπτει, όταν δεν εμποδίζεται η φλόγα του από τη νεφέλη του Πνεύματος, που άπλωσε σ’ αυτούς ο Κύριος για να τους σκεπάζει. Γιατί αυτός είναι ο ήλιος που καίει τη λευκή επιφάνεια τού σώματος με την προσβολή των πειρασμών και μαυρίζει την όψη ασχημίζοντάς την.

Σχόλιο: ΑΣ ΕΧΟΥΜΕ ΑΓΡΥΠΝΟ ΤΟ ΝΟΥ ΜΑΣ ΛΟΙΠΟΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΝ ΥΠΟΥΛΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΥΛΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΑΝΑΒΑΘΜΙΖΕΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΕΙΣ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΣΧΕΤΙΚΟΠΟΙΕΙ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΣΩΤΗΡΑ ΧΡΙΣΤΟ,ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΘΕΛΕΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ, ΤΕΚΝΙΟΝ ΔΟΣ ΜΟΙ ΣΗΝ ΚΑΡΔΙΑΝ, ΕΞΙΣΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΘΕ ΠΙΣΤΗ, ΣΑΝ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ, Η ΟΠΟΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ. 

Έπειτα εξηγεί από που άρχισε η μεταβολή της λευκότητάς μας προς το μαύρο. «Οι γιοι της μητέρας μου», λέει, «θύμωσαν μαζί μου· μ’ έβαλαν δραγάτισσα (φυλάκισσα) στ’ αμπέλια, αλλά δε φύλαξα το αμπέλι το δικό μου». Αυτό που ακούμε μας οδηγεί στη σκέψη να μη ζητούμε ακριβολογία στη σύνταξη, αλλά ν’ αποβλέπουμε στον ειρμό του νοήματος. Κι αν κάτι από τα λεγόμενα δεν έχει τη συντακτική ακρίβεια, ας καταλογιστεί στην αδυναμία εκείνων που έχουν μεταφέρει τα εβραϊκά στην ελληνική γλώσσα. Όποιοι είχαν την επιμέλεια να μάθουν την εβραϊκή γλώσσα δεν βρίσκουν τίποτε που να φαίνεται ασυνάρτητο. Επειδή όμως η μορφή της δικής μας γλώσσας δεν συμφωνεί με τη μορφή της εβραϊκής διατύπωσης προκαλεί κάποια σύγχυση σ’ όποιους ακολουθούν την επιπολαιότερη σημασία της λέξης. Το νόημα λοιπόν των λόγων αυτών, απ’ όσο καταλάβαμε, είναι το έξης· ο άνθρωπος δημιουργήθηκε στην αρχή χωρίς να του λείπει κανένα θεϊκό αγαθό και φροντίδα του ήταν να φυλάξει μόνο τ’ αγαθά όχι να τ’ αποκτήσει. Η επιβουλή όμως των εχθρών τον απογύμνωσε από τα προσόντα του, επειδή δεν φύλαξε τον πλούτο της φύσης του που του έδωσε ο Θεός. Αυτό λοιπόν είναι το νόημα των λόγων, ενώ η μετάδοση του νοήματος αυτού με τις αινιγματικές λέξεις γίνεται με τον εξής τρόπο· «οι γιοι της μητέρας μου», λέει, θύμωσαν μαζί μου, μ’ έβαλαν φυλάκισσα (δραγάτισσα) στ’ αμπέλια· αλλά δεν φύλαξα το αμπέλι το δικό μου».

Πολλά μας διδάσκουν οι στίχοι αυτοί με λίγα λόγια. Πρώτα, αυτό που διακηρύττει κι ο μέγας Παύλος ότι «τα πάντα προέρχονται από το Θεό», και ότι «ένας είναι ο Θεός Πατέρας από τον οποίον προέρχονται τα πάντα» και δεν υπάρχει κανένα ον που να μην έχει το Είναι μέσω εκείνου και από εκείνον (γιατί λέει «τα πάντα δι’ αυτού δημιουργήθηκαν κι απ’ όσα έγιναν τίποτα χωρίς αυτόν δεν έγινε»· αλλ’ επειδή όλα που έκανε ο Θεός, «είναι εξαιρετικά καλά» γιατί «όλα τα δημιούργησε με σοφία»), έδωσε και στη λογική φύση τη δωρεά του αυτεξουσίου και πρόσθεσε την ικανότητα να βρίσκει ό,τι επιθυμεί, ώστε να γίνεται ό,τι θέλουμε και να μην πράττουμε το αγαθό υποχρεωτικά και χωρίς να θέλουμε (ακούσια), αλλά να είναι κατόρθωμα της προαίρεσής μας. Επειδή λοιπόν αυτή η αυτεξούσια τάση μάς οδηγούσε αυτοδύναμα σ’ αυτό που θέλαμε, βρέθηκε μέσα στη φύση των όντων αυτός που έκανε κακή χρήση της εξουσίας του και κατά το λόγο του Αποστόλου έγινε εφευρέτης των κακών. Επειδή κι αυτός προέρχεται από το Θεό είναι αδελφός μας, επειδή όμως αποσπάστηκε με τη θέλησή του (εκουσίως) από τη μετουσία του αγαθού εγκαινιάζοντας το δρόμο για την είσοδο των κακών, έγινε πατέρας του ψεύδους κι έλαβε τη θέση του εχθρού για όλους εκείνους που η προαίρεσή τους αποβλέπει προς το αγαθό.

Βρίσκοντας λοιπόν και οι άλλοι σ’ αυτόν αφορμή ν’ απομακρυνθούν από τα αγαθά (αυτό έγινε και στους ανθρώπους), ορθά αυτή, που πρώτα ήταν μαύρη και τώρα ωραία (καλή), αποδίδει την αιτία της μαυρισμένης όψης σ’ αυτούς τους υιούς της μητέρας της, θέλοντας να μας διδάξει με αυτά πού λέει, ότι όλα τα όντα έχουν μία αιτία, σαν να είναι μητέρα τους. Και γι’ αυτό όλα όσα συγκαταλέγονται μέσα στα όντα είναι αδελφά μεταξύ τους. Και είναι η διαφορά της προαίρεσης που χώρισε τη φύση σ' εχθρική και φιλική. Αυτοί που απομακρύνθηκαν από τη σχέση με το αγαθό και με την απομάκρυνσή τους από το καλό δημιούργησαν το κακό (το κακό δεν έχει καμιά άλλη υπόσταση πέρα απ’ το ότι είναι χωρισμός από το καλό) φροντίζουν και σκέφτονται με ποιό τρόπο θα προσεταιριστούν κι άλλους στη συμμετοχή τους στα κακά. Και γι’ αυτό λέει· «αυτοί οι γιοι της μητέρας μου» (με τον πληθυντικό αριθμό δείχνει πόσο πολύμορφη είναι η κακία) έστησαν μάχη εναντίον μου· δεν με πολεμούν με επιδρομή απ’ έξω, αλλ’ έκαναν την ίδια την ψυχή μου πεδίο του πολέμου που γίνεται μέσα της. Μέσα στον καθένα μας διεξάγεται πόλεμος, όπως εξηγεί ο θείος Απόστολος, λέγοντας «βλέπω ένα άλλο νόμο μέσα στα μέλη μου που αντιστρατεύεται στο νόμο του νου μου και μ’ αιχμαλωτίζει στο νόμο της αμαρτίας που υπάρχει μέσα στα μέλη μου».

Κατά τον εμφύλιο λοιπόν αυτόν πόλεμο που ξέσπασε μέσα μου από μέρος των αδελφών μου, αλλά εχθρών της σωτηρίας μου, επειδή νικήθηκα από τους εχθρούς μου, έγινα μαύρη και δεν φύλαξα το δικό μου αμπέλι. Με τις λέξεις «αμπέλι» και «παράδεισος» πρέπει να εννοούμε το ίδιο· γιατί κι εκεί τάχθηκε ό άνθρωπος να φυλάει τον παράδεισο. Η παραμέληση όμως της φύλαξης διώχνει τον άνθρωπο από τον παράδεισο και τον κάνει κάτοικο της Δύσης απομακρύνοντάς τον από την Ανατολή. Κι αυτός είναι ο λόγος που η ανατολή εμφανίζεται στα δυτικά. Γιατί λέει, «ψάλετε ύμνους στον Κύριο που προχώρησε στα δυτικά», ώστε «με τη λάμψη του φωτός μέσα στο σκοτάδι» να μεταβληθεί το σκότος σε φώς και να γίνει η μαύρη πάλι ωραία (καλή). Η φαινόμενη αναντιστοιχία της διατύπωσης ως προς το νόημα που διαπιστώσαμε είναι δυνατό να διασκεδαστεί με τον έξης τρόπο. «Με έκαναν», λέει, «φυλάκισσα στ’ αμπέλια» πού σημαίνει ό,τι και το «έκαναν την Ιερουσαλήμ όμοια με αποθήκη οπωρικών (οπωροφυλάκιον)». Δεν την έβαλαν εκείνοι φύλακα του θείου αμπελιού, όπως μπορεί κανένας να εννοήσει επιπόλαια, αλλ’ αυτός που  την τοποθέτησε είναι ο Θεός, ενώ εκείνοι έστησαν (μέσα στην ψυχή της) μάχη εναντίον της και την έκαναν ένα είδος καλύβας μέσα στο αμπέλι και «ως αποθήκη έρημη οπωρικών σε περιβόλι αγγουριών». Επειδή στερήθηκε από την παρακοή της τα οπωρικά που φυλάγονταν, εγκαταλείφθηκε εκεί σαν ένα άχρηστο θέαμα, αφού δεν υπήρχε σ’ αυτήν εκείνο πού φυλαγόταν. Κι επειδή ο Θεός έθεσε τον άνθρωπο να καλλιεργεί και να φυλάει τον παράδεισο, γι’ αυτό είπε η νύφη τούτο το λόγο· ο Θεός όρισε την ψυχή μου για τη ζωή (ζωή βέβαια ήταν η τρυφή του παραδείσου, όπου ο Θεός έβαλε τον άνθρωπο για να τον καλλιεργεί και να τον φυλάει), οι εχθροί την μετάθεσαν από τη φύλαξη του παραδείσου να φροντίζει τα δικά τους αμπέλια, που τα τσαμπιά τους παράγουν την πικρία και τα σταφύλια τους τη χολή.

Τέτοιο αμπέλι ήταν τα Σόδομα, τέτοιο κλήμα τα Γόμορρα που συγκαταδικάστηκαν με τα Σόδομα, με τα οποία ξεχείλισε ο θυμός των δρακόντων ο αθεράπευτος στα πονηρά πατητήρια των Σοδομιτών (σημ: το μεθύσι από τέτοια αμπέλια είναι σαν τον θυμό των δρακόντων και το δηλητήριο της οχιάς). Μπορεί να δει κανένας και μέχρι σήμερα τους πιο πολλούς ανθρώπους να είναι επιμελητές και φύλακες σ’ αυτούς τους αμπελώνες, που φυλάγουν με ζήλο τα πάθη κοντά τους, σα να φοβούνται μήπως και απολέσουν το κακό. Βλέπεις τους κακούς φύλακες της ειδωλολατρίας, που εκδηλώνεται τόσο με την ασέβεια όσο και με την πλεονεξία, πως αγρυπνούν στη φύλαξη των κακών, θεωρώντας ζημία τη στέρηση της ανομίας. Αλλά και στα άλλα επίσης μπορείς να δεις όποιους αποδέχτηκαν το πάθος της ηδονής ή της υπερηφάνειας ή της κενοδοξίας ή κάποιου άλλου από αυτά, πως ενδιαφέρονται για κάθε φύλαξη των κακών αυτών, θεωρώντας κέρδος να μη μείνει καθαρή η ψυχή τους από τα κακά αυτά. Γι’ αυτά θρηνεί η νύφη λέγοντας ότι γι’ αυτό έχω μαυρίσει, επειδή, φυλάγοντας τα ζιζάνια των εχθρών μου και τα κλήματα της κακίας τους και φροντίζοντας τα αμπέλια τους, δεν φύλαξα το δικό μου.

Πόσο πένθος προξενεί σε όσους εξετάζουν με συναίσθηση αυτό το «δεν φύλαξα το δικό μου αμπέλι». Είναι θρήνος πραγματικός η φωνή, θρήνος που προκαλεί τους στεναγμούς συμπάθειας των προφητών. Πώς κατάντησε πόρνη η πόλη, η πιστή Σιών (Ιερουσαλήμ), η γεμάτη δικαιοσύνη; Πώς εγκαταλείφθηκε η κόρη Σιών σαν πρόχειρο καλύβι σε αμπελώνα; Πώς έμεινε μόνη η πόλη η γεμάτη από πλήθος λαού και αυτή που κυβερνούσε να γίνει φόρου υποτελής; Πώς μαύρισε το χρυσάφι, πώς αλλοιώθηκε το ωραίο ασήμι; Πώς μαύρισε και σκοτείνιασε αυτή που πρώτα έλαμπε δίπλα στο αληθινό φώς; Όλα, λέει, τα έπαθα, επειδή δεν φύλαξα το δικό μου αμπέλι. Αμπέλι είναι η αθανασία, αμπέλι η απάθεια και η ομοίωση προς το θείον και η αλλοτρίωση από κάθε κακό. Καρπός του αμπελιού αυτού είναι η καθαρότητα, το λαμπρό αυτό και ώριμο τσαμπί πού μοιάζει με τον ήλιο και καταγλυκαίνει με την αγνότητά του τα αισθητήρια της ψυχής, έλικες της κληματόβεργας είναι η περιπλοκή και η συνένωση προς την αΐδια ζωή, και κληματόβεργες που αναρριχώνται είναι τα ψηλώματα των αρετών που ανεβαίνουν προς το ύψος των αγγέλων, ενώ τα πράσινα φύλλα που σειόνται στα κλαδιά χαριτωμένα από το απαλό αεράκι είναι ο πολύμορφος στολισμός των αρετών εκείνων που έχουν τη θαλερότητα του Πνεύματος. Όλα αυτά, λέει, τα είχα και μ’ έκανε να λάμπω η απόλαυσή τους, κατασκοτείνιασα όμως από τη λύπη, γιατί δεν φύλαξα το δικό μου αμπέλι. Αφού έχασα την καθαρότητα, ντύθηκα τη σκοτεινή όψη (γιατί τέτοιος είναι στην όψη ο δερμάτινος χιτώνας). Τώρα όμως, επειδή μ’ αγάπησε πάλι η ευθύτητα κι έγινα πάλι όμορφη (καλή) και φωτεινή (φωτοειδής), παρακολουθώ με υποψία τον πλούτο μου, μήπως χάσω και πάλι το κάλλος μου, αστοχώντας στη φύλαξη από άγνοια του τρόπου ασφάλειας.

Γι αυτό αφήνοντας τη συνομιλία με τις κοπέλες πάλι φωνάζει παρακαλώντας τον νυμφίο και δίνει ως όνομα στον ποθητό της το ενδόμυχο αίσθημα που νιώθει γι’ αυτόν. Τί του λέει δηλαδή; «Πες μου, εσύ που αγάπησε η ψυχή μου, πού ποιμαίνεις, πού σταλιάζεις τα μεσημέρια, για να μην περιτριγυρίζω αδίκως ανάμεσα στις αγέλες των συντρόφων σου». Πού ποιμαίνεις εσύ ο ποιμήν ο καλός, που σηκώνεις στους ώμους σου όλο το ποίμνιο; Το ανθρώπινο γένος (όλη η ανθρώπινη φύση) είναι όλο ένα πρόβατο, που πήρες στους ώμους σου. Δείξε μου το τόπο της χλόης, πες μου πού είναι το νερό που ξεδιψά (το ύδωρ της αναπαύσεως), βγάλε με προς το χορτάρι της βοσκής, κάλεσέ με μέ τ’ όνομά μου, για ν’ ακούσω τη φωνή σου, εγώ το δικό σου πρόβατο, και δώσε μου με τη φωνή σου τη ζωή την αιώνια. «Πες μου εσύ που αγάπησε η ψυχή μου». Γιατί έτσι σε κατονομάζω, επειδή τ’ όνομά σου είναι πάνω από κάθε όνομα (άφραστο) κι ούτε να το πει μπορεί ούτε να το χωρέσει καμιά λογική φύση (αχώρητο). Το όνομα λοιπόν που μας καθιστά γνωστή την αγαθότητά σου είναι η αγάπη της ψυχής μου σ’ εσένα. Πώς να μη σε αγαπήσω, που τόσο μ’ αγάπησες, ενώ ήμουν μαύρη, ώστε να θυσιάσεις τη ζωή σου για τα πρόβατα που ποιμαίνεις; Δεν είναι δυνατό να σκεφτώ μεγαλύτερη από αυτήν αγάπη, ν’ ανταλλάξεις τη σωτηρία μου με την ίδια τη ζωή σου.

Πες μου λοιπόν, λέει, πού ποιμαίνεις, για να βρω τη βοσκή της σωτηρίας και να χορτάσω την ουράνια τροφή. Όποιος δε φάει από αυτήν δεν μπορεί να μπει στη ζωή. Και τρέχοντας προς την πηγή εσένα να πιώ το θεϊκό πιοτό, που εσύ πηγάζεις για τους διψασμένους αναβλύζοντας το νερό από την πλευρά σου, όταν άνοιξε η λόγχη τη φλέβα εκείνη· όποιος πιει από αυτήν γίνεται «πηγή που αναβλύζει το νερό της αιώνιας ζωής». Αν με ποιμάνεις σ’ αυτά σίγουρα θα με σταλιάσεις το μεσημέρι, όταν κοιμηθώ εκεί ειρηνικά κι αναπαυθώ στο ανίσκιωτο φώς. Γιατί είναι δίχως ίσκιο από παντού ολόγυρα το μεσημέρι, όταν ο ήλιος λάμπει κατακόρυφα, και συ βάζεις ν’ αναπαυθούν όσους ποίμανες, όταν δεχτείς τα παιδιά σου μαζί σου στη μάντρα σου. Αλλά κανένας δεν γίνεται άξιος για την ανάπαυση του μεσημεριού, αν δεν γίνει πρώτα υιός φωτός και υιός της ημέρας. Αυτός που αποχώρισε τον εαυτό του εξίσου από το βραδινό και το πρωϊνό σκοτάδι (όπου δηλαδή αρχίζει το κακό κι όπου τελειώνει), αυτός δέχεται το μεσημέρι την ξεκούραση από τον ήλιο της δικαιοσύνης.

Δείξε μου λοιπόν, λέει, που πρέπει να βόσκω και ποιος είναι ο δρόμος για την ανάπαυση του μεσημεριού, μήπως κάποτε, ξεφεύγοντας την αγαθή χειραγώγηση, η άγνοια της αλήθειας με κάνει να συναγελαστώ με τις ξένες από τα δικά σου κοπάδια αγέλες. Αυτά είπε για την ομορφιά που είχε δεχτεί από το Θεό γεμάτη αγωνία και ζητώντας να μάθει πως θα γινόταν να παραμείνει η ομορφιά της για πάντα. Δεν αξιώνεται όμως ακόμη τη φωνή του νυμφίου, γιατί ο Θεός είχε προβλέψει γι’ αυτήν κάτι καλύτερο, να φλογίσει σε μεγαλύτερο βαθμό την επιθυμία της η αναβολή της απολαύσεως, ώστε μαζί με τον πόθο να μεγαλώσει και η χαρά της.

Συνομιλούν όμως μαζί της οι φίλοι του νυμφίου και της δείχνουν συμβουλεύοντάς την τον τρόπο να εξασφαλίσει τα αγαθά που έχει. Ο λόγος όμως και εκείνων είναι καλυμμένος με ασάφεια. Η διατύπωσή του είναι η έξης· «αν δεν το ξέρεις από μόνη σου, ω εσύ όμορφη των γυναικών, βγες ακολουθώντας τα χνάρια των κοπαδιών και βόσκιζε τα κατσίκια σου κοντά στις μάντρες των κοπαδιών». Το νόημα τούτων των λόγων είναι φανερό από τη λογική ακολουθία όσων είπαμε, η σύνταξη όμως φαίνεται πως έχει κάποια ασάφεια. Ποιο είναι το νόημα; Ασφαλέστατο φυλαχτό είναι να μην σου διαφύγει η γνώση του εαυτού σου, ούτε, ενώ βλέπεις κάτι άλλο από τα σχετικά με σένα, να νομίζεις ότι βλέπεις τον εαυτό σου. Αυτό παθαίνουν όσοι δεν εξετάζουν τον εαυτό τους. Βλέποντας ότι έχουν ρώμη ή κάλλος ή δόξα ή εξουσία ή κάποια αφθονία πλούτου ή αλαζονεία ή έπαρση ή μέγεθος σώματος ή ωραία μορφή ή κάτι άλλο παρόμοιο, νομίζουν ότι ο εαυτός τους είναι ένα από αυτά. Γι’ αυτό δεν είναι σίγουρα φύλακες του εαυτού τους, επειδή αμελούν τα δικά τους εξαιτίας της απασχόλησής τους με τα ξένα. Πώς θα μπορούσε κάποιος να φυλάξει κάτι που δεν ξέρει; Γι’ αυτό η πιο ασφαλισμένη φύλαξη των αγαθών μας είναι να μην έχουμε άγνοια του εαυτού μας, να γνωρίζει καθένας τί είναι ο εαυτός του και να τον ξεχωρίζει με ακρίβεια από τα σχετικά με αυτόν, ώστε να μη φυλάξει κατά λάθος το ξένο αντί το δικό του. Όποιος αποβλέπει στη ζωή του κόσμου τούτου και κρίνει άξια για φύλαξη όσα τιμούν εδώ, δεν μπορεί να ξεχωρίσει το δικό του από το ξένο· τίποτε από όσα περνούν δεν είναι δικό μας. Και πώς να κρατήσει κανένας το παροδικό που ρέει;

Επειδή λοιπόν ένα μονάχα παραμένει το ίδιο, η νοητή και άυλη φύση, ενώ η ύλη περνά με κάποια ροή και κάποια κίνηση αλλάζοντας πάντοτε, υποχρεωτικά όποιος αποχωρίζεται από το μόνιμο, πηγαίνει οπωσδήποτε μαζί μ’ εκείνο που είναι άστατο, κι αυτός πού κυνηγά όποιο παρέρχεται κι αφήνει όποιο είναι μόνιμο, αστοχεί και στα δύο, στο ένα επειδή το αφήνει και στο άλλο επειδή δεν μπορεί να το συλλάβει. Γι’ αυτό οι φίλοι του νυμφίου δίνουν αυτή τη συμβολή. Ότι δηλαδή «αν δεν γνωρίσεις τον εαυτό σου, εσύ η όμορφη μέσα στις γυναίκες, ακολούθησε τα ίχνη των πατημασιών (τα χνάρια) των κοπαδιών και βόσκισε τα κατσίκια σου μπροστά στις μάντρες των κοπαδιών». Τί σημαίνει αυτό; Ότι όποιος δεν έμαθε τον εαυτό του αποκόβεται από το κοπάδι των προβάτων και βόσκει μαζί με τα κατσίκια πού η μάντρα τους ρίχτηκε στ’ αριστερά, αφού έτσι έβαλε ο καλός ποιμένας στα δεξιά τα πρόβατα, ενώ αποχώρισε από την καλύτερη μοίρα τα κατσίκια στ’ αριστερά. Από τη συμβουλή λοιπόν των φίλων του νυμφίου διδασκόμαστε τούτο· ότι πρέπει να αντικρίζουμε την ίδια τη φύση των πραγμάτων και να μην μας παραπλανούν από την αλήθεια ίχνη ψεύτικα.

Πρέπει όμως να εκθέσουμε την άποψή μας περί τούτων σαφέστερα. Πολλοί άνθρωποι δεν κρίνουν οι ίδιοι πως είναι η φύση των πραγμάτων, αλλά, έχοντας υπόψη τη συνήθεια όσων έζησαν πριν, κάνουν λάθη στην υγιή κρίση των όντων, προτείνοντας ως κριτήριο του καλού όχι ένα έμφρονα λογισμό αλλά μια άλογη συνήθεια. Γι’ αυτό εξωθούν τον εαυτό τους να καταλάβουν αρχές κι εξουσίες, και υπολογίζουν πολύ τις διακρίσεις του κόσμου τούτου και τα υλικά μεγέθη, ενώ είναι άδηλο που θα καταλήξει καθένα από αυτά έπειτα από την εδώ ζωή. Γιατί η συνήθεια δεν είναι ασφαλής εγγυητής των μελλοντικών, και η κατάληξή της είναι πολλές φορές κοπάδι κατσικιών όχι προβάτων. Καταλαβαίνεις τι λέω από το λόγο του Ευαγγελίου. Όποιος όμως αποβλέπει στο ιδιαίτερο γνώρισμα της ανθρώπινης φύσης (κι αυτό είναι ο λόγος) θα περιφρονήσει την άλογη συνήθεια και δε θα εκλέξει τίποτε ως αγαθό, αν δεν δίνει κέρδος στην ψυχή. Δεν πρέπει λοιπόν να παρατηρούμε τα ίχνη των ζωντανών, που αποτυπώνουν στο γήινο βίο με τις φτέρνες τους όσοι προπορεύτηκαν στη ζωή. Γιατί είναι άδηλη η κρίση για το προτιμότερο από τα φαινόμενα, ώσπου να βγούμε από τη ζωή κι εκεί να καταλάβουμε ποιούς ακολουθήσαμε.

Όποιος λοιπόν δε διακρίνει το καλό από το κακό από τα ίδια τα πράγματα, αλλά, ακολουθώντας τα ίχνη όσων προπορεύτηκαν, προτείνει την συνήθεια του παρελθόντος ως δάσκαλο της ίδιας του ζωής, ξεχνά πολλές φορές ότι τον καιρό της δίκαιης κρίσης από πρόβατο γίνεται ερίφιο (κατσίκι). Αυτά λοιπόν μπορείς ν’ ακούσεις να λένε οι φίλοι, ότι εσύ, ψυχή, που από μαύρη έγινες ωραία, αν σ’ ενδιαφέρει να μείνει αιώνια σ’ εσένα η χάρη της ομορφιάς, μη γελαστείς από τα ίχνη όσων πέρασαν πριν από σένα τη ζωή. Ό,τι βλέπεις είναι άδηλο, αν δεν είναι μονοπάτι για κατσίκια. Αυτό ακολουθώντας εσύ, επειδή δεν είναι ορατοί σ’ εσένα αυτοί που άνοιξαν με τα ίχνη τους το μονοπάτι, όταν περάσεις τη ζωή και κλειστείς στη μάντρα του θανάτου, κοίταξε μην προστεθείς στην αγέλη των κατσικιών, που δεν τα ήξερες κι όμως τα πήρες το κατόπι παρατηρώντας τα ίχνη της ζωής.

«Αν λοιπόν δεν γνωρίσεις τον εαυτό σου», λέει, «ώ ωραία μέσα στις γυναίκες, πήγαινε κατά τα πατήματα των κοπαδιών και βόσκισε τα κατσίκια σου στις μάντρες των κοπαδιών». Το σημείο αυτό μπορούμε να το καταλάβουμε καλύτερα από άλλο χειρόγραφο, ώστε ούτε η σύνταξη των λέξεων να φαίνεται ασυνάρτητη. Γιατί λέει, «αν δεν γνωρίσεις τον εαυτό του, ώ ωραία μέσα στις γυναίκες, βγήκες από τα ίχνη του κοπαδιού και βοσκίζεις κατσίκια αντί να πάς στις μάντρες των κοπαδιών». Έτσι το νόημα που φαίνεται στις λέξεις αυτές συμφωνεί ακριβώς με την ερμηνεία που δώσαμε πιο μπρος. Λοιπόν, για να μην το πάθεις αυτό, πρόσεχε τον εαυτό σου, λέει ο λόγος· αυτό είναι το ασφαλές φυλακτήριο των αγαθών. Κατάλαβε πόσο σ’ έχει τιμήσει ο δημιουργός σου πάνω από την υπόλοιπη κτίση. Δεν έγινε εικόνα του Θεού ο ουρανός ούτε η σελήνη ούτε ο ήλιος ούτε η ομορφιά των άστρων ούτε κανένα άλλο από τα φαινόμενα της κτίσης. Είσαι συ η μόνη που έγινες η απεικόνιση της φύσης πού υπερβαίνει κάθε νου, το ομοίωμα, το αποτύπωμα της αληθινής θεότητας, εσύ το δοχείο της μακάριας ζωής, το εκμαγείο του αληθινού φωτός, ώστε βλέποντάς το να γίνεις εκείνο που Αυτός είναι, απομιμούμενη με το αντιλάμπισμα της καθαρότητάς σου αυτόν που λάμπει μέσα σου.

Κανένα από τα όντα δεν είναι τόσο μεγάλο, ώστε να συγκρίνεται με το μέγεθος σου. Ο ουρανός όλος περιλαμβάνεται σε μια σπιθαμή του Θεού, η γη και η θάλασσα κλείνονται στη φούχτα του. Ωστόσο ο τόσο μεγάλος και τόσο θαυμαστός, που μέσα στην παλάμη του περικλείει όλη την κτίση, χωράει ολόκληρος μέσα σου, κατοικεί μέσα σου, και δεν βρίσκεται σε στενό χώρο διασχίζοντας τη φύση του αυτός που είπε «θα κατοικήσω μέσα τους και θα περπατήσω». Αν βλέπεις αυτά, δεν θ’ αποσπάσει τα μάτια σου κανένα επίγειο. Και γιατί λέω αυτό μόνο; Αλλ’ ούτε ο ουρανός θα σου φανεί αξιοθαύμαστος. Πώς θα θαυμάσεις, ώ άνθρωπε, τους ουρανούς βλέποντας ότι εσύ είσαι μονιμότερος από τούς ουρανούς; Αυτοί περνούν και φεύγουν, εσύ όμως παραμένεις στην αιωνιότητα μαζί μ’ αυτόν που υπάρχει πάντοτε. Δε θα θαυμάσεις τις εκτάσεις της ξηράς και τα πέλαγα που απλώνονται στο άπειρο, που τάχθηκες να επιστατείς σ’ αυτά και να έχεις τα στοιχεία αυτά υπάκουα σ’ εσένα και να τα εξουσιάζεις σαν ηνίοχος σε άρμα που το σέρνουν άλογα. Γιατί και η γη εξυπηρετεί τις ανάγκες του βίου σου και η θάλασσα σαν άλογο υπάκουο σου απλώνει την πλάτη της και δέχεται τον άνθρωπο καβαλάρη της.

«Αν λοιπόν μάθεις τον εαυτό του, ώ ωραία μέσα στις γυναίκες», θα υψωθείς πάνω απ’ όλο τον κόσμο και ατενίζοντας αδιάκοπα προς το άυλο αγαθό θα περιφρονήσεις την πλάνη από τα σημάδια (ίχνη) της ζωής αυτής. Πρόσεχε λοιπόν πάντοτε τον εαυτό σου και δε θα παραπλανηθείς προς το κοπάδι των κατσικιών, ούτε θα παρουσιαστείς στον καιρό της κρίσης ερίφιο και όχι πρόβατο, ούτε θ’ αποκλειστείς από τη θέση στα δεξιά, αλλά θ’ ακούσεις τη γλυκιά φωνή, πού λέει στα πυκνόμαλλα και ήμερα πρόβατα· «ελάτε οι ευλογημένοι απ’ τον Πατέρα μου, κληρονομήστε τη βασιλεία που σας έχει ετοιμαστεί από καταβολής κόσμου». Μακάρι να γίνουμε άξιοι γι’ αυτήν κι εμείς με τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.

Παρουσιάστηκε σε 4 αναρτήσεις (, , και )

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: