Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2022

Αγ. Γρηγόριος Νύσσης - Ερμηνεία του Άσματος Ασμάτων (6)

 Συνέχεια από: Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2022

    ΛΟΓΟΣ Β'

(Άσμα Ασμάτων 1,5-8)

Η ΝΥΦΗ:

«Είμαι μαύρη αλλά όμορφη, κοπέλες (θυγατέρες) της Ιερουσαλήμ,

μαύρη όπως τα αντίσκηνα του Κηδάρ, κι’ όμορφη σαν τα δερμάτινα παραπετάσματα/υφαντά (της σκηνής) του Σολομώντα.

Μη βλέπετε που είμαι έτσι μαυρισμένη, 

επειδή με έκαψε ο ήλιος· 

οι γιοι της μητέρας μου θύμωσαν μαζί μου,

με βάλανε φυλάκισσα (δραγάτισσα) στ' αμπέλια.

Μα δεν φύλαξα τ’ αμπέλι το δικό μου.

Πες μου εσύ που σ’ αγάπησε η ψυχή μου,

που βόσκεις (τα πρόβατά σου), που σταλιάζεις τα μεσημέρια,

για να μην περιτριγυρίζω αδίκως ανάμεσα στις αγέλες των συντρόφων σου».

Ο ΧΟΡΟΣ

«Αν δεν το ξέρεις από μόνη σου (εάν δεν γνωρίζεις τον εαυτό σου), εσύ ώ όμορφη των γυναικών, βγες ακολουθώντας τα χνάρια των κοπαδιών και βόσκε τα κατσίκια σου κοντά στις μάντρες των βοσκών».

Έπειτα εξηγεί από που άρχισε η μεταβολή της λευκότητάς μας προς το μαύρο. «Οι γιοι της μητέρας μου», λέει, «θύμωσαν μαζί μου· μ’ έβαλαν δραγάτισσα (φυλάκισσα) στ’ αμπέλια, αλλά δε φύλαξα το αμπέλι το δικό μου». Αυτό που ακούμε μας οδηγεί στη σκέψη να μη ζητούμε ακριβολογία στη σύνταξη, αλλά ν’ αποβλέπουμε στον ειρμό του νοήματος. Κι αν κάτι από τα λεγόμενα δεν έχει τη συντακτική ακρίβεια, ας καταλογιστεί στην αδυναμία εκείνων που έχουν μεταφέρει τα εβραϊκά στην ελληνική γλώσσα. Όποιοι είχαν την επιμέλεια να μάθουν την εβραϊκή γλώσσα δεν βρίσκουν τίποτε που να φαίνεται ασυνάρτητο. Επειδή όμως η μορφή της δικής μας γλώσσας δεν συμφωνεί με τη μορφή της εβραϊκής διατύπωσης προκαλεί κάποια σύγχυση σ’ όποιους ακολουθούν την επιπολαιότερη σημασία της λέξης. Το νόημα λοιπόν των λόγων αυτών, απ’ όσο καταλάβαμε, είναι το έξης· ο άνθρωπος δημιουργήθηκε στην αρχή χωρίς να του λείπει κανένα θεϊκό αγαθό και φροντίδα του ήταν να φυλάξει μόνο τ’ αγαθά όχι να τ’ αποκτήσει. Η επιβουλή όμως των εχθρών τον απογύμνωσε από τα προσόντα του, επειδή δεν φύλαξε τον πλούτο της φύσης του που του έδωσε ο Θεός. Αυτό λοιπόν είναι το νόημα των λόγων, ενώ η μετάδοση του νοήματος αυτού με τις αινιγματικές λέξεις γίνεται με τον εξής τρόπο· «οι γιοι της μητέρας μου», λέει, θύμωσαν μαζί μου, μ’ έβαλαν φυλάκισσα (δραγάτισσα) στ’ αμπέλια· αλλά δεν φύλαξα το αμπέλι το δικό μου».

Πολλά μας διδάσκουν οι στίχοι αυτοί με λίγα λόγια. Πρώτα, αυτό που διακηρύττει κι ο μέγας Παύλος ότι «τα πάντα προέρχονται από το Θεό», και ότι «ένας είναι ο Θεός Πατέρας από τον οποίον προέρχονται τα πάντα» και δεν υπάρχει κανένα ον που να μην έχει το Είναι μέσω εκείνου και από εκείνον (γιατί λέει «τα πάντα δι’ αυτού δημιουργήθηκαν κι απ’ όσα έγιναν τίποτα χωρίς αυτόν δεν έγινε»· αλλ’ επειδή όλα που έκανε ο Θεός, «είναι εξαιρετικά καλά» γιατί «όλα τα δημιούργησε με σοφία»), έδωσε και στη λογική φύση τη δωρεά του αυτεξουσίου και πρόσθεσε την ικανότητα να βρίσκει ό,τι επιθυμεί, ώστε να γίνεται ό,τι θέλουμε και να μην πράττουμε το αγαθό υποχρεωτικά και χωρίς να θέλουμε (ακούσια), αλλά να είναι κατόρθωμα της προαίρεσής μας. Επειδή λοιπόν αυτή η αυτεξούσια τάση μάς οδηγούσε αυτοδύναμα σ’ αυτό που θέλαμε, βρέθηκε μέσα στη φύση των όντων αυτός που έκανε κακή χρήση της εξουσίας του και κατά το λόγο του Αποστόλου έγινε εφευρέτης των κακών. Επειδή κι αυτός προέρχεται από το Θεό είναι αδελφός μας, επειδή όμως αποσπάστηκε με τη θέλησή του (εκουσίως) από τη μετουσία του αγαθού εγκαινιάζοντας το δρόμο για την είσοδο των κακών, έγινε πατέρας του ψεύδους κι έλαβε τη θέση του εχθρού για όλους εκείνους που η προαίρεσή τους αποβλέπει προς το αγαθό.

Βρίσκοντας λοιπόν και οι άλλοι σ’ αυτόν αφορμή ν’ απομακρυνθούν από τα αγαθά (αυτό έγινε και στους ανθρώπους), ορθά αυτή, που πρώτα ήταν μαύρη και τώρα ωραία (καλή), αποδίδει την αιτία της μαυρισμένης όψης σ’ αυτούς τους υιούς της μητέρας της, θέλοντας να μας διδάξει με αυτά πού λέει, ότι όλα τα όντα έχουν μία αιτία, σαν να είναι μητέρα τους. Και γι’ αυτό όλα όσα συγκαταλέγονται μέσα στα όντα είναι αδελφά μεταξύ τους. Και είναι η διαφορά της προαίρεσης που χώρισε τη φύση σ' εχθρική και φιλική. Αυτοί που απομακρύνθηκαν από τη σχέση με το αγαθό και με την απομάκρυνσή τους από το καλό δημιούργησαν το κακό (το κακό δεν έχει καμιά άλλη υπόσταση πέρα απ’ το ότι είναι χωρισμός από το καλό) φροντίζουν και σκέφτονται με ποιό τρόπο θα προσεταιριστούν κι άλλους στη συμμετοχή τους στα κακά. Και γι’ αυτό λέει· «αυτοί οι γιοι της μητέρας μου» (με τον πληθυντικό αριθμό δείχνει πόσο πολύμορφη είναι η κακία) έστησαν μάχη εναντίον μου· δεν με πολεμούν με επιδρομή απ’ έξω, αλλ’ έκαναν την ίδια την ψυχή μου πεδίο του πολέμου που γίνεται μέσα της. Μέσα στον καθένα μας διεξάγεται πόλεμος, όπως εξηγεί ο θείος Απόστολος, λέγοντας «βλέπω ένα άλλο νόμο μέσα στα μέλη μου που αντιστρατεύεται στο νόμο του νου μου και μ’ αιχμαλωτίζει στο νόμο της αμαρτίας που υπάρχει μέσα στα μέλη μου».

Κατά τον εμφύλιο λοιπόν αυτόν πόλεμο που ξέσπασε μέσα μου από μέρος των αδελφών μου, αλλά εχθρών της σωτηρίας μου, επειδή νικήθηκα από τους εχθρούς μου, έγινα μαύρη και δεν φύλαξα το δικό μου αμπέλι. Με τις λέξεις «αμπέλι» και «παράδεισος» πρέπει να εννοούμε το ίδιο· γιατί κι εκεί τάχθηκε ό άνθρωπος να φυλάει τον παράδεισο. Η παραμέληση όμως της φύλαξης διώχνει τον άνθρωπο από τον παράδεισο και τον κάνει κάτοικο της Δύσης απομακρύνοντάς τον από την Ανατολή. Κι αυτός είναι ο λόγος που η ανατολή εμφανίζεται στα δυτικά. Γιατί λέει, «ψάλετε ύμνους στον Κύριο που προχώρησε στα δυτικά», ώστε «με τη λάμψη του φωτός μέσα στο σκοτάδι» να μεταβληθεί το σκότος σε φώς και να γίνει η μαύρη πάλι ωραία (καλή). Η φαινόμενη αναντιστοιχία της διατύπωσης ως προς το νόημα που διαπιστώσαμε είναι δυνατό να διασκεδαστεί με τον έξης τρόπο. «Με έκαναν», λέει, «φυλάκισσα στ’ αμπέλια» πού σημαίνει ό,τι και το «έκαναν την Ιερουσαλήμ όμοια με αποθήκη οπωρικών (οπωροφυλάκιον)». Δεν την έβαλαν εκείνοι φύλακα του θείου αμπελιού, όπως μπορεί κανένας να εννοήσει επιπόλαια, αλλ’ αυτός που  την τοποθέτησε είναι ο Θεός, ενώ εκείνοι έστησαν (μέσα στην ψυχή της) μάχη εναντίον της και την έκαναν ένα είδος καλύβας μέσα στο αμπέλι και «ως αποθήκη έρημη οπωρικών σε περιβόλι αγγουριών». Επειδή στερήθηκε από την παρακοή της τα οπωρικά που φυλάγονταν, εγκαταλείφθηκε εκεί σαν ένα άχρηστο θέαμα, αφού δεν υπήρχε σ’ αυτήν εκείνο πού φυλαγόταν. Κι επειδή ο Θεός έθεσε τον άνθρωπο να καλλιεργεί και να φυλάει τον παράδεισο, γι’ αυτό είπε η νύφη τούτο το λόγο· ο Θεός όρισε την ψυχή μου για τη ζωή (ζωή βέβαια ήταν η τρυφή του παραδείσου, όπου ο Θεός έβαλε τον άνθρωπο για να τον καλλιεργεί και να τον φυλάει), οι εχθροί την μετάθεσαν από τη φύλαξη του παραδείσου να φροντίζει τα δικά τους αμπέλια, που τα τσαμπιά τους παράγουν την πικρία και τα σταφύλια τους τη χολή.

Τέτοιο αμπέλι ήταν τα Σόδομα, τέτοιο κλήμα τα Γόμορρα που συγκαταδικάστηκαν με τα Σόδομα, με τα οποία ξεχείλισε ο θυμός των δρακόντων ο αθεράπευτος στα πονηρά πατητήρια των Σοδομιτών (σημ: το μεθύσι από τέτοια αμπέλια είναι σαν τον θυμό των δρακόντων και το δηλητήριο της οχιάς). Μπορεί να δει κανένας και μέχρι σήμερα τους πιο πολλούς ανθρώπους να είναι επιμελητές και φύλακες σ’ αυτούς τους αμπελώνες, που φυλάγουν με ζήλο τα πάθη κοντά τους, σα να φοβούνται μήπως και απολέσουν το κακό. Βλέπεις τους κακούς φύλακες της ειδωλολατρίας, που εκδηλώνεται τόσο με την ασέβεια όσο και με την πλεονεξία, πως αγρυπνούν στη φύλαξη των κακών, θεωρώντας ζημία τη στέρηση της ανομίας. Αλλά και στα άλλα επίσης μπορείς να δεις όποιους αποδέχτηκαν το πάθος της ηδονής ή της υπερηφάνειας ή της κενοδοξίας ή κάποιου άλλου από αυτά, πως ενδιαφέρονται για κάθε φύλαξη των κακών αυτών, θεωρώντας κέρδος να μη μείνει καθαρή η ψυχή τους από τα κακά αυτά. Γι’ αυτά θρηνεί η νύφη λέγοντας ότι γι’ αυτό έχω μαυρίσει, επειδή, φυλάγοντας τα ζιζάνια των εχθρών μου και τα κλήματα της κακίας τους και φροντίζοντας τα αμπέλια τους, δεν φύλαξα το δικό μου.

Το πρωτότυπο κείμενο


Εἶτα διηγεῖται, ὅθεν τὴν ἀρχὴν ἔσχεν ἡ πρὸς τὸ μέλαν τῆς εὐχροίας ἡμῶν μεταποίησις. Υἱοὶ μητρός μου, φησίν, ἐμαχέσαντο ἐν ἐμοί, ἔθεντό με φυλάκισσαν ἐν ἀμπελῶσιν· ἀμπελῶνα ἐμὸν οὐκ ἐφύλαξα. καί μοι τοῦτο παρασχέσθω ἡ ἀκοή, μὴ λίαν ἀκριβολογεῖσθαι πρὸς τὴν τῆς λέξεως σύνταξιν ἀλλὰ πρὸς τὸν εἱρμὸν τοῦ νοήματος βλέπειν. εἰ δέ τι μὴ ἀκριβῶς συνηρτημένον ἐστὶν ἐκ τῆς συμφράσεως, τῇ ἀσθενείᾳ λογισάσθω τῶν τὴν Ἑβραίων γλῶτταν μεταβαλόντων εἰς τὴν Ἑλλάδα φωνήν· οἷς γὰρ ἐν ἐπιμελείᾳ γέγονε παιδευθῆναι τὴν Ἑβραίων διάλεκτον, οὐδὲν εὑρίσκεται τοιοῦτον, οἷον δοκεῖν ἀσυναρτήτως ἔχειν. ὁ δὲ σχηματισμὸς | τῆς ἡμετέρας γλώττης μὴ συμβαίνων τῷ σχήματι τῆς Ἑβραϊκῆς εὐγλωττίας σύγχυσίν τινα ποιεῖ τοῖς ἐπιπολαιότερον ἀκολουθοῦσι τῇ σημασίᾳ τῆς λέξεως. ἡ μὲν οὖν διάνοια τῶν προκειμένων ῥημάτων αὕτη ἐστίν, ὅσον ἡμεῖς κατειλήφαμεν, ὅτι· γέγονε τὸ κατ’ ἀρχὰς ὁ ἄνθρωπος οὐδενὸς τῶν θείων ἀγαθῶν ἐνδεής, ᾧ ἔργον ἦν φυλάξαι μόνον τὰ ἀγαθά, οὐχὶ κτήσασθαι. ἡ δὲ τῶν ἐχθρῶν ἐπιβουλὴ γυμνὸν αὐτὸν τῶν προσόντων ἐποίησε μὴ φυλάξαντα τὴν δοθεῖσαν αὐτῷ φύσει παρὰ τῷ θεῷ εὐκληρίαν. αὕτη μὲν οὖν ἐστιν ἡ τῶν ῥημάτων διάνοια, ἡ δὲ διὰ τῶν αἰνιγματικῶν λόγων τοῦ νοήματος τούτου παράδοσις τοῦτον ἔχει τὸν τρόπον· Υἱοὶ μητρός μου, φησίν, ἐμαχέσαντο ἐν ἐμοί, ἔθεντό με φυλάκισσαν ἐν ἀμπελῶσιν· ἀμπελῶνα ἐμὸν οὐκ ἐφύλαξα. 

Πολλὰ δι’ ὀλίγων δογματικῶς ἡμᾶς ἐκπαιδεύει ὁ λόγος. πρῶτον μὲν ὅπερ καὶ ὁ μέγας ἀποφαίνεται Παῦλος, ὅτι τὰ πάντα ἐκ τοῦ θεοῦ καὶ Εἷς θεὸς ὁ πατὴρ ἐξ οὗ τὰ πάντα, καὶ οὐδὲν τῶν ὄντων ἐστὶν ὃ μὴ δι’ ἐκείνου τε καὶ ἐξ ἐκείνου τὸ εἶναι ἔχει | (Πάντα γάρ, φησί, δι’ αὐτοῦ ἐγένετο καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέν· ἀλλ’ ἐπειδὴ πάντα ἐποίησεν ὁ θεός, καλὰ λίαν ἐστί. πάντα γὰρ ἐν σοφίᾳ ἐποίησεν), ἔδωκε δὲ τῇ λογικῇ φύσει τὴν αὐτεξούσιον χάριν καὶ προσέθηκε δύναμιν εὑρετικὴν τῶν καταθυμίων, ὡς ἂν τὸ ἐφ’ ἡμῖν χώραν ἔχοι καὶ μὴ κατηναγκασμένον εἴη τὸ ἀγαθὸν καὶ ἀκούσιον, ἀλλὰ κατόρθωμα προαιρέσεως γένοιτο. τούτου δὲ τοῦ αὐτεξουσίου κινήματος αὐτοκρατορικῶς πρὸς τὸ δοκοῦν ἡμᾶς ἄγοντος ηὑρέθη τις ἐν τῇ φύσει τῶν ὄντων ὁ κακῶς τῇ ἐξουσίᾳ χρησάμενος καὶ κατὰ τὴν τοῦ ἀποστόλου φωνὴν κακῶν ἐφευρετὴς γενόμενος· ὃς τῷ μὲν ἐκ θεοῦ καὶ αὐτὸς εἶναι ἀδελφός ἐστιν ἡμέτερος, τῷ δὲ τῆς τοῦ ἀγαθοῦ μετουσίας ἑκουσίως ἀπορρυῆναι τὴν τῶν κακῶν εἴσοδον καινοτομήσας καὶ πατὴρ ψεύδους γενόμενος εἰς πολεμίου τάξιν ἑαυτὸν κατέστησε πᾶσιν, οἷς ὁ σκοπὸς τῆς προαιρέσεως πρὸς τὸ κρεῖττον βλέπει. 

Διὰ τούτου τοίνυν καὶ τοῖς λοιποῖς τῆς τῶν ἀγαθῶν ἀποπτώσεως τῆς ἀφορμῆς ἐγγενομένης (ὃ δὴ καὶ τῇ φύσει τῶν ἀνθρώπων ἐγένετο) καλῶς ἡ ποτὲ μὲν μέλαινα, | νῦν δὲ καλὴ τὴν αἰτίαν τῆς ζοφώδους ὄψεως εἰς τοὺς τοιούτους τῆς μητρὸς υἱοὺς ἀνατίθησι παιδεύουσα διὰ τῶν λεγομένων ἡμᾶς, ὅτι μία μὲν πᾶσίν ἐστι τοῖς οὖσιν οἷόν τις μήτηρ ἡ τῶν ὄντων αἰτία. καὶ διὰ τοῦτο ἀδελφὰ πάντα ἐστὶν ἀλλήλων τὰ ἐν τοῖς οὖσι νοούμενα. ἡ δὲ τῆς προαιρέσεως διαφορὰ πρὸς τὸ φίλιόν τε καὶ πολέμιον τὴν φύσιν διέσχισεν· οἱ γὰρ ἀφεστῶτες τῆς πρὸς τὸ ἀγαθὸν σχέσεως καὶ διὰ τῆς τοῦ κρείττονος ἀποστάσεως τὸ κακὸν ὑποστήσαντες (οὐδὲ γάρ ἐστιν ἄλλη τις κακοῦ ὑπόστασις εἰ μὴ ὁ χωρισμὸς τοῦ βελτίονος) πᾶσαν ποιοῦνται σπουδὴν καὶ ἐπίνοιαν τοῦ καὶ ἄλλους πρὸς τὴν τῶν κακῶν κοινωνίαν προσεταιρίσασθαι. καὶ διὰ τοῦτό φησιν· οὗτοι οἱ υἱοὶ τῆς μητρός μου (τῇ γὰρ πληθυντικῇ σημασίᾳ τὸ πολυσχιδὲς τῆς κακίας ἐνδείκνυται) πόλεμον ἐν ἐμοὶ συνεστήσαντο, οὐκ ἔξωθεν ἐξ ἐπιδρομῆς πολεμοῦντες ἀλλ’ αὐτὴν τὴν ψυχὴν ποιησάμενοι τοῦ ἐν αὐτῇ | πολέμου μεταίχμιον· ἐν ἑκάστῳ γάρ ἐστιν ὁ πόλεμος, καθὼς ἑρμηνεύει ὁ θεῖος ἀπόστολος λέγων ὅτι Βλέπω ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καὶ αἰχμαλωτίζοντά με τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσί μου. 

Ταύτης τοίνυν τῆς ἐμφυλίου μάχης ἐν ἐμοὶ συστάσης παρὰ τῶν ἀδελφῶν μέν, ἐχθρῶν δὲ τῆς ἐμῆς σωτηρίας, μέλαινα ἐγενόμην ἡττηθεῖσα τῶν πολεμίων καὶ τὸν ἀμπελῶνα τὸν ἐμὸν οὐκ ἐφύλαξα. Ταὐτὸν δὲ χρὴ νοεῖν τῷ παραδείσῳ τὸν ἀμπελῶνα· καὶ γὰρ κἀκεῖ φυλάσσειν ἐτάχθη ὁ ἄνθρωπος τὸν παράδεισον. ἡ δὲ τῆς φυλακῆς ἀμέλεια ἐκβάλλει τοῦ παραδείσου τὸν ἄνθρωπον καὶ οἰκήτορα τῶν δυσμῶν ποιεῖ τῆς ἀνατολῆς ἀποστήσασα. διὰ τοῦτο ἡ ἀνατολὴ ταῖς δυσμαῖς ἐπιφαίνεται· Ψάλατε γάρ, φησί, τῷ κυρίῳ τῷ ἐπιβεβηκότι ἐπὶ δυσμῶν, ἵνα τοῦ φωτὸς ἐν τῇ σκοτίᾳ λάμψαντος μεταποιηθῇ πρὸς τὴν ἀκτῖνα τὸ σκότος καὶ γένηται καλὴ πάλιν ἡ μέλαινα. τὸ δὲ δοκοῦν ἀσυνάρτητον τῆς λέξεως ὡς πρὸς τὴν εὑρεθεῖσαν διάνοιαν τούτῳ τῷ τρόπῳ δυνατόν ἐστι παραμυθήσασθαι· Ἔθεντό με, φησί, φυλάκισσαν ἐν ἀμπελῶσιν, ὅπερ ἴσον ἐστὶ τῷ Ἔθεντο τὴν Ἰερουσαλὴμ ὡς ὀπωροφυλάκιον. οὐ γὰρ ἐκεῖνοι κατέστησαν αὐτὴν φύλακα τοῦ θείου ἀμπελῶνος, | ὡς ἄν τις ἐκ τοῦ προχείρου νοήσειεν, ἀλλ’ ὁ καταστήσας μέν ἐστι θεός, ἐκεῖνοι δὲ ἐμαχέσαντο μόνον ἐν αὐτῇ καὶ ἔθεντο αὐτὴν Ὡς σκηνὴν ἐν ἀμπελῶνι καὶ ὡς ὀπωροφυλάκιον ἐν σικυηράτῳ. τῆς γὰρ φυλασσομένης ὀπώρας διὰ τὴν παρακοὴν στερηθεῖσα ἄχρηστον θέαμα κατελείφθη τοῦ φυλασσομένου ἐν αὐτῇ μὴ ὄντος. καὶ ἐπειδὴ ἔθετο ὁ θεὸς τὸν ἄνθρωπον ἐργάζεσθαι καὶ φυλάσσειν τὸν παράδεισον, τοῦτο εἶπεν ἡ νύμφη ὅτι τοῦ θεοῦ θεμένου τὴν ψυχήν μου εἰς ζωήν (ζωὴ γὰρ ἦν ἡ τοῦ παραδείσου τρυφή, ἐν ᾧ ἔθετο ὁ θεὸς τὸν ἄνθρωπον ἐργάζεσθαι καὶ φυλάσσειν αὐτόν) οἱ ἐχθροὶ μετέστησαν αὐτὴν ἀπὸ τῆς τοῦ παραδείσου φυλακῆς εἰς τὸ σπουδάζειν περὶ τὸν αὐτῶν ἀμπελῶνα, οὗ ὁ βότρυς γεωργεῖ τὴν πικρίαν καὶ ἡ σταφυλὴ τὴν χολήν. 

Τοιοῦτος ἀμπελὼν Σόδομα ἦν, τοιαύτη κληματὶς Γόμορρα ἡ συγκαταδικασθεῖσα Σοδόμοις, δι’ ὧν ὁ τῶν δρακόντων θυμὸς ὁ ἀνίατος ἐν ταῖς πονηραῖς ληνοῖς τῶν Σοδομιτῶν ὑπερεχέθη. ἔστι δὲ καὶ μέχρι τοῦ νῦν τῶν τοιούτων ἀμπελώνων ἐπιμελητάς τε καὶ φύλακας τοὺς πολλοὺς τῶν ἀνθρώπων ἰδεῖν, οἳ ἐν σπουδῇ τὰ πάθη παρ’ ἑαυτοῖς τηροῦσιν ὥσπερ δεδοικότες μὴ τὸ κακὸν ἀπολέσωσιν. ὁρᾷς τοὺς πονηροὺς τῆς | εἰδωλολατρίας φύλακας τῆς τε κατὰ τὴν ἀσέβειαν καὶ τῆς κατὰ τὴν πλεονεξίαν ἐνεργουμένης, πῶς ἐπαγρυπνοῦσι τῇ φυλακῇ τῶν κακῶν ζημίαν τὸ στερηθῆναι τῆς ἀνομίας νομίζοντες. καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων ὡσαύτως ἔστιν ἰδεῖν τοὺς ἐν πάθει παραδεξαμένους τὴν ἡδονὴν ἢ ὑπερηφανίαν ἢ τῦφον ἢ ἄλλο τι τῶν τοιούτων, πῶς περιέχονται διὰ πάσης φυλακῆς τῶν τοιούτων κακῶν κέρδος ποιούμενοι τὸ μηδέποτε τῶν κακῶν τὴν ψυχὴν καθαρεῦσαι. Ταῦτα οὖν ἡ νύμφη ὀδύρεται λέγουσα ὅτι διὰ τοῦτο ἐγενόμην μέλαινα, ἐπειδὴ τὰ ζιζάνια τοῦ ἐχθροῦ καὶ τὰς πονηρὰς αὐτῶν κληματίδας φυλάσσουσά τε καὶ περιέπουσα τὸν ἀμπελῶνα τὸν ἐμὸν οὐκ ἐφύλαξα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: