Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2022

Περί θείας ενώσεως και διακρίσεως - Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς (δ)

  ΚΑΤΑ ΠΟΣΟΥΣ ΤΡΟΠΟΥΣ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ Η ΘΕΙΑ ΕΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΙΣ

Και ότι ως προς τον Θεόν διδαχθήκαμε ότι υπάρχει διάκρισις, όχι μόνον κατά τις υποστάσεις, αλλά και κατά τις κοινές προόδους και ενέργειες, και ότι παραλάβαμε να φρονούμε αυτόν άκτιστον τόσο κατά την ένωσιν όσον και κατά την διάκρισιν, έστω και αν τούτο δεν αρέσει στον Βαρλαάμ και τον Ακίνδυνο.


29.  Σχετικώς και ο πολύς κατά τα θεία Μάξιμος μετά την διευκρίνηση τών (πραγμάτων) κατά την υποστατική διάκρισιν προσθέτει˙ «υπάρχει δε και κατ' άλλην έννοια θεία διάκρισις, η λόγω της περίσσειας αγαθότητας πρόοδος του Θεού στην πολυειδία της δημιουργίας». Ούτε αυτός λοιπόν δεν ονομάζει θείαν διάκρισιν την πολυειδία των δημιουργημάτων, διάφορον από την υποστατική, αλλά την πρόοδον σε αυτήν. Δια τούτο δεικνύοντας καθαρότερα ποία είναι αυτή η διάκρισις επιφέρει˙ «κοινές δε της τρισυποστάτου διακεκριμένης ενάδος είναι οι δημιουργικές πρόνοιες και αγαθότητες». Πολλές λοιπόν ουσίες παραγάγων ό Θεός, διαφορετικές μεταξύ τους, αυτός κρατεί κατ' ουσίαν το έν ανεκφοιτήτως, παραμένοντας ως προς αυτήν εντελώς αδιάκριτος και αφανέρωτος. Από τις πολλές δε και διαφόρες ουσίες δεν αναγόμεθα εις την θεία ουσία, όπως είπε ο Ευνόμιος και μετ’ αυτόν ο Ακίνδυνος, αλλά αντιλαμβανόμεθα τις θείες δυνάμεις και ενέργειες και την κατ' αυτές διάκρισιν του παντοδυνάμου Θεού, «ο όποιος παρά ταύτα μένει όχι μόνον είς κατά την ουσίαν εις τον πληθυσμόν του, αλλά και είναι ηνωμένος εις τις υποστάσεις κατά την κοινή πρόοδο.

Επιπλέον δε είναι πλήρης εις την διάκρισιν λόγω του ότι είναι «υπερουσίως υπερβατικός απέναντι όλων των όντων», δηλαδή λόγω της κατ' ουσίαν αποστάσεως και του αμεθέκτου από όλα (διότι το υπερούσιον και ανεκφοίτητον, ως μη μεταδιδόμενον σε τίποτε άλλο, είναι εξ ανάγκης πλήρες), αλλά και διά της ενιαίας παραγωγής των όλων, δηλαδή λόγω του ότι δεν επιδέχεται καμμία πρόσληψιν (διότι το μη προσλαμβάνον τίποτε από τα πολλά όντα τα παρ' αυτού προαχθέντα, αλλά μένοντας έν, δεν προσλαμβάνει ως μη έχον ανάγκην κανενός, το δε μη έχον κανενός ανάγκην είναι εξ ανάγκης πλήρες), «αλλά και διά της αμείωτου», λέγει, «χύσεως των αμείωτων μεταδόσεων του», δηλαδή λόγω του ότι δεν επιδέχεται καμμία αφαίρεση ούτε κατ’ αυτές τις μεθόδους και προόδους (διότι το μη μειούμενο δεν υφίσταται ούτε αφαίρεσιν, το δε υπερχεόμενο και μη υφιστάμενο καμμία αφαίρεσιν είναι εξ ανάγκης πλήρες). 

Αυτός δε του οποίου οι πρόοδοι και μεταδόσεις έχουν την πληρότητα, λόγω του ανελαττώτου και αμειώτου, πώς δεν θα είναι ο ίδιος πλήρης, μάλλον δε και υπεράνω του πλήρους κατ’ ουσίαν;

30. Όπως δε ο ήλιος, μεταδίδων στα μετέχοντα θέρμη και φως αμειώτως, έχει αυτά έμφυτα ως ουσιώδεις ενέργειες, έτσι και οι θείες μεταδόσεις, υπάρχουσες αμειώτως στον μεταδίδοντα, είναι φυσικές και ουσιώδεις ενέργειες αυτού, επομένως και άκτιστες. Περί του ότι δε οι ουσιώδεις ενέργειες του Θεού είναι κάτι διαφορετικό από την ουσία, αξιόπιστοι μάρτυρες είναι τόσο ο Δαμασκηνός θεολόγος όσο και ο Μέγας Βασίλειος. Όπως δε του ηλιακού φωτός δεν υφίσταται ούτε ίχνος όταν ό ήλιος είναι υπό την γην και έχει εγκαταλείψει τους επάνω εις την γην, δεν είναι δε δυνατόν το απολαύον αυτής της λάμψεως όμμα να μη ανακραθεί με αυτήν και δι’ αυτής να ενωθεί με τον χέοντα το φώς, η δε από αυτήν θέρμη και όσα επιτελούνται από αυτήν, η όποια συμβάλλει στην γένεσιν και αύξησιν των αισθητών και εις την πολυειδή ποικιλία των χυμών και ποιοτήτων, δεν τα εγκαταλείπει, ακόμη και όταν δεν διατηρεί την συνάφεια προς τον ήλιον διά της ακτίνος, κατά τον ίδιον τρόπον, όπως δεικνύει η αμυδρά αυτή στα αισθητά εικόνα, μόνον οι αγγίσαντες το υπερφυές και θειότατο φως δύνανται να μετέχουν ειλικρινώς της θεοποιού χάριτος και δι’ αυτής να ενωθούν με τον Θεόν. Όλα δε τα άλλα είναι αποτελέσματα της δημιουργικής ενεργείας, διά της χάριτος μεν παρηγμένα εκ μη όντων, δηλαδή διά δωρεάς, μη φωτισμένα δε διά της χάριτος, η οποία είναι επώνυμο της λαμπρότητας του Θεού.

31. Αλλά περί αυτής μεν της απορρήτου θεώσεως έχουμε εκθέσει εκτενέστερα σε πολλά σημεία των πραγματειών Προς τον Βαρλαάμ και τους μετ' εκείνον σύμφωνα με εκείνον αθετούντες ταύτην. Ο δε μέγας θεολόγος, αφού έδειξε ότι θέμα των λόγων του δεν είναι περί της υποστατικής διακρίσεως, αλλά θα μπορούσε να πει κάποιος περί της ενεργητικής, και δίδαξε ότι οι ενέργειες αυτές δεν είναι ούτε θεία ουσία (διότι αυτή είναι μία και όχι εκ τίνος) ούτε θείες υποστάσεις (διότι αυτές δεν είναι ούτε περισσότερες από τρεις ούτε όλες από αίτιον, καθ' όσον ο Πατήρ δεν προέρχεται από καμμία αρχήν, αλλά και καθεμία των δύο υποστάσεων οι οποίες προέρχονται από αρχήν είναι εκ μόνου του Πατρός, οι δε εκφάνσεις και ενέργειες αυτές είναι κοινές Πατρός, Υιού, Πνεύματος, και εκ Πατρός, Υιού, Πνεύματος), αφού λοιπόν δίδαξε ταύτα στους έχοντες ώτα να ακούουν, έπειτα συνεχίζοντας λέγει: «αυτές τις διακρίσεις, τις κοινές και ενωμένες τής συνόλου θεότητος, δηλαδή τις αγαθοπρεπείς προόδους, θα προσπαθήσουμε εμείς κατά το δυνατόν να υμνήσουμε διά των θείων ονομάτων τα οποία εκφράζουν αυτές στα θεία κείμενα».

32.  Είναι λοιπόν πασιφανέστατο ότι το βιβλίο Περί των θείων ονομάτων αφιερώνεται στην εξύμνηση των προόδων και ενεργειών του Θεού. Έτσι λοιπόν είναι άκτιστες δεν είναι δέ εκτός του Θεού˙ διότι εις τούτον και ο θείος υμνολόγος ισχυρίζεται ότι αναθέτει τους ύμνους εξυμνόντας τις προόδους. Πώς άλλωστε θα ήταν δυνατό να αφήσει τόσο υψηλές φωνές περί κτισμάτων ο εξοχότατος των θείων υμνωδών; Αλλά ο μαθητής του Βαρλαάμ Ακίνδυνος λέγει ότι εδώ ο θεολόγος δεν υμνεί τα κτίσματα αλλά τα εκ των κτισμάτων ονόματα της θείας ουσίας. Και όμως δεν λέγει τούτο ο θεηγόρος, αλλά, «θα προσπαθήσουμε να υμνήσουμε τις κοινές της όλης θεότητος διακρίσεις και προόδους διά των θείων ονομάτων τα οποία τις εκφράζουν». Τί άλλο εννοεί αυτός ο οποίος λέγει ότι «κατά τον αριθμόν των ονομάτων υφίστανται και οι συμφυείς αξίες του Θεού»; 

Αλλά βεβαίως καλέσας ο μέγας εδώ και θεωνυμίας τα ονόματα τούτων των προόδων υπέδειξε ότι οι πρόοδοι αυτές είναι ο Θεός, αν και όχι κατ' ουσίαν. Άλλωστε και όταν λέγουμε ότι ο Θεός νοείται και ονομάζεται εκ των κτισμάτων, ισχυριζόμεθα ότι αυτός νοείται και ονομάζεται κατά τις προόδους και ενέργειες αυτές, αλλά όχι κατά την ουσία˙ διότι αυτή είναι εντελώς υπερώνυμος και υπερεικόνιστος, και δεν είναι δυνατό ούτε να την εννοήσουμε ούτε να την εκφράσουμε ούτε καθ’ οιονδήποτε τρόπον να την θεωρήσουμε, όπως λέγει ο ίδιος θεολόγος, λόγω του ότι είναι υπερβατική έναντι όλων και υπεράγνωστος, υπεριδρυμένη όλων κατά ασύλληπτον δύναμιν, ακόμη και των υπερουρανίων νόων. Ας εντρέπονται λοιπόν οι θεωρούντες κτιστές τις προόδους αυτές, ως υποβιβάζοντες σε κτίσμα τον Θεόν.

33.  Εάν δε απορεί κανείς, αφού ο θεοφάντωρ αυτός τόσο ζήλον έδειξε στην αρχή να διδάξει περί της διακρίσεως τούτης, για ποιον λόγον οι μετ' αυτόν θεολόγοι δεν κάμνουν πολύν λόγον περί αυτής, είναι εύκολο να δείξουμε ότι και εκείνοι σε πολλά σημεία των έργων τους θεολογούν σε συμφωνία με τούτον, υποδείξαμε δε ιδιαιτέρως διά των πολλών συγγραμμάτων ημών κατά του Βαρλαάμ και των οπαδών του ότι είναι μανιακοί εναντίον της θείας ταύτης διακρίσεως.Θα μπορούσε δε να δει κανείς ότι κατά τον ίδιο τρόπο θεολογούν όχι μόνον οι μετά απ’ αυτόν αλλά και οι προ αυτού και γενικώς όλων των αιώνων οι ένθεοι θεολόγοι. Πράγματι ο μέγας Παύλος είπε ότι ο «Θεός συμμαρτυρεί εις το ευαγγέλιον» όχι μόνον «με σημεία και τέρατα αλλά και με ποικίλες δυνάμεις και μερισμούς του Αγίου Πνεύματος». Ο Ιωάννης δε ο θεολογικώτατος των ευαγγελιστών στην Αποκάλυψη συναριθμεί τα επτά πνεύματα με τον Πατέρα και τον Υιό, προβάλλων τα επτά ταύτα αντί του ενός Αγίου Πνεύματος, προφανώς ως έμφυτες ενέργειές του, λέγων, «χάρις και ειρήνη σε σάς εκ του Θεού και των επτά πνευμάτων και του Ιησού Χριστού». Αλλά και ως αρνίον εν τω πνεύματι βλέπει τον Χριστόν, «έχοντας κέρατα επτά και οφθαλμούς επτά». Τούτο μάλιστα προεξαγγέλλοντας και προ των Αποστόλων ο Ησαΐας λέγει σαφώς ότι στο άνθος το οποίον θα αναπτυχθεί από την εκ της ρίζας Ιεσσαί ράβδον θα επαναπαυθούν επτά πνεύματα. Εις δε τον Ζαχαρίαν, όταν είδε τους επτά λύχνους και τα επ’ αυτών ισάριθμα ελαιοδοχεία, λέγει ο εξηγητής του περί των τοιούτων οραμάτων άγγελος: «αυτοί είναι οι επτά οφθαλμοί του Κυρίου οι επιβλέποντες σε ολόκληρο την γην», δεικνύοντας ότι τα επτά ταύτα πνεύματα είναι οι φύσει προϋπάρχουσες στον Θεόν προνοητικοί πρόοδοι και ενέργειες, όπως αργότερα εδίδαξε εμάς και ο επώνυμος της θεολογίας Γρηγόριος, λέγοντας, «ότι ο Ησαΐας αγαπά να ονομάζει πνεύματα τις ενέργειες του Πνεύματος»και μετ' αυτόν ο θείος Μάξιμος γράφων ότι ταύτα προσυπάρχουν εις τον Χριστόν φύσει ως Υιόν του Θεού. Που είναι οι προσφέροντες εις ημάς την δυάδα και το πλήθος επί των φυσικών ενεργειών του Θεού; Να εντρέπονται επταπλασίως, διότι παραμένουν αμετανόητοι εις την κακόνοιάν των.

34.  Του ότι όμως οι μετέπειτα θεολογήσαντες δεν διεπραγματεύθησαν ιδιαιτέρως περί της τοιαύτης διακρίσεως αίτιο είναι ότι οι τότε θεομαχούντες λυσσούσαν κατά της υποστατικής διακρίσεως. Επειδή λοιπόν αθετείτο αυτή και αναιρείτο υπό των αιρεσιαρχών και διά της αιρέσεως επηρεάζετο η δόξα του Θεού, κατατεμνομένου υπό των φρενοβλαβών σε κτιστά και άκτιστα, οι δε προτιμώντες την ευσέβεια κατηγορούντο λόγω της ευσεβούς διακρίσεως για πολυθεΐα ως σεβόμενοι πολλά άκτιστα, οι πρόμαχοι της ευσεβείας κατήλθον στον υπέρ αυτής αγώνα, τους μεν αντιτιθεμένους σε αυτήν ελέγχοντες με χείρα και γλώσσα και με κάθε τρόπο, εις δε τους πιστούς προσφέροντες γραπτή την αλήθεια της ευσεβείας, έτσι ώστε αυτοί, καθιστώντες αυτήν μελέτημά τους, να διακρίνουν και να αποκρούουν ευχερώς την απάτη και το ψευδός της δυσσεβείας.

35.  Τώρα δε ο Βαρλαάμ και ο Ακίνδυνος, καταφερόμενοι εναντίον της διακρίσεως των κοινών ενεργειών της τρισυποστάτου θεότητας, διχοτομούν εξ αίτιας αυτών σε κτιστά και άκτιστα την μίαν θεότητα, και, όπως ο Άρειος τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, έτσι και αυτοί εξορίζουν από την άκτιστον φύσιν κάθε θεία δύναμιν και ενέργεια, ακόμη και αυτήν την επιδειχθείσα επί του όρους Θαβώρ λαμπρότητα του Θεού. Αυτοί, επειδή οι ευσεβείς δέχονται άκτιστον την κατά τις ενέργειες αυτές διάκρισιν τού Θεού, τούς κατηγορούν ως λατρεύοντες πολλές άκτιστους θεότητες και παρασύρουν πολλούς από τους αφελέστερους. Διά τούτο πρέπει να εξετάσουμε και περί της θείας τούτης διακρίσεως και των κατ' αυτήν ενεργειών και να διευκρινήσουμε κατά δύναμιν, και να καταστήσουμε όχι ανάξιον λόγου το μελέτημά τούτο, πώς δηλαδή θα δυνηθούμε να διακρίνουμε ευχερώς και να καθαιρέσουμε την βαρλααμική πλάνη εκ των θεολογικών περί διακρίσεως διατυπώσεων των θείων πατέρων.

                            ΤΕΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: