Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2022

Αγ. Γρηγόριος Νύσσης - Ερμηνεία του Άσματος Ασμάτων (5)

 Συνέχεια από: Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2022


    ΛΟΓΟΣ Β'

(Άσμα Ασμάτων 1,5-8)

Η ΝΥΦΗ:

«Είμαι μαύρη αλλά όμορφη, κοπέλες (θυγατέρες) της Ιερουσαλήμ,

μαύρη όπως τα αντίσκηνα του Κηδάρ, κι’ όμορφη σαν τα δερμάτινα παραπετάσματα/υφαντά (της σκηνής) του Σολομώντα.

Μη βλέπετε που είμαι έτσι μαυρισμένη, 

επειδή με έκαψε ο ήλιος· 

οι γιοι της μητέρας μου θύμωσαν μαζί μου,

με βάλανε φυλάκισσα (δραγάτισσα) στ' αμπέλια.

Μα δεν φύλαξα τ’ αμπέλι το δικό μου.

Πες μου εσύ που σ’ αγάπησε η ψυχή μου,

που βόσκεις (τα πρόβατά σου), που σταλιάζεις τα μεσημέρια,

για να μην περιτριγυρίζω αδίκως ανάμεσα στις αγέλες των συντρόφων σου».

Ο ΧΟΡΟΣ

«Αν δεν το ξέρεις από μόνη σου (εάν δεν γνωρίζεις τον εαυτό σου), εσύ ώ όμορφη των γυναικών, βγες ακολουθώντας τα χνάρια των κοπαδιών και βόσκε τα κατσίκια σου κοντά στις μάντρες των βοσκών».

Σε όσα ειπώθηκαν προσθέτει έπειτα τα παρακάτω, με τα οποία διασφαλίζει το νου των μαθητευομένων να μην αποδώσουν στο δημιουργό την αιτία της σκοτεινής μορφής, αλλά ότι την αρχή για τη μορφή αυτή την κάνει η προαίρεση του καθενός. «Μη βλέπετε», λέει, «που εγώ είμαι μαυρισμένη». Δεν γεννήθηκα έτσι. Ούτε ήταν εύλογο όταν με έπλασαν τα φωτεινά χέρια του Θεού ν’ αποθέσει στη μορφή μου σκοτεινό και μαύρο χρώμα. Δεν ήμουν τέτοια, λέει, αλλά έγινα. Δεν είμαι μαύρη από τη φύση μου, η ασχήμια αυτή παρουσιάστηκε έπειτα, ο ήλιος άλλαξε το χρώμα της μορφής μου από το λευκό στο μαύρο. Γιατί λέει, «ο ήλιος με έκαψε». Τί διδασκόμαστε από αυτά; Λέει ο Κύριος στους όχλους με την παραβολή, ότι αυτός που σπέρνει το λόγο, δεν τον σπέρνει στην αγαθή μόνο καρδιά· αλλά και αν ακόμα είναι πετρώδη κάποια, κι αν θρασομανούν τ’ αγκάθια σ’ αυτή, κι αν είναι σαν πάροδος δίπλα στο δρόμο και πατημένη, σ’ όλες σκορπίζει τους σπόρους του λόγου από φιλανθρωπία. Κι ερμηνεύοντας την ιδιαιτερότητα κάθε σποράς λέει ότι στην ψυχή με το πετρώδες έδαφος συμβαίνει αυτό, ότι επειδή το σπαρτό δεν ριζώνει βαθιά, αλλ’ αμέσως βλαστάνοντας επιπόλαια προβάλλει το στάχυ, όταν ο ήλιος θερμάνει περισσότερο το έδαφος, επειδή οι ρίζες δεν έχουν υγρασία το φυτό ξηραίνεται. Στην ερμηνεία του “πειρασμό” ονομάζει τον ήλιο.

Από τη δασκάλισσα λοιπόν παίρνουμε αυτό το δίδαγμα, ότι η ανθρώπινη φύση έγινε απεικόνισμα του αληθινού φωτός, στίλβουσα (λάμποντας) μακριά από τις σκοτεινές απεικονίσεις εξαιτίας της ομοιότητάς της με το αρχέτυπο κάλλος. Ο πειρασμός όμως, προκαλώντας με απάτη τον καύσωνα που φλογίζει, πρόλαβε τρυφερό ακόμα και χωρίς ρίζα το πρώτο φύτρο. Και πριν αποκτήσει σταθερότητα στο αγαθό και πριν με τις φροντίδες της καλλιέργειας δώσει την ευκαιρία στις ρίζες να εισχωρήσουν στο βάθος, ευθύς, αποξηραίνοντας με την παρακοή το θαλερό και χλοερό είδος, το έκαψε και το μαύρισε. Κι αν η εχθρική προσβολή του πειρασμού ονομάζεται ήλιος ας μην ξενιστεί κανένας από όσους ακούν, αφού σε πολλά σημεία προβάλλει το δίδαγμα τούτο η θεόπνευστη Γραφή. Και στη δεύτερη ωδή των Αναβαθμών εγκωμιάζει αυτόν που έχει βοήθεια από τον Κύριο, που κατασκεύασε τον ουρανό και τη γη, για να μην τον κάψει ο ήλιος την ήμερα.

Και ο προφήτης Ησαΐας, προφητεύοντας την ίδρυση της Εκκλησίας, περιγράφει τη ζωή της σαν μια πομπή ζωηρεύοντας το λόγο με τη διήγησή του. Αναφέρει κόρες που τη σηκώνουν στους ώμους και παιδιά που τη μεταφέρουν σε άμαξες αντιμετωπίζοντας με σκιάδια τη φλόγα τού ήλιου. Με αυτά περιγράφει μ’ αινίγματα το βίο της αρετής, υποδηλώνοντας με τη νηπιακή ηλικία την πρόσφατη γέννηση και την αθωότητα, με τα σκιάδια την ανακούφιση από τον καύσωνα που προέρχεται από την εγκράτεια και την καθαρότητα. Με αυτά διδασκόμαστε ότι πρέπει να σηκώνουμε στους ώμους την ψυχή πού νυμφεύεται το Θεό, την οποία δεν την συνθλίβει η σάρκα, αλλά που κάθεται πάνω στον όγκο του σώματος. Κι όταν ακούμε άμαξα διδασκόμαστε την εκλάμπουσα χάρη του φωτισμού, που διαμέσου της γινόμαστε παιδιά, που δεν στηρίζομε πια τα πόδια μας στη γη, αλλά μεταφερόμαστε από αυτήν στην ουράνια ζωή. Η ζωή μας πάλι γίνεται σκιερή και δροσερή, αφού σβήσουμε τον καύσωνα με τα σκιάδια της αρετής. Αυτός λοιπόν είναι ο ήλιος που βλάπτει, όταν δεν εμποδίζεται η φλόγα του από τη νεφέλη του Πνεύματος, που άπλωσε σ’ αυτούς ο Κύριος για να τους σκεπάζει. Γιατί αυτός είναι ο ήλιος που καίει τη λευκή επιφάνεια τού σώματος με την προσβολή των πειρασμών και μαυρίζει την όψη ασχημίζοντάς την.

ΑΣ ΕΧΟΥΜΕ ΑΓΡΥΠΝΟ ΤΟ ΝΟΥ ΜΑΣ ΛΟΙΠΟΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΝ ΥΠΟΥΛΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΥΛΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΑΝΑΒΑΘΜΙΖΕΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΕΙΣ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΣΧΕΤΙΚΟΠΟΙΕΙ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΣΩΤΗΡΑ ΧΡΙΣΤΟ,ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΘΕΛΕΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ, ΤΕΚΝΙΟΝ ΔΟΣ ΜΟΙ ΣΗΝ ΚΑΡΔΙΑΝ, ΕΞΙΣΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΘΕ ΠΙΣΤΗ, ΣΑΝ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ, Η ΟΠΟΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ. 

Το πρωτότυπο κείμενο
Εἶτα ἐπάγει τοῖς εἰρημένοις τὰ ἐφεξῆς, δι’ ὧν ἀναγκαίως ἀσφαλίζεται
τὴν τῶν μαθητευομένων διάνοιαν μὴ τῷ δημιουργῷ τὴν αἰτίαν τοῦ
σκοτεινοῦ εἴδους ἀνατιθέναι ἀλλὰ τὴν ἑκάστου προαίρεσιν τοῦ τοιούτου
εἴδους τὰς ἀρχὰς καταβάλλεσθαι. Μὴ βλέψητε γὰρ πρός με, φησίν, ὅτι ἐγώ
εἰμι μεμελανωμένη. οὐ τοιαύτη γέγονα παρὰ τὴν πρώτην· οὐδὲ γὰρ εἰκὸς
ἦν ταῖς φωτειναῖς τοῦ θεοῦ χερσὶ πλασσομένην σκοτεινῷ τινι καὶ μέλανι
περιχρωσθῆναι τῷ εἴδει. οὐκ ἤμην τοίνυν τοιαύτη, φησίν, ἀλλὰ γέγονα. οὐ
γὰρ ἐκ φύσεώς εἰμι μεμελανωμένη, ἀλλ’ ἐπείσακτόν μοι τὸ τοιοῦτον αἶσχος
ἐγένετο τοῦ ἡλίου πρὸς τὸ μέλαν ἐκ λαμπροῦ τὴν μορφὴν μεταχρώσαντος. Ὁ
ἥλιος γάρ, φησί, παρέβλεψέ με.

τί οὖν ἐστιν ὃ διὰ τούτων μανθάνομεν; λέγει διὰ παραβολῆς τοῖς ὄχλοις ὁ
κύριος ὅτι ὁ σπείρων τὸν λόγον οὐ τὴν ἀγαθὴν | μόνον κατασπείρει καρδίαν,
ἀλλὰ κἂν λιθώδης τις ᾖ κἂν ταῖς ἀκάνθαις ὑλομανοῦσα κἂν παρόδιός τε καὶ
πεπατημένη, πᾶσιν ὑπὸ φιλανθρωπίας ἐπιβάλλει τοῦ λόγου τὰ σπέρματα.
καὶ ἑκάστου τὰ ἰδιώματα ἑρμηνεύων τῷ λόγῳ τοῦτό φησιν ἐπὶ τῆς λιθώδους
συμβαίνειν ψυχῆς, ὅτι οὐκ ἐν βάθει ῥιζοῦται τὸ ἐσπαρμένον, ἀλλὰ παραχρῆμα
μὲν δι’ ἐπιπολαίου βλάστης τὸν στάχυν κατεπαγγέλλεται, θερμότερον δὲ
τοῦ ἡλίου τὸ ὑποκείμενον θάλψαντος τῷ μὴ ὑποκεῖσθαι ταῖς ῥίζαις ἰκμάδα
καταξηραίνεται. πειρασμὸν δὲ διὰ τῆς ἑρμηνείας ὀνομάζει τὸν ἥλιον.
οὐκοῦν τοῦτο παρὰ τῆς διδασκάλου τὸ δόγμα μανθάνομεν, ὅτι γέγονε
μὲν ἡ ἀνθρωπίνη φύσις τοῦ ἀληθινοῦ φωτὸς ἀπεικόνισμα πόρρω τῶν
σκοτεινῶν χαρακτήρων τῇ τοῦ ἀρχετύπου κάλλους ὁμοιότητι στίλβουσα,
ὁ δὲ πειρασμὸς τὸν φλογώδη καύσωνα δι’ ἀπάτης ἐπιβαλὼν ἁπαλὴν ἔτι
καὶ ἄρριζον τὴν πρώτην βλάστην κατέλαβε καί, πρὶν ἕξιν τινὰ τοῦ ἀγαθοῦ
κτήσασθαι καὶ διὰ τῆς τῶν λογισμῶν γεωργίας δοῦναι ταῖς ῥίζαις τόπον ἐπὶ
τὸ βάθος, εὐθὺς διὰ τῆς παρακοῆς ἀποξηράνας τὸ χλοερόν τε καὶ εὐθαλὲς
εἶδος διὰ τῆς καύσεως μέλαν ἐποίησεν.

εἰ δὲ ἥλιος ἡ ἀντικειμένη τοῦ πειρασμοῦ προσβολὴ ὀνομάζεται, μηδεὶς
| ξενιζέσθω τῶν ἀκουόντων ἐν πολλοῖς τὸ τοιοῦτον παρὰ τῆς θεοπνεύστου
γραφῆς διδασκόμενος. καὶ γὰρ ἐν δευτέρᾳ τῶν ἀναβαθμῶν ᾠδῇ ταύτην
ποιεῖται τὴν εὐλογίαν τῷ τὴν βοήθειαν ἔχοντι παρὰ κυρίου, τοῦ ποιήσαντος
τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, τὸ μὴ συγκαίεσθαι αὐτὸν ὑπὸ τοῦ ἡλίου διὰ τῆς
ἡμέρας. 

Καὶ ὁ προφήτης Ἠσαΐας τὴν τῆς ἐκκλησίας κατάστασιν προφητεύων
ὥσπερ τινὰ πομπὴν ὑπογράφει τὴν πολιτείαν φαιδρύνων τὸν λόγον τῷ
διηγήματι. λέγει γὰρ θυγατέρας ἐπ’ ὤμων αἰρομένας καὶ παῖδας ἐν λαμπήναις
κομιζομένους καὶ σκιαδείοις τὸν φλογμὸν ἀποκρούοντας· δι’ ὧν ἐν αἰνίγμασι
τὸν ἐν ἀρετῇ διαγράφει βίον διὰ μὲν τῆς νηπιώδους ἡλικίας ὑποδεικνύων
τὸ ἀρτιγενές τε καὶ ἄκακον, διὰ δὲ τῶν σκιαδείων τὴν ἐξ ἐγκρατείας τε καὶ
καθαρότητος προσγινομένην ταῖς ψυχαῖς παραμυθίαν τοῦ καύσωνος. δι’
ὧν μανθάνομεν ὅτι χρὴ ἐπ’ ὤμων αἴρεσθαι τὴν τῷ θεῷ νυμφοστολουμένην
ψυχήν, οὐ πατουμένην ὑπὸ τῆς σαρκὸς ἀλλ’ ἐπικαθημένην τῷ ὄγκῳ τοῦ
σώματος. λαμπήνην δὲ ἀκούοντες τὴν ἐκλαμπτικὴν τοῦ φωτίσματος χάριν
μανθάνομεν, δι’ ἧς παῖδες γινόμεθα οὐκέτι | τῇ γῇ τὸ ἴχνος ἐρείδοντες, ἀλλ’
ἀπ’ ἐκείνης πρὸς τὴν οὐρανίαν ζωὴν κομιζόμενοι. σκιερὸς δὲ γίνεται ἡμῖν
καὶ δροσώδης ὁ βίος διὰ τῶν τῆς ἀρετῆς σκιαδείων κατασβεννυμένου τοῦ
καύσωνος. οὗτος οὖν ἐστιν ὁ παραβλάπτων ἥλιος, ὅταν μὴ διατειχίζηται ὁ
παρ’ αὐτοῦ φλογμὸς τῇ νεφέλῃ τοῦ πνεύματος, ἣν διεπέτασε τοῖς τοιούτοις
ὁ κύριος εἰς σκέπην αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ ἥλιος ὁ τὴν λαμπρὰν τοῦ
σώματος ἐπιφάνειαν τῇ προσβολῇ τῶν πειρασμῶν ἐπικαίων καὶ μελαίνων ἐν
δυσμορφίᾳ τὸ εἶδος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: