Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2022

ΧΑΝΣ ΓΙΩΝΑΣ - ΤΕΧΝΙΚΗ, ΙΑΤΡΙΚΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ - Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ (36)

Συνέχεια από Παρασκευή, 28 Ιανουαρίου 2021

HANS JONAS  -  TECHNIK, MEDIZIN UND ETHIK  -  ZUR PRAXIS DES PRINZIPS VERANTWORTUNG

    7.  ΙΑΤΡΙΚΗ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΕΥΘΥΝΗ

Η ιατρική τέχνη είναι μια επιστήμη· και το ιατρικό επάγγελμα είναι η εξάσκηση μιας τέχνης που στηρίζεται σ’ αυτό. Κάθε τέχνη έχει έναν σκοπό, θέλει να πραγματοποιήση κάτι· η επιστήμη θέλει να ανακαλύψη κάτι εντελώς γενικά, την αλήθεια περί τινος: αυτός είναι και ο ενυπάρχων σκοπός της, στον οποίον θα μπορούσε να παραμείνη. Ο σκοπός μιας τεχνικής δεξιότητας, μιας τέχνης στα ελληνικά, βρίσκεται, αντίθετα, έξω απ’ αυτήν, στον κόσμο τών αντικειμένων, τον οποίον μεταβάλλει και επεκτείνει με καινούργια και τεχνητά ακριβώς αντικείμενα. Τα οποία δεν αποτελούν μάλιστα τον πραγματικό της, ως επί το πλείστον, σκοπό, αλλά εξυπηρετούν άλλους, απώτερους σκοπούς. Η οικοδομική τέχνη σκοπεύει άμεσα στο οικοδόμημα, η υφαντική στο ύφασμα· το δε οικοδόμημα αποβλέπει απ’ την πλευρά του στη στέγαση, το ύφασμα στην ένδυση κ.ο.κ. Η ιατρική τέχνη καταλαμβάνει εδώ μιαν ιδιαίτερη εμφανώς θέση, που τη δηλώνει αμέσως το όνομα: «θεραπευτική τέχνη», εφ’ όσον η θεραπεία δεν συνιστά βέβαια την παραγωγή ενός πράγματος, αλλά την επανασύσταση μιας κατάστασης, που δεν είναι η ίδια τεχνητή, παρ’ όλο που χρησιμοποιείται μια τέχνη γι’ αυτήν, αλλά φυσική ή όσο πιο φυσική γίνεται. Ολόκληρη η σχέση τής ιατρικής τέχνης προς το αντικείμενό της είναι στην πραγματικότητα μοναδική ανάμεσα στις τέχνες. Ας επεξεργαστούμε λοιπόν κάπως αυτές τις διαφορές.

     Μπορούμε να παρατηρήσουμε κατ’ αρχάς, ότι η ύλη, με την οποία εξασκεί και «κατεργάζεται» ο γιατρός την τέχνη του, αποτελεί η ίδια τον τελικό σκοπό της: ο ζωντανός ανθρώπινος οργανισμός ως αυτοσκοπός. Ο δε ασθενής, αυτός δηλ. ακριβώς ο «οργανισμός», είναι το Α και το Ω στη συνολικά αποσκοπούμενη θεραπευτική δομή. Σε όλες σχεδόν τις άλλες περιπτώσεις, όπου μια «τέχνη» επιτελεί το έργο της, κυριαρχεί μια «αποξένωση» ανάμεσα στην αδιαφοροποίητη ύλη και τον σκοπό, για τον οποίον επεξεργαζόμαστε αυτήν την ύλη, καθώς και μια λιγότερο ή περισσότερο εκτεταμένη συνήθως «εμμεσότητα» (απόσταση) ανάμεσα στο άμεσο τεχνητό προϊόν και τον τελικά εξυπηρετούμενο σκοπό. Ο οποίος και τίθεται έξωθεν τόσο στην ακατέργαστη, κατ’ αρχάς, ύλη, όσο και σε όλα τα παραγώμενα απ’ αυτήν αλυσιδωτά μέλη τών ενδιάμεσων σκοπών. Ο δε homo faber χειρίζεται αυτούς τούς σκοπούς κατά την κρίση του ή και τη βούλησή του, προσέχοντας τους φυσικούς νόμους. Ο κατασκευαστής τών πραγμάτων «παρήγαγε» και τους σκοπούς. Ενώ το υλικό του είναι καθεαυτό «άσκοπο».

      Στον γιατρό έχει δοθή αντίθετα από προηγουμένως ο σκοπός, ως αυτοσκοπός· η «πρώτη ύλη» είναι εδώ ήδη «τελική» και «συνολική», δηλ. ο ασθενής, και ο γιατρός πρέπει να ταυτιστή με τον ιδιαίτερο σκοπό τού ασθενούς. Που δεν είναι άλλος απ’ την «υγεία», προκαθορισμένη απ’ την ίδια τη φύση! Δεν υπάρχει τίποτα για να «εφεύρη» ο γιατρός, εκτός των μεθόδων ή εντός τών μεθόδων που χρησιμοποιεί για την επίτευξη αυτού τού σκοπού. Η υγεία όμως καθίσταται κατ’ αρχάς σκοπός μέσα απ’ την ασθένεια. Η ίδια η υγεία δεν γίνεται «αντιληπτή», δεν «παρατηρείται» περαιτέρω, όταν τη διαθέτουμε («ευχαριστείται», ασυνείδητα όμως, «με την ίδια της τήν ύπαρξη»)· η στέρησή της γίνεται κατ’ αρχάς αντιληπτή και μας υποχρεώνει να την προσέξουμε, «υποκειμενικά» πρώτα-πρώτα, μέσω τής εμπειρίας της, ως πόνο, απώλεια, εμπόδιο, και να οδηγηθούμε στον γιατρό για βοήθεια. Η ασθένεια είναι άλλωστε, και όχι η υγεία, που έθεσε εξαρχής σε κίνηση την έρευνα του ανθρωπίνου σώματος και την «κινητοποιεί» περαιτέρω, ως έρευνα των αιτίων τής ασθένειας με σκοπό την αναίρεση ή και την πρόληψή τους. Εδώ ανήκει φυσιολογικά ως προϋπόθεση η γνώση τού υγιούς σώματος και των όρων τής υγείας. Γι’ αυτό στην ιατρική επιστήμη, ως γενική επιστήμη τού υγιούς όσο και του ασθενούς σώματος, – και το δείχνει αυτό ήδη το όνομα: ιατρική επιστήμη – δεν ισχύει ό,τι ισχύει γενικά για τις επιστήμες, ότι δηλ. έχουν στόχο τους τη γνώση: η γνώση έρχεται απ’ την αρχή για να βοηθήση τον γιατρό να μπορή να θεραπεύση. Δεν είναι άρα ούτε «άσκοπη» ούτε χωρίς «αξία». Ενώ ξεχωρίζει πάλι η ιατρική τέχνη απ’ όλες τις «παλαιές» τέχνες τής ανθρωπότητας ως προς το ότι συναρτάται βαθύτατα, απ’ τους αρχαίους ακόμα χρόνους – απ’ τον Ιπποκράτη! – με μιαν ερευνητική επιστήμη, στην οποίαν ακριβώς βασίζεται.

     Η πρακτική τέχνη δεν είναι παρ’ όλ’ αυτά εδώ η απλή εφαρμογή αυτής τής θεωρητικής βάσης, μια δηλ. μονοσήμαντη εφαρμογή μονοσήμαντης γνώσης σε μονοσήμαντο υλικό προς μονοσήμαντο σκοπό, όπως μπορεί π.χ. να εφαρμόζη ένας μηχανουργός την επιστήμη τής μηχανικής μηχανικά τρόπον τινά στο έργο που του έχουν αναθέσει. Γιατί ο γιατρός έχει να κάνη με μια δεδομένη κάθε φορά μοναδική περίπτωση, την ατομικότητα σε όλη της τη μοναδικότητα και πολυπλοκότητα, την οποία δεν μπορεί να εξαντλήση καμμιά αναλυτική, επιμέρους αντίληψη· κι εκεί είναι απαραίτητη στο πρώτο ήδη βήμα, κατά τη διάγνωση ως συνυπολογισμό τού ιδιαίτερου μέσα στο γενικό, μια εντελώς άλλου είδους γνώση, πέρα απ’ τη θεωρητική. Ο Καντ ονόμασε αυτό το είδος γνώσης «κριτική δύναμη», την οποία δεν τη μαθαίνει κανείς με τη γενική γνώση, αλλά συνδέοντας αυτή τη γνώση με τη θεώρηση του εκάστοτε γινομένου και της ολότητας που το περιέχει, καθιστώντας έτσι κατ’ αρχάς δυνατή την εφαρμογή τού αφηρημένου στο συγκεκριμένο. Η κρίση αυτή, που οδηγεί σε αποφάσεις, εξασκείται μεν μέσω τής εμπειρίας, χρειάζεται όμως πάντοτε τελικά και το χάρισμα μιας προσωπικής διαίσθησης, που αποτελεί ένα πρωτογενές και ατομικά διακεκριμένο χαρακτηριστικό. Αυτή η απροσδιόριστη περαιτέρω «προσθήκη», είναι που καθιστά τη διδασκόμενη τεχνική επιδεξιότητα του γιατρού πραγματική «τέχνη», εξυψώνοντάς την πάνω από μιαν απλή και μόνο τεχνική. Το άτομο ίσταται εδώ, ήδη κατά την καθαρή διάγνωση, απέναντι στο άτομο. Θα δούμε όμως αργότερα, ότι σ’ αυτήν την «κλειστή» κατ’ αρχάς «σχέση», πέρα απ’ τον «ενικό» τού ασθενούς, συμμετέχει κατά έναν ιδιαίτερο τρόπο και ο «πληθυντικός» τού συνόλου, το κοινό καλό, ζητώντας κι αυτό τα «δικαιώματά» του.

    Ένα ουσιαστικό χαρακτηριστικό τής ιατρικής τέχνης είναι λοιπόν το ότι στην τέχνη αυτή ο γιατρός έχει να κάνη κάθε φορά με έναν όμοιό του άνθρωπο, κι αυτό τυπικά στον «ενικό». Ο ασθενής αναμένει και πρέπει να μπορή να εμπιστεύεται, ότι η θεραπεία αφορά σ’ αυτόν και μόνο. Η ιατρική τέχνη αναφέρεται όμως ειδικότερα, παραβλέποντας την ψυχιατρική, στο σώμα τού άλλου, με το οποίο ο άνθρωπος ανήκει και στο βασίλειο των ζωϊκών οργανισμών, το οποίο είναι ένα φυσικό «πράγμα» ανάμεσα σε φυσικά «πράγματα» και υπάγεται άρα στη φυσική επιστήμη. Είναι όμως και το σώμα ενός προσώπου, στο οποίο αποκορυφώνεται ο χαρακτήρας τού αντικειμένου τής ιατρικής τέχνης ως αυτοσκοπός, όπως τονίσαμε προηγουμένως. Για να μπορέση να ζήση λοιπόν το πρόσωπο, πρέπει να βοηθηθή (και) το σώμα. Το οποίο είναι μεν «αντικειμενικό», ανήκει όμως στο υποκείμενο. Το σώμα ωστόσο, διαφορετικά απ’ το αδιαίρετο πρόσωπο, αποτελείται από παρακείμενα και συνεχόμενα μέρη, που μπορούν να απομονωθούν – άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο – απ’ το σύνολο, αρρωσταίνουν ξεχωριστά και μπορούν και να θεραπευτούν ξεχωριστά. Κάτι που γίνεται σαφές κυρίως στη χειρουργική, με την άμεση, τοπικά περιορισμένη επέμβασή της σε ξεχωριστά όργανα, «προφυλάσσοντας» όλα τα άλλα. Κι αυτός ο καταμερισμός, τον οποίον επιτρέπει κατά κάποιον τρόπο το ίδιο το σώμα, συνοδεύεται από μιαν ορισμένη «πραγματο-ποίηση», όπου η ιατρική τέχνη καθίσταται  τις περισσότερες φορές τεχνική, μια χειρο-τεχνία μάλιστα, μέχρι και μια χειρο-ποιητική επιδεξιότητα, όπως αυτό εκφράζεται ήδη στην (ελληνική) λέξη «χειρουργία». Αλλά και ο ασθενής επιθυμεί το ίδιο: θέλει να γνωρίζη ότι θεραπεύεται το τυφλό έντερό του ή ένα σπασμένο κόκκαλο, όχι δηλαδή το «πρόσωπό» του, αλλά εκείνο το συγκεκριμένο μέρος τού σώματός του.

      Κι αυτό οδηγεί σε μιαν άλλη, σημαντική συνέπεια του γεγονότος ότι ο γιατρός ασχολείται κυρίως με το σώμα. Δεν επιτρέπεται η «αξία» τού κάθε προσώπου να διαφοροποιή την προσπάθεια του γιατρού απέναντι στο ανθρώπινο σώμα. Η λειτουργική ακεραιότητα αυτού τού σώματος είναι το μόνο αντικείμενό του. Όπως η ευθύνη τού καπετάνιου για τους επιβάτες του αφορά μόνο στην ασφαλή διεκπεραίωσή τους από τόπο σε τόπο, ξεκινώντας με την αναχώρηση και τελειώνοντας με την άφιξη, χωρίς να επιτρέπεται να ρωτήση αν ταξιδεύουν για καλόν ή κακό σκοπό, προς όφελος ή βλάβη τού εαυτού τους ή άλλων, έτσι δεν επιτρέπεται να ρωτά και ο γιατρός για την «αξία» του προσώπου, του οποίου επιχειρεί να θεραπεύση το σώμα, ή πώς αυτός ο άνθρωπος θα χρησιμοποιήση τις βελτιωμένες ή απλώς αποκατεστημένες λειτουργικές του δυνατότητες – αν «αξίζη», εν συντομία, ηθικά ή κατά άλλον τρόπο (σύμφωνα π.χ. με την κοινωνική χρησιμότητα) ο συγκεκριμένος ασθενής. Αυτός μάλιστα ο περιορισμός τής ιατρικής «εντολής» στον ειδικό και ξεχωριστό σκοπό τής θεραπείας, περιορισμό που «παρέχει» η άμεση αναφορά στη διαιρούμενη σωματικότητα, πρέπει να τονιστή, ώστε να μην επιβαρυνθή μεταφυσικά, παρ’ όλη την τελική της υποταγή στον αυτοσκοπό τού αδιαιρέτου προσώπου, η εικόνα τής ιατρικής τέχνης – και να μην απαιτηθή καθ’ υπερβολήν και η ευθύνη τού γιατρού.

( συνεχίζεται )

ΕΝΑ  ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: