Analogia Entis (Η αναλογια τού Οντος)
Τού Erich Przywara (PRZYWARA).
II. Το βεληνεκές και η σημασία της αναλογίας σαν θεμελιώδης μορφή του Καθολικισμού (1940).
Η αναλογία κατέστη η "θεμελιακή μορφή του καθολικισμού", στο τέλος του εριστικού διαλόγου που συνόδευσε την διατύπωσή της. Αυτή η διαμάχη περιεστράφη στο σύνολο των προβληματισμών που έγειρε η νεοσύστατη γερμανική κίνηση του Newman, του νεο αυγουστινισμού τού Hessen, απο την φαινομενολογία τής φύσεως και της αποκαλύψεως του Σέλερ, απο την ανάλυση της πίστεως την οποία επεξεργάστηκε ο Karl Adam. Αυτό στο οποίο έτειναν στ'αλήθεια όλα αυτά τα ρεύματα ήταν η ενοποίηση της φύσεως και της υπερφύσεως -της φιλοσοφίας και της θεολογίας- στην βασική έννοια τού θρησκευτικού (του ιερού) σαν μίας πραγματικότητος η οποία δέν είναι δυνατόν να εξαχθεί περαιτέρω. Σε μία πρώτη στιγμή υπήρξε γόνιμος ο τρόπος με τον οποίο το "ιερό" ( η προσωπικότης Μάνα, τό "άγιο") του Ρούντολφ Όττο και το "νόημα των αξιών" του Μάξ Σέλερ, μετακινούσαν τις παλιές προσπάθειες του Γιακόμπι, του Σλαϊερμάχερ και του αγγλο-γαλλικού μοντερνισμού από το υποκειμενικό επίπεδο (βασισμένο στην "θρησκευτική ανάγκη") στο αντικειμενικό (βασισμένο στην "θρησκευτική αξία"). Στην αντιπαράθεση με αυτά τα ρεύματα η analogia entis αναδύθηκε σαν εναγώνιος ενότης τής μορφής του καθολικισμού.
Αυτό το πρώτο στάδιο όμως ακολούθησε αμέσως ένα δεύτερο: η αναλογία τού όντος σαν η καθολική απάντηση στον τρόπο με τον οποίο, με τον Karl Barth, η προτεσταντική θεολογία είχε ξεκαθαρίσει με μεγάλη συνέπεια την θεμελιώδη της μορφή. Επειδή δέ ήδη το πρώτο μέτωπο άφηνε να φανεί όλο το μέτωπο της μοντέρνας φιλοσοφίας, κατά φυσικό τρόπο ανεδύθη ένα τρίτο στάδιο: η αναλογία του όντος σαν η καθολική απάντηση στην μοντέρνα σκέψη από τον Καρτέσιο κι' έπειτα. Μ' αυτό έμπαιναν τέλος οι βάσεις του τελευταίου και τέταρτου σταδίου, το οποίο φανερώθηκε στήν διαμάχη με τον Marechal: η αναλογία του όντος σαν απάντηση στον τρόπο με τον οποίο ο γαλλο-βέλγικος τομισμός (και στην συνέχεια και ο νέος γερμανικός τομισμός) είχε αναλάβει μία "μετάθεση" της μοντέρνας σκέψης στο έδαφος του σχολαστικισμού. Σ' αυτά τα τέσσερα επίπεδα η "θεμελιώδης μορφή του καθολικισμού" αποδείχθηκε η αναλογία του όντος, όπως διετυπώθη απο την Σύνοδο του Λατερανού IV (1215), τόσο όσον αφορά το περιεχόμενο, όσο και την μέθοδο της εσωτερικής ενότητος φύσεως και υπερφύσεως, της φιλοσοφίας και της θεολογίας.
Εξ' αρχής εμφανίστηκαν κάποιες μορφές που ήταν παρόμοιες μ'αυτό το θεματικό σύνολο, αλλά οι οποίες συνειδητά ή ασυνείδητα αντιπαρατάθηκαν. Η έννοια της "αντιθέσεως" την οποία πρότεινε ο Guardini (1926) διασώζει την ένταση ανάμεσα στα αντίθετα και φτάνει στην ιδέα μίας δομής η οποία τελικώς είναι καθαυτή ασταθής. Αυτό όμως συμβαίνει μ' έναν τέτοιο τρόπο ώστε το υπερφυσικό και η θεολογία καταλήγουν να είναι μόνον μία πλευρά (εκείνη του περσοναλισμού) τού ζεύγους των αντιθέτων. Η μέθοδος την οποία πρότεινε ο Χάϊντεγκερ, μίας φιλοσοφίας βασικώς πεπερασμένης (1929) μοιράζεται με την αναλογική αρχή τον τονισμό τής κτιστότητος σαν μορφής της σκέψεως, αλλά την εννοεί σαν καθαρή περατότητα! Ο Μπάρτ βασίζει την δογματική του (απο το 1927 κι έπειτα) στην μέθοδο που ξεχωρίζει ένα κέντρο τό οποίο κινείται μετέωρο ανάμεσα στα αντίθετα, αλλά και αυτός το εννοεί σαν μία "αναλογία πίστεως" (analogia fidei) καθαρά θεοπανθεϊστική, σε αντιπαράθεση με την αναλογία του όντος την οποία θεωρεί αντι-χριστιανική. Ο Theodor Haecker (από το 1933 κι' έπειτα) αναπτύσσει μία ανθρωπολογία η οποία περιλαμβάνει την αναλογία, εννοημένη σαν ομοιότητα, μέχρι του επιπέδου μίας Τριαδικής αναλογίας, όμως γι'αυτόν τον λόγο θεωρεί την περατότητα του ανθρώπου σαν μία πτώση. O Karl Adam (1939) από το ένα μέρος στοχεύει σε έναν θωμισμό εξτρεμιστικό, για τον οποίο η Φύση και η φιλοσοφία δέν διαθέτουν πιά κανένα αυτόνομο θεμέλιο τής υπάρξεως, από το άλλο μέρος σε έναν θωμισμό μέσω του οποίου διαφαίνεται μ' έναν απερίσκεπτο τρόπο η θεματική του Scotus, του άλογου προσωπικού παράγοντος στην κίνηση της ιστορίας.
Αυτή η κατάσταση με την επόμενη γενιά έφτασε σε ριζοσπαστικές συνέπειες. Η "γνώση του Χριστιανισμού" του George Koepgen (1939) φανερώνει έναν βαθύ διαχωρισμό. Απο την μία πλευρά στέκεται μία γνώση υπερχρονική ανατολικού τύπου, με τις προσπάθειές της να διατυπώσει μία "παραδοσιακή Θεολογία" και της οποίας το μέγιστο πρωτότυπο είναι η ελληνο ορθόδοξη Θεολογία με την σχετική αρχή της "πνευματικο-σοφολογικής παραδόσεως". Απο την άλλη πλευρά υπάρχει ο δυτικός περσοναλισμός με τις προσπάθειες του να καταστήσει τον Ebner τον θεμελιωτή αυτού που στον καιρό τους ο Πασκάλ και ο Νιούμαν υπήρξαν οι οδηγοί και να διατυπώσουν επομένως μία "θεολογία της αναγγελίας", μίας θεολογίας δηλαδή δυναμικης και σύγχρονης : το μέγιστο πρωτότυπό της είναι η μεταρρυθμισμένη Θεολογία με την σχετική της αρχή τής "πραγματοποιημένης αναγγελίας", την οποία ερμήνευσε ο Σλαϊερμάχερ με μία σημασία τονισμένου υποκειμενισμού και ψυχολογισμού (στην φόρμα τής αρχής του επαρκούς συναισθήματος και στην αρχή τής αμέσου σχέσεως με το πρόσωπο του Χριστού) και απο τον Μπάρτ με μία αντικειμενική σημασία (σαν το εδώ-και-τώρα του Θεού που μιλά στον λόγο τού κηρύγματος).
Το αντίπαλον δέος αυτού του διαχωρισμού συνίσταται απο το φιλοσοφικό σχέδιο το οποίο επεξεργάστηκε η καθολική Χαϊντεγκεριανή σχολή: να συνδεθεί μαζί ο Marechal με τον Χάιντεγκερ. Όλες οι εργασίες που κυκλοφόρησαν απο αυτό το ρεύμα ξεκινούν απο την θέση μας, η οποία περιέχεται στο κεφάλαιο της φιλοσοφίας της θρησκείας της πρώτης εκδόσεως τής Analogia entis, όπου ερμηνεύσαμε όλη την μεταφυσική του Ακινάτη σαν μία μεταφυσική της "αναλογίας" η οποία πρέπει να ξεχωρίσει τόσο απο μία μεταφυσική τού απείρου όσο και απο μία μεταφυσική τού πεπερασμένου. Αυτή η αναλογία παραμερίζεται για να αντικατασταθεί με μία άμεση δυναμική ανάμεσα στο πεπερασμένο καί στο άπειρο, σε συμφωνία με την συστηματική αρχή του θωμισμού τού Marechal, η οποία είναι μία δυναμική απειρία και με την φαινομενολογία του Χάιντεγκερ, ή οποία είναι μία πεπερασμένη δυναμική. Η πιό καθαρή διατύπωση αυτής της συνθέσεως δόθηκε απο τον Max Muller. Από την άποψη του περιεχομένου παίζει "η ενότης του υπαρκτικού περιεχομένου και του ουσιώδους απείρου". Απο την άποψη τής φόρμας, τής μορφής, είναι συνέπεια μιάς σκέψης στην οποία ταυτίζονται πνεύμα και αλήθεια: "η επιστροφή στον εαυτό του", τού πνεύματος, στο μέτρο κατά το οποίο το πνεύμα αναγνωρίζει στον εαυτό του την αλήθεια, την αλήθεια κάθε πραγματικότητος. Σ'αυτή την διατύπωση υπεισέρχεται λοιπόν μία ταυτότης συναφής τόσο με το περιεχόμενο όσο και με την πράξη, με την ενέργεια. Η ταυτότης τού "ουσιώδους απείρου" ανάμεσα στον Θεό και την κτίση. Η ταυτότης ανάμεσα στην αλήθεια και την πραγματικότητα η οποία συντελείται στο θείο πνεύμα και στο δημιουργημένο. Τελικώς η κατεύθυνση αυτής της σχολής δημιουργεί μία μετατόπιση απο τον Ακινάτη στον Χέγγελ.
O Johannes B. Lotz διαπραγματεύεται αυτή την κοινή βάση της νέας σχολής πάλι στην πρωταρχική οπτική, την τόσο περιοριστική τού Marechal καθώς η δημιουργημένη δύναμη (τόσο του είναι όσο και της συνειδήσεως) είναι μέν μία επανάληψη της πρωταρχικής δημιουργικής ενέργειας, μόνον όμως στο μέτρο κατά το οποίο το "Θείον όν" "ανοίγει" και "αποκαλύπτεται" στο συμπαντικό καθαυτό είναι! Αντιθέτως ο Karl Rahner ακολουθώντας την τάση η οποία κυριαρχεί στον Χάιντεγκερ δίνει την προτεραιότητα στην κίνηση απο το "ουσιώδες άπειρο" στο "υπαρκτικό πεπερασμένο". Το αφηρημένο (abstractio) του Marechal, φτάνει στην ολοκλήρωσή του στην φαντασία (Imaginatio) του Χάιντεγκερ, το πνεύμα ολοκληρώνεται στον κόσμο. Ο Gustav Siewerth ωθεί στις έσχατες συνέπειες την διπλή ταυτότητα που παρουσιάζεται στην διατύπωση του Max Muller. Η βασική σχέση ανάμεσα στον Θεό και στην κτίση συνίσταται στην "παραδειγματική (ιδανική) ταυτότητα", τόσο που το πεπερασμένο όν φέρει, σαν "σφραγίδα της γεννήσεως" του, την "αναγκαιότητα, την απολυτότητα, την θεότητα". Παράλληλα, μέσα στο πνεύμα ή αλήθεια και η πραγματικότης είναι (τυπικώς) ταυτόσημες, επειδή απο τα βάθη τής θείας της καταγωγής η νόηση "παρατηρώντας το όν στοχάζεται το Είναι και διεισδύει στο θεμέλιο". Η πραγματικότης της είναι η πραγματικότης της αλήθειας. Έτσι από το ένα μέρος η ουσία της φυσικής δημιουργίας φαίνεται να είναι η "αυτοαλλοτρίωση τού Θεού" και η συμμετοχή στην Τριαδική ζωή μοιάζει σαν μία φυσική "Θεία καταγωγή" της νοήσεως. Αλλά από το άλλο η "γνώση της σχέσεως ανάμεσα στον Θεό και τον κόσμο" διστάζει "αναποφάσιστη στην αντιφατική ζώνη του ορίου ανάμεσα στην "διαφορά του θεϊσμού" και σε μία "πανθεϊστική ταυτότητα".
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου