Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2022

Αγ. Γρηγόριος Νύσσης - Ερμηνεία του Άσματος Ασμάτων (4)

 Συνέχεια από: Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2022


    ΛΟΓΟΣ Β'

(Άσμα Ασμάτων 1,5-8)

Η ΝΥΦΗ:

«Είμαι μαύρη αλλά όμορφη, κοπέλες (θυγατέρες) της Ιερουσαλήμ,

μαύρη όπως τα αντίσκηνα του Κηδάρ, κι’ όμορφη σαν τα δερμάτινα παραπετάσματα/υφαντά (της σκηνής) του Σολομώντα.

Μη βλέπετε που είμαι έτσι μαυρισμένη, 

επειδή με έκαψε ο ήλιος· 

οι γιοι της μητέρας μου θύμωσαν μαζί μου,

με βάλανε φυλάκισσα (δραγάτισσα) του αμπελιού.

Μα δεν φύλαξα τ’ αμπέλι το δικό μου.

Πες μου εσύ που σ’ αγάπησε η ψυχή μου,

που βόσκεις (τα πρόβατά σου), που σταλιάζεις τα μεσημέρια,

για να μην περιτριγυρίζω αδίκως ανάμεσα στις αγέλες των συντρόφων σου».

Ο ΧΟΡΟΣ

«Αν δεν το ξέρεις από μόνη σου (εάν δεν γνωρίζεις τον εαυτό σου), εσύ ώ όμορφη των γυναικών, βγες ακολουθώντας τα χνάρια των κοπαδιών και βόσκε τα κατσίκια σου κοντά στις μάντρες των βοσκών».

Στην ιερή σκηνή του μαρτυρίου ό,τι φαινόταν απ’ έξω δεν ήταν ισότιμο με τη μέσα κρυμμένη ομορφιά. Γιατί καταπετάσματα από λινά υφάσματα, υφαντά από γιδίσιες τρίχες και περιβλήματα από κόκκινα δέρματα συμπλήρωναν τον εξωτερικό στολισμό της σκηνής και δεν φαινόταν για όσους έβλεπαν το εξωτερικό περ’ από αυτά να υπάρχει τίποτε μεγάλο και πολύτιμο, ενώ εσωτερικά όλη η Σκηνή του μαρτυρίου άστραφτε από το χρυσάφι και το ασήμι και τις πολύτιμες πέτρες. Οι στύλοι, οι βάσεις, τα κιονόκρανα, το θυμιατήριο, το θυσιαστήριο, η κιβωτός, η λυχνία, το ιλαστήριο, τα λουτρά, τα καταπετάσματα στις εισόδους που το κάλλος τους αποτελούσε μια ανάμιξη από κάθε είδους λαμπερά χρώματα. Χρυσό νήμα συνυφασμένο καλοταιριασμένα και με λεπτότητα τέχνης με το γαλάζιο, το πορφυρό, το βυσσινί και το κόκκινο, ανάμικτο απ’ όλα έκανε τη λάμψη του υφάσματος να στίλβει με τις λάμψεις της ίριδας.

Σε τι αποβλέπω με αυτό το προοίμιό μου θα γίνει φανερό οπωσδήποτε μ’ αυτά που θα πω. Έχουμε πάλι μπροστά μας το Άσμα των Ασμάτων, για κάποια διδασκαλία φιλοσοφίας και θεογνωσίας. Αυτή είναι η αληθινή σκηνή του μαρτυρίου που τα καλύμματα και τα υφαντά και το σκέπασμά της με τα παραπετάσματα γίνονται κάποια λόγια ερωτικά και κάποιες εκφράσεις που φανερώνουν την ένωση με το ποθούμενο και μια περιγραφή της ομορφιάς και αναφορά των σωματικών μελών, όσα φαίνονται στο πρόσωπο κι όσα κρύβονται κάτω από τα φορέματα. Τα εσωτερικά είναι αληθινά μια πολύφωτη λυχνία και κιβωτός γεμάτη από μυστήρια. Και το θυμιατήρι που σκορπά ευωδία και ο εξαγνισμός της αμαρτίας, το ολόχρυσο εκείνο θυσιαστήριο της λατρείας, η ομορφιά των παραπετασμάτων, που υφαίνουν ωραία οι αρετές με τα λαμπρά χρώματά τους, και οι σταθεροί στύλοι των λογισμών και οι αμετατόπιστες βάσεις της διδασκαλίας των δογμάτων μαζί με την ομορφιά των κιονόκρανων, με τα οποία σημαίνεται η χάρη σχετικά με το ηγεμονικό της ψυχής και τα λουτρά των ψυχών και όλα όσα αφορούν στην ουράνια και ασώματη πολιτεία, που ο νόμος τα παραγγέλλει με σύμβολα, είναι δυνατό να τα βρούμε στα νοήματα που υποκρύπτονται στις λέξεις, αρκεί να κάνουμε μονάχα με την επιμέλειά μας κατάλληλους τους εαυτούς μας για την είσοδό μας στα Άγια των αγίων, αποπλύνοντας κάθε ακαθαρσία αισχρής έννοιας με το λουτρό του λόγου, μήπως, αγγίζοντας κάποτε, αντίθετα μ’ ό,τι ο νόμος παραγγέλλει, κάποιο νόημα θνησιμαίο ή αγγίζοντας κάποιο ακάθαρτο λογισμό, αποκλεισθούμε από τα θαυμάσια της σκηνής και δεν μπορέσουμε να τα δούμε. Γιατί ο νόμος του πνεύματος δεν επιτρέπει την είσοδο (στα Άγια των αγίων) τέτοιων ανθρώπων, αν δεν πλύνει κάποιος το ιμάτιο της συνείδησής του εαυτού του, κατά το παράγγελμα του Μωϋσή, όποιος δηλ. άγγιξε κάποια νεκρή και ακάθαρτη έννοια.

Η ακολουθία όσων προεκθέσαμε οδηγεί το λόγο στην ανάλυση όσων είπε η νύφη προς τις κοπέλες. Και είναι αυτά· «Είμαι μαύρη κι όμορφη, κοπέλες της Ιερουσαλήμ, όπως τα σκηνώματα του Κηδάρ κι όπως τα υφαντά του Σολομώντα». Κάνει σωστά η διδασκάλισσα αρχίζοντας από αυτά που πρέπει για τις μαθητευόμενες ψυχές με την έκθεση των αγαθών. Αυτές είναι πρόθυμες, σύμφωνα με όσα επαγγέλλονται, να προτιμήσουν από κάθε ανθρώπινο λόγο, που τον λένε μεταφορικά κρασί, τη χάρη που απορρέει από τους λογικούς μαστούς της λέγοντας κατά λέξη· «θ’ αγαπήσουμε τούς μαστούς σου περισσότερο από το κρασί, επειδή σε αγάπησε η Ευθύτητα»· εκείνη προσθέτει για τις μαθητευόμενες το θαύμα που την αφορά, για να μάθουμε καλύτερα την αμέτρητη φιλανθρωπία του νυμφίου, που με την αγάπη του στολίζει την αγαπημένη του με ομορφιά. Μη θαυμάσετε, λέει, που με αγάπησε η Ευθύτητα, αλλά, ενώ ήμουν μαυρισμένη από την αμαρτία και με τα έργα μου προσκολλημένη στο σκότος, με έκανε όμορφη με την αγάπη του ανταλλάσσοντας τη δική του ομορφιά με τη δική μου ασχήμια. Μεταφέροντας την ακαθαρσία των αμαρτιών μου στον εαυτό του μου μετάδωσε τη δική του καθαρότητα, κάνοντάς με κοινωνό τού κάλλους του· πρώτα από αποτροπιαστική μ’ έκανε ωραία κι έτσι μ’ αγάπησε.

Έπειτα προτρέπει τις κοπέλες να γίνουν κι εκείνες ωραίες, προβάλλοντάς τους τη δική της ομορφιά όμοια με τον μεγάλο Παύλο που λέει· «γίνεστε όπως κι εγώ, γιατί κι εγώ ήμουν όπως εσείς», και «γίνεστε μιμητές μου όπως κι εγώ είμαι μιμητής τού Χριστού». Γι’ αυτό δεν αφήνει τις ψυχές που μαθαίνουν κοντά της να κοιτάζουν την περασμένη ζωή και ν’ απελπίζονται ότι θα γίνουν όμορφες. Αλλά βλέποντας προς αυτήν να διδάσκονται τούτο με το παράδειγμά της, ότι το παρόν γίνεται το κάλυμμα των περασμένων, αν είναι άμωμο. Λέει δηλαδή· κι αν τώρα λάμπει επάνω μου η ομορφιά που σχημάτισε με την αγάπη της η Ευθύτητα, γνωρίζω όμως ότι στην αρχή δεν ήμουν φωτεινή, αλλά ήμουν μελαψή. Κι αυτή την όψη που είχα, τη σκοτεινή και μαύρη, μου την είχε προκαλέσει η προηγούμενη ζωή μου. Ενώ όμως ήμουν εκείνο, τώρα είμαι αυτό. Το ομοίωμα του σκοταδιού μετασχηματίστηκε σε ωραία μορφή. Και σεις λοιπόν, κοπέλες της Ιερουσαλήμ, κοιτάξετε τη μητέρα σας Ιερουσαλήμ. Κι αν τότε ήσασταν σκηνώματα του Κηδάρ, επειδή είχε κατοικήσει μέσα σας ο εξουσιαστής του σκότους (γιατί η λέξη Κηδάρ ερμηνεύεται σκοτάδι), θα γίνετε υφαντά του Σολομώντα, δηλαδή θα είστε ναός του βασιλιά, επειδή κατοίκησε μέσα σας ο βασιλιάς Σολομών. Και Σολομών είναι ο ειρηνικός, ο επώνυμος της ειρήνης. Γιατί με τα «υφαντά του Σολομώντα» ονόμασε από το επί μέρος όλη τη βασιλική σκηνή.

Μ’ αυτές τις έννοιες νομίζω ο μεγάλος Παύλος έχει ασχοληθεί πιο επίμονα στην επιστολή του προς τους Ρωμαίους, με όσα μας παρουσιάζει περί της αγάπης του Θεού για εμάς, ότι ενώ ήμασταν αμαρτωλοί και μαύροι, μας έκανε φωτόμορφους κι αξιαγάπητους, χύνοντάς μας τη λάμψη της χάρης του. Όπως δηλαδή τη νύχτα όλα γίνονται σκοτεινά εξαιτίας του ζόφου που επικρατεί, ακόμα κι αν είναι από τη φύση τους λευκά, ενώ όταν επικρατήσει το φως δεν παραμένει η ομοιότητα με το σκότος σε όσα είχε σκοτεινιάσει ο ζόφος, έτσι κι όταν η ψυχή μεταβεί από την πλάνη στην αλήθεια συμμεταβάλλεται και η σκοτεινή όψη του βίου στη φωτεινή χάρη. Τα ίδια που λέει στις κοπέλες η νύφη του Χριστού, λέει κι ο Παύλος στον Τιμόθεο, ο λαμπρός, που έγινε έπειτα από σκοτεινός που ήταν, ότι αξιώθηκε να γίνει κι αυτός καλός, ενώ πρώτα ήταν βλάσφημος και διώκτης και υβριστής και μαύρος. Και ότι ο Χριστός ήρθε στον κόσμο για να κάνει φωτεινούς τους σκοτεινούς, αφού δεν καλούσε κοντά του τους δίκαιους, αλλά τους αμαρτωλούς να μετανοήσουν, που τους έκανε με το λουτρό της δεύτερης γέννησης να λάμπουν σαν άστρα, ξεπλύνοντας τη σκοτεινή τους μορφή με το νερό.

Το ίδιο ακριβώς και ο οφθαλμός του Δαβίδ βλέπει στην άνω πόλη με θαυμασμό, πως μέσα στην πόλη του Θεού, η οποία έχει τόσο υμνηθεί, οικίζεται η Βαβυλώνα κι μνημονεύεται η πόρνη Ραάβ κι έρχονται σ’ αυτήν αλλόφυλοι και η Τύρος και ο λαός των Αιθιόπων, ώστε κανένας άνθρωπος να μην την ονειδίζει πια για την έλλειψη κατοίκων λέγοντας «να μην πει πια κάποιος για την Σιών· γεννήθηκε άνθρωπος σ’ αυτήν;». Κι εκεί γίνονται πολίτες της πόλης οι αλλόφυλοι και οι Βαβυλώνιοι γίνονται Ιεροσολυμίτες, παρθένος η πόρνη, οι Αιθίοπες λευκοί και η Τύρος άνω πόλη. Έτσι κι εδώ η νύφη θέλει να κάνει πρόθυμες τις κοπέλες της Ιερουσαλήμ, παρουσιάζοντάς τες την αγαθότητα τού νυμφίου· κι αν ακόμα πάρει κάποια μαύρη ψυχή, τη μεταβάλλει σε όμορφη με τη κοινωνία της με τον εαυτό του, κι αν είναι κάποια σαν σκήνωμα του Κηδάρ, γίνεται κατοικία του φωτός, του αληθινού Σολομώντα, επειδή δηλαδή κατοίκησε σ’ αυτήν ο ειρηνικός βασιλιάς. Γι’ αυτό λέει «είμαι μελαψή, μα όμορφη, κοπέλες τις Ιερουσαλήμ», ώστε, βλέποντας προς εμένα, να γίνετε κι εσείς υφαντά του Σολομώντα, ακόμα κι αν είστε σκηνώματα του Κηδάρ.

Το πρωτότυπο κείμενο

Λόγος β
Μέλαινά εἰμι καὶ καλή, θυγατέρες Ἰερουσαλήμ,
ὡς σκηνώματα κηδάρ, ὡς δέρρεις Σολομών.
Μὴ βλέψητέ με ὅτι ἐγώ εἰμι μεμελανωμένη,
ὅτι παρέβλεψέ με ὁ ἥλιος·
υἱοὶ μητρός μου ἐμαχέσαντο ἐν ἐμοί,
ἔθεντό με φυλάκισσαν ἐν ἀμπελῶσιν·
ἀμπελῶνα ἐμὸν οὐκ ἐφύλαξα.
Ἀπάγγειλόν μοι, ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου,
ποῦ ποιμαίνεις, ποῦ κοιτάζεις ἐν μεσημβρίᾳ,
μήποτε γένωμαι ὡς περιβαλλομένη ἐπ' ἀγέλαις
ἑταίρων σου.
Ἐὰν μὴ γνῷς σεαυτήν, ἡ καλὴ ἐν γυναιξίν,
ἔξελθε σὺ ἐν πτέρναις τῶν ποιμνίων
καὶ ποίμαινε τὰς ἐρίφους
ἐπὶ σκηνώμασι τῶν ποιμνίων.

Τῆς ἱερᾶς τοῦ μαρτυρίου σκηνῆς οὐχ ὁμότιμον ἦν τῷ ἔνδοθεν κεκρυμμένῳ κάλλει τὸ ἐκτὸς προφαινόμενον· αὐλαῖαι μὲν γὰρ ἐκ λινῶν ὑφασμάτων καὶ αἱ διὰ τῶν τριχῶν τῶν αἰγῶν δέρρεις καὶ αἱ τῶν ἐρυθρῶν δερμάτων περιβολαὶ τὸν ἔξωθεν τῆς σκηνῆς κόσμον ἐπλήρουν καὶ οὐδὲν ἦν μέγα καὶ τίμιον τοῖς τὰ ἐκτὸς ὁρῶσι παρὰ ταῦτα φαινόμενον, ἔσωθεν δὲ χρυσῷ καὶ ἀργύρῳ καὶ τοῖς τιμίοις τῶν λίθων πᾶσα ἡ τοῦ μαρτυρίου σκηνὴ κατελάμπετο· οἱ στῦλοι, αἱ βάσεις, αἱ κεφαλίδες, τὸ θυμιατήριον, τὸ θυσιαστήριον, ἡ κιβωτός, ἡ λυχνία, τὸ ἱλαστήριον, οἱ λουτῆρες, τὰ τῶν εἰσόδων καταπετάσματα, οἷς τὸ κάλλος ἐκ παντὸς εἴδους τῆς εὐχροούσης βαφῆς συνεκίρνατο, νῆμα χρύσεον ὑακίνθῳ καὶ πορφύρᾳ καὶ βύσσῳ καὶ κόκκῳ διά τινος τεχνικῆς λεπτουργίας εὐκόσμως συνυφαινόμενον, σύγκρατον ἐκ πάντων, καθάπερ ἐν ἴριδος αὐγαῖς ἀποστίλβειν ἐποίει τὴν αὐγὴν τοῦ ὑφάσματος. 

πρὸς ὅ τι δὲ βλέπων ἐντεῦθεν προοιμιάζομαι, πρόδηλον ὑμῖν πάντως ἐκ τῶν ῥηθησομένων γενήσεται. πάλιν πρόκειται ἡμῖν τὸ Ἆισμα τῶν Ἀισμάτων εἰς πᾶσαν φιλοσοφίας τε καὶ θεογνωσίας ὑφήγησιν. αὕτη ἐστὶν ἡ ἀληθινὴ τοῦ μαρτυρίου σκηνή, ἧς προκαλύμματα μὲν καὶ δέρρεις καὶ ἡ τῆς αὐλαίας περιβολὴ ἐρωτικοί τινες γίνονται λόγοι καὶ ῥήματα τὴν πρὸς τὸ ποθούμενον σχέσιν ἐμφαίνοντα καὶ κάλλους ὑπογραφὴ καὶ μνήμη σωματικῶν μελῶν, τῶν τε προφαινομένων ἐν τῷ προσώπῳ καὶ τῶν ὑποκεκρυμμένων τῇ τῆς ἐσθῆτος περιβολῇ. τὰ δὲ ἐντὸς πολύφωτός τίς ἐστιν ὡς ἀληθῶς λυχνία καὶ κιβωτὸς μυστηρίων πλήρης. καὶ τὸ τῆς εὐωδίας θυμιατήριον καὶ τὸ καθάρσιον τῆς ἁμαρτίας, τὸ πάγχρυσον ἐκεῖνο τῆς εὐσεβείας θυσιαστήριον, τό τε τῶν καταπετασμάτων κάλλος, τὸ διὰ τῆς τῶν ἀρετῶν εὐχροίας εὐσχημόνως ἐξυφαινόμενον, καὶ οἱ ἀκλινεῖς τῶν λογισμῶν στῦλοι καὶ αἱ ἀμετάθετοι τῶν δογμάτων βάσεις τό τε τῶν κεφαλίδων κάλλος, δι' ὧν ἡ περὶ τὸ ἡγεμονικὸν τῆς ψυχῆς ἑρμηνεύεται χάρις καὶ οἱ τῶν ψυχῶν λουτῆρες καὶ πάντα ὅσα πρὸς τὴν οὐρανίαν τε καὶ ἀσώματον πολιτείαν βλέπει, ἃ δι' αἰνιγμάτων ὁ νόμος διακελεύεται, ἐν τοῖς ὑποκεκρυμμένοις τῇ λέξει νοήμασιν ἔστιν εὑρεῖν, εἰ μόνον ἐπιτηδείους πρὸς τὴν εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων εἴσοδον ἑαυτοὺς δι' ἐπιμελείας ποιήσαιμεν τῷ λουτῆρι τοῦ λόγου πάντα ῥύπον αἰσχρᾶς ἐννοίας ἀποκλυσάμενοι, μήποτε θιγόντες παρὰ τὸ παράγγελμα τοῦ νόμου θνησιμαίου νοήματος ἤ τινος τῶν ἀκαθάρτων ἐνθυμίων ἁψάμενοι ἀθέατοι τῶν ἐντὸς τῆς σκηνῆς θαυμάτων ἀποκλεισθῶμεν. οὐ γὰρ παραδέχεται τῶν τοιούτων τὴν εἴσοδον ὁ τοῦ πνεύματος νόμος, ἐὰν μή τις πλύνῃ τὸ τῆς συνειδήσεως ἑαυτοῦ ἱμάτιον κατὰ τὸ Μωυσέως παράγγελμα ὁ νεκρᾶς τινος καὶ βδελυκτῆς ἐννοίας ἁψάμενος.

Ἄγει δὲ τὸν λόγον ἡ ἀκολουθία τῶν προεξητασμένων πρὸς τὴν θεωρίαν τῶν παρὰ τῆς νύμφης πρὸς τὰς νεάνιδας εἰρημένων. ἔστι δὲ ταῦτα· Μέλαινά εἰμι καὶ καλή, θυγατέρες Ἰερουσαλήμ, ὡς σκηνώματα κηδάρ, ὡς δέρρεις Σολομών. καλῶς ἡ διδάσκαλος ἀφ' ὧν ἔδει ταῖς μαθητευομέναις ψυχαῖς ἄρχεται ποιεῖσθαι τῶν ἀγαθῶν τὴν ὑφήγησιν· αἱ μὲν γὰρ προθύμως ἔχουσι, δι' ὧν ἐπαγγέλλονται, παντὸς ἀνθρωπίνου λόγου, ὃν οἶνον τροπικῶς ὀνομάζουσι, προτιμοτέραν ποιεῖσθαι τὴν ἐκ τῶν λογικῶν αὐτῆς μαζῶν ἀπορρέουσαν χάριν οὕτως εἰποῦσαι τῷ ῥήματι ὅτι Ἀγαπήσωμεν μαστούς σου ὑπὲρ οἶνον, ἐπειδὴ σὲ ἡ εὐθύτης ἠγάπησεν, ἡ δὲ προσθήκην ποιεῖ ταῖς μαθητευομέναις τοῦ περὶ αὑτὴν θαύματος, ὡς ἂν μᾶλλον μάθοιμεν τὴν ἀμέτρητον τοῦ νυμφίου φιλανθρωπίαν τοῦ διὰ τῆς ἀγάπης ἐπιβάλλοντος τῇ ἀγαπηθείσῃ τὸ κάλλος· μὴ θαυμάσητε γάρ φησι, ὅτι ἐμὲ ἡ εὐθύτης ἠγάπησεν, ἀλλ' ὅτι μέλαιναν οὖσαν ἐξ ἁμαρτίας καὶ προσῳκειωμένην τῷ ζόφῳ διὰ τῶν ἔργων καλὴν διὰ τῆς ἀγάπης ἐποίησε τὸ ἴδιον κάλλος πρὸς τὸ ἐμὸν αἶσχος ἀνταλλαξάμενος. μεταθεὶς γὰρ πρὸς ἑαυτὸν τὸν τῶν ἐμῶν ἁμαρτιῶν ῥύπον μετέδωκέ μοι τῆς ἑαυτοῦ καθαρότητος κοινωνόν με τοῦ ἑαυτοῦ κάλλους ἀπεργασάμενος, ὃς πρῶτον ἐποίησεν ἐξ εἰδεχθοῦς ἐρασμίαν καὶ οὕτως ἠγάπησεν. 

Μετὰ ταῦτα προτρέπεται τὰς νεάνιδας καὶ αὐτὰς γενέσθαι καλὰς τὸ καθ' ἑαυτὴν προδεικνύουσα κάλλος καθ' ὁμοιότητα τοῦ μεγάλου Παύλου τοῦ λέγοντος Γίνεσθε ὡς ἐγώ, ὅτι καὶ ἐγὼ ὡς ὑμεῖς· καὶ Μιμηταί μου γίνεσθε καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ. διὰ τοῦτο γὰρ οὐκ ἐᾷ τὰς μαθητευομένας αὐτῇ ψυχὰς πρὸς τὸ παρῳχηκὸς τοῦ βίου βλεπούσας ἀπελπίζειν τοῦ γίνεσθαι καλάς, ἀλλὰ πρὸς αὐτὴν ὁρώσας τοῦτο μανθάνειν διὰ τοῦ ὑποδείγματος, ὅτι τὸ παρὸν γίνεται τοῦ παρῳχηκότος προκάλυμμα, ἐὰν ἄμωμον ᾖ. λέγει γὰρ ὅτι κἂν νῦν μοι ἐπιλάμπῃ τὸ κάλλος, ὅ μοι διὰ τοῦ ἀγαπηθῆναι παρὰ τῆς εὐθύτητος ἐπεμορφώθη, ἀλλ' οἶδα ἐμαυτὴν οὐ λαμπρὰν οὖσαν τὸ κατ' ἀρχὰς ἀλλὰ μέλαιναν. τὸ δὲ τοιοῦτον εἶδος περὶ ἐμέ, τὸ σκοτεινὸν καὶ ζοφῶδες, ὁ προλαβὼν βίος ἐποίησεν. ἀλλ' ὅμως ἐκεῖνο οὖσα τοῦτό εἰμι. μετεσκευάσθη γὰρ τὸ ὁμοίωμα τοῦ σκότους εἰς κάλλους μορφήν. καὶ ὑμεῖς τοίνυν, ὦ θυγατέρες Ἰερουσαλήμ, ἀναβλέψατε πρὸς τὴν μητέρα ὑμῶν Ἰερουσαλήμ. κἂν σκηνώματα τοῦ κηδὰρ ἦτε διὰ τοῦ ἐνοικῆσαι ὑμῖν τὸν ἄρχοντα τῆς ἐξουσίας τοῦ σκότους (σκοτασμὸς γὰρ ἡ τοῦ κηδὰρ λέξις διερμηνεύεται), δέρρεις τοῦ Σολομῶντος γενήσεσθε, τουτέστι ναὸς τοῦ βασιλέως ἔσεσθε ἐνοικήσαντος ὑμῖν τοῦ βασιλέως Σολομῶντος. Σολομὼν δὲ ὁ εἰρηνικός ἐστιν, ὁ τῇ εἰρήνῃ ἐπώνυμος. δέρρεις γὰρ Σολομῶντος ἀπὸ μέρους πᾶσαν τὴν βασιλικὴν σκηνὴν κατωνόμασεν. 

Τούτοις μοι δοκεῖ τοῖς νοήμασιν ὁ μέγας Παῦλος προσεχέστερον ἐν τῷ πρὸς Ῥωμαίους φιλοχωρῆσαι λόγῳ, ἐν οἷς συνίστησι τοῦ θεοῦ τὴν περὶ ἡμᾶς ἀγάπην, ὅτι ἁμαρτωλοὺς ὄντας ἡμᾶς καὶ μέλανας φωτοειδεῖς τε καὶ ἐρασμίους διὰ τοῦ ἐπιλάμψαι τὴν χάριν ἐποίησεν. ὥσπερ γὰρ ἐν νυκτὶ πάντα τῷ ἐπικρατοῦντι συμμελαίνεται ζόφῳ, κἂν λαμπρὰ κατὰ φύσιν ὄντα τύχῃ, φωτὸς δὲ ἐπιλαβόντος οὐ παραμένει τοῖς ἐν τῷ ζόφῳ σκοτισθεῖσιν ἡ πρὸς τὸ σκότος ὁμοίωσις, οὕτω μετατεθείσης τῆς ψυχῆς ἀπὸ τῆς πλάνης πρὸς τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ σκοτεινὴ τοῦ βίου μορφὴ πρὸς τὴν φωτεινὴν χάριν συμμεταβάλλεται. ταὐτὰ καὶ πρὸς τὸν Τιμόθεον, ὡς αὕτη πρὸς τὰς νεάνιδας, λέγει ἡ τοῦ Χριστοῦ νύμφη, ὁ Παῦλος, ὁ λαμπρὸς ἐκ μέλανος μετὰ ταῦτα γενόμενος ὅτι καλὸς ἠξιώθη καὶ αὐτὸς γενέσθαι τὸ πρότερον βλάσφημος ὢν καὶ διώκτης καὶ ὑβριστὴς καὶ μέλας καὶ ὅτι Χριστὸς εἰς τὸν κόσμον ἦλθε λαμπροὺς ποιῆσαι τοὺς μέλανας, οὐ δικαίους πρὸς ἑαυτὸν καλῶν ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν, οὓς τῷ λουτρῷ τῆς παλιγγενεσίας λάμπειν ὡς φωστῆρας ἐποίησε τὸ ζοφῶδες αὐτῶν εἶδος ἀποκλύσας τῷ ὕδατι. 

Τὸ αὐτὸ τοῦτο καὶ ὁ τοῦ Δαβὶδ ὀφθαλμὸς ἐν τῇ ἄνω πόλει ὁρᾷ καὶ ἐν θαύματι ποιεῖται τὸ θέαμα, πῶς ἐν τῇ πόλει τοῦ θεοῦ, περὶ ἧς τὰ δεδοξασμένα λελάληται, Βαβυλὼν οἰκίζεται καὶ ἡ πόρνη Ῥαὰβ μνημονεύεται, ἀλλόφυλοί τε καὶ Τύρος καὶ ὁ τῶν Αἰθιόπων λαὸς ἐν αὐτῇ γίνονται, ὡς μηκέτι τῶν ἀνθρώπων τινὰ τῇ πόλει ταύτῃ τὴν τῶν οἰκητόρων ἐρημίαν ἐπονειδίζειν λέγοντα Μή τις ἔτι τῇ Σιὼν ἐρεῖ· ἄνθρωπος ἐγεννήθη ἐν αὐτῇ; κἀκεῖ γὰρ φυλέται τῆς πόλεως γίνονται οἱ ἀλλόφυλοι καὶ Ἱεροσολυμῖται οἱ Βαβυλώνιοι καὶ παρθένος ἡ πόρνη καὶ λαμπροὶ οἱ Αἰθίοπες καὶ Τύρος ἡ ἄνω πόλις· οὕτω καὶ ἐνταῦθα τὰς θυγατέρας Ἰερουσαλὴμ προθυμοποιεῖται ἡ νύμφη συνιστῶσα τοῦ νυμφίου τὴν ἀγαθότητα, ὅτι κἂν μέλαινάν τινα λάβῃ ψυχήν, τῇ πρὸς ἑαυτὸν κοινωνίᾳ καλὴν ἀπεργάζεται, κἄν τις σκήνωμα ᾖ κηδάρ, φωτὸς οἰκητήριον γίνεται τοῦ ἀληθινοῦ Σολομῶντος, τουτέστι τοῦ εἰρηνικοῦ βασιλέως ἐν αὐτῇ κατοικήσαντος. διὰ τοῦτό φησι Μέλαινά εἰμι καὶ καλή, θυγατέρες Ἰερουσαλήμ, ἵνα πρὸς ἐμὲ βλέπουσαι καὶ ὑμεῖς γένησθε δέρρεις Σολομῶντος, κἂν σκηνώματα ἦτε κηδάρ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: