Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν μία έμφυτη επιθυμία να γίνουν αποδεκτοί από το περιβάλλον και από την κοινότητα τους – ενώ φοβούνται την κοινωνική απομόνωση. Ακριβώς για το λόγο αυτό παρατηρούν συνεχώς, αν και σε μεγάλο βαθμό ασυνείδητα, τη συμπεριφορά των ανθρώπων γύρω τους – καθορίζοντας έτσι ποιες απόψεις και συμπεριφορές είναι ανεκτές από την κοινωνία και ποιες όχι, με ποιες εκφράσεις εισπράττει κανείς χειροκροτήματα ή χτυπήματα αποδοχής στην πλάτη κοκ. Κυρίως όμως ποιες συμπεριφορές προκαλούν αντιδράσεις που εκλαμβάνονται ως απειλές απομόνωσης – με την έννοια πως όποιος αντιβαίνει στη συναίνεση, στους κανόνες και στη γενικά αποδεκτή κοινή γνώμη, ρισκάρει την περιθωριοποίηση του. Από την άλλη πλευρά όμως, δεν δίνεται η απαιτούμενη προσοχή σε μία άλλη πλευρά της θεωρίας, εξίσου σημαντική: στο ότι ναι μεν οι περισσότεροι άνθρωποι τείνουν να σιωπούν όταν αισθάνονται μειονότητα, αλλά όχι όλοι. Ειδικότερα, μία μικρή ομάδα του πληθυσμού, οι αποκαλούμενοι «αιρετικοί», δεν αντιδρούν στις απειλές της απομόνωσης και δεν τη φοβούνται – ενώ πρόκειται για ανθρώπους που υπερασπίζονται τη θέση τους απτόητοι, ακόμη και όταν δέχονται τις πιο βίαιες επιθέσεις. Στα πλαίσια αυτά, όποιος φωνάζει αρκετά δυνατά, βρίσκει πάντοτε οπαδούς – ενώ όποιος δεν φοβάται την απομόνωση, την κοινωνική περιθωριοποίηση, μπορεί να αλλάξει την κοινή γνώμη.
Άποψη
Εισαγωγικά, η θεωρία της σπείρας ή σπιράλ της σιωπής, προέρχεται από την Elisabeth Noelle Neumann – ιδρύτρια και επικεφαλής του ινστιτούτου δημοσκοπήσεων Allensbach. Εν προκειμένω, ως μέρος της έρευνας για τις ομοσπονδιακές εκλογές της Γερμανίας του 1965, διαπίστωσε πως οι απαντήσεις των ψηφοφόρων που ερωτήθηκαν σχετικά με το ποιο κόμμα θα κέρδιζε τις εκλογές, δεν ταίριαζαν με τις πραγματικές δυνάμεις των κομμάτων.
Ειδικότερα, ενώ τα δύο μεγάλα κόμματα της χώρας, η CDU/CSU και η SPD ισοψηφούσαν το 1965, ο πληθυσμός πείσθηκε τελικά πως το πρώτο θα κέρδιζε τις εκλογές – με αποτέλεσμα να τις κερδίσει. Το ίδιο ακριβώς μοτίβο παρατηρήθηκε το 1972, αλλά αυτή τη φορά με το αντίθετο πρόσημο – με την έννοια πως η προσδοκία ότι η SPD θα κέρδιζε τις εκλογές αυξήθηκε κατακόρυφα, χωρίς να δικαιολογείται κάτι τέτοιο από τα γεγονότα, με αποτέλεσμα επίσης να τις κερδίσει.
Διενεργώντας τώρα μία σειρά ερωτήσεων το Ινστιτούτο, διαπίστωσε πως το 1972 οι υποστηρικτές της CDU/CSU ήταν πρακτικά αόρατοι στο κοινό – παρά το ότι ο αριθμός τους δεν ήταν μικρότερος από αυτόν των υποστηρικτών της SPD. Εν τούτοις, κάτι τους είχε τρομάξει τόσο πολύ, ώστε να αποφεύγουν να εμφανίζονται – ενώ, αντίθετα, οι υποστηρικτές της SPD δήλωναν με σιγουριά τις πολιτικές τους πεποιθήσεις, φορούσαν καρφίτσες με το έμβλημα του κόμματος, κολλούσαν αυτοκόλλητα στα αυτοκίνητα τους και γενικότερα ήταν εκδηλωτικοί, όταν οι αντίπαλοι τους παρέμεναν σιωπηλοί.
Σύμφωνα λοιπόν με τη θεωρία του «σπιράλ της σιωπής» που αναπτύχθηκε, με βάση τις παραπάνω παρατηρήσεις, οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν μία έμφυτη επιθυμία να γίνουν αποδεκτοί από το περιβάλλον και από την κοινότητα τους – ενώ φοβούνται την κοινωνική απομόνωση.
Ακριβώς για το λόγο αυτό παρατηρούν συνεχώς, αν και σε μεγάλο βαθμό ασυνείδητα, τη συμπεριφορά των ανθρώπων γύρω τους – καθορίζοντας έτσι ποιες απόψεις και συμπεριφορές είναι ανεκτές από την κοινωνία και ποιες όχι, με ποιες εκφράσεις εισπράττει κανείς χειροκροτήματα ή χτυπήματα αποδοχής στην πλάτη κοκ. Κυρίως όμως ποιες συμπεριφορές προκαλούν αντιδράσεις που εκλαμβάνονται ως απειλές απομόνωσης – με την έννοια πως όποιος αντιβαίνει στη συναίνεση, στους κανόνες και στη γενικά αποδεκτή κοινή γνώμη, ρισκάρει την περιθωριοποίηση του.
Στα πλαίσια αυτά είναι αυτονόητο πως οι έρευνες της κοινής γνώμης, όπως είναι οι δημοσκοπήσεις, επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τους ανθρώπους, όσον αφορά την ψήφο τους – η οποία οδηγείται στο κόμμα που εμφανίζεται ότι προηγείται, οπότε πως αντιπροσωπεύει καλύτερα τη γενικά αποδεκτή κοινή γνώμη.
Συνεχίζοντας, φαίνεται πως οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν μία πολύ έντονη αίσθηση, σχετικά με το ποιες απόψεις είναι αποδεκτές από την πλειοψηφία και ποιες όχι. Ως εκ τούτου, όποιος αισθάνεται πως η άποψη του είναι μειοψηφική, ότι είναι αντίθετη με την κοινή γνώμη, τείνει ενστικτωδώς να καθυστερεί ή να μην εκφράζει καθόλου δημόσια τις απόψεις του – ενώ υπό ορισμένες συνθήκες αυτή η συμπεριφορά μπορεί να πυροδοτήσει την εξής δυναμική:
Επειδή οι υποστηρικτές μίας άποψης σιωπούν, εκφοβίζονται κατά κάποιον τρόπο, η άποψη τους αυτή γίνεται λιγότερο ορατή στο δημόσιο χώρο – οπότε ο αριθμός των υποστηρικτών της φαίνεται μικρότερος, από όσος είναι στην πραγματικότητα. Την ίδια στιγμή οι υπόλοιποι υποστηρικτές της ίδιας άποψης ή θέσης βρίσκουν λιγότερη επιβεβαίωση, οπότε φιμώνονται με τη σειρά τους – οπότε οι εκπρόσωποι της αντίθετης άποψης, μη αντιμετωπίζοντας αντιδράσεις, γίνονται όλο πιο σίγουροι και δυνατοί.
Στη συνέχεια, κάποιοι «μολύνουν» ο ένας τον άλλο για να σιωπήσουν και οι άλλοι για να μιλήσουν – οπότε πραγματοποιείται μία σπειροειδής διαδικασία η οποία, σε ακραίες περιπτώσεις, μπορεί να οδηγήσει στην πλήρη εξαφάνιση του ενός «στρατοπέδου» άποψης από τα φώτα της δημοσιότητας, ενώ του άλλου να κυριαρχήσει στην κοινή γνώμη. Έτσι έχουν οδηγηθεί πολλά πολιτικά κόμματα στην εξαφάνιση τους – ενώ έχουν επικρατήσει θεωρίες που συχνά έχουν μικρή σχέση με την πραγματικότητα, όπως ίσως η πράσινη απάτη (ανάλυση).
Η άλλη όψη του νομίσματος
Περαιτέρω, όλες οι πτυχές της θεωρίας του σπιράλ της σιωπής και της αγελαίας συμπεριφοράς των ανθρώπων, είναι πολύ γνωστές σε αρκετούς πολιτικούς και κοινωνικούς επιστήμονες – επίσης σε δημοσιογράφους παρά το ότι διστάζουν να το παραδεχθούν δημόσια, επειδή πρόκειται για ένα ουσιαστικό στοιχείο της κοινωνικής δύναμης των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Πόσο μάλλον όταν αμείβονται από πολλές κυβερνήσεις για τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης (λίστα Πέτσα για παράδειγμα), με βάση τις παραπάνω διαδικασίες – μεταξύ άλλων μέσω των δημοσκοπήσεων που αποτελούν το ισχυρότερο όπλο τους.
Από την άλλη πλευρά όμως, δεν δίνεται η απαιτούμενη προσοχή σε μία άλλη πλευρά της θεωρίας, εξίσου σημαντική: στο ότι ναι μεν οι περισσότεροι άνθρωποι τείνουν να σιωπούν όταν αισθάνονται μειονότητα, αλλά όχι όλοι. Ειδικότερα, μία μικρή ομάδα του πληθυσμού, οι αποκαλούμενοι «αιρετικοί», δεν αντιδρούν στις απειλές της απομόνωσης και δεν τη φοβούνται – ενώ πρόκειται για ανθρώπους που υπερασπίζονται τη θέση τους απτόητοι, ακόμη και όταν δέχονται τις πιο βίαιες επιθέσεις.
Το γεγονός αυτό ισχυροποιεί από μόνο του τις θέσεις τους – επειδή μιλούν με τέτοια αυτοπεποίθηση, σαν να είναι πλειοψηφική η γνώμη και η άποψη τους. Η συγκεκριμένη στάση τους δε, εύλογα εντυπωσιάζει με τη σειρά της τους άλλους ανθρώπους – αφού ναι μεν οι «αιρετικοί» δεν παίζουν με τους κανόνες του παιχνιδιού του φόβου της απομόνωσης και των απειλών της κοινωνικής περιθωριοποίησης, αλλά το κοινό τους παίζει με αυτούς.
Με απλά λόγια, το κοινό ενός «αιρετικού» δεν είναι αιρετικό, οπότε για να το επηρεάσει πρέπει να συμπεριφερθεί όπως όλοι οι άλλοι – να το χειραγωγήσει κατά κάποιον τρόπο. Στα πλαίσια αυτά, όποιος φωνάζει αρκετά δυνατά, βρίσκει πάντοτε οπαδούς – ενώ όποιος δεν φοβάται την απομόνωση, την κοινωνική περιθωριοποίηση, μπορεί να αλλάξει την κοινή γνώμη.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, όσοι δεν συμφωνούν δημόσια με την κοινή γνώμη που όμως είναι συχνά το προϊόν της χειραγώγησης και της αγελαίας συμπεριφοράς, «κακοποιούνται» με διάφορους χαρακτηρισμούς – όπως ως «γραφικοί», «ψεκασμένοι», «συνωμοσιολόγοι», δημαγωγοί, λαϊκιστές κλπ. Το γεγονός αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως δεν υπάρχουν πραγματικά γραφικοί, συνωμοσιολόγοι ή ότι άλλο – πόσο μάλλον όταν είναι οι πρώτοι που στηρίζουν έναν «αιρετικό» που μπορεί επίσης να είναι γραφικός.
Σημαίνει απλά πως πρέπει να εξετάζουμε αντικειμενικά όλες τις απόψεις, χωρίς να φοβόμαστε ποτέ την απομόνωση και την κοινωνική περιθωριοποίηση – ιδίως όμως να αποφεύγουμε την αγελαία συμπεριφορά και να έχουμε το θάρρος της γνώμης μας εκφράζοντας την δημόσια, καθώς επίσης να την αλλάζουμε, όταν τεκμηριώνεται πως δεν είναι σωστή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου