Συνέχεια από : Τετάρτη 9 Μαρτίου 2022
Το μητρικό σύμπλεγμαΚεφάλαιο 7ο
Οι εργασίες της Ψυχής
APULEIUS OF MADAUROS
Ως επόμενη εργασία πρέπει να πάη να φέρη η Ψυχή σε μια λειασμένη κρυστάλλινη φιάλη νερό απ’ τον παγωμένο καταρράκτη της Στυγός, το οποίο ξεπερνά επίσης τις δυνατότητές της. Στο σημείο αυτό εμφανίζεται ξανά ένα τυπικό μυθικό θέμα: Ο αετός του Δία παίρνει τη φιάλη, πηγαίνει και φέρνει το νερό και της το δίνει. Ο Μέρκελμπαχ συνδέει την Στύγα με το νερό του Νείλου. Θα φτάσουμε να μιλήσουμε στο τέλος του μυθιστορήματός μας για το μυστικό αγγείο, που περιέχει το νερό του Νείλου˙ αυτό είναι τ ο άρρητο μυστήριο του Όσιρι. Είναι το νερό του θανάτου και ταυτόχρονα της αναγέννησης, παριστάνεται όμως εδώ κατ’ αρχάς σε μιαν ελληνική συνάφεια του λόγου.
Η Στύγξ είναι μια θηλυκή θεά, η αρχαιότερη απ’ όλες, που κυριαρχεί πάνω στους άλλους θεούς. Το θανατηφόρο της νερό εξοντώνει τόσο κάθε ανθρώπινη ύπαρξη όσο και κάθε ζώο και δεν μπορεί να γεμίση κανείς μ’ αυτό κανένα κανονικό αγγείο, ούτε κάποιο από γυαλί ή μολύβι, ούτε μάλιστα κάποιο από χρυσάφι, γιατί είναι ακόμα πιο καταστροφικό απ’ το «νερό» της αλχημείας, που μπορεί να κρατηθή μόνο μέσα σ’ ένα χρυσαφένιο αγγείο. Ακόμα κι οι θεοί φοβούνται αυτό το στοιχείο κι ορκίζονται στο νερό της Στυγός. Όταν παραβαίνη ένας θεός τον όρκο που ορκίστηκε στο όνομα της Στυγός, πέφτει κάτω σαν νεκρός για έναν ολόκληρο χρόνο και εξορίζεται για ακόμα εννέα χρόνια απ’ τον Όλυμπο. Η Στύγξ συμβολίζει την τρομαχτική όψη του μητρικού αρχέτυπου και από μιαν ορισμένη άποψη και το συλλογικό ασυνείδητο. Το γεγονός, ότι δεν μπορούμε να «περιλάβουμε» το νερό της, μου φαίνεται πολύ σημαντικό. Δεν μπορούμε πράγματι να μεταβάλουμε ή να χειριστούμε το συλλογικό ασυνείδητο. Μοιάζει μ’ ένα άγριο ποτάμι ψυχικής ενέργειας, που δεν μπορούμε να του εναντιωθούμε ούτε να το εξημερώσουμε. Το συλλογικό ασυνείδητο είναι όπως ένα ισχυρό ρεύμα από εικόνες, πάνω στις οποίες δεν έχει ο άνθρωπος σχεδόν καμμιάν επιρροή.
Το μοναδικό αγγείο, με το οποίο μπορεί να αποκτήση κανείς λίγο απ’ αυτό το νερό, είναι σύμφωνα με τον μύθο η οπλή ενός αλόγου ή το κέρας ενός (ανύπαρκτου στην πραγματικότητα) μυθολογικού, μονόκερου σκυθικού γαϊδάρου. Το κέρας, ένα φαλλικό σύμβολο, συμβολίζει τη δημιουργική δύναμη του Ταυτού, και η οπλή του αλόγου έχει σε απλή μορφή την ίδια σημασία, καθώς πίστευε κανείς, πως τα άλογα ανέβαζαν πηγές χτυπώντας το έδαφος κι ότι το βάδισμα ενός αλόγου έκανε γόνιμη τη γη. Φαίνεται έτσι, πως μόνον η αρχή της δημιουργικότητας στην ανθρώπινη ψυχή μπορεί να διαφυλαχθή απέναντι στην καταστροφική δύναμη του νερού της Στυγός.
Ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε ποτέ – και φαίνεται, σύμφωνα μ’ αυτό το μυθολόγημα, πως δεν θά ’θελε και ποτέ – να χειριστή, να επηρεάση ή να κυριαρχήση μονάχα εν μέρει στο συλλογικό ασυνείδητο. Αυτή η φυσική αρχή παίρνει τη δική της πορεία. Υποστηρίζει πολιτισμούς ή έθνη ή τα αφήνει να παρακμάσουν, και τίποτα δεν μπορεί να διασωθή απέναντί της. Θα μπορούσαμε να πούμε, πως η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν ήδη τον δεύτερο μ.Χ. αιώνα καταδικασμένη, να βυθιστή στα νερά της Στυγός. Στον μύθο συνδέεται η Στύγξ και με τη θεά Νέμεσι, το μυστηριώδες, φιλέκδικο «δίκαιο της φύσης». Όταν μια αυτοκρατορία ή μια θρησκεία έχει αφιερωθή στον αφανισμό, επειδή το ασυνείδητο δεν βρίσκει πια μέσα σ’ αυτές έκφραση, είναι ο άνθρωπος απολύτως αβοήθητος˙ ορίζουν έτσι τα νερά της Στυγός και τη στρατιωτική ήττα και νίκη˙ απ’ αυτήν κατάγεται η Νίκη, αυτή η μυστηριώδης δύναμη της μοίρας, που επιτρέπει να αφανισθή στη μάχη ένας πολιτισμός ή του παρέχει την επιβίωση. Αν κοιτάξουμε πίσω στη σκόνη της ιστορίας και δούμε, πόσα πολλά, θαυμαστά επιτεύγματα του ανθρώπου έχουν ξανά και ξανά καταστραφή από βαρβαρικές δυνάμεις, τότε μάς γίνεται σαφής η σημασία των νερών της Στυγός. Πρόκειται για έναν αναπότρεπτο νόμο και δεν έχει σε τίποτα να κάνη με το ανθρώπινο αίσθημα ή δίκαιο. Είναι ένα άλλο είδος δικαίου, ο απάνθρωπος νόμος της φύσης, που δεν τον κατανοούμε, και γι’αυτό και δεν μπορούμε να «συλλάβουμε» αυτό το νερό. Όταν έχει αποφασίσει η Νέμεσι καταστροφή στα νερά της Στυγός, δεν μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα, παρεκτός «με την οπλή του αλόγου». Κι αυτή είναι η μόνη παρηγοριά, που μπορούμε να συμπεράνουμε απ’ αυτόν τον μύθο. Η φύση μοιάζει να θέλη να προφυλάξη τη δική της βαθύτατη δημιουργική δύναμη απέναντι σε όλα: μοιάζει να εκτιμά τη δημιουργικότητα περισσότερο από κάθε άλλη ισχύ. Μόνον όταν είμαστε συνδεδεμένοι με την ασυνείδητή μας Ψυχή, μπορούμε να είμαστε δημιουργικοί. Μεγάλα δημιουργικά επιτεύγματα προέρχονται απ’ το βάθος της Ψυχής˙ όταν μπορούμε να μείνουμε συνδεδεμένοι με το βάθος της Ψυχής μας, είμαστε ικανοί, να διαμορφώσουμε αυτό που θέλει να εκφραστή μέσα απ’ αυτήν. Μερικές φορές πρόκειται τότε για ζωή και θάνατο, καθώς απλώς δεν γνωρίζουμε, αν μπορούμε να το φανερώσουμε. Όταν όμως το μπορούμε, τότε φαίνεται σαν να το ανταμείβη αυτό η φύση με το πιο υψηλό έπαθλο˙ και γι’ αυτό θα μπορούσε κανείς να πη, πως η δημιουργική πράξη είναι το μοναδικό «αγγείο», που μπορεί να περιλάβη τα νερά της Στυγός. Εδώ δ ω ρ ί ζ ε τ α ι το αγγείο στην Ψυχή. Δεν μπορεί να πλησιάση η ίδια το νερό, ο χωρισμός της απ’ τον Έρωτα τής έχει καταστήσει αδύνατη τη λύση της εργασίας. Μαζί του θα μπορούσε ίσως να το καταφέρη, μόνη της όμως βρίσκεται απέναντι σε κάτι το αδύνατο. Η εργασία λύνεται ωστόσο με θεϊκή παρέμβαση, με τον αετό του Δία. Ο αετός αντιπροσωπεύει τον διαισθητικό, ψυχικό ενθουσιασμό και τις υψιπετείς σκέψεις. Τη στιγμή, όπου η ανθρώπινη Ψυχή δεν μπορεί να πράξη από μόνη της, υποστηρίζεται από ένα ηρωϊκό, διασθητικό πνεύμα, που αναδύεται απ’ το ασυνείδητο. Θα μπορούσε να το ονομάση κανείς τη μυστηριώδη δύναμη της ελπίδας, γιατί έχουμε μερικές φορές, αντιμετωπίζοντας μιαν αδύνατη κατάσταση, ένα είδος προαίσθησης, πως τα πράγματα θα τακτοποιηθούν, με την προϋπόθεση, πως θα αντέξουμε μόνο μέχρι το τέλος. Επειδή αναλαμβάνει εδώ θαρραλέα η Ψυχή μιαν έντιμη προσπάθεια, σώζεται μέσα από μιαν τέτοιαν ενέργεια της χάριτος, μέσα απ’ τη διαισθητική προοπτική, που της επιτρέπει να προαισθανθή, αυτό που δεν μπορεί να κάνη ακόμα η ίδια.
Όπως δείχνει η συνέχεια του μύθου, δεν θα προκύψη η λύση της εργασίας στο συνειδητό επίπεδο. Θα μπορούσε να δη κανείς εδώ μια σχέση με το γεγονός, ότι δεν μπορούσε να πάη και να φέρη η ίδια η Ψυχή το νερό της Στυγός. Επεμβαίνει ο αετός – μια αυτόνομη διαίσθηση - , όπως θα επέμβη αργότερα ο Έρως, όταν θα πέση η Ψυχή μετά το άνοιγμα του κουτιού της ομορφιάς σ’ έναν όμοιο με θάνατο ύπνο. Επακολουθεί ωστόσο στο μεταξύ η κάθοδος στον κάτω κόσμο:
Αφού έχει λάβει η Ψυχή το νερό της Στυγός, τη στέλνει η Αφροδίτη στον κόσμο των νεκρών, για να ζητήση απ’ την Περσεφόνη, τη βασίλισσα του κάτω κόσμου – τη σκοτεινή πλευρά της Ίσιδας - , ένα συγκεκριμένο κουτί με ένα μέσο ομορφιάς (φάρμακο ωραιότητας). Η Ψυχή θέλει εντελώς απελπισμένη να αυτοκτονήση πέφτοντας από έναν πύργο, αυτός όμως αρχίζει να μιλά, τη συμβουλεύει να κατέβη στον Άδη, και της δίνει κι άλλες συμβουλές. Ο πύργος είναι κατά την αντίληψη του Νόυμαν ένα σύμβολο της ίδιας της Μεγάλης Μητέρας. Είναι όμως πέρα απ’ αυτό κι ένα σύμβολο της ενδοσκόπησης και της επιστροφής στο ίδιο μας το εσωτερικό. Αυτή η μοναξιά επιτρέπει στην Ψυχή, να ετοιμαστή για τις εργασίες, που την περιμένουν ακόμα.
Καθώς διασχίζει με τη βάρκα του Χάροντα το μεγάλο ποτάμι του κάτω κόσμου, την παρακαλεί ένας μισοπεθαμένος ηλικιωμένος άντρας που κολυμπά στο νερό, να τον λυπηθή. Η εργασία της είναι όμως να μην ακούση τις αξιολύπητες κραυγές του. Η φυσική κλίση του θηλυκού οδηγεί στη μητρική περιποίηση και φροντίδα και στο να τρέφη συμπόνοια για όλα. Όπου υπάρχει γύρω-γύρω μια πληγωμένη ύπαρξη ή κάτι, το οποίο αγγίζει το φυσικό θηλυκό μητρικό ένστικτο, θέλει να το περιθάλψη. Το να πη «όχι» σ’ αυτόν τον ηλικιωμένο σακάτη είναι μια πολύ πιο δύσκολη πράξη για μια γυναίκα απ’ ό,τι για έναν άντρα. Είναι πολύ σκληρό να μην αισθάνεσαι καμμιάν αισθηματική αγάπη για κάτι, που είναι καταδικασμένο να πεθάνη και πρέπει να παρέλθη. Αυτό συμβαίνει και στην (ψυχ)ανάλυση: μια νευρωτική στάση του αναλυόμενου απευθύνεται φυσικά στη συμπόνοια μας, το να υποχωρήσης όμως εδώ θα σήμαινε, να διατηρήσης κάτι που πεθαίνει ή είναι ήδη νεκρό στην ζωή.Το να έχης συμπόνοια και αγάπη, συνδυασμένα με αδυσώπητη «σκληρότητα», που αφήνει το καταδικασμένο να πεθάνη, είναι πολύ δύσκολο στην πρακτική ζωή. Είναι έτσι πολύ πιο εύκολο, να είσαι αισθηματικός και να υποχωρής στη θηλυκή κλίση για συμπόνοια. Το να κρατάς ένα «μαχαίρι» και να αποχωρίζης, χωρίς να δίνης σημασία στις κραυγές του ασθενούς, μια λανθασμένη στάση, αυτό μπορεί να είναι για τον ίδιον τον γιατρό πολύ οδυνηρό. Το ίδιο συμβαίνει φυσικά και σε περιεχόμενα του ασυνείδητου, που έχουν επιβιώσει απ’ τον καιρό τους. Δεν θά ’πρεπε να περιέρχεται κανείς σε μιαν αισθηματικότητα που βλέπει προς τα πίσω, αλλά να ζη προς τα εμπρός, «ν’ αφήνη τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους». Καταφέρνει έτσι η Ψυχή, να αγνοήση τον ηλικιωμένο άντρα που παρακαλεί για βοήθεια, κι ο κακόκεφος Χάροντας την οδηγεί παραπέρα πάνω στο ποτάμι.
Ο Χάροντας εμφανίζεται εδώ στη συνηθισμένη αρχαία παράσταση ως ένας φιλάργυρος, φιλάσθενος ηλικιωμένος άντρας, που περνάει τους ανθρώπους απέναντι μόνον όταν παίρνη την αμοιβή του. Είναι από μιαν ορισμένη άποψη μια αρνητική προσωποποίηση αυτού, το οποίο ονόμαζε ο Γιουνγκ «η μεταφυσική λειτουργία», η συμβολοποιητική λειτουργία του ασυνείδητου. Είναι «μεταφυσική», καθώς δεν υπερβαίνει μόνον τη συνειδητή μας εκφραστική δύναμη, αλλ’ είναι και το μοναδικό που καθιστά ικανό με τη βοήθεια του συμβόλου τον άνθρωπο, να μεταβαίνη απ’ τη μιαν ψυχική κατάσταση στην άλλη. Εξ ου κι ο διαπορθμευτής (ο πορθμέας)! Θα μέναμε για πάντα καρφωμένοι σε μιαν κατορθωμένη συνειδησιακή κατάσταση, αν δεν μας βοηθούσε αυτή η «μεταφυσική λειτουργία» της Ψυχής να περάσουμε σ’ έναν καινούργιο τρόπο συμπεριφοράς, με τη δημιουργία του συμβόλου, που συμμετέχει και στους δυό κόσμους. Το σύμβολο είναι συνδεδεμένο και με τα δυό, τις παρούσες και τις μελλοντικές ψυχικές καταστάσεις, και μας βοηθά έτσι στο πέρασμα. Βλέπει κανείς πολύ συχνά στην ανάλυση, ότι έχει παραμεγαλώσει κάποιος στην παλιά του κατάσταση, αισθάνεται όμως χαμένος και συγχυσμένος απέναντι στο καινούργιο. Σ’ αυτό το μεσοβασίλειο ή κενό μπορεί να κρατηθή κανείς μόνον απ’ την αλυσίδα των συμβόλων, που γεννά το ασυνείδητο, δηλαδή στα ίδια του τα όνειρα, που δεν μας αφήνουν ποτέ στα κρύα του λουτρού, αλλά μεταφέρουν με σιγουριά από μιαν ξεπερασμένη σε μιαν καινούργια στάση ζωής. Αυτή η κατάσταση ανάμεσα στους δυό κόσμους του συνειδητού και του ασυνείδητου έχει ωστόσο και μιαν ποιότητα τού να είσαι περιορισμένος, της κατάθλιψης και του να γαντζώνεσαι σε ασήμαντα πράγματα.
Ο Χάροντας έχει έναν αιγυπτιακό παραλληλισμό στον θεό Άκερου, που είχε ταυτιστή επίσης στη βάση του παρόμοιου ακούσματος του ονόματός του στη συγκρητιστική ελληνο-ρωμαϊκο-αιγυπτιακή θρησκεία μαζί του. Ο Άκερου εξασκεί όμως μια θετική λειτουργία στην Αίγυπτο. Περιγράφεται ως ένας απλός χωρικός, που σπέρνει και θερίζει δημητριακά, και εμφανίζεται γι’ αυτό σε πολλά ταφικά κείμενα ως η επενεργητική δύναμη της ανάστασης, Θα μπορούσαμε να πούμε κατά συνέπεια, ότι ο αρνητικά ιδωμένος απ’ την εξωσκοπική πλευρά «πορθμέας» - που στην εμφάνισή του υφίσταται μια ορισμένη συσκότιση της συνείδησης και μόνον τα όνειρα συνεχίζουν να γεννούν σύμβολα που οδηγούν στην άλλην όχθη – είχε θεωρηθή θετικότερα απ’ τους Αιγύπτιους με τον περισσότερο ενδοσκοπικό πολιτισμό τους. Έβλεπαν εκεί μια σπορά του σιταριού, που εξαφανίζεται στη γη και ξυπνάει ξανά στην ζωή. Ο Ιησούς παραπέμπει στο ίδιο μυστήριο του Όσιρι, της «ανάστασης» του κόκκου του σίτου.
Η γενική πίστη στην αρχαιότητα, ότι έπρεπε να κρατάη κανείς έτοιμα χρήματα για τον Χάροντα, μπορεί να ιδωθή και κάτω απ’ αυτό το φως: Στους περισσότερους απ’ τους αρχαίους τάφους έχουν οι νεκροί ένα νόμισμα για τον Χάροντα κάτω απ’ τη γλώσσα, γιατί θα μπορούσε να τους αφήση αλλιώς στην όχθη ανάμεσα στους δυό κόσμους. Αυτό δείχνει, πως η μεταφυσική λειτουγία απαιτεί ένα ελάχιστο σε συνειδητή ενεργητική βοήθεια. Η θεραπευτική λειτουργία του ασυνείδητου δεν μπορεί να μας «οδηγήση στην άλλην όχθη», αν δεν της δώσουμε λίμπιντο, που σημαίνει, συνειδητή προσοχή. Το βλέπει αυτό τόσο τραγικά κανείς σε ανθρώπους, που έχουν συρθή ίσως και είκοσι χρόνια κάτω από τρομερούς, κρυμμένους πόνους μέσα από ένα νευρωτικό σύμπτωμα. Τέτοιοι άνθρωποι έχουν παραμείνει στην όχθη, καθώς τους έλειπαν τα χρήματα για τον Χάροντα. Δεν είχαν τη σωστή οδηγία, ή τους έλειπε το ένστικτο ή η γενναιοδωρία, να το πράξουν.
Κατόπιν φτάνει η Ψυχή σ’ έναν ηλικιωμένο, με το όνομα Όκνος, άντρα, που πλέκει ξανά και ξανά ένα σχοινί και το διαλύει πάλι απ’ την αρχή. Όκνος σημαίνει δισταγμός, αμφιταλάντευση, και δεν πρέπει ούτε και σ’ αυτόν να δώση προσοχή η Ψυχή, αλλά πρέπει να προχωρήση και να μη λάβη υπ’ όψη της αυτό που της διηγείται, γιατί θα τον έχη διαφορετικά στην πλάτη της. Το σχοινί, που εμφανίζεται και σε άλλα μυθικά θέματα, απεικονίζεται σε μερικές παραστάσεις του Όκνου ως ένα ασπρόμαυρο σχοινί˙ παραπέμπει σ’ ένα γενικό μυθολογικό θέμα και ερμηνεύεται ως η εναλλαγή του μαύρου και άσπρου, της μέρας και της νύχτας και άλλων αντιθέτων. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε, πως ο Όκνος – η αμφιταλάντευση – ασχολείται αδιάκοπα με μιαν ατέλειωτη αλυσίδα αντιθέτων στο ασυνείδητο και με το πλέξιμο ενός νήματος απ’ τα αντίθετα, έτσι ώστε να μη φτάνη ποτέ σε μιαν πράξη ή ένα οποιοδήποτε ξέσπασμα. Κι αυτό είναι μια άλλη κλασσική μορφή της ακινητοποίησης στο ασυνείδητο. Πάρα πολλοί άνθρωποι συνειδητοποιούν, ότι όλα έχουν ένα συν κι ένα μείον, ότι όλα είναι διφορούμενα στην Ψυχή, ότι όλα, όσα αναλαμβάνει κανείς, μπορούν να ερμηνευτούν αφελώς ως μια θαυμάσια πράξη, διαθέτουν όμως εξίσου και τις σκοτεινές τους αιτιάσεις. Όταν το συνειδητοποιή κανείς αυτό, γίνεται συχνά ανίκανος να κάνη ή να σκεφτή οτιδήποτε, και τότε περιέρχεται στον Όκνο. Πρέπει ή δεν πρέπει; ‘Όλα έχουν ένα μειονέκτημα, και όλα, όσα θα μπορούσα να κάνω, έχουν το απόλυτο αντίθετό τους. Μια τέτοια συνειδητοποίηση μπορεί να παραλύση την élan vital (ζωτική ορμή). Το μυστικό βρίσκεται στο να πης εδώ: «Καλά λοιπόν, αν έχη δυό όψεις, ας πάει στον κόρακα, θα κάνω α υ τ ό , γιατί ανταποκρίνεται σε μένα, κι είμαι έτοιμος να πληρώσω γι’ αυτό, γιατί ό,τι και να κάνη πάντως κανείς, είναι κάπου βέβαια ούτως ή άλλως μόνον κατά το ήμισυ σωστό!». Άνθρωποι με μιαν αδύνατη εγωτική συνείδηση δεν μπορούν να αναλάβουν την ευθύνη για τις αποφάσεις τους, αλλά μπροστά σ’ ένα παράδοξο παραλύουν. Επιχειρηματολογούν στην ανάλυση: «Λέγατε την τελευταία φορά… Δεν υπάρχει όμως σ’ αυτό και μια άλλη όψη;». Απαντάς: «Ναι, σίγουρα, αλλά τότε…». Επιθυμούν γενικά να μεταβιβάσουν την απόφαση σε κάποιον άλλον, αλλ’ αυτό είναι το χειρότερο, γιατί θα μπορούσαν έτσι να παραμείνουν παιδαριώδεις. Όλ’ αυτά ηχούν απλά, είναι όμως τρομαχτικά και επικίνδυνα στην πραγματικότητα, μια απ’ τις πραγματικές διαολιές του ασυνείδητου! Ο Όκνος, που παριστάνεται εδώ εντελώς σωστά ως ο σούπερ-διάβολος, πρέπει να αποφευχθή!
Ως επόμενο πρέπει να περάση η Ψυχή μπροστά από τρεις ηλικιωμένες γυναίκες που υφαίνουν. Τις γνωρίζουμε απ’ τα μυθολογικά συμφραζόμενα, όπου εξισώνονται με τις γερμανικές Νόρνες ή τις ελληνικές Μοίρες, τις υφαίνουσες θεές της μοίρας (τύχης). Πρέπει να τις αφήση κι αυτές ήσυχες η Ψυχή, πρέπει να τις παρέλθη. Υπάρχει εδώ ένας μεγάλος πειρασμός για τις γυναίκες όπως ακριβώς και για την anima του άντρα: ο δελεασμός, να επινοήσης μια συνωμοσία και να υποβοηθήσης τη μοίρα. Είναι πολύ σημαντικό, ότι ακολουθούν αυτές οι τρεις γυναίκες τον Όκνο, γιατί θα μπορούσαμε να πούμε, πως οι ίντριγκες (μηχανορραφίες) προκύπτουν γενικά από ένα αίσθημα απελπισίας. Όταν αγαπά π.χ. μια γυναίκα έναν άντρα και δεν υπάρχει φαινομενικά καμμιά ελπίδα γι’ αυτήν, να τον κατακτήση, θ’ αρχίση να μηχανορραφή, για να τον συλλάβη. Αν ήταν πεπεισμένη, πως η επιθυμία της ούτως ή άλλως θα εκπληρωθή, δεν θα της χρειάζονταν καθόλου οι ίντριγκες (μηχανορραφίες)˙ γεννιέται όμως έτσι ο πειρασμός, να «επιβοηθήσης τη μοίρα». Υπάρχει εδώ μια ιδιαίτερη άρνηση (αποποίηση) των γυναικών. Αν τους συμβή, να ενδώσουν στον πειρασμό, καταστρέφουν, όπως αναπτύσσει λεπτομερώς στο «Η γυναίκα στην Ευρώπη» ο Γιουνγκ, τον έρωτά τους και τη δημιουργική τους δυνατότητα. Είναι όμως τυπικό και για την anima στον άντρα. Αν μηχανορραφή ένας άντρας, γνωρίζουμε, ότι είναι κατειλημμένος ακόμα απ’ την anima του. Και για να προσφέρουμε ένα χονδροειδώς πρωτόγονο παράδειγμα: Ενδιαφέρεται πραγματικά ένας άντρας μόνο για τον τραπεζικό λογαριασμό της αρραβωνιαστικιάς του. Είναι όμως ανεπίτρεπτο, να το συνειδητοποιήση αυτό, καθοδηγείται λοιπόν ο ίδιος στο αίσθημα, να αγαπά τη γυναίκα. Θέλει να έχη στην πραγματικότητα τα χρήματα, αλλά δεν μπορεί να ξεχωρίση αυτήν την επιθυμία απ’ το αίσθημα της αδιάφορης αγάπης, και διατηρείται έτσι σε μιαν κατάσταση στο ημίφως, όπου πείθει τον εαυτό του, ότι αυτό το κορίτσι είναι το σωστό. Υπάρχει πιθανώς και μια ορισμένη έλξη, αλλά μ’ αυτό ακριβώς το «μικρό» άλλο πράγμα στο βάθος: αυτή έχει έναν πλούσιο πατέρα. Μπορεί να μηχανορραφή έτσι κι η anima. Η Ψυχή διαφεύγει απ’ αυτόν τον κίνδυνο, προσπερνώντας τις υφάντρες της μοίρας. Μόνον όταν συνειδητοποιή και «προσπερνά» κανείς τέτοιες ακάθαρτες, μισοασυνείδητες αιτιάσεις, μπορεί να προχωρά το φαινόμενο της εξατομίκευσης. Και η Ψυχή καταφέρνει να ξεφύγη εδώ απ’ όλους αυτούς τους κινδύνους.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου