Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2022

Αγ. Γρηγόριος Νύσσης - Ερμηνεία του Άσματος Ασμάτων (1)


Πρόλογος

Στη σεμνοπρεπέστατη Ολυμπιάδα ο Γρηγόριος επίσκοπος Νύσσης απευθύνει το χαίρε εν Κυρίω

Αποδέχθηκα το ενδιαφέρον σου για το Άσμα Ασμάτων, που εκδήλωσες σ’ εμένα και κατά πρόσωπο και με γράμματα, ώστε με την κατάλληλη θεωρία ν’ αποκαλυφθεί η κρυμμένη μέσα στα λόγια του φιλοσοφία για τις αιώνιες έννοιες καθαρμένη από την επιπόλαιη κατά γράμμα ερμηνεία των λέξεων, πράγμα που ταιριάζει στη σεμνότητα του βίου σου και στην καθαρότητα της ψυχής σου. Γι’ αυτό δέχτηκα πρόθυμα να επιμεληθώ γι’ αυτό, όχι βέβαια για να σου φανώ χρήσιμος στη διάπλαση του χαρακτήρα σου (γιατί πιστεύω ότι ο οφθαλμός της ψυχής σου είναι καθαρός από κάθε εμπαθή κι ακάθαρτη έννοια κι ατενίζει απαραπλάνητα προς τα θεία αυτά ρητά και την αθάνατη χάρη), αλλά για να λάβουν οι πιο σαρκικοί κάποια χειραγωγία προς την πνευματική και άυλη κατάσταση της ψυχής, προς την οποία οδηγεί το βιβλίο αυτό με τη σοφία που κρύβει.

Επειδή μερικοί από τους εκκλησιαστικούς νομίζουν ότι σε όλα τα σημεία πρέπει να παραμένουμε στη λέξη της αγίας Γραφής, και δε δέχονται ότι μερικά πράγματα έχουν λεχθεί με αινίγματα και υπόνοιες (συμβολισμούς και αλληγορίες), θεωρώ απαραίτητο ν’ απολογηθώ γι’ αυτά πρώτα σ’ αυτούς που μας αποδίδουν τέτοιες κατηγορίες και να τους πω, ότι τίποτα δεν απορρίπτουμε στην προσπάθειά μας να θηρεύσουμε με κάθε τρόπο από την θεόπνευστη Γραφή το ωφέλιμο, ώστε, αν ωφελεί κάπως και η λέξη, εννοούμενη όπως έχει λεχθεί, να έχουμε αμέσως ό,τι επιδιώκουμε. Αν όμως κάτι που ειπώθηκε κρυμμένο μέσα σε υπονοούμενα και αινίγματα είναι ανίκανο να ωφελήσει με το πρώτο νόημά του, να χρησιμοποιούμε τους λόγους αυτούς έτσι, όπως συμβουλεύει ο λόγος που μας παιδαγωγεί με τις Παροιμίες, ώστε να εννοήσουμε αυτό που λέγεται είτε ως παραβολή είτε ως ένα λόγο σκοτεινό είτε ως γνώμη κάποιου σοφού είτε σαν κάποιο αίνιγμα. Την εξήγηση των λόγων αυτών με την αναγωγή στη θεωρία (στο νόημά τους) είτε τροπική έκφραση θέλει να την ονομάσει κανένας είτε αλληγορία είτε ο,τιδήποτε άλλο, η διαφορά μας δε θα είναι στο όνομα αλλά μόνο αν περιέχει κάποιο ωφέλιμο νόημα. Γιατί και ο μέγας Απόστολος λέει ότι ο νόμος είναι πνευματικός (εννοώντας με το όνομα “νόμος” και τις ιστορικές διηγήσεις, επειδή όλη η θεόπνευστη Γραφή για όσους τη διαβάζουν είναι νόμος, και δεν παιδαγωγεί -μόνο με τα φανερά παραγγέλματα, αλλά και με τις ιστορικές εξηγήσεις- προς τη γνώση των μυστηρίων και προς την καθαρή πολιτεία όσους τη γνωρίζουν με ακρίβεια), και χρησιμοποιεί την εξήγηση όπως τον εξυπηρετεί, αποβλέποντας στο ωφέλιμο και δεν ενδιαφέρεται για το όνομα, το οποίο πρέπει να δώσει στο είδος της εξήγησης. Αλλ’ άλλοτε λέει ότι μεταβάλλει το λόγο, όταν είναι να μεταφέρει την ιστορία για να δείξει την οικονομία των δύο διαθηκών. Έπειτα, όταν θυμήθηκε τους δύο υιούς του Αβραάμ, που του έδωσαν η υπηρέτρια του και η ελεύθερη σύζυγός του, ονομάζει το λόγο γι’ αυτά αλληγορία. Και πάλι διηγούμενος μερικά συμβάντα από την Ιστορία παρατηρεί ότι «γίνονταν σ’ εκείνους ως προεικονίσεις, έχουν όμως γραφεί για να νουθετήσουν έμας». Κι όταν πάλι είπε ότι «δεν πρέπει να βάζουμε φίμωτρο στο βόδι που αλωνίζει», πρόσθεσε ότι δεν ενδιαφέρεται ο θεός για τα βόδια, αλλ’ ότι «αυτά οπωσδήποτε γράφτηκαν για εμάς». Σε κάποιο σημείο τη θαμπή κάπως και μερική γνώση την ονομάζει γνώση από έσοπτρο και αινιγματική. Και ακόμα, τη μετάβαση από τα σωματικά στα νοητά την ονομάζει μετάβαση (μετάστασιν) προς τον Κύριο και αφαίρεση του καλύμματος.

Με όλους αυτούς τους διάφορους τρόπους και τα διάφορα ονόματα τής κατά τον νουν θεωρίας μας υποδεικνύει ένα είδος διδασκαλίας, ότι δηλαδή δεν πρέπει με κανένα τρόπο να παραμένουμε στο γράμμα, γιατί βλάπτει σε πολλά τον ενάρετο βίο το πρόχειρο νόημα των λεγομένων, αλλά να μεταβαίνομε στην άυλη και νοητή θεωρία, ώστε οι σωματικότερες έννοιες να μεταβληθούν σε νου και πνεύμα και η σαρκικότερη σημασία των λεγομένων να τιναχτεί όπως τινάζουμε τη σκόνη. Και γι’ αυτό λέει ότι «το γράμμα σκοτώνει, ενώ το πνεύμα δίνει ζωή», επειδή η ιερά ιστορία, αν σταθούμε μπροστά στα ψιλά πράγματα, δε μας παρέχει υποδείγματα αγαθού βίου. Τί ωφελεί δηλαδή (προς αρετήν) σε αυτόν που ακούει ότι ο προφήτης Ωσηέ έκανε παιδί με μια πόρνη και ο Ησαΐας ότι μπήκε στο σπίτι της προφήτισσας, αν περιορίσει κανένας το λόγο στη λέξη μόνο; Ή ως προς τί συντελούν στον ενάρετο βίο οι διηγήσεις για το Δαβίδ, όταν η μοιχεία και ο φόνος συναντιούνται στο ίδιο ανοσιούργημα; Αν όμως διαπιστωθεί κάποια αιτία πού αποκρούει την ευθύνη για ό,τι επιτελέστηκε μ’ αυτά, τότε θ’ αποδειχθεί αληθινός ο λόγος του Αποστόλου ότι «το γράμμα σκοτώνει» (γιατί περιέχει υποδείγματα φαύλων πραγμάτων), «ενώ το πνεύμα δίνει ζωή». Γιατί μεταφέρει την ασυνάρτητη και διαβλητή έννοια σε θεϊκότερες σημασίες.

Και γνωρίζουμε ότι ο ίδιος ο Λόγος που λατρεύεται και προσκυνείται απ’ όλη τη κτίση, όταν μας παρέδιδε τα θεία μυστήρια με μορφή ανθρώπου και σχήμα δια σαρκός, μας αποκάλυπτε τα νοήματα του νόμου έτσι, ώστε να λέει ότι οι δύο άνθρωποι πού δίνουν μαρτυρία αληθινή είναι ο ίδιος και ο Πατέρας του. Και το χάλκινο φίδι που το ανέβασαν ψηλά, και που απομάκρυνε από το λαό τα θανατηφόρα δαγκώματα των φιδιών, παίρνει μέρος στην οικονομία που έγινε για χάρη μας μέσω του σταυρού. Αλλά και των ίδιων των μαθητών του την οξύνοια τη γυμνάζει με συσκιασμένα και κρυμμένα λόγια, με παραβολές, με παρομοιώσεις, με λόγους σκοτεινούς, με αποφθέγματα που διατυπώνονται μ’ αινίγματα. Αυτά εξηγώντας τα κατά τις μεταξύ τους συνομιλίες διέλυε την ασάφειά τους και κάποτε, όταν δεν καταλάβαιναν το νόημα, κατηγορούσε τη βραδύνοιά τους και τη διανοητική τους αδυναμία. Όταν δηλαδή τους έδινε εντολή ν’ απέχουν από τη ζύμη των Φαρισαίων κι αυτοί κοίταζαν μικρόψυχα τα σακκούλια, όπου δεν υπήρχαν εφόδια σε ψωμιά, τότε κατηγορεί όσους δεν αντιλαμβάνονταν, ότι αυτό που δήλωνε ή ζύμη ήταν η διδασκαλία. Κι όταν πάλι οι μαθητές του τού ετοίμαζαν το τραπέζι κι εκείνος αποκρινόταν, «εγώ έχω τροφή να φάγω πού εσείς δεν την ξέρετε», επειδή αυτοί υπέθεσαν ότι μιλούσε για σωματική τροφή που του πρόσφεραν άλλοι, ερμηνεύει το λόγο του λέγοντας ότι το κατάλληλο φαγητό πού αρμόζει σ’ αυτόν είναι η εκπλήρωση του θελήματος της σωτηρίας.

Μύρια τέτοια μπορούμε να συλλέξουμε από τις ευαγγελικές εκφράσεις, των οποίων άλλο είναι το νόημα με την πρώτη ματιά, άλλου όμως στοχεύει το νόημα των λόγων. Όπως για παράδειγμα το νερό που υποσχόταν στους διψασμένους, που όσοι πιστεύουν μεταβάλλονται σε πηγές ποταμιών· τον άρτο πού κατεβαίνει από τον ουρανό· το ναό που γκρεμίζεται και σε τρεις μέρες ξαναχτίζεται, το δρόμο, τη θύρα, την πέτρα που παραπετούν οι οικοδόμοι και που γίνεται θεμελιόπετρα κεφαλική, τους δυο που βρίσκονται στο ίδιο κρεβάτι, το μύλο, εκείνες που αλέθουν, εκείνη που παίρνει κι εκείνη που αφήνει, το νεκρό, τους αετούς, τη συκιά που φουσκώνει και βγάζει κλαδιά. Όλα αυτά και τα παρόμοια μπορούν να χρησιμεύσουν ως προτροπές για την αναγκαιότητα να ερευνούμε τους θείους λόγους, να επιδιδόμαστε στην ανάγνωση και να ψάχνουμε με κάθε τρόπο μήπως βρεθεί κάπου κάποιος λόγος πιο υψηλός από την πρόχειρη κατανόηση που ν’ οδηγεί το νου μας στα θεϊκά και ασώματα. Γι’ αυτό δεν πιστεύομε, ότι είναι η συκιά το δέντρο από το οποίο απαγορεύθηκε να φάμε, όπως είπαν μερικοί, ούτε κάποιο άλλο από τα καρποφόρα. Γιατί, αν η συκιά προκαλούσε τότε το θάνατο, ούτε τώρα δε θα έδινε φαγώσιμους καρπούς. Ταυτόχρονα διδαχτήκαμε από τον ίδιο τον Κύριο, που διδάσκει με τρόπο αποφατικό, ότι κανένα πράγμα από όσα περνούν μέσα στον άνθρωπο από το στόμα δεν μπορούν να τον μολύνουν. Αλλά στην εντολή αυτή αναζητούμε ένα άλλο νόημα, άξιο στο μεγαλείο του νομοθέτη. Κι αν ακούσουμε ότι η φυτεία του παραδείσου είναι έργο του Θεού, είτε δέντρο της ζωής φυτεμένο στο κέντρο του παραδείσου, ζητούμε από αυτόν που αποκαλύπτει τα κρυμμένα μυστήρια να μάθουμε, ποιά φυτά καλλιεργεί και περιποιείται o Πατέρας και πώς είναι δυνατό να υπάρχουν στην καρδιά του παραδείσου τα δύο δέντρα, το δέντρο της σωτηρίας και το δέντρο της απώλειας. Γιατί το ακριβές μέσο, όπως στην περιφέρεια τού κύκλου, βρίσκεται οπωσδήποτε στο ένα κέντρο. Αν όμως δίπλα στο κέντρο τεθεί από ένα μέρος του ένα άλλο κέντρο, είναι απόλυτη ανάγκη μαζί με το κέντρο να μετατεθεί και ο κύκλος, ώστε να μην είναι πια μέσο το πρώτο κέντρο. Εκεί λοιπόν αφού ο παράδεισος είναι ένας, πώς λέει η Γραφή ότι καθένα από τα δύο δέντρα νοείται χωριστά, βρίσκονται ωστόσο στο μέσο και το ένα και το άλλο, κι απ’ αυτά το με τη θανατηφόρα ιδιότητα διδάσκει πώς είναι ξένο από τη φυτεία του θεού η Γραφή που βεβαίωσε ότι όλα τα έργα του Θεού είναι εξαιρετικά καλά; Αν δεν ερευνήσει κανένας σ’ αυτά την αλήθεια με τη φιλοσοφία, θα φανεί ο λόγος ασύστατος (σαθρός) και μυθώδης σ’ εκείνους που δεν τα εξετάζουν έτσι.

Θα πάμε μακριά αν αναφέρουμε όλα όσα λένε οι προφήτες. Πώς δηλαδή ό Μιχαίας λέει ότι στις έσχατες ημέρες θά φανερωθεί βουνό πάνω στις κορυφές των βουνών, ονομάζοντας έτσι το μυστήριο της πίστης που εμφανίζεται, για να καθαιρέσει τις αντίθετες δυνάμεις. Και πώς λέει ότι βλασταίνει ράβδος και άνθος από τη ρίζα, αναγγέλλοντας με τον τρόπο αυτόν ο υψηλός Ησαΐας την εμφάνιση του Κυρίου μέσα από τη σάρκα. Ή τί νόημα έχει μέσα στο λόγο του μεγάλου Δαβίδ το βουνό το πηγμένο όπως το τυρί ή το άρμα το φορτωμένο μυριάδες; Ή τί είναι η αγέλη των ταύρων που αφήνεται να ορμήσει επάνω στις δαμάλες των λαών ή το βόδι πού βάφεται στο αίμα ή οι γλώσσες των σκυλιών ή ο Λίβανος πού λιανίζεται μαζί με τους κέδρους όμοια με το χρυσό μόσχο. Και κοντά σ’ αυτά μπορούμε να συγκεντρώνομε άπειρα από τις άλλες προφητείες και να δείξουμε ότι είναι απαραίτητη η λογική κατανόηση των ρητών. Κι αν αυτή αποκλειστεί, όπως θέλουν μερικοί, μου φαίνεται ότι το πράγμα είναι σα να παραθέτει κανένας στο τραπέζι να φάνε οι άνθρωποι τις τροφές ακατέργαστες, να μην δηλαδή τρίψει καλαμιές, να μην ξεχωρίσει με το λίχνισμα το σιτάρι από τα άχυρα, να μην κάνει το σιτάρι αλέθοντάς το αλεύρι, ούτε να ζυμώσει το ψωμί όπως το ζυμώνουν οι αρτοποιοί.

Όπως λοιπόν το ακατέργαστο γέννημα είναι τροφή των ζώων κι όχι των ανθρώπων, έτσι μπορεί να πει κανένας ότι είναι πιο πολύ τροφή άλογων όντων κι όχι λογικών οι θεόπνευστοι λόγοι, όχι μόνο της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και οι περισσότεροι της ευαγγελικής διδασκαλίας, αν δεν τους εξετάζομε με μια λεπτότερη θεωρία. Το φτυάρι που καθαρίζει το αλώνι, το άχυρο που παραδίδεται στον αέρα, το σιτάρι που μένει στα πόδια εκείνου που λιχνίζει, η άσβηστη φωτιά, η κατάλληλη αποθήκη, το δέντρο που παράγει κακούς καρπούς, η απειλή του τσεκουριού που προμηνύει το φοβερό κόψιμο του δέντρου, οι πέτρες που μεταποιούνται και γίνονται άνθρωποι.

Αυτά ας αποτελέσουν με το γράμμα μου προς τη φρόνησή σου μια απολογία προς εκείνους που νομοθετούν να μην αναζητούμε στους θείους λόγους τίποτε περισσότερο από την πρόχειρη σημασία της λέξης. Κι αν, μετά τη φιλόπονη σπουδή τού Ωριγένη πάνω στο βιβλίο αυτό, προθυμοποιήθηκα να καταγράψω κι εγώ τον δικό μου κόπο, να μη με κατηγορήσει κανένας, αλλά να έχει υπόψη το θειο λόγο του Αποστόλου που λέει, «καθένας θα πάρει την αμοιβή του ανάλογα με τον κόπο του». Εγώ βέβαια δεν έχω συντάξει το λόγο μου για επίδειξη. Αλλ’ επειδή κάποιοι από εκείνους που με παρακολουθούν σημείωσαν από φιλομάθεια πολλά από όσα είπα στις συγκεντρώσεις μας, πήρα από αυτούς μερικά όσα είχαν σημειώσει με κάποια συνέχεια, κι άλλα πρόσθεσα ο ίδιος, όσα ήταν απαραίτητα να προστεθούν, και τα υπαγόρευσα με τον τύπο των ομιλιών αναφέροντας τις διατυπώσεις και προχωρώντας στην ανάλυση των ρητών, όσο μου έδιναν τον καιρό γι’ αυτό οι απασχολήσεις μου κατά τις μέρες των νηστειών. Γιατί τότε συνθέσαμε το λόγο αυτό για ν’ ακουστεί δημοσία. Αν μου δώσει και χρόνια ζωής ο Θεός, ο ταμίας της ζωής μας, και δώσει και καιρούς ειρηνικούς, θ’ ασχοληθώ ίσως και με όσα απομένουν. Τώρα ο λόγος και η ανάλυσή μας έφτασε ως τα μισά.

Το πρωτότυπο κείμενο

ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΝΥΣΣΗΣ ΕΞΗΓΗΣΙΣ ΤΟΥ ΑΙΣΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΑΙΣΜΑΤΩΝ

Πρόλογος 


Τῇ σεμνοπρεπεστάτῃ Ὀλυμπιάδι Γρηγόριος ἐπίσκοπος Νύσσης ἐν κυρίῳ χαίρειν.

Ἀπεδεξάμην ὡς πρέπουσαν τῷ σεμνῷ σου βίῳ καὶ τῇ καθαρᾷ σου ψυχῇ τὴν περὶ τοῦ Ἄισματος τῶν Ἀισμάτων σπουδήν, ἣν καὶ κατὰ πρόσωπον καὶ διὰ γραμμάτων ἡμῖν ἐπέθου, ὥστε διὰ τῆς καταλλήλου θεωρίας φανερωθῆναι τὴν ἐγκεκρυμμένην τοῖς ῥητοῖς φιλοσοφίαν τῆς προχείρου κατὰ τὴν λέξιν ἐμφάσεως ἐν ταῖς ἀκηράτοις ἐννοίαις κεκαθαρμένην. διὸ προθύμως ἐδεξάμην τὴν περὶ τούτου φροντίδα, οὐχ ὡς σοί τι χρησιμεύσων εἰς τὸ σὸν ἦθος (πέπεισμαι γάρ σου καθαρεύειν τὸν τῆς ψυχῆς ὀφθαλμὸν ἀπὸ πάσης ἐμπαθοῦς τε καὶ ῥυπώσης ἐννοίας καὶ πρὸς τὴν ἀκήρατον χάριν διὰ τῶν θείων τούτων ῥητῶν ἀπαραποδίστως βλέπειν), ἀλλ' ἐφ' ᾧτε τοῖς σαρκωδεστέροις χειραγωγίαν τινὰ γενέσθαι πρὸς τὴν πνευματικήν τε καὶ ἄυλον τῆς ψυχῆς κατάστασιν, πρὸς ἣν ἄγει τὸ βιβλίον τοῦτο διὰ τῆς ἐγκεκρυμμένης αὐτῷ σοφίας. 

ἐπειδὴ δέ τισι τῶν ἐκκλησιαστικῶν παρίστασθαι τῇ λέξει τῆς ἁγίας γραφῆς διὰ πάντων δοκεῖ καὶ τὸ δι' αἰνιγμάτων τε καὶ ὑπονοιῶν εἰρῆσθαί τι παρ' αὐτῆς εἰς ὠφέλειαν ἡμῶν οὐ συντίθενται, ἀναγκαῖον ἡγοῦμαι πρῶτον περὶ τούτων τοῖς τὰ τοιαῦτα ἡμῖν ἐγκαλοῦσιν ἀπολογήσασθαι, ὅτι οὐδὲν ἀπὸ τρόπου γίνεται παρ' ἡμῶν ἐν τῷ σπουδάζειν ἡμᾶς παντοίως θηρεύειν ἐκ τῆς θεοπνεύστου γραφῆς τὸ ὠφέλιμον· ὥστε εἰ μὲν ὠφελοίη τι καὶ ἡ λέξις ὡς εἴρηται νοουμένη, ἔχειν ἐξ ἑτοίμου τὸ σπουδαζόμενον, εἰ δέ τι μετὰ ἐπικρύψεως ἐν ὑπονοίαις τισὶ καὶ αἰνίγμασιν εἰρημένον ἀργὸν εἰς ὠφέλειαν εἴη κατὰ τὸ πρόχειρον νόημα, τοὺς τοιούτους λόγους ἀναστρέφειν, καθὼς ὑφηγεῖται ὁ διὰ τῶν Παροιμιῶν ἡμᾶς παιδεύων λόγος, εἰς τὸ νοῆσαι ἢ ὡς παραβολὴν τὸ λεγόμενον ἢ ὡς σκοτεινὸν λόγον ἢ ὡς ῥῆσιν σοφῶν ἢ ὥς τι τῶν αἰνιγμάτων. ὧν τὴν διὰ τῆς ἀναγωγῆς θεωρίαν εἴτε τροπολογίαν εἴτε ἀλληγορίαν εἴτε τι ἄλλο τις ὀνομάζειν ἐθέλοι, οὐδὲν περὶ τοῦ ὀνόματος διοισόμεθα, μόνον εἰ τῶν ἐπωφελῶν ἔχοιτο νοημάτων· καὶ γὰρ ὁ μέγας ἀπόστολος πνευματικὸν εἶναι λέγων τὸν νόμον, ἐμπεριλαμβάνων δὲ τῷ ὀνόματι τοῦ νόμου καὶ τὰ ἱστορικὰ διηγήματα, ὡς πᾶσαν τὴν θεόπνευστον γραφὴν νόμον εἶναι τοῖς ἐντυγχάνουσιν, οὐ μόνον διὰ τῶν φανερῶν παραγγελμάτων ἀλλὰ καὶ διὰ τῶν ἱστορικῶν διηγημάτων παιδεύουσαν πρός τε γνῶσιν τῶν μυστηρίων καὶ πρὸς καθαρὰν πολιτείαν τοὺς ἐπιστατικῶς ἐπαίοντας, κέχρηται μὲν τῇ ἐξηγήσει κατὰ τὸ ἀρέσκον αὐτῷ πρὸς τὸ ὠφέλιμον βλέπων, οὐ φροντίζει δὲ τοῦ ὀνόματος, ᾧ χρὴ κατονομάζεσθαι τὸ εἶδος τῆς ἐξηγήσεως· ἀλλὰ νῦν μὲν ἀλλάσσειν φησὶ τὴν φωνήν, μέλλων μετάγειν τὴν ἱστορίαν εἰς ἔνδειξιν τῆς περὶ τῶν διαθηκῶν οἰκονομίας, εἶτα μνησθεὶς τῶν δύο τοῦ Ἀβραὰμ τέκνων, τῶν ἔκ τε τῆς παιδίσκης καὶ τῆς ἐλευθέρας αὐτῷ γεγονότων, ἀλληγορίαν ὀνομάζει τὴν περὶ αὐτῶν θεωρίαν, πάλιν δὲ πράγματά τινα διηγησάμενος τῆς ἱστορίας φησὶν ὅτι Τυπικῶς μὲν συνέβαινεν ἐκείνοις, ἐγράφη δὲ πρὸς νουθεσίαν ἡμῶν. καὶ πάλιν τὸ μὴ δεῖν κημοῦσθαι τὸν ἀλοῶντα βοῦν εἰπὼν προσέθηκεν ὅτι Οὐ μέλει τῷ θεῷ περὶ τῶν βοῶν, ἀλλ' ὅτι Δι' ἡμᾶς πάντως ἐγράφη. ἔστι δὲ ὅπου τὴν ἀμυδροτέραν κατανόησιν καὶ τὴν ἐκ μέρους γνῶσιν ἔσοπτρον ὀνομάζει καὶ αἴνιγμα. καὶ πάλιν τὴν ἀπὸ τῶν σωματικῶν πρὸς τὰ νοητὰ μετάστασιν πρὸς κύριον ἐπιστροφὴν λέγει καὶ καλύμματος περιαίρεσιν.

ἐν πᾶσι δὲ τούτοις τοῖς διαφόροις τρόποις τε καὶ ὀνόμασι τῆς κατὰ τὸν νοῦν θεωρίας ἓν ὑφηγεῖται διδασκαλίας εἶδος ἡμῖν, τὸ μὴ δεῖν πάντως παραμένειν τῷ γράμματι ὡς βλαπτούσης ἡμᾶς ἐν πολλοῖς εἰς τὸν κατ' ἀρετὴν βίον τῆς προχείρου τῶν λεγομένων ἐμφάσεως, ἀλλὰ μεταβαίνειν πρὸς τὴν ἄυλόν τε καὶ νοητὴν θεωρίαν, ὥστε τὰς σωματικωτέρας ἐννοίας μεταβληθῆναι πρὸς νοῦν καὶ διάνοιαν κόνεως δίκην τῆς σαρκωδεστέρας ἐμφάσεως τῶν λεγομένων ἐκτιναχθείσης. καὶ διὰ τοῦτό φησιν ὅτι Τὸ γράμμα ἀποκτείνει, τὸ δὲ πνεῦμα ζωοποιεῖ, ὡς πολλαχῇ τῆς ἱστορίας, εἴπερ ἐπὶ ψιλῶν σταίημεν τῶν πραγμάτων, οὐκ ἀγαθοῦ βίου παρεχομένης ἡμῖν τὰ ὑποδείγματα· τί γὰρ ὠφελεῖ πρὸς ἀρετὴν τὸν ἀκούοντα Ὡσηὲ ὁ προφήτης ἐκ πορνείας παιδοποιούμενος καὶ Ἠσαίας εἰσιὼν πρὸς τὴν προφῆτιν, εἰ μέχρι τῆς λέξεώς τις στήσειε τὸ λεγόμενον; ἢ τί πρὸς τὸν ἐνάρετον συντελεῖ βίον τὰ περὶ τοῦ Δαβὶδ διηγήματα, μοιχείας καὶ φόνου κατὰ ταὐτὸ περὶ τὸ ἓν συνδεδραμηκότων ἄγος; εἰ δέ τις εὑρεθείη λόγος ὁ τὸ διὰ τούτων οἰκονομούμενον ἐπιδεικνύων ἀνεύθυνον, τότε ἀληθεύων ὁ τοῦ ἀποστόλου λόγος ἐπιδειχθήσεται ὅτι Τὸ γράμμα ἀποκτείνει (πονηρῶν γὰρ ἔχει πραγμάτων ἐν ἑαυτῷ ὑποδείγματα), τὸ δὲ πνεῦμα ζωοποιεῖ· μετατίθησι γὰρ τὴν ἀπεμφαίνουσάν τε καὶ διαβεβλημένην ἔννοιαν εἰς θειοτέρας ἐμφάσεις. 

οἴδαμεν δὲ καὶ αὐτὸν τὸν λόγον τὸν παρὰ πάσης κτίσεως προσκυνούμενον, ὅτε ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπου καὶ σχήματι διὰ σαρκὸς παρεδίδου τὰ θεῖα μυστήρια, οὕτως ἀνακαλύπτοντα ἡμῖν τὰ τοῦ νόμου νοήματα, ὥστε τοὺς δύο ἀνθρώπους, ὧν ἀληθής ἐστιν ἡ μαρτυρία, ἑαυτὸν καὶ τὸν πατέρα λέγειν εἶναι· καὶ τὸν χαλκοῦν ὄφιν τὸν ἐπὶ τοῦ ὕψους ἀνατεθέντα, ὃς ἦν τῷ λαῷ τῶν θανατηφόρων δηγμάτων ἀλεξητήριος, εἰς τὴν διὰ τοῦ σταυροῦ γενομένην ὑπὲρ ἡμῶν οἰκονομίαν μεταλαμβάνοντα· καὶ αὐτῶν δὲ τῶν ἁγίων αὐτοῦ μαθητῶν τὴν ἀγχίνοιαν διὰ τῶν ἐπικεκαλυμμένων τε καὶ ἐπικεκρυμμένων λόγων διαγυμνάζοντα ἐν παραβολαῖς, ἐν ὁμοιώμασιν, ἐν σκοτεινοῖς λόγοις, ἐν ἀποφθέγμασι, τοῖς δι' αἰνιγμάτων προφερομένοις, ὑπὲρ ὧν κατὰ μόνας μὲν ἐποιεῖτο τὰς ἐξηγήσεις ἐπιλύων αὐτοῖς τὴν ἀσάφειαν, ἔστι δὲ ὅπου, εἰ μὴ κατελήφθη παρ' αὐτῶν ἡ τῶν λεγομένων διάνοια, διεμέμφετο αὐτῶν τὸ βραδύνουν καὶ περὶ τὴν σύνεσιν ἄτονον· ὅτε γὰρ ἀπέχεσθαι τῆς Φαρισαικῆς αὐτοῖς ἐνεκελεύετο ζύμης, οἱ δὲ μικροψύχως πρὸς τὰς πήρας ἀπέβλεπον, ἐν αἷς τὸν ἐκ τῶν ἄρτων ἐπισιτισμὸν οὐκ ἐπήγοντο, τότε καθάπτεται τῶν μὴ συνιέντων, ὅτι διδασκαλία ἦν τὸ διὰ τῆς ζύμης δηλούμενον. καὶ πάλιν τράπεζαν αὐτῷ τῶν μαθητῶν παρατιθέντων ἀποκρινόμενος ὅτι Ἐγὼ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἣν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε, ὑπονοησάντων αὐτῶν περὶ σωματικῆς αὐτὸν λέγειν τροφῆς ὡς ἑτέρωθεν αὐτῷ προσενεχθείσης, ἑρμηνεύει τὸν ἑαυτοῦ λόγον ὅτι βρῶσίς ἐστιν αὐτῷ πρέπουσα καὶ κατάλληλος ἡ τοῦ σωτηρίου θελήματος ἀποπλήρωσις. 

Καὶ μυρία τοιαῦτα ἐκ τῶν εὐαγγελικῶν φωνῶν ἔστιν ἀναλέξασθαι, ἐφ' ὧν ἄλλο μὲν ἔστι τὸ ἐκ τοῦ προχείρου νοούμενον, ἕτερον δὲ πρὸς ὃ βλέπει ἡ τῶν λεγομένων διάνοια· οἷον τὸ ὕδωρ ὃ τοῖς διψῶσι κατεπηγγείλατο δι' οὗ πηγαὶ ποταμῶν γίνονται οἱ πιστεύοντες, τὸν ἄρτον τὸν ἐκ τῶν οὐρανῶν καταβαίνοντα, τὸν ναὸν τὸν λυόμενον καὶ διὰ τριῶν ἡμερῶν ἐγειρόμενον, τὴν ὁδόν, τὴν θύραν, τὸν λίθον τὸν παρὰ τῶν οἰκοδόμων ἐξουθενημένον καὶ τῇ ἐπιγωνίῳ κεφαλῇ ἁρμοζόμενον, τοὺς δύο τοὺς ἐπὶ κλίνης μιᾶς, τὸν μυλῶνα, τὰς ἀληθούσας, τὴν παραλαμβανομένην, τὴν καταλιμπανομένην, τὸ πτῶμα, τοὺς ἀετούς, τὴν συκῆν τὴν ἁπαλυνομένην καὶ τοὺς κλάδους ἐκφύουσαν. ἅπερ πάντα καὶ ὅσα τοιαῦτα γένοιτο ἂν εἰς προτροπὴν ἡμῖν τοῦ χρῆναι διερευνᾶν τὰς θείας φωνὰς καὶ προσέχειν τῇ ἀναγνώσει καὶ κατὰ πάντα τρόπον ἀνιχνεύειν, εἴ πού τις εὑρεθείη λόγος τῆς προχείρου κατανοήσεως ὑψηλότερος ἐπὶ τὰ θειότερά τε καὶ ἀσώματα χειραγωγῶν τὴν διάνοιαν. τούτου χάριν τὸ ἀπηγορευμένον τῇ βρώσει ξύλον οὐχὶ συκῆν, ὥς τινες ἀπεφήναντο, οὔτε ἄλλο τι τῶν ἀκροδρύων εἶναι πειθόμεθα· εἰ γὰρ τότε θανατηφόρος ἦν ἡ συκῆ, οὐδ' ἂν νῦν πάντως ἐδώδιμος ἦν· ἅμα δὲ καὶ μεμαθήκαμεν παρὰ τῆς τοῦ δεσπότου φωνῆς, δι' ἀποφάσεως τοῦτο δογματιζούσης, ὅτι Οὐδέν ἐστι τῶν εἰσπορευομένων διὰ στόματος ὃ δύναται κοινῶσαι τὸν ἄνθρωπον· ἀλλ' ἑτέραν τινὰ ζητοῦμεν διάνοιαν ἐπὶ τοῦ νόμου τούτου, ἀξίαν τῆς τοῦ νομοθέτου μεγαλειότητος· κἂν τῆς τοῦ θεοῦ φυτείας ἔργον τὸν παράδεισον εἶναι ἀκούσωμεν, κἂν ξύλον ζωῆς ἐν μέσῳ τοῦ παραδείσου πεφυτευμένον, ζητοῦμεν παρὰ τοῦ ἀποκαλύπτοντος τὰ κεκρυμμένα μυστήρια μαθεῖν, ποίων φυτῶν γίνεται ὁ πατὴρ γεωργός τε καὶ φυτηκόμος, καὶ πῶς δυνατόν ἐστι κατὰ τὸ μεσαίτατον τοῦ παραδείσου τὰ δύο εἶναι ξύλα, τό τε τῆς σωτηρίας καὶ τὸ τῆς ἀπωλείας· τὸ γὰρ ἀκριβῶς μέσον καθάπερ ἐν κύκλου περιγραφῇ ἐν τῷ ἑνὶ κέντρῳ πάντως ἐστίν. εἰ δὲ παρατεθείη τῷ κέντρῳ κατά τι μέρος ἕτερον κέντρον, ἀνάγκη πᾶσα συμμετατεθῆναι τῷ κέντρῳ τὸν κύκλον, ὥστε μηκέτι μέσον εἶναι τὸ πρότερον. ἐκεῖ τοίνυν ἑνὸς ὄντος τοῦ παραδείσου, πῶς φησιν ὁ λόγος ἰδιαζόντως μὲν ἑκάτερον θεωρεῖσθαι τῶν ξύλων, ἐπὶ δὲ τοῦ μέσου εἶναι καὶ τοῦτο καὶ τοῦτο, ὧν τὸ θανατηφόρον τῆς τοῦ θεοῦ φυτείας ἀλλότριον εἶναι διδάσκει ὁ πάντα καλὰ λίαν εἶναι τὰ τοῦ θεοῦ ἔργα ἀποφηνάμενος λόγος; οἷς εἰ μή τις διὰ φιλοσοφίας ἐνθεωρήσειε τὴν ἀλήθειαν, ἀσύστατον ἢ μυθῶδες εἶναι τοῖς ἀνεπισκέπτοις τὸ λεγόμενον δόξει.

Καὶ μακρὸν ἂν εἴη τὰ καθ' ἕκαστον ἐκ τῶν προφητῶν ἀναλέγεσθαι· πῶς ὁ Μιχαίας ἐπ' ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν ἐμφανὲς ὄρος λέγει γενήσεσθαι ἐπὶ τὰς κορυφὰς τῶν ὀρέων, τὸ ἐπὶ καθαιρέσει τῶν ἀντικειμένων δυνάμεων ἀναδεικνύμενον τῆς εὐσεβείας μυστήριον οὕτω κατονομάζων· πῶς δὲ ῥάβδον ἀνατέλλειν φησὶ καὶ ἄνθος ἐκ τῆς ῥίζης, τὴν διὰ σαρκὸς τοῦ κυρίου ἀνάδειξιν ὁ ὑψηλὸς Ἠσαίας οὕτω μηνύων· ἢ τὸ τετυρωμένον ὄρος παρὰ τῷ μεγάλῳ Δαβίδ, ποῖον ἔχει νοῦν ἐν τῇ λέξει φαινόμενον· ἢ τὸ μυριοπλάσιον ἅρμα· ἢ τῶν ταύρων ἡ συναγωγὴ ἡ ἐπαφιεμένη ταῖς δαμάλεσι τῶν λαῶν· ἢ ὁ βαπτόμενος τῷ αἵματι ποῦς ἢ τῶν κυνῶν αἱ γλῶσσαι· ἢ καθ' ὁμοιότητα τοῦ μόσχου διαλεπτυνόμενος μετὰ τῶν κέδρων ὁ Λίβανος· καὶ μυρία πρὸς τούτοις ἔστιν ἐκ τῆς λοιπῆς ἀναλεξάμενον προφητείας δεῖξαι τὸ ἀναγκαῖον τῆς κατὰ διάνοιαν τῶν ῥητῶν θεωρίας, ἧς ἀποβαλλομένης, καθὼς ἀρέσκει τισίν, ὅμοιον εἶναί μοι δοκεῖ τὸ γινόμενον, ὡς εἴ τις ἀκατέργαστα προθείη πρὸς ἀνθρωπίνην βρῶσιν ἐπὶ τραπέζης τὰ λήια, μὴ τρίψας τὴν καλάμην, μὴ τῷ λικμητῷ διακρίνας ἐκ τῶν ἀχύρων τὰ σπέρματα, μὴ λεπτύνας τὸν σῖτον εἰς ἄλευρον, μηδὲ κατασκευάσας ἄρτον τῷ καθήκοντι τρόπῳ τῆς σιτοποιίας. ὥσπερ οὖν τὸ ἀκατέργαστον γένημα κτηνῶν ἐστι καὶ οὐκ ἀνθρώπων τροφή, οὕτως εἴποι τις ἂν ἀλόγων μᾶλλον ἢ λογικῶν εἶναι τροφὴν μὴ κατεργασθέντα διὰ τῆς λεπτοτέρας θεωρίας τὰ θεόπνευστα ῥήματα οὐ μόνον τῆς παλαιᾶς διαθήκης, ἀλλὰ καὶ τὰ πολλὰ τῆς εὐαγγελικῆς διδασκαλίας· τὸ πτύον τὸ διακαθαῖρον τὴν ἅλωνα, τὸ ἀποφυσώμενον ἄχυρον, ὁ παραμένων σῖτος τοῖς ποσὶ τοῦ λικμήτορος, τὸ ἄσβεστον πῦρ, ἡ ἀγαθὴ ἀποθήκη, τὸ τῶν κακῶν εὔφορον δένδρον, ἡ ἀπειλὴ τῆς ἀξίνης ἡ φοβερῶς τῷ δένδρῳ τὴν ἀκμὴν προδεικνύουσα, οἱ πρὸς τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν μεταποιούμενοι λίθοι.

Ταῦτά μοι διὰ τῶν πρὸς τὴν σύνεσίν σου γραμμάτων ἀπολογία τις γεγράφθω πρὸς τοὺς μηδὲν πλέον παρὰ τὴν πρόχειρον τῆς λέξεως ἔμφασιν ἐκ τῶν θείων ῥημάτων ἀναζητεῖν νομοθετοῦντας. εἰ δὲ τοῦ Ὠριγένους φιλοπόνως περὶ τὸ βιβλίον τοῦτο σπουδάσαντος καὶ ἡμεῖς γραφῇ παραδοῦναι τὸν πόνον ἡμῶν προεθυμήθημεν, ἐγκαλείτω μηδεὶς πρὸς τὸ θεῖον τοῦ ἀποστόλου λόγιον βλέπων, ὅς φησιν ὅτι Ἕκαστος τὸν ἴδιον μισθὸν λήψεται κατὰ τὸν ἴδιον κόπον. ἐμοὶ δὲ οὐ πρὸς ἐπίδειξίν ἐστι συντεταγμένος ὁ λόγος· ἀλλ' ἐπειδὴ τὰ πολλὰ τῶν ἐπ' ἐκκλησίας ῥηθέντων τινὲς τῶν συνόντων ἡμῖν ὑπὸ φιλομαθείας ἐσημειώσαντο, τὰ μὲν παρ' ἐκείνων λαβών, ὅσα δι' ἀκολούθου ἔσχεν αὐτῶν ἡ σημείωσις, τὰ δὲ καὶ ἀπ' ἐμαυτοῦ προσθείς, ὧν ἀναγκαία ἦν ἡ προσθήκη, ἐν ὁμιλιῶν εἴδει τὴν ὑπηγορίαν πεποίημαι καθεξῆς πρὸς λέξιν προαγαγὼν τὴν τῶν ῥητῶν θεωρίαν, ἐφ' ὅσον ὁ καιρός τε καὶ τὰ πράγματα τὴν περὶ τούτου μοι σχολὴν ἐνεδίδου κατὰ τὰς ἡμέρας τῶν νηστειῶν· ἐν ταύταις γὰρ ἡμῖν πρὸς τὴν δημοσίαν ἀκοὴν ὁ περὶ τούτου λόγος διεσπουδάσθη. εἰ δὲ παράσχοι καὶ ζωῆς χρόνον ὁ τῆς ζωῆς ἡμῶν ταμίας θεὸς καὶ εἰρηνικὴν εὐκαιρίαν, καὶ τοῖς λειπομένοις ἴσως ἐπιδραμούμεθα· νῦν γὰρ ἡμῖν μέχρι τοῦ ἡμίσεος προῆλθεν ὁ λόγος καὶ ἡ θεωρία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: