Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2022

Αγ. Γρηγόριος Νύσσης - Ερμηνεία του Άσματος Ασμάτων (2)

Συνέχεια από: Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2022


    ΛΟΓΟΣ A'

    (Άσμα Ασμάτων 1,1-4)

    Η ΝΥΦΗ:

«Ας με φιλήσει με φιλήματα από το στόμα του·

είναι τα στήθη σου (οι αγαθοί μαστοί σου) καλύτερα από το κρασί

και η οσμή των μύρων σου πάνω απ’ όλα τ’ αρώματα,

μύρο που χύθηκε είναι τ’ όνομά σου.

Γι’ αυτό σ’ αγάπησαν οι κοπέλες, σε τράβηξαν κοντά τους,

θα τρέξουμε πίσω από το άρωμα του μύρου σου.

Ο βασιλιάς μ’ έμπασε στο κοιτώνα του.

Ας χαρούμε κι ας ευφρανθούμε μαζί σου, ας αγαπήσουμε τα στήθη σου (τους μαστούς σου) περισσότερο από το κρασί· η ευθύτητα σ’αγάπησε».

Όσοι κατά τη συμβουλή του Παύλου ξεντυθήκατε τον παλαιό άνθρωπο σαν ένα ρυπαρό ρούχο μαζί με τις πράξεις και τις επιθυμίες του και ντυθήκατε με την καθαρότητα της ζωής σας τα φωτεινά ιμάτια του Κυρίου, όπως μας τα φανέρωσε πάνω στο όρος της Μεταμόρφωσης, ή καλύτερα εσείς οι ενδυσάμενοι τον ίδιο τον Κύριό μας Ιησού Χριστό μαζί με την άγια στολή του και συμμεταμορφωθέντες προς το απαθές και το θειότερον, εσείς ακούστε τα μυστήρια του Άσματος των Ασμάτων· εσείς να μπείτε στον αθάνατο νυμφώνα (νυφικό θάλαμο) λευκοντυμένοι με καθαρούς κι αμόλυντους λογισμούς. Ας μη γίνει κανένας δεσμώτης των δικών του σκέψεων φέρνοντας μαζί του εμπαθή και σαρκικό λογισμό και μη έχοντας κατάλληλο για το θείο γάμο το ένδυμα της συνειδήσεως, ας μην κατεβάσει τους αθάνατους λόγους του νυμφίου (γαμπρού) και της νύφης σε κτηνώδη πάθη αλόγων ζώων και δεμένος μέσω αυτών με τις αισχρές φαντασίες, εκδιωχτεί από ανάμεσα από τους χαρούμενους διασκεδαστές του γάμου, ανταλλάσσοντας με το χτύπημα των δοντιών του και το δάκρυ τη γαμήλια χαρά.

Αυτά επικαλούμαι, προκειμένου ν’ ασχοληθώ με τη μυστική θεωρία του Άσματος των Ασμάτων. Με όσα γράφονται εδώ η ψυχή στολίζεται κατά κάποιο τρόπο σαν νύφη για την ασώματη και πνευματική κι αμόλυντη συζυγία με το Θεό. «Αυτός δηλαδή που θέλει να σωθούν όλοι οι άνθρωποι και να έλθουν σε επίγνωση αλήθειας» μας υποδεικνύει εδώ τον τελειότατο και μακάριο τρόπο της σωτηρίας, εννοώ την αγάπη. Σε μερικούς βέβαια συμβαίνει κάποτε η σωτηρία και μέσω του φόβου, όταν απομακρυνόμαστε από το κακό αποβλέποντας στις απειλές της τιμωρίας μας στην κόλαση. Είναι ακόμα και μερικοί που κατορθώνουν την αρετή με την ελπίδα του μισθού που περιμένει όσους έζησαν μ’ ευσέβεια, όχι με την αγάπη του αγαθού, αλλά την επιτυγχάνουν με την προσδοκία της αμοιβής. Εκείνος όμως που έχει στρέψει την ψυχή του στο τέλειο, απωθεί βέβαια το φόβο (γιατί το συναίσθημα αυτό είναι δουλικό, το να μην παραμένεις δηλαδή στον Κύριο σου από αγάπη, αλλά να μη δραπετεύεις από φόβο της μαστίγωσης), περιφρονεί όμως και τους ίδιους τους μισθούς, για να μη θεωρείται ότι προτιμά περισσότερο την αμοιβή από εκείνον που τη δίνει. Κι αγαπά με όλη την καρδιά του και την ψυχή και τη δύναμή του όχι κάτι άλλο από όσα αυτός ενεργεί, αλλά Εκείνον τον ίδιο που είναι η πηγή των αγαθών. Αυτή τη διάθεση νομοθετεί για τις ψυχές των ακουόντων αυτός που μας καλεί στη μετουσία του. Και το νομοθέτημα αυτό το επιβεβαιώνει ο Σολομών, που η σοφία του, κατά τη θεία μαρτυρία, δεν έχει μέτρο και δεν συγκρίνεται ούτε παραβάλλεται με εκείνων που έζησαν στο παρελθόν και με εκείνων που θα ζήσουν στο μέλλον, και που τίποτε δεν του διαφεύγει.

Νομίζεις άραγε πως εννοώ αυτόν τον Σολομώντα, το γιο της Βηρσαβεέ, εκείνον που θυσίασε στο βουνό τα χίλια βόδια, εκείνον που χρησιμοποίησε για ν’ αμαρτήσει τα είδωλα από τη Σιδώνα; Μ’ αυτόν όμως σημαίνεται ένας άλλος Σολομών, που κι αυτός γεννήθηκε κατά τη σάρκα από τη γενιά του Δαβίδ, που το όνομά του είναι ειρήνη, ο αληθινός βασιλιάς του Ισραήλ, αυτός που οικοδόμησε το ναό του Θεού, αυτός που έχει περιλάβει τη γνώση των πάντων, που η σοφία του είναι απεριόριστη ή καλύτερα που το είναι του είναι σοφία και αλήθεια και κάθε υψηλό όνομα και νόημα που αρμόζει στο Θεό. Αυτός χρησιμοποιώντας ως όργανο τον Σολομώντα μας μιλάει με τους λόγους αυτού πρώτα στις Παροιμίες, έπειτα στον Εκκλησιαστή, έπειτα από αυτά στο φιλοσοφικό λόγο του Άσματος των Ασμάτων που έχουμε μπροστά μας, υποδεικνύοντας με το λόγο του μεθοδικά και με τάξη την άνοδο προς το τέλειο.

Όπως δηλαδή στη κατά σάρκα ζωή κάθε στάδιο της ηλικίας δεν περιλαμβάνει όλες τις φυσικές ενέργειες ούτε στις διάφορες ηλικίες προχωρεί η ζωή μας ανάμεσα από όμοιες καταστάσεις (ούτε το νήπιο δηλαδή ασκεί τα έργα των ώριμων, ούτε τον τέλειο τον παίρνει η παραμάνα στην αγκαλιά της, αλλά για κάθε στάδιο της ηλικίας άλλο είναι το κατάλληλο και το αρμόδιο), έτσι μπορούμε να παρατηρήσουμε και στην ψυχή κάποια αναλογία με τις σωματικές ηλικίες, με τις οποίες ανακαλύπτεται κάποια τάξη και συνέχεια που χειραγωγεί τον άνθρωπο στο βίο της αρετής. Γι’ αυτό και διαφορετικά διδάσκουν οι Παροιμίες και αλλιώς μιλά ο Εκκλησιαστής. Και η φιλοσοφία του Άσματος των Ασμάτων με τα υψηλότερα δόγματά του βρίσκεται σε ανώτερο επίπεδο κι από τα δύο. 

Η διδασκαλία των Παροιμιών απευθύνεται σ’ αυτόν που είναι ακόμα νήπιο και προσαρμόζει τη νουθεσία ανάλογα με την ηλικία. «Άκουγε», λέει, «γιέ μου, τί ορίζει ο πατέρας σου και μην περιφρονήσεις τις συμβουλές της μητέρας σου». Από αυτά τα λόγια καταλαβαίνεις ότι η ηλικία είναι τρυφερή και εύπλαστη. Βλέπεις ακόμα το παιδί να έχει ανάγκη από τις συμβουλές της μητέρας του και τις διδαχές του πατέρα του (την πατρική νουθεσία) και για να προσέχει προθυμότερα το νήπιο στους γονείς του, του υπόσχεται ότι θ’ αποκτήσει τα παιδικά του στολίδια από τη μελέτη των μαθημάτων. Γιατί στολίδι για το παιδί είναι το χρυσό περιδέραιο που αστράφτει γύρω στο λαιμό και το στεφάνι που πλέκουν από κάποια πανέμορφα λουλούδια. Κι αυτά πρέπει να τ’ αντιλαμβανόμαστε οπωσδήποτε όπως θα μας δείξει προς το καλύτερο το νόημα του αινίγματος.

Κι έτσι αρχίζει να υπογραμμίζει για χάρη του τη σοφία με πολλούς και διάφορους τρόπους, εξηγώντας την ωραιότητα του άφραστου κάλλους, ώστε όχι από κάποιο φόβο και εξαναγκασμό, αλλά να ξεσηκωθεί από επιθυμία και πόθο για τη μετουσία (μέθεξη) των αγαθών. Η υπογράμμιση της ομορφιάς (του κάλλους) επισύρει κάπως την επιθυμία των νέων σ’ αυτό που τους δείχνουμε, αναρριπίζοντας τον πόθο τους για τη κοινωνία (μέθεξη) της ωραιότητας. Για να ενισχυθεί λοιπόν περισσότερο το επιθυμητικό του μεταφερμένο από την δέσμευσή του με την ύλη στην άυλη σχέση, τονίζει με τα εγκώμια την ομορφιά (το κάλλος) της σοφίας. Και δεν προβάλλει με λόγους μόνο το κάλλος της ωραιότητας, αλλ’ απαριθμεί και τον πλούτο της, που θα τον κάνει δικό του οποίος κατοικήσει μαζί της. Ο πλούτος υπολογίζεται ανάμεσα στα κοσμήματά της. Το κόσμημα του δεξιού χεριού της είναι το σύνολο των αιώνων, αφού έτσι είπε η Γραφή, ότι «το μάκρος του βίου της και τα χρόνια της ζωής της είναι στο δεξί της χέρι», ενώ στο άλλο της χέρι φοράει τον πολύτιμο πλούτο των αρετών που αστράφτει από τη λάμψη της δόξας. Γιατί λέει ότι «στο αριστερό της χέρι έχει πλούτο και δόξα».

Έπειτα λέει ότι κι από το στόμα της αποπνέει την ευωδιά του καλού αρώματος της δικαιοσύνης, λέγοντας «από το στόμα της πηγάζει η δικαιοσύνη», ενώ τα χείλια της λέει ότι από το φυσικό κόκκινο χρώμα ανθεί σ’ αυτά ο νόμος και η ευσπλαχνία (το έλεος). Και για να βρεθεί στη νύφη αυτή ότι η ομορφιά (το κάλλος) συνερανίζεται από όλα, εγκωμιάζεται και το βάδισμά της· γιατί λέγει «βαδίζει στους δρόμους της δικαιοσύνης»· Ούτε το ανάστημα της δεν υστερεί στον έπαινο της ομορφιάς που φτάνει στο μεγάλωμα ένα πολύκλωνο φυτό. Και το φυτό αυτό με το οποίο παρομοιάζεται το ανάστημα της, «είναι», λέει, «το ίδιο το δέντρο της ζωής», που γίνεται τροφή σε όσους το πιάνουν και γίνεται στύλος ασφαλής κι ακλόνητος για όσους στηρίζονται πάνω του. Και με τα δύο εννοώ τον Κύριο, γιατί αυτός είναι η ζωή και το στήριγμα. Η διατύπωση είναι η εξής· «είναι δέντρο ζωής για όλους όσοι την αγκαλιάζουν και στηρίζονται σ’ αυτήν· είναι ακλόνητη γιατί στηρίζεται στον Κύριο». Μαζί με τα άλλα εγκώμια συγκαταλέγεται και η δύναμη, ώστε να ολοκληρωθεί ο έπαινος της ομορφιάς της σοφίας με όλα τα αγαθά. Γιατί, λέει, «ο Θεός θεμελίωσε τη γη με σοφία κι ετοίμασε τους ουρανούς με φρόνηση» και αυτά που θεωρούμε μέσα στην κτίση τ’ ανάγει στη δύναμη της σοφίας αποδίδοντάς της διάφορα ονόματα. Γιατί την ίδια την ονομάζει σοφία και φρόνηση, αίσθηση και γνώση και σύνεση και τα όμοια.

Έπειτα αρχίζει να στολίζει σα γαμπρό το νέο, προστάζοντάς τον να ατενίζει τώρα σ’ αυτή τη συνοίκηση μέσα στο θείο θάλαμο. Γιατί λέει, «μην την εγκαταλείψεις και θα σε στηρίζει να μη πέσεις· αγάπησέ την και θα σε φυλάξει· περιτείχισέ την και θα σε υψώσει· τίμησέ την για να σε αγκαλιάσει, για να βάλει στο κεφάλι σου στεφάνι από χάρες και με το στέφανο θα σε προστατέψει από τις ηδονές». Και καταστολίζοντάς τον τώρα με αυτά τα γαμήλια στέφανα σα να είναι γαμπρός τον διατάζει να είσαι αχώριστος από αυτήν λέγοντας· «όταν βαδίζεις, έχε την κοντά σου κι ας είναι μαζί σου όταν κοιμάσαι, ας σε φυλάει, ώστε μόλις ξυπνήσεις να μιλήσει μαζί σου». Με αυτά και τα παρόμοια αφού ανάψει το επιθυμητικό εκείνου που είναι ακόμα νέος κατά τον εσωτερικό άνθρωπο, κι αφού παρουσιάσει αυτήν την ίδια να λέει με δικά της λόγια, τί κάνει για να τραβήξει όσο γίνεται την αγαπητική διάθεση μαζί της όσων την ακούν λέγοντας ανάμεσα στα άλλα κι αυτό, «αγαπώ αυτούς που με αγαπούν» (γιατί η ελπίδα ν’ ανταποκριθεί στην αγάπη της ξεσηκώνει σφοδρότερη την επιθυμία του εραστή). Μαζί μ’ αυτά, αφού προσθέσει και τις άλλες συμβουλές με εκφραστικά κι ευσύνοπτα αποφθέγματα και τον φέρει σε τελειότερη διαγωγή, έπειτα, αφού μακαρίσει την αγαθή αυτή ένωση, προς το τέλος των Παροιμιών αφού παρέθεσε τα εγκώμια της εξαίρετης εκείνης γυναίκας, τότε προσθέτει τη διδασκαλία του Εκκλησιαστή για χάρη εκείνου που με την παιδαγωγία του μέσω των Παροιμιών προχώρησε ικανοποιητικά στην επιθυμία των αρετών.

Κι αφού κατηγορήσει στο βιβλίο αυτό τη σχέση των ανθρώπων με τα φαινόμενα κι αφού πει πως είναι μάταιο κάθε άστατο και παροδικό λέγοντας ότι «είναι μάταιο ό,τι έρχεται», τοποθετεί πάνω από όσα αντιλαμβανόμαστε με την αίσθηση την επιθυμητική κίνηση της ψυχής μας προς το αόρατο κάλλος, τότε, αφού καθάρισε έτσι την καρδιά από τη σχέση της με τα φαινόμενα, μυσταγωγεί πια τη διάνοια μέσα στα θεία άδυτα του Άσματος των Ασμάτων, με τα οποία εκείνο που περιγράφεται είναι μια σύνθεση επιθαλάμια, ενώ εκείνο που νοείται είναι η ανάκραση της ανθρώπινης ψυχής προς το θείο. Γι’ αυτό εδώ ο υιός των Παροιμιών ονομάζεται νύφη και η σοφία μεταφέρεται στη θέση ταυ νυμφίου, για να μνηστευθεί ο άνθρωπος με τον Θεό, αφού από γαμπρός γίνει παρθένος κόρη και, προσκολλημένος στον Κύριο, αποτελέσει ένα πνεύμα με την ανάκρασή του με το ακήρατο και απαθές, έχοντας γίνει νόημα καθαρό από βαριά σάρκα που ήταν.

Επειδή λοιπόν είναι η σοφία που μιλά, αγάπησέ την με όλη σου την καρδιά και τη δύναμη, επιθύμησέ την όσο μπορείς. Στις λέξεις αυτές παίρνω το θάρρος να πω και το “ερωτέψου την”. Γιατί το πάθος αυτό είναι ανεπίληπτο και απαθές όταν πρόκειται για ασώματα, όπως λέει στις Παροιμίες νομοθετώντας τον έρωτα του θείου κάλλους. Αλλά και το βιβλίο που μας απασχολεί (το Άσμα Ασμάτων) τα ίδια μας ορίζει· δε σου απευθύνει μια συμβουλή γι’ αυτό, αλλά φιλοσοφεί με τα απόρρητα προτάσσοντας με τους στοχασμούς του μια εικόνα από τα ευχάριστα της ζωής στη διατύπωση της διδασκαλίας. Η εικόνα είναι μια γαμήλια σκηνοθεσία, όπου η επιθυμία του κάλλους (της ομορφιάς) μεσιτεύει στον πόθο, χωρίς να εκδηλώνει πρώτος την επιθυμία του ο νυμφίος κατά τη συνήθεια των ανθρώπων. Προλαβαίνει το νυμφίο η κόρη και χωρίς να ντρέπεται κοινολογεί τον πόθο της και διατυπώνει την ευχή της ν’ απολαύσει κάποτε το φίλημα του νυμφίου.

Επειδή δηλαδή οι καλοπροαίρετοι προξενητές της κόρης, πατριάρχες, προφήτες και νομοθέτες, πρόσφεραν τα θεία χαρίσματα σ’ αυτή που έγιναν προξενητές της, που η συνήθεια τ’ αποκαλεί “έδνα”, ονομάζοντας έτσι τα πριν από το γάμο δώρα (κι αυτά ήταν η συγχώρηση παραπτωμάτων, η αμνήστευση των κακών, η αναίρεση της αμαρτίας, η μεταστοιχείωση της φύσης, η μεταβολή του φθαρτού στο άφθαρτο, η παραδεισένια απόλαυση, το βασιλικό αξίωμα, η χαρά που δεν έχει τέλος)· επειδή λοιπόν η κόρη δέχτηκε τις θείες δωρεές από τους καλούς προξενητές της, που της πρόσφεραν τα δώρα αυτά με την προφητική διδασκαλία, γι’ αυτό και την επιθυμία της ομολογεί και θέλει να επιταχύνει τη χάρη, φροντίζοντας ν’ απολαύσει αμέσως την ομορφιά του ποθητού της. Την ακούν μερικές φίλες και συνομήλικές της που εξάπτουν περισσότερο την επιθυμία της νύφης. Φτάνει κι ο γαμπρός που ακολουθείται από συντροφιά κάποιων φίλων κι αγαπητών του. Αυτοί θα μπορούσαν να είναι ή τα λειτουργικά πνεύματα, που έργο τους είναι η σωτηρία των ανθρώπων, ή οι άγιοι προφήτες, που ακούοντας τη φωνή του Κυρίου χαίρονται κι ευφραίνονται, επειδή συνάπτεται η αθάνατη συζυγία (σύζευξη), με την οποία η ψυχή που προσκολλάται στον Κύριο γίνεται μαζί του ένα Πνεύμα, όπως λέει ο Απόστολος.

(Συνεχίζεται)

Το πρωτότυπο κείμενο

Φιλησάτω με ἀπὸ φιλημάτων στόματος αὐτοῦ,
ὅτι ἀγαθοὶ μαστοί σου ὑπὲρ οἶνον,
Καὶ ὀσμὴ μύρων σου ὑπὲρ πάντα τὰ ἀρώματα,
μύρον ἐκκενωθὲν ὄνομά σοι.
διὰ τοῦτο νεάνιδες ἠγάπησάν σε,
Εἵλκυσάν σε,
ὀπίσω σου εἰς ὀσμὴν μύρων σου δραμούμεθα.
εἰσήγαγέ με ὁ βασιλεὺς εἰς τὸ ταμιεῖον αὐτοῦ.
ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν σοί,
ἀγαπήσωμεν μαστούς σου ὑπὲρ οἶνον·
εὐθύτης ἠγάπησέ σε.

Ὅσοι κατὰ τὴν συμβουλὴν τοῦ Παύλου τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον ὥσπερ τι περιβόλαιον ῥυπαρὸν ἀπεδύσασθε σὺν ταῖς πράξεσι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις αὐτοῦ καὶ τὰ φωτεινὰ τοῦ κυρίου ἱμάτια, οἷα ἐπὶ τῆς τοῦ ὄρους μεταμορφώσεως ἔδειξε, διὰ τῆς καθαρότητος τοῦ βίου περιεβάλεσθε, μᾶλλον δὲ οἱ αὐτὸν τὸν κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν μετὰ τῆς ἁγίας αὐτοῦ στολῆς ἐνδυσάμενοι καὶ συμμεταμορφωθέντες αὐτῷ πρὸς τὸ ἀπαθές τε καὶ θειότερον, ὑμεῖς ἀκούσατε τῶν μυστηρίων τοῦ Ἄισματος τῶν Ἀισμάτων· ὑμεῖς ἐντὸς γένεσθε τοῦ ἀκηράτου νυμφῶνος λευχειμονοῦντες τοῖς καθαροῖς τε καὶ ἀμολύντοις νοήμασιν. μή τις ἐμπαθῆ καὶ σαρκώδη λογισμὸν ἐπαγόμενος καὶ μὴ ἔχων πρέπον τῷ θείῳ γάμῳ τὸ τῆς συνειδήσεως ἔνδυμα συνδεθῇ τοῖς ἰδίοις νοήμασι, τὰς ἀκηράτους τοῦ νυμφίου τε καὶ τῆς νύμφης φωνὰς εἰς κτηνώδη καὶ ἄλογα καθέλκων πάθη, καὶ δι' αὐτῶν ταῖς αἰσχραῖς ἐνδεθεὶς φαντασίαις ἔξω τῶν ἐν τῷ γάμῳ φαιδρυνομένων ἀπορριφῇ, τὸν βρυγμὸν καὶ τὸ δάκρυον ἀντὶ τῆς ἐν παστάδι χαρᾶς ἀλλαξάμενος.

Ταῦτα διαμαρτύρομαι μέλλων ἅπτεσθαι τῆς ἐν τῷ Ἄισματι τῶν Ἀισμάτων μυστικῆς θεωρίας. διὰ γὰρ τῶν ἐνταῦθα γεγραμμένων νυμφοστολεῖται τρόπον τινὰ ἡ ψυχὴ πρὸς τὴν ἀσώματόν τε καὶ πνευματικὴν καὶ ἀμόλυντον τοῦ θεοῦ συζυγίαν· ὁ γὰρ πάντας θέλων σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν τὸν τελεώτατον ἐνταῦθα καὶ μακάριον τῆς σωτηρίας ὑποδείκνυσι τρόπον, τὸν διὰ τῆς ἀγάπης λέγω. ἔστι μὲν γὰρ καὶ διὰ φόβου τισὶ γινομένη ἡ σωτηρία, ὅταν πρὸς τὰς ἀπειλὰς τῆς ἐν τῇ γεέννῃ κολάσεως βλέποντες τοῦ κακοῦ χωριζώμεθα. εἰσὶ δέ τινες οἱ καὶ διὰ τὴν ἀποκειμένην τοῖς εὖ βεβιωκόσι τῶν μισθῶν ἐλπίδα τὴν ἀρετὴν κατορθοῦντες, οὐκ ἀγάπῃ τοῦ ἀγαθοῦ, ἀλλὰ τῇ προσδοκίᾳ τῆς ἀμοιβῆς κατακτώμενοι. ὁ μέντοι πρὸς τὸ τέλειον ἀναδραμὼν τῇ ψυχῇ ἀπωθεῖται μὲν τὸν φόβον (ἀνδραποδώδης γὰρ ἡ τοιαύτη διάθεσις, τὸ μὴ δι' ἀγάπης παραμένειν τῷ κυριεύοντι, ἀλλὰ τῷ τῶν μαστίγων φόβῳ μὴ δραπετεύειν), ὑπερορᾷ δὲ καὶ αὐτῶν τῶν μισθῶν, ὡς ἂν μὴ δοκοίη τὸν μισθὸν ποιεῖσθαι προτιμότερον τοῦ δωρουμένου τὸ κέρδος· ἀγαπᾷ δὲ ἐξ ὅλης καρδίας τε καὶ ψυχῆς καὶ δυνάμεως οὐκ ἄλλο τι τῶν παρ' αὐτοῦ γινομένων, ἀλλ' αὐτὸν ἐκεῖνον ὅς ἐστι τῶν ἀγαθῶν ἡ πηγή. ταύτην τοίνυν ὁ καλῶν ἡμᾶς πρὸς τὴν ἑαυτοῦ μετουσίαν νομοθετεῖ ταῖς τῶν ἀκουόντων ψυχαῖς τὴν διάθεσιν. ὁ δὲ βεβαιῶν τὴν νομοθεσίαν ταύτην ἐστὶ Σολομῶν, οὗ ἡ σοφία κατὰ τὴν θείαν μαρτυρίαν μέτρον οὐκ ἔχει, πᾶσιν ἐπ' ἴσης τοῖς τε προγεγονόσι καὶ τοῖς ἐσομένοις ἀσύγκριτος οὖσα καὶ ἀπαράθετος, ὃν ἔλαθε τῶν ὄντων οὐδέν. 

ἆρά με τοῦτον οἴει λέγειν τὸν ἐκ τῆς Βηρσαβεὲ Σολομῶντα, τὸν ἐπὶ τοῦ ὄρους ἀνενεγκόντα τὴν χιλιόμβην, τὸν ἐκ τῆς Σιδωνίας συμβόλῳ πρὸς τὴν ἁμαρτίαν χρησάμενον; ἀλλὰ Σολομῶν διὰ τούτου σημαίνεται ἄλλος· ὁ καὶ αὐτὸς ἐκ τοῦ σπέρματος Δαβὶδ τὸ κατὰ σάρκα γενόμενος, ᾧ ὄνομα εἰρήνη, ὁ ἀληθινὸς τοῦ Ἰσραὴλ βασιλεύς, ὁ οἰκοδόμος τοῦ ναοῦ τοῦ θεοῦ, ὁ πάντων ἐμπεριειληφὼς τὴν γνῶσιν, οὗ ἀόριστος ἡ σοφία, μᾶλλον δὲ οὗ τὸ εἶναι σοφία ἐστὶ καὶ ἀλήθεια, καὶ πᾶν θεοπρεπές τε καὶ ὑψηλὸν ὄνομά τε καὶ νόημα. οὗτος ὀργάνῳ τῷ Σολομῶντι τούτῳ χρησάμενος διὰ τῆς ἐκείνου φωνῆς ἡμῖν διαλέγεται πρότερον μὲν ἐν Παροιμίαις, εἶτα ἐν τῷ Ἐκκλησιαστῇ καὶ μετὰ ταῦτα ἐν τῇ προκειμένῃ τοῦ Ἄισματος τῶν Ἀισμάτων φιλοσοφίᾳ ὁδῷ καὶ τάξει τὴν πρὸς τὸ τέλειον ἄνοδον ὑποδεικνύων τῷ λόγῳ.

Καθάπερ γὰρ ἐπὶ τῆς κατὰ σάρκα ζωῆς οὐ πᾶσα ἡλικία πάσας χωρεῖ τὰς φυσικὰς ἐνεργείας οὐδὲ διὰ τῶν ὁμοίων ἡμῖν ἐν ταῖς τῶν ἡλικιῶν διαφοραῖς ὁ βίος προέρχεται (οὔτε γὰρ τὸ νήπιον τὰ τῶν τελείων ἔργα μετέρχεται οὔτε ὁ τέλειος ἐν ταῖς ἀγκάλαις τῆς τιθήνης ἀναλαμβάνεται, ἀλλ' ἑκάστῳ καιρῷ τῆς ἡλικίας ἄλλο τι πρόσφορόν ἐστι καὶ κατάλληλον), οὕτως ἔστιν ἰδεῖν καὶ ἐν τῇ ψυχῇ ἀνάλογόν τινα πρὸς τὰς σωματικὰς ἡλικίας, δι' ὧν εὑρίσκεται τάξις τις καὶ ἀκολουθία πρὸς τὸν κατ' ἀρετὴν βίον χειραγωγοῦσα τὸν ἄνθρωπον. οὗ χάριν ἄλλως ἡ Παροιμία παιδεύει καὶ ἄλλως ὁ Ἐκκλησιαστὴς διαλέγεται· καὶ ἡ διὰ τοῦ Ἄισματος τῶν Ἀισμάτων φιλοσοφία διὰ τῶν ὑψηλοτέρων δογμάτων ἀμφοτέρων ὑπέρκειται. ἡ γὰρ διὰ τῶν παροιμιῶν διδασκαλία πρὸς τὸν ἔτι νηπιάζοντα ποιεῖται τοὺς λόγους καταλλήλως τῇ ἡλικίᾳ τὴν νουθεσίαν ἁρμόζουσα· Ἄκουε, φησίν, υἱέ, νόμους πατρός σου καὶ μὴ ἀπώσῃ θεσμοὺς μητρός σου. ὁρᾷς ἐκ τῶν λεγομένων τὸ ἁπαλὸν ἔτι τῆς κατὰ ψυχὴν ἡλικίας καὶ εὔπλαστον· ἔτι μητρῴων αὐτὸν θεσμῶν ἐπιδεᾶ βλέπει καὶ πατρικῆς νουθεσίας καί, ὡς ἂν προθυμότερον προσέχοι τοῖς γονεῦσι τὸ νήπιον, τοὺς παιδικοὺς αὐτῷ κατεπαγγέλλεται κόσμους ἐκ τῆς περὶ τὰ μαθήματα σπουδῆς προσγενήσεσθαι· παιδίῳ γάρ ἐστι κόσμος <ὁ> χρύσεος μανιάκης τῷ τραχήλῳ περιλαμπόμενος καὶ ὁ ἐξ ἀνθῶν τινων ἐπιχαρίτων ἀναπλεκόμενος στέφανος. νοεῖν δὲ χρὴ ταῦτα πάντως ὅπως ἂν ὁδηγήσῃ πρὸς τὸ κρεῖττον ἡ τοῦ αἰνίγματος ἔννοια. 

Καὶ οὕτως ὑπογράφειν ἄρχεται τὴν σοφίαν αὐτῷ ποικίλως τε καὶ πολυειδῶς τοῦ ἀφράστου κάλλους διερμηνεύων τὴν ὥραν, ὥστε μὴ φόβῳ τινὶ καὶ ἀνάγκῃ ἀλλὰ ἐπιθυμίᾳ καὶ πόθῳ πρὸς τὴν τῶν ἀγαθῶν μετουσίαν διαναστῆναι· ἡ γὰρ τοῦ κάλλους ὑπογραφὴ ἐπισπᾶταί πως τὴν τῶν νέων ἐπιθυμίαν πρὸς τὸ δεικνύμενον πρὸς κοινωνίαν τῆς ὥρας τὸν πόθον ἀναρριπίζουσα. ὡς ἂν οὖν μᾶλλον αὐτῷ τὸ ἐπιθυμητικὸν αὐξηθείη μετατεθὲν ἀπὸ τῆς ὑλικῆς προσπαθείας πρὸς τὴν ἄυλον σχέσιν, ὡραίζει διὰ τῶν ἐγκωμίων τῆς σοφίας τὸ κάλλος. καὶ οὐ μόνον τὸ κάλλος τῆς ὥρας διὰ τῶν λόγων προδείκνυσιν, ἀλλὰ καὶ τὸν πλοῦτον αὐτῆς ἀπαριθμεῖται, οὗ κύριος πάντως ὁ συνοικήσας γενήσεται. ὁ δὲ πλοῦτος τέως ἐν τοῖς προκοσμήμασιν αὐτῆς θεωρεῖται· κόσμος μὲν γὰρ αὐτῇ περιδέξιος αἰῶνες ὅλοι οὕτως εἰπόντος τοῦ λόγου ὅτι Μῆκος βίου καὶ ἔτη ζωῆς ἐν τῇ δεξιᾷ αὐτῆς, ἐν δὲ τῇ ἑτέρᾳ χειρὶ τὸν πολύτιμον τῶν ἀρετῶν περίκειται πλοῦτον τῇ λαμπηδόνι τῆς δόξης συνδιαλάμποντα· λέγει γὰρ ὅτι Ἐν τῇ ἀριστερᾷ αὐτῆς πλοῦτος καὶ δόξα. 

Εἶτα καὶ τοῦ στόματος αὐτῆς λέγει τὴν εὔπνοιαν τοῦ καλοῦ τῆς δικαιοσύνης ἀρώματος ἀποπνέουσαν λέγων Ἐκ τοῦ στόματος αὐτῆς ἐκπορεύεται δικαιοσύνη. τοῖς δὲ χείλεσιν αὐτῆς φησιν ἀντὶ τοῦ φυσικοῦ ἐρυθήματος τὸν νόμον ἐπανθεῖν καὶ τὸν ἔλεον. καὶ ὡς ἂν διὰ πάντων εὑρεθείη τῇ τοιαύτῃ νύμφῃ τὸ κάλλος ἐρανιζόμενον, ἐπαινεῖται αὐτῆς καὶ τὸ βάδισμα· φησὶ γὰρ ὅτι Ἐν ὁδοῖς δικαιοσύνης περιπατεῖ. οὐ λείπει τοῖς ἐπαίνοις τῆς ὥρας οὐδὲ τὸ μέγεθος ἴσα φυτῷ τινι τῶν εὐερνῶν τῆς αὐξήσεως ἀναδραμούσης. τὸ δὲ φυτὸν τοῦτο ᾧ τὸ ὕψος αὐτῆς προσεικάζεται, Αὐτό, φησί, τὸ τῆς ζωῆς ξύλον ἐστίν, ὃ τροφὴ μὲν γίνεται τοῖς ἀντεχομένοις, στῦλος δὲ τοῖς ἐπερειδομένοις ἀσφαλής τε καὶ ἄσειστος. νοῶ δὲ δι' ἀμφοτέρων τὸν κύριον· αὐτὸς γάρ ἐστι καὶ ἡ ζωὴ καὶ τὸ ἔρεισμα. ἔχει δὲ ἡ λέξις οὕτως· Ξύλον ζωῆς ἐστι πᾶσι τοῖς ἀντεχομένοις αὐτῆς καὶ τοῖς ἐπερειδομένοις ἐπ' αὐτὴν ὡς ἐπὶ κύριον ἀσφαλής. συμπαραλαμβάνεται δὲ μετὰ τῶν λοιπῶν ἐγκωμίων αὐτῆς καὶ ἡ δύναμις, ὡς ἂν διὰ πάντων τῶν ἀγαθῶν πληρωθείη τοῦ κάλλους τῆς σοφίας ὁ ἔπαινος. Ὁ θεὸς γάρ, φησί, τῇ σοφίᾳ ἐθεμελίωσε τὴν γῆν, ἡτοίμασε δὲ οὐρανοὺς ἐν φρονήσει, καὶ τὰ καθ' ἕκαστον τῶν ἐν τῇ κτίσει θεωρουμένων εἰς τὴν τῆς σοφίας ἀνάγει δύναμιν διαποικίλλων αὐτὴν τοῖς ὀνόμασιν· τὴν γὰρ αὐτὴν καὶ σοφίαν λέγει καὶ φρόνησιν, αἴσθησίν τε καὶ γνῶσιν καὶ σύνεσιν καὶ τὰ τοιαῦτα. 

Μετὰ δὲ ταῦτα νυμφοστολεῖν ἄρχεται τὸν νέον πρὸς τὴν τοιαύτην συνοίκησιν ἤδη πρὸς τὸν θεῖον θάλαμον βλέπειν ἐγκελευόμενος· λέγει γὰρ ὅτι Μὴ ἐγκαταλίπῃς αὐτὴν καὶ ἀνθέξεταί σου· ἐράσθητι αὐτῆς καὶ τηρήσει σε, περιχαράκωσον αὐτὴν καὶ ὑψώσει σε· τίμησον αὐτὴν ἵνα σε περιλάβῃ, ἵνα δῷ τῇ σῇ κεφαλῇ στέφανον χαρίτων, στεφάνῳ δὲ τρυφῆς ὑπερασπίσῃ σου. ἐν τούτοις δὲ τοῖς στεφάνοις ἤδη τοῖς γαμικοῖς ὡς νυμφίον κατακοσμήσας ἀχώριστον αὐτῆς εἶναι διακελεύεται λέγων Ἡνίκα ἂν περιπατῇς, ἐπάγου αὐτὴν καὶ μετὰ σοῦ ἔστω· ὡς δ' ἂν καθεύδῃς, φυλασσέτω σε, ἵνα ἐγειρομένῳ συλλαλήσῃ σοι. διὰ τούτων καὶ τῶν τοιούτων τοῦ νεάζοντος ἔτι κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον τὸ ἐπιθυμητικὸν ἀναφλέξας καὶ αὐτὴν ἐκείνην τὰ περὶ ἑαυτῆς διηγουμένην ὑποδείξας τῷ λόγῳ, δι' ὧν μάλιστα τὴν ἀγαπητικὴν σχέσιν τῶν ἀκουόντων ἐφέλκεται τοῦτο μετὰ τῶν ἄλλων εἰποῦσα ὅτι Τοὺς ἐμὲ φιλοῦντας ἀγαπῶ (ἡ γὰρ ἐλπὶς τοῦ ἀνταγαπηθῆναι σφοδρότερον εἰς ἐπιθυμίαν τὸν ἐραστὴν διατίθησι), καὶ μετὰ τούτων τὰς λοιπὰς ἐπαγαγὼν συμβουλὰς ἐν ἀποφαντικοῖς τισι καὶ εὐπεριγράπτοις ἀποφθέγμασι καὶ εἰς τελειοτέραν ἕξιν αὐτὸν ἀγαγὼν εἶτα πρὸς τοῖς τελευταίοις τῶν Παροιμιῶν μακαρίσας ταύτην τὴν ἀγαθὴν συζυγίαν, ἐν οἷς διεξῆλθε τὰ τῆς ἀνδρείας γυναικὸς ἐκείνης ἐγκώμια, τότε προστίθησι τὴν ἐν τῷ Ἐκκλησιαστῇ φιλοσοφίαν τῷ ἱκανῶς διὰ τῆς παροιμιώδους ἀγωγῆς εἰσηγμένῳ εἰς τὴν τῶν ἀρετῶν ἐπιθυμίαν. 

Καὶ διαβαλὼν ἐν τούτῳ τῷ λόγῳ τὴν περὶ τὰ φαινόμενα τῶν ἀνθρώπων σχέσιν καὶ μάταιον εἰπὼν εἶναι πᾶν τὸ ἀστατοῦν τε καὶ παρερχόμενον, ἐν οἷς φησιν ὅτι Πᾶν τὸ ἐρχόμενον ματαιότης, ὑπερτίθησι παντὸς τοῦ δι' αἰσθήσεως καταλαμβανομένου τὴν ἐπιθυμητικὴν τῆς ψυχῆς ἡμῶν κίνησιν ἐπὶ τὸ ἀόρατον κάλλος καὶ οὕτως ἐκκαθάρας τὴν καρδίαν τῆς περὶ τὰ φαινόμενα σχέσεως τότε διὰ τοῦ Ἄισματος τῶν Ἀισμάτων ἐντὸς τῶν θείων ἀδύτων μυσταγωγεῖ τὴν διάνοιαν· ἐν οἷς τὸ μὲν ὑπογραφόμενον ἐπιθαλάμιός τίς ἐστι διασκευή, τὸ δὲ νοούμενον τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς ἡ πρὸς τὸ θεῖόν ἐστιν ἀνάκρασις. διὰ τοῦτο νύμφη ὧδε ὁ ἐν ταῖς Παροιμίαις υἱὸς ὀνομάζεται καὶ ἡ σοφία εἰς νυμφίου τάξιν ἀντιμεθίσταται, ἵνα μνηστευθῇ τῷ θεῷ ὁ ἄνθρωπος ἁγνὴ παρθένος ἐκ νυμφίου γενόμενος καὶ κολληθεὶς τῷ κυρίῳ γένηται πνεῦμα ἓν διὰ τῆς πρὸς τὸ ἀκήρατόν τε καὶ ἀπαθὲς ἀνακράσεως νόημα καθαρὸν ἀντὶ σαρκὸς βαρείας γενόμενος. 

ἐπειδὴ τοίνυν σοφία ἐστὶν ἡ λαλοῦσα, ἀγάπησον ὅσον δύνασαι ἐξ ὅλης καρδίας τε καὶ δυνάμεως, ἐπιθύμησον ὅσον χωρεῖς. προστίθημι δὲ θαρρῶν τοῖς ῥήμασι τούτοις καὶ τὸ ἐράσθητι· ἀνέγκλητον γὰρ τοῦτο καὶ ἀπαθὲς ἐπὶ τῶν ἀσωμάτων τὸ πάθος, καθώς φησιν ἡ σοφία ἐν ταῖς Παροιμίαις τοῦ θείου κάλλους νομοθετοῦσα τὸν ἔρωτα. ἀλλὰ καὶ ὁ νῦν προκείμενος λόγος τὰ ἴσα διακελεύεται οὐ γυμνήν σοι τὴν περὶ τούτου συμβουλὴν προσάγων, ἀλλὰ δι' ἀπορρήτων φιλοσοφεῖ τοῖς νοήμασιν εἰκόνα τινὰ τῶν κατὰ τὸν βίον ἡδέων εἰς τὴν τῶν δογμάτων τούτων κατασκευὴν προστησάμενος. ἡ δὲ εἰκὼν γαμική τίς ἐστι διασκευή, ἐν ᾗ κάλλους ἐπιθυμία μεσιτεύει τῷ πόθῳ, οὐ κατὰ τὴν ἀνθρωπίνην συνήθειαν τοῦ νυμφίου τῆς ἐπιθυμίας κατάρξαντος, ἀλλὰ προλαμβάνει τὸν νυμφίον ἡ παρθένος ἀνεπαισχύντως τὸν πόθον δημοσιεύουσα καὶ εὐ χὴν ποιουμένη τοῦ νυμφικοῦ ποτε κατατρυφῆσαι φιλήματος. 

ἐπειδὴ γὰρ οἱ ἀγαθοὶ τῆς παρθένου προμνήστορες, πατριάρχαι τε καὶ προφῆται καὶ νομοθέται, προσήγαγον τῇ μεμνηστευμένῃ τὰ θεῖα χαρίσματα, ἅπερ ἕδνα καλεῖ ἡ συνήθεια τὰ πρὸ τῶν γάμων δῶρα οὕτω κατονομάζουσα (ταῦτα δὲ ἦν ἄφεσις παραπτωμάτων, ἀμνηστία κακῶν, ἁμαρτίας ἀναίρεσις, μεταστοιχείωσις φύσεως, τοῦ φθαρτοῦ πρὸς τὸ ἄφθαρτον μεταποίησις, παραδείσου τρυφή, βασιλείας ἀξίωμα, εὐφροσύνη τέλος οὐκ ἔχουσα), ταῦτα τοίνυν ἡ παρθένος δεξαμένη τὰ θεῖα δωρήματα παρὰ τῶν καλῶν ἑδνοφόρων τῶν διὰ τῆς προφητικῆς διδασκαλίας αὐτῇ προσαγαγόντων τὰ δῶρα καὶ ὁμολογεῖ τὴν ἐπιθυμίαν καὶ ἐπισπεύδει τὴν χάριν ἤδη τῆς ὥρας τοῦ ποθουμένου κατατρυφῆσαι σπουδάζουσα. ἀκροῶνται δὲ αὐτῆς συνήθεις τινὲς καὶ ὁμήλικες πρὸς μείζονα τὴν νύμφην ἐπιθυμίαν διερεθίζουσαι. παραγίνεται δὲ καὶ ὁ νυμφίος φίλων αὐτῷ τινων καὶ καταθυμίων χορὸν ἐπαγόμενος. οὗτοι δ' ἂν εἶεν ἢ τὰ λειτουργικὰ πνεύματα, δι' ὧν οἱ ἄνθρωποι σῴζονται, ἢ οἱ προφῆται οἱ ἅγιοι, οἳ τῆς φωνῆς τοῦ νυμφίου ἀκούοντες χαίρουσί τε καὶ ἀγάλλονται τῆς ἀκηράτου συζυγίας ἁρμοζομένης, δι' ἧς ἡ κολλωμένη τῷ κυρίῳ ψυχὴ ἓν πνεῦμα γίνεται, καθώς φησιν ὁ ἀπόστολος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: