Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2022

PAUL FRIEDLȀNDER, ΠΛΑΤΩΝ (129)

Συνέχεια από Τετάρτη, 26 Ιανουαρίου  2022

                                     PAUL FRIEDLȀNDER

                                                  ΠΛΑΤΩΝ

                                            ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

                                   ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –

                              ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

                         ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΤΟ ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ

                         ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ : Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ

                     23.  ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ  (14η και τελευταία συνέχεια)

 Μια βαθμιαία εξήγηση του «λόγου» ως της υπέρτατης έννοιας, στην οποία και ανυψώνεται η διαλεκτική συζήτηση: αυτό είναι και το νόημα του τρίτου διαλογικού μέρους, και η αιτία για την οποία ο λόγος συμπεριελήφθη στον τρίτον ορισμό. Τί μπορεί να σημαίνη το «κυκλικό» ωστόσο τέλος, όπου και περατούται αυτή η συζήτηση; Δεν αποτελεί άραγες μιαν ιδιαίτερη παραδοξότητα το ότι ένας διάλογος που διεξάγεται με ορισμούς, τελειώνει αδιέξοδα με το πρόβλημα που συνιστά ακριβώς ένας ορισμός; Ή μήπως εκφράζεται εδώ το ότι δεν μπορούμε γενικώς να φτάσουμε από την οδό τού λόγου, απ’ την οδό άρα αυτού τού διαλόγου, στο να γνωρίσουμε την  πραγματική γνώση; Πώς θα μπορούσε να είναι άλλωστε κάτι τέτοιο δυνατό, εφ’ όσον η «οδός τής γνώσης» τής Έβδομης Επιστολής θέτει τον λόγο στη δεύτερη βαθμίδα, ενώ την ίδια τη γνώση πολύ παραπάνω, στην τέταρτη; Ή, για να παραμείνουμε στον διάλογό μας: πώς θα μπορούσε να είναι κάτι τέτοιο δυνατό, εφ’ όσον η «Παρέκβαση» του Πρώτου Μέρους φανερώνει πως αυτός που γνωρίζει, γνωρίζει «φεύγοντας από εδώ προς τα εκεί»,  «ομοιούμενος με τον Θεό», μέσα απ’ την «αληθινή του σοφία και αρετή»; Φαίνεται έτσι, ότι ο λόγος δεν μπορεί να διασαφηνίση, ακόμα και στην ύψιστη μορφή του, την ιδιαιτερότητα της «γνώσης», όσο απαραίτητος κι αν είναι γι’ αυτήν την εργασία. Η γνώση βρίσκεται ακόμα πιο «υψηλά», και πάνω απ’ τον λόγο: σ’ αυτήν την επίγνωση μάς οδηγεί στο τέλος τού διαλόγου ο ίδιος ο λόγος.

     Καθώς αποχωρεί τώρα ο Σωκράτης, λέγοντας πως πρέπει να αντιμετωπίση τις κατηγορίες τού Μέλετου, καθιστά ξανά ολοζώντανο το σημείο στο οποίο οδηγήθηκε ο διάλογος, επαναφέρει την «Παρέκβαση» με την εχθρική αντιπαράθεση του φιλοσόφου απέναντι στον ρήτορα-πολιτικό και μας αφήνει να ψηλαφήσουμε το «τερατώδες» εκείνο «παρά ταύτα», που κυβερνά (ολόκληρη) τη σωκρατική ύπαρξη. Τα λόγια αυτά θυμίζουν μορφολογικά το τέλος τού Ευθύφρονα. Και καθώς συνεχίζει μετά ο Σωκράτης λέγοντας, ότι θα συναντηθούν πάλι, στο ίδιο μέρος, το επόμενο πρωί, φανερώνεται η ατελεύτητη εργασία της αναζήτησης της αλήθειας, όπως συμβαίνει και στο τέλος τού Χαρμίδη και του Λάχη. Μπορούμε να επισημάνουμε λοιπόν άλλη μια φορά, ότι ο Θεαίτητος «μεταφέρει» τη δομή τών απορητικών διαλόγων απ’ την πρώιμη περίοδο, στην περίοδο της μεγάλης ωριμότητας του Πλάτωνα. Είναι ο ίδιος ακριβώς τρόπος με τον οποίον συντελείται, κι εδώ κι εκεί, η εξωτερικά ορατή «κίνηση» της θέσης και της ανατροπής ορισμών, με τους οποίους θα πρέπη να γίνη αντιληπτή η ουσία τού διαπραγματευομένου θέματος, αλλά δεν γίνεται αντιληπτή! Και η αρχιτεκτονική ωστόσο τών τριών βαθμίδων είναι γνωστή από τον Θρασύμαχο, όπως και ο τριπλός ορισμός από τον Χαρμίδη, τον Ευθύφρονα και τον Ιππία μείζονα. Ένα είναι όμως αυτό που ξεχωρίζει τον Θεαίτητο απ’ αυτούς τούς διαλόγους: ενώ δηλ. ο κόσμος στον οποίον εκείνοι οδηγούν, δεν επιτυγχάνεται ποτέ,  συμπεριλαμβάνεται εδώ στο σύνολο οικοδόμημα, μέσω τής «Παρέκβασης». Το μορφολογικό «σύστημα» του Γοργία και της Πολιτείας έχει «διεισδύσει» εδώ, για μια και μοναδική φορά στον Πλάτωνα, στο «σύστημα» των απορητικών, οριστικών διαλόγων. Ο συνδυασμός είναι ασφαλώς «τραχύς»· χωρίς όμως αυτό να δηλώνη μιαν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, «ελλιπή ολοκλήρωση». Επειδή λειτουργεί ως σύμβολο, για το ότι καμμιά σταδιακή άνοδος μέσα απ’ τις απορίες τών γνωσιακών εννοιών δεν οδηγεί, όσο κι αν δεν μπορούν να αποφευχθούν αυτές οι έννοιες, στη γνώση αυτού που αποτελεί τη γνώση (την αληθινή γνώση), αλλά «το φως ανάβει ξαφνικά, όπως από μια μεταδιδόμενη σπίθα», σύμφωνα με όσα διαβάζουμε στην Έβδομη Επιστολή.

    Βλέποντας τη συνολική δομή τού διαλόγου από κάποιαν απόσταση, η δομή αυτή εμφανίζεται ως μια κλιμακωτή πυραμίδα. Κάθε μια απ’ τις τρεις βαθμίδες περιορίζει τον χώρο, εντός τού οποίου αναζητείται η αλήθεια. Ενώ αποδεικνύεται ότι η ύψιστη και πραγματική γνώση βρίσκεται πιο πάνω κι απ’ την υψηλότερη εφικτή βαθμίδα. Αυτό που βλέπουμε κατ’ αρχάς είναι η δομή, τρόπον τινά, τού απορητικού, οριστικού διαλόγου. Λαμβάνοντας ωστόσο υπ’ όψιν και τη διασύνδεση των δύο «δομών», που αναφέραμε παραπάνω, παρατηρούμε, από την κατώτατη ήδη βαθμίδα, την απόλυτη «διάσταση» ανάμεσα στη «γνώση» τού λευκού ή τού ψυχρού, την οποία μπορούν να έχουν και τα (άλογα) ζώα, και τη γνώση τού θεϊκού και δίκαιου, την οποία μπορεί να προσεγγίση μόνον ο φιλόσοφος. Στη δεύτερη και την τρίτη βαθμίδα διευκρινίζονται και τα ενδιάμεσα στάδια: στη μεν δεύτερη η «περιοχή» τής δόξας-γνώμης, στην οποίαν «αυξάνει» εν είδει στρωματώσεων («διαστρωματούμενο») το λάθος-πλάνη, και μαζί η αλήθεια, στη δε τρίτη η «περιοχή» τού λόγου, ο οποίος «εξαγνίζεται» διαστρωματούμενος κι αυτός. Στο πιο υψηλό όμως μέρος, τόσο τής δεύτερης όσο και της τρίτης βαθμίδας, εμφανίζεται η αληθινή κάθε φορά Επιστήμη, που δεν μπορεί ωστόσο να «επιτευχθή» με κάποιο παρόμοιο με όλα τα προηγούμενα βήμα. Για να οδηγηθή έτσι κι απ’ αυτές τις δυό βαθμίδες το βλέμμα προς εκείνον τον κόσμο, που εμφανίστηκε ξαφνικά, ονομαζόμενος ως βασίλειο της θεότητας και της δικαιοσύνης, στην κατώτατη αρχικά βαθμίδα.

     Αν φέρουμε τώρα στον νου μας, τόσο απ’ το τέλος (142 C 6) όσο κι απ’ την αρχή τού διαλόγου, την «Παρέκβαση», τότε μπορούμε να δούμε, μαζί με όλη τη θεωρία τής γνώσης, την ηθική και τη μεταφυσική, και μέσω αυτών, κάτι ακόμα: την ανθρώπινη δηλ. «ύπαρξη», κι εκείνο που ο Γιάσπερς ονόμασε «οριακή κατάσταση»: τον αγώνα κατά τής βίας, την εξοικείωση του πόνου και τη γνώση (ή επίγνωση) τού θανάτου. Όλα όσα είναι δηλ. παρόντα στην πραγματική ζωή τού «Σωκράτη», «διαπερνώντας», πολύ ισχυρότερα απ’ ό,τι αντιλαμβάνεται συνήθως ο αναγνώστης τού Θεαίτητου, την αναζήτηση της αληθινής γνώσης.

  ( συνεχίζεται, με τον επόμενο διάλογο: Παρμενίδης )

Δεν υπάρχουν σχόλια: