Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2022

Η οντολογία του προσώπου στη νεότερη θεολογική σκέψη: Ν. Νησιώτης, Χρ. Γιανναράς, Ι. Ζηζιούλας. Μια κριτική αποτίμηση (1)

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ - ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ 

ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Συστηματικής – Δογματικής Θεολογίας 

Διπλωματική εργασία Η οντολογία του προσώπου στη νεότερη θεολογική σκέψη: Ν. Νησιώτης, Χρ. Γιανναράς, Ι. Ζηζιούλας. Μια κριτική αποτίμηση.

Καθηγητής: Χρ. Σταμούλης 

Φοιτητής : Περικλής Αγγελόπουλος ΑΕΜ: 1833 Θεσσαλονίκη 2020

Πρόλογος 

 Η διερεύνηση του ερωτήματος για το θεϊκό στοιχείο και τη σχέση του με την ανθρώπινη ύπαρξη αποτελεί το κύριο θεωρητικό και πρακτικό ενδιαφέρον μου στη πορεία της ζωής και των σπουδών μου. Η θέληση για πίστη, η κοινωνία με το Υπερβατικό, η ρύθμιση της ζωής σύμφωνα με την αναζήτηση της αλήθειας, και του βιώματος της μεταμορφωτικής της δύναμης δια των ενεργειών του Θεού, καθώς και η αναζήτηση ενός κέντρου γύρω από το οποίο θα μπορούσα να οργανώσω την ζωή μου και τα ερευνητικά μου ενδιαφέροντα, αποτέλεσαν τα κίνητρα για την μελέτη της ορθόδοξης θεολογίας. Επιπλέον, η αναγνώριση των ορίων της δυτικής θεολογικής προσέγγισης, συνέβαλλε στην στροφή μου στη μελέτη της ορθόδοξης παράδοσης, με στόχο την αξιοποίηση του πλούτου και του θεολογικού εύρους της. 

 Στη σκέψη του Ν. Νησιώτη, του Χρ. Γιανναρά και του Ι. Ζηζιούλα, βρήκα τα στοιχεία εκείνα χάρη στα οποία στάθηκε δυνατό να πραγματοποιήσω ένα «άλμα» στη σκέψη και στο βίωμα, και να δημιουργήσω τις προϋποθέσεις ανανέωσης, στην πνευματική μου πορεία. Η μελέτη των έργων του Ν. Νησιώτη, μου πρόσφερε το υπόστρωμα για να μετακινηθώ από μια νομική και ηθικιστική προσέγγιση, προς την ελευθερία και την ευθύνη και συνέβαλλε στο να εδραιώσω την πρόσληψη της χριστιανικής διδασκαλίας σε ένα υπαρξιακό υπόβαθρο. Η μελέτη του έργου του Χρ. Γιανναρά, πολλά χρόνια τώρα, προσφέρει ένα τόπο ελευθερίας και υπενθύμισης να αναζητώ την αλήθεια για χάρη της αλήθειας και να θυμάμαι ότι την αλήθεια την εκζητώ «τρέχοντας πίσω από την αλήθεια» και δεν την κατέχω. Η μελέτη του έργου του Ι. Ζηζιούλα, μου επέτρεψε να δω τη χριστιανική διδασκαλία υπό το πρίσμα της υπέρβασης του θανάτου δια της θεώσεως και να θεμελιώσω την αναζήτηση της αλήθειας και την πνευματική ζωή στο γεγονός της προσωπικής και βιωματικής υπαρξιακής εμπειρίας. Ακόμα, η παρουσίαση της κριτικής του Χρ. Σταμούλη μου επέτρεψε να κατανοήσω την διδασκαλία της Σάρκωσης και του συναμφότερου της ορθόδοξης θεολογίας και να αντιληφθώ τη σχέση θεολογίας και πολιτισμού στην προοπτική του έρωτα για το Αγαθό και του θανάτου.

 Η παρούσα μελέτη λοιπόν, δεν ήταν παρά η αφορμή για την εμβάθυνση στο έργο των σπουδαίων θεολόγων, με στόχο την προσωπική μου οικοδομή αλλά και την  ανάδειξη της σημασίας του έργου τους τόσο για το παρόν που ζούμε όσο και διαχρονικά. Η μελέτη αυτή είναι γεγονός προσωπικό, ταυτόχρονα ωστόσο συλλογικό, καθώς συνείδηση του γράφοντος αποτελεί το γεγονός ότι η παρούσα εργασία έχει δεχτεί την επίδραση της βιβλικής, της πατερικής και της σύγχρονης θεολογικής σκέψης έτσι όπως την γνώρισα στα πλαίσια της φοίτησης μου στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών. Από αυτή την πλευρά, επιθυμία μου, αποτελεί η ένταξη της εργασίας αυτής στο ρεύμα της ορθόδοξης σκέψης που συνδέει την θεολογική έρευνα με την κοινωνία και τον πολιτισμό και προσφέρει λόγους νοήματος στον σύγχρονο άνθρωπο που αντιμετωπίζει ανέστιος την απειλή του μηδενός.

 Η παρούσα εργασία λοιπόν, αποτελεί καρπό της φοίτησης μου στη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης που αποτέλεσε για μένα τόπο παραμυθίας και θεραπείας. Θα ήθελα να ευχαριστήσω από τη θέση αυτή το διοικητικό προσωπικό, και τους εργαζόμενους στη βιβλιοθήκη, για την συμπαράσταση τους, την αρωγή τους, τις πολύτιμες συμβουλές τους και κυρίως για το ήθος και το κλίμα της συνεργασίας μαζί τους. Τους συμφοιτητές και τους καθηγητές μου για τα όσα έμαθα από αυτούς και για την πολύτιμη συνύπαρξη όλο αυτόν τον καιρό, με τον τρόπο της αγάπης. Ευχαριστίες θα ήθελα να απευθύνω στην κα Ζιάκα, και στον κ. Τσιρώνη, για την πολύτιμη ενθάρρυνση και την διάθεση προσφοράς τους κατά την διάρκεια των σπουδών μου. Ιδιαίτερα, ευχαριστώ τον κ. Τσομπανίδη, για την αστείρευτη διάθεση προσφοράς του και την έμπνευση που έλαβα από το πάθος του για την αλήθεια και την κοινωνική δικαιοσύνη γεγονός που μου επέτρεψε να συνδέσω την Εκκλησία με την στάση της υπέρ των αδυνάτων και την οικουμενική της προοπτική. Τέλος, θερμές ευχαριστίες στον Σύμβουλο μου καθηγητή κ. Χρ. Σταμούλη, ο οποίος μου έδωσε την ευκαιρία να φοιτήσω στη Θεολογική Σχολή, και γιατί μαθαίνω δίπλα του από τη στάση και το έργου του ότι η Εκκλησία μπορεί να είναι ένας ζωντανός οργανισμός και στις μέρες μας, και είναι δυνατόν να συμβάλλει στη διαμόρφωση του πολιτισμού αγγίζοντας με το μήνυμα της τις ζωές των ανθρώπων. Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω την Ελισάβετ Αδαμοπούλου για τις πολύτιμες συζητήσεις και την υπομονή της κατά τη διάρκεια της συγγραφής της παρούσας εργασίας. 

 Ι. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ        

Εισαγωγή 

 1. Η σημασία της μελέτης       

  Στη διάρκεια της δεκαετίας του ΄60 πραγματοποιήθηκε μια στροφή στη σκέψη των ορθόδοξων Ελλήνων θεολόγων, οι οποίοι επιχείρησαν να ανταποκριθούν στα αιτήματα της σύγχρονης εποχής και να απαντήσουν στα υπαρξιακά ερωτήματα του ανθρώπου του 20ου αιώνα1. Η τεχνολογική πρόοδος, η εξέλιξη των θετικών επιστημών, η θεώρηση της φύσης ως πεδίου γνώσης και αντικειμένου εκμετάλλευσης από τον άνθρωπο, η μετατροπή του ανθρώπου σε λειτουργό της τεχνικής, η κατάλυση των οργανικών μορφών της κοινωνικής συμβίωσης, η αστικοποίηση των πόλεων, συνοδεύτηκαν από την απώλεια του αισθήματος της ασφάλειας που παρείχε η σταθερότητα της προ- νεωτερικής περιόδου2 Η εκκοσμίκευση του πολιτισμού, ή έλλειψη ενός πνευματικού μέτρου, ο ηθικός σχετικισμός, ο ηδονισμός της εποχής, η ανάδειξη του ανθρώπου σε μέτρο των πάντων, ο μηδενισμός των παραδοσιακών αξίων, που ο Νίτσε πρώτος διακήρυξε με το «θάνατο του Θεού», άφησαν τον άνθρωπο των μέσων του 20ου αιώνα, με το αίσθημα του κενού, την αγωνία από την έλλειψη νοήματος, καθώς και με το αίσθημα της απώλειας της προσωπικής του ύπαρξης, η οποία χάνονταν μέσα στη μαζική συμβίωση των νέων καταναλωτικών κοινωνιών3.  Η αυτονόμηση της οικονομίας και της πολιτικής από τη βούληση του ανθρώπου, συνέβαλλαν ακόμα περαιτέρω, στη αίσθηση του κατακερματισμού και τη διάσπαση του ανθρώπινου πνευματικού κόσμου. Επιπλέον, η περίοδος αυτή υπήρξε περίοδος αντιδράσεων και αμφισβητήσεων του δυτικού κοσμοειδώλου, οι οποίες οδήγησαν στα γεγονότα του Μάη του ΄68, την άνοδο του αντιπολεμικού κινήματος, το αίτημα για τον εκδημοκρατισμό της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, ενώ αναδείχτηκαν νέα ζητήματα που αφορούσαν στο σύνολο του πολιτισμού. Το ζήτημα των ταυτοτήτων, ο κατακερματισμός, η πολλαπλότητα και η απροσδιοριστία αποτελούν τα χαρακτηριστικά του σύντομου 20ου αιώνα. Ο άνθρωπος γίνεται αντιληπτός ως ένα κοινωνιολογικό υποκείμενο, το οποίο διαμορφώνεται κοινωνικά σε σχέση με τις δομές που συναντά. Η ενότητα που χαρακτήριζε τον άνθρωπο του Διαφωτισμού διασπάται και η ταυτότητα του ανθρώπου χαρακτηρίζεται από την πολλαπλότητα και την αμφισημία4.  Οι εξελίξεις αυτές προκάλεσαν μια γενικότερη μεταβολή στο αίσθημα του «ὑπάρχειν» και έθεσαν εκ νέου το ερώτημα για την ουσία του ανθρώπου. Η ανάγκη κατανόησης του ανθρώπινου Είναι απέκτησε μια νέα, πρακτική σημασία, καθώς ο άνθρωπος κλήθηκε να επανεξετάσει τη σχέση με την ατομική και συλλογική του ύπαρξη, όπως επίσης και τη σχέση του με το Ιερό. 

 Οι μεταβολές αυτές στο σύνολο του πολιτισμού, έθεσαν το ερώτημα για το Θεό, τον άνθρωπο και τον κόσμο στη ορθόδοξη χριστιανική θεολογία, η οποία κλήθηκε σε ένα περιβάλλον ρευστότητας, να εγκαταλείψει την ασφάλεια και τη σταθερότητα της ακαδημαϊκής θεολογίας, προκειμένου να απαντήσει στα νέα ιστορικά ερωτήματα. Η ανανέωση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας με τη Β΄ Βατικανή Σύνοδο (1959-1962), αλλά και τα νέα θεολογικά ρεύματα που εμφανίζονται στην προτεσταντική θεολογία αποτέλεσαν μια πρόκληση για την ορθόδοξη θεολογία, η οποία μετείχε στις ζυμώσεις του σύγχρονου κόσμου, μέσω της σκέψης των Ρώσων διανοουμένων της διασποράς.

 Οι Έλληνες θεολόγοι, με σπουδές και δράση στο εξωτερικό, επηρεασμένοι από τους Ρώσους διανοητές επιχείρησαν να μεταφέρουν τις ζυμώσεις που πραγματοποιούνταν στη Ευρώπη και να ανανεώσουν την ορθόδοξη θεολογική σκέψη συνδέοντας τα θεολογικά ερωτήματα με τη βιωμένη εμπειρία της Εκκλησίας, προκειμένου να απαντήσουν στα υπαρξιακά ερωτήματα της ελληνικής κοινωνίας. 

 Ο εκσυγχρονισμός της οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής και πολιτισμικής ζωής που συντελούνταν στον ελληνικό χώρο κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 και που έθετε τη χώρα στα πλαίσια της δυτικοευρωπαϊκής νεωτερικότητας, ζητούσε από το θεολογικό στοχασμό ένα λόγο, ο οποίος θα υπερέβαινε τον ηθικιστικό ευσεβισμό των θρησκευτικών οργανώσεων και της ακαδημαϊκής θεολογίας που επικράτησαν το πρώτο μισό του 20ου αιώνα και θα επέτρεπε στους Έλληνες να διαμορφώσουν την ταυτότητα τους, να αποκτήσουν ένα χριστιανικό τρόπο προσανατολισμού στον κόσμο και να καθορίσουν τον τρόπο με τον οποίο θα συμμετείχαν στο παγκόσμιο γίγνεσθαι5. 

Η οντολογία του προσώπου αποτέλεσε μια τέτοια προσπάθεια συμμετοχής στο διάλογο με τη Δύση, υπό το πρίσμα της ορθόδοξης θεολογίας, ενώ παράλληλα συγκροτούσε μια πρόταση ζωής για τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, που συμπεριελάμβανε ολόκληρη την εκκλησιαστική εμπειρία και αφορούσε το σύνολο της πολιτισμικής ζωής6.  Η στροφή στη σκέψη των Πατέρων, η επανεκτίμηση της λαϊκής παράδοσης, η ευχαριστιοκεντρική κατανόηση της ορθόδοξης εμπειρίας, η καλλιέργεια του φιλοκαλικού ήθους, η αναβίωση του μοναχισμού, η οντολογία αντί για την ηθική, αποτελούν στοιχεία τα οποία απαρτίζουν την ορθόδοξη θεολογία της περιόδου που μελετάμε και παράλληλα τη διαφοροποιούν από τη Δυτική νομική προσέγγιση του χριστιανισμού.

 Επιπλέον, τονίστηκε το γεγονός ότι την ορθόδοξη θεώρηση συγκροτεί και διαπερνά το ρεύμα της πνευματικότητας, όπως εκφράζεται μέσω του μυστικισμού και της ησυχαστικής προσέγγισης του Θεού, σύμφωνα με την οποία, μόνος σκοπός της θρησκείας είναι η ένωση με το Θεό. Η υπαρξιακή πρόσληψη των εντολών, η κάθαρση, ο φωτισμός, η θέωση, ο αποφατισμός, αποτελούν έννοιες που επανήλθαν στο θεολογικό λόγο και ορίζουν τον κύριο στόχο της θρησκευτικής δραστηριότητας που είναι η σχέση με το Απόλυτο7.

 Η έννοια του προσώπου συνδέθηκε με όλα τα παραπάνω, αλλά και αποτέλεσε την αφετηρία και τον έδωσε τον προσανατολισμό στην ορθόδοξη θεολογική σκέψη στα μέσα του 20ου αιώνα. Το ενδιαφέρον για την οντολογία του προσώπου ανανεώθηκε και μεταφέρθηκε στη χώρα μας, μέσα από το έργο των Ν. Νησιώτη, Χρ. Γιανναρά, Ι. Ζηζιούλα, αλλά και άλλων θεολόγων που μετείχαν στο διάλογο εμπλουτίζοντας τον προβληματισμό γύρω από την έννοια του προσώπου8.  

Ο Ν. Νησιώτης με τη διατριβή του « Υπαρξισμός και Χριστιανική πίστη» θα εισάγει την φιλοσοφία του υπαρξισμού στην Ελλάδα, ενώ ταυτόχρονα θα την κρίνει δημιουργικά από ορθόδοξη άποψη. Με το έργο του «Προλεγόμενα εἰς τὴν θεολογικὴν γνωσιολογίαν» το 1965, θα επιχειρήσει να θεμελιώσει οντολογικά τη χριστιανική πίστη, τονίζοντας ότι ο Θεός είναι Θεός προσωπικός, με παρουσία δυναμική, εκστατική, ο οποίος αποκαλύπτει το πρόσωπο του κινούμενος από Αγάπη προς τα άλλα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας και τον κόσμο. Αντίστοιχα, και ο άνθρωπος υπάρχει ως πρόσωπο διαμορφώνοντας την αυτοσυνειδησία του και κατακτώντας το αίσθημα της προσωπικής του ταυτότητας, μέσα από την αναφορικότητα προς τους άλλους ανθρώπους, γεγονός που καθιστά το Είναι σε Συνείναι και την «Ύπαρξη σε Συνύπαρξη»9

 Ο Χρ. Γιανναράς, ανατρέχοντας στο έργο του Μάξιμου του Ομολογητή, και δεχόμενος επιρροές από την υπαρξιστική φιλοσοφία, κυρίως του M. Heidergger (1889-1976), θα θεμελιώσει την έννοια του προσώπου, στην προτεραιότητα της υπάρξεως έναντι της ουσίας ή φύσης. Το πρόσωπο γίνεται αντιληπτό ως ατομική υπόσταση, η οποία υπάρχει υπερβαίνοντας την αναγκαιότητα της φύσης και της ατομικής θωράκισης, καθώς υπάρχει εκ- στατικά προς τα άλλα πρόσωπα, συνάπτοντας σχέσεις, οι οποίες αποτελούν τον τρόπο με τον οποίο είναι ο άνθρωπος. Η σχέση με το Θεό είναι σχέση προσωπική και ορίζει τον τρόπο ύπαρξης του ανθρώπου. Ο άνθρωπος υπάρχει ως γεγονός σχέσης, στο οποίο συγκεφαλαιώνεται η καθολική ύπαρξη του ανθρώπου10.

 Ο Μητροπολίτης Περγάμου Ζηζιούλας, θα θεμελιώσει την οντολογία του στην κατανόηση του Θεού ως πρόσωπο. Με τη μελέτη του «Ἀπό τό προσωπεῖον εἰς τό πρόσωπον: Ἡ συμβολή τῆς πατερικῆς θεολογίας εἰς τήν ἔννοιαν τοῦ προσώπου» θα αναδείξει την έννοια του προσώπου, ως ύπαρξης ελεύθερης από την αναγκαιότητα της φύσης και το γεγονός του θανάτου και θα θεμελιώσει στην εκκλησιαστική ύπαρξη το ανθρώπινο πρόσωπο, τονίζοντας το ρόλο της Εκκλησίας στη σωτηρία του ανθρώπου. Οι θέσεις του Σεβασμιότατου επηρέασαν βαθιά την θεολογική σκέψη στην Ελλάδα και το εξωτερικό και έγιναν αντικείμενο μελέτης και κριτικής από πολλούς θεολόγους11.

 Έτσι, η «θεολογία του προσώπου» με σημείο εκκίνησης την τριαδολογία, τονίζοντας τη διάσταση μεταξύ ουσίας και προσώπου, και την κοινωνία μεταξύ των προσώπων της Αγίας Τριάδας, θα διαμορφώσει μια εκκλησιαστική και ανθρωπολογική πρόταση, η οποία θα θεμελιώσει την αντίληψη για τον άνθρωπο, στην κοινωνία με τον Θεό και τη συνύπαρξη με τους άλλους ανθρώπους, εντός της Εκκλησίας, όπου πραγματώνεται η κοινωνία των προσώπων και υλοποιείται η σωτηρία του ανθρώπου. Η θεώρηση αυτή θα σημάνει την επιστροφή στους Πατέρες, θα διαμορφώσει μια ανθρωπολογική πρόταση βασισμένη στην πραγματικότητα του Θεού, θα τονίσει την υπαρξιακή και οντολογική διάσταση της έννοιας της αμαρτίας, και θα επιχειρήσει να απαντήσει στα υπαρξιακά και ηθικά ερωτήματα του σύγχρονου ανθρώπου. Το νόημα της ζωής, το ερώτημα περί του Θεού, του έρωτα, του θανάτου, και τα νέα μεγάλα ζητήματα της βιοηθικής αποτελούν ζητήματα στα οποία η θεολογία του προσώπου επιχειρεί να απαντήσει σε διάλογο με τις φυσικές επιστήμες, τη φιλοσοφία, τη ψυχανάλυση, το δίκαιο, την πολιτική οικονομία και την οικολογία.

 Η οντολογία του προσώπου δεχόμενη επιρροές, κυρίως από την υπαρξιστική φιλοσοφία, συνέβαλλε καθοριστικά στην αναγέννηση της θεολογικής σκέψης στον τόπο μας , συνδέοντας την πατερική παράδοση και την εκκλησιαστική εμπειρία, με τα σύγχρονα ρεύματα σκέψης και την ιστορική αναγκαιότητα. Πέτυχε ακόμα, να διαφοροποιηθεί από την δυτική θεολογία, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση μιας θεολογικής πρότασης, η οποία διατηρεί τα ορθόδοξα χαρακτηριστικά της και η οποία είναι δυνατόν να αποτελέσει μια πρόταση για την έξοδο από τη κρίση της νεωτερικότητας. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η οντολογία του προσώπου διαπραγματευόμενη την ορθόδοξη θεολογία εκ νέου, επιχείρησε να εκφράσει την ουσία της χριστιανικής πίστης, μέσα σε ένα νέο πλαίσιο αναφοράς, ανταποκρινόμενη έτσι, στην ανάγκη των ανθρώπων για οδήγηση και την καλλιέργεια ενός ήθους, το οποίο θα τους επέτρεπε να προσεγγίσουν την χριστιανική πίστη σε ένα περιβάλλον ηθικής αβεβαιότητας12.

 Η θεολογία αυτή βέβαια έγινε αντικείμενο κριτικής και προκάλεσε πλήθος συζητήσεων και αντιδράσεων, ενώ η συζήτηση διαρκεί ως τις μέρες μας. Με αφορμή την Μεγάλη και Αγία Σύνοδο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η συζήτηση για την έννοια του προσώπου αναζωπυρώθηκε και απέκτησε μεγάλη σημασία για την πορεία της Εκκλησίας, μια και αναφέρεται στην πρόταση που αυτή έχει να καταθέσει στον άνθρωπο του 21ου αιώνα. Υπό το πρίσμα αυτό η μελέτη μας αποκτά επίκαιρο χαρακτήρα, καθώς φιλοδοξεί να αναδείξει τα στοιχεία της θεολογίας του προσώπου και να συμβάλλει δημιουργικά στην κριτική τους αποτίμηση στα πλαίσια του διαλόγου που πραγματοποιείται σήμερα. Ακόμα, η μελέτη στοχεύει να αναδείξει τα στοιχεία της υπαρξιστικής φιλοσοφίας που ενυπάρχουν και διαμορφώνουν την οντολογία του προσώπου, όπως επίσης και να ανιχνεύσουμε τα στοιχεία από την θεολογική σκέψη των Πατέρων που επηρέασαν τους θεολόγους που μελετάμε. Πρόθεση μας ακόμα, είναι παρουσιάσουμε την κριτική που διατυπώθηκε από τον καθηγητή Χρ. Σταμούλη, στη θεολογία του προσώπου και να διερωτηθούμε για το πεδίο που διανοίγεται στην ορθόδοξη θεολογία πέρα από την θεολογία του προσώπου. Τέλος, θα επιχειρήσουμε να διατυπώσουμε τη δική μας άποψη για την θεολογία του προσώπου και να καταδείξουμε τη σημασία της για την διαμόρφωση μιας δημιουργικής πρότασης, η οποία θα αναφέρεται στο σύγχρονο άνθρωπο. Η μελέτη της θεολογίας του προσώπου επιπλέον, σήμερα καθίσταται επίκαιρη, καθώς αφορά την ίδια τη Νεωτερικότητα, αλλά και το πεδίο πέρα από αυτήν. Η σχέση της Ορθοδοξίας με τη Νεωτερικότητα είναι δυνατόν να οριστεί μέσα από την εγκατάλειψη της θεωρητικής και θεολογικής αυτάρκειας και να εξεταστεί σε σχέση με την ιστορική πραγματικότητα και το ερώτημα της αλήθειας. Αναλαμβάνοντας η ορθόδοξη θεολογία το ερώτημα για την αλήθεια, με τον τρόπο που τίθεται από τον άνθρωπο του 21ου αιώνα, αναλαμβάνει να αναδείξει την ορθόδοξη πρόταση για το Θεό και τον άνθρωπο, με τρόπο επίκαιρο ζωντανό και σωτήριο. Η ανάληψη της ανεστιότητας και της αβεβαιότητας του σύγχρονου ανθρώπου, θα επιτρέψει τον διάλογο με το σύγχρονο κόσμο στο ιστορικό παρόν, καθώς και την ευθύνη της διαμόρφωσης μιας πρότασης εμποτισμένης από την υπερβατική αλήθεια, που θα παρέχει οδοδείκτες στον σύγχρονο άνθρωπο, ο οποίος ανέστιος και απογυμνωμένος από κάθε παράδοση αναζητά τον προσανατολισμό του στη διαμόρφωση ενός βίου, που είναι σε θέση να νοηματοδοτήσει ώστε να έχει τη δυνατότητα να εξασφαλίσει την ιστορική του συνέχεια μέσα από την κατανόηση του παρελθόντος, την βίωση του παρόντος και τον σχεδιασμό του μέλλοντος. 

Τέλος, θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι με την έννοια κριτική θεώρηση δεν αναφερόμαστε σε μια ανακριτική λειτουργία της θεολογίας του 1960 με σκοπό την ανάδειξη των σωστών ή λανθασμένων θέσεων της. Αναφερόμαστε, στην πρόσληψη του έργου των θεολόγων που αποτελούν δάσκαλους για μας και την μελέτη του με σκοπό να διακρίνουμε το ουσιαστικό περιεχόμενο της διδασκαλίας τους, την κατανόηση και την ανάδειξη της των λιγότερο φανερών πτυχών της σκέψης τους. Στόχο αποτελεί η δημιουργική πρόσληψη του έργου τους και η ανάδειξη της σημασία του για το σήμερα που ζούμε14.

Συνεχίζεται

 "Έτσι, η «θεολογία του προσώπου» με σημείο εκκίνησης την τριαδολογία, τονίζοντας τη διάσταση μεταξύ ουσίας και προσώπου, και την κοινωνία μεταξύ των προσώπων της Αγίας Τριάδας"

ΕΞΟΧΩΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΘΕΜΕΛΙΩΝΟΥΝ ΜΕΝ ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟ ΒΙΩΜΑ ΑΛΛΑ ΕΜΠΟΔΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΑΓΙΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΕΧΕΙ ΕΔΡΑΙΩΘΕΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΣΤΟ ΟΜΟΟΥΣΙΟ ΤΩΝ ΥΠΟΣΤΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΣΤΟ ΑΚΟΙΝΩΝΗΤΟ ΤΩΝ ΙΔΙΟΤΗΤΩΝ ΤΟΥΣ  ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΕΩΣ.

ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΣΩΤΗΡΑ ΧΡΙΣΤΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΑΣ ΥΠΟΚΑΘΙΣΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΜΕ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΘΕΑΡΧΙΑΣ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΙΩΝ.

Σημειώσεις


1. Θ. «Αμπατζίδης, «Αντί εισαγωγής: Από την κίνηση της «Ζωής» στη θεολογική αναγέννηση του ΄60 Μια κριτική ματιά», Παπαθανασίου Π, Θανάσης Ν., Αμπατζίδης, Θ.(Επιμ) Αναταράξεις στη μεταπολεμική θεολογία: η "θεολογία του ΄60" : Θεολογικό συνέδριο Βόλος, Κυριακή 6-8 Μαϊου 2005 /Ίνδικτος, Αθήνα, 2009,σ,40 

2. Μ. Μπούμπερ. Το Πρόβλημα του ανθρώπου, μτφρ, Αποστολόπουλος Χ., Γνώση, Αθήνα, 1987,σ.70

3. Π.Τιλλιχ, Το Θάρρος της Υπάρξεως, μτφρ. Μαλεβίτσης Χρ., Αρμός, Αθήνα, 2012., σ.143

4. S. Hall., «Το ζήτημα της πολιτιστικής ταυτότητας», Στο Hall,S.,Held,D.,McGrew,A., Η Νεωτερικότητα σήμερα. Οκονομία, Κοινωνία, Πολιτική, Πολιτισμός.,μτφρ. Τσακίρης,Θ., Τσακίρης, Β., Σαββάλλας, Αθήνα,2003, σ. 402  

5. Στ. Ράμφος, Ο Καημός του ενός. Κεφάλαια της ψυχικής ιστορίας των Ελλήνων. Αρμός, Αθήνα, 2002, σ.17 

6. Θ. Αμπατζίδης, 2009, ό.π., σ.50 

7. Στ. Λ .Παπαλεξανδρόπουλος, «Η συμβολή της ρωσικής θεολογίας της διασποράς στην ανάδυση της «πνευματικότητας», Παπαθανασίου Π., Θανάσης Ν., Αμπατζίδης, Θ. (Επιμ) Αναταράξεις στη μεταπολεμική θεολογία: η "θεολογία του ΄60" : Θεολογικό συνέδριο Βόλος, Κυριακή 6-8 Μαΐου 2005 / Ίνδικτος, Αθήνα, 2009,σ.40  

8. Ν. Λουδοβίκος., Η αποφατική εκκλησιολογία του ομοουσίου. Η αρχέγονη Εκκλησία σήμερα. Αρμός, Αθήνα, 2002, σ.29 

9. ΤσομπανίδηςΣτ.,Από το «πρόσωπο» στην οικουμένη» βασικές πτυχές της οικουμενικής θεολογίας του Νίκου Νησιώτη, στο Υπέρ της Οικουμένης. Μελέτες για την Οικουμενική Κίνηση και την αποστολή της Εκκλησίας στο σημερινό κόσμο.OstragonRublishing, Θεσσαλονίκη,2014 σ.593 

10. Χρ. Γιανναράς, Η ελευθερία του ήθους. Δοκιμές για μια ορθόδοξη θεώρηση της ηθικής. Αθηνά, Αθήνα, 1970, σ.18 

11. Σταμούλης Χρ.,«Εγώ Ειμί ο Ών». Η διαλεκτική της φύσεως του προσώπου στη νεώτερη Ορθόδοξη Θεολογία και ο θεολογικός ολισμός του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Σύνθεσιςτευχ.1,2012, σ.106

12. Ιγνάτιος, Μητροπολίτης Δημητριάδος και Αλμυρού, Χαιρετισμός. Στο Π. Καλαϊτζίδης, Ν. Ασπρούλης, (Εποπτ. Συντ, ύλης), Πρόσωπο, Ευχαριστία και Βασιλεία του Θεού σε ορθόδοξη και οικουμενική προοπτική. Σύναξις Ευχαριστίας προς τιμήν του Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Δ. Ζηζιούλα. Εκδ. Δημιτριάδος, Βόλος, 2016, σ. 22  

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

ΟΙ ΟΡΟΙ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΣΩΠΟ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΚΑΙ ΑΠΟ ΘΡΟΛΛΟΓΟΥΣ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΔΙΑΦΩΝΟΥΝ ΜΕ ΓΙΑΝΝΑΡΑ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΜΗΠΩΣ ΔΙΝΟΥΝ ΜΙΑ ΕΠΑΝΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΠΙ ΤΗΝ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΑΣΚΗΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ;

amethystos είπε...

Ο όρος Πρόσωπο αφορά τόν ενανθρωπήσαντα Χριστό. Δέν έχει ανθρωπολογική χρήση. Σημαίνει τήν αξιοπρέπεια τού ανθρώπου.Ποιά αξιοπρέπεια, ποιού ανθρώπου;Οταν μέσα μας βογγούν τά πάθη;

Ανώνυμος είπε...

Το πρόσωπο σημαίνει την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, αλλά κατά άλλα δεν έχει ανθρωπολογική χρήση ο όρος. Τι θα πει σημαίνει την αξιοπρέπεια; Υπόσταση σημαίνει αξιοπρέπεια;

amethystos είπε...

Ο όρος υπόσταση δέν ταυτίζεται μέ τόν όρο πρόσωπο. Τό πρόσωπο διολισθαίνει στήν σχέση καί οι υποστάσεις τής Αγίας Τριάδος δέν είναι οι σχέσεις τους. Η αξιοπρέπεια υποκαθιστά τό χαμένο αυτεξούσιο. Είναι σάν ο Εγγλέζικος τίτλος Κύριος.