Σάββατο 19 Μαρτίου 2022

Αγ. Γρηγόριος Νύσσης - Ερμηνεία του Άσματος Ασμάτων (11)

Συνέχεια από: Δευτέρα 14 Μαρτίου 2022

    ΛΟΓΟΣ Γ'

(Άσμα Ασμάτων 1,9-14)

Ο ΝΥΜΦΙΟΣ:

9. Με τους ίππους μου (που νίκησαν) τ’ άρματα του Φαραώ σε παρομοίασα, συ η πλησίον μου (η εκλεκτή μου).

10. Πόσο ομόρφυναν οι σιαγόνες σου σαν της τρυγόνας, και ο λαιμός σου όπως οι ορμίσκοι (και ο λαιμός σου με τα περιδέραια); 

ΟΙ ΦΙΛΟΙ:

11. Θα σου φτιάξουμε κοσμήματα (ομοιώματα) από χρυσάφι με στίγματα ασημένια.

Η ΝΥΦΗ: 

12. Όσο ήταν ο βασιλιάς μου ξαπλωμένος (στο ανάκλιντρό του), ανάδινε την ευωδιά του η νάρδος μου.

13. Θήκη της στακτής (Θήκη με μύρο σμύρνας) είναι ο αγαπημένος μου, θα ξενυχτήσει ανάμεσα στα στήθη μου.

14. Τσαμπί ανθισμένο είναι ο αγαπημένος μου μέσα στα αμπέλια του Εν Γαδί. 

Με αυτά τα χαρίσματα των φίλων του νυμφίου (αυτοί είναι λειτουργικά πνεύματα που υπηρετούν το Θεό και που τους στέλλει για να βοηθήσουν όσους πρόκειται να κληρονομήσουν την σωτηρία) στην καθαρή και παρθένα ψυχή, κάπως πιο τέλεια γίνεται η νύφη (με την προσθήκη των χαρισμάτων αυτών). Και πλησιάζοντας (η νύφη) περισσότερο τον ποθητό της, πριν ακόμα φανερωθεί στα μάτια το κάλλος του, αγγίζει αυτόν που ζητεί με την αίσθηση της όσφρησης, σα να έχει αντιληφθεί με την οσφρητική ικανότητα κάποια ιδιότητα του σώματος, και λέει ότι γνώρισε τη μυρωδιά του από το άρωμα (την ευωδία) του μύρου, που λέγεται νάρδος, λέγοντας στους φίλους τούτα τα λόγια «η νάρδος μου σκόρπισε τη ευωδία του». Όπως δηλαδή εσείς, λέει, δεν χαρίζετε το ίδιο το άφθαρτο χρυσάφι της θεότητας, αλλά ομοιώματα του χρυσού με τις έννοιες που καταλαβαίνουμε, χωρίς ν’ αποκαλύπτετε με λόγο ολόλαμπρο όσα τον αφορούν, αλλά παρέχοντας με τα μικρά στίγματα του λογικού ασημιού κάποιες εμφάσεις (απόψεις) μονάχα αυτού που ζητάτε, έτσι κι εγώ με το γλυκό άρωμα του μύρου μου δέχτηκα στην όσφρησή μου την ευωδιά εκείνου του ίδιου.

Το λεγόμενο όμως έχει, νομίζω, το έξης νόημα. Επειδή η τεχνική με ανάμιξη ορισμένων αναλογιών πολλών και διάφορων αρωμάτων, που το καθένα βγάζει μια ιδιαίτερη ωραία μυρωδιά, έχει σαν αποτέλεσμα την παραγωγή αυτού του μύρου, μιας πόας που ευωδιάζει από όσα το συναποτελούν, που το όνομά της είναι νάρδος, και που από αυτήν παίρνει το όνομα όλο το παρασκεύασμα, και η καθαρμένη αίσθησις δέχεται όλο αυτό το κράμα που συνενώνεται από όλες αυτές τις αρωματικές ποιότητες σε ένα τόσο υπέροχο άρωμα, όπως η ευωδία (το άρωμα) του νυμφίου, γι’ αυτό νομίζω ότι ο Λόγος με όσα ειπώθηκαν μας διδάσκει τα εξής· εκείνο, ό,τι είναι κατά την ουσία του, που είναι πάνω από όλη στη σύσταση και κυβέρνηση των όντων, είναι απρόσιτο κι αδύνατο να το αγγίξει κάνεις και να το καταλάβει, ενώ η ευωδία που παρασκευάζεται μέσα μας από την καθαρότητα των αρετών ευωδιάζει στη θέση εκείνου κι μιμούμενη με τη δική της καθαρότητα τον από τη φύση του Αθάνατο και με το δικό της αγαθό την Αγαθότητα, με το άφθαρτο τον Άφθαρτο, με το αναλλοίωτο τον Αναλλοίωτο, και με όσες άλλες αρετές πραγματοποιούμε την αληθινή Αρετή, για την οποία λέει ο προφήτης Αββακούμ ότι περικλείει όλους τους ουρανούς.

Αυτή λοιπόν (η νύφη) απευθύνοντας αυτά στους φίλους του νυμφίου, ότι «η νάρδος μου μου δίνει τη μυρωδιά του», αυτά και τα παρόμοια νομίζω λέει φιλοσοφώντας, ότι, αν κάποιος ανθολογήσει από τα διάφορα λιβάδια της αρετής κάθε ευωδιαστό και αρωματικό άνθος και όλη τη ζωή του την κάνει μοσχομύριστη με το μόσχο των διαφόρων πράξεων του και γίνει σε όλα τέλειος, δεν του επιτρέπει η φύση του να δει κατά πρόσωπο τον ίδιο το Θεό Λόγο όπως τον κύκλο του ήλιου, αλλά βλέπει τον ήλιο μέσα στον εαυτό του, όπως μέσα σε καθρέφτη. Γιατί οι ακτίνες εκείνης της αληθινής και θείας αρετής, λάμποντας μέσα στον καθαρμένο βίο με την απάθεια που απορρέει από αυτές, κάνουν να δούμε το αόρατο και να συλλάβουμε το απρόσιτο ζωγραφίζοντας μέσα μας όπως σε καθρέφτη τον ήλιο. Κι είναι το ίδιο να πεις ως προς το εγκείμενο νόημα ή ακτίνες ήλιου ή απόρροιες της αρετής ή ευωδίες ενός μύρου. Οτιδήποτε από αυτά κι αν χρησιμοποιήσομε για το σκοπό της ερμηνείας μας από όλα σχηματίζεται ένα νόημα, ότι η γνώση του αγαθού που υπερέχει κάθε νου δημιουργείται σ’ εμάς με τις αρετές, όπως ακριβώς μπορούμε μέσω μιας εικόνας ν’ αναλογιστούμε το αρχέτυπο κάλλος.

Έτσι κι ο Παύλος, η νύφη, αυτός που με τις αρετές του μιμείται το νυμφίο και ζωγραφίζει εντός του εαυτού του δια του ευώδους το απρόσιτο κάλλος και εκ των καρπών του Πνεύματος, την αγάπη, τη χαρά, την ειρήνη και τα παρόμοια είδη, σαν μυρεψός (μυροποιός) παρασκευάζει αυτή τη νάρδο, έλεγε για τον εαυτό του πως είναι ευωδία Χριστού, ευωδιάζοντας μέσα του εκείνη την απρόσιτη και υπερέχουσα χάρη και παρέχοντας και στους άλλους τον εαυτό του να τον αισθανθούν ελεύθερα σαν θυμίαμα, στους οποίους ανάλογα με την εσωτερική διάθεση του καθενός το εξαίσιο άρωμα προκαλεί ή τη ζωή ή το θάνατο. Όπως δηλαδή αν αλείψεις με το ίδιο άρωμα το σκαθάρι και το περιστέρι, δεν έχει και στα δύο το ίδιο αποτέλεσμα, αλλά το περιστέρι γίνεται πιο ζωηρό από την ωραία ευωδία, ενώ το σκαθάρι μαραζώνει, έτσι κι ο μέγας Παύλος, εκείνο το θείο θυμίαμα, αν ήταν κάποιος περιστέρι, όπως ο Τίτος ή ο Σιλουανός ή ο Τιμόθεος, μετείχε την ευωδία του μύρου, προκόπτοντας σε κάθε αρετή κατά το υπόδειγμα του Παύλου· αν όμως ήταν κάποιος Δημάς ή Αλέξανδρος ή Ερμογένης, επειδή δεν άντεχαν το θυμίαμα της εγκράτειας, διώχνονταν από την ευωδία σαν τα σκαθάρια. Γι’ αυτό έλεγε αυτός που ευωδίαζε από τα αρώματα αυτά, ότι «είμαστε ευωδία Χρίστου γι’ αυτούς που σώζονται και γι’ αυτούς που πάνε στην απώλεια, σε άλλους οσμή θανάτου για θάνατο, σε άλλους οσμή ζωής για ζωή».

Αν έχει τώρα κάποια συγγένεια και η νάρδος του Ευαγγελίου με το μύρο της νύφης, μπορεί όποιος θέλει από όσα έχουν γραφεί ν’ αναλογιστεί, ποιά ήταν εκείνη η άδολη νάρδος, η πολύτιμη, που ράντισε το κεφάλι του Κυρίου και γέμισε με την ευωδία της όλο το σπίτι. Ίσως δεν είναι ξένο το ένα μύρο από το άλλο, που δίνει στη νύφη την οσμή του νυμφίου και που στο Ευαγγέλιο ραντίζοντας τον ίδιο τον Κύριο γεμίζει από την ευωδία ο οίκος όπου γινόταν το συμπόσιο. Νομίζω κι εκεί με κάποιο προφητικό πνεύμα προμηνύει η γυναίκα με το μύρο το μυστήριο του θανάτου, όπως μαρτυρεί για όσα κάνει η γυναίκα ο Κύριος λέγοντας «έπραξε προλαβαίνοντας τον ενταφιασμό μου». Και ο οίκος που γέμισε από την ευωδία υποδεικνύει να το θεωρήσουμε ως όλο τον κόσμο κι ολόκληρη την οικουμένη λέγοντας «όπου κηρυχθεί αυτό το Ευαγγέλιο σ' όλο τον κόσμο, η ευωδία του μύρου θα διαδοθεί μαζί με το κήρυγμα του Ευαγγελίου, και μνημόσυνό της» λέει, «θα είναι το Ευαγγέλιο». Επειδή λοιπόν στο Άσμα Ασμάτων η νάρδος δίνει στη νύμφη την οσμή του νυμφίου, ενώ στο Ευαγγέλιο η ευωδία που γέμισε τότε τον οίκο γίνεται το χρίσμα όλου του σώματος σ’ όλη την οικουμένη και σ’ όλο τον κόσμο, ασφαλώς μ’ αυτά βρίσκεται και στα δύο μια σχέση, ώστε να φαίνονται τα δύο ως ένα.

Το πρωτότυπο κείμενο


Ταῦτα τῶν φίλων τοῦ νυμφίου τῇ καθαρᾷ καὶ παρθένῳ χαρισαμένων

ψυχῇ (εἶεν δ’ ἂν οὗτοι τὰ Λειτουργικὰ πνεύματα τὰ εἰς διακονίαν

ἀποστελλόμενα διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν) τελειοτέρα πως

γίνεται τῇ προσθήκῃ τῶν χαρισμάτων ἡ νύμφη. καὶ μᾶλλον προσεγγίσασα

τῷ ποθουμένῳ, πρὶν τὸ κάλλος αὐτοῦ τοῖς ὀφθαλμοῖς ἐμφανῆναι, διὰ τῆς

ὀσφραντικῆς αἰσθήσεως τοῦ ζητουμένου ἐφάπτεται οἷόν τινος χρωτὸς

ἰδιότητα τῇ ὀσφραντικῇ δυνάμει κατανοήσασα καί φησιν ἐπεγνωκέναι αὐτοῦ

τὴν ὀσμὴν τῇ εὐωδίᾳ τοῦ μύρου, ᾧ νάρδος ἐστὶ τὸ ὄνομα, ταύτῃ πρὸς τοὺς

φίλους τῇ φωνῇ χρησαμένη Νάρδος μου ἔδωκεν ὀσμὴν αὐτοῦ. ὡς γὰρ ὑμεῖς,

φησίν, οὐκ αὐτὸ τὸ ἀκήρατον τῆς θεότητος | χρυσίον ἀλλ’ ὁμοιώματα διὰ

τῶν χωρητῶν ἡμῖν νοημάτων τοῦ χρυσίου χαρίζεσθε, οὐ τηλαυγεῖ τῷ λόγῳ

τὰ κατ’ αὐτὸν ἐκκαλύπτοντες, ἀλλὰ διὰ τῆς βραχύτητος τῶν τοῦ λογικοῦ

ἀργυρίου στιγμάτων ἐμφάσεις τινὰς παρασχόμενοι τοῦ ζητουμένου, οὕτω

κἀγὼ διὰ τῆς εὐπνοίας τοῦ ἐμοῦ μύρου τὴν αὐτοῦ ἐκείνου εὐωδίαν τῇ

αἰσθήσει παρεδεξάμην.

Τοιοῦτον δέ τινα νοῦν δοκεῖ μοι τὸ λεγόμενον ἔχειν· ἐπειδὴ πολλῶν καὶ

διαφόρων ἀρωμάτων ἄλλου κατ’ ἄλλην ἰδιότητα εὐπνοούντων τεχνική τις

καὶ ἔμμετρος μίξις τὸ τοιοῦτον ἀπεργάζεται μύρον μιᾶς τινος πόας εὐώδους

ἐκ τῶν συνεμβαλλομένων, ᾗ ὄνομα νάρδος ἐστίν, ὅλῳ τῷ σκευάσματι

παρεχομένης τὸ ὄνομα, τὸ δὲ ἐκ πάντων τῶν ἀρωματικῶν ἰδιωμάτων εἰς

μίαν συνερανιζόμενον εὔπνοιαν ὡς αὐτὴν τοῦ νυμφίου τὴν εὐωδίαν ἡ

κεκαθαρμένη αἴσθησις δέχεται,

ταῦτα διὰ τῶν εἰρημένων παιδεύειν ἡμᾶς τὸν λόγον οἰόμεθα ὅτι ἐκεῖνο

μέν, ὅ τί ποτε κατ’ οὐσίαν ἐστί, τὸ πάσης ὑπερκείμενον τῆς τῶν ὄντων

συστάσεώς τε καὶ διοικήσεως ἀπρόσιτόν τε καὶ ἀναφές ἐστι καὶ ἄληπτον, ἡ δὲ

ἐν ἡμῖν διὰ τῆς τῶν ἀρετῶν καθαρότητος μυρεψουμένη εὐωδία ἀντ’ ἐκείνου

ἡμῖν γίνεται μιμουμένη τῷ καθ’ ἑαυτὴν καθαρῷ τὸ τῇ φύσει ἀκήρατον καὶ

τῷ ἀγαθῷ τὸ ἀγαθὸν καὶ τῷ ἀφθάρτῳ τὸ ἄφθαρτον καὶ τῷ ἀναλλοιώτῳ τὸ |

ἀναλλοίωτον καὶ πᾶσι τοῖς κατ’ ἀρετὴν ἐν ἡμῖν κατορθουμένοις τὴν ἀληθινὴν

ἀρετήν, περὶ ἧς φησιν Ἀμβακοὺμ ὁ προφήτης ὡς τοὺς οὐρανοὺς πάντας

διαλαβούσης. 

οὐκοῦν ἡ ταῦτα πρὸς τοὺς φίλους τοῦ νυμφίου διεξιοῦσα, ὅτι

τὴν ὀσμὴν αὐτοῦ ἡ ἐμὴ νάρδος ἐμοὶ δίδωσι, ταῦτά μοι καὶ τὰ τοιαῦτα δοκεῖ

φιλοσοφοῦσα λέγειν ὅτι,

εἴ τις πᾶν ἄνθος εὐωδίας ἢ ἄρωμα ἐκ τῶν ποικίλων τῆς ἀρετῆς λειμώνων

ἀνθολογήσας καὶ πάντα ἑαυτοῦ τὸν βίον ἔμμυρον διὰ τῆς τῶν καθ’ ἕκαστον

ἐπιτηδευμάτων εὐοσμίας ἀπεργασάμενος διὰ πάντων γένοιτο τέλειος, πρὸς

αὐτὸν μὲν τὸν θεὸν λόγον ὡς πρὸς ἡλίου κύκλον ἀτενῶς ἰδεῖν φύσιν οὐκ ἔχει,

ἐν ἑαυτῷ δὲ καθάπερ ἐν κατόπτρῳ βλέπει τὸν ἥλιον· αἱ γὰρ τῆς ἀληθινῆς

ἐκείνης καὶ θείας ἀρετῆς ἀκτῖνες τῷ κεκαθαρμένῳ βίῳ διὰ τῆς ἀπορρεούσης

αὐτῶν ἀπαθείας ἐλλάμπουσαι ὁρατὸν ποιοῦσιν ἡμῖν τὸ ἀόρατον καὶ ληπτὸν

τὸ ἀπρόσιτον τῷ ἡμετέρῳ κατόπτρῳ ἐνζωγραφοῦσαι τὸν ἥλιον.

ταὐτὸν δέ ἐστιν ὡς πρὸς τὸ ἐγκείμενον νόημα ἢ ἀκτῖνας εἰπεῖν

ἡλίου ἢ τῆς ἀρετῆς ἀπορροίας ἢ τὰς ἀρωματικὰς εὐωδίας· ὅ τι γὰρ ἂν ἐκ

τούτων πρὸς τὸν τοῦ λόγου σκοπὸν ὑποθώμεθα, ἓν ἐξ ἁπάντων | ἐστὶ τὸ

ἐγγινόμενον νόημα τὸ διὰ τῶν ἀρετῶν ἡμῖν τοῦ πάντα νοῦν ὑπερέχοντος

ἀγαθοῦ τὴν γνῶσιν ἐγγίνεσθαι, ὥσπερ ἔστι διά τινος εἰκόνος τὸ ἀρχέτυπον

κάλλος ἀναλογίσασθαι. 

οὕτω καὶ Παῦλος, ἡ νύμφη, ὁ διὰ τῶν ἀρετῶν τὸν

νυμφίον μιμούμενος καὶ ζωγραφῶν ἐν ἑαυτῷ διὰ τοῦ εὐώδους τὸ ἀπρόσιτον

κάλλος ἔκ τε τῶν καρπῶν τοῦ πνεύματος, ἀγάπης τε καὶ χαρᾶς καὶ εἰρήνης

καὶ τῶν τοιούτων εἰδῶν, μυρεψῶν ταύτην τὴν νάρδον Χριστοῦ εὐωδίαν

ἑαυτὸν ἔλεγεν εἶναι τὴν ἀπρόσιτον ἐκείνην καὶ ὑπερέχουσαν χάριν ἐν

ἑαυτῷ ὀσφραινόμενος καὶ τοῖς ἄλλοις παρέχων ἑαυτὸν ὥσπερ τι θυμίαμα

κατ’ ἐξουσίαν ἀντιλαμβάνεσθαι, οἷς κατὰ τὴν προσοῦσαν ἑκάστῳ διάθεσιν

ἢ ζωοποιὸς ἐγίνετο ἢ θανατηφόρος ἡ εὔπνοια· ὡς γὰρ τὸ αὐτὸ μύρον, εἰ

κανθάρῳ καὶ περιστερᾷ προστεθείη, οὐ ταὐτὸν ἐφ’ ἑκατέρων ἐργάζεται,

ἀλλ’ ἡ μὲν περιστερὰ ῥωμαλεωτέρα διὰ τῆς εὐπνοίας τοῦ μύρου γίνεται, ὁ

δὲ κάνθαρος φθείρεται, οὕτω καὶ ὁ μέγας Παῦλος, τὸ θεῖον ἐκεῖνο θυμίαμα,

εἰ μέν τις ἦν περιστερὰ κατὰ Τίτον ἢ Σιλουανὸν ἢ Τιμόθεον, συμμετεῖχεν

αὐτῷ | τῆς εὐωδίας τοῦ μύρου προκόπτων ἐν παντὶ καλῷ τοῖς κατ’ αὐτὸν

ὑποδείγμασιν, εἰ δὲ Δημᾶς τις ἦν ἢ Ἀλέξανδρος ἢ Ἑρμογένης, οὐ φέροντες τὸ

τῆς ἐγκρατείας θυμίαμα κανθάρων δίκην ὑπὸ τῆς εὐωδίας ἐφυγαδεύοντο. οὗ

χάριν ἔλεγεν ὁ τοῖς τοιούτοις εὐπνοῶν μύροις ὅτι Χριστοῦ εὐωδία ἐσμὲν ἐν

τοῖς σῳζομένοις καὶ ἐν τοῖς ἀπολλυμένοις, οἷς μὲν ὀσμὴ θανάτου εἰς θάνατον,

οἷς δὲ ὀσμὴ ζωῆς εἰς ζωήν.

Εἰ δέ τι συγγενὲς καὶ ἡ εὐαγγελικὴ νάρδος ἔχει πρὸς τὸ μύρον τῆς νύμφης,

ἔξεστι τῷ βουλομένῳ διὰ τῶν γεγραμμένων ἀναλογίσασθαι, τίς ἦν ἐκείνη ἡ

νάρδος ἡ πιστική, ἡ πολύτιμος, ἡ καταχεθεῖσα μὲν τῆς κεφαλῆς τοῦ κυρίου,

πάντα δὲ τὸν οἶκον τῆς εὐωδίας πληρώσασα· τάχα γὰρ οὐκ ἀπεξένωται τοῦ

μύρου τὸ μύρον, ὃ τῇ νύμφῃ μὲν τὴν ὀσμὴν τοῦ νυμφίου δίδωσιν, ἐν δὲ τῷ

εὐαγγελίῳ αὐτοῦ καταχεθὲν τοῦ κυρίου πληροῖ τῆς εὐωδίας τὸν οἶκον, ἐν ᾧ

τὸ συμπόσιον ἦν. δοκεῖ γάρ μοι κἀκεῖ προφητικῷ τινι πνεύματι προμηνῦσαι

διὰ τοῦ μύρου ἡ γυνὴ τὸ τοῦ θανάτου μυστήριον, καθὼς μαρτυρεῖ τοῖς

παρ’ αὐτῆς γεγενημένοις ὁ κύριος λέγων ὅτι Προέλαβεν εἰς τὸ ἐνταφιάσαι

με. καὶ τὸν οἶκον τὸν πληρωθέντα τῆς εὐωδίας ἀντὶ παντὸς τοῦ κόσμου

καὶ ὅλης τῆς οἰκουμένης νοεῖν ὑποτίθεται εἰπὼν ὅτι | Ὅπου ἐὰν κηρυχθῇ

τὸ εὐαγγέλιον τοῦτο ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ, ἡ ὀσμὴ τοῦ μύρου συνδιαδοθήσεται

τῷ τοῦ εὐαγγελίου κηρύγματι καὶ μνημόσυνον ἔσται, φησί, ταύτης τὸ

εὐαγγέλιον. οὐκοῦν ἐπειδὴ ἐν μὲν τῷ Ἄισματι τῶν ᾀσμάτων ἡ νάρδος τὴν

ὀσμὴν τοῦ νυμφίου τῇ νύμφῃ δίδωσιν, ἐν δὲ τῷ εὐαγγελίῳ ὅλου τοῦ σώματος

τῆς ἐκκλησίας ἐν πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ καὶ ἐν παντὶ τῷ κόσμῳ χρῖσμα ἡ εὐωδία

γίνεται ἡ τότε τὸν οἶκον πληρώσασα, τάχα τις εὑρίσκεται κοινωνία διὰ

τούτων ἐν ἀμφοτέροις, ὡς ἓν τὰ δύο δοκεῖν.


Δεν υπάρχουν σχόλια: