Συνέχεια από Πέμπτη, 10 Φεβρουαρίου 2022
HANS – GEORG GADAMER
(DIE IDEE DES GUTEN ZWISCHEN PLATO UND ARISTOTELES)
Η ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
ΙV. Η ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ
( 4η συνέχεια )
Το πραγματικό ερώτημα προς συζήτηση είναι άρα το εξής: Αν η Ιδέα τού Αγαθού είναι «το ίδιο το Αγαθό», τότε πρέπει το Αγαθό αυτό να είναι κοινό σε όλα όσα είναι αγαθά. Τί σημαίνει όμως αυτό; Σημαίνει τελικά, ότι «αυτό το ίδιο» δεν είναι τίποτε άλλο παρά το «κοινό» σε όλα; Το αν μια τέτοια ερμηνεία τής διδασκαλίας τής Ιδέας τού Αγαθού, ότι δεν εννοεί δηλ. παρά το κοινόν, αντιπροσωπεύεται από «φιλελεύθερους» π.χ. πλατωνιστές ή αν αντιπροσωπεύη την πραγματική πρόθεση του Πλάτωνα, αυτό δεν «μετρά» στην αριστοτελική επιχειρηματολογία. Μας ενδιαφέρει ωστόσο το γεγονός, ότι το ερώτημα, τί είναι το «κοινό», είναι και στον Αριστοτέλη κατά κάποιον τρόπο αναπόφευκτο. Κάτι που επιβεβαιώνεται και απ’ το ότι η δική του θετική απάντηση (1218b12): τό τέλος τών ανθρώπω (δοτική) πρακτών, συνδυάζεται με μια κατηγορηματική επίσης αναφορά στα ου πρακτά, αλλά και στα ακίνητα (1218b4 κ.ε.). Πρόκειται άρα για ένα είδος περιορισμού (συστολής!) τού ερωτήματος για το Αγαθό στο πρακτόν, το οποίο και θεμελιώνει την (αριστοτελική) ηθική.
Το ερώτημα, τί είναι αγαθό και ταυτόχρονα ένα και ενοποιό, απαντάται εύκολα μέσα στον «πρακτικό» προβληματισμό, με την ίδια και στις τρεις πραγματείες απάντηση: τό ού ένεκα. Αυτό είναι το εκάστοτε «Αγαθό», που συμπεριλαμβάνει όλα όσα συμβάλλουν σ’ αυτόν τον σκοπό, δηλ. τα μέσα. Το τί είναι όμως το καλύτερο κάθε φορά για την ανθρώπινη πράξη, αυτό είναι πάντοτε προφανώς κάτι άλλο, καθόλου «κοινό» για όλους ή και για όλα γενικά τα όντα. Πρόκειται για το άριστον και μόνο τών πρακτών (αυτών που μπορούμε να πράξουμε…). Όσο σαφές κι αν είναι όμως αυτό, παραμένει κι ένα σημαντικό ερώτημα: το πώς σχετίζεται αυτό το «πρακτικά άριστο» προς το «άριστο όλων». Μ’ αυτό το ερώτημα τελειώνει πραγματικά και το κριτικό κείμενο των Ηθ.Ευδ.: σκεπτέον, ποσαχώς τό άριστον πάντων (1218bb6). Επεξεργάστηκα το φθαρμένο κείμενο στη σελ. 78, σημ. 38, και ελπίζω να κατέστησα πειστικό, αναλύοντας τη συνάφεια των επιχειρημάτων, ότι δεν μας επιτρέπεται να απορρίψουμε τη φράση ποσαχώς τό άριστον πάντων. Η οποία αντιστοιχεί και στο πολλαχώς τού στίχου 1218b4. Το ερώτημα έχει πράγματι προετοιμασθή εκεί, και τίθεται τώρα μόνο και μόνο για να δείξη, ότι το «πρακτικά Αγαθό» μπορεί να ονομάζεται, έστω κι αν αφορά σ’ ένα πιο περιορισμένο πεδίο, «άριστο», επίσης, «όλων». Χωρίς αυτό να σημαίνη ωστόσο, ότι το γενικό ερώτημα απαντήθηκε μ’ αυτόν τον τρόπο στο κείμενό μας.
Δεν μας καθοδηγεί, ευτυχώς, η επισφαλής και μόνο βάση τού κειμένου τών Ηθ.Ευδ. σ’ αυτόν τον «δρόμο». Γιατί και οι άλλες δυό πραγματείες επιβεβαιώνουν ότι βρισκόμαστε πάντα κοντά στην προοπτική τού «Κοινού
Ας στραφούμε λοιπόν κατ’ αρχήν στα Ηθ.Μεγ., όπου και μας εντυπωσιάζει το γεγονός, ότι η επιχειρηματολογία ξεκινά με το ερώτημα περί αρετής. Που θα μετατραπή όμως στο ερώτημα για το Αγαθό, και θα καταστή έτσι σαφώς αποδεκτή η πλατωνική «απορία» – για να περιοριστή ωστόσο ευθύς αμέσως στο ερώτημα για το «δι’ ημάς αγαθό» (αυτό που είναι για εμάς αγαθό), το μοναδικό και ύψιστο αντικείμενο της «Πολιτικής».
Πρόκειται πράγματι για (τις) δυό ερμηνείες τού «Αγαθού», απ’ τις οποίες η μεν μιά εννοεί την «ενύπαρξη» (του αγαθού) στο μεμονωμένο, η δε άλλη τη (συμ)μετοχή τού μεμονωμένου (στο αγαθό): ή τό άριστον εν εκάστω τών όντων ή ού τάλλα μετασχόντα (1181b8). Δυό «ερμηνείες», που φαίνονται να τοποθετούνται αμφότερες στο πλαίσιο της πολιτικής (ζωής και δράσης), στο πλαίσιο δηλ. τού «δι’ ημάς αγαθού», ένα πλαίσιο που «καταργείται» («ανατινάζεται») ωστόσο στην περίπτωση της διδασκαλίας τουλάχιστον των Ιδεών, τη στιγμή που «το Αγαθό» «αποκρούεται», και με τις δυό του έννοιες, ως (κάτι το) παροδικό.
Aυτή την εκδοχή στην εξήγηση «του Αγαθού» δεν τη συναντάμε καθόλου στα Ηθ.Ευδ., όπου το «Κοινό» συνοδεύεται πάντοτε σαφώς απ’ το «δι’ εαυτόν είναι» (να υπάρχη κάτι για τον εαυτό του). Εδώ στα Ηθ.Μεγ. διακρίνεται αντίθετα «το Αγαθό» τού καθενός ξεχωριστά, ως το κοινόν εν άπασιν υπάρχον (1182b11), με σαφή τρόπο απ’ το «δι’ εαυτόν είναι», το οποίο έχει «τεθή» μαζί με την Ιδέα τού Αγαθού (χωριστόν καί αυτό καθ’ αυτό 1182b20), εννοώντας εδώ τη λογική και μόνον ολότητα του γένους-είδους. Υπάρχει έτσι μια «διαχείρηση» του θέματος σύμφωνα με αμφότερες τις δυνατότητες διαμόρφωσης του «γενικού» («κοινού» ή «καθολικού»), είτε εξ ορισμού είτε επαγωγικά, ώστε να υπάρξη απόρριψη και με τους δυό τρόπους. Το Αγαθό, το οποίο συζητείται εδώ ως το κοινόν (ονομαζόμενο στον στίχο 1182b20 ως το καθόλου), και το οποίο ορίζεται ως το αυτό δι’ αυτό (το ίδιο) αιρετόν, εννοείται προφανώς στη θεματική παντελώς συνάρτησή του με την πολιτική, ως αυτό που είναι για εμάς δηλ. (εδώ και τώρα) Αγαθό. (Κάτι που το γνωρίζουμε ως πλατωνικό ορισμό τόσο απ’ την Πολιτεία, ΙΙ 357b, όσο κι απ’ τη διεξοδική κριτική τών Ηθ.Νικ., 1096b16 στην ιδέα. Όπου η ιδέα εννοείται κατά τη «συνήθη» σε όλους άποψη της εκλογής και προτίμησης (μία ιδέα), κοινή σε όλα τα όντα. Το ότι «παρουσιάζονται» εκεί η σκέψη και η όραση (φρονείν τε καί οράν) απ’ τη μια πλευρά, και ορισμένες ηδονές (ηδοναί τινες 1096b17) απ’ την άλλη, είναι κάτι που «ταιριάζει» εξαιρετικά στον Φίληβο, όπου και επιτρέπονται ρητά ορισμένες «τέρψεις» ή ηδονές. Το ότι η εκλογή και προτίμηση «παρουσιάζεται» στο δικό μας παραπάνω σημείο και ως «τιμή», αυτό αντιστοιχεί στην παλαιά διδασκαλία για τα τρία ιδανικά τής ζωής, και θα μπορούσε να «ταιριάζη» εδώ αυτή καθεαυτή στον Αριστοτέλη, εφ’ όσον αναφέρεται καθαρά στο πεδίο τής πολιτικής.) Υπάρχει λοιπόν και στα Ηθ.Μεγ. ένας συνειδητός περιορισμός τού ερωτήματος για «το Αγαθό».
Διατηρείται ωστόσο μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο και η εικόνα τής αποκτηθείσης κατά την επαγωγική διαδικασία έννοιας «του Αγαθού», εφ’ όσον πρόκειται και για τις διάφορες αρετές, που «παρουσιάζονται» εδώ ως αγαθές.
Αυτό το πρώτο μέρος τής γενικής επιχειρηματολογίας δεν παραπέμπει άρα στη επιδιωχθείσα από εμάς συνάρτηση του Αγαθού με το Όν. Επισημαίνεται ωστόσο σαφώς και συμπερασματικά, ότι πρόκειται για μιαν «εξειδίκευση» στο δι’ ημάς «Αγαθό»: 1183a7, κάτι που γίνεται ακόμα σαφέστερο με την αναφαινόμενη Κλίμακα: υπέρ τού αγαθού άρα, καί υπέρ τού αρίστου καί υπέρ τού ημίν αρίστου a23. Ώστε να διατηρείται στη συνείδησή μας και η «γενική» ή «κοινή» συνάρτηση (όλων τών «πραγμάτων») με «το Αγαθό».
Κάτι που γίνεται ακόμα μάλιστα σαφέστερο κατά τη συζήτηση για την έννοια των Ιδεών και τις επιπτώσεις της. Γιατί η παραδοχή ενός «καθεαυτού Αγαθού» συνάγεται προφανώς απ’ τη γενική θεμελίωση της περί Ιδεών «θεωρίας», σύμφωνα με την οποία, αυτό που ένα «πράγμα» είναι ως επί το πλείστον, δηλώνει κάθε φορά «αυτό το ίδιο το πράγμα» (μάλιστα… αυτό). Το οποίο και εφαρμόζεται εδώ «στο Αγαθό», αναγνωριζομένης μάλιστα, όπως αναφέρθηκε ήδη εξαρχής, μιας ορισμένης αλήθειας σ’ αυτήν την επιχειρηματολογία, που μπορεί να απορριφθή ως «ασήμαντη» μόνον όσον αφορά στην πολιτική. Υπεισερχομένης ωστόσο τής μορφής αυτής τής απόρριψης πλήρως στη γενικότερη (περί τού θέματος) προβληματική, στην οποία και στοχεύει εξάλλου η γενική διδασκαλία τών Ιδεών. Κι αν λέγεται εδώ, ότι πρόκειται για μιαν ολόκληρη «τάξη αγαθών» στο πεδίο τής πολιτικής, για τα οποία η Ιδέα τού Αγαθού δεν αποτελεί κάποια πραγματικά «οικεία» αρχή, δεν αμφισβητείται ωστόσο μ’ αυτό (γενικά) η Ιδέα τού Αγαθού ως αρχή, τόσο λίγο πάντως όσο αμφισβητείται η διδασκαλία για την αθανασία π.χ. της ψυχής με το να λέμε, πως η ψυχή δεν ανήκει σε μια μαθηματική συνάρτηση!
Το ότι πρόκειται παντού εδώ για την ειδική εφαρμογή μιας γενικότερης προβληματικής, γίνεται παντελώς σαφές απ’ τον κατά πολύ γενικότερο τρόπο εκφράσεως. Όταν χρησιμοποιούνται εκφράσεις όπως: διά τήν αυτού φύσιν αιρετόν (1182b9), η οποία και αναπέμπει στο: εν εκάστω τών όντων (b8), μπορούν να εννοηθούν πολύ εύκολα με την έννοια μιας καθολικής τελεολογίας, όπως αυτή «απηχείται» στα Ηθ. π.χ. Ευδ. 1218a30, όπου και είναι ολοφάνερη η αναλογία προς τη διδασκαλία τού Εύδοξου. Στα Ηθ.Μεγ. δεν ακολουθούνται βέβαια ιδιαιτέρως τέτοιες γενικές προοπτικές, ακόμα κι όταν οι διατυπώσεις «προσκαλούν» ακριβώς προς τα εκεί και στην κριτική τών Ιδεών συναντάται μια τόσο γενική έννοια όπως: τά νοητά, όπου δεν σκέπτεται βέβαια κανείς το πρακτικό κατ’ αρχάς πεδίο. Είναι προφανής ένας υπαινιγμός μάλλον στους αριθμούς εκεί, που δεν εκφράζεται ωστόσο στο (ίδιο το) κείμενο (1183a24), το οποίο μιλά πολύ περισσότερο περί «Ιδέας». Πρόκειται όμως για το ίδιο, μεθοδικό επιχείρημα, με το οποίο οι αριθμοί στα Ηθ.Ευδ. 1218a16 ονομάζονται σαφώς ως το μη γενικώς παραδεκτό Αγαθό. Η αναλογία αυτή δείχνει άρα, ότι τα Ηθ.Μεγ. παραπέμπουν κι αυτά πέρα σαφώς απ’ την προβληματική τής πρακτικής φιλοσοφίας.
Ακόμα σαφέστερη είναι ωστόσο η «οντολογική» προβληματική «τού Αγαθού» στα Ηθ.Νικ. Η «πρακτική» ανωφέλεια της Ιδέας «τού Αγαθού» είναι μεν το βασικό κι εδώ επιχείρημα, στο οποίο και αποκορυφούνται όλα: 1096b33 κ.ε. Η ίδια όμως η «απόκρουση» περιλαμβάνει, άλλη μια φορά, την αναγνώριση του ερωτήματος. Λέγεται μάλιστα ρητά ότι: ει γάρ καί έστιν έν τι τό κοινή κατηγορούμενον αγαθόν ή χωριστόν αυτό καθαυτό. Όλα τα λογικά επιχειρήματα ενάντια στο κοινό «κατά μίαν ιδέαν» Αγαθό (1096b25), τόσο το κατηγορικό επιχείρημα, όσο και εκείνο που συνομολογεί μάλλον τις πλατωνικές διακρίσεις τού καθ’ αυτό αιρετόν (1098b9), αποδεικνύουν, δυσαρέστως τρόπον τινά, πολλά. Δεν μπορούμε έτσι επ’ ουδενί να πούμε, ότι η λέξη «αγαθό» αποτελεί ένα καθαρό «διφορούμενο», μιαν απλή και μόνο σύμπτωση μιας κοινής λέξης για εντελώς διαφορετικά πράγματα. Κάτι που φαίνεται πως «εμποδίζει» και τον ίδιον, τρόπον τινά, τον Αριστοτέλη. Ο οποίος επισημαίνει, έστω κι αν «αρνείται» να αποδεχθή το πρόβλημα με τη μια «κοινήν έννοια» κατά τη χρήση τής λέξης «αγαθό» απ’ την πλευρά τής ηθικής, δυό παρ’ όλ’ αυτά πιθανές απαντήσεις. Εκ των οποίων η μια είναι, ότι η αναζητούμενη κοινή έννοια του «αγαθού» θα μπορούσε να θεωρηθή πως προέρχεται «από το Ένα», ότι δηλ. όλα (όσα είναι αγαθά) «συντελούν» (συν και τέλος) στο ‘Ένα. Δεν μπορούμε να αμφιβάλουμε για το ότι ο Αριστοτέλης υπαινίσσεται εδώ, ακόμα κι αν δεν ταιριάζη εντελώς η έκφραση, την αναπτυχθείσα κατ’ αρχάς στα Μετ. Γάμμα 2 και ονομασθείσα αργότερα ως «κατηγορηματική αναλογία» λογική δομή. Η πολλαπλότητα της έννοιας του «Αγαθού» δεν σημαίνει μόνον, ότι (και) τα μέσα είναι καλά (αγαθά), όταν είναι καλός ο σκοπός, όπως θα μπορούσε να κατανοηθή η έκφραση «συντελείν». Η έκφραση αυτή πρέπει να εννοηθή με μιαν ευρύτερη προφανώς έννοια, ως «συνεισφορά σ’ ένα κοινό σημασιολογικό» τρόπον τινά «πεδίο». Αυτό το: πρός έν αντιστοιχεί άρα εντελώς στο: αφ’ ενός. Έτσι λέγεται στα Μετ. Γ 2 το: πρός έν, πρός μίαν δηλ. αρχήν, και προσφέρεται το παράδειγμα του επιθέτου «υγιής», το οποίο μπορεί να «ταιριάζη» σ’ έναν άνθρωπο, στο χρώμα τού προσώπου του, σ’ ένα φάρμακο κ.τ.λ. Θα μπορούσε να έχη λοιπόν και η λέξη «καλό (αγαθό)» μ’ αυτόν τον τρόπο πολλές σημασίες. Κάτι που θα προϋπέθετε (βέβαια) ένα «προτιμώμενο» Πρώτο, όπως αυτό παρουσιάζεται με την υπεροχή τής «ουσίας» στην αριστοτελική διδασκαλία τών κατηγοριών. Λαμβάνοντας τώρα υπ’ όψιν τη σημασία που έχει η πρόταξη της ουσίας για την αριστοτελική ηθική, όσον αφορά στή θεολογία τού πρώτου ιδιαιτέρως κινούντος, το οποίο και είναι επανειλημμένα το Πρώτο μέσα στην τάξη τών ουσιών, θα μπορούσαμε να περιμένουμε ότι ο Αριστοτέλης προκρίνει κι εδώ, θέλοντας να «γνωρίση» την πολλαπλότητα του αγαθού, μια τέτοια κατηγορική σχέση (Analogia attributive). Ο Θεός ή Νούς – εμφανιζόμενα και τα δυό ως παράδειγμα της «ουσίας» στο κατηγορικό επιχείρημα του στίχου 1096a24 – θα ήταν τότε το summum bonum (πρώτιστο αγαθό), που αποτελεί και τον όρο τής κατηγοροποίησης. Και η καθολικο-οντολογική έννοια «του» Αγαθού θα ταίριαζε κατά τον καλύτερο (έτσι) τρόπο με την αριστοτελική διδασκαλία περί Θεού. Ενώ και το «θεολογικό» τέλος τών Ηθ.Ευδ. θα μας επέτρεπε να περιμένουμε το ίδιο.
(
συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου