Συνέχεια απο : Τρίτη, 26 Ιουλίου 2011
Η ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ όπως αναπτύχθηκε από τον C.G.Jung
της
Barbara HANNAH
μετάφραση: Bιργινία Μόσχου
Η πρώτη μορφή που συναντάμε αντιμετωπίζοντας το ασυνείδητο είναι η προσωπική σκιά. Επειδή αυτή (ή αυτός) αποτελείται κυρίως από ό,τι έχουμε απορρίψει μέσα μας, η σκιά είναι συνήθως τόσο αντιπαθητική για εμάς όσο ήταν η παρέα της γυναίκας που ταξίδευε γι’ αυτήν. Εάν όμως είμαστε εχθρικοί απέναντι στο ασυνείδητο, αυτό θα γίνεται όλο και περισσότερο ανυπόφορο, ενώ εάν είμαστε φιλικοί – αναγνωρίζοντας το δικαίωμά του να είναι αυτό που είναι – το ασυνείδητο θα αλλάξη με εντυπωσιακό τρόπο.
Μια φορά, όταν είχα δει ένα όνειρο με μια σκιά που μου ήταν ιδιαίτερα απεχθής, αλλά που από προηγούμενη εμπειρία μου είχα μπορέσει να αποδεχθώ, ο Jung μου είπε: «Τώρα η συνείδησή σου είναι λιγότερο φωτεινή αλλά πιο πλατειά. Ξέρεις ότι αν και είσαι αναμφισβήτητα μια τίμια γυναίκα, μπορείς επίσης να είσαι ανέντιμη. Μπορεί να είναι δυσάρεστο, αλλά είναι πραγματικά μεγάλο κέρδος». Όσο περισσότερο προχωράμε προς τα εμπρός, τόσο καταλαβαίνουμε ότι κάθε πλάτεμα της συνείδησης είναι πραγματικά το μεγαλύτερο κέρδος που μπορούμε να αποκτήσουμε. Όλες σχεδόν οι δυσκολίες της ζωής μας προέρχονται από το ότι έχουμε μια πολύ στενή συνείδηση για να τις αντιμετωπίσουμε και να τις κατανοήσουμε, και τίποτε δεν μας βοηθάει περισσότερο στο να κατανοήσουμε αυτές τις δυσκολίες από το να μάθουμε να ερχόμαστε σε επαφή μαζί τους με την ενεργητική φαντασία, όπως νομίζω πως θα δείξουν τα επόμενα παραδείγματά μας.
Όπως ανέφερα πιο πριν, η ενεργητική φαντασία – αν και διαφέρει από τις προηγούμενες σχετικές μεθόδους στο ότι έχει περισσότερο εμπειρικό και επιστημονικό χαρακτήρα – δεν είναι με κανέναν τρόπο μια καινούργια μέθοδος. Θα μπορούσε κανείς ακόμη να πη ότι είναι τόσο παλαιά όσο οι πρώτες προσπάθειες του ανθρώπου να έρθη σε σχέση με δυνάμεις μεγαλύτερες και πιο αιώνιες από τον ίδιον. Όταν ο άνθρωπος προσπαθή να αρχίση διαπραγματεύσεις με αυτές τις δυνάμεις, με σκοπό να έρθη σε συνδιαλλαγή μαζί τους, ενστικτωδώς ανακαλύπτει κάποια μορφή ενεργητικής φαντασίας. Εάν διαβάση κανείς την Παλαιά Διαθήκη με προσοχή από μιαν τέτοια οπτική γωνία, θα βρη ότι είναι γεμάτη από τέτοιες απόπειρες. Σας θυμίζω, σαν ένα μόνο παράδειγμα ανάμεσα σε πλήθος παρόμοια, τον τρόπο που ο Ιακώβ διαμόρφωσε ολόκληρη την ζωή του, με βάση αυτό που ά κ ο υ σ ε να του λέει ο Κύριος. Είναι αλήθεια ότι, στην περίπτωση του Ιακώβ, το θέλημα του Θεού αποκαλυπτόταν συχνά μέσα από τα όνειρα, αλλά αυτό δεν ήταν καθόλου ο μοναδικός τρόπος. Χωρίς αμφιβολία ο Ιακώβ είχε κληρονομήσει την ικανότητα να ακούη τί του έλεγαν αυτές οι δυνάμεις – το αν ονομάζονται Θεός ή ασυνείδητο, σε αυτήν ειδικά την περίπτωση δεν αποτελεί ουσιώδη διαφορά – από τη μητέρα του τη Ρεβέκκα. Αυτή πήγε να «ρωτήση τον Κύριο» όταν τα δίδυμα πάλευαν – μέσα στη μήτρα της, και διαμόρφωσε τις μάλλον αμφίβολες μεθόδους συναλλαγής με τον γέρο σύζυγό της και τους γιους της με βάση την απάντησή Του. «Μάλλον αμφίβολες» ήταν οι μέθοδοι αν τις κρίνουμε από την πλευρά τής συμβατικής ηθικής∙ αλλά εάν σκεφθούμε ότι εκτελούσε το θέλημα του Κυρίου, όλα παίρνουν έναν πολύ διαφορετικό χαρακτήρα.
Ο ίδιος ο Κύριος μας λέει: «Εγώ σχηματίζω το φως και δημιουργώ το σκοτάδι. Εγώ κάνω την ειρήνη και δημιουργώ το κακό: Εγώ ο Κύριος κάνω τα πάντα». (Σημ: «Εγώ ο κατασκευάσας φως και ποιήσας σκότος, ο ποιών ειρήνην και κτίζων κακά∙ εγώ Κύριος ο Θεός ο ποιών πάντα ταύτα». Ησαίας, 45,7).
Εάν αυτός δημιουργή το κακό, θα θέλη σίγουρα μερικές φορές τα πλάσματά του να κάνουν αυτό που θεωρούμε εμείς κακό, αλλά αυτό ήταν πολύ περισσότερο φανερό στον καιρό της Ρεβέκκας από ό,τι είναι σήμερα. Το πιο σημαντικό είναι πάντοτε «να υπακούη κανείς στο θέλημα του Θεού», για να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα της Παλαιάς Διαθήκης.
Το καλό και το κακό είναι το ζευγάρι των αντιθέτων που μας έρχονται αμέσως στον νου. Έπειτα από 2.000 χρόνια Χριστιανισμού. Και αυτά τα αντίθετα είναι που προκαλούν τα περισσότερα από τα προβλήματά μας σήμερα. Αυτό συμβολίζεται με επιτυχία στον εξωτερικό κόσμο με το Σιδηρούν Παραπέτασμα, και αυτή είναι η κατεύθυνση προς την οποία είμαστε αναγκασμένοι από τις περιστάσεις να προχωρήσουμε, πέρα από τη χριστιανική διδασκαλία τού να αγωνιζώμαστε συνεχώς να ακολουθούμε το καλό, και να καταπιέζουμε το κακό. Παρόλο που αυτή η καταπίεση ήταν αναγκαία 2.000 χρόνια πριν, η τρομαχτική κυριαρχία τού κακού σήμερα μάς δείχνει τί συμβαίνει αναπόφευκτα, όταν το ένα από τα δύο αντίθετα καταπιέζεται για πολύν καιρό.
Θυμάμαι έντονα ότι όταν ο Jung ρωτήθηκε σε μια συζήτηση αν νόμιζε πως θα γινόταν πυρηνικός πόλεμος, απάντησε: «Νομίζω ότι αυτό εξαρτάται από το πόσοι άνθρωποι μπορούν να αντέξουν την ένταση των αντιθέτων μέσα τους. Εάν το μπορέσουν πολλοί, νομίζω πως μόλις που θα ξεφύγουμε τη χειρότερη περίπτωση. Αλλά εάν αυτό δεν συμβή, και γίνη πυρηνικός πόλεμος, ο πολιτισμός μας θα καταστραφή όπως τόσοι άλλοι πολιτισμοί είχαν καταστραφή στο παρελθόν, αλλά σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα». Αυτό δείχνει την τρομερή αξία που έδινε ο Jung στην εξισορρόπηση της έντασης ανάμεσα στα αντίθετα, και, εάν είναι δυνατόν, στην ένωσή τους μέσα μας. Επειδή, εάν προβάλουμε το σκοτεινό μέρος από τα αντίθετα στην άλλη πλευρά του Σιδηρού Παραπετάσματος ή στους Τρομοκράτες, για παράδειγμα, αποτυγχάνουμε στο να δώσουμε τη συνεισφορά που θα μπορούσαμε, βάζοντας ένα λιθαράκι στη θετική πλευρά της παγκόσμιας ζυγαριάς της ειρήνης ή του πολέμου.
Μπορούμε να πούμε ότι ο τρόπος που ακολούθησε η Ρεβέκκα για να αντιμετωπίση το αίνιγμα που τέθηκε μπροστά της από αυτά τα δίδυμα που πάλευαν μέσα στη μήτρα της, περιέχει ήδη το κύριο μοτίβο τής στροφής στην ενεργητική φαντασία σήμερα. Δεν μπορούσε να καταλάβη αυτό που της συνέβαινε, και, όπως έλεγε συχνά ο Jung, «ο μόνος ανυπόφορος πόνος είναι ο πόνος που δεν καταλαβαίνουμε». Έτσι η Ρεβέκκα αναρωτήθηκε: « Εάν α υ τ ό σ υ μ β α ί ν η, γ ι α τ ί μ ο υ σ υ μ β α ί ν ε ι ε μ έ ν α; (Σημ: Οι υπογραμμίσεις δικές μου) Και πήγε να «ρωτήση τον Κύριο». Κατ’ αρχήν, αυτή η διαδικασία ήταν ακριβώς η ίδια που ακολουθούμε και εμείς σήμερα όταν μας συμβαίνη κάτι ανυπόφορο, ή όταν η φανερή έλλειψη νοήματος στην ζωή γίνεται πιο μεγάλη από ό,τι μπορούμε να αντέξουμε. Τότε ακριβώς στρεφόμαστε σε κάτι ή κάποιον που ξέρει περισσότερα από όσα ξέρουμε εμείς, για να καταλάβουμε ή να μάθουμε τί να κάνουμε.
Παλιά, όταν ζούσαν ο Ιακώβ και η Ρεβέκκα, ο άνθρωπος ήταν ακόμη αρκετά απλός και απονήρευτος ώστε να τρέξη κατ’ ευθείαν σε αυτό που ή ξ ε ρ ε πως ήταν η πηγή της γνώσης – στην περίπτωση των παλαιών Εβραίων ήταν «ο Κύριος» - και να ρωτήση αυτό που ήθελε να μάθη. Εκείνον τον καιρό, μπορούσε ακόμη να ακούση τί του έλεγε σε απάντηση ο αόρατος συνομιλητής του. Υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που έχουν κρατήσει αυτήν την αγαθή απλοϊκότητα, αλλά πρέπει να πω ότι είναι πολύ σπάνιοι, και φαίνεται, δυστυχώς, να εξαφανίζωνται. Αυτό το χαρακτηριστικό ακολουθεί την αρχή της πρωτόγονης φυλής Elgonyi στην Ανατολική Αφρική, που κατά παράδοση τα μέλη της εμπιστεύονταν ολόκληρη τη μοίρα τους στα όνειρα των γιατρών τους. Αλλά είπαν στον Jung λυπημένοι το 1925: «Όχι, από τότε που ήρθαν οι Άγγλοι δεν ξαναείδαμε άλλα μεγάλα όνειρα, επειδή, βλέπετε, ο Περιφερειακός Διοικητής ξέρει τί θα έπρεπε να κάνουμε». Στη λογοκρατούμενη εποχή μας όλοι μας, είτε το γνωρίζουμε είτε όχι, εμπιστευόμαστε όλο και περισσότερο τον «Περιφερειακό Διοικητή» και όλα όσα αυτός αντιπροσωπεύει. Έτσι έχουμε χάσει την επαφή – στις περισσότερες περιπτώσεις έχουμε τελείως ξεχάσει – με την υπερφυσική, σοφή καθοδήγηση που υπάρχει στο ασυνείδητο, και την οποία ο Jung έφθασε να ονομάση «η απόλυτη γνώση» στο δοκίμιο που έγραψε για τη συγχρονότητα (Σημ: C. G. Jung: «Συγχρονότητα: Μια μη αιτιατή συνδετική αρχή», στο έργο : «Η δομή και οι δυναμικές της ψυχής», τόμος 8ος, Άπαντα, Princeton University Press, 1968, παρ. 948.) Παλαιότερα, το ανθρώπινο γένος συνήθιζε να δίνη ένα όνομα σε αυτήν την απόλυτη γνώση, και την ονόμαζε «Θεό», «Κύριο», «νου του Βούδδα» και ούτω καθεξής.
Ο Lorens van der Post αποδίδει ακόμη και την ανελέητη εξόντωση της φυλής των Βουσμάνων κυρίως στο γεγονός ότι «ήταν αδύνατον να εξημερωθούν». Ή, με τη γλώσσα που χρησιμοποίησε ο Jung για να περιγράψη την περίπτωση των πρωτόγονων Elgonyi, ήταν αδύνατον να τους κάνουν να παρατήσουν τα όνειρά τους και να εμπιστευθούν τον «Περιφερειακό Διοικητή». Όμως ολόκληρη η περιγραφή του Hans Taaibosch από τον van der Post στο γοητευτικό του μυθιστόρημα «Ένα τραγούδι του Mantis» δείχνει ζωντανά πόσο καλύτερο μερίδιο διάλεξαν οι Βουσμάνοι, όταν αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν την καθοδήγηση του θεού τους Mantis, μπροστά στον « Περιφερειακό Διοικητή».
Το πρώτο-πρώτο καιρό της ψυχανάλυσης, μόλις μετά τον διαχωρισμό των δρόμων ανάμεσα στον Jung και τον Freud, ο Jung πέρασε μια περίοδο για την οποία λέει στο «Αναμνήσεις, Σκέψεις, Όνειρα» σελ.170 : «Ήταν μια περίοδος εσωτερικής αβεβαιότητας για μένα. Δεν θα ήταν υπερβολή αν την ονόμαζα κατάσταση αποπροσανατολισμού. Αισθανόμουν εντελώς αιωρούμενος στον αέρα, επειδή δεν είχα βρη ακόμη τον δικό μου βηματισμό». Ένοιωθε ότι ήταν απόλυτη ανάγκη να βρη μιαν εντελώς καινούργια στάση απέναντι στους ασθενείς του, επειδή δεν αισθανόταν πια ότι οι μέθοδοι που είχε χρησιμοποιήσει ενώ συνεργαζόταν στενά με τον Freud , ήταν έγκυρες ή ικανοποιητικές. Έλεγε: «Αποφάσισα προς το παρόν να μην εφαρμόσω κάποια θεωρητικά σχήματα επάνω στους ασθενείς μου, αλλά να περιμένω να δω τί θα μου πουν από μόνοι τους. Ο σκοπός μου είναι τώρα να αφήσω τα πράγματα στην τύχη». Αργότερα είδε ότι πολύ λίγα πράγματα, ή καλύτερα τίποτε, δεν γίνεται «στην τύχη»∙ αυτό που έκανε στην πραγματικότητα, ήδη από το 1911, ήταν να εμπιστευθή τον εαυτό του και τους ασθενείς του στο ασυνείδητο. Με αυτόν τον τρόπο, έκανε την ανακάλυψη ότι χωρίς αμφιβολία ο πιο αποτελεσματικός τρόπος ερμηνείας των ονείρων είναι να πάρουμε τα ίδια τους τα δεδομένα σαν βάση της ερμηνείας τους, και ότι οποιουδήποτε είδους προκατασκευασμένη θεωρία απλώς διαστρέφει και θαμπώνει το νόημά τους.
Αυτή η μέθοδος απέδωσε εξαιρετικά αποτελέσματα με τους ασθενείς του, αλλά ο Jung αισθανόταν ότι ακόμη δε είχε βρη το σταθερό έδαφος που χρειαζόταν κάτω από τα πόδια του, και ούτε ήξερε ή καταλάβαινε ακόμη τον δικό του εσωτερικό μύθο. Έπρεπε να παραδεχθή ότι δεν ζούσε πια σύμφωνα με τον Χριστιανικό μύθο, μέσα στον οποίον έχει ζήσει ο άνθρωπος στον Δυτικό κόσμο εδώ και 2000 χρόνια, και ότι, αν και είχε γράψει ένα μεγάλο βιβλίο σχετικά με τους μύθους (Σημ: C. G. Jung: «Η ψυχολογία του ασυνειδήτου», σε αναθεωρημένη έκδοση με τον τίτλο «Σύμβολα της μεταμόρφωσης», τόμος 5, 2η έκδοση. Άπαντα. Princeton. Princeton University Press, 1967), δεν είχε ακόμη γνωρίσει τον δικό του.
Είχε μερικά πολύ διαφωτιστικά όνειρα εκείνον τον καιρό, αλλά λέει πως τα όνειρα δεν μπορούσαν να τον βοηθήσουν να ξεπεράση το «αίσθημα αποπροσανατολισμού» που είχε. Επειδή δεν τα καταλάβαινε για πολλά χρόνια, ήταν αναγκασμένος να ψάξη βαθύτερα. Ο αναγνώστης μπορεί να διαβάση μόνος του, στο κεφάλαιο με τίτλο «Η αντιμετώπιση του ασυνειδήτου», στο «Αναμνήσεις, Σκέψεις Όνειρα», τα σκαλοπάτια, πολλές φορές σκοτεινά και επικίνδυνα, με τα οποία βρήκε τον δικό του, πολύ εμπειρικό δρόμο της ενεργητικής φαντασίας. Χρειάσθηκαν πολλά χρόνια στον Jung, επειδή δεν ήταν ικανοποιημένος με το να μαθαίνη να βλέπη τις εικόνες του ασυνειδήτου, ή έστω να τις αντιμετωπίζη ενεργητικά στις εκδηλώσεις της φαντασίας του. Δεν ησύχασε, μέχρι που έκανε το πιο σημαντικό βήμα από όλα: το να βρη τη «θέση και τον σκοπό του» στη δική του εξωτερική ζωή. Αυτό, όπως λέει, το πιο σημαντικό βήμα απ’ όλα στην ενεργητική φαντασία, είναι αυτό που συνήθως αμελούμε να κάνουμε. Η ενόραση στον μύθο του ασυνειδήτου μας, συνεχίζει, «πρέπει να μετατραπή σε μιαν ηθική υποχρέωση. Το να μην το κάνουμε ισοδυναμεί με το να πέσουμε θύματα της αρχής της δύναμης, και αυτό προκαλεί επικίνδυνα αποτελέσματα, τα οποία είναι καταστρεπτικά όχι μόνο για τους άλλους, αλλά ακόμη και για αυτόν που γνωρίζει».
(Αυτή η μάλλον περίεργη λέξη, «γνώστης», που είναι κατά λέξη μετάφραση της πιο συνηθισμένης γερμανικής λέξης «der Wissende”, σημαίνει «αυτός που έχει δοκιμάσει την ενόραση στο ασυνείδητο». Ένας άνθρωπος που έχει δοκιμάσει αυτήν την τόσο πολύτιμη ενόραση, και δεν καταφέρνει να βγάλη από αυτήν συμπεράσματα σχετικά με τη θέση της στην εξωτερική του ζωή, γίνεται θύμα της αρχής της δύναμης, πράγμα που τελικά τον βάζει σε κίνδυνο ακόμη μεγαλύτερο από το περιβάλλον του).
Ο Jung συνεχίζει: «Οι εικόνες του ασυνειδήτου θέτουν τον άνθρωπο μπροστά σε μια μεγάλη ευθύνη. Αποτυγχάνοντας να τις καταλαβη, ή αποφεύγοντας την ηθική ευθύνη, ο άνθρωπος στερείται το στοιχείο τής ολότητάς του, και μια οδυνηρή αποσπασματικότητα κρέμεται επάνω από την ζωή του» ( Jung: «Αναμνήσεις, Σκέψεις, Όνειρα», σ.σ. 192 κ.ε.).
Νομίζω πως έχω πη αρκετά ώστε να κάνω πολύ σαφές ότι η ενεργητική φαντασία δεν είναι ένα ελαφρό παιχνίδι για να περάση η ώρα. Είναι ένα πολύ σοβαρό βήμα, και δεν θα πρέπη ποτέ να αναλαμβάνεται με ελαφρό τρόπο. Είναι αλήθεια ότι δεν είναι στη μοίρα του καθενός να αντιμετωπίση το ασυνείδητο με τόση πληρότητα όση ο Jung∙ μια τέτοια εξερεύνησή του αποτελεί μια κλήση, και δεν θα πρέπη ποτέ να την αναλαμβάνη κανείς, εκτός εάν την προσεγγίζη με αυτόν τον λόγο (δηλ. επειδή την αντιμετωπίζει σαν κλήση). Αλλά – και γι’ αυτό ακριβώς αρχίζω αυτό το βιβλίο δίνοντας μιαν ιδέα για τα βάθη στα οποία μπορεί να φθάση, και τις αλλαγές σε ολόκληρη την ζωή ενός ανθρώπου στις οποίες μπορεί να οδηγήση η ενεργητική φαντασία – δεν υπάρχει ποτέ οποιαδήποτε εγγύηση, από τη στιγμή που θα ξεκινήσουμε αυτό το μονοπάτι, για το πού μπορεί να μας οδηγήση. Πάνω από όλα, δεν πρέπει ποτέ να αναλαμβάνη κανείς την ενεργητική φαντασία χωρίς μια σταθερή σχέση με κάποιον που θα καταλαβαίνη, ή τουλάχιστον θα δείχνη κατανόηση, επειδή μερικές φορές οδηγεί σε τέτοια κρύα και απάνθρωπα βάθη, ώστε η α ν θ ρ ώ π ι ν η σ υ ν τ ρ ο φ ι ά ε ί ν α ι α π ο λ ύ τ ω ς α π α ρ α ί τ η τ η, για να μας εμποδίση να παγώσουμε εντελώς και να χαθούμε. Παρόλο που είναι ουσιώδες να έχη κανείς μιαν ανθρώπινη συντροφιά την οποία να μπορή να εμπιστεύεται, η ενεργητική φαντασία είναι στην πραγματικότητα ένα πολύ ατομικό, ακόμη και μοναχικό έργο. Οπωσδήποτε, δεν θα μπορούσα να κάνω ενεργητική φαντασία με οποιονδήποτε άλλον μέσα στο δωμάτιο, όσο καλά και αν γνώριζα αυτό το άτομο.
Υπάρχει και μια άλλη προειδοποίηση που θα ήθελα να κάνω από την αρχή, επειδή συνάντησα μερικές περιπτώσεις, όπου, με έκπληξή μου ανακάλυψα, ότι γενικά δεν ήταν γνωστή Δηλαδή, δεν θα πρέπη κανείς ποτέ να παίρνη τις μορφές ζωντανών προσώπων μέσα στις φαντασίες του. Αμέσως μόλις υπάρξη κάποιος πειρασμός να το κάνουμε, θα πρέπη να σταματήσουμε και να ερευνήσουμε π ο λ ύ π ρ ο σ ε κ τ ι κ ά ξανά τα κίνητρά μας για την ανάληψη του όλου έργου, επειδή είναι πάρα πολύ πιθανό ότι γλυστράμε πίσω στην παλιά μαγική σκέψη∙ δηλαδή, προσπαθούμε ν α χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ή σ ο υ μ ε το ασυνείδητο για π ρ ο σ ω π ι κ ο ύ ς σκοπούς, και δεν το χρησιμοποιούμε με τον μόνο νόμιμο τρόπο: δηλαδή για να εξερευνήσουμε το άγνωστο, με όσο το δυνατόν πιο επιστημονικό τρόπο, με σκοπό να ανακαλύψουμε την ίδια μας την ολότητα. Εδώ ερχόμαστε στη μεγάλη βασική διαφορά ανάμεσα στη χρησιμοποίηση της ενεργητικής φαντασίας με σωστό ή λανθασμένο τρόπο. Το ερώτημα είναι: Την κάνουμε ε ι λ ι κ ρ ι ν ά για να μπορέσουμε να φθάσουμε στην ανακάλυψη τ η ς ί δ ι α ς μ α ς τ η ς ο λ ό τ η τα ς, ή την χρησιμοποιούμε ανέντιμα επιχειρώντας να επιτύχουμε ιδιοτελείς σκοπούς; Η δεύτερη χρησιμοποίηση μπορεί να επιτύχη πολύ για κάποιο χρονικό διάστημα, αλλά αργά ή γρήγορα πάντα οδηγεί στην καταστροφή.
Αλλά εάν θέλουμε ειλικρινά να ανακαλύψουμε την ίδια μας την ολότητα, να ζήσουμε την ατομική μας μοίρα όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένα∙ εάν θέλουμε αληθινά να εξαφανίσουμε εντελώς την ψευδαίσθηση και να βρούμε την αλήθεια της ίδιας μας της ύπαρξης, όσο λίγο και αν μας αρέση ο εαυτός μας όπως είναι, τότε δεν υπάρχει τίποτε που να μπορή να μας βοηθήση τόσο πολύ στην προσπάθειά μας όσο η ενεργητική φαντασία, Τελικά, μπορεί να μας οδηγήση σε πολύ μεγαλύτερη ανεξαρτησία, και να μας απελευθερώση από την εξάρτησή μας από την ψυχανάλυση, ή από οποιαδήποτε άλλη ε ξ ω τ ε ρ ι κ ή βοήθεια, από οποιοδήποτε άλλο μέσο ξέρω – λέω όμως τ ε λ ι κ ά, επειδή είναι το πιο δύσκολο έργο που γνωρίζω.
Ο Jung μού είπε κάποτε ότι, στις περιπτώσεις που ένας ασθενής του θα έκανε ενεργητική φαντασία, το κριτήριο που θεωρούσε απαραίτητο ήταν αν αυτός ή αυτή ήθελε να γίνη ανεξάρτητος (η), ή εάν ο ασθενής ήθελε να παραμείνη εξαρτημένος από αυτόν σε ένα είδος παράσιτου. Όταν ρώτησα αν μπορούσα να αναφέρω στα έργα μου αυτή του τη γνώμη, απάντησε: «Όχι μόνο μπορείς, αλλά σου ζητάω να το κάνης όποτε είναι δυνατόν».
Ο ψυχαναλυτής θα πρέπη να επεμβαίνη στην ενεργητική φαντασία όσο λιγώτερο μπορεί. Όταν αναλυόμουν από τον Jung, κάθε φορά ήθελε να μάθη εάν είχα κάνει καθόλου ενεργητική φαντασία, και αφού άκουγε προσεκτικά ό,τι είχα κάνει, δεν το ανέλυε ποτέ ούτε το σχολίαζε, παρά μόνον παρατηρούσε εάν την είχα χρησιμοποιήσει λάθος. Έπειτα από αυτό, ρωτούσε για όνειρα, και τα ανέλυε με τη μεγαλύτερη προσοχή. Αυτό γινόταν για να αποφύγη να επηρεάση την ενεργητική φαντασία, που πάντα πρέπει να αφήνεται να αναπτύσσεται ελεύθερα. Ο ασθενής το βρίσκει αυτό πολλές φορές δύσκολο, και είναι αλήθεια δυστυχώς, ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά και άμεσα όσο ήταν στις ημέρες τής Ρεβέκκας. Πολλοί από εμάς πρέπει να απομακρύνουμε με επίμονη εργασία πολλά στρώματα αμέριστης εμπιστοσύνης στον «Περιφερειακό Διοικητή» και την καθαρά λογικού χαρακτήρα ασφάλεια που αντιπροσωπεύει, πριν μπορέσουμε με απλότητα και πίστη να «ρωτήσουμε τον Κύριο», για να βρούμε τον δρόμο προς την απόλυτη γνώση που βρίσκεται μέσα στο ίδιο μας το ασυνείδητο.
Ο μαθητής ενός μορφωμένου ραββίνου τον ρώτησε κάποτε, σε όχι και τόσο μακρυνή εποχή, γιατί ο Θεός συνήθιζε να μιλάη άμεσα στους ανθρώπους τόσο συχνά, ενώ τώρα δεν το κάνει αυτό ποτέ. Ο ραββίνος, που ήταν προφανώς ένας πολύ σοφός άνθρωπος, αποκρίθηκε: «Ο άνθρωπος δεν μπορεί να σκύψη αρκετά χαμηλά σήμερα ώστε να ακούση τί λέει ο Θεός». Ακριβώς αυτό συμβαίνει. Θα ακούσουμε τί λέει ο Θεός ή το ασυνείδητο μόνο σκύβοντας πολύ χαμηλά.
Το να δούμε, και, οπωσδήποτε, να παραδεχτούμε ως ένα ορισμένο σημείο τη σκιά μας είναι πραγματικά όρος ε κ τ ω ν ω ν ο υ κ ά ν ε υ για να βιώσουμε το ασυνείδητο, επειδή εάν συνεχίζουμε να τρεφώμαστε με αυταπάτες σχετικά με το ποιοι και το τί είμαστε, δεν έχουμε καμμιάν ευκαιρία να είμαστε αρκετά πραγματικοί ώστε να δούμε τις εικόνες του ασυνείδητου ή να ακούσουμε τη φωνή του. Η φύση και το ασυνείδητο πηγαίνουν πάντα κατ’ ευθείαν στο κέντρο των πραγμάτων, που είναι συνήθως πολύ διαφορετικό από ό,τι περιμένουμε. Χρειαζόμαστε ένα πολύ απροκατάληπτο μυαλό, που να έχη μάθει να εκτιμάη την αλήθεια περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο, για να καταγράψουμε και να αξιολογήσουμε ό,τι βλέπουμε και ακούμε.
Κατά συνέπεια, σπάνια ενθαρρύνω τους ανθρώπους που εργάζονται μαζί μου να κάνουν ενεργητική φαντασία στα πρώτα στάδια της ψυχανάλυσης∙ μάλλον προσπαθώ όσο μπορώ να εντοπίσω την προσοχή τους στην πραγματικότητα του ασυνειδήτου, μέχρι που να νοιώσω ότι ξέρουν πραγματικά από εμπειρία ότι έχουν να κάνουν με κάτι, που είναι ακριβώς τόσο πραγματικό όσο ο εξωτερικός κόσμος. Υπάρχουν εξαιρέσεις∙ λίγοι άνθρωποι, που είναι προικισμένοι από τη φύση σε αυτόν τον τομέα, μπορούν να βρουν ότι η ενεργητική φαντασία τούς είναι μεγάλη βοήθεια, ακόμα και στα πρώτα στάδια της ψυχανάλυσης. Αυτοί οι άνθρωποι μπορούν να τη χρησιμοποιήσουν νόμιμα κατ’ ευθείαν από την αρχή της ψυχανάλυσής τους, αλλά τέτοιες περιπτώσεις είναι σπάνιες.
Εάν η ενεργητική φαντασία φαίνεται να είναι ένας δρόμος που μπορείς να τον ακολουθήσης για να κερδίσης απ’ αυτόν, και εάν είσαι αρκετά σίγουρος ότι το πραγματικό σου κίνητρο είναι να γνωρίσης περισσότερα για τον εαυτό σου και για το άγνωστο τμήμα του ανθρώπου, το πρώτο πράγμα που συνειδητοποιείς είναι ότι η ενεργητική φαντασία ακολουθεί την αρχή του Κινέζου βροχοποιού του Kiau Tchou. Αυτή η ιστορία έχει ειπωθή πολλές φορές, αλλά ο Jung, που μας έδινε σπάνια άμεσες συμβουλές, μου είπε κάποτε: «Μην κάνης ποτέ ένα σεμινάριο (και μη δίνης συχνά μια διάλεξη) χωρίς να πης στους ανθρώπους αυτήν την ιστορία». Σε μιαν από τις πολύ πρόσφατες Χριστουγεννιάτικες γιορτές, λίγο πριν από τον θάνατό του, όταν παρευρέθηκε στο δείπνο της Λέσχης (Σημ: Ψυχολογική Λέσχη της Ζυρίχης), μας το είπε αυτό πάλι. Τότε δεν υπήρχε σίγουρα κανένας στην αίθουσα που δεν ήξευρε καλά αυτήν την ιστορία, αλλά, αφού μας την είπε, όλη η ατμόσφαιρα της συγκέντρωσης άλλαξε. Κατάλαβα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, γιατί με είχε συμβουλέψει να την επαναλαμβάνω τόσο συχνά.
« Υπήρχε τρομερή ξηρασία σε κείνο το μέρος της Κίνας, όπου ζούσε ο Richard Wilhelm (Σημ: Σινολόγος, συγγραφέας και φίλος του C.G.Jung). Αφού χρησιμοποιήθηκαν όλοι οι τρόποι που γνώριζαν οι άνθρωποι για να φέρουν βροχή, αποφάσισαν να καλέσουν έναν βροχοποιό. Αυτό φάνηκε πολύ ενδιαφέρον στον Wilhelm, και φρόντισε να είναι εκεί όταν έφθασε ο βροχοποιός. Ο άνθρωπος αυτός έφθασε μέσα σε μια σκεπασμένη άμαξα, ένας μικρόσωμος, ζαρωμένος γέρος που μύριζε τον αέρα με φανερή δυσαρέσκεια μόλις βγήκε από την άμαξα, και ζήτησε να τον αφήσουν μόνο μέσα σε ένα μικρό σπιτάκι έξω από το χωριό∙ ακόμα και το φαγητό του το έβαζαν έξω από την πόρτα.
Δεν έδωσε κανένα σημείο ζωής για τρεις ημέρες, αλλά έπειτα όχι μόνον έβρεξε, αλλά έρριξε και πολύ χιόνι, πράγμα ασυνήθιστο για εκείνη την εποχή του χρόνου. Πολύ εντυπωσιασμένος, ο Wilhelm πήγε και βρήκε τον βροχοποιό και τον ρώτησε, πώς μπόρεσε να φέρη βροχή, και ακόμη και χιόνι. Ο βροχοποιός απάντησε: «Δεν έφερα εγώ το χιόνι∙ δεν είμαι υπεύθυνος γι’ αυτό». Ο Wilhelm επέμενε ότι υπήρχε τρομερή ξηρασία πριν έρθη ο βροχοποιός, και μετά από τρεις ημέρες είχαν ακόμη και ποσότητες χιονιού. Ο γέρος απάντησε: «Ώ, μπορώ να το εξηγήσω αυτό. Βλέπετε, εγώ έρχομαι από ένα μέρος όπου οι άνθρωποι βρίσκονται μέσα στη φυσική τάξη∙ βρίσκονται μέσα στο Tao∙ έτσι και ο καιρός επίσης ακολουθεί τη φυσική τάξη. Αλλά αμέσως μόλις ήρθα εδώ είδα ότι οι άνθρωποι βρίσκονται έξω από τη φυσική τάξη, και μάλιστα μόλυναν και εμένα. Γι’ αυτό έμεινα μόνος μου, μέχρι που βρέθηκα πάλι μέσα στο Tao, και τότε, φυσικά, χιόνισε».
Η μεγαλύτερη χρησιμότητα της ενεργητική φαντασίας είναι να μας βάλη, σαν τον βροχοποιό, σε αρμονία με το Tao, έτσι ώστε γύρω μας να συμβαίνουν κανονικά και όχι αντίθετα με τη φυσική τάξη πράγματα. Αν και το να μιλάμε για Tao μπορεί να δώση μιαν εξωτική ατμόσφαιρα σε αυτό που είναι στην πραγματικότητα ένα απλό ζήτημα καθημερινής εμπειρίας, βρίσκουμε το ίδιο νόημα στην περισσότερο συνηθισμένη σε εμάς γλώσσα: «Σηκώθηκε σήμερα με τις κακές του» (ή, όπως λένε οι Ελβετοί, «με το αριστερό του πόδι»). Αυτή η έκφραση περιγράφει πολύ καλά μια ψυχολογικά κατάσταση, κατά την οποία δεν ξεκινάμε το πρωί σε αρμονία με το ίδιο μας το ασυνείδητο. Είμαστε κακοδιάθετοι και δυσάρεστοι στους άλλους, και – αυτό ακολουθεί όπως η νύχτα ακολουθεί την ημέρα – έχουμε μια διασπαστική επίδραση στο περιβάλλον μας, δηλαδή ακριβώς την αντίθετη επίδραση από αυτήν που προερχόταν από τον βροχοποιό του Kiau Tchou.
Αμέθυστος