Κυριακή 8 Ιουνίου 2025

SCHELLING: ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ (1809) (6)

 Συνέχεια από: Παρασκευή 30 Μαίου 2025

SCHELLING: ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ (1809) 6
Του Martin Heidegger

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

ΓΙΑ ΤΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΕΝΟΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ.
Η ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΣΕΛΛΙΝΓΚ
(Τόμος I, Τμήμα VII, σελ. 336–357)



ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Στην έκφραση του Schelling «επιστημονική θεώρηση του κόσμου», το «επιστημονική» σημαίνει λοιπόν τόσο όσο και «φιλοσοφική», και αυτό εννοεί εδώ: τη γνώση του Είναι στο σύνολό του, που θεμελιώνεται στο απόλυτο, στις έσχατες αρχές και βάσεις της ουσίας. Η λέξη «θεώρηση του κόσμου» είναι ισοδύναμη με και τότε σχεδόν εξίσου συχνά χρησιμοποιούμενη όπως «κοσμοαντίληψη». Μια σαφής και θεμελιωμένη χρήση αυτών των λέξεων εξαρτάται αρχικά από το αν έχει διαμορφωθεί μια επαρκής έννοια του κόσμου και έχει τεθεί ως μέτρο. Το ερώτημα για την έννοια του κόσμου, όμως, σήμερα σχεδόν δεν γίνεται κατανοητό, πόσο μάλλον δεν τίθεται πραγματικά. (Πρβλ. «Είναι και Χρόνος», και για την ιστορία της έννοιας του κόσμου μερικές υποδείξεις στο «Από την ουσία του θεμελίου», ΙΙ. Ενότητα. Πρβλ. επίσης «Κριτική του καθαρού Λόγου», Α 698, B 726: «Αυτή η ιδέα [ενός από τον κόσμο διαφοροποιημένου έσχατου θεμελίου] είναι επίσης αναφορικά με τη χρήση της έννοιας του κόσμου από τη λογική πλήρως θεμελιωμένη.» (Σχετικά με «λογική θεώρηση του κόσμου»))

Η διαμόρφωση της λέξης «κοσμοαντίληψη» προέρχεται από τον Καντ, και την χρησιμοποιεί στην «Κριτική της Κριτικής Ικανότητας» (2η έκδ. σ. 92). Η λέξη είχε ακόμη μια στενότερη και συγκεκριμένη σημασία, εννοούσε την άμεση εμπειρία του αισθητού δεδομένου, των φαινομένων. «Ο Κόσμος... σημαίνει το σύνολο των αισθητών αντικειμένων (universum, universitas rerum).» Αυτά τα αντικείμενα είναι πράγματα σε αντίθεση με τα πρόσωπα.¹ Ο άνθρωπος είναι «κοσμοθεωρός» (Cosmotheoros στο κείμενο), ο οποίος δημιουργεί εκ των προτέρων τα θεμέλια της γνώσης του κόσμου, από τα οποία είτε διαμορφώνει την κοσμοαντίληψη είτε, ως κάτοικος του κόσμου, κατοικεί σε αυτήν την ιδέα (ό.π., σ. 31). Ακόμη και πίσω από αυτήν τη χρήση της λέξης κόσμος κρύβεται μια δισημία, η οποία καθίσταται εμφανής στο ερώτημα αν μπορούν να υπάρχουν πολλοί κόσμοι. Μπορεί να υπάρχει ένας μόνο κόσμος, αν ο κόσμος σημαίνει: το Όλον των πραγμάτων. Υπάρχει όμως και μια πολλαπλότητα κόσμων, όταν κάθε κόσμος αποτελεί μια θέαση του Όλου, δηλ. του Όντος ως Όλον.

Προς την κατεύθυνση αυτής της δεύτερης σημασίας της έννοιας του κόσμου,
την οποία μπορούμε να κατανοήσουμε ως την εκάστοτε καθορισμένα προσανατολισμένη και έτσι περιορισμένη αποκάλυψη του σύμπαντος, κατευθύνεται η χρήση της έννοιας του κόσμου και της κοσμοθεώρησης στον Σέλλινγκ.
Και αυτή η έννοια του κόσμου έχει ήδη διαμορφωθεί στον Καντ και κυρίως στον Λάιμπνιτς. Ο Σέλλινγκ χρησιμοποιεί στη συνέχεια τον όρο καθοριστικά στα φυσικό-φιλοσοφικά του συγγράμματα στα τέλη της δεκαετίας του ενενήντα, σύμφωνα με τη νέα θέση της σκέψης του. Επηρεάζεται από τη χρήση της λέξης «κοσμοθεώρηση» εκείνη η σκέψη του Λάιμπνιτς, σύμφωνα με την οποία κάθε μονάδα, κάθε αυθύπαρκτο ον — φυτό, ζώο, άνθρωπος —, ολόκληρο το σύμπαν, δηλαδή ο κόσμος με την πρώτη έννοια, το αντιλαμβάνεται πάντοτε από μία συγκεκριμένη οπτική γωνία και, συνεπώς, μέσα σε έναν εκάστοτε περιορισμό· δηλαδή κόσμος με τη δεύτερη έννοια, mundus concentratus, ένας κόσμος συγκεντρωμένος μέσα του από μία συγκεκριμένη προοπτική. Με αυτή την έννοια λέει ο Σέλλινγκ:

«Καθώς δηλαδή η ανθρώπινη λογική φαντάζεται τον κόσμο μόνο σύμφωνα με έναν ορισμένο τύπο, του οποίου τό ορατό αποτύπωμα είναι η ανθρώπινη οργάνωση, έτσι και κάθε οργάνωση [έμβιο ον υπό τήν ευρεία έννοια] είναι αποτύπωμα ενός ορισμένου σχήματος της κοσμοθεώρησης. Και όπως μπορούμε πράγματι να αντιληφθούμε ότι η κοσμοθεώρησή μας καθορίζεται από τον αρχέγονο περιορισμό μας, χωρίς να μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί είμαστε ακριβώς τόσο περιορισμένοι, γιατί η κοσμοθεώρησή μας είναι ακριβώς αυτή και όχι κάποια άλλη, έτσι μπορούν επίσης η ζωή και η αναπαράσταση των ζώων να είναι μόνο ένας ιδιαίτερος, αν και ακατανόητος, τρόπος αρχέγονου περιορισμού, και μόνο αυτός ο τρόπος περιορισμού θα μπορούσε να μας διαφοροποιεί από αυτούς.» (ΙΙΙ, 182).

Η κοσμοθεώρηση είναι καθαυτή κάθε φορά ένα συγκεκριμένα προσανατολισμένο και διαμορφωμένο άνοιγμα και διατήρηση του κόσμου. Η κοσμοθεώρηση είναι πάντοτε «προοπτική», καθόσον διακρίνει μέσα από μία προσανατολισμένη τροχιά και έτσι διατηρεί έναν ορίζοντα. Η κοσμοθεώρηση αναπτύσσει κάθε φορά τον δικό της σχηματισμό· ακόμη και το ζώο και το φυτό έχουν τη δική τους κοσμοθεώρηση, ή μάλλον: είναι μια κοσμοθεώρηση, ένας τρόπος με τον οποίο, έστω και θαμπά και σκοτεινά, ο κόσμος ανοίγεται. Η κοσμοθεώρηση ανήκει στη σύσταση κάθε όντος, εφόσον αυτό νοείται μονάδολογα, δηλαδή οι υποστάσεις ως υποκείμενα νοούνται κατά διαφορετικά επίπεδα εγωτικότητας.

Η «κοσμοθεώρηση» είναι εδώ ένα μεταφυσικό στοιχείο προσδιορισμού του ίδιου του κάθε υπαρκτού όντος, σύμφωνα με το οποίο — σε διαφορετικό κάθε φορά βαθμό σαφήνειας και συνείδησης της ορμής προς τον εαυτό του — αυτό σχετίζεται με το όλο του όντος και από αυτή τη θεμελιώδη σχέση καθορίζεται στη συμπεριφορά και στη δράση του. Σε αυτή τη σημασιολογική κατεύθυνση του όρου μιλά ο Χέγκελ σε έναν τίτλο μέσα στη Φαινομενολογία του Πνεύματος (W II, 453) για την «ηθική κοσμοθεώρηση»· στις διαλέξεις του για την αισθητική γίνεται λόγος για το ότι «οι τρόποι κοσμοθεώρησης» είναι εκείνοι που «συνιστούν τη θρησκεία, το ουσιαστικό πνεύμα των λαών και των εποχών» (WW X/2, 229).

Το ίδιο εννοεί και ο τίτλος «κοσμική άποψη». Η «επιστημονική κοσμική άποψη» στο κείμενό μας σημαίνει, συνεπώς, εκείνη τη σύλληψη του όντος ως όλου, η οποία στην καθοριστική της ενότητα και διάρθρωση καθορίζεται από τη γνήσια γνώση με την έννοια της φιλοσοφίας. Η επιστήμη ως τέτοια δεν χρειάζεται πρώτα μια κοσμοθεώρηση, αλλά είναι αυτή καθαυτήν, εφόσον είναι πράγματι επιστήμη. Η επιστήμη είναι ένας σχηματισμός της κοσμοθεώρησης, εφόσον εννοούμε την «κοσμοθεώρηση» με αυτή τη μεταφυσικά αυστηρά ορισμένη έννοια.

Η λέξη «κοσμοθεώρηση» πέρασε πολύ γρήγορα, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, στη γλώσσα της καθημερινότητας και έτσι απώλεσε τον αρχικό της μεταφυσικό προσδιορισμό. Η λέξη δηλώνει πλέον μόνο τον δυνατό και επιτακτικό τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι και ομάδες ανθρώπων και κοινωνικές τάξεις βλέπουν τον κόσμο. («Ιδεολογία»: ιδεολογικό εποικοδόμημα έναντι της «ύλης» και της «ζωής».)

Ταυτόχρονα έγινε η πιο δημοφιλής φιλοσοφική λέξη-κλειδί του φιλελευθερισμού του 19ου αιώνα. Η έκτοτε καθιερωμένη χρήση της λέξης χαρακτηρίστηκε εύστοχα από τον Καρλ Γιάσπερς στο έργο του Ψυχολογία των κοσμοθεωριών (1919, §1), ως εξής: «…όταν μιλάμε για κοσμοθεωρίες, εννοούμε τις δυνάμεις ή τις ιδέες, πάντως το έσχατο και το ολικό του ανθρώπου, τόσο υποκειμενικά ως βίωμα, δύναμη και ψυχική διάθεση, όσο και αντικειμενικά ως αντικειμενικά διαμορφωμένος κόσμος.» Η κοσμοθεώρηση – μπορούμε να το πούμε σύντομα – σημαίνει πάντοτε και ακριβώς βιοθεώρηση. Και η λέξη «θεώρηση» δεν σημαίνει εδώ απλώς παρατήρηση και αντίληψη, αλλά εμπερικλείει τις δυνάμεις και τις κατευθύνσεις της πράξης και της στάσης. Αλλά όλα αυτά, όπως γενικά εννοούνται, είναι πλέον αβάσιμα, δεν έχουν πια τόπο, εκτός αν υποθέσουμε ότι οι άνθρωποι σχηματίζουν απόψεις για το Όλο, μεγαλώνουν μέσα σε αυτές και τις ενσωματώνουν· η κοσμοθεώρηση είναι πια μόνο αντικείμενο της «Ψυχολογίας», της «Τυπολογίας»· υπάρχουν – όπως διαφορετικά φυτά και είδη ζώων ανάλογα με το έδαφος και το κλίμα – διαφορετικά είδη κοσμοθεωριών· εδώ γίνεται λόγος για την «κοσμοθεώρηση» του εκτροφέα χοίρων ως καθοριστικού τύπου κοσμοθεώρησης γενικά. Ακόμη και ως παρακμιακή μορφή, η λέξη και ο όρος «κοσμοθεώρηση» μαρτυρούν την καταγωγή τους από μια πολύ συγκεκριμένη μεταφυσική του Λάιμπνιτς, (του Καντ) και του Σέλλινγκ· είναι γερμανική μεταφυσική, και γι’ αυτό η λέξη και ο όρος «κοσμοθεώρηση» μάς κάνουν δύσκολο να κατανοήσουμε τα όριά τους σε σχέση με την προέλευσή τους.

Η μεταβολή της σημασίας της λέξης και η αποξένωσή της από τις ρίζες της είναι ένας πολύ καθαρός καθρέφτης, στον οποίο καθρεφτίζεται η παρακμή κάθε θεμελιωμένου και ασφαλούς μεταφυσικού στοχασμού στον 19ο αιώνα.

Αυτό αντιστοιχεί ωστόσο σε έναν γενικό νόμο της ιστορίας του πνεύματος και ταυτόχρονα σε έναν θεμελιώδη νόμο κάθε αγώνα, όταν σήμερα η λέξη «κοσμοθεώρηση», η οποία στην καταχρηστική της χρήση έχει καταστεί βασική λέξη του φιλελευθερισμού, χρησιμοποιείται ως συνθηματική λέξη για την υπέρβασή της. Ο αναγεννώμενος χριστιανισμός μιλούσε αμέσως μόνο με τις λέξεις και τους όρους του «ειδωλολατρικού κόσμου» που έπρεπε να ξεπεραστεί· η νεότερη φιλοσοφία από τον Ντεκάρτ και εξής μιλούσε με τη γλώσσα του Μεσαίωνα, από τον οποίο ακριβώς αποστασιοποιούνταν· και ο Καντ χρησιμοποίησε τις λέξεις του Διαφωτισμού για να τις συνταράξει εκ θεμελίων.

Αυτές οι επισημάνσεις ήταν αναγκαίες, για να αποφευχθεί να κατανοηθεί η έκφραση «επιστημονική κοσμική άποψη» στον Σέλλινγκ με την ξεθωριασμένη και απογυμνωμένη σημασία που είχε αποκτήσει στα τέλη του 19ου αιώνα. Πρέπει, αντιθέτως, πρωτίστως να ληφθεί υπόψη ότι κάτω από αυτόν τον τίτλο κρύβεται ένα αποφασιστικό καθήκον της φιλοσοφίας του γερμανικού ιδεαλισμού· ένα καθήκον που καθορίζεται από τη συνθηματική λέξη της τότε φιλοσοφίας με τον πιο άμεσο τρόπο, δηλαδή: το σύστημα.

Συνεχίζεται με:

Η ασυμβατότητα ελευθερίας και συστήματος.
Η ενσωμάτωση της έννοιας της ελευθερίας σε ένα σύστημα της ελευθερίας
ως καθήκον

Στην αγία Πεντηκοστή (Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος)

Εἶναι μεγάλα, ἀγαπητοί, καί ξεπερνοῦν κάθε ἀνθρώπινη λογική τά χαρίσματα πού μᾶς δώρησε σήμερα ὁ φιλάνθρωπος Θεός. Γι᾿ αὐτό λοιπόν ἄς χαιρόμαστε ὅλοι μαζί καί χορεύοντας ἀπό χαρά ἄς ὑμνήσουμε τόν Κύριό μας. Γιατί ἡ σημερινή ἡμέρα εἶναι γιά μᾶς ἑορτή καί πανήγυρη. Ὅπως δηλαδή ἡ μία ἐποχή διαδέχεται τήν ἄλλη καί τό ἕνα ἡλιοστάσιο τό ἄλλο, ἔτσι ἀκριβῶς καί στήν Ἐκκλησία ἡ μία ἑορτή διαδέχεται τήν ἄλλη καί μᾶς πηγαίνουν ἀπό τή μία στήν ἄλλη.

Πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες λοιπόν ἑορτάσαμε τό σταυρό, τό πάθος, τήν ἀνάσταση, ὕστερα ἀπό αὐτά τήν ἀνάληψη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ στόν οὐρανό. Σήμερα ὅμως συναντήσαμε τήν ἴδια τήν κορυφή τῶν ἀγαθῶν, φθάσαμε στή μητρόπολη τῶν ἑορτῶν, βρισκόμαστε στήν πραγματοποίηση τῆς ὑπόσχεσης τοῦ Κυρίου. «Γιατί ἄν ἐγώ φύγω», λέγει, «θά σᾶς στείλω ἄλλον Παράκλητο καί δέ θά σᾶς ἀφήσω ὀρφανούς» (Ἰω. 16, 7).

Εἴδατε ἐνδιαφέρον; εἴδατε ἄπειρη φιλανθρωπία; Πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες ἀνέβηκε στόν οὐρανό, ξανακάθισε στό βασιλικό θρόνο, πῆρε τή θέση στά δεξιά τοῦ Πατέρα καί μᾶς χαρίζει σήμερα τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἔτσι μᾶς δίνει τά ἄπειρα οὐράνια ἀγαθά. Γιατί, πές μου, ποιό ἀπό αὐτά πού συντελοῦν στή δική μας σωτηρία δέν τό ἔχει δώσει τό Ἅγιο Πνεῦμα; Αὐτό μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό τήν πνευματική δουλεία, μᾶς καλεῖ στήν ἐλευθερία, μᾶς ὁδηγεῖ στήν υἱοθεσία καί, γενικά, μᾶς ξαναγεννᾶ ἀπό τήν ἀρχή, καί μᾶς ξεφορτώνει τό βαρύ καί ἀποκρουστικό φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν.

Μέ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος βλέπουμε τούς πολλούς ἱερεῖς καί ἔχουμε τά τάγματα τῶν διδασκάλων. Ἀπό τήν πηγή αὐτή βγῆκε καί τό προφητικό χάρισμα καί ἡ δύναμη νά θεραπεύουν ἀσθένειες. Καί ὅλα τά ὑπόλοιπα, τά ὁποῖα στολίζουν συνήθως τήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, ἀπό ἐκεῖ ἔχουν τήν προέλευση. Καί φωνάζει ὁ Παῦλος λέγοντας.«Ὅλα αὐτά τά χαρίσματα ἐνεργεῖ τό ἕνα καί μοναδικό Ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο τά μοιράζει χωριστά στόν καθένα ὅπως θέλει» (Α´ Κορ 12, 11). Ὅπως θέλει, λέγει, ὄχι ὅπως διατάχθηκε. Μοιράζει, δέν μοιράζεται. Ἔχει ἐξουσία, δέν βρίσκεται κάτω ἀπό ἐξουσία. Γιατί τήν ἴδια ἀκριβῶς ἐξουσία, πού βεβαίωσε στόν Πατέρα, ἀναθέτει ὁ Παῦλος καί στό Ἅγιο Πνεῦμα. Καί ὅπως λέγει γιά τόν Πατέρα.«Ὁ Θεός εἶναι αὐτός πού ἐνεργεῖ τά πάντα σ᾿ ὅλους» (Α´ Κορ. 12, 6). Ἔτσι καί γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα. «Καί ὅλα αὐτά τά χαρίσματα», λέγει, «ἐνεργεῖ τό ἕνα καί μοναδικό Ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο τά μοιράζει χωριστά στόν καθένα ὅπως θέλει».

Εἶδες τέλεια ἐξουσία; Γιατί αὐτά πού ἔχουν τήν ἴδια οὐσία, εἶναι φανερό ὅτι ἔχουν καί τήν ἴδια ἐξουσία.καί αὐτά πού ἔχουν τήν ἴδια ἀξία, ἔχουν καί τήν ἴδια δύναμη καί τήν ἴδια ἐξουσία. Μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐπιτύχαμε τήν ἀπαλλαγή ἀπό τίς ἁμαρτίες καί ξεπλύναμε κάθε ἀκαθαρσία. Μέ τή χάρη του ἀπό ἄνθρωποι γίναμε ἄγγελοι, ὅσοι πλησιάσαμε τή χάρη του, χωρίς ν᾿ ἀλλάξουμε τή φύση μας, ἀλλά, πράγμα πού εἶναι πολύ πιό ἀξιοθαύμαστο, παραμένοντας στήν ἀνθρώπινη φύση δείχνουμε ἀγγελική συμπεριφορά.

Τέτοια εἶναι ἡ δύναμη τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Καί ὅπως ἡ φωτιά αὐτή πού βλέπουμε, ὅταν παραλάβει τόν μαλακό πηλό, τόν κάνει σκληρό κεραμίδι, ἔτσι ἀκριβῶς καί ἡ φωτιά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅταν παραλάβει μία συνετή ψυχή, καί ἄν ἀκόμα τή βρεῖ πιό μαλακή ἀπό τόν πηλό, τήν κάνει πιό σκληρή ἀπό τό σίδερο. Ἐπίσης αὐτόν πού πρίν ἀπό λίγο ἦταν μολυσμένος ἀπό τήν ἀκαθαρσία τῶν ἁμαρτιῶν, τόν κάνει ἀμέσως πιό λαμπρό ἀπό τόν ἥλιο.

Αὐτά ἀκριβῶς θέλοντας νά μᾶς διδάξει ὁ μακάριος Παῦλος φώναζε δυνατά λέγοντας. «Μήν πλανᾶστε.οὔτε οἱ πόρνοι, οὔτε οἱ εἰδωλολάτρες, οὔτε οἱ μοιχοί, οὔτε οἱ θηλυπρεπεῖς, οὔτε οἱ παιδεραστές, οὔτε οἱ πλεονέκτες, οὔτε οἱ κλέφτες, οὔτε οἱ μέθυσοι, οὔτε ἐκεῖνοι πού περιπαίζουν καί βρίζουν, οὔτε οἱ ἅρπαγες θά κληρονομήσουν τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Α´ Κορ. 6, 9-10). Καί ἀφοῦ ἀρίθμησε ὅλα, κατά κάποιο τρόπο, τά εἴδη τῆς κακίας, καί ἀφοῦ μᾶς δίδαξε ὅτι οἱ ὑπεύθυνοι τέτοιων ἁμαρτημάτων ἀποξενώνονται ἀπό τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀμέσως πρόσθεσε·«Καί τέτοιοι ἤσαστε μερικοί ἀπό σᾶς, ἀλλά λουσθήκατε ἀπό τά ἁμαρτήματα αὐτά, ἁγιασθήκατε καί γίνατε δίκαιοι» (Α´ Κορ. 6, 11).

Πές μου, πῶς καί μέ ποιόν τρόπο; γιατί αὐτό εἶναι πού θέλουμε νά μάθουμε. «Γιατί βαπτισθήκατε στό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ», λέγει, «καί στή χάρη τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ μας». Εἶδες, ἀγαπητέ, τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; εἶδες ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐξαφάνισε ὅλη ἐκείνη τήν κακία, καί ὅτι ἐκείνους πού ἦταν προηγουμένως ὑποδουλωμένοι στίς δικές τους ἁμαρτίες, τούς ἀνέβασε ἀμέσως στήν ὑψηλότερη τιμή;

Ποιός λοιπόν θά μποροῦσε νά κλάψει καί νά θρηνήσει, ὅπως ἀξίζει, ἐκείνους πού ἐπιχειροῦν νά μιλοῦν περιφρονητικά γιά τήν ἀξία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐκείνους πού, σάν νά ἦταν τρελλοί, δέν κατόρθωσαν οὔτε οἱ πολλές εὐεργεσίες νά τούς ἀπομακρύνουν ἀπό τήν ἀχαριστία τους, ἀλλά τολμοῦν νά κάνουν τά πάντα ἐναντίον τῆς σωτηρίας τους, ἀποστερώντας τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅσο τούς εἶναι δυνατό, ἀπό τή θεϊκή του ἀξία, καί προσπαθοῦν νά τό κατεβάσουν στήν κατηγορία τῶν κτισμάτων; Ἐκείνους θά ἤθελα νά ἐρωτήσω. Γιά ποιό λόγο ἐσεῖς πολεμᾶτε τόσο πολύ τήν ἀξία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; ἤ καλύτερα, γιατί πολεμᾶτε τή σωτηρία σας, καί δέ θέλετε νά καταλάβετε τά λόγια πού εἶπε ὁ Σωτήρας στούς μαθητές του; «Πηγαίνετε νά διδάξετε ὅλους τούς λαούς, βαπτίζοντας αὐτούς στό ὄνομα τοῦ Πατέρα καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Ματθ. 28, 19). Εἶδες ὅτι ἔχουν ἰσότιμη ἀξία; Εἶδες ὅτι ἔχουν τέλεια συμφωνία; Εἶδες ὅτι ἡ Ἁγία Τριάδα εἶναι ἀδιαίρετη; Μήπως ὑπάρχει κάποια διαφορά ἤ ἀλλαγή ἤ ἔλλειψη; Γιατί τολμᾶτε νά παραποιεῖτε τά λόγια τοῦ Κυρίου;

Ἤ δέ γνωρίζετε ὅτι καί στά ἀνθρώπινα πράγματα, ἄν κάποιος ἐπιχειρήσει ποτέ ἤ τολμήσει, νά προσθέσει ἤ νά ἀφαιρέσει κάτι στίς διαταγές τοῦ βασιλιᾶ, πού εἶναι ὅμοιός μας καί ἔχει τήν ἴδια φύση μέ μᾶς, τόν τιμωροῦν μέ τή χειρότερη τιμωρία καί τίποτε δέν μπορεῖ νά τόν ἀπαλλάξει ἀπό τήν τιμωρία αὐτήν;

Ἐάν στήν περίπτωση τοῦ ἀνθρώπου ὑπάρχει τόσο μεγάλος κίνδυνος, πῶς θά μποροῦσαν νά συγχωρηθοῦν ἐκεῖνοι πού εἶναι τόσο ἀπερίσκεπτοι καί πού προσπαθοῦν νά παραποιήσουν τά λόγια τοῦ Σωτήρα ὅλων μας καί πού δέ θέλουν ν᾿ ἀκούσουν οὔτε τόν Παῦλο, ὁ ὁποῖος ὅταν ὁμιλεῖ ἔχει μέσα του τό Χριστό καί φωνάζει μέ καθαρή φωνή καί λέγει.«Δέν εἶδε μάτι καί αὐτί δέν ἄκουσε καί ἀνθρώπινος νοῦς δέ φαντάστηκε ἐκεῖνα πού ἑτοίμασε ὁ Θεός γι᾿ αὐτούς πού τόν ἀγαποῦν» (Α´ Κορ. 2, 9);

Ἐάν λοιπόν δέν εἶδε μάτι, οὔτε αὐτί ἄκουσε, οὔτε ἀνθρώπινος νοῦς μπόρεσε νά κατανοήσει ἐκεῖνα πού ὁ Θεός ἑτοίμασε γι᾿ αὐτούς πού τόν ἀγαποῦν, πῶς θά μπορέσουμε ἐμεῖς, μακάριε Παῦλε, νά τά γνωρίσουμε; Περίμενε λίγο καί θ᾿ ἀκούσεις τόν Παῦλο νά φανερώνει καί αὐτό. Πρόσθεσε λοιπόν λέγοντας. «Σ᾿ ἐμᾶς ὅμως ὁ Θεός τά φανέρωσε μέ τό Ἅγιο Πνεῦμά του» (Α´ Κορ. 2, 10). Καί οὔτε ἐδῶ σταμάτησε, ἀλλά γιά νά δείξει καί τή μεγάλη δύναμή του, καθώς καί τό ὅτι ἔχει τήν ἴδια οὐσία μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό, λέγει.«Γιατί τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐξετάζει τά πάντα, ἀκόμη καί τά κρυφά σχέδια τοῦ Θεοῦ» (Α´ Κορ. 2, 10).

Ἔπειτα θέλοντας νά μᾶς κάμει ἀκριβέστερη τή διδασκαλία του μέ παραδείγματα ἀπό τήν ἀνθρώπινη ζωή, πρόσθεσε.«Γιατί, ποιός ἄλλος ἀπό τούς ἀνθρώπους γνωρίζει τά ἰδιαίτερα τοῦ ἀνθρώπου, παρά μόνο τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι μέσα του; Ἔτσι καί τά ἰδιαίτερα τοῦ Θεοῦ κανένας ἄλλος δέ γνωρίζει, παρά μόνο τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ» (Α´ Κορ. 2, 11). Εἶδες τέλεια διδασκαλία; Ὅπως, λέγει, δέν εἶναι δυνατό νά γνωρίζει κανένας ἄλλος αὐτά πού εἶναι μέσα στή σκέψη ἑνός ἀνθρώπου, ἀλλά μόνος του ὁ καθένας γνωρίζει τά δικά του, ἔτσι καί τά ἰδιαίτερα τοῦ Θεοῦ κανένας δέ γνωρίζει, παρά μόνο τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Αὐτό εἶναι πολύ μεγάλο καί μέ τό παραπάνω ἀρκετό γιά νά ἀποδείξει τήν ἀξία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Γιατί μᾶς ἔφερε ἕνα παράδειγμα καί μᾶς λέγει καθαρά ὅτι δέν εἶναι δυνατό νά μή γνωρίζει ποτέ κάποιος ἀπό τούς ἀνθρώπους αὐτά πού εἶναι μέσα στή σκέψη του. Ὅπως λοιπόν αὐτό δέν εἶναι δυνατό νά γίνει, ἔτσι μέ τόση ἀκρίβεια, λέγει, τό Ἅγιο Πνεῦμα γνωρίζει καί τά ἰδιαίτερα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά δέν ξέρω πῶς οὔτε μέ τά λόγια του αὐτά ὁ μακάριος Παῦλος δέν πείθει ἐκείνους πού στρέφονται μόνοι τους ἐναντίον τῆς σωτηρίας τους καί κάνουν τόσο μεγάλο πόλεμο ἐναντίον τῆς ἀξίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί ὅσο μποροῦν τό ἀποξενώνουν αὐτό ἀπό τή θεϊκή του ἀξία καί τό κατεβάζουν στήν ἀσήμαντη θέση τῶν δημιουργημάτων. Ἀλλ᾿ ἄν καί αὐτοί συμπεριφέρονται ἐχθρικά καί εἶναι ἀντίθετοι στά λεγόμενα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ἐμεῖς, ἀφοῦ δεχόμαστε τά θεῖα δόγματα σάν ἀποκάλυψη πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό, ἄς προσφέρουμε στόν Κύριο τή δοξολογία πού ἁρμόζει, δείχνοντας μαζί μέ τή σωστή πίστη καί τό ὅτι τηροῦμε ἀκριβῶς τήν ἀλήθεια.

Πρός αὐτούς λοιπόν πού ἐπιχειροῦν νά διδάσκουν τά ἀντίθετα ἀπό ἐκεῖνα πού εἶπε τό Ἅγιο Πνεῦμα, εἶναι ἀρκετά ὅσα εἴπαμε, εἶναι ἀνάγκη ὅμως νά ποῦμε στή δική σας ἀγάπη, γιά ποιό λόγο δέ μᾶς χάρισε ὁ Κύριος ἀμέσως μετά τήν ἄνοδό του στόν οὐρανό τήν αἰτία τῶν τόσων ἀγαθῶν, ἀλλ᾿ ἄφησε πρῶτα νά περάσουν λίγες ἡμέρες καί νά μείνουν μόνοι τους οἱ μαθητές, καί ὕστερα ἔστειλε κάτω στή γῆ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτό δέν ἔγινε ἄσκοπα, οὔτε τυχαῖα. Ἐπειδή δηλαδή γνώριζε ὅτι οἱ ἄνθρωποι δέ θαυμάζουν μ᾿ ὅμοιο τρόπο τά ἀγαθά πού ἔχουν στά χέρια τους, οὔτε ἐκτιμοῦν τήν ἀξία πού πραγματικά ἔχουν ἐκεῖνα, πού εἶναι εὐχάριστα καί σημαντικά, ἄν δέν ὑπάρχουν καί τά ἀντίθετα. Ἐννοῶ περίπου τό ἑξῆς.γιατί πρέπει νά τό πῶ σαφέστερα.

Ἐκεῖνος πού εἶναι ὑγιής καί δυνατός στό σῶμα δέν αἰσθάνεται, οὔτε μπορεῖ νά ξέρει καλά, πόσα ἀγαθά τοῦ χάριζε ἡ ὑγεία, ἄν δέν ἀποκτήσει ἀρρωσταίνοντας πείρα καί τῆς ἀρρώστιας. Καί ἐκεῖνος πού βλέπει πάλι τήν ἡμέρα δέ θαυμάζει ὅπως πρέπει τό φῶς, ἐάν δέν τό διαδεχθεῖ τό σκοτάδι τῆς νύχτας. Γιατί, πραγματικά, ἡ πείρα πού ἔχουμε γιά τά ἀντίθετα γίνεται πάντοτε σαφής διδάσκαλος γιά ἐκεῖνα, πού ἔτυχε νά ἀπολαύσουμε προηγουμένως.

Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς καί τότε, ἐπειδή οἱ μαθητές εἶχαν ἀπολαύσει παρά πολλά ἀγαθά, ὅταν ἦταν μαζί τους ὁ Κύριος, καί ἦταν πολύ εὐτυχισμένοι ἐπειδή τόν συναναστρέφονταν (γιατί ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς Παλαιστίνης ἔβλεπαν στά πρόσωπά τους σάν νά ἔβλεπαν σέ κάποια ἀστέρια, ἀφοῦ καί νεκρούς ἀνάσταιναν, καί λεπρούς καθάριζαν, καί δαιμόνια ἔδιωχναν, καί ἀρρώστιες θεράπευαν καί ἔκαναν καί πολλά ἄλλα θαύματα), ἐπειδή λοιπόν ἦταν τόσο σπουδαῖοι καί πασίγνωστοι, γι᾿ αὐτό τούς ἄφησε νά ἀποχωρισθοῦν γιά λίγο ἀπό τή δύναμη πού τούς βοηθοῦσε, ὥστε, ὅταν βρεθοῦν μόνοι τους, νά μάθουν τί τούς χάριζε ἡ παρουσία τῆς ἀγαθότητας τοῦ Κυρίου, καί, ἀφοῦ ἀντιληφθοῦν τά ἀγαθά τοῦ παρελθόντος, νά ὑποδεχθοῦν μέ μεγαλύτερη προθυμία τή δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Πραγματικά, ἐνῶ ἦταν στενοχωρημένοι, τούς παρηγόρησε, καί, ἐνῶ ἦταν σκυθρωποί καί θλιμμένοι γιά τό χωρισμό τους ἀπό τό Διδάσκαλο, τούς φώτισε μέ τό δικό του φῶς, καί, ἐνῶ ἦταν σχεδόν νεκροί, τούς ἀνέστησε καί σκόρπισε τό σύννεφο τῆς λύπης καί τούς ἔβγαλε ἀπό τή δύσκολη θέση.

Ἐπειδή δηλαδή εἶχαν ἀκούσει τά λόγια τοῦ Κυρίου, «Πηγαίνετε νά διδάξετε ὅλα τά ἔθνη», καί βρίσκονταν στή συνέχεια σέ δύσκολη θέση καί δέν ἤξεραν ποῦ πρέπει νά κατευθυνθεῖ ὁ καθένας καί σέ ποιό μέρος τῆς γῆς νά κηρύξει τό λόγο τοῦ Θεοῦ, ἔρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα μέ μορφή πύρινων γλωσσῶν καί μοιράζει στόν καθένα τά μέρη τῆς γῆς πού ἔπρεπε νά κηρύξει καί μέ τή γλώσσα πού ἔδωσε, σάν μέ κάποιο σημείωμα, γνωρίζει στόν καθένα τά ὅρια τῆς ἐξουσίας καί τῆς διδασκαλίας πού ἔπρεπε ν᾿ ἀναλάβει.

Γι᾿ αὐτό ἐμφανίσθηκε τό Ἅγιο Πνεῦμα μέ μορφή πύρινων γλωσσῶν. Καί ὄχι μόνο γι᾿ αὐτό, ἀλλά γιά νά μᾶς θυμίσει καί κάποια παλιά ἱστορία. Ἐπειδή δηλαδή στά παλιά χρόνια παραλογίσθηκαν οἱ ἄνθρωποι καί θέλησαν νά κτίσουν ἕνα πύργο πού νά φθάνει ὥς τόν οὐρανό, καί μέ τή σύγχυση τῶν γλωσσῶν τους διέλυσε ὁ Θεός τήν κακή ἀπόφασή τους (Ἀναφέρεται στόν πύργο τῆς Βαβέλ. Βλ. Γεν. 11, 1-9), γι᾿ αὐτό καί τώρα μέ μορφή πύρινων γλωσσῶν πετᾶ σ᾿ αὐτούς τό Ἅγιο Πνεῦμα, γιά νά ἑνώσει μ᾿ αὐτό τήν οἰκουμένη πού ἦταν χωρισμένη.Καί ἔγινε κάτι ἀσυνήθιστο καί παράξενο. Γιατί ὅπως τότε στά παλιά χρόνια γλῶσσες χώρισαν τήν οἰκουμένη καί διέλυσαν τήν κακή συμφωνία, ἔτσι καί τώρα γλῶσσες ἕνωσαν τήν οἰκουμένη καί ὁδήγησαν σέ ὁμόνοια αὐτά πού ἦταν χωρισμένα.

Γι᾿ αὐτό λοιπόν ἐμφανίσθηκε τό Ἅγιο Πνεῦμα μέ μορφή γλωσσῶν καί σάν πύρινες γλῶσσες γιά τό ἀγκάθι τῆς ἁμαρτίας πού μεγάλωσε πολύ μέσα μας. Γιατί ὅπως ἡ γῆ, ὅταν δέν καλλιεργεῖται, ἐνῶ εἶναι γόνιμη καί πλούσια, βγάζει πολλά ἀγκάθια, ἔτσι ἀκριβῶς καί ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἐνῶ εἶναι καλή ἀπό τό δημιουργό της καί κατάλληλη γιά τά ἔργα τῆς ἀρετῆς, ἐπειδή δέ δέχθηκε τό ἄροτρο τῆς εὐσέβειας, οὔτε τό σπόρο τῆς θεογνωσίας, βλάστησε μέσα μας τήν ἀσέβεια σάν ἀγκάθια καί ἄλλα ἄχρηστα φυτά. Καί ὅπως ἡ ἐπιφάνεια τῆς γῆς πολλές φορές δέ φαίνεται ἀπό τά πολλά ἀγκάθια καί τά ἄγρια χόρτα, ἔτσι καί ἡ εὐγένεια καί ἡ ἁγνότητα τῆς ψυχῆς μας δέ φαινόταν, μέχρις ὅτου ἦλθε ὁ γεωργός τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ἔβαλε τή φωτιά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν καθάρισε καί τήν προετοίμασε νά δεχθεῖ τόν οὐράνιο σπόρο.

Τόσα πολλά καί ἀκόμη περισσότερα ὑπῆρξαν γιά μᾶς τά ἀγαθά ἀπό τή σημερινή ἡμέρα. Γι᾿ αὐτό, σᾶς παρακαλῶ, ἄς ἑορτάσουμε καί ἐμεῖς ἀνάλογα μέ τήν ἀξία τῶν ἀγαθῶν πού μᾶς χάρισε ὁ Θεός, ὄχι στεφανώνοντας τήν πόλη, ἀλλά καλλωπίζοντας τίς ψυχές μας, ὄχι στολίζοντας τήν ἀγορά μέ παραπετάσματα, ἀλλά κάνοντας χαρούμενη τήν ψυχή μας μέ τά ἐνδύματα τῆς ἀρετῆς γιά νά μπορέσουμε ἔτσι καί τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος νά ὑποδεχθοῦμε καί τούς καρπούς πού μᾶς προσφέρει ν᾿ ἀποκτήσουμε. Καί ποιός εἶναι ὁ καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Ἄς ἀκούσουμε τόν Παῦλο πού λέγει.«Ὁ καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», λέγει, «εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ χαρά, ἡ εἰρήνη» (Γαλ. 5, 22). Πρόσεχε τήν ἀκρίβεια τῶν λέξεων καί τή σειρά τῆς διδασκαλίας. Ἔβαλε πρώτη τήν ἀγάπη καί ὕστερα ἀνάφερε τά ἄλλα. Φύτεψε τό δένδρο καί ὕστερα τόν καρπό. Ἔβαλε τά θεμέλια καί ὕστερα πρόσθεσε τήν οἰκοδομή. Ἄρχισε ἀπό τήν πηγή καί ὕστερα ἔφθασε στούς ποταμούς.

Πράγματι δέν μποροῦμε νά αἰσθανθοῦμε πρῶτα τή χαρά, ἄν δέ θεωρήσουμε πρῶτα ὅτι εἶναι δική μας ἡ χαρά τῶν ἄλλων καί ἄν δέ λογαριάσουμε ὅτι εἶναι δικά μας τά ἀγαθά τῶν συνανθρώπων μας. Καί αὐτά δέν εἶναι δυνατό ποτέ νά φανοῦν ἀπό τίποτε ἄλλο, ἄν δέ μᾶς κυριέψει ἡ δύναμη τῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ρίζα, ἡ πηγή καί ἡ μητέρα ὅλων τῶν ἀγαθῶν. Γιατί πράγματι σάν ρίζα κάνει νά βλαστήσουν ἄπειρα κλαδιά ἀρετῆς, σάν πηγή βγάζει πολλά νερά καί σάν μητέρα σφίγγει μέσα στήν ἀγκαλιά της ἐκείνους πού καταφεύγουν σ᾿ αὐτήν. Αὐτό ἀκριβῶς γνωρίζοντας καί ὁ μακάριος Παῦλος ὀνόμασε τήν ἀγάπη καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Καί ἀλλοῦ τῆς χάρισε τόσο μεγάλο προτέρημα, ὥστε νά πεῖ ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ τέλεια τήρηση καί ἐκπλήρωση τοῦ νόμου.«Γιατί ἡ ἀγάπη», λέγει, «εἶναι ἡ τέλεια τήρηση καί ἐκπλήρωση τοῦ νόμου» (Ρωμ. 13, 10). Ὁ Κύριος τῶν πάντων δέ θεώρησε καμιά ἄλλη προϋπόθεση ἀρκετή καί ἀπόδειξη ἀξιόπιστη γιά νά φαίνονται οἱ μαθητές του, παρά μόνο τήν ἀγάπη, λέγοντας.«Μ᾿ αὐτό θά μάθουν ὅλοι ὅτι εἶστε μαθητές μου, ἐάν ἔχετε μεταξύ σας ἀγάπη» (Ἰω. 13, 35).

Γι᾿ αὐτό, σᾶς παρακαλῶ, ἄς καταφύγουμε ὅλοι σ᾿ αὐτήν, ἄς τήν ἀγκαλιάσουμε καί μ᾿ αὐτήν ἄς ὑποδεχθοῦμε τή σημερινή ἑορτή. Γιατί, ὅπου ὑπάρχει ἀγάπη, ἀδρανοῦν τά πάθη τῆς ψυχῆς. Ὅπου ὑπάρχει ἀγάπη, σταματοῦν οἱ παράλογες σαρκικές ἐπιθυμίες τῆς ψυχῆς. «Ἡ ἀγάπη», λέγει ὁ Παῦλος, «δέν ὑπερηφανεύεται, δέ φουσκώνει ἀπό ἐγωισμό, δέ φέρεται ἄσεμνα» (Α´ Κορ. 13, 4-5). Ἡ ἀγάπη δέν κάνει κακό στό συνάνθρωπο. Ὅπου κυβερνᾶ ἡ ἀγάπη, πουθενά δέν ὑπάρχει Κάιν νά σκοτώσει τόν ἀδελφό του.

Βγάλε ἀπό τήν καρδιά σου τήν πηγή τοῦ φθόνου, καί ἔβγαλες τόν ποταμό ὅλων τῶν κακῶν. Κόψε τή ρίζα, καί κατέστρεψες ταυτόχρονα καί τόν καρπό. Καί τά λέγω αὐτά, γιατί λυπᾶμαι περισσότερο ἐκείνους πού φθονοῦν, παρά ἐκείνους πού φθονοῦνται, γιατί ἐκεῖνοι εἶναι κυρίως πού ζημιώνονται πάρα πολύ καί πού προξενοῦν μεγάλη καταστροφή στόν ἑαυτό τους. Ἐπειδή γι᾿ αὐτούς πού φθονοῦνται ὁ φθόνος εἶναι, ἐάν τό θελήσουν, ἀφορμή γιά βράβευση.

Καί πρόσεχε, σέ παρακαλῶ, πῶς ὁ δίκαιος Ἄβελ ἐπαινεῖται καί ἀναφέρεται καθημερινά, καί ἡ σφαγή του ἔγινε γι᾿ αὐτόν ἀφορμή καλῆς φήμης. Καί αὐτός μετά τό θάνατό του ὁμιλεῖ ἐλεύθερα καί κατηγορεῖ μέ δυνατή φωνή τό δολοφόνο του. Ὁ Κάιν ὅμως, πού δῆθεν ἔμεινε στή ζωή, πῆρε τήν ἀμοιβή του ἀνάλογα μέ τά ἔργα του, καί ἔζησε ἐπάνω στή γῆ ἀναστενάζοντας καί τρέμοντας. Ὁ Ἄβελ ὅμως πού σκοτώθηκε καί ξαπλώθηκε νεκρός ἔδειξε μετά τό θάνατό του μεγαλύτερη παρρησία (Γεν. 9, 10). Καί ὅπως ἔκαμε ἐκεῖνον ἡ ἁμαρτία του νά ζεῖ πιό ἄθλια καί ἀπό τούς νεκρούς, ἔτσι ἔκαμε αὐτόν ἡ ἀρετή του νά λάμπει περισσότερο καί μετά τό θάνατό του.

Γι᾿ αὐτό λοιπόν καί ἐμεῖς, γιά ν᾿ ἀποκτήσουμε μεγαλύτερη παρρησία καί σ᾿ αὐτή τή ζωή καί στήν ἄλλη, γιά νά ἀπολαύσουμε περισσότερη χαρά πού πηγάζει ἀπό τήν ἑορτή, ἄς καταστρέψουμε ὅλα τά ἀκάθαρτα ἐνδύματα τῆς ψυχῆς, ἄς γυμνωθοῦμε ἰδιαίτερα ἀπό τό ἔνδυμα τοῦ φθόνου. Γιατί καί ἄν ἀκόμη φανοῦμε ὅτι πετύχαμε πάρα πολλά, ὅλα θά τά χάσουμε, ὅταν μᾶς ἐνοχλεῖ τό πικρό καί ἄγριο αὐτό ἐλάττωμα, πού μακάρι νά τό ἀποφύγουμε ὅλοι μας, καί ἰδιαίτερα αὐτοί πού σήμερα μέ τή χάρη τοῦ βαπτίσματος ἔβγαλαν τό παλιό ἔνδυμα τῶν ἁμαρτημάτων τους καί πού μποροῦν νά λάμπουν σάν τίς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου.

Ἑσεῖς λοιπόν, παρακαλῶ, οἱ ὁποῖοι υἱοθετηθήκατε σήμερα ἀπό τό Θεό, οἱ ὁποῖοι ντυθήκατε τό λαμπρό αὐτό φόρεμα, διατηρῆστε μέ κάθε τρόπο τή χαρά, στήν ὁποία εἶστε τώρα, ἀφοῦ φράξετε ἀπό παντοῦ τήν εἴσοδο στό διάβολο, ὥστε νά ἀπολαύσετε ἀφθονότερη τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί νά μπορέσετε ν᾿ ἀποδώσετε καλά ἔργα ὁ ἕνας τριάντα, ὁ ἄλλος ἑξήντα, ὁ ἄλλος ἑκατό, καί νά ἀξιωθεῖτε νά συναντήσετε μέ παρρησία τό βασιλιά τῶν οὐρανῶν, ὅταν πρόκειται νά ἔλθει καί νά μοιράσει τά ἀπερίγραπτα ἀγαθά σ᾿ ἐκείνους πού ἔζησαν ἐνάρετα τήν παρούσα ζωή, μέ τή βοήθεια τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ δύναμη τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

ΠΕΡΙ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑΣ

Image result for autocoscienza 

Σ' αυτό το σημείο τής εξελίξεως τών εννοιών στον Δυτικό πολιτισμό, κρίνουμε απαραίτητο να προσπαθήσουμε να διευκρινίσουμε κάπως την παλαιά συνείδηση και την σύγχρονη αυτοσυνειδησία, η οποία όπως καταλαβαίνουμε ήδη αντικατέστησε τον «παληό» νού, το κατ' εικόνα του ανθρώπου!

Η παλαιά συνείδηση λοιπόν ανήκε στις λειτουργίες τής καρδιάς, αποκάλυπτε το κακό και το τιμωρούσε, με τέτοιο τρόπο που σχεδόν ο Νόμος ήταν στην υπηρεσία της! Η συνείδηση ήταν μέρος τής δικαιοσύνης! Ο Πλάτων έλεγε πως η τιμωρία ακολουθεί από πολύ κοντά το κρίμα: «Το κακό τον κακό τυραννάει πιο πολύ»! Όπως η σφήκα τσιμπάει και πονά άλλους, βλάπτει πιο πολύ τον εαυτό της, γιατί χάνει το κεντρί της και τη δύναμή της για πάντα. Έτσι και οι κακοί στην πληγή που κάνουν, εκεί αφήνουν και τη ζωή τους!

Η πρώτη τιμωρία είναι πως κανένας ένοχος δεν μπορεί να βγει αθώος στο ίδιο του τό δικαστήριο. Έτσι λοιπόν, ανάλογα με την κρίση που η συνείδηση αποδίδει στον εαυτό της, η καρδιά μας μέσα μας είναι γεμάτη φόβο ή ελπίδα!

Αυτή η χρυσή εποχή τής συνειδήσεως αγγελιοφόρου του Νόμου, του γραμμένου στην καρδιά μας, τελειώνει με τον Αθεϊσμό του Lock, το cogito του Descartes, το Εγώ σκέπτομαι των Kant και Φίχτε!

Η Δύση απελευθερώνει την συνείδηση από την υπηρεσία της στον Θεό και την αναδεικνύει σε ταυτότητα του ανθρώπου. Υπηρετεί από τότε τον άνθρωπο ενάντια στο Θεό. Η αυτοσυνειδησία είναι η σύγχρονη «θέωση».

Η σύγχρονη συνείδηση λοιπόν έχει την βάση της στην αντικειμενικότητα. Δεν μπορεί να χωρισθεί από τον αντικειμενικό κόσμο, βρίσκεται μέσα στον κόσμο όπως η ίδια τον συλλαμβάνει (χαράζει η εκκοσμίκευση).

Η γλώσσα καταλήγει εκδήλωση της πραγματικότητος τής συνείδησής μας. Διότι μ' αυτή ο άνθρωπος γνωρίζει τον άλλο άνθρωπο και γνωρίζεται ο ίδιος από τους άλλους. Το να είσαι συνειδητός σημαίνει να αφηγείσαι την εμπειρία σου και επομένως η γλώσσα είναι μια δομική ποιότητα της συνειδήσεως.

Η γλώσσα αναδεικνύεται ώς η εμπειρία και ο τρόπος ύπαρξης τού ΕΓΩ. Το ΕΓΩ περικλείει στον εαυτό του τα γεγονότα που το οικοδομούν. Αυτή είναι η Ιστορικότητά του. Η προσωπικότητα είναι μια Ιστορία, δηλαδή ο τρόπος που οικοδομείται σαν μια βιογραφία, που δένει σε μια σειρά γεγονότων τους τρόπους υπάρξεως του ΕΓΩ.
Το σύστημα του προσώπου αναπτύσσεται σαν δημιουργία τού κόσμου του και το ΕΓΩ είναι ο συγγραφέας τής καθαυτό προσωπικότητος, δανεισμένης και αντιτιθέμενης ταυτόχρονα στον άλλο.
Το συνειδητό ον λοιπόν είναι δομημένο σαν αντανάκλαση τού Εγώ, πάνω στην εμπειρία του Εγώ. Δεν ταυτίζεται με το Εγώ, αλλά απαιτεί το Εγώ του να υπερβαίνει το βίωμά του. Το βίωμα του ΕΓΩ μπαίνει στην συνείδηση και το συνειδητό ον τότε γεννιέται καθώς γίνεται κύριο της εμπειρίας του από την αντικειμενοποίηση τής ύπαρξής του μέσα στο Εγώ του.

ΤΟ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟ ΟΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙ ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ.

Ο σύγχρονος κοσμικός άνθρωπος, χωρίς καρδιά, χωρίς ψυχή, χωρίς τον Νόμο του Θεού, χωρίς Μετάνοια, χωρίς πίστη επομένως, αυτοκαθορίζεται σαν Χριστιανός ο οποίος θέλει να σώσει τον κόσμο από τα προβλήματά του! Με την δύναμη του θεού βεβαίως, διότι καθώς είδαμε στον Ηegel, ο θεός κατοικεί στην συνείδησή μας και είναι όπως τον σκέπτομαι, αυτή δε η σκέψη, το Είναι του θεού, δημιουργεί κόσμο και Ιστορία η οποία πορεύεται προς τα έσχατα!

Είναι αλήθεια παρατηρεί ο Lonergan, πώς κατά τον μεσαίωνα δέν συζητήθηκε σχεδόν καθόλου το θέμα της αυτοσυνειδήσεως. Παρ’όλα αυτά όμως οι καθολικοί πιστοί δέν σκέφτηκαν ποτέ τους να λατρέψουν έναν θεό και κάποια θεία πρόσωπα χωρίς αυτοσυνειδησία. Ποιός θα μπορούσε να αναφερθεί στην φιλανθρωπία κάποιου πού θα εστερείτο συνειδήσεως; 
[Σχόλιο: ΕΔΩ ΑΚΡΙΒΩΣ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΕΙ Ο ΠΛΩΤΙΝΟΣ: ΕΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΣΟΦΟΣ, ΤΙ ΘΑ ΑΛΛΑΞΕΙ ΕΑΝ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΕΙ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΣΟΦΟΣ;; ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΣΟΦΟΤΕΡΟΣ;; Ο Πλωτίνος ήταν άνθρωπος τής αληθείας δέν μπορούσε νά διανοηθεί ότι ο μοντέρνος άνθρωπος, πονηρά, μέ τήν βοήθεια συστημάτων, μεθόδων καί κανόνων ή εξεργέσεων καί επαναστάσεων, θά γινόταν συνειδητός σοφός, ή χριστιανός χωρίς νά είναι σοφός ή χριστιανός]. 
Καί ποιός θα μπορούσε να λάβει στ’ αλήθεια συγχώρεση απ’Αυτόν ο οποίος δεν γνωρίζει αυτό πού κάνει; Καί καταλήγει: Όταν ομιλούμε για την Τριάδα ομιλούμε για τρία συνειδητά υποκείμενα με μία συνείδηση.
Σχόλιο[Μέ την εσωτερικότητα τού Αυγουστίνου και την ιεραρχία στό θεό τού Ακινάτη. Με τήν αναλογία σάν τον μοναδικό νόμο της μεταφυσικής και της δυνατότητος σχέσεως θεού και ανθρώπου φθάσαμε στό θάνατο τού θεού τού Νίτσε. Η σύγχρονη φιλοσοφία ελεύθερη από τον θεό πλέον φτιάχνει έναν άνθρωπο αυτόνομο και αυτάρκη ο οποίος με τον νόμο της αναλογίας ξανά ξαναδημιουργεί έναν θεό κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν του. Ακριβώς τό είδωλο το οποίο είχε γκρεμίσει ο Νίτσε. Μπορεί ο χρόνος να κινείται πλέον σε ευθεία γραμμή, όμως η ειδωλολατρεία συνεχίζει να κινείται με την κυκλική αιώνια επανάληψη τού ιδίου. Καί όλα αυτά επειδή εγκατελείφθη ο νούς.]
Η ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ ΛΟΙΠΟΝ. ΤΟ SUMMUM BONUM ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ, ΔΕΝ ΕΝΑΙ ΠΑΡΑ Η ΨΕΥΤΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΜΑΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ. Η ΤΑΥΤΙΣΗ ΜΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΛΟΓΙΣΜΟΥΣ ΜΑΣ.
 Όταν ο άνθρωπος άναπαύη τον λογισμό του, καταπατά τήν συνείδηση του. Και όταν αναπαύη τον λογισμό του γιά πολύ καιρό, κάνει μιά άλλη, δική του, συνείδηση, μιά συνείδηση στά μέτρα του, δηλαδή μιά λανθασμένη συνείδηση. Τότε όμως δεν έχει ανάπαυση μέσα του, γιατί ανάπαυση εσωτερική δεν μπορεί νά φέρη η λανθασμένη συνείδηση. (ΑΓΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ)

ΒΡΙΣΚΟΥΜΕ ΚΑΘΑΡΑ ΛΟΙΠΟΝ ΤΗΝ ΠΗΓΗ ΤΟΥ ΨΕΥΔΟΟΡΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΑΝ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΟΠΩΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΒΟΛΟΥ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟ.

α  Καθαριεῖ τὴν συνείδησιν ὑμῶν(:θα καθαρίσει τη συνείδησή σας από τα έργα της αμαρτίας που φέρνουν στην ψυχή νέκρωση)», λέγει, «ἀπὸ νεκρῶν ἔργων (:από τα έργα της αμαρτίας που φέρνουν στην ψυχή νέκρωση)»[Εβρ.9,14]

     Σήμερα η αυτοσυνειδησία, η εμπιστοσύνη στόν εαυτό μας, θεωρείται τό θεμέλιο τής ταυτότητός μας. Καί στήν πραγματικότητα η συνείδηση αυτή πού σήμερα λέει ΕΓΩ ΥΠΑΡΧΩ, ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ Ο ΩΝ, ΠΡΟΣΩΠΟ, στηρίζεται σέ μιά νεκρή από τήν αμαρτία ψυχή.


Αμέθυστος

Εις την Πεντηκοστήν (Αγ. Νικόδημος Αγιορείτης) ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ

Α´. Μεταβολήν τοῦ νοῦ

Β´. Μεταβολήν τῆς καρδίας

Γ´. Μεταβολήν τῆς γλώσσης

Συλλογίσου ἀγαπητέ, πῶς τό Πανάγιον Πνεῦμα ὅταν κατέβη εἰς τό ὑπερῷον ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν, ὡσάν ἕνας σφοδρότατος ἄνεμος καί βροντή, ἐγέμισεν ὅλον τόν οἶκον, εἰς τόν ὁποῖον ἦσαν καθήμενοι οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι καί ἐπροσηύχοντο· «καί ἐπλήρωσε τόν οἶκον, οὗ ἦσαν καθήμενοι» (Πραξ. β´. 2)· καί τόν ἔκαμεν ὡσάν μίαν κολυμβήθραν, ὡς λέγει ὁ Θεσσαλονίκης Γρηγόριος, διά νά βαπτίσῃ τούς Ἀποστόλους μέ τήν θείαν χάριν του, περί τοῦ ὁποίου τούτου βαπτίσματος προεῖπεν εἰς αὐτούς ὁ Κύριος· «ὑμεῖς δέ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ἁγίῳ οὐ μετά πολλάς ταύτας ἡμέρας (Πράξ. α´ 5).

Ἐπλήρωσε δέ τόν οἶκον, οὗ ἦσαν καθήμενοι, κολυμβήθραν αὐτόν ἀπεργαζομένη πνευματικήν, καί πληροῦσα τήν τοῦ Σωτῆρος ἐπαγγελίαν, ἥν καί αὐτήν ἀναλαμβανόμενος πρός αὐτούς ἔλεγεν, ὅτι Ἰωάννης μέν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δέ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ἁγίῳ…ἀλλά καί τήν κλῆσιν ἥν αὐτοῖς ἐπέθηκεν, ἐπαληθεύουσαν ἔδειξε· διά γάρ τοῦ ἐξ οὐρανοῦ τούτου ἤχου, ὄντως υἱοί βροντῆς γεγόνασιν οἱ Ἀπόστολοι» (Λόγος εἰς τήν Πεντηκ.) Τότε δή τότε αὐτό τό Πανάγιον Πνεῦμα ἐνήργησεν εἰς τούς Ἀποστόλους τρεῖς μεταβολάς (καί αὐταί αἱ μεταβολαί εἶναι κυρίως ὁ καρπός καί τῶν παρόντων πνευματικῶν γυμνασμάτων).

Ἡ α´ μεταβολή ἦτο τοῦ νοός τῶν Ἀποστόλων, ἡ ὁποία μετέβαλεν εἰς αὐτούς ἐκείνας τάς πρώτας ἰδέας ὅπου εἶχον περί τῶν πράγματων τοῦ κόσμου τούτου καί τούς ἔκαμε νά γνωρίσουν καθαρά τό ταπεινόν καί μάταιον τῶν παρόντων ἀγαθῶν, καί ἐξεναντίας νά γνωρίσουν τό μεγαλεῖον καί αἰώνιον τῶν μελλόντων, ὥστε ἐκεῖνοι οἱ ἴδιοι ὅπου ὀλίγον προτήτερα φιλονικοῦσαν ἀναμεταξύ τους ποῖος ἀπό αὐτούς νά ἦτο ὁ πρῶτος καί μεγαλύτερος· «ἐγένετο δέ καί φιλονικία ἐν αὐτοῖς τό τίς αὐτῶν δοκεῖ εἶναι μείζων» (Λουκ. κβ´ 24). Ὕστερα ἀφ᾿ οὗ ἔλαβαν τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ἐμετροῦσαν διά μεγάλην εὐτυχίαν, τό νά εἶναι μικρότεροι ἀπό ὅλους· τό νά καταφρονοῦνται ἀπό ὅλους διά τόν Χριστόν καί τό νά λογίζωνται ἀσθενεῖς, μωροί, ἄτιμοι, ὄνειδος, σκύβαλα καί σκουπίδια τοῦ κόσμου καί τῶν ἀνθρώπων· «ἡμεῖς μωροί διά Χριστόν, ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ἡμεῖς ἄτιμοι, ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγεννήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι» (Α´ Κορ. δ´ 10).

Τώρα ἀδελφέ στοχάσου ἀνίσως ἔγινε καί εἰς ἐσέ αὐτή ἡ μεταβολή τοῦ νοός διά μέσου τούτων τῶν πνευματικῶν γυμνασμάτων ὅπου ἀνάγνωσες καί ἕως εἰς ποῖον βαθμόν ἔφθασες, διότι ἀνίσως καί ἕως τώρα ἐνόμισες ἕνα μεγάλον καλόν, τό νά σέ τιμοῦν καί νά σέ ἔχουν οἱ ἄνθρωποι εἰς ὑπόληψιν, τό νά ζῇς εἰς τήν καρδίαν πάντων, ἤγουν τό νά σέ ἀγαποῦν ὅλοι, τό νά γυρεύης πάντοτε καινούργιαις ἡδοναῖς καί νά ἐξοδεύης εἰς αὐταῖς τόν καιρόν ὅπου σοῦ ἐδόθη διά νά κερδίσης τά αἰώνια ἀγαθά καί τό νά ζῇς μέ τέλη καί ἀντιρρήσεις κοσμικάς, φανερόν εἶναι ὅτι ὁ νοῦς σου ὡδηγεῖτο ἕως τώρα ἀπό τό πνεῦμα τοῦ κόσμου καί ὄχι ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί πρέπει διά τοῦτο νά λυπῆσαι καί νά μετανοῇς διότι ἀπέθανεν ὁ Χριστός καί ἀνέστη καί ἀνελήφθη εἰς τούς οὐρανούς, ὄχι διά νά σοῦ δώσῃ τό πνεῦμα τοῦ κόσμου.Aλλά διά νά σοῦ δώσῃ τό Πνεῦμα τό ἰδικόν του καί ἐσύ μέ τήν κακήν ζωήν ὅπου ἔζησες δέν ἔγινες δεκτικός τοῦ θείου του Πνεύματος· «ἡμεῖς δέ οὐ τό πνεῦμα τοῦ κόσμου ἐλάβομεν, ἀλλά τό πνεῦμα τό ἐκ τοῦ Θεοῦ» (Α´ Κορ. β´ 12).

Πρέπει ὅμως ἀπό τώρα καί ὕστερα νά εἶσαι ἀποφασισμένος νά κάμνης ὅλα τά ἐναντία, ἤγουν νά ὁδηγῆσαι μέ τάς διδασκαλίας τοῦ Εὐαγγελίου καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί νά μή λογιάζῃς ἄλλην τιμήν, παρά ἐκείνην ὅπου σέ μεγαλύνει ἐμπρός εἰς τόν Θεόν καί νά μή ψηφᾷς ἄλλο καλόν, παρά ἐκεῖνο ὅπου σοῦ προξενεῖ τήν ἀπόλαυσιν τοῦ Παραδείσου.

Εἶναι καλόν σημάδι πῶς ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἄρχισε νά φωτίζῃ τόν νοῦν σου καί θέλει νά σέ μεταβάλῃ ἀπό ἐκεῖνον ὅπου ἤσουν εἰς ἄνδρα ἄλλον, καθώς εἶναι γεγραμμένον περί τοῦ Σαούλ· «καί ἐφαλεῖται ἐπί σέ Πνεῦμα Κυρίου, καί στραφήσῃ εἰς ἄνδρα ἄλλον» (Α´. Βασιλ. ι´. 6) καί πρέπει διά τοῦτο νά χαίρῃς καί νά εὐχαριστῇς τόν Κύριον ὅπου σέ ἐφώτισε μέ τό Ἅγιόν του Πνεῦμα, διά νά μή περιπατῇς πλέον ὡσάν νήπιος, ἀλλά ὡσάν ἄνδρας τέλειος· «ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐφρόνουν ὡς νήπιος ἐλογιζόμην· ὅτε δέ γέγονα ἀνήρ, κατήργηκα τά τοῦ νηπίου» (Α´. Κορ. ιγ´ 11)· καί διά νά μή ἀκολουθῇς πλέον τό φρόνημα τῆς σαρκός ὅπου εἶναι θάνατος ἀλλά τό φρόνημα τοῦ Πνεύματος ὅπου εἶναι ζωή· «τό γάρ φρόνημα τῆς σαρκός θάνατος· τό δέ φρόνημα τοῦ Πνεύματος, ζωή καί εἰρήνη» (Ρωμ. η´. 6).

Αἰσχύνθητι λοιπόν διά τήν περασμένην ζωήν ὅπου ἔζησες ὄχι ὡσάν οἰκεῖος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ὡσάν ξένος καί ἀλλότριος, μέ τό νά μή εἶχες τό Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδή κατά τόν Ἀπόστολον· «εἴ τις Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ οὐκ ἔχει οὗτος, οὐκ ἔστιν αὐτοῦ» (Ρωμ. η´ 9). Καί παρακάλεσαι ταπεινῶς τό Ἅγιον Πνεῦμα νά μεταβάλη τελείως τόν νοῦν σου εἰς τό θεῖον του θέλημα, φωτίζωντάς τον μέ τήν χάριν του. Ὄχι κατά τήν ἐπιφάνειαν ἀλλά κατά βάθος διά νά μή ὑστερηθῇς καί ἐσύ τόν φωτισμόν καί τήν χάριν του καί νά λέγῃς μέ τόν Δαβίδ· «καί τό φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, καί αὐτό οὐκ ἔστι μετ᾿ ἐμοῦ» (Ψαλμ. λζ´ 10)· ἀλλά μᾶλλον νά λαμβάνης ἐπάνω εἰς τόν ἁμυδρότερον φωτισμόν, ἄλλον καθαρώτερον καί λαμπρότερον φωτισμόν καί νά λέγῃς· «ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς» (Ψαλμ. λε´ 10).

Πῶς δέ νά συγκρατῇς τόν φωτισμόν τοῦτον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τόν νοῦν σου καί πῶς νά μή τόν ἀφήσῃς νά σβύσῃ; Ἄκουσον τί σοῦ λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος· καθώς τό φῶς τοῦ λύχνου μέ τό λάδι ἀνάπτει καί συγκρατεῖται, καί ὅταν σωθῇ τό λάδι τότε σβύνει καί αὐτό, ἔτσι καί ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀνάπτει καί μᾶς φωτίζει, ὅταν ἔχωμεν καλά ἔργα, καί ἐλεημοσύνην εἰς τήν ψυχήν μας. Ὅταν δέ τά καλά ἔργα λείψουν καί ἡ ἐλεημοσύνη, ἀναχωρεῖ ἀπό ἡμᾶς καί τό φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· «καθάπερ γάρ τό λυχνιαῖον φῶς ἐλαίῳ κατέχεται καί ἀναλωθέντος τούτου, κᾀκεῖνο σβέννυται, οὕτω δή καί ἡ τοῦ Πνεύματος χάρις, παρόντων μέν ἡμῖν ἔργων ἀγαθῶν, καί ἐλεημοσύνης πολλῆς ἐπιχεομένης τῇ ψυχῇ, μένει καθάπερ ἐλαίῳ κατεχομένη ἡ φλόξ· ταύτης δέ οὐκ οὔσης, ἄπεισι καί ἀναχωρεῖ» (Τόμ. Θ´ λόγος 55). Καθώς καί τό Πνεῦμα Κυρίου ὅπου ἐδόθη εἰς τόν Σαούλ, ἀνεχώρησεν ἀπό λόγου του μέ τό νά μή εἶχε γνώμην ὀρθήν καί ἔργα θεάρεστα· «Πνεῦμα Κυρίου ἀπέστη ἀπό Σαούλ» (Α´. Βασιλ. ις´ 14· διά τοῦτο καί ὁ Παῦλος παραγγέλει γράφων· «τό Πνεῦμα μή σβέννυτε» (Α´. Θεσσ. ε´ 19).

Λέγει γάρ ὁ μέγας Βασίλειος καί καθώς ἄλλη μέν θερμότης εὑρίσκεται εἰς τά σώματα καθ᾿ ἕξιν πολυχρόνιος, ἄλλη δέ κατά διάθεσιν ὀλιγοχρόνιος, ἔτσι καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, εἰς ἄλλους μέν παραμένει καθ᾿ ἕξιν διά τήν στρεότητα τῆς καλῆς των γνώμης, ὡς ἠκολούθησεν εἰς τόν Ἐλδάδ καί Μωδάδ, περί τῶν ὁποίων γράφουσιν οἱ ἀριθμοί, ὅτι ἐπροφήτευον πάντοτε· εἰς ἄλλους δέ μόνον εὑρίσκεται ὡς διάθεσις, καί γρήγορα ἀναχωρεῖ διά τό ἀστερέωτον τῆς γνώμης των, ὡς ἠκολούθησεν εἰς τόν Σαούλ καί εἰς τούς ἑβδομήκοντα πρεσβυτέρους, οἱ ὁποῖοι μίαν φοράν μόνον ἐπροφήτευσαν, καί ὕστερον ἔχασαν τῆς προφητείας τό χάρισμα. Ὡς ἐν σώμασιν ὑγίεια, ἤ θερμότης, ἤ ὅλως εὐκίνητοι διαθέσεις, οὕτω καί ἐν ψυχῇ πολλάκις ὑπάρχει τό πνεῦμα, τοῖς διά τό τῆς γνώμης ἀνίδρυτον εὐκόλως ἥν ἐδέξατο χάριν ἀπωθουμένοις οἷος ὁ Σαούλ καί οἱ πρεσβύτεροι οἱ ἑβδομήκοντα τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, πλήν τοῦ Ἐλδάδ καί Μωδάδ· «τούτοις γάρ μόνοις ἐκ πάντων φαίνεται παραμεῖναν τό Πνεῦμα· καί ὅλως εἴ τις τούτοις τήν προαίρεσιν παραπλήσιος» (Κεφ. κς´. Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος).

Συλλογίσου ἀγαπητέ τήν β´. μεταβολήν ὅπου ἔκαμε τό Πανάγιον Πνεῦμα εἰς τήν καρδίαν τῶν Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι εἰς τήν ἀρχήν ἦσαν τόσον φιλόζωοι, τόσον φιλόσαρκοι, τόσον δειλοί, ὅπου διά νά φυλάξουν τήν ζωήν τους, ὁ ἕνας ἄφησε τόν διδάσκαλόν του εἰς τό πάθος καί ἔφυγε γυμνός· «καί εἷς τις νεανίσκος ἠκολούθει αὐτῷ περιβεβλημένος σινδόνα ἐπί γυμνοῦ… ὁ δέ καταλιπών τήν συνδόνα γυμνός ἔφυγεν ἀπ᾿ αὐτῶν» (Μαρκ. Ιδ´ 51. (Οὗτος ἦτο ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος, ὅστις ἐφόρει ἕνα μόνον ἱμάτιον εἰς ὅλην του τήν ζωήν, ὡς λέγει ὁ ἱερός Θεοφύλακτος), ὁ ἄλλος τόν ἠρνήθη καί ὅλοι οἱ ἄλλοι ἀνεχώρησαν· «καί ἀφέντες αὐτόν πάντες ἔφυγον». (Μαρκ. ιδ´. 51). Καί τόσον ἦσαν τρομαγμένοι ὡσάν λαγωοί ὅπου ἔστεκαν κεκλεισμένοι ἀπό τόν φόβον τους μέσα εἰς τό ὑπερῶον καί δέν ἐτόλμων νά εὔγουν ἔξω σχεδόν εἰς ὅλον τό διάστημα τῶν πεντήκοντα ἡμερῶν ὅπου ἐπέρασαν μετά τήν Ἀνάστασιν ἀλλ᾿ ἀφ᾿ οὗ κατέβη εἰς αὐτούς τό Ἅγιον Πνεῦμα, μετέβαλε τήν ἀσθένειαν τῆς καρδίας των εἰς ἀνδρείαν καί γενναιότητα.

Ὅθεν εὐγῆκαν ἔξω ὡσάν τόσοι ἄφοβοι λέοντες καί ἐκήρυττον τόν ἐσταυρωμένον Ἰησοῦν ἐμπρός εἰς ὅλον τό πλῆθος τοῦ λαοῦ μέ μέτωπον ἀνοικτόν, μέ στῆθος ἀνδρειωμένον καί μέ τόλμην καί παρρησίαν χωρίς νά δειλιάσουν οὔτε ἀπό φοβερισμούς, οὔτε ἀπό δαρμούς, οὔτε ἀπό βάσανα καί μαρτύρια, οὔτε ἀπό τόν ἴδιον θάνατον· ἀλλ᾿ ἐπεθύμουν ταῦτα πάντα ὡς τρυφάς καί ξεφαντώματα καί ἔχαιρον ὑπερβολικά ὅταν τά ἐλάμβανον· «οἱ μέν οὖν ἐπορεύοντο χαίροντες ἀπό προσώπου τοῦ συνεδρίου, ὅτι ὑπέρ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ κατηξιώθησαν ἀτιμασθῆναι» (Πραξ. ε´. 41).

Τότε ἤθελες ἰδεῖ ἐκεῖνον τόν δειλότατον καί φιλόζωον Πέτρον, ὅπου πρότερον δέν ἠδυνήθη νά ἀκούσῃ χωρίς φόβον οὔτε ἕνα ψιλόν λόγον ἑνός δυστυχισμένου κορασίου, πῶς ἐστάθη μέ τόσην ἀφοβίαν καί τόλμην καί ἐδημηγόρησε μεγαλοφώνως ἔμπροσθεν εἰς ἕνα μυριάριθμον πλῆθος ἀνθρώπων, χωρίς νά στοχάζεται πῶς εἶναι ὁλότελα ἄνθρωποι ἀλλά πῶς εἶναι κνώδαλα καί φυτά ἤ λίθοι, καί μέ τήν δημηγορίαν του εἵλκυσεν εἰς τήν πίστιν τοῦ Χριστοῦ τρεῖς χιλιάδας λαοῦ· «σταθείς δέ Πέτρος σύν τοῖς ἕνδεκα ἐπῆρε τήν φωνήν αὐτοῦ, καί ἀπεφθέγξατο αὐτοῖς» (Πράξ. β´. 14).

Τότε ἤθελες ἰδῇ ἐκείνους τούς ἁλιεῖς καί ἀγραμμάτους πλουτισμένους ἀπό τόσην σοφίαν καί σύνεσιν, ὥστε νά κάμνουν τούς σοφούς καί γραμματισμένους νά ἐξίστανται καί νά ἀποροῦν· «καί καταλαβόμενοι, ὅτι ἄνθρωποι ἀγράμματοί εἰσι καί ἰδιῶται ἐθαύμαζον». (Πράξ. δ´ 13). Καί τοῦτο διατί; διότι ἔδωκεν εἰς τήν καρδίαν αὐτῶν χῦμα γνώσεως τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, καθώς εἶναι γεγραμμένον περί τοῦ Σολομῶντος· «καί ἔδωκε Κύριος φρόνησιν τῷ Σολομών καί χῦμα καρδίας» (Γ´ Βασιλ. δ´ 29)· καί διότι ” ἥψατο Κύριος καρδίας αὐτῶν ὡς γέγραπται» (Α´ Βασιλ. ι´ 26).

Ὤ χάρις! ὤ ἐνέργεια! ὤ πῦρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖον ὅταν μίαν φοράν ἀνάψῃ τήν καρδίαν, τούς λαγῳούς κάμνει λέοντας, τούς ἀδυνάτους δυνατούς, τούς ἀσόφους σοφούς, τούς πηλίνους κατασκευάζει πυρίνους καί τούς πρῴην ἀνδριάντας μεταβάλλει εἰς ἄνδρας τελείους. Καί τοῦτο εἶναι ἐκεῖνο ὅπου ὁ Θεός ὑπεσχέθη νά δώσῃ διά τοῦ Προφήτου Μιχαίου λέγων· «οὐκ ἔσται ὁ ἐπακούων αὐτῶν, ἐάν μή ἐγώ ἐμπλήσω ἰσχύν ἐκ Πνεύματος Κυρίου» (Μιχ. γ´ 8).

Τώρα καί ἐσύ ἀδελφέ ὅπου ἀναγινώκεις ταῦτα, στοχάσου, ἐάν ἔλαβες αὐτήν τήν γενναιότητα καί θέρμην εἰς τήν καρδίαν σου διά νά μή φοβῆσαι σάρκα, κόσμον καί κοσμοκράτορα, τοῦτο εἶναι σημεῖον πῶς μετεβλήθης ἀπό τό Πνεῦμα Κυρίου, καθώς εἶναι γεγραμμένον· «τότε μεταβαλεῖ τό Πνεῦμα καί διελεύσεται, καί ἐξιλάσεται· αὕτη ἡ ἰσχύς τῷ Θεῷ μου» (Ἀββακ. α´ 11).

Στοχάσου, καί ἐάν ἐσύ προτήτερα ἐγύρευες μέ ὅλην τήν ὁρμήν τῶν ἐπιθυμιῶν σου τά ἀγαθά τοῦ κόσμου, τά πλούτη, τάς δόξας, τάς ἡδονάς καί ἐλόγιαζες ὅτι ἦτο μακαριώτερος ὅποιος εἶχεν ἀπό αὐτά τά ἀγαθά περισσότερα, ἤξευρε ὅτι ἕως τώρα ἦτο ἡ καρδία σου πεπαλαιωμένη, ἀναίσθητος καί πεπωρωμένη ὡσάν πέτρα ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ κόσμου καί τῆς σαρκός. Καί λυπήσου διά τοῦτο καί μετανόησον, πώς εἰς τόσους χρόνους τῆς ζωῆς σου, δέν ἔγινες ἄξιος νά λάβῃς διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μίαν καινούργιαν καρδίαν αἰσθητικήν τοῦ συμφέροντός σου, τήν ὁποίαν ὑπεσχέθη νά σοῦ δώσῃ ὁ Θεός· «καί δώσω ὑμῖν καρδίαν καινήν καί πνεῦμα καινόν δώσω ὑμῖν· καί ἀφελῶ τήν καρδίαν τήν λιθίνην ἐκ τῆς σαρκός ὑμῶν καί δώσω ὑμῖν καρδίαν σαρκίνην καί τό πνεῦμά μου δώσω ἐν ὑμῖν» (Ἰεζεκ. λς´. 26).

Ἐάν δέ τώρα γυρεύῃς ὅλα τά ἐναντία καί ἀντί νά ὑπερηφανεύεσαι διά τά πλούτη, ἐσύ περισσότερον ταπεινώνεσαι καί χαίρεις εἰς τήν πτωχείαν· ἀντί νά θέλῃς τάς τρυφάς καί τά ξεφαντώματα, ἐσύ ἀγαπᾷς τήν ὀλιγάρκειαν καί ἐγκράτειαν, ἤξευρε, ὅτι τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἄρχισε νά μεταβάλῃ τήν καρδίαν σου εἰς ἄλλην καρδίαν, καθώς εἶναι γεγραμμένον περί τοῦ Σαούλ. «Καί ἐγενήθη ὥστε ἐπιστραφῆναι τῷ ὤμῳ αὐτοῦ ἀπελθεῖν ἀπό Σαμουήλ, μετέστρεψεν αὐτῷ ὁ Θεός καρδίαν ἄλλην». (Α´. Βασίλ. ι´. 9)

Ὅθεν εὐφράνθητι καί εὐχαρίστησαι τόν Κύριον, ὅπου διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὄχι μόνο σοῦ ἐκαθάρισε τόν νοῦν, ἀλλά καί σοῦ ἐθέρμανε τήν καρδίαν καί θέλει νά σέ μεταβάλῃ ἀπό σαρκικόν εἰς πνευματικόν· ἀπό νήπιον μωρόν, εἰς ἄνδρα σοφόν· καί ἀπό κοσμικόν καί ἐθνικόν, εἰς ἀληθινόν χριστιανόν. Τοιαύτας γάρ θεοπρεπεῖς καί παραδόξους μεταβολάς συνειθίζει νά ἐνεργῇ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, καθώς θεολογεῖ περί αὐτοῦ ὁ Μέγας Θεολόγος Γρηγόριος· «τοῦτο τό Πνεῦμα (σοφώτατον γάρ καί φιλανθρωπότατον) ἄν ποιμένα λάβῃ, ψάλτην ποιεῖ πνευμάτων πονηρῶν κατεπᾴδοντα καί βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ ἀναδείκνυσιν· ἐάν αἰπόλον συκάμινα κνίζοντα, προφήτην ἐργάζεται· τόν Δαβίδ καί τόν Ἀμώς ἐνθυμήθητι· ἐάν μειράκιον εὐφυές λάβῃ πρεσβυτέρων ποιεῖ κριτήν καί παρ᾿ ἡλικίαν· μαρτυρεῖ Δανιήλ ὁ νικήσας ἐν λάκκῳ λέοντας· ἐάν ἁλιέας εὕρῃ, σαγηνεύει Χριστῷ, κόσμον ὅλον τῇ τοῦ λόγου πλοκῇ συλλαμβάνοντας. Πέτρον λάβε μοι καί Ἀνδρέαν καί τούς τῆς βροντῆς υἱούς τά πνευματικά βροντήσαντας· ἐάν τελώνας, εἰς μαθητείαν κερδαίνει καί ψυχῶν ἐμπόρους δημιουργεῖ· φησί Ματθαῖος, ὁ χθές τελώνης, καί σήμερον εὐαγγελιστής· ἐάν διώκτας θερμούς, τόν ζῆλον μετατίθησι, καί ποιεῖ Παύλους ἀντί Σαύλων καί τοσοῦτον εἰς εὐσέβειαν, ὅσον εἰς κακίαν κατέλαβε». (λογ. Εἰς τήν Πεντηκοστήν).

Ἐντράπου λοιπόν ἀδελφέ, διότι ἕως τώρα ἤσουν μακράν ἀπό τέτοιους συλλογισμόυς, πορευόμενος ἐν τοῖς κακοῖς θελήμασι τῆς καρδίας σου καί μή δίδωντας τόπον εἰς αὐτήν, διά νά κατοικήσῃ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον· καί συντόμως εἰπεῖν, διότι ἔζησες ὡσάν ἕνας ψυχικός μόνον ἄνθρωπος, ὅς οὐ δέχεται τά τοῦ Πνεύματος· «μωρία γάρ αὐτῷ ἐστι καί οὐ δύναται γνῶναι» (Α´. Κορ. β´ 14). Κάμε ἀπόφασιν εἰς τό ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς σου, νά μή λυπήσης πλέον τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μέ καμμίαν ἄτακτον καί κακήν ὄρεξιν τῆς καρδίας σου, κατά τήν παραγγελίαν ὅπου σοῦ δίδει ὁ Ἀπόστολος· «καί μή λυπῆτε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ. δ´. 30)· μηδέ νά ἐναντιωθῇς ὡς σκληροκάρδιος εἰς τό Ἅγιον αὐτοῦ θέλημα, κατά τούς σκληροκαρδίους ἐκείνους Ἑβραίους, πρός τούς ὁποίους εἶπεν ὁ Στέφανος· «σκληροτράχηλοι καί ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ καί τοῖς ὠσίν· ὑμεῖς ᾀεί τῷ πνεύματι τῷ ἁγίῳ ἀντιπίπτετε» (Πράξ. ζ´. 51)· ἀλλά νά δώσῃς ὅλην τήν καρδίαν σου εἰς αὐτό μέ ὅλας της τάς ἐπιθυμίας διά νά ἐνοικήσῃ καθώς αὐτό τό ἴδιον πνεῦμα σέ προστάζει λέγον· «υἱέ δός μοι τήν καρδίαν» (Παροιμ. κγ´. 26).

Θέλεις δέ δώσει τήν καρδίαν σου εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ἐάν μελετᾷς πάντοτε εἰς αὐτήν τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ μέ μίαν ἀδιάλειπτον προσευχήν. Ἐπειδή τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μολονότι καί ἐκπορεύεται ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, ὅμως εἶναι καί λέγεται καί Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ διά τήν ὁμοουσιότητα καί ἐν τῷ Υἱῷ ἀναπαύεται καί χαίρει ὅταν αὐτός ὀνομάζεται· «ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τό Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ ἐν ταῖς καρδίαις, κράζον ἀββᾶ ὁ Πατήρ»· (Γαλ. δ´. 6)·” ἵνα διά τῆς τοιαύτης νοερᾶς καί πνευματικῆς προσευχῆς , ἐν μέν τῷ Πνεύματι θεωρῇς τόν Υἱόν, ἐν δέ τῷ Υἱῳ θεωρῇς τόν Πατέρα”, ὡς λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος· καί ἵνα καταξιωθῇς διά τῆς τοιαύτης νοερᾶς ἐργασίας, νά εὕρῃς καί νά ἰδῇς νοερῶς τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ὁποίαν ἔλαβες μέν διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, τήν ἔχωσες δέ ὡσάν σπινθῆρα μέσα εἰς τά πάθη καί ἁμαρτίας.

Καί τέλος πάντων, ἐπειδή καί τό Πανάγιον Πνεῦμα· ὁ ἄλλος παράκλητος, τό συμπληρωτικόν πρόσωπον τῆς Ἁγίας Τριάδος· ὁ χορηγός πάντων τῶν χαρισμάτων ἡ ζωή τῶν ζώντων· ἡ κίνησις τῶν κινουμένων· καί ἡ τελειότης ἁπάντων τῶν ὄντων, ἠθέλησεν ἐκ μόνης τῆς φιλανθρωπίας του νά εἰδοποιήσῃ εἰς τήν καρδίαν σου τάς πρώτας γραμμάς καί τό πρῶτον σχέδιον τῆς χάριτός του, παρακάλεσαί τον νά μή σέ ἀφήσῃ ἀτελῆ ἀλλά νά φέρῃ εἰς τελειότητα αὐτήν τήν εἰδοποίησιν καί τό ἔργον ὅπου ἄρχισεν εἰς ἐσέ, χαρίζωντάς σου τό χάρισμα τῆς διαμονῆς καί τῆς μέχρι τέλους ὑπομονῆς ἐν τῇ αὐτοῦ χάριτι, τό ὁποῖον χάρισμα εἶναι τό μεγαλύτερον ἀπό ὅλα τά χαρίσματα καί αὐτό μόνον συνιστᾷ καί ἐπισφραγίζει τόν ἑκάστου προορισμόν κατά τούς θεολόγους καί διά τοῦ χαρίσματος τούτου νά σέ ἀξιώσῃ ἀπό ἐδῶ ἀκόμη, νά γίνῃς ὅλος πνευματικός, ὅλος ἀγγελοειδής, ὅλος ἅγιος καί υἱός Θεοῦ, καί Θεός κατά χάριν, ἀπ᾿ ἐκεῖ ὅπου εἶσαι τώρα γῆ καί σποδός· καθώς λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος· «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελθόν εἰς ψυχήν ἀνθρώπου, ἔδωκε μέν ζωήν, ἔδωκε δέ ἀθανασίαν· ἤγειρε κείμενον· τό δέ κινηθέν κίνησιν ἀΐδιον ὑπό Πνεύματος Ἁγίον, ζῶον ἅγιου ἐγένετο· ἔσχε δέ ἄνθρωπος ἀξίαν πνεύματος εἰσοικισθέντος ἐν αὐτῷ προφήτου, ἀποστόλου, ἀγγέλου Θεοῦ, ὤν πρό τοῦ, γῆ καί σποδός»· (ὁμιλ. Περί τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου, ἧς ἡ ἀρχή, ἐνθυμηθῶμεν πᾶσα ψυχή).

Συλλογίσου ἀγαπητέ τήν γ´. μεταβολήν ὅπου ἐνήργησε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον εἰς τήν γλῶσσαν τῶν Ἀποστόλων· διότι ἐκεῖνοι ὅπου προτήτερα δέν ἐλαλοῦσαν ἄλλο παρά γήϊνα καί χαμερπῆ διά δόξας καί τιμάς προσωρινάς καί ματαίας· «δός ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καί εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου» (Μάρκ. ι´. 37)· ἐκεῖνοι ὅπου ἐλάλουν περί τοῦ Χριστοῦ ταπεινά καί εὐτελῆ· «ἐπιστάτα, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὦδε εἶναι καί ποιήσωμεν σκηνάς τρεῖς, μίαν σοί καί Μωσεῖ μίαν καί μίαν Ἠλίᾳ» (Λουκ. θ´. 33).

Ἐκεῖνοι ὅπου πρότερον ἔφθασαν ἕως καί νά συμφωνήσουν μέ τόν Ἰούδαν καί νά κατηγορήσουν τήν εὐλογημένην ἐκείνην Μαρίαν καί νά θυμωθοῦν καταπάνω της, διότι ἄλειψε τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ μέ τόσον πολυέξοδον μῦρον, λέγοντες μέ ἀγανάκτησιν· «εἰς τί ἡ ἀπώλεια αὕτη τοῦ μύρου γέγονεν; ἠδύνατο γάρ τοῦτο πραθῆναι ἐπάνω τριακοσίων δηναρίων καί δοθῆναι πτωχοῖς καί ἐνεβριμῶντο αὐτῇ» (Μάρκ. ιδ´. 4) Αὐτοί λέγω οἱ ἴδιοι, ὕστερα ἀπό τόν ἐρχομόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δέν ἐλαλοῦσαν πλέον δι᾿ ἄλλο, παρά διά τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, διά ὑψηλά καί μεγάλα πράγματα διά τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, διά τήν θεολογίαν τῆς Ἁγίας Τριάδος, διά τό ἀκατανόητον μυστήριον τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας· διότι εἶναι Θεός ἀληθινός ὁ Χριστός· μέ ρητορικήν ἀνήκουστον, μέ ἐλευθεροστομίαν ἀσύγκριτον καί μέ γλῶσσας διαφόρους· «ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ”. (Πράξ. β´ 11).

Τώρα στοχάσου ἐσύ ἀγαπητέ τά λόγια ὅπου ὡμιλοῦσες προτήτερα ἀπό τά παρόντα γυμνάσματα, καί τά λόγια ὅπου πρέπει τώρα νά λαλῇς, διά νά λάβῃς καί ἐσύ τήν μεταβολήν αὐτήν τῆς γλώσσης ἀπό τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· τήν γλῶσσαν σοῦ τήν ἔδωκεν ὁ Θεός ἀδελφέ ὄργανον διά νά λαλῇς ὅλα τά καλά ὄχι τά κακά. Ὅθεν πρέπει νά τήν μεταχειρίζεσαι καί ἐσύ κατά τόν σκοπόν ὅπου ὁ Θεός σοῦ τήν ἔδωκεν· ἤγουν εἰς τό νά δοξολογῇς καί νά αἰνῇς μέ αὐτήν πάντοτε τόν Θεόν, καί νά μελετᾷς τά θεῖά του λόγια καθώς γέγραπται· «πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσεται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός» (Φιλιπ. β´ 11).

Καί πάλιν «καί ἡ γλῶσσά μου μελετήσει τήν δικαιοσύνην σου, ὅλην τήν ἡμέραν τόν ἔπαινόν σου»· (Ψαλμ. λδ´. 32)· καί ὄχι εἰς τό νά λαλῇς λόγια ἀνευλαβῆ κατά τοῦ Θεοῦ καί εἰς τό νά ὀνομάζῃς τό θεῖον του ὄνομα εἰς πράγματα μάταια· «οὐ λήψῃ γάρ φησι τό ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπί ματαίῳ» (Ἐξοδ. κ´. 7) εἰς τό νά κατηγορῇς καί νά μέμφεσαι τόν ἑαυτόν σου καί ὄχι εἰς τό νά τόν ἐπαινῇς μόνος σου «ἐγκωμιαζέτω σε ὁ πέλας καί μή τό σόν στόμα· ἀλλότριος, καί μή τά σά χείλη» (Παροιμ. κζ´. 2).

Εἰς τό νά συμβουλεύῃς τόν ἀδελφόν σου ὅλα ἐκεῖνα ὅπου εἶναι συμφέροντα εἰς τήν σωτηρίαν του καί νά στερεώνῃς εἰς τό καλόν καί τήν ἀρετήν, καί ὄχι εἰς τό νά ἀκονᾷς ὡς μάχαιραν τήν γλῶσσάν σου κατ᾿ αὐτοῦ περιπαίζωντάς τον, κατηγορῶντάς τον καί ὑβρίζωντάς τον καταφρονητικῶς μέ θυμόν· «ἠκόνησαν ὡς ραμφαίαν τήν γλῶσσαν αὐτῶν» (Ψαλμ. ξγ´. 30) ἤ καί δίδωντάς του κακάς συμβουλάς μέ λόγια ἁπαλά μέν καί φιλικά, ἐπίβουλα δέ καί ἐχθρικά, διά νά τόν κακοποιήσῃς καί νά τόν βλάψῃς· «ἡπαλύνθησαν οἱ λόγοι αὐτῶν ὑπέρ ἔλαιον καί αὐτοί εἰσι βολίδες» (Ψαλμ. νδ´. 24).

Καί διά νά εἰπῶ μέ ἕνα λόγον, εἰς τήν γλῶσσάν σου πρέπει νά ἔχῃς τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, τά λόγια τῆς παλαιᾶς καί νέας Γραφῆς· τά περί τῆς θείας προνοίας· τά περί τῆς κρίσεως· καί τά περί τῆς ἀγαθότητός του· καί ὅλαι αἱ συνομιλίαι σου νά ᾖναι περί πνευματικῶν καί θείων πραγμάτων καί περί ὠφελείας ψυχικῆς. Ἐάν περί τοιούτων μεταχειρίζεσαι τήν γλῶσσάν σου, ἤξευρε, ὅτι ὁ Κύριος ἔπλασε νοερῶς τήν ἰδικήν σου γλῶσσαν, καθώς ἔπλασε ποτέ καί τοῦ κωφοῦ καί μογιλάλου· «καί πτύσας ἥψατο τῆς γλώσσης αὐτοῦ… καί ἐλύθη ὁ δεσμός τῆς γλώσσης αὐτοῦ». (Μάρκ. ζ´ 33). Καί εἶναι καλόν σημάδι, ὅτι ἄρχισε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον νά μεταβάλῃ καί τήν ἰδικήν σου γλῶσσαν, καί νά λαλῇ αὐτό δι᾿ αὐτῆς, ὡς ποτέ ἐλάλει καί διά τῶν Ἀποστόλων καί διά τοῦ Δαβίδ «Πνεῦμα Κυρίου ἐλάλησεν ἐν ἐμοί καί ὁ λόγος αὐτοῦ ἐπί γλώσσης μου» (Β´. Βασιλ. κγ´. 2).

Ἐντράπου λοιπόν ἀδελφέ, πῶς ἕως τώρα ἐλάλεις ὡσάν ἕνας σαρκικός καί νήπιος καί ὄχι ὡσάν πνευματικός καί τέλειος ἄνδρας· «ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐλάλουν» (Α´. Κορ. ιγ´ 11) καί ἡ γλῶσσά σου ἐμελέτα τήν ἀδικίαν, καθώς λέγει ὁ Ἡσαΐας· «ἡ γλῶσσα ἡμῶν ἀδικίαν μελετᾷ» (νθ´. 3).
Ἀποφάσισαι εἰς τό ἑξῆς νά μή ἀφήνῃς νά εὔγουν ἀπό τό στόμα σου λόγια σαπρά, λόγια γελοιώδη καί μάταια, ἀλλά ὠφέλιμα καί σωτηριώδη πρός οἰκοδομήν τῶν ἀκουόντων, καθώς σοῦ παραγγέλει ὁ Ἀπόστολος· «πᾶς λόγος σαπρός ἐκ τοῦ στόματος ἡμῶν μή ἐκπορευέσθω, ἀλλ᾿ εἴτις ἀγαθός πρός οἰκοδομήν ἵνα δῷ χάριν τοῖς ἀκούουσιν» (Ἐφέσ. δ´ 29)· διότι ὁ λόγος εἶναι σκιά τοῦ ἔργου, καθώς εἶπεν ἕνας σοφός (Οὗτος ἐστίν ὁ Δημόκριτος εἰπών· «λόγος ἔργου σκιή»)· καί οἱ λόγοι οἱ κακοί προξενοῦν καί τά ἔργα τά κακά, καθώς καί ἐκ τοῦ ἐναντίου οἱ λόγοι οἱ καλοί προξενοῦν καί τά ἔργα τά καλά. Διά τοῦτο εἶπε καί ὁ Σολομῶν, ὅτι εἰς τό χέρι τῆς γλώσσης στέκεται ἡ ζωή καί ὁ θάνατος· «θάνατος καί ζωή ἐν χειρί γλώσσης» (Παροιμ. ιη´. 21). Καί καθώς ὅποιος βαστᾷ μυρωδικά καί τόν ἑαυτόν του εὐωδιάζει καί τούς ἄλλους ὁμοίως καί ὅποιος βαστᾷ βρωμερά καί τόν ἑαυτόν βρωμίζει καί τούς ἄλλους· τοιουτοτρόπως καί ὅποιος λαλεῖ τά καλά λόγια, ἤ τά κακά καί τόν ἑαυτόν του ὠφελεῖ, ἤ βλάπτει καί τούς ἀκούοντάς του.

Καί τέλος πάντων, παρακάλεσαι τό Πνεῦμα τό Ἅγιον νά δυναμώσῃ τοῦτο ὅπου ἄρχισε νά ἐνεργῇ εἰς ἐσέ· «δυνάμωσον ὁ Θεός τοῦτο, ὅ κατειργάσω ἐν ἡμῖν» (Ψαλμ. ξζ´. 31)· καί νά δείξῃς μίαν τελείαν μεταβολήν εἰς τήν γλῶσσάν σου διά τῆς χάριτός του, ὥστε νά μή σέ ἀφήσῃ νά σφάλῃς πλέον μέ αὐτήν εἰς κανένα λόγον ἄπρεπον· «εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, οὗτος τέλειος ἀνήρ (Ἰακώβ. γ´. 2)· ἀλλά νά μεταχειρισθῇ τήν γλῶσσάν σου ὡσάν ἕνα κονδύλι, διά νά τήν κινῇ μέ τήν δεξιάν του εἰς τό νά λαλῇς ἐκεῖνα μόνον ὅπου αὐτό θέλει καί βούλεται· ὥστε ὅπου, σύ μέν νά λέγῃς· «ἡ γλῶσσά μου κάλαμος γραμματέως ὀξυγράφου» (Ψαλμ. μδ´ 2)· ἐκεῖνοι δέ ὅπου σέ βλέπουν καί σοῦ ἀκούουν, νά λέγουν· «αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ ὑψίστου». (Ψαλμ. ος´ 10).


(Πηγή ψηφ. κειμένου: imaik.gr)


Εις την Πεντηκοστήν (Αγ. Νικόδημος Αγιορείτης) – Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ

Κυριακή της Πεντηκοστής -Υπομνηματισμός της Ευαγγελικής περικοπής από τον Ιερό Χρυσόστομο

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ[:Ιω. 7,37-52 και 8,12]
YΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Ἐν δὲ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος (: κατά την τελευταία και επισημότερη από τις άλλες ημέρες της εορτής[της Σκηνοπηγίας] στάθηκε όρθιος ο Ιησούς και με δυνατή φωνή είπε: εάν κανείς αισθάνεται πόθο και δίψα, όχι για αγαθά υλικά και φθαρτά, αλλά για πνευματικά και αιώνια, για την εσωτερική γαλήνη και τη μακαριότητα της θείας ζωής, ας έλθει κοντά Μου μέσω της πίστεως και ας πίνει την αλήθεια που προσφέρω, για να ικανοποιηθούν έτσι οι πλέον μύχιοι και ευγενείς πόθοι του. Εκείνος που πιστεύει σε Εμένα, σύμφωνα με τους λόγους της Γραφής, θα γίνει αστείρευτη πνευματική πηγή· και από την καρδιά και τα βάθη της ψυχής του θα αναβλύζουν ποταμοί από ολόδροσο τρεχούμενο νερό, για να ξεδιψά όχι μόνο ο ίδιος αλλά και όλοι όσοι έρχονται σε επικοινωνία με αυτόν)»[:Ιω.7,37-38]·[ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτου Τρεμπέλα].

Εκείνοι οι οποίοι προσέρχονται για να ακούσουν το θείο κήρυγμα και είναι προσεκτικοί στα θέματα της πίστης, πρέπει να επιδεικνύουν τον έντονο πόθο όσων διψούν για να ξεδιψάσουν και ανάλογη επιθυμία να ανάπτουν μέσα τους, διότι έτσι θα μπορέσουν να συγκρατήσουν με ασφάλεια όσα λέγονται. Άλλωστε και οι διψασμένοι, όταν πάρουν στα χέρια τους ένα ποτήρι με νερό, το πίνουν με μεγάλη προθυμία και τότε πια σβήνουν τη δίψα τους και ησυχάζουν.
Κατά όμοιο λοιπόν τρόπο και οι ακροατές των θείων λόγων, εάν τους ακούνε και τους δέχονται με πραγματική δίψα, δεν θα κουραστούν ποτέ , μέχρις ότου μάθουν τα πάντα. Για το ότι πρέπει συνεχώς να διψάμε και να πεινάμε για τα πνευματικά λέγει ο Κύριος: «Μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται(:μακάριοι είναι εκείνοι οι οποίοι με σφοδρό εσωτερικό πόθο σαν πεινασμένοι και διψασμένοι επιθυμούν τη δικαιοσύνη και την τελειότητα, διότι αυτοί θα χορτάσουν καθώς θα ικανοποιηθούν πλήρως οι πόθοι τους)»[Ματθ.5,6]. Και εδώ λέγει ο Χριστός: «ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω». Οι λόγοι αυτοί έχουν την ακόλουθη σημασία: «Κανέναν δεν προσελκύω αναγκαστικά και με τη βία, αλλά εάν κανείς έχει μεγάλη προθυμία, εάν φλέγεται από τον πόθο για τα αιώνια αγαθά, αυτόν προσκαλώ εγώ».
Και για ποιον λόγο επεσήμανε ο Ευαγγελιστής ότι αυτό συνέβη «κατά την τελευταία ημέρα τη μεγάλη της εορτής»; Διότι η πρώτη και η τελευταία μέρα της εορτής αυτής της Σκηνοπηγίας θεωρούνταν μεγαλύτερες σε σημασία και επισημότερες, ενώ τις ενδιάμεσες περισσότερο τις κατανάλωναν σε διασκέδαση και τρυφή.
Και γιατί ο Κύριος ομιλεί «κατά την τελευταία» ημέρα; Διότι κατ’ αυτήν ήσαν όλοι συγκεντρωμένοι. Βέβαια την πρώτη ημέρα δεν είχε παρευρεθεί ο Ιησούς στην εορτή [της Σκηνοπηγίας] και είχε πει στους αδελφούς Του την αιτία [πρβλ. Ιω.7,1-9.: «Καὶ μετὰ ταῦτα περιεπάτει ὁ Ἰησοῦς ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ· οὐ γὰρ ἤθελεν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ περιπατεῖν͵ ὅτι ἐζήτουν αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι ἀποκτεῖναι. ἦν δὲ ἐγγὺς ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων ἡ σκηνοπηγία. εἶπον οὖν πρὸς αὐτὸν οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ͵ Μετάβηθι ἐντεῦθεν καὶ ὕπαγε εἰς τὴν Ἰουδαίαν͵ ἵνα καὶ οἱ μαθηταί σου θεωρήσουσιν [σοῦ] τὰ ἔργα ἃ ποιεῖς· οὐδεὶς γάρ τι ἐν κρυπτῷ ποιεῖ καὶ ζητεῖ αὐτὸς ἐν παρρησίᾳ εἶναι. εἰ ταῦτα ποιεῖς͵ φανέρωσον σεαυτὸν τῷ κόσμῳ. οὐδὲ γὰρ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ ἐπίστευον εἰς αὐτόν. λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς͵ Ὁ καιρὸς ὁ ἐμὸς οὔπω πάρεστιν͵ ὁ δὲ καιρὸς ὁ ὑμέτερος πάντοτέ ἐστιν ἕτοιμος. οὐ δύναται ὁ κόσμος μισεῖν ὑμᾶς͵ ἐμὲ δὲ μισεῖ͵ ὅτι ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ αὐτοῦ ὅτι τὰ ἔργα αὐτοῦ πονηρά ἐστιν. ὑμεῖς ἀνάβητε εἰς τὴν ἑορτήν· ἐγὼ οὐκ ἀναβαίνω εἰς τὴν ἑορτὴν ταύτην͵ ὅτι ὁ ἐμὸς καιρὸς οὔπω πεπλήρωται. ταῦτα δὲ εἰπὼν αὐτὸς ἔμεινεν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ (:και ύστερα από τα γεγονότα αυτά περιόδευε ο Ιησούς στη Γαλιλαία· διότι δεν ήθελε να περιέρχεται για να κηρύττει στην Ιουδαία, επειδή ζητούσαν οι Ιουδαίοι να Τον θανατώσουν. Πλησίαζε λοιπόν τότε η εορτή των Ιουδαίων, η Σκηνοπηγία, κατά την οποία οι Ιουδαίοι για επτά ημέρες παρέμεναν στις σκηνές, σε ανάμνηση της ζωής την οποία ως σκηνίτες πέρασαν οι πρόγονοί τους στην έρημο. Είπαν λοιπόν προς Αυτόν οι θεωρούμενοι από τους άλλους ανθρώπους ως αδελφοί Του-τα τέκνα δηλαδή του Ιωσήφ και της γυναίκας που είχε, προτού αρραβωνιαστεί με τη Μαρία: ’’Φύγε από εδώ και πήγαινε στην Ιουδαία, ώστε να δουν τα θαύματα τα οποία κάνεις και οι εκεί μαθητές σου· διότι κανείς δεν κάνει τίποτε στα κρυφά και μάλιστα όταν ζητεί να γίνει φανερά γνωστός και να αναγνωριστεί η αξία του από όλους. Αφού τέτοια έργα κάνεις, φανέρωσε τον εαυτό Σου στον πολυπληθή κόσμο, που θα μαζευτεί στην Ιερουσαλήμ κατά την εορτή’’. Και Του φέρονταν έτσι οι αδελφοί Του, διότι ούτε αυτοί δεν Τον πίστευαν ως Μεσσία. Λέγει λοιπόν σε αυτούς ο Ιησούς: “ο δικός μου καιρός, για να φανερωθώ στους Ιουδαίους ως Μεσσίας οπότε και θα σταυρωθώ, δεν ήλθε ακόμη· ο καιρός όμως ο δικός σας κατά τον οποίο πρέπει να ανεβείτε ως προσκυνητές στα Ιεροσόλυμα είναι πάντοτε έτοιμος. Εσάς δεν μπορεί και δεν έχει κανένα λόγο να σας μισεί ο κόσμος, εμένα όμως με μισεί, διότι εγώ μαρτυρώ και φανερώνω ότι τα έργα του είναι πονηρά. Εσείς να ανεβείτε στα Ιεροσόλυμα για την εορτή αυτή· εγώ δεν ανεβαίνω ακόμη φανερά και επίσημα στην εορτή αυτή, διότι δεν έχει συμπληρωθεί ακόμη ο κατάλληλος καιρός. Δεν έφτασε ακόμη η ώρα της μεγάλης θυσίας”. Αυτά λοιπόν αφού τους είπε, έμεινε στη Γαλιλαία)»].
Αλλά ούτε και κατά τη δεύτερη και την τρίτη ημέρα λέγει ο Ιησούς κάτι παρόμοιο, για να μη λησμονηθούν οι λόγοι Του, αφού αυτοί σκόπευαν να το ρίξουν στις διασκεδάσεις. Κατά την τελευταία όμως ημέρα, όταν θα αναχωρούσαν για τις οικίες τους, τους δίνει εφόδια για τη σωτηρία και φωνάζει δυνατά, αφενός μεν για να δείξει την παρρησία Του, αφετέρου δε χάριν του μεγάλου πλήθους που είχε συγκεντρωθεί, για να ακουστεί από όλους.
Για να καταστήσει όμως σαφές ότι έκανε λόγο για πνευματική πόση, προσθέτει: «Εκείνος που πιστεύει σε Εμένα, όπως είπε και η Γραφή, θα γίνει αστείρευτη πνευματική πηγή· και από την καρδιά του θα αναβλύζουν και τρέχουν ποταμοί από ολόδροσο τρεχούμενο νερό’’)». «Κοιλία» εδώ ονομάζει την καρδιά, όπως λέγει και ο Ψαλμωδός αλλού: «(Ἥκω) τοῦ ποιῆσαι τὸ θέλημά σου, ὁ Θεός μου, ἐβουλήθην καὶ τὸν νόμον σου ἐν μέσῳ τῆς κοιλίας μου(:γι΄αυτό κι εγώ θέλησα να εφαρμόσω το θέλημά Σου, Θεέ μου, και πόθησα τον νόμο Σου τόσο πολύ ώστε να τον φέρω μέσα στα σπλάχνα μου, για να εμπνέει και να κινητοποιεί όλη μου την ύπαρξη)»[Ψαλμ.39,9].
Πού όμως είπε η Γραφή ότι «θα τρέξουν από την κοιλία του ποταμοί ύδατος ζώντος»; Πουθενά. Τι σημαίνει λοιπόν «εκείνος που πιστεύει σε Εμένα, καθώς είπε η Γραφή»; Εν προκειμένω πρέπει να χωρίσουμε με σημείο στίξεως, ώστε το «θα τρέξουν από την κοιλία του ποταμοί» να εξαρτάται από την απόφασή του. Επειδή δηλαδή έλεγαν πολλοί: « Ἴδε παῤῥησίᾳ λαλεῖ, καὶ οὐδὲν αὐτῷ λέγουσι.μήποτε ἀληθῶς ἔγνωσαν οἱ ἄρχοντες ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ Χριστός;(:δείτε, μιλάει ελεύθερα και φανερά και δεν τον διακόπτει κανείς, ούτε του λέει κανείς τίποτε. Μήπως αληθινά αναγνώρισαν οι άρχοντες ότι αυτός είναι πράγματι ο Χριστός;)»[Ιω.7,26] και ότι «ὁ Χριστὸς ὅταν ἔλθῃ, μήτι πλείονα σημεῖα τούτων ποιήσει ὧν οὗτος ἐποίησεν;(:ο Χριστός, όταν έλθει, μήπως θα κάνει περισσότερα θαύματα από όσα έκανε αυτός;)»[Ιω.7,30] υποδεικνύει ότι πρέπει να έχουν ορθή γνώση και να μην πιστεύουν τόσο από τα θαύματα, όσο από τους λόγους της Γραφής που εκπληρώνονται όλοι. Διότι πολλοί, μολονότι Τον είδαν να θαυματουργεί, δεν Τον δέχονταν ως Μεσσία. Επρόκειτο μάλιστα να λένε: «οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυΐδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυΐδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται;(:Δεν είπε η Γραφή ότι ο Χριστός κατάγεται από το γένος του Δαυίδ και έρχεται από το χωριό Βηθλεέμ, όπου γεννήθηκε και έζησε ο Δαυίδ;)»[Ιω.7,42].Και τους λόγους τους αυτούς τούς διακήρυσσαν προς πάσα κατεύθυνση.
Επειδή λοιπόν ήθελε να τους αποδείξει ότι δεν αποφεύγει την δια της Γραφής απόδειξη της μεσσιανικής Του ιδιότητας, πάλι τους παραπέμπει στις Γραφές. Και παραπάνω άλλωστε τους έλεγε: «ἐρευνᾶτε τὰς γραφάς(:Εσείς εξετάζετε με προσκόλληση στο εξωτερικό γράμμα τις Άγιες Γραφές, διότι νομίζετε ότι μόνο με την απλή ανάγνωση και την εξέταση αυτή θα έχετε ζωή αιώνια. Κι όμως εκείνες είναι που μαρτυρούν για Εμένα και γι΄αυτό πρέπει να τις ερευνάτε και να συλλαμβάνετε τα βαθύτερά τους νοήματα)»[Ιω. 5,39] και ότι «ἔστι γεγραμμένον ἐν τοῖς προφήταις· καὶ ἔσονται πάντες διδακτοὶ Θεοῦ. πᾶς ὁ ἀκούων παρὰ τοῦ πατρὸς καὶ μαθὼν ἔρχεται πρός με(:Κοντά μου έρχονται μόνο όσοι ελκύονται από τον Πατέρα μου. Αυτό άλλωστε έχει προφητευτεί στην Αγία Γραφή. Είναι γραμμένο στα προφητικά βιβλία το εξής: ‘’Και όλοι όσοι πιστέψουν και θα ακολουθήσουν τον Μεσσία, θα έχουν διδαχτεί από τον ίδιο τον Θεό’’. Καθένας που ακούει την εσωτερική πρόσκληση του Πατρός μου και δέχεται τον φωτισμό, ώστε να κατανοήσει αυτά που ο Πατέρας μου τον διδάσκει και μαθαίνει έτσι την αλήθεια, έρχεται σε Εμένα)»[Ιω.6,45· πρβλ Ησ.54,13 «καὶ πάντας τοὺς υἱούς σου διδακτοὺς Θεοῦ καὶ ἐν πολλῇ εἰρήνῃ τὰ τέκνα σου(:και όλα τα τέκνα σου θα διδαχτούν κατευθείαν από τον Θεό, θα ζουν σε αδιατάρακτη και πολλή ειρήνη)»]· και «μὴ δοκεῖτε ὅτι ἐγὼ κατηγορήσω ὑμῶν πρὸς τὸν πατέρα· ἔστιν ὁ κατηγορῶν ὑμῶν Μωϋσῆς, εἰς ὃν ὑμεῖς ἠλπίκατε(:μη νομίσετε ότι εγώ θα σας κατηγορήσω στον Πατέρα. Υπάρχει άλλος που σας κατηγορεί και αυτός είναι ο Μωυσής, στον οποίο εσείς έχετε στηρίξει τις ελπίδες σας)»[Ιω.5,45].
Και εδώ λέγει: «όπως είπε η Γραφή, θα τρέξουν από την κοιλία του ποταμοί», για να υποδείξει τον πλούτο και την αφθονία της θείας χάριτος. Όπως και σε άλλο σημείο λέγει: «Τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον(:το νερό που εγώ θα του δώσω θα μεταβληθεί μέσα του σε αστείρευτη πηγή πνευματικού ύδατος, που θα αναβλύζει πάντοτε και θα του χαρίζει αιώνια ζωή)»[Ιω.4,14], δηλαδή θα έχει άφθονη τη χάρη του Θεού. Αλλού λέγει «ζωὴν αἰώνιον» και εδώ « ὕδωρ τὸ ζῶν» το αποκαλεί. «Ζῶν ὕδωρ» ονομάζει εκείνο που κινείται, τρέχει συνεχώς· διότι η χάρις του Αγίου Πνεύματος, όταν εισέλθει στην ψυχή κάποιου και εγκατασταθεί μόνιμα σε αυτήν, αναβλύζει περισσότερο από κάθε άλλη πηγή και δεν κάνει διακοπές, ούτε αδειάζει, ούτε στερεύει ποτέ.
Για να καταστήσει φανερό λοιπόν συγχρόνως και το ανελλιπές της χορηγίας και το απερίγραπτο της ενεργείας, την αποκάλεσε «πηγή» και «ποταμούς», όχι έναν ποταμό, αλλά απείρους. Και εκεί επίσης[Ιω.4,14] παρέστησε την αφθονία με διαρκή ανάβλυση, όταν χρησιμοποίησε τη λέξη «ἁλλομένου(:το οποίο θα αναπηδά)».
Και θα μπορέσει κανείς να καταλάβει καθαρά αυτόν τον λόγο, εάν λάβει υπόψη του τη σοφία του Στεφάνου και τη γλώσσα του Πέτρου και τη ρητορική δεινότητα του Παύλου. Αυτούς τίποτε δεν τους παρέσυρε, τίποτε δεν τους φόβιζε, ούτε ο θυμός του πλήθους, ούτε οι επαναστάσεις των τυράννων, ούτε οι επιβουλές των δαιμόνων, ούτε οι καθημερινές απειλές του θανάτου, αλλά ως ποταμοί, που τρέχουν ορμητικοί, έτσι πέρασαν και παρέσυραν τα πάντα.
«Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη(:αυτό το είπε ο Κύριος για το Άγιο Πνεύμα, το οποίο έμελλαν να λάβουν όσοι θα πίστευαν σε Αυτόν, διότι η χάρη του Αγίου Πνεύματος που αναγεννά και σώζει, δεν είχε ακόμη δοθεί σε κανένα, επειδή ο Ιησούς δεν είχε ακόμη δοξαστεί με τη μεγάλη θυσία και με την ένδοξη ανάληψή Του)»[Ιω.7,39].
Πώς λοιπόν προφήτευσαν οι προφήτες και επιτέλεσαν τόσα θαύματα; Οι απόστολοι βέβαια δεν εκδίωκαν τα δαιμόνια με το Άγιο Πνεύμα, αλλά με τη δύναμη που τους έδωσε ο Ιησούς, όπως λέγει ο Ίδιος: «Καὶ εἰ ἐγὼ ἐν Βεελζεβοὺλ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, οἱ υἱοὶ ὑμῶν ἐν τίνι ἐκβαλοῦσι; διὰ τοῦτο αὐτοὶ κριταὶ ἔσονται ὑμῶν(:και εάν εγώ βγάζω τα δαιμόνια, όπως εσείς λέγετε, με τη βοήθεια του Βεελζεβούλ, τα πνευματικά σας τέκνα με τη δύναμη τίνος τα βγάζουν; Γιατί δεν τους κατηγορείτε; Για τούτο αυτοί θα σας καταδικάσουν για τη μοχθηρία σας και την υποκρισία)» [Ματθ.12,27].Αυτό το έλεγε για να δείξει ότι δεν εκδίωκαν όλοι τα δαιμόνια με το Άγιο Πνεύμα, πριν από τη σταύρωσή Του αλλά με τη δύναμη και εξουσία που τους χορηγούσε Αυτός. Όταν όμως σκόπευε να τους αποστείλει στον κόσμο, τότε έλεγε: «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον»[Ιω. 20,22]. Και πάλι: «ήλθε σε αυτούς το Άγιο Πνεύμα και τότε έκαναν τα θαύματα».
Όταν μάλιστα τους απέστειλε ο Ιησούς να κηρύξουν, δεν είπε ο Ευαγγελιστής: «έδωσε σε αυτούς Πνεύμα Άγιο», αλλά «ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν(:έδωσε σε αυτούς εξουσία)»[Ματθ.10,1], λέγοντάς τους τα εξής: «ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπροὺς καθαρίζετε, νεκροὺς ἐγείρετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε· δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε(: Σας δίδω εξουσία να θεραπεύετε ασθενείς, να καθαρίζετε λεπρούς, να ανασταίνετε νεκρούς, να διώχνετε δαιμόνια. Προσέχετε μην εμπορευτείτε ποτέ το χάρισμα αυτό· δωρεάν λάβατε, δωρεάν δώστε)»[Ματθ.10,8].
Ως προς τους προφήτες όμως κατά γενική ομολογία τούς είχε δοθεί το Άγιο Πνεύμα, αλλά η χάρις αυτή είχε συσταλεί και μετακινηθεί και είχε εγκαταλείψει τη γη από την ημέρα εκείνη κατά την οποία ειπώθηκε το εξής: «ἰδοὺ ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος (:ιδού, προς τιμωρία της κακίας σας και καταστροφή, σας αφήνεται έρημη και απροστάτευτη από τον Θεό η πόλις σας και ο ναός)»[Ματθ. 23,38]. Αλλά και πριν από τη ρήση αυτή είχε αρχίσει να παρουσιάζεται σπάνια το Άγιο Πνεύμα, διότι δεν υπήρχε πλέον προφήτης σε αυτούς, ούτε επόπτευε τα άγιά τους η θεία χάρις.
Επειδή λοιπόν είχε ανασταλεί η δωρεά του Αγίου Πνεύματος και επρόκειτο στο μέλλον να δοθεί με αφθονία, και αυτής της διανομής η αρχή έγινε μετά την Σταύρωση, δεν έγινε μόνο η αρχή αυτής της αφθονίας, αλλά και μεγαλύτερων χαρισμάτων(διότι πραγματικά η δωρεά ήταν περισσότερο άξια θαυμασμού, όπως όταν λέγει: «Οὐκ οἴδατε ποίου πνεύματός ἐστε ὑμεῖς(:δεν ξέρετε ακόμη ποιων διαθέσεων και ποιας πνευματικής καταστάσεως είστε εσείς. Δεν είστε άνθρωποι του πνεύματος της οργής και της τιμωρίας, που κυριαρχούσε στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά του πνεύματος της αγάπης και της συγνώμης, που σώζει)» [Λουκ.9,55]· και πάλι: «Οὐ γὰρ ἐλάβετε Πνεῦμα δουλείας πάλιν εἰς φόβον, ἀλλ᾿ ἐλάβετε Πνεῦμα υἱοθεσίας(:είστε λοιπόν κι εσείς υιοί του Θεού. Κι αυτό αποδεικνύεται από το ότι η διάθεση και το φρόνημα που το Άγιο Πνεύμα σάς ενέπνευσε από τη στιγμή του βαπτίσματός σας δεν είναι πάλι διάθεση δουλική και φρόνημα σκλάβου, που προκαλεί φόβο, όπως είχατε φόβο όταν ήσασταν κάτω από την κυριαρχία του μωσαϊκού νόμου. Αλλά λάβατε από το Άγιο Πνεύμα φρόνημα κι διάθεση κατά χάριν υιών του Θεού)» [Ρωμ.8,15].
Και οι παλαιοί βέβαια είχαν Άγιο Πνεύμα, αλλά δεν μπορούσαν να το δώσουν και στους άλλους. Οι απόστολοι όμως μυριάδες ανθρώπων γέμισαν με το Άγιο Πνεύμα. Επειδή λοιπόν επρόκειτο να λάβουν αυτή τη χάρη, που δεν είχε ακόμη δοθεί, γι' αυτό λέγει: «οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον(:διότι η χάρη του Αγίου Πνεύματος, που αναγεννά και σώζει, δεν είχε ακόμη δοθεί σε κανένα)» δηλαδή δεν είχε δοθεί, «ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη(:επειδή ο Ιησούς δεν είχε ακόμη δοξαστεί με τη μεγάλη σταυρική θυσία και την ένδοξη ανάληψή Του)»[Ιω.7,39]. «Δόξαν» ονομάζει τον Σταυρό.
Επειδή δηλαδή ήμασταν εχθροί απέναντι στον Θεό και αμαρτωλοί και είχαμε στερηθεί τη δωρεά του Θεού και ήμασταν θεοστυγείς, ενώ η χάρις ήταν απόδειξη συμφιλιώσεως, διότι το δώρο δεν δίδεται στους εχθρούς και τους μισούμενους, αλλά στους φίλους και στους αγαπητούς, έπρεπε προηγουμένως να προσφερθεί η θυσία προς χάριν μας και να καταλυθεί η έχθρα δια της σαρκός και να γίνουμε φίλοι του Θεού και τότε να λάβουμε τη δωρεά. Διότι εάν συνέβη αυτό κατά την επαγγελία, την υπόσχεση προς τον Αβραάμ, πολύ περισσότερο θα συνέβαινε και όταν δόθηκε η χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Και ο Παύλος για να δηλώσει αυτό έλεγε: « Εἰ γὰρ οἱ ἐκ νόμου κληρονόμοι, κεκένωται ἡ πίστις καὶ κατήργηται ἡ ἐπαγγελία· ὁ γὰρ νόμος ὀργὴν κατεργάζεται· οὗ γὰρ οὐκ ἔστι νόμος, οὐδὲ παράβασις(:διότι εάν εκείνοι που έλαβαν τον νόμο, γίνονται και δικαιωματικά με την τήρησή του κληρονόμοι του κόσμου, τότε απέβη ανώφελη και μάταιη η πίστη, και δεν πραγματοποιήθηκε αλλά καταργήθηκε η υπόσχεση του Θεού που βεβαίωνε ότι δωρεάν διαμέσου του Χριστού θα δοθεί η κληρονομιά αυτή)» [Ρωμ.4,14-15]. Ό,τι λέγει έχει την ακόλουθη σημασία: «Υποσχέθηκε ο Θεός να δώσει τη γη στον Αβραάμ και τους απογόνους του, αλλά οι απόγονοι ήσαν ανάξιοι της επαγγελίας και δεν μπορούσαν να ευχαριστήσουν τον Θεό με τα δικά τους έργα. Γι' αυτό εισήλθε η πίστη, πράγμα εύκολο, για να προσελκύσει τη χάρη και να μην καταργηθούν οι επαγγελίες».
Και ο Παύλος στη συνέχεια λέγει: «Διὰ τοῦτο ἐκ πίστεως, ἵνα κατὰ χάριν, εἰς τὸ εἶναι βεβαίαν τὴν ἐπαγγελίαν παντὶ τῷ σπέρματι, οὐ τῷ ἐκ τοῦ νόμου μόνον, ἀλλὰ καὶ τῷ ἐκ πίστεως Ἀβραάμ, ὅς ἐστι πατὴρ πάντων ἡμῶν (: και επειδή ο μωσαϊκός νόμος αποξενώνει από την κληρονομιά της επαγγελίας, γι' αυτό η κληρονομιά παρέχεται διαμέσου της πίστεως. Και μας δίνεται τώρα η κληρονομιά, αυτή όχι ως ανταμοιβή για την πιστή τήρηση του νόμου, αλλά δωρεάν και κατά χάριν Θεού. Ώστε δεν υπάρχει πλέον κίνδυνος εξαιτίας των παραβάσεών μας που γίνονται από αδυναμία να καταργηθεί η επαγγελία και υπόσχεση του Θεού, αλλά αυτή πραγματοποιείται με σιγουριά και βεβαιότητα σε όλους τους απογόνους του Αβραάμ· όχι μόνο σε εκείνους που είχαν τον νόμο και ήταν εξαρτημένοι από αυτόν, αλλά και σε εκείνους που ενώ δεν είχαν τον μωσαϊκό νόμο, μιμήθηκαν την πίστη του Αβραάμ και έγιναν έτσι πνευματικά παιδιά του Αβραάμ, ο οποίος είναι πατέρας όλων όσων πιστέψαμε)» [Ρωμ.4,16]. Για τον λόγο αυτό «η υπόσχεση είναι ως δώρο της χάριτος, επειδή δεν μπόρεσαν να επιτύχουν τίποτε με τα έργα τους».
Γιατί όμως, όταν είπε «ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος(:εκείνος που πιστεύει σε Εμένα, όπως είπε και η Γραφή, θα γίνει αστείρευτη πνευματική πηγή· και από την καρδιά και όλο τον εσωτερικό του κόσμο θα αναβλύζουν και θα τρέχουν ποταμοί από ολόδροσο τρεχούμενο νερό”)» [Ιω.7,38] δεν πρόσθεσε και την μαρτυρία της Γραφής; Διότι η γνώμη τους ήταν διεφθαρμένη: Άλλοι έλεγαν: «οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης (:“Πράγματι αυτός είναι ο προφήτης που μας προανήγγειλε ο Μωυσής)» [Ιω.7,40] και «ἄλλοι ἔλεγον, οὔ, ἀλλὰ πλανᾷ τὸν ὄχλον(:Όχι, δεν είναι καλός˙ είναι λαοπλάνος και εξαπατά τον εύπιστο λαό)». [Ιω.7,12].Επίσης «ἄλλοι ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· ἄλλοι ἔλεγον· μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυΐδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυΐδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται;(: άλλοι έλεγαν: “Αυτός είναι ο Μεσσίας Χριστός”. Άλλοι έλεγαν: “Δεν είναι δυνατόν να είναι ο Μεσσίας˙ διότι μήπως ο Μεσσίας είναι να έρθει από τη Γαλιλαία; Δεν είπε η Αγία Γραφή ότι ο Μεσσίας Χριστός θα προέρχεται από το γένος του Δαβίδ και από το χωριό της Βηθλεέμ, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Δαβίδ;’’)» [Ιω. 7,41-42], ενώ «ἀλλὰ τοῦτον οἴδαμεν πόθεν ἐστίν· ὁ δὲ Χριστὸς ὅταν ἔρχηται, οὐδεὶς γινώσκει πόθεν ἐστίν(:”Αλλά αυτός εδώ γνωρίζουμε από πού είναι και από ποιους κατάγεται. Ο Χριστός όμως όταν θα έλθει, κανείς δεν θα ξέρει ούτε τον χρόνο της εμφανίσεώς Του, αλλά ούτε και τον τρόπο με τον οποίο θα έλθει’’)»[Ιω.7,27].Και γενικά η γνώμη τους διέφερε, όπως συμβαίνει στα πλήθη που βρίσκονται σε αναταραχή· διότι δεν πρόσεχαν με ακρίβεια τα λεγόμενα, ούτε είχαν καμία πρόθεση να μάθουν.
Για τον λόγο αυτόν, δεν τους δίδει καμία απάντηση, αν και λέγουν: «Μήπως έρχεται από τη Γαλιλαία ο Χριστός;», ενώ τον Ναθαναήλ, που ρώτησε με τόνο σφοδρό και αυστηρό «ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι;(:Από τη Ναζαρέτ, το κακό και άσημο αυτό χωριό, μπορεί να βγει τίποτα καλό;)» [Ιω.1,47], τον επαίνεσε ως αληθινό Ισραηλίτη: «εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι(:είδε ο Ιησούς τον Ναθαναήλ να έρχεται κοντά Του και λέει γι’ αυτόν: “Να ένας γνήσιος και πραγματικός Ισραηλίτης, που δεν έχει στην καρδιά του καμία πονηριά και δόλο, αλλά ποθεί με ειλικρίνεια να βρει την αλήθεια’’)»[Ιω.1,48]. Αυτοί όμως που είπαν προς τον Νικόδημο: «Μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται(:μήπως είσαι κι εσύ από τη Γαλιλαία; Εξέτασε και εύκολα θα δεις και θα πειστείς από τα πράγματα ότι κανείς προφήτης από τη Γαλιλαία δεν έχει βγει έως τώρα)» [Ιω.7,52], δεν τα έλεγαν αυτά επειδή ήθελαν να μάθουν, αλλά για να ανατρέψουν απλώς τη γνώμη που υπήρχε για τον Χριστό. Εκείνος όμως[ο Νικόδημος δηλαδή] ήταν ο εραστής της αλήθειας και έλεγε αυτά, επειδή γνώριζε με ακρίβεια όλα τα παλαιά. Αυτοί όμως ένα σκοπό είχαν, να ανατρέψουν την αντίληψη ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός.
Γι' αυτό τίποτε δεν τους αποκάλυπτε· διότι αυτοί που αντέφασκαν προς τον εαυτό τους και άλλοτε μεν έλεγαν «ἀλλὰ τοῦτον οἴδαμεν πόθεν ἐστίν· ὁ δὲ Χριστὸς ὅταν ἔρχηται, οὐδεὶς γινώσκει πόθεν ἐστίν(:”Αλλά αυτός εδώ γνωρίζουμε από πού είναι και από ποιους κατάγεται. Ο Χριστός όμως όταν θα έλθει, κανείς δεν θα ξέρει ούτε το χρόνο της εμφανίσεώς Του, αλλά ούτε και τον τρόπο με τον οποίο θα έλθει’’)»[Ιω.7,27], άλλοτε πάλι «από την Βηθλεέμ έρχεται», είναι ευνόητο ότι, και όταν θα μάθαιναν, πάλι θα έφεραν αντιρρήσεις. Διότι ας δεχτούμε ότι δεν γνώριζαν τον τόπο, ότι δηλαδή καταγόταν από τη Βηθλεέμ, επειδή ανατράφηκε και έζησε στην Ναζαρέτ (μολονότι και αυτή η άγνοιά τους δεν συγχωρείται, επειδή δεν γεννήθηκε εκεί), δεν γνώριζαν όμως το γένος Του, ότι καταγόταν από τον οίκο και τη γενεά του Δαυίδ; Τότε πώς έλεγαν: «Δεν έρχεται από το σπέρμα του Δαβίδ ο Χριστός;». Αλλά και αυτό ήθελαν να το συσκιάσουν και τα πάντα έλεγαν με κακή διάθεση.
Γιατί λοιπόν δεν Τον πλησίασαν για να Τον ρωτήσουν· «Επειδή ως προς όλα τα άλλα σε θαυμάζουμε, αλλά μας προτρέπεις να πιστέψουμε σε Εσένα σύμφωνα με τις Γραφές, απάντησέ μας, πώς οι Γραφές λέγουν ότι ο Χριστός πρέπει να έλθει από τη Βηθλεέμ, ενώ εσύ έχεις έλθει από τη Γαλιλαία;». Τίποτε από αυτά όμως δεν είπαν, αλλά τα πάντα τα έλεγαν με πονηρία. Το ότι βέβαια δεν αναζητούσαν, ούτε ήθελαν να μάθουν, το πρόσθεσε αμέσως ο Ευαγγελιστής, όταν είπε: «Τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ᾿ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς χεῖρας(:μερικοί μάλιστα απ’ αυτούς ήθελαν να Τον συλλάβουν, αλλά κανείς δεν τόλμησε να απλώσει χέρι πάνω Του˙ διότι μια αόρατη δύναμη τούς συγκρατούσε και τους παρεμπόδιζε)»[Ιω.7,44]. Εάν λοιπόν τίποτε άλλο δεν υπήρχε, αυτό το γεγονός ήταν αρκετό να τους οδηγήσει σε κατάνυξη. Δεν συγκινήθηκαν όμως, όπως λέγει ο Προφήτης: «Διεσχίσθησαν καὶ οὐ κατενύγησαν(:διασκορπίστηκαν από τον Θεό και όμως δεν μετανόησαν. Δεν αισθάνθηκαν κανένα κέντημα της συνειδήσεώς τους.)»[Ψαλμ. 34,15].
«Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος(:επειδή λοιπόν κανείς δεν μπορούσε να Τον συλλάβει, γύρισαν άπρακτοι οι υπηρέτες στους αρχιερείς και τους Φαρισαίους. Και εκείνοι τους ρώτησαν: “Γιατί δεν τον φέρατε, αφού και δημοσίως εμφανίστηκε και πολλοί απ’ το πλήθος τον άκουγαν με δυσμένεια και ήταν έτοιμοι να σας βοηθήσουν μη σας διαφύγει;”Τότε οι υπηρέτες τούς έδωσαν την εξής απάντηση: “Ποτέ άλλοτε δεν δίδαξε άλλος άνθρωπος με τόση σοφία και δύναμη και χάρη με όση διδάσκει ο άνθρωπος αυτός”)» [Ιω. 7,45-46].
Τίποτε καθαρότερο δεν υπάρχει από την αλήθεια, τίποτε απλούστερο, εάν εμείς δεν φερόμαστε με κακή διάθεση και προαίρεση· όπως βεβαίως τίποτε δυσκολότερο δεν υπάρχει από το να επιδεικνύουμε δυσμενή διάθεση. Διότι ιδού: οι μεν Φαρισαίοι και οι Γραμματείς, οι οποίοι φαίνονταν δήθεν ότι είναι σοφότεροι, συναναστρέφονταν πάντοτε τον Χριστό, έχοντας όμως ως σκοπό τους να Τον επιβουλεύονται, και ενώ έβλεπαν θαύματα και διάβαζαν τις Γραφές, ουδεμία ωφέλεια συναπεκόμισαν, αλλά απεναντίας έπαθαν μεγάλη ζημία· οι υπηρέτες από την άλλη πλευρά, ενώ δεν ήσαν σε θέση τίποτε να πουν από αυτά, από μία και μόνο δημόσια ομιλία Του σαγηνεύτηκαν και ενώ έφυγαν και πήγαν εκεί που ήταν ο Ιησούς, με σκοπό να Τον δέσουν και να Τον συλλάβουν, επέστρεψαν δέσμιοι του θαυμασμού για Αυτόν.
Δεν πρέπει λοιπόν μόνο τη σύνεσή τους να θαυμάσουμε, δεδομένου ότι δεν χρειάστηκαν θαύματα, αλλά από μόνη τη διδασκαλία Του αιχμαλωτίστηκαν(διότι δεν είπαν ότι ‘’Ουδέποτε θαυματούργησε άνθρωπος με τέτοιο τρόπο’’· αλλά τι είπαν; «οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος(:Ποτέ άλλοτε δεν δίδαξε άλλος άνθρωπος με τόση σοφία και δύναμη και χάρη με όση διδάσκει ο άνθρωπος αυτός)»[Ιω.7,46]· δεν πρέπει λοιπόν την σύνεσή τους μόνο να θαυμάσουμε, αλλά και το θάρρος, διότι τους λόγους αυτούς τους έλεγαν προς εκείνους, οι οποίοι είχαν τους αποστείλει για να συλλάβουν τον Ιησού, δηλαδή προς τους Φαρισαίους, προς εκείνους, οι οποίοι πολεμούσαν Αυτόν και τα πάντα έκαναν για τον σκοπό αυτό. Διότι λέγει ο Ευαγγελιστής: «Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; (:επειδή λοιπόν κανείς δεν μπορούσε να τον συλλάβει, γύρισαν άπρακτοι οι υπηρέτες στους αρχιερείς και τους Φαρισαίους. Και εκείνοι τους ρώτησαν: “Γιατί δεν τον φέρατε, αφού και δημοσίως εμφανίστηκε και πολλοί απ’ το πλήθος τον άκουγαν με δυσμένεια και ήταν έτοιμοι να σας βοηθήσουν μη σας διαφύγει;)»[Ιω. 7,45].
Το ότι επέστρεψαν ήταν πολύ σπουδαιότερο από το να έμεναν. Διότι εάν παρέμεναν κοντά στον Χριστό, θα απαλλάσσονταν βέβαια από την ενόχληση των Φαρισαίων, όμως τώρα που επέστρεψαν σε εκείνους που τους είχαν αποστείλει για να Τον συλλάβουν, γίνονται κήρυκες της σοφίας του Χριστού και σε μεγαλύτερο βαθμό δείχνουν το θάρρος τους· και δεν λένε: «Δεν μπορέσαμε να Τον συλλάβουμε εξαιτίας του όχλου», δεδομένου ότι ο κόσμος πρόσεχε εκείνη τη στιγμή τη διδασκαλία Του, όπως σε προφήτη, αλλά τι λένε: «Ποτέ μέχρι τώρα δεν μίλησε κανένας όπως αυτός ο άνθρωπος».
Αν και μπορούσαν βέβαια να δώσουν εκείνη την απάντηση για να δικαιολογηθούν, ότι τάχα δηλαδή δεν μπόρεσαν να εκπληρώσουν την αποστολή τους εξαιτίας του κόσμου που παρακολουθούσε με προσοχή τότε τα λόγια του Ιησού, εντούτοις αποκαλύπτουν τη δική τους ορθή γνώμη· διότι η απάντηση αυτή, η οποία δόθηκε, είναι ανθρώπων, οι οποίοι όχι μόνο θαυμάζουν Εκείνον, αλλά και κατηγορούν τους Φαρισαίους ότι τους έστειλαν για να δέσουν και να συλλάβουν Αυτόν, τον οποίο έπρεπε να ακούνε· και όμως δεν άκουσαν βέβαια κάποια μακρά ομιλία, αλλά μία σύντομη σε διάρκεια· διότι όταν η σκέψη είναι αμερόληπτη, δεν υπάρχει ανάγκη για πολλά λόγια και μεγάλης διάρκειας ομιλίες· τέτοια είναι η δύναμη της αλήθειας.
Τι κάνουν λοιπόν οι Φαρισαίοι; Ενώ έπρεπε να έρθουν σε συναίσθηση και να κατασυντριβούν από τα λεγόμενα, κάνουν το αντίθετο, δηλαδή ανταποδίδουν κατηγορία προς τους υπηρέτες, λέγοντας: «Μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε;(:’’Μήπως παρασυρθήκατε κι εσείς, που είστε πάντοτε κοντά μας και ακούτε τη διδασκαλία μας, και έχετε πλανηθεί απ’ αυτόν, όπως τα αμαθή πλήθη του λαού;)»[Ιω.7,47]. Επιπλέον τους κολακεύουν και δεν μιλούν με απότομο ύφος και βαριές εκφράσεις, φοβούμενοι μήπως τελείως αποσχισθούν από αυτούς, αλλά εκδηλώνουν την οργή τους και ομιλούν με προσεκτική χρήση εκφράσεων, διότι ενώ έπρεπε να ρωτήσουν τι είπε και να θαυμάσουν όσα ειπώθηκαν από τον Ιησού, ούτε αυτό κάνουν(διότι γνώριζαν ότι θα ήταν δυνατόν να σαγηνευθούν και εκείνοι από τα λόγια Του), αλλά και από μια απόδειξη λίαν ανόητη ορμώμενοι διατυπώνουν προς τους υπηρέτες τον παρακάτω συλλογισμό· δηλαδή λένε: «Μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων;(:Μήπως πίστεψε σε αυτόν κανείς απ’ τους άρχοντες, που είναι οι μόνοι αρμόδιοι να κρίνουν τα θρησκευτικά ζητήματα, ή από τους Φαρισαίους, που είναι άγρυπνοι φύλακες των παραδόσεων και της αληθινής πίστεως;Κανείς απ’ αυτούς δεν πίστεψε, παρά μόνον αυτός ο όχλος, που δεν ξέρει τον μωσαϊκό νόμο και γι’ αυτό είναι όλοι τους καταραμένοι)»[Ιω.7,48].Πες μου, την κατηγορία αυτή την στρέφεις κατά του Χριστού και όχι κατά όσων δεν πίστεψαν;
«Ἀλλ᾿ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι!(:κανείς απ’ αυτούς δεν πίστεψε, παρά μόνον αυτός ο όχλος, που δεν ξέρει τον μωσαϊκό νόμο και γι’ αυτό είναι όλοι τους καταραμένοι)»[Ιω.7,49].Αυτή βέβαια είναι η σπουδαιότερη κατηγορία σε βάρος σας, ότι ο μεν όχλος πίστεψε, ενώ εσείς δεν πιστέψατε. Και όμως εκείνοι επιτελούσαν τα καθήκοντα όσων γνωρίζουν τον νόμο, πώς λοιπόν είναι επικατάρατοι; Εσείς βεβαίως είστε επικατάρατοι, οι οποίοι δεν τηρείτε τον νόμο· όχι εκείνοι οι οποίοι υπακούουν στον νόμο. Δεν έπρεπε λοιπόν από αυτούς που δεν πίστευαν, να κατηγορείται Εκείνος, στον οποίο δεν πίστευαν· διότι δεν είναι σωστός αυτός ο τρόπος.
«Επειδή και εσείς δεν πιστέψατε στον Θεό», όπως λέγει ο Παύλος: «Τί γὰρ εἰ ἠπίστησάν τινες; μὴ ἡ ἀπιστία αὐτῶν τὴν πίστιν τοῦ Θεοῦ καταργήσει;(:και το προνόμιο αυτό, να κατέχουν αυτοί τις επαγγελίες και υποσχέσεις του Θεού, δεν εκμηδενίστηκε· διότι τι σημασία έχει αν μερικοί από τους Ιουδαίους έδειξαν απιστία; Μήπως η απιστία τους θα καταργήσει την αξιοπιστία και την αλήθεια του Θεού;)»[Ρωμ.3,3]· διότι και οι προφήτες τούς κατηγορούσαν πάντοτε λέγοντας: «Ἀκούσατε λόγον Κυρίου, ἄρχοντες Σοδόμων(:Ακούστε λοιπόν, τα λόγια του Κυρίου εσείς, οι άρχοντες, οι οποίοι για τις δικές σας αμαρτίες και τις αμαρτίες του λαού σας αξίζει να ονομάζεστε άρχοντες Σοδόμων)»[Ησ. 1,10] και «οἱ ἄρχοντές σου ἀπειθοῦσι(:οι άρχοντές σου είναι απειθείς απέναντι του Θεού)»[Ησ. 1,23]. Και πάλι: «Οὐχ ὑμῖν ἐστι τοῦ γνῶναι τὸ κρίμα;(:καθήκον σας δεν είναι να γνωρίζετε, να αποδίδετε και να εφαρμόζετε το δίκαιο;)» [Μιχ.3,1] και παντού με βαριές εκφράσεις τούς επιτιμούν. Τι λοιπόν; Μήπως κανείς θα κατηγορήσει γι' αυτό ακόμη και τον Θεό; Απομάκρυνε μια τέτοια σκέψη από τον νου σου· διότι εκείνους βαρύνει η κατηγορία. Διότι ποιο άλλο σημείο θα θεωρούσε κανείς του ότι δεν γνωρίζετε εσείς τον νόμο, παρά το ότι δεν υπακούετε;
Επειδή λοιπόν οι Φαρισαίοι ισχυρίστηκαν ότι δεν πίστεψε στον Ιησού κανένας από τους άρχοντες παρά μόνο αυτοί που «δεν γνώριζαν τον νόμο», στη συνέχεια τούς ελέγχει ο Νικόδημος λέγοντας τα εξής: «Μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ᾿ αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ;(: Μήπως ο νόμος μας μπορεί να καταδικάσει έναν άνθρωπο, εάν προηγουμένως δεν τον ακούσει ο δικαστής που εκπροσωπεί τον μωσαϊκό νόμο και μάθει από την απολογία του τι αξιοκατάκριτο και αξιόποινο έκανε;)»[Ιω.7,51].Δηλαδή δείχνει ότι αυτοί ούτε γνωρίζουν τον νόμο, ούτε εφαρμόζουν τον νόμο· διότι εάν εκείνος μεν διατάσσει να μη θανατώσουν κανένα άνθρωπο, πριν να τον ακούσουν προηγουμένως να απολογείται, αυτοί όμως, πριν ακούσουν τον Ιησού, έσπευσαν για να Τον θανατώσουν, είναι παραβάτες του νόμου.
Και επειδή είπαν ότι κανένας από τους άρχοντες δεν πίστεψε σε Αυτόν, για τον λόγο αυτό σημειώνει επιπροσθέτως ο Ευαγγελιστής ότι ήταν ο Νικόδημος «εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν(:που ήταν ένας από αυτούς, διότι ήταν και αυτός μέλος του συνεδρίου)»[Ιω.7,50], αποδεικνύοντας ότι και άρχοντες πίστεψαν σε Αυτόν· δεν έδειχναν βέβαια το απαιτούμενο θάρρος, γίνονταν όμως οπαδοί του Χριστού.
Πρόσεξε επίσης πώς και με πόση επιφυλακτικότητα και προσοχή στις εκφράσεις του κάνει τον έλεγχό του προς αυτούς ο Νικόδημος· διότι δεν είπε: «Εσείς θέλετε να θανατώσετε Αυτόν, και απλώς χωρίς καμία δίκη Τον καταδικάζετε ως πλάνο και απατεώνα», αλλά μίλησε με ηπιότερο τρόπο, θέλοντας να ανακόψει την απερίγραπτη ορμή τους, όπως επίσης και την απερισκεψία τους και την επιθυμία τους για φόνο. Για τον λόγο αυτό, στρέφει τον λόγο του σύμφωνα με τον μωσαϊκό νόμο, λέγοντας: «ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ᾿ αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ(:Μήπως ο νόμος μας μπορεί να καταδικάσει έναν άνθρωπο, εάν προηγουμένως δεν τον ακούσει ο δικαστής που εκπροσωπεί το νόμο και μάθει από την απολογία του τι αξιοκατάκριτο και αξιόποινο έκανε;)»[Ιω.7,51].Ώστε υφίσταται ανάγκη όχι απλής ακροάσεως, αλλά προσεκτικής ακροάσεως και ακριβούς εξετάσεως του προς εκδίκαση θέματος. Διότι αυτό σημαίνει η φράση «καὶ γνῷ τί ποιεῖ(:και να μάθει από την απολογία Του τι αξιοκατάκριτο και αξιόποινο έκανε)», τι θέλει και γιατί και για ποιο σκοπό και μήπως απέβλεπε στην ανατροπή της πολιτείας ως κάποιος εχθρός. Επειδή λοιπόν βρέθηκαν σε αμηχανία, καθώς είχαν πει ότι κανένας από τους άρχοντες δεν πίστεψε σε Αυτόν, ούτε με οξύτητα, ούτε με ηπιότητα δεν φέρθηκαν απέναντι στον Νικόδημο.
Πες μου λοιπόν, ποια λογική σχέση έχει, όταν ο Νικόδημος τούς είπε ότι ο νόμος τους δεν κρίνει κανένα χωρίς πρώτα να απολογηθεί, η απάντησή τους: «Μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ;(:Μήπως είσαι κι εσύ από τη Γαλιλαία;)»[Ιω.7,52]. Διότι, ενώ έπρεπε να αποδείξουν ότι έστειλαν υπηρέτες προς Αυτόν να Τον καλέσουν όχι χωρίς λόγο, ή ότι δεν πρέπει να δοθεί σε Αυτόν το δικαίωμα να ομιλήσει, με περισσότερο αγροίκο και περισσότερο οργίλο τρόπο διατυπώνουν την αντίρρηση: «ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται(:εξέτασε και εύκολα θα δεις και θα πειστείς από τα πράγματα ότι κανείς προφήτης από τη Γαλιλαία δεν έχει βγει έως τώρα)»[Ιω.7,52].Διότι τι είπε ο άνθρωπος; Είπε ότι ο Χριστός είναι προφήτης; Είπε ότι δεν πρέπει να θανατωθεί χωρίς να δικαστεί. Αυτοί όμως κατά τρόπο προσβλητικό, απηύθυναν αυτούς τους λόγους προς αυτόν, σαν να μην είχε καμία γνώση περί των Γραφών· σαν να έλεγε δηλαδή κανείς στον Νικόδημο: «Πήγαινε και μάθε». Διότι αυτό σημαίνει η φράση «ἐρεύνησον καὶ ἴδε».
Τι πράττει λοιπόν ο Χριστός; Επειδή πάντοτε ανέφεραν τη Γαλιλαία και τον προφήτη, θέλοντας να απαλλάξει όλους από αυτήν την ανάρμοστη υποψία και να αποδείξει ότι δεν είναι ένας από τους προφήτες, αλλά του κόσμου Δεσπότης, λέγει: «Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου(:Εγώ είμαι το φως όχι μόνο των Ιουδαίων αλλά ολόκληρου του κόσμου)»[Ιω.8,12]· όχι μόνο της Γαλιλαίας, όχι μόνο της Παλαιστίνης, ούτε μόνο της Ιουδαίας.
Τι απαντούν λοιπόν οι Ιουδαίοι; «Σὺ περὶ σεαυτοῦ μαρτυρεῖς· ἡ μαρτυρία σου οὐκ ἔστιν ἀληθής(:‘’Εσύ δίνεις μαρτυρία για το πρόσωπό σου συστήνοντας εγωιστικά τον εαυτό σου. Για τη μαρτυρία σου όμως αυτή δεν εγγυάται κανείς ότι είναι αληθινή και ότι δεν προέρχεται από φιλαυτία και αυτοθαυμασμό’’)»[Ιω.8,13].Πόση ανοησία! Τους παρέπεμπε συνεχώς στις Γραφές και στην αδιάψευστη μαρτυρία τους και αυτοί λένε «σὺ περὶ σεαυτοῦ μαρτυρεῖς». Ποια μαρτυρία έδωσε λοιπόν για τον Εαυτό Του; «Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου(:εγώ είμαι το φως ολόκληρου του κόσμου)»[Ιω.8,12]. Μέγας είναι ο λόγος αυτός, αληθώς μέγας· αλλά δεν τους τάραξε πολύ, εφόσον ούτε εξισώνει τώρα τον εαυτό Του με τον Πατέρα, ούτε είπε ότι είναι Υιός Εκείνου, ούτε ότι είναι Θεός, αλλά είπε τότε ότι είναι Φως.
Ήθελαν μεν και αυτόν τον λόγο να ανατρέψουν· και αυτός βεβαίως ο λόγος είναι πολύ σπουδαιότερος από τον λόγο: «Ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ᾿ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς(:Εκείνος που με ακολουθεί με πλήρη εμπιστοσύνη και ελπίδα και με πρόθυμη υπακοή στα λόγια μου, δεν θα περπατήσει ούτε θα βρεθεί ποτέ στο σκοτάδι της πλάνης και της αμαρτίας, αλλά θα έχει μέσα του το ζωηφόρο και πνευματικό φως, που προέρχεται από την αληθινή ζωή, τον Θεό)»[Ιω.8,12], λέγει ο Ιησούς εννοώντας το φως και το σκοτάδι από νοητής απόψεως· δηλαδή λέγοντας αυτά εννοεί ότι ο άνθρωπος που Τον ακολουθεί, δεν παραμένει στην πλάνη.
Εδώ και τον Νικόδημο προσελκύει και παρορμά, διότι έδειξε μέγα θάρρος και τους υπηρέτες επαινεί, για αυτό που είχαν κάνει. Διότι το να φωνάξει δυνατά[βλ. Ιω.7,37: «Ἐν δὲ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· ‘’ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω’’(:την τελευταία και πιο επίσημη ημέρα απ’ όλες τις άλλες ημέρες της εορτής στάθηκε όρθιος ο Ιησούς και με ζωηρή φωνή είπε: “Εάν κανείς αισθάνεται πόθο και δίψα όχι για αγαθά υλικά και φθαρτά, αλλά για την εσωτερική γαλήνη και τη μακαριότητα της θείας ζωής, ας έρχεται σε μένα με πίστη και ας πίνει ελεύθερα. Κοντά μου θα ικανοποιηθούν όλοι οι ευγενικοί πόθοι και θα βρει ανάπαυση η ψυχή του”)»] είναι γνώρισμα ανθρώπου ο οποίος θέλει με αυτόν τον τρόπο να τους προετοιμάσει ώστε να ακούσουν τα λόγια του· συγχρόνως επίσης υπαινίσσεται και αυτούς οι οποίοι εξυφαίνουν δόλια σχέδια στα κρυφά και στο σκοτάδι και στην πλάνη· αλλά δεn θα υπερισχύσουν του φωτός.
Και στον Νικόδημο υπενθυμίζει τους λόγους εκείνους, τους οποίους προηγουμένως έλεγε: «Πᾶς γὰρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ τὰ ἔργα αὐτοῦ(:διότι καθένας που επιμένει να κάνει έργα πονηρά και κακά, δεν αδιαφορεί απλώς, αλλά αποστρέφεται το φως. Και δεν έρχεται στο φως, για να μη γίνεται φανερή η ασχήμια και η ανηθικότητα των έργων του και προκληθεί έτσι η αποδοκιμασία του και η εξέγερση της συνειδήσεώς του)»[Ιω.3,20]· διότι επειδή έλεγαν ότι κανένας από τους άρχοντες δεν πίστεψε σε Αυτόν, για τον λόγο αυτό λέγει: «Πᾶς γὰρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς», αποδεικνύοντας ότι η μη προσέλευσή τους κοντά στον Ιησού δεν οφειλόταν στην αδυναμία του φωτός, αλλά στη διεστραμμένη γνώμη τη δική τους[…].
                                ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
                                επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
· https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-joannem.pdf
· Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, ομιλία ΝΑ΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1978, τόμος 13α, σελίδες 426-437 και 444-453 .
· Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, Άπαντα των αγίων Πατέρων, Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα, τόμος 73, σελ. 252-260 (ή: 122-124 του PDF) και τόμος 74, σελ.11-19(ή: 2-6 του PDF) .
https://drive.google.com/file/d/0ByZQkrKg4yKLdVNrLW9BNGRWcm8/view
· http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html
· Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
· Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
· Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
· http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Biblia/Palaia_Diathikh.htm
· http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh_Diathikh/Biblia/Kainh_Diathikh.htm