Συνέχεια από: Παρασκευή 30 Μαίου 2025
SCHELLING: ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ (1809) 6Του Martin Heidegger
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΕΝΟΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ.
Η ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΣΕΛΛΙΝΓΚ
(Τόμος I, Τμήμα VII, σελ. 336–357)
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Στην έκφραση του Schelling «επιστημονική θεώρηση του κόσμου», το «επιστημονική» σημαίνει λοιπόν τόσο όσο και «φιλοσοφική», και αυτό εννοεί εδώ: τη γνώση του Είναι στο σύνολό του, που θεμελιώνεται στο απόλυτο, στις έσχατες αρχές και βάσεις της ουσίας. Η λέξη «θεώρηση του κόσμου» είναι ισοδύναμη με και τότε σχεδόν εξίσου συχνά χρησιμοποιούμενη όπως «κοσμοαντίληψη». Μια σαφής και θεμελιωμένη χρήση αυτών των λέξεων εξαρτάται αρχικά από το αν έχει διαμορφωθεί μια επαρκής έννοια του κόσμου και έχει τεθεί ως μέτρο. Το ερώτημα για την έννοια του κόσμου, όμως, σήμερα σχεδόν δεν γίνεται κατανοητό, πόσο μάλλον δεν τίθεται πραγματικά. (Πρβλ. «Είναι και Χρόνος», και για την ιστορία της έννοιας του κόσμου μερικές υποδείξεις στο «Από την ουσία του θεμελίου», ΙΙ. Ενότητα. Πρβλ. επίσης «Κριτική του καθαρού Λόγου», Α 698, B 726: «Αυτή η ιδέα [ενός από τον κόσμο διαφοροποιημένου έσχατου θεμελίου] είναι επίσης αναφορικά με τη χρήση της έννοιας του κόσμου από τη λογική πλήρως θεμελιωμένη.» (Σχετικά με «λογική θεώρηση του κόσμου»))
Η διαμόρφωση της λέξης «κοσμοαντίληψη» προέρχεται από τον Καντ, και την χρησιμοποιεί στην «Κριτική της Κριτικής Ικανότητας» (2η έκδ. σ. 92). Η λέξη είχε ακόμη μια στενότερη και συγκεκριμένη σημασία, εννοούσε την άμεση εμπειρία του αισθητού δεδομένου, των φαινομένων. «Ο Κόσμος... σημαίνει το σύνολο των αισθητών αντικειμένων (universum, universitas rerum).» Αυτά τα αντικείμενα είναι πράγματα σε αντίθεση με τα πρόσωπα.¹ Ο άνθρωπος είναι «κοσμοθεωρός» (Cosmotheoros στο κείμενο), ο οποίος δημιουργεί εκ των προτέρων τα θεμέλια της γνώσης του κόσμου, από τα οποία είτε διαμορφώνει την κοσμοαντίληψη είτε, ως κάτοικος του κόσμου, κατοικεί σε αυτήν την ιδέα (ό.π., σ. 31). Ακόμη και πίσω από αυτήν τη χρήση της λέξης κόσμος κρύβεται μια δισημία, η οποία καθίσταται εμφανής στο ερώτημα αν μπορούν να υπάρχουν πολλοί κόσμοι. Μπορεί να υπάρχει ένας μόνο κόσμος, αν ο κόσμος σημαίνει: το Όλον των πραγμάτων. Υπάρχει όμως και μια πολλαπλότητα κόσμων, όταν κάθε κόσμος αποτελεί μια θέαση του Όλου, δηλ. του Όντος ως Όλον.
Προς την κατεύθυνση αυτής της δεύτερης σημασίας της έννοιας του κόσμου,
την οποία μπορούμε να κατανοήσουμε ως την εκάστοτε καθορισμένα προσανατολισμένη και έτσι περιορισμένη αποκάλυψη του σύμπαντος, κατευθύνεται η χρήση της έννοιας του κόσμου και της κοσμοθεώρησης στον Σέλλινγκ. Και αυτή η έννοια του κόσμου έχει ήδη διαμορφωθεί στον Καντ και κυρίως στον Λάιμπνιτς. Ο Σέλλινγκ χρησιμοποιεί στη συνέχεια τον όρο καθοριστικά στα φυσικό-φιλοσοφικά του συγγράμματα στα τέλη της δεκαετίας του ενενήντα, σύμφωνα με τη νέα θέση της σκέψης του. Επηρεάζεται από τη χρήση της λέξης «κοσμοθεώρηση» εκείνη η σκέψη του Λάιμπνιτς, σύμφωνα με την οποία κάθε μονάδα, κάθε αυθύπαρκτο ον — φυτό, ζώο, άνθρωπος —, ολόκληρο το σύμπαν, δηλαδή ο κόσμος με την πρώτη έννοια, το αντιλαμβάνεται πάντοτε από μία συγκεκριμένη οπτική γωνία και, συνεπώς, μέσα σε έναν εκάστοτε περιορισμό· δηλαδή κόσμος με τη δεύτερη έννοια, mundus concentratus, ένας κόσμος συγκεντρωμένος μέσα του από μία συγκεκριμένη προοπτική. Με αυτή την έννοια λέει ο Σέλλινγκ:
«Καθώς δηλαδή η ανθρώπινη λογική φαντάζεται τον κόσμο μόνο σύμφωνα με έναν ορισμένο τύπο, του οποίου τό ορατό αποτύπωμα είναι η ανθρώπινη οργάνωση, έτσι και κάθε οργάνωση [έμβιο ον υπό τήν ευρεία έννοια] είναι αποτύπωμα ενός ορισμένου σχήματος της κοσμοθεώρησης. Και όπως μπορούμε πράγματι να αντιληφθούμε ότι η κοσμοθεώρησή μας καθορίζεται από τον αρχέγονο περιορισμό μας, χωρίς να μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί είμαστε ακριβώς τόσο περιορισμένοι, γιατί η κοσμοθεώρησή μας είναι ακριβώς αυτή και όχι κάποια άλλη, έτσι μπορούν επίσης η ζωή και η αναπαράσταση των ζώων να είναι μόνο ένας ιδιαίτερος, αν και ακατανόητος, τρόπος αρχέγονου περιορισμού, και μόνο αυτός ο τρόπος περιορισμού θα μπορούσε να μας διαφοροποιεί από αυτούς.» (ΙΙΙ, 182).
Η κοσμοθεώρηση είναι καθαυτή κάθε φορά ένα συγκεκριμένα προσανατολισμένο και διαμορφωμένο άνοιγμα και διατήρηση του κόσμου. Η κοσμοθεώρηση είναι πάντοτε «προοπτική», καθόσον διακρίνει μέσα από μία προσανατολισμένη τροχιά και έτσι διατηρεί έναν ορίζοντα. Η κοσμοθεώρηση αναπτύσσει κάθε φορά τον δικό της σχηματισμό· ακόμη και το ζώο και το φυτό έχουν τη δική τους κοσμοθεώρηση, ή μάλλον: είναι μια κοσμοθεώρηση, ένας τρόπος με τον οποίο, έστω και θαμπά και σκοτεινά, ο κόσμος ανοίγεται. Η κοσμοθεώρηση ανήκει στη σύσταση κάθε όντος, εφόσον αυτό νοείται μονάδολογα, δηλαδή οι υποστάσεις ως υποκείμενα νοούνται κατά διαφορετικά επίπεδα εγωτικότητας.
Η «κοσμοθεώρηση» είναι εδώ ένα μεταφυσικό στοιχείο προσδιορισμού του ίδιου του κάθε υπαρκτού όντος, σύμφωνα με το οποίο — σε διαφορετικό κάθε φορά βαθμό σαφήνειας και συνείδησης της ορμής προς τον εαυτό του — αυτό σχετίζεται με το όλο του όντος και από αυτή τη θεμελιώδη σχέση καθορίζεται στη συμπεριφορά και στη δράση του. Σε αυτή τη σημασιολογική κατεύθυνση του όρου μιλά ο Χέγκελ σε έναν τίτλο μέσα στη Φαινομενολογία του Πνεύματος (W II, 453) για την «ηθική κοσμοθεώρηση»· στις διαλέξεις του για την αισθητική γίνεται λόγος για το ότι «οι τρόποι κοσμοθεώρησης» είναι εκείνοι που «συνιστούν τη θρησκεία, το ουσιαστικό πνεύμα των λαών και των εποχών» (WW X/2, 229).
Το ίδιο εννοεί και ο τίτλος «κοσμική άποψη». Η «επιστημονική κοσμική άποψη» στο κείμενό μας σημαίνει, συνεπώς, εκείνη τη σύλληψη του όντος ως όλου, η οποία στην καθοριστική της ενότητα και διάρθρωση καθορίζεται από τη γνήσια γνώση με την έννοια της φιλοσοφίας. Η επιστήμη ως τέτοια δεν χρειάζεται πρώτα μια κοσμοθεώρηση, αλλά είναι αυτή καθαυτήν, εφόσον είναι πράγματι επιστήμη. Η επιστήμη είναι ένας σχηματισμός της κοσμοθεώρησης, εφόσον εννοούμε την «κοσμοθεώρηση» με αυτή τη μεταφυσικά αυστηρά ορισμένη έννοια.
Η λέξη «κοσμοθεώρηση» πέρασε πολύ γρήγορα, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, στη γλώσσα της καθημερινότητας και έτσι απώλεσε τον αρχικό της μεταφυσικό προσδιορισμό. Η λέξη δηλώνει πλέον μόνο τον δυνατό και επιτακτικό τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι και ομάδες ανθρώπων και κοινωνικές τάξεις βλέπουν τον κόσμο. («Ιδεολογία»: ιδεολογικό εποικοδόμημα έναντι της «ύλης» και της «ζωής».)
Ταυτόχρονα έγινε η πιο δημοφιλής φιλοσοφική λέξη-κλειδί του φιλελευθερισμού του 19ου αιώνα. Η έκτοτε καθιερωμένη χρήση της λέξης χαρακτηρίστηκε εύστοχα από τον Καρλ Γιάσπερς στο έργο του Ψυχολογία των κοσμοθεωριών (1919, §1), ως εξής: «…όταν μιλάμε για κοσμοθεωρίες, εννοούμε τις δυνάμεις ή τις ιδέες, πάντως το έσχατο και το ολικό του ανθρώπου, τόσο υποκειμενικά ως βίωμα, δύναμη και ψυχική διάθεση, όσο και αντικειμενικά ως αντικειμενικά διαμορφωμένος κόσμος.» Η κοσμοθεώρηση – μπορούμε να το πούμε σύντομα – σημαίνει πάντοτε και ακριβώς βιοθεώρηση. Και η λέξη «θεώρηση» δεν σημαίνει εδώ απλώς παρατήρηση και αντίληψη, αλλά εμπερικλείει τις δυνάμεις και τις κατευθύνσεις της πράξης και της στάσης. Αλλά όλα αυτά, όπως γενικά εννοούνται, είναι πλέον αβάσιμα, δεν έχουν πια τόπο, εκτός αν υποθέσουμε ότι οι άνθρωποι σχηματίζουν απόψεις για το Όλο, μεγαλώνουν μέσα σε αυτές και τις ενσωματώνουν· η κοσμοθεώρηση είναι πια μόνο αντικείμενο της «Ψυχολογίας», της «Τυπολογίας»· υπάρχουν – όπως διαφορετικά φυτά και είδη ζώων ανάλογα με το έδαφος και το κλίμα – διαφορετικά είδη κοσμοθεωριών· εδώ γίνεται λόγος για την «κοσμοθεώρηση» του εκτροφέα χοίρων ως καθοριστικού τύπου κοσμοθεώρησης γενικά. Ακόμη και ως παρακμιακή μορφή, η λέξη και ο όρος «κοσμοθεώρηση» μαρτυρούν την καταγωγή τους από μια πολύ συγκεκριμένη μεταφυσική του Λάιμπνιτς, (του Καντ) και του Σέλλινγκ· είναι γερμανική μεταφυσική, και γι’ αυτό η λέξη και ο όρος «κοσμοθεώρηση» μάς κάνουν δύσκολο να κατανοήσουμε τα όριά τους σε σχέση με την προέλευσή τους.
Η μεταβολή της σημασίας της λέξης και η αποξένωσή της από τις ρίζες της είναι ένας πολύ καθαρός καθρέφτης, στον οποίο καθρεφτίζεται η παρακμή κάθε θεμελιωμένου και ασφαλούς μεταφυσικού στοχασμού στον 19ο αιώνα.
Αυτό αντιστοιχεί ωστόσο σε έναν γενικό νόμο της ιστορίας του πνεύματος και ταυτόχρονα σε έναν θεμελιώδη νόμο κάθε αγώνα, όταν σήμερα η λέξη «κοσμοθεώρηση», η οποία στην καταχρηστική της χρήση έχει καταστεί βασική λέξη του φιλελευθερισμού, χρησιμοποιείται ως συνθηματική λέξη για την υπέρβασή της. Ο αναγεννώμενος χριστιανισμός μιλούσε αμέσως μόνο με τις λέξεις και τους όρους του «ειδωλολατρικού κόσμου» που έπρεπε να ξεπεραστεί· η νεότερη φιλοσοφία από τον Ντεκάρτ και εξής μιλούσε με τη γλώσσα του Μεσαίωνα, από τον οποίο ακριβώς αποστασιοποιούνταν· και ο Καντ χρησιμοποίησε τις λέξεις του Διαφωτισμού για να τις συνταράξει εκ θεμελίων.
Αυτές οι επισημάνσεις ήταν αναγκαίες, για να αποφευχθεί να κατανοηθεί η έκφραση «επιστημονική κοσμική άποψη» στον Σέλλινγκ με την ξεθωριασμένη και απογυμνωμένη σημασία που είχε αποκτήσει στα τέλη του 19ου αιώνα. Πρέπει, αντιθέτως, πρωτίστως να ληφθεί υπόψη ότι κάτω από αυτόν τον τίτλο κρύβεται ένα αποφασιστικό καθήκον της φιλοσοφίας του γερμανικού ιδεαλισμού· ένα καθήκον που καθορίζεται από τη συνθηματική λέξη της τότε φιλοσοφίας με τον πιο άμεσο τρόπο, δηλαδή: το σύστημα.
Συνεχίζεται με:
Η ασυμβατότητα ελευθερίας και συστήματος.
Η ενσωμάτωση της έννοιας της ελευθερίας σε ένα σύστημα της ελευθερίας
ως καθήκον
Στην έκφραση του Schelling «επιστημονική θεώρηση του κόσμου», το «επιστημονική» σημαίνει λοιπόν τόσο όσο και «φιλοσοφική», και αυτό εννοεί εδώ: τη γνώση του Είναι στο σύνολό του, που θεμελιώνεται στο απόλυτο, στις έσχατες αρχές και βάσεις της ουσίας. Η λέξη «θεώρηση του κόσμου» είναι ισοδύναμη με και τότε σχεδόν εξίσου συχνά χρησιμοποιούμενη όπως «κοσμοαντίληψη». Μια σαφής και θεμελιωμένη χρήση αυτών των λέξεων εξαρτάται αρχικά από το αν έχει διαμορφωθεί μια επαρκής έννοια του κόσμου και έχει τεθεί ως μέτρο. Το ερώτημα για την έννοια του κόσμου, όμως, σήμερα σχεδόν δεν γίνεται κατανοητό, πόσο μάλλον δεν τίθεται πραγματικά. (Πρβλ. «Είναι και Χρόνος», και για την ιστορία της έννοιας του κόσμου μερικές υποδείξεις στο «Από την ουσία του θεμελίου», ΙΙ. Ενότητα. Πρβλ. επίσης «Κριτική του καθαρού Λόγου», Α 698, B 726: «Αυτή η ιδέα [ενός από τον κόσμο διαφοροποιημένου έσχατου θεμελίου] είναι επίσης αναφορικά με τη χρήση της έννοιας του κόσμου από τη λογική πλήρως θεμελιωμένη.» (Σχετικά με «λογική θεώρηση του κόσμου»))
Η διαμόρφωση της λέξης «κοσμοαντίληψη» προέρχεται από τον Καντ, και την χρησιμοποιεί στην «Κριτική της Κριτικής Ικανότητας» (2η έκδ. σ. 92). Η λέξη είχε ακόμη μια στενότερη και συγκεκριμένη σημασία, εννοούσε την άμεση εμπειρία του αισθητού δεδομένου, των φαινομένων. «Ο Κόσμος... σημαίνει το σύνολο των αισθητών αντικειμένων (universum, universitas rerum).» Αυτά τα αντικείμενα είναι πράγματα σε αντίθεση με τα πρόσωπα.¹ Ο άνθρωπος είναι «κοσμοθεωρός» (Cosmotheoros στο κείμενο), ο οποίος δημιουργεί εκ των προτέρων τα θεμέλια της γνώσης του κόσμου, από τα οποία είτε διαμορφώνει την κοσμοαντίληψη είτε, ως κάτοικος του κόσμου, κατοικεί σε αυτήν την ιδέα (ό.π., σ. 31). Ακόμη και πίσω από αυτήν τη χρήση της λέξης κόσμος κρύβεται μια δισημία, η οποία καθίσταται εμφανής στο ερώτημα αν μπορούν να υπάρχουν πολλοί κόσμοι. Μπορεί να υπάρχει ένας μόνο κόσμος, αν ο κόσμος σημαίνει: το Όλον των πραγμάτων. Υπάρχει όμως και μια πολλαπλότητα κόσμων, όταν κάθε κόσμος αποτελεί μια θέαση του Όλου, δηλ. του Όντος ως Όλον.
Προς την κατεύθυνση αυτής της δεύτερης σημασίας της έννοιας του κόσμου,
την οποία μπορούμε να κατανοήσουμε ως την εκάστοτε καθορισμένα προσανατολισμένη και έτσι περιορισμένη αποκάλυψη του σύμπαντος, κατευθύνεται η χρήση της έννοιας του κόσμου και της κοσμοθεώρησης στον Σέλλινγκ. Και αυτή η έννοια του κόσμου έχει ήδη διαμορφωθεί στον Καντ και κυρίως στον Λάιμπνιτς. Ο Σέλλινγκ χρησιμοποιεί στη συνέχεια τον όρο καθοριστικά στα φυσικό-φιλοσοφικά του συγγράμματα στα τέλη της δεκαετίας του ενενήντα, σύμφωνα με τη νέα θέση της σκέψης του. Επηρεάζεται από τη χρήση της λέξης «κοσμοθεώρηση» εκείνη η σκέψη του Λάιμπνιτς, σύμφωνα με την οποία κάθε μονάδα, κάθε αυθύπαρκτο ον — φυτό, ζώο, άνθρωπος —, ολόκληρο το σύμπαν, δηλαδή ο κόσμος με την πρώτη έννοια, το αντιλαμβάνεται πάντοτε από μία συγκεκριμένη οπτική γωνία και, συνεπώς, μέσα σε έναν εκάστοτε περιορισμό· δηλαδή κόσμος με τη δεύτερη έννοια, mundus concentratus, ένας κόσμος συγκεντρωμένος μέσα του από μία συγκεκριμένη προοπτική. Με αυτή την έννοια λέει ο Σέλλινγκ:
«Καθώς δηλαδή η ανθρώπινη λογική φαντάζεται τον κόσμο μόνο σύμφωνα με έναν ορισμένο τύπο, του οποίου τό ορατό αποτύπωμα είναι η ανθρώπινη οργάνωση, έτσι και κάθε οργάνωση [έμβιο ον υπό τήν ευρεία έννοια] είναι αποτύπωμα ενός ορισμένου σχήματος της κοσμοθεώρησης. Και όπως μπορούμε πράγματι να αντιληφθούμε ότι η κοσμοθεώρησή μας καθορίζεται από τον αρχέγονο περιορισμό μας, χωρίς να μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί είμαστε ακριβώς τόσο περιορισμένοι, γιατί η κοσμοθεώρησή μας είναι ακριβώς αυτή και όχι κάποια άλλη, έτσι μπορούν επίσης η ζωή και η αναπαράσταση των ζώων να είναι μόνο ένας ιδιαίτερος, αν και ακατανόητος, τρόπος αρχέγονου περιορισμού, και μόνο αυτός ο τρόπος περιορισμού θα μπορούσε να μας διαφοροποιεί από αυτούς.» (ΙΙΙ, 182).
Η κοσμοθεώρηση είναι καθαυτή κάθε φορά ένα συγκεκριμένα προσανατολισμένο και διαμορφωμένο άνοιγμα και διατήρηση του κόσμου. Η κοσμοθεώρηση είναι πάντοτε «προοπτική», καθόσον διακρίνει μέσα από μία προσανατολισμένη τροχιά και έτσι διατηρεί έναν ορίζοντα. Η κοσμοθεώρηση αναπτύσσει κάθε φορά τον δικό της σχηματισμό· ακόμη και το ζώο και το φυτό έχουν τη δική τους κοσμοθεώρηση, ή μάλλον: είναι μια κοσμοθεώρηση, ένας τρόπος με τον οποίο, έστω και θαμπά και σκοτεινά, ο κόσμος ανοίγεται. Η κοσμοθεώρηση ανήκει στη σύσταση κάθε όντος, εφόσον αυτό νοείται μονάδολογα, δηλαδή οι υποστάσεις ως υποκείμενα νοούνται κατά διαφορετικά επίπεδα εγωτικότητας.
Η «κοσμοθεώρηση» είναι εδώ ένα μεταφυσικό στοιχείο προσδιορισμού του ίδιου του κάθε υπαρκτού όντος, σύμφωνα με το οποίο — σε διαφορετικό κάθε φορά βαθμό σαφήνειας και συνείδησης της ορμής προς τον εαυτό του — αυτό σχετίζεται με το όλο του όντος και από αυτή τη θεμελιώδη σχέση καθορίζεται στη συμπεριφορά και στη δράση του. Σε αυτή τη σημασιολογική κατεύθυνση του όρου μιλά ο Χέγκελ σε έναν τίτλο μέσα στη Φαινομενολογία του Πνεύματος (W II, 453) για την «ηθική κοσμοθεώρηση»· στις διαλέξεις του για την αισθητική γίνεται λόγος για το ότι «οι τρόποι κοσμοθεώρησης» είναι εκείνοι που «συνιστούν τη θρησκεία, το ουσιαστικό πνεύμα των λαών και των εποχών» (WW X/2, 229).
Το ίδιο εννοεί και ο τίτλος «κοσμική άποψη». Η «επιστημονική κοσμική άποψη» στο κείμενό μας σημαίνει, συνεπώς, εκείνη τη σύλληψη του όντος ως όλου, η οποία στην καθοριστική της ενότητα και διάρθρωση καθορίζεται από τη γνήσια γνώση με την έννοια της φιλοσοφίας. Η επιστήμη ως τέτοια δεν χρειάζεται πρώτα μια κοσμοθεώρηση, αλλά είναι αυτή καθαυτήν, εφόσον είναι πράγματι επιστήμη. Η επιστήμη είναι ένας σχηματισμός της κοσμοθεώρησης, εφόσον εννοούμε την «κοσμοθεώρηση» με αυτή τη μεταφυσικά αυστηρά ορισμένη έννοια.
Η λέξη «κοσμοθεώρηση» πέρασε πολύ γρήγορα, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, στη γλώσσα της καθημερινότητας και έτσι απώλεσε τον αρχικό της μεταφυσικό προσδιορισμό. Η λέξη δηλώνει πλέον μόνο τον δυνατό και επιτακτικό τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι και ομάδες ανθρώπων και κοινωνικές τάξεις βλέπουν τον κόσμο. («Ιδεολογία»: ιδεολογικό εποικοδόμημα έναντι της «ύλης» και της «ζωής».)
Ταυτόχρονα έγινε η πιο δημοφιλής φιλοσοφική λέξη-κλειδί του φιλελευθερισμού του 19ου αιώνα. Η έκτοτε καθιερωμένη χρήση της λέξης χαρακτηρίστηκε εύστοχα από τον Καρλ Γιάσπερς στο έργο του Ψυχολογία των κοσμοθεωριών (1919, §1), ως εξής: «…όταν μιλάμε για κοσμοθεωρίες, εννοούμε τις δυνάμεις ή τις ιδέες, πάντως το έσχατο και το ολικό του ανθρώπου, τόσο υποκειμενικά ως βίωμα, δύναμη και ψυχική διάθεση, όσο και αντικειμενικά ως αντικειμενικά διαμορφωμένος κόσμος.» Η κοσμοθεώρηση – μπορούμε να το πούμε σύντομα – σημαίνει πάντοτε και ακριβώς βιοθεώρηση. Και η λέξη «θεώρηση» δεν σημαίνει εδώ απλώς παρατήρηση και αντίληψη, αλλά εμπερικλείει τις δυνάμεις και τις κατευθύνσεις της πράξης και της στάσης. Αλλά όλα αυτά, όπως γενικά εννοούνται, είναι πλέον αβάσιμα, δεν έχουν πια τόπο, εκτός αν υποθέσουμε ότι οι άνθρωποι σχηματίζουν απόψεις για το Όλο, μεγαλώνουν μέσα σε αυτές και τις ενσωματώνουν· η κοσμοθεώρηση είναι πια μόνο αντικείμενο της «Ψυχολογίας», της «Τυπολογίας»· υπάρχουν – όπως διαφορετικά φυτά και είδη ζώων ανάλογα με το έδαφος και το κλίμα – διαφορετικά είδη κοσμοθεωριών· εδώ γίνεται λόγος για την «κοσμοθεώρηση» του εκτροφέα χοίρων ως καθοριστικού τύπου κοσμοθεώρησης γενικά. Ακόμη και ως παρακμιακή μορφή, η λέξη και ο όρος «κοσμοθεώρηση» μαρτυρούν την καταγωγή τους από μια πολύ συγκεκριμένη μεταφυσική του Λάιμπνιτς, (του Καντ) και του Σέλλινγκ· είναι γερμανική μεταφυσική, και γι’ αυτό η λέξη και ο όρος «κοσμοθεώρηση» μάς κάνουν δύσκολο να κατανοήσουμε τα όριά τους σε σχέση με την προέλευσή τους.
Η μεταβολή της σημασίας της λέξης και η αποξένωσή της από τις ρίζες της είναι ένας πολύ καθαρός καθρέφτης, στον οποίο καθρεφτίζεται η παρακμή κάθε θεμελιωμένου και ασφαλούς μεταφυσικού στοχασμού στον 19ο αιώνα.
Αυτό αντιστοιχεί ωστόσο σε έναν γενικό νόμο της ιστορίας του πνεύματος και ταυτόχρονα σε έναν θεμελιώδη νόμο κάθε αγώνα, όταν σήμερα η λέξη «κοσμοθεώρηση», η οποία στην καταχρηστική της χρήση έχει καταστεί βασική λέξη του φιλελευθερισμού, χρησιμοποιείται ως συνθηματική λέξη για την υπέρβασή της. Ο αναγεννώμενος χριστιανισμός μιλούσε αμέσως μόνο με τις λέξεις και τους όρους του «ειδωλολατρικού κόσμου» που έπρεπε να ξεπεραστεί· η νεότερη φιλοσοφία από τον Ντεκάρτ και εξής μιλούσε με τη γλώσσα του Μεσαίωνα, από τον οποίο ακριβώς αποστασιοποιούνταν· και ο Καντ χρησιμοποίησε τις λέξεις του Διαφωτισμού για να τις συνταράξει εκ θεμελίων.
Αυτές οι επισημάνσεις ήταν αναγκαίες, για να αποφευχθεί να κατανοηθεί η έκφραση «επιστημονική κοσμική άποψη» στον Σέλλινγκ με την ξεθωριασμένη και απογυμνωμένη σημασία που είχε αποκτήσει στα τέλη του 19ου αιώνα. Πρέπει, αντιθέτως, πρωτίστως να ληφθεί υπόψη ότι κάτω από αυτόν τον τίτλο κρύβεται ένα αποφασιστικό καθήκον της φιλοσοφίας του γερμανικού ιδεαλισμού· ένα καθήκον που καθορίζεται από τη συνθηματική λέξη της τότε φιλοσοφίας με τον πιο άμεσο τρόπο, δηλαδή: το σύστημα.
Συνεχίζεται με:
Η ασυμβατότητα ελευθερίας και συστήματος.
Η ενσωμάτωση της έννοιας της ελευθερίας σε ένα σύστημα της ελευθερίας
ως καθήκον