Η λογοκριμένη μου Εισαγωγή στις Beiträge zur Philosophie (Συμβολές στη Φιλοσοφία)
Franco Volpi
Πανεπιστήμιο της Πάδοβας
Δημοσιεύθηκε στα πρακτικά:
Fenomenología y Hermenéutica, ACTAS DEL I CONGRESO INTERNACIONAL DE FENOMENOLOGÍA Y HERMENÉUTICA, 2008
Πέριξ αυτού του έργου (Συμβολές στη Φιλοσοφία) πλανάται εδώ και καιρό μια εσωτερική, σχεδόν εσωτεριστική αύρα. Στις προσδοκίες που καλλιεργούσαν οι μελετητές —οι οποίοι το προανήγγειλαν ήδη πριν από τη δημοσίευσή του ως το σημαντικότερο από μια σειρά ανέκδοτων κειμένων της περιόδου μετά την «στροφή», ή ακόμη ως το «δεύτερο βασικό έργο»¹ (F.-W. von Hermann. Wege ins Ereignis. Zu Heideggers “Beiträgen zur Philosophie”. Klostermann, Frankfurt a. M., 1994, p. 6.), ή ευθέως ως το «αληθινό magnum opus»² του Χάιντεγγερ— προστέθηκαν οι πρώτες εντυπώσεις που γεννήθηκαν από τη μυστική κυκλοφορία του χειρογράφου μεταξύ των μυημένων, καθώς και η πεποίθηση πως στις σελίδες του βρίσκονταν τα κλειδιά για την αποκωδικοποίηση της σκέψης του «δεύτερου» Χάιντεγγερ.
Πανεπιστήμιο της Πάδοβας
Δημοσιεύθηκε στα πρακτικά:
Fenomenología y Hermenéutica, ACTAS DEL I CONGRESO INTERNACIONAL DE FENOMENOLOGÍA Y HERMENÉUTICA, 2008
Πέριξ αυτού του έργου (Συμβολές στη Φιλοσοφία) πλανάται εδώ και καιρό μια εσωτερική, σχεδόν εσωτεριστική αύρα. Στις προσδοκίες που καλλιεργούσαν οι μελετητές —οι οποίοι το προανήγγειλαν ήδη πριν από τη δημοσίευσή του ως το σημαντικότερο από μια σειρά ανέκδοτων κειμένων της περιόδου μετά την «στροφή», ή ακόμη ως το «δεύτερο βασικό έργο»¹ (F.-W. von Hermann. Wege ins Ereignis. Zu Heideggers “Beiträgen zur Philosophie”. Klostermann, Frankfurt a. M., 1994, p. 6.), ή ευθέως ως το «αληθινό magnum opus»² του Χάιντεγγερ— προστέθηκαν οι πρώτες εντυπώσεις που γεννήθηκαν από τη μυστική κυκλοφορία του χειρογράφου μεταξύ των μυημένων, καθώς και η πεποίθηση πως στις σελίδες του βρίσκονταν τα κλειδιά για την αποκωδικοποίηση της σκέψης του «δεύτερου» Χάιντεγγερ.
Δομημένο με μια τολμηρή αρχιτεκτονική, σε έξι «φυγές» (Fugen, Fuge σημαίνει επίσης σύνδεσμος, άρθρωση) που σχηματίζουν ισάριθμες σκιαγραφήσεις του συμβάντος του Είναι, και γραμμένο σε μια ασυνήθιστη και εντυπωσιακή γλώσσα, η οποία αποσύρεται από την κυριαρχία των μεταφυσικών εννοιών και επιχειρεί μια νέα προσέγγιση στο πρόβλημα του Είναι, το έργο αυτό παραμένει περιβεβλημένο από εκείνη τη σκοτεινή ατμόσφαιρα και, ακόμη και μετά από αρκετά χρόνια από την έκδοσή του, δεν έχει ερμηνευθεί πλήρως.
Και πέρα από όσα έχουν ήδη ειπωθεί ή γραφτεί, αρχίζει να διαφαίνεται μια αμφιβολία: μήπως οι Συμβολές στη φιλοσοφία (Beiträge zur Philosophie) είναι το ημερολόγιο πλοήγησης ενός ναυαγίου; Ένα νέο βύθισμα στη θάλασσα του Είναι, μετά από εκείνο που είχε ως συνέπεια την ατελή ολοκλήρωση του Είναι και Χρόνος;
1. Το Είναι και Χρόνος, ένα ανολοκλήρωτο αριστούργημα
Συνταγμένες μεταξύ 1936 και 1938, κατά τη διάρκεια μιας ριζικής αναδιοργάνωσης τής ίδιας του της σκέψης, η οποία συνέπεσε με μια βαθιά προσωπική κρίση (Σε μια επιστολή της 2ας Ιουλίου 1937 προς τη σύζυγό του, Έλφριντε Πέτρι (Elfride Petri), ο Χάιντεγγερ αναφέρεται σε μια «νέα πνευματική κρίση, της οποίας η σφοδρότητα καταφέρνει να με βασανίζει ακόμη και στο σώμα» («Mein liebes Seelchen!» Briefe Martin Heideggers an seine Frau Elfride. 1915–1970, επιμ. G. Heidegger, Deutsche Verlags-Anstalt, Μόναχο, 2005, σσ. 195–196).
Σύμφωνα με τον Ότο Πέγκελερ (O. Pöggeler), η κρίση αυτή οδήγησε τον Χάιντεγγερ να σκεφτεί ακόμη και την αυτοκτονία (βλ. O. Pöggeler, Schicksal und Geschichte. Antigone im Spiegel der Deutungen und Gestaltungen seit Hegel und Hölderlin, Fink, Μόναχο, 2004, σ. 144).), οι Συμβολές στη φιλοσοφία (Beiträge zur Philosophie) παρέμειναν εκούσια ανέκδοτες και δημοσιεύθηκαν μόνον το 1989, για την εκατονταετηρίδα από τη γέννηση του συγγραφέα τους, ως ο τόμος 65 της Gesamtausgabe⁴.
Αποτελούν —μετά τη «στροφή» ή, ακριβέστερα, έπειτα από τη διακοπή του σχεδίου του Είναι και Χρόνος και μετά το πολιτικό μεσοδιάστημα της πρυτανείας του το 1933/34— την πιο συστηματική, οργανική και συνεκτική απόπειρα επανεπεξεργασίας της προβληματικής που επρόκειτο να αναπτυχθεί στο ανέκδοτο μέρος του opus magnum.
Σηματοδοτούν την, πλέον οριστική, εγκατάλειψη της υπαρξιακής αναλυτικής (existenziale Analytik) ως προνομιακής πρόσβασης στο πρόβλημα του Είναι, βασισμένης σε εκείνο το ιδιαίτερο ον που είναι ικανό να το θέσει — δηλαδή το είναι-εκεί (Dasein) — και αποτελούν την πρώτη επεξεργασία μιας σκέψης εναρμονισμένης με την ιστορία του Είναι (seynsgeschichtliches Denken).
Όταν ο Χάιντεγγερ άρχισε το 1936 να συντάσσει αυτή τη μελέτη, είχε ήδη περάσει σχεδόν μία δεκαετία από τη δημοσίευση του Είναι και Χρόνος, το οποίο κυκλοφόρησε το 1927 με την ένδειξη «Πρώτο Μέρος» (Erste Hälfte) στο Jahrbuch für Philosophie und phänomenologische Forschung του Χούσσερλ.
Στις επόμενες εκδόσεις που είχαν εμφανιστεί έως τότε — η δεύτερη το 1929, η τρίτη το 1931, η τέταρτη το 1935 — η ένδειξη «Πρώτο Μέρος» διατηρείτο, προφανώς επειδή ο Χάιντεγγερ είχε ακόμη την πρόθεση να ολοκληρώσει το έργο.
Ακόμα και μερικά χρόνια αργότερα, όταν στις 17 Ιουλίου 1943 ζήτησε άδεια αναστολής διδασκαλίας για το χειμερινό εξάμηνο 1943/44, ανέφερε ως λόγο την ανάγκη να ολοκληρώσει μια εργασία που είχε ξεκινήσει παλαιότερα και η οποία αφορούσε «το θεμελιώδες ερώτημα της μεταφυσικής σκέψης, του οποίου η ανάπτυξη προβλέπεται για τον δεύτερο τόμο του Είναι και Χρόνος»⁵.
Το γεγονός ότι ο Χάιντεγγερ δεν είχε ακόμη εγκαταλείψει την ελπίδα να ολοκληρώσει το έργο, επιβεβαιώνεται και από το ότι η ένδειξη «Πρώτο Μέρος», η οποία είχε παραλειφθεί λόγω τυπογραφικού λάθους στην πέμπτη έκδοση του 1941, αποκαταστάθηκε μετά τον πόλεμο στην έκτη έκδοση του 1949. Καταργήθηκε οριστικά μόνον από την έβδομη έκδοση του 1953, και στη θέση του «Δεύτερου Μέρους» δημοσιεύθηκε το ίδιο έτος, με ορισμένες τροποποιήσεις, το μάθημα του θερινού εξαμήνου του 1935: Εισαγωγή στη Μεταφυσική⁶.
Το ερώτημα είναι αναπόφευκτο: τη στιγμή που ο Χάιντεγγερ άρχισε να συντάσσει τις Συμβολές στη φιλοσοφία, τι συνέβαινε με το ανολοκλήρωτο σχέδιο του Είναι και Χρόνος; Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στα δύο έργα;
2. Η «στροφή»
Στην Επιστολή για τον ανθρωπισμό, που δημοσιεύτηκε αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στις αρχές του 1947, ο Χάιντεγγερ είχε υποδείξει την ιδέα μιας «στροφής» (Kehre) στη σκέψη του, προκειμένου να εξηγήσει τη μετάβαση από την θεμελιώδη οντολογία του Είναι και Χρόνος, που είναι επικεντρωμένη στο εκεί-είναι (Dasein), προς μια σκέψη του Είναι καθαυτού, κατανοημένου ως Ereignis (συμβαντικότητα, συμβεβηκώς).
Καθώς από αυτή την αυτοβιογραφική ένδειξη γεννήθηκε μια κριτική παράδοση που επέμεινε ιδιαιτέρως σε αυτή τη «στροφή», αξίζει να θυμηθούμε τα ακριβή του λόγια:
«Το να βιώσει και να συμμετάσχει κανείς επαρκώς σε αυτή τη διαφορετική σκέψη, η οποία εγκαταλείπει την υποκειμενικότητα, έχει καταστεί εντούτοις πιο δύσκολο, στο μέτρο που με τη δημοσίευση του Είναι και Χρόνος δεν δημοσιεύθηκε η τρίτη ενότητα του πρώτου μέρους, “Χρόνος και Είναι”.
Εκεί αντιστρέφεται το όλο (Hier kehrt sich das Ganze um). Η εν λόγω ενότητα δεν δημοσιεύθηκε, επειδή η σκέψη δεν κατάφερνε να εκφράσει επαρκώς αυτή τη στροφή (Kehre), ούτε να την εκφέρει με τη βοήθεια της μεταφυσικής γλώσσας» (Μ. Χάιντεγγερ, Επιστολή για τον «Ανθρωπισμό», στο Wegmarken, GA, τόμος 9, 1976, σ. 326. Στα μαθήματα του πρώτου τριμήνου του 1941 υπάρχουν πρόσθετες λεπτομέρειες: «Η τρίτη ενότητα του πρώτου μέρους, “Χρόνος και Είναι”, αποδείχθηκε ανεπαρκής κατά την περίοδο της εκτύπωσης. Η απόφαση να διακοπεί το έργο ελήφθη τις τελευταίες ημέρες του Δεκεμβρίου του 1926, κατά τη διάρκεια διαμονής στο σπίτι του Γιάσπερς στη Χαϊδελβέργη, όπου —χάρη σε ζωηρές και φιλικές συζητήσεις, έχοντας στα χέρια μου τις δοκιμές εκτύπωσης του Είναι και Χρόνος— έγινε για μένα σαφές ότι η μέχρι τότε διαμόρφωση αυτού του εξαιρετικά σημαντικού τμήματος (I,3) θα παρέμενε αναγκαστικά ακατανόητη. Η απόφαση για διακοπή της δημοσίευσης λήφθηκε την ημέρα που έλαβα την είδηση για τον θάνατο του Ράινερ Μαρία Ρίλκε [29 Δεκεμβρίου 1926]. Ωστόσο, εκείνη την εποχή ήμουν πεπεισμένος πως μέσα σε έναν χρόνο θα κατάφερνα να τα πω όλα πιο καθαρά. Ήταν μια αυταπάτη. Στα χρόνια που ακολούθησαν κατάφερα να δημοσιεύσω ορισμένα πράγματα, τα οποία —μέσα από λοξά μονοπάτια— θα έπρεπε να οδηγήσουν στο γνήσιο ερώτημα». (Μ. Χάιντεγγερ, Η Μεταφυσική του Γερμανικού Ιδεαλισμού. Για μια νέα ερμηνεία του Σέλλινγκ: Φιλοσοφικές διερευνήσεις για την ουσία της ανθρώπινης ελευθερίας και τα συναφή ζητήματα (1809), GA, τόμος 49, 1991, σσ. 39–40).).
Και συνέχιζε με την ακόλουθη αντιστάθμιση:
«Η διάλεξη Για την ουσία της αλήθειας, η οποία διατυπώθηκε και διαβάστηκε το 1930, αλλά δημοσιεύθηκε μόλις το 1943, επιτρέπει να αποκτήσει κανείς μια κάποια ιδέα της σκέψης της στροφής από το Είναι και Χρόνος έως το Χρόνος και Είναι» (Ό.π. Στο περιθώριο του προσωπικού του αντιτύπου της διάλεξης Περί της ουσίας της αλήθειας (Vom Wesen der Wahrheit), ο Χάιντεγγερ σημειώνει: «Μεταξύ των παραγράφων 5 και 6 βρίσκεται το άλμα της στροφής (που είναι ουσιωδώς μέσα στο συμβάν)». (Wegmarken, ό.π., σ. 193)).
Αν το διαβάσει κανείς προσεκτικά, οι αιτίες της στροφής βρίσκονται, στην πραγματικότητα, ήδη μέσα στο Είναι και Χρόνος. Όχι με την έννοια της αυτοερμηνείας που ο Χάιντεγγερ έδωσε ο ίδιος στην πνευματική του πορεία, όταν —μετά τη «στροφή»— επιχείρησε επίμονα να προχρονολογήσει τη σκέψη του περί Είναι, σαν να «ήθελε και έκανε πάντα το ίδιο πράγμα», όπως ειρωνικά σχολίαζαν ήδη από το 1949 ο Γιάσπερς και η Χάνα Άρεντ⁹.
Αλλά ναι, με την έννοια ότι το πρόβλημα της θνητότητας και της γεγονικότητας του Είναι-εκεί (Dasein), όπως διατυπώνεται στο Είναι και Χρόνος, οδηγεί, από τη δική του εσωτερική δυναμική, πέρα από την αναλυτική της ύπαρξης.
Το κρίσιμο σημείο φτάνει προς το τέλος του δημοσιευμένου μέρους του έργου, στο παράγραφο 72, όταν ο Χάιντεγγερ, αντιστρέφοντας την προοπτική που είχε ακολουθηθεί μέχρι τότε —η οποία αναλύει το είναι-εκεί στην μελλοντική του προβολή προς το δυνατό και μέχρι εκείνη την οριακή δυνατότητα που είναι ο θάνατος— διερωτάται αν η έρευνα, για να είναι πλήρης, δεν θα έπρεπε να περιλάβει και την ανάλυση της προέλευσης του είναι-εκεί.
Ορίστε το επιχείρημά του:
«Είναι πιθανό η προβληματική που αφορά την ολότητα του είναι-εκεί να έχει φτάσει στη γνήσια οντολογική της διαύγεια· είναι επίσης πιθανό να έχει βρει, στο είναι-προς-το-τέλος, μια κατάλληλη απάντηση. Αυτό, ωστόσο, δεν αναιρεί το γεγονός ότι ο θάνατος είναι απλώς το “τέλος” του είναι-εκεί και, εξεταζόμενος τυπικά, απλώς ένας από τους όρους που οριοθετούν την ολότητά του.
Ο άλλος “όρος” είναι η “αρχή”, η “γέννηση”. Το όλο που αναζητούμε είναι, λοιπόν, το ον που εκτείνεται “ανάμεσα” στη γέννηση και τον θάνατο. Συνεπώς, ο προσανατολισμός που ακολουθήθηκε από την αναλυτική έως τώρα παραμένει “μονομερής”, παρά την τάση της προς το να είναι-ένα-υπάρχον-σύνολο και παρά τη γνήσια ανάλυση του αυθεντικού και μη αυθεντικού είναι-προς-τον-θάνατο.
Το είναι-εκεί έχει αντιμετωπιστεί ως θέμα μόνο στην προς τα εμπρός ύπαρξή του, για να το πούμε έτσι, **αγνοώντας ό,τι προηγήθηκε»**¹⁰.
Ο Χάιντεγγερ θέτει έτσι το ερώτημα της προέλευσης του είναι-εκεί:
Από ποια απρόσιτη αρχή απορρέουν η πεπερασμένη ύπαρξη και η γεγονικότητα μέσα στην οποία το είναι-εκεί βρίσκεται ριγμένο;
Μπορεί άραγε αυτό το τελευταίο να φωτίσει τη διάσταση που το καθορίζει, εφόσον αυτή από την αρχή διαφεύγει από το οπτικό και βιωματικό του πεδίο;
Και μήπως κάθε φορά που θα προσπαθούσε να το πράξει, θα βρισκόταν στην ίδια αντιφατική θέση με τον βαρώνο Μυνχάουζεν, που ήθελε να βγει από το βάλτο τραβώντας τον εαυτό του από τα μαλλιά;
Πώς μπορεί να θεματοποιηθεί το Είναι χωρίς να αναχθεί το ον —ούτε καν αυτό το προνομιούχο ον που είναι το είναι-εκεί— σε απόλυτο σημείο αναφοράς, σε αρχιμήδεια βάση; Σε αυτό ακριβώς το σημείο ανοίγεται το πρόβλημα της ιστορίας και της ιστορικότητας του Dasein.
Τα πανεπιστημιακά μαθήματα που διαθέτουμε σήμερα μάς επιτρέπουν να αρθρώσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια την υπόδειξη του Χάιντεγγερ για τη «στροφή» (Kehre) και να παρακολουθήσουμε βήμα προς βήμα τη διαδρομή που τον οδήγησε στην εγκατάλειψη του σχεδίου του Είναι και Χρόνος και στη ριζοσπαστικοποίηση της τοποθέτησης του ερωτήματος περί του Είναι.
Τα σημαντικά μαθήματα του θερινού εξαμήνου του 1927 είναι ήδη, σύμφωνα με μια υποσημείωση στην πρώτη τους σελίδα, μια «νέα επεξεργασία της τρίτης ενότητας του πρώτου μέρους του Είναι και Χρόνος» — δηλαδή αυτής με τίτλο «Χρόνος και Είναι», που επρόκειτο να ολοκληρώσει τη συστηματική ανάπτυξη του έργου¹¹.
Πολλές νύξεις στα εξής εξάμηνα αναφέρονται επίσης σε αυτή τη συνέχεια· για παράδειγμα, η ενδιαφέρουσα αλλά προβληματική έννοια της «μετα-οντολογίας» (Metaontologie), που εμφανίζεται στο μάθημα του θέρους του 1928¹²· ή η χρήση της έννοιας «μεταφυσική του είναι-εκεί» (Metaphysik des Daseins) στο βιβλίο Καντ και το πρόβλημα της μεταφυσικής (1929), και ιδίως η αλλαγή πορείας που παρατηρείται στα μαθήματα των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του ’30.
Ο Χάιντεγγερ εργάζεται τότε εν μέρει ακόμη με τις έννοιες του Είναι και Χρόνος, ενώ εν μέρει, ιδίως μετά το διάλειμμα της πρυτανείας, αρχίζει να ανοίγει μια νέα οπτική για την ιστορία του Είναι, κατανοημένου ως συμβαντικότητα/κατοικείωση (Ereignis).
Η μετάβαση από την οντολογικο-υπερβατολογική προοπτική στην ιστορικο-συμβαντική φαίνεται να έχει πλέον ολοκληρωθεί στο πυκνό και θεμελιώδες μάθημα του θέρους του 1935, Εισαγωγή στη μεταφυσική, όπου επικαλύπτονται πολλά μοτίβα:
η ανάπτυξη του ερωτήματος «Γιατί υπάρχει εν γένει το ον και όχι μάλλον το Τίποτα;», ως απάντηση στις κριτικές του Καρναπ και στην πρότασή του για την «υπέρβαση της μεταφυσικής μέσω της λογικής ανάλυσης της γλώσσας»·
η ιδέα της ιστορίας της μεταφυσικής ως λήθης του Είναι·
η αποτίμηση της ποιητικής σκέψης (Παραμενίδης, Ηράκλειτος) και του στοχαζόμενου ποιείν (Σοφοκλής) ως εναλλακτικής προοπτικής·
η ολισθηρή αναφορά στην «εσωτερική αλήθεια και μεγαλείο» (Μ. Χάιντεγγερ, Εισαγωγή στη Μεταφυσική (1935), στο GA, τόμος 40, σ. 208. Όταν ο Χάιντεγγερ δημοσίευσε αυτό το μάθημα το 1953, απέφυγε τη λέξη "εθνικοσοσιαλισμός" και μίλησε απλώς για «κίνημα», προσθέτοντας σε παρένθεση μια αποπολιτικοποιητική διευκρίνιση και η φράση μετασχηματίστηκε ως εξής: «εσωτερική αλήθεια και μεγαλείο αυτού του κινήματος (δηλαδή, της συνάντησης της πλανητικής τεχνικής και του σύγχρονου ανθρώπου)» (Einführung in die Metaphysik [1953], ό.π., σ. 152). Στη GA δεν έχει αποκατασταθεί, σε αυτή την περίπτωση, το αρχικό κείμενο του 1935,
αλλά το πρόβλημα επισημαίνεται στο επίμετρο του εκδότη (Einführung in die Metaphysik [1935], ό.π., σ. 233).) του εθνικοσοσιαλισμού·
και η γεωπολιτική θέση σύμφωνα με την οποία η Ευρώπη βρίσκεται παγιδευμένη ανάμεσα στη μεγάλη δαγκάνα της Ρωσίας από τη μία και της Βόρειας Αμερικής από την άλλη¹⁴.
Όταν ο Χάιντεγγερ δημοσίευσε αυτό το μάθημα το 1953, μαζί με την έβδομη έκδοση του Είναι και Χρόνος —στην οποία είχαν πλέον απαλειφθεί οι λέξεις «Πρώτο Μέρος»—, ανακοίνωσε ότι το εν λόγω μάθημα περιλάμβανε «πρόσθετη αποσαφήνιση» του προβλήματος που είχε μείνει σε εκκρεμότητα στο opus magnum¹⁵ (Μ. Χάιντεγγερ, Είναι και Χρόνος, ό.π., σ. V.
Ενισχύει τη δήλωση αυτή σε μια επιστολή της 15ης Σεπτεμβρίου 1953 προς την εβδομαδιαία εφημερίδα «Die Zeit», τόμος VIII, αρ. 39, 1953, σ. 18, η οποία αναπαράγεται στον GA, τόμος 40, ό.π., σσ. 232–233: «Η Εισαγωγή στη μεταφυσική του θερινού εξαμήνου του 1935 επιλέχθηκε από τα μαθήματα που εδώ και καιρό έχω προγραμματίσει να δημοσιεύσω, επειδή τη θεωρώ, λόγω της θεματολογίας της, ιδιαίτερα κατάλληλη για να καταστήσει ορατό ένα τμήμα της διαδρομής από το Είναι και Χρόνος (1927) έως τις τελευταίες δημοσιεύσεις.
(Γι' αυτό και η έβδομη έκδοση του Είναι και Χρόνος, που εκδόθηκε ταυτόχρονα από τον ίδιο εκδοτικό οίκο, παραπέμπει σε αυτή την Εισαγωγή».).
Συνεχίζεται
" η διάκριση των τριών θεμελιωδών τρόπων του Είναι, που προτείνεται στο Είναι και Χρόνος, δηλαδή η ύπαρξη (Dasein), η χρηστικότητα (Zuhandenheit) και η απλή παρουσία (Vorhandenheit), αντανακλά σιωπηρά την ουσία των αριστοτελικών προσδιορισμών της πρᾶξις, της ποίησις και της θεωρίας. Επιπλέον, θα φανεί πώς, στον καθορισμό του θεμελιώδους τρόπου ύπαρξης της ανθρώπινης συνειδητής ζωής, νοούμενης ως ύπαρξης, ο Χάιντεγγερ οικειοποιείται τούς πρακτικούς προσδιορισμούς που προσφέρει ο Αριστοτέλης στο VI βιβλίο των Ηθικών Νικομάχειων. Και τέλος, θα μπορέσουν να εντοπιστούν απρόσμενες αντιστοιχίες ανάμεσα στο «υπαρξιακό» λεξιλόγιο του Χάιντεγγερ και σε εξίσου πολλούς αριστοτελικούς όρους, δείχνοντας πώς το Gewissen (η συνείδηση) είναι η «μετάφραση» της φρόνησης (phronesis), πώς η φροντίδα (Sorge) θυμίζει την αριστοτελική όρεξη (orexis), και πώς ενδεχομένως η αποφασιστικότητα (Entschlossenheit) είναι το γερμανικό αντίστοιχο της προαίρεσης (prohairesis). Ομοίως, θα μπορέσει να διαπιστωθεί πώς, στον καθορισμό της ευρίσκουσας διάθεσης (Befindlichkeit), ο Χάιντεγγερ «οντολογικοποιεί» τη διδασκαλία του Αριστοτέλη περί των παθημάτων (pathe), και επίσης πώς επαναλαμβάνει στον προσδιορισμό της κατανόησης (Verstehen) ορισμένα χαρακτηριστικά του πρακτικού νου (nous praktikos). Τέλος, θα μπορέσει να φανεί ότι στον προσδιορισμό της ύπαρξης ως ενότητας ενεργών και πραγματικών προσδιορισμών, αυθορμησίας και παθητικότητας, ο Χάιντεγγερ σκέφτεται την αριστοτελική χαρακτηριστικοποίηση του ανθρώπου ως σύνθεση και ενότητα του orektikos νου (nous orektikos) και της διανοητικής orexis (orexis dianoetike)".
ΙΣΩΣ ΔΕΝ ΚΑΤΟΡΘΩΣΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΠΟΤΕ ΤΗΝ ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΠΡΟΣΦΕΡΑΝ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΣΤΙΣ ΒΑΛΚΥΡΙΕΣ ΤΟΥ ΟΝΤΙΝ ΠΟΥ ΠΑΤΟΥΣΑΝ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΜΕ ΤΙΣ ΔΑΙΜΟΝΙΚΕΣ ΤΟΥΣ ΕΡΠΥΣΤΡΙΕΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου