Τρίτη 29 Ιουλίου 2025

Πρακτική φιλοσοφία-Μάθημα 7

 

Πρακτική φιλοσοφία-Μάθημα 7

Συνέχεια από: Πέμπτη 24 Ιουλίου 2025

https://www.youtube.com/watch?v=tQoOdpr_KYg&list=PLu7RPKIoKODdSp0mgbl8NYmPeguurN4DT&index=7


Lezioni tenute dal Prof. Enrico Berti il 5 -6 marzo 2008 e registrate all’Istituto di Studi Filosofici di Lugano

Φτάσαμε στη σύγχρονη εποχή· είδαμε χθες πώς η ιδέα της πρακτικής φιλοσοφίας εξακολουθεί να είναι παρούσα και να αναπτύσσεται, κυρίως στο πιο παραδοσιακό μέρος του σύγχρονου πολιτισμού, εκείνο που σχετίζεται κυρίως με τα πανεπιστήμια, με τη διδασκαλία της φιλοσοφίας στα πανεπιστήμια και που παραπέμπει συνεπώς στην αριστοτελική κατάταξη των επιστημών. Όμως, ενώ στα πανεπιστήμια αυτή η παράδοση συνεχιζόταν, στον υπόλοιπο κόσμο συνέβαιναν τα πάντα — δηλαδή γεννιόταν μια νέα φιλοσοφία, σε ρητή αντίθεση με την παραδοσιακή φιλοσοφία. Όπως γνωρίζετε, οι κήρυκες αυτής της νέας φιλοσοφίας ήταν κυρίως δύο: ο Φράνσις Μπέικον στην Αγγλία και ο Ρενέ Ντεκάρτ — εμείς λέμε Καρτέσιος, αλλά εκείνος προτιμούσε να τον αποκαλούν με το γαλλικό του όνομα, Descartes — στη Γαλλία.

Και οι δύο ισχυρίζονται ότι εκπροσωπούν μια νέα αρχή — και δεν είναι βέβαιο ότι πράγματι την εκπροσωπούν· είναι περισσότερο ένας ισχυρισμός παρά μια πραγματικότητα. Όσον αφορά τον Μπέικον, γνωρίζετε ότι το σημαντικότερο και πιο γνωστό έργο του είναι το Novum Organum, το οποίο ήδη από τον τίτλο του αποκαλύπτει την πρόθεση να κάνει κάτι νέο σε σχέση με τον Αριστοτέλη, γιατί Organum ήταν ο τίτλος της συλλογής των λογικών έργων του Αριστοτέλη· έτσι, τιτλοφορώντας το έργο του Novum Organum, ο Μπέικον μοιάζει σχεδόν να προτείνει μια νέα λογική, διαφορετική από την παραδοσιακή του Αριστοτέλη. Και ο Μπέικον έβαλε στο εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του Novum Organum μια εικόνα που δείχνει μια καραβέλα, ένα πλοίο που διασχίζει τις Ηράκλειες Στήλες. Η Αμερική είχε ανακαλυφθεί πριν περίπου έναν αιώνα, και έτσι η ιδέα της υπέρβασης των Ηρακλείων Στηλών — δηλαδή της περιπέτειας στο ανοιχτό πέλαγος — ήθελε να δώσει την εντύπωση μιας νέας αρχής, της αρχής μιας νέας εποχής.
Κάτι παρόμοιο κάνει μερικές δεκαετίες αργότερα και ο Ντεκάρτ, ο οποίος, στον Λόγο περί της Μεθόδου, αφηγείται πως έλαβε μεν μια παραδοσιακή εκπαίδευση — μάλιστα από τις καλύτερες που μπορούσε να έχει κανείς την εποχή εκείνη, επειδή είχε φοιτήσει στο Ιησουιτικό κολέγιο της La Flèche, ένα από τα καλύτερα της Ευρώπης — και επομένως είχε ισχυρή παιδεία και στη σχολαστική φιλοσοφία. Όμως, όπως διηγείται ο ίδιος στον Λόγο περί της Μεθόδου, μια ωραία μέρα αποφάσισε να απαλλαγεί από όλη αυτή την παραδοσιακή κουλτούρα και να ξεκινήσει από το μηδέν.
Επικαλέστηκε ως μέθοδο της φιλοσοφίας την αμφιβολία, την αμφιβολία για όλα όσα είχε μάθει μέχρι εκείνη τη στιγμή, δίνοντας όμως στην αμφιβολία μια ιδιαίτερη ερμηνεία· γιατί για τον Ντεκάρτ, το να αμφιβάλλει κανείς για όλα σημαίνει να θεωρεί ότι όλα όσα έμαθε προηγουμένως είναι ψευδή κάτι που δεν είναι ακριβώς αμφιβολία, αλλά σχεδόν βεβαιότητα· είναι όμως ένας τρόπος για να απαλλαγεί κανείς από την παράδοση. Έτσι, αν δούμε προσεκτικά τη φιλοσοφία του Ντεκάρτ, διαπιστώνουμε ότι περιέχει πολλές από τις παραδοσιακές κατηγορίες, έννοιες και διακρίσεις. Υπήρξε ένας σπουδαίος Γάλλος μελετητής, ο Ετιέν Ζιλσόν, ο οποίος έδειξε πόσο μεγάλο μέρος της σχολαστικής παράδοσης εξακολουθεί να υπάρχει στη φιλοσοφία του Ντεκάρτ· παρ’ όλα αυτά, ο Ντεκάρτ ήθελε να ξεκινήσει μια νέα εποχή, και επομένως μια νέα φιλοσοφία.
Ποιο είναι το αντικείμενο που προσελκύει περισσότερο το ενδιαφέρον αυτών των πρώτων φιλοσόφων, που κατά κάποιον τρόπο τους συναρπάζει και τους οδηγεί στο να εγκαινιάσουν μια νέα εποχή; Είναι η γέννηση της σύγχρονης επιστήμης — της οποίας ο Μπέικον δεν καταφέρνει ακόμη να συλλάβει τα πραγματικά χαρακτηριστικά. Ο Μπέικον βλέπει στην επιστήμη κυρίως ένα εργαλείο κυριαρχίας πάνω στη φύση. Υπάρχουν μερικές φράσεις στα έργα του, στις οποίες λέει ότι η γνώση είναι δύναμη — ότι μπορούμε να κάνουμε τόσα στη φύση όσα γνωρίζουμε γι’ αυτήν. Δηλαδή, η επιστημονική γνώση των φυσικών νόμων επιτρέπει στον άνθρωπο να εγκαθιδρύσει την κυριαρχία του πάνω στη φύση· το περίφημο Regnum Hominis, το βασίλειο του ανθρώπου επί της φύσης. Αυτή είναι η αντίθεση προς τη μεσαιωνική θεώρηση του κόσμου ως Regnum Dei, ως Βασιλεία του Θεού· εδώ, αντίθετα, έχουμε τη χαρακτηριστικά νεωτερική αντίληψη της βασιλείας του ανθρώπου πάνω στη φύση. Ο Μπέικον έφτανε μάλιστα στο σημείο να δίνει θεολογική ερμηνεία σε αυτό το του σχέδιο, λέγοντας ότι, όπως μαθαίνουμε από τη Βίβλο, με το προπατορικό αμάρτημα ο άνθρωπος όχι μόνο υπέστη τιμωρίες όπως ο θάνατος, ο πόνος, η ταλαιπωρία, η εργασία κ.λπ., αλλά έχασε επίσης και την κυριαρχία του πάνω στη φύση. Τώρα, για να εξιλεωθεί από την αμαρτία, από τη μια υπάρχει η θρησκεία, υπάρχει η πίστη που μπορεί να αποδώσει τη σωτηρία, αλλά όσον αφορά την αποκατάσταση της κυριαρχίας πάνω στη φύση, αυτή μπορεί να προέλθει μόνο από τις τέχνες και τις επιστήμες — δηλαδή, θα λέγαμε σήμερα, από τις επιστήμες και την τεχνολογία.
Έτσι, η επιστήμη ως εργαλείο κυριαρχίας θεωρείται από τον Μπέικον σχεδόν ως ένας από τους τρόπους για να αντισταθμιστεί η τιμωρία του προπατορικού αμαρτήματος· δίνει δηλαδή σχεδόν μια θεολογικού τύπου δικαίωση στο σχέδιό του για την κατάκτηση της φύσης. Ο Μπέικον δεν κατανόησε τη συγκεκριμένη φύση της σύγχρονης επιστήμης, όπως αυτή εν τω μεταξύ είχε αρχίσει να εφαρμόζεται από τον Γαλιλαίο, δηλαδή την εφαρμογή των μαθηματικών στη μελέτη της φύσης — τη νέα μαθηματική φυσική· και αυτό ο Μπέικον δεν το αντιλήφθηκε, δεν κατάλαβε τη σημασία των μαθηματικών, την οποία αντιλήφθηκε πλήρως ο Ντεκάρτ. Ο Ντεκάρτ ήταν επίσης μεγάλος μαθηματικός — γνωρίζετε ότι κατέχει σημαντική θέση στην ιστορία των μαθηματικών ως εφευρέτης της αναλυτικής γεωμετρίας, η οποία επιτρέπει τη μετατροπή γεωμετρικών σχημάτων, γραμμών, παραβολών, σε εξισώσεις πρώτου και δευτέρου βαθμού και συνεπώς με κάποιον τρόπο ενοποιεί την άλγεβρα με τη γεωμετρία.
Είναι ενδιαφέρον ότι ούτε ο Μπέικον ούτε ο Ντεκάρτ ενδιαφέρονται για ζητήματα πρακτικού ή ηθικού χαρακτήρα. Για τον Μπέικον, όπως είδαμε, το όνειρο είναι η κυριαρχία πάνω στη φύση — η επιστήμη ως εργαλείο για την κατάκτηση της φύσης — κάτι που άλλωστε ήταν ακόμη το αναγεννησιακό ιδανικό της μαγείας. Η επιστήμη εδώ παίρνει τη θέση της μαγείας· η μαγεία ισχυριζόταν ότι μπορούσε να κυριαρχήσει πάνω στη φύση αλλά δεν γνώριζε τους νόμους της.
Με τη νέα επιστήμη, η ουσιαστική γνώση των φυσικών νόμων επιτρέπει την επίτευξη εκείνου που η μαγεία δεν κατάφερε. Ο Ντεκάρτ έχει επίσης ξεκάθαρα αυτή την πρόθεση — το δηλώνει στο τέλος του πέμπτου μέρους του Λόγου περί της Μεθόδου, όπου λέει ότι πρέπει να γίνουμε «κύριοι και κάτοχοι της φύσης». Αυτή είναι η αληθινή, η θεμελιώδης ιδέα της νεωτερικότητας· βρίσκεται στη βάση της νεωτερικότητας:
Η κυριαρχία επί της φύσης μέσω της επιστήμης, με τις εφαρμογές της, που είναι η τεχνική και, έναν αιώνα αργότερα, με την εφεύρεση των πρώτων μηχανών, η βιομηχανία — δηλαδή η βιομηχανική επανάσταση. Ούτε ο Μπέικον ούτε ο Ντεκάρτ ενδιαφέρονται για την ηθική· στην πραγματικότητα, κανείς από τους δύο δεν αναπτύσσει μια ηθική φιλοσοφία.
Ο Ντεκάρτ, θυμάστε, γράφει στον Λόγο περί της Μεθόδου ότι, αφού αμφισβήτησε όλα όσα είχε μάθει κατά τη μόρφωσή του στους Ιησουίτες, και καθώς περίμενε να βρει μια νέα μέθοδο και να την εφαρμόσει στη γνώση της φύσης, αναγκασμένος να ζήσει — διότι πρέπει κανείς να ζει καθημερινά — δηλώνει ότι υιοθέτησε μια «προσωρινή ηθική», δηλαδή όχι μια ηθική με αυθεντικό φιλοσοφικό θεμέλιο, αλλά μια ηθική που θα ακολουθούσε προσωρινά, εν αναμονή της πιθανότητας να οικοδομήσει κάποτε, με μια νέα φιλοσοφία, και μια νέα ηθική — κάτι που όμως τελικά δεν έκανε ποτέ.
Η προσωρινή ηθική, ουσιαστικά, για τον Ντεκάρτ παρέμεινε τελικά οριστική· αλλά την θεωρούσε προσωρινή επειδή δεν είχε φιλοσοφική θεμελίωση, και ήταν μια ηθική επίσης πολύ βασισμένη στην κοινή λογική: να ζει κανείς σύμφωνα με τους νόμους, τα έθιμα, τη θρησκεία της χώρας στην οποία βρίσκεται· να μη συγκρούεται με τους άλλους· να ακολουθεί συνεπώς μια σταθερή πορεία ζωής — πρόκειται για κανόνες κοινής λογικής, οι οποίοι όμως δεν έχουν καμία φιλοσοφική θεμελίωση. Συνεπώς, καταλαβαίνετε πως με αυτούς τους στοχαστές, βρισκόμαστε εντελώς εκτός πανεπιστημίων: ο Μπέικον ήταν λόρδος καγκελάριος της βασίλισσας Ελισάβετ και στη συνέχεια του διαδόχου της· ήταν δηλαδή ένας υψηλόβαθμος αξιωματούχος, ένας σημαντικός λειτουργός του βασιλείου της Αγγλίας. Ο Ντεκάρτ ήταν ένας ευγενής που διέθετε ικανοποιητική πρόσοδο, η οποία του επέτρεπε να ζει χωρίς να εργάζεται· κατατάχθηκε, όπως συνηθιζόταν τότε από τους ευγενείς, σε διάφορους στρατούς. Εκείνη την εποχή στην Ευρώπη βρισκόταν σε εξέλιξη ο Τριακονταετής Πόλεμος ανάμεσα σε καθολικούς και προτεστάντες· ο Ντεκάρτ κατατάχθηκε πρώτα στη μία πλευρά και ύστερα στην άλλη, πράγμα που σημαίνει ότι δεν τον ενδιέφερε καθόλου το διακύβευμα του πολέμου — το έκανε απλώς επειδή έτσι ήταν το έθιμο της εποχής.
Μόλις του δόθηκε η δυνατότητα, αποσύρθηκε στην Ολλανδία για να ζήσει. Ήταν καθολικός· η Ολλανδία εκείνη την εποχή ήταν χώρα πλειοψηφικά προτεσταντική, όπου μπορούσε να ζει κανείς ασφαλής από τις επιρροές της Ρώμης — δηλαδή του Πάπα. Ήταν τα χρόνια κατά τα οποία διεξαγόταν η δίκη του Γαλιλαίου· και ο Ντεκάρτ, που εσωτερικά συμμεριζόταν την προσχώρηση του Γαλιλαίου στην κοπερνικανή θεωρία, όταν πληροφορήθηκε την καταδίκη του Γαλιλαίου από την Εκκλησία, προτίμησε να μην δημοσιεύσει το έργο του Le Monde (Ο Κόσμος), στο οποίο εξέφραζε ρητά αυτή του την προσχώρηση· όχι από δειλία ή φόβο, αλλά επειδή ήταν πιστός, ειλικρινής καθολικός και επομένως απέδιδε, όπως όλοι οι καθολικοί, σημασία στην εξουσία του Πάπα, στην εξουσία της Εκκλησίας· και γι’ αυτόν τον λόγο δεν επιθυμούσε να καταδικαστεί και προτίμησε να μη δημοσιοποιήσει τις απόψεις του.
Βρισκόμαστε λοιπόν εντελώς εκτός πανεπιστημιακού περιβάλλοντος, και ειδικά με τον Ντεκάρτ βρισκόμαστε σε άμεση επαφή με τη νέα επιστήμη. Στον Λόγο περί της Μεθόδου, έχει ενδιαφέρον να διαβάσει κανείς αυτό το έργο, γιατί είναι κατά κάποιον τρόπο μια αυτοβιογραφία· ο ίδιος ανακαλεί τη μόρφωση που έλαβε στο ιησουιτικό κολλέγιο, την απόφαση να απαλλαγεί από όλες τις παραδοσιακές πεποιθήσεις και την ανακάλυψη της νέας μεθόδου. Αλλά είναι μια αυτοβιογραφία γραμμένη εκ των υστέρων — και όπως συχνά συμβαίνει, εκείνος που αφηγείται τη ζωή του αφού την έχει ζήσει, δίνει την εκδοχή που θέλει οι άλλοι να πιστέψουν· που δεν είναι πάντα και η πιο αληθινή.
Για παράδειγμα, όταν διηγείται πώς ανακάλυψε τη νέα μέθοδο — που όπως θα δούμε είναι η γεωμετρική μέθοδος, η μέθοδος της γεωμετρίας —, δίνει μια αφήγηση που κάνει κανείς να αναρωτιέται: «Μα πού είναι αυτή η σπουδαία ανακάλυψη;» Λέει ότι, ενώ ξεχειμώνιαζε — είχε καταταγεί στον στρατό, δεν θυμάμαι τώρα αν ήταν του πρίγκιπα του Νασσάου, πάντως εκείνη την εποχή οι πόλεμοι σταματούσαν τον χειμώνα, τα στρατεύματα αποσύρονταν σε χειμερινά καταλύματα περιμένοντας την άνοιξη για να ξαναρχίσουν τις μάχες —, ενώ λοιπόν ξεχειμώνιαζε, διηγείται ότι μια μέρα, έχοντας αποσυρθεί, όπως λέει, μέσα σε μια "σόμπα" — πιθανότατα εννοεί μια stube, δηλαδή ένα δωμάτιο με μια μεγάλη σόμπα, στο οποίο μπορούσε κανείς να καθίσει ή να ξαπλώσει και να ζεσταθεί —, είχε μια μεγάλη έμπνευση, μια σπουδαία ιδέα.
Αυτή, λέει, του συνέβη στη νεότητά του, πολλά χρόνια πριν· και έτσι, όλοι οι αναγνώστες περιμένουν να μάθουν ποια ήταν αυτή η σπουδαία ιδέα, αυτή η μεγάλη ανακάλυψη· και η ανακάλυψη που παρουσιάζει είναι στην πραγματικότητα πολύ απλή: ότι τα πράγματα που γίνονται από έναν άνθρωπο, πετυχαίνουν πολύ καλύτερα απ’ ό,τι τα πράγματα που γίνονται από πολλούς μαζί. Είναι αλήθεια· δοκιμάστε να γράψετε μια σελίδα: αν τη γράψει ένας, σε πέντε λεπτά την έχει γράψει· αν καθίσουν τριάντα άτομα να τη γράψουν μαζί, δεν θα τελειώσουν ποτέ. Αλλά αναρωτιέται κανείς: «Είναι αυτό όλο το καρτεσιανό σύστημα; Είναι δυνατόν αυτή να είναι η μεγάλη ανακάλυψη;»
Στην πραγματικότητα, αν δούμε άλλα έγγραφα, βλέπουμε ότι τα πράγματα έγιναν με πολύ διαφορετικό τρόπο. Μετά τον θάνατο του Ντεκάρτ, βρέθηκαν κάποια έγγραφα, σημειώσεις που χρονολογούνταν από τη νεότητά του· βρέθηκε ένα είδος ημερολογίου, βρέθηκαν επιστολές, και με βάση αυτά τα έγγραφα μπόρεσε να ανασυντεθεί πώς συνέβη πραγματικά εκείνο που ο Ντεκάρτ θεωρούσε πάντοτε τη μεγαλύτερή του ανακάλυψη: δηλαδή η ανακάλυψη της μεθόδου.
Ο ίδιος διηγείται ότι βρισκόταν στην Ολλανδία το 1619–1620, ήταν λίγο πάνω από είκοσι ετών, και είναι γνωστό ότι εκείνη την περίοδο είχε γνωρίσει έναν σπουδαίο Ολλανδό μαθηματικό, τον Ισαάκ Μπέκμαν (Isaac Beeckman), ο οποίος του είχε υποδείξει την ιδέα να μετατρέψει την άλγεβρα σε γεωμετρία και τη γεωμετρία σε άλγεβρα — δηλαδή την ιδέα μιας καθολικής μαθηματικής επιστήμης· μιας μαθηματικής μεθόδου που θα ενοποιούσε εκείνες τις επιστήμες που έως τότε θεωρούνταν πάντοτε διακριτές και διαφορετικές. Επιπλέον, ο Ντεκάρτ αφηγείται ότι είχε τρία όνειρα και ότι μέσα σε αυτά τα όνειρα του ήρθε στο νου η δυνατότητα οικοδόμησης μιας καθολικής επιστήμης· μιας επιστήμης ικανής να εξηγήσει ολόκληρη την πραγματικότητα, ξεκινώντας από λίγες απλές, έμφυτες αρχές που βρίσκονται μέσα στο ανθρώπινο πνεύμα.
Καταλαβαίνετε τη σημασία αυτής της αφήγησης: το να πει κανείς ότι του ήρθε μια τέτοια ιδέα στον ύπνο του σημαίνει ότι αποδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα σ’ αυτή τη σκέψη, γιατί υπήρχε η πεποίθηση ότι στα όνειρα μπορεί κανείς να λάβει αποκαλύψεις υπερφυσικού χαρακτήρα και άρα, κατά κάποιο τρόπο, ό,τι εμφανίζεται στο όνειρο προέρχεται από τον Θεό, του το υποδεικνύει ο Θεός. Και πράγματι, ο ίδιος ταράζεται βαθιά από αυτά τα όνειρα και αποφασίζει να επεξεργαστεί μια νέα μέθοδο που να μπορεί να εφαρμοστεί σε ολόκληρη την πραγματικότητα, και έτσι να οικοδομήσει μια καθολική επιστήμη.
Δεν πρόκειται, λοιπόν, μόνο για την αναλυτική γεωμετρία που ενώνει την άλγεβρα με τη γεωμετρία — είναι κάτι πολύ περισσότερο: πρόκειται για μια επιστήμη. Και ποια είναι η μέθοδος με την οποία πρέπει να οικοδομηθεί αυτή η νέα επιστήμη; Είναι η μαθηματική μέθοδος — αυτή που, όπως λέει ο ίδιος, βρήκε στους αρχαίους γεωμέτρες Πάππο και Διόφαντο· δηλαδή είναι η μέθοδος της ανάλυσης και της σύνθεσης, που εφαρμοζόταν στη γεωμετρία ήδη από την εποχή των αρχαίων Ελλήνων, από την εποχή του Πλάτωνα.
Δεν ξέρω αν έχετε σαφή εικόνα του τι είναι η ανάλυση και η σύνθεση. Είναι και στις δύο περιπτώσεις διαδικασίες επαγωγικού χαρακτήρα· ο ορισμός τους βρίσκεται στα Στοιχεία του Ευκλείδη, αλλά πιο αναλυτικά παρουσιάζονται από έναν μαθηματικό του 4ου αιώνα μ.Χ., τον Πάππο τον Αλεξανδρινό, στο έργο του οποίου τις βρίσκει ο Ντεκάρτ. Συγκεκριμένα, η ανάλυση επιτρέπει την επίλυση μαθηματικών ή γεωμετρικών προβλημάτων με την υπόθεση μιας λύσης που δεν είναι εκ των προτέρων γνωστό αν είναι η σωστή — δηλαδή, θεωρώντας ως γνωστό κάτι που δεν έχει ακόμη αποδειχθεί. Αν από αυτήν την υπόθεση οδηγηθούμε σε ένα συμπέρασμα που γνωρίζουμε ήδη ότι είναι αληθινό, τότε αυτό το συμπέρασμα, στο βαθμό που προκύπτει αναγκαία και αυστηρά από εκείνη την υπόθεση, επιβεβαιώνει την αλήθεια της υπόθεσης και μας επιτρέπει να πούμε ότι αυτή η αρχική υπόθεση, αν και αβέβαιη, ήταν πράγματι σωστή.
Η σύνθεση είναι το αντίστροφο: ξεκινά κανείς από αρχές που γνωρίζουμε ήδη ότι είναι αληθινές και εξάγει από αυτές συμπεράσματα που ακόμη δεν γνωρίζαμε — είναι η κλασική μέθοδος απόδειξης, η απόδειξη ενός θεωρήματος.
Όταν στη γεωμετρία αποδεικνύεται ένα θεώρημα, ξεκινάμε από προφανείς αρχές, από ορισμούς, αξιώματα, ποστουλάτα κ.λπ., και καταλήγουμε στα θεωρήματα. Έτσι, είτε στην περίπτωση της ανάλυσης είτε στην περίπτωση της σύνθεσης, η διαδικασία είναι πάντοτε απαγωγική, πηγαίνει δηλαδή από προκείμενες σε συμπεράσματα. Στην περίπτωση της ανάλυσης ξεκινάμε από άγνωστες προκείμενες, των οποίων η αλήθεια δεν είναι γνωστή, και φτάνουμε σε γνωστά συμπεράσματα· ενώ στη σύνθεση ξεκινάμε από γνωστές προκείμενες και φτάνουμε σε άγνωστα συμπεράσματα.
Επομένως, είναι διαδικασία απαγωγικού χαρακτήρα — αλλά η απαγωγική διαδικασία απαιτεί την ύπαρξη προκείμενων, δηλαδή προφανών αρχών· και αυτές μπορούν να συλληφθούν μόνο μέσω της διαίσθησης, δηλαδή μέσω μιας άμεσης και απευθείας σύλληψης, όχι μέσω συλλογισμών. Έτσι, ολόκληρη η μέθοδος των μαθηματικών μπορεί να παρουσιαστεί είτε ως ανάλυση και σύνθεση, είτε ως διαίσθηση και απαγωγή.
Ποια είναι η προϋπόθεση που επιτρέπει σε αυτή τη μέθοδο να λειτουργήσει; Είναι μια προϋπόθεση που στον τομέα της γεωμετρίας επαληθεύεται πλήρως: οι διάφορες προτάσεις που συγκροτούν αυτούς τους συλλογισμούς, που συνδέονται μεταξύ τους, πρέπει να συνδέονται όλες αναγκαία η μία με την άλλη — δηλαδή, η μία να προκύπτει από την άλλη με αναγκαιότητα, κάτι που όντως συμβαίνει στα μαθηματικά. Αυτό το είχε ήδη αντιληφθεί ο Αριστοτέλης, γιατί η ανάλυση και η σύνθεση υπήρχαν ήδη πριν από αυτόν — πιθανόν είχαν ανακαλυφθεί ακόμη στην Ακαδημία του Πλάτωνα — και ο Αριστοτέλης, σε ένα απόσπασμα από τα Αναλυτικά, παρατηρεί σωστά ότι η ανάλυση λειτουργεί κυρίως στα μαθηματικά, επειδή στις μαθηματικές προτάσεις υπάρχει η δυνατότητα της αντιστρεψιμότητας: δηλαδή, η ίδια ακολουθία προτάσεων μπορεί να διανυθεί προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση χωρίς να δημιουργείται κανένα πρόβλημα, γιατί όλες συνδέονται αναγκαία μεταξύ τους — σαν μια αλυσίδα, της οποίας οι κρίκοι κρατιούνται όλοι γερά, και μπορείτε να κινηθείτε από το ένα άκρο στο άλλο, χωρίς να σπάσει. Αυτό συμβαίνει στα μαθηματικά.
Άρα, η βασική προϋπόθεση πάνω στην οποία στηρίζεται η καρτεσιανή μέθοδος είναι ότι, αν θέλουμε να εφαρμόσουμε αυτή τη μέθοδο σε ολόκληρη την πραγματικότητα, τότε η ίδια η πραγματικότητα πρέπει να αποτελείται από όντα, από πράγματα που συνδέονται αναγκαία μεταξύ τους, όπως συνδέονται οι προτάσεις στα μαθηματικά. Αν αυτό ήταν αληθινό, τότε το μεγάλο καρτεσιανό όνειρο θα είχε πραγματοποιηθεί: θα είχε οικοδομηθεί πράγματι μια καθολική επιστήμη, ικανή να αποδείξει τα πάντα.
Ο Ντεκάρτ πίστευε ότι στο ανθρώπινο πνεύμα είναι ενσωματωμένες κάποιες βασικές αρχές — μιλάει για «σπέρματα αληθείας» (semences de vérité) που έχουν τοποθετηθεί μέσα στο νου απευθείας από τον Θεό· και αφού τις έχει βάλει ο Θεός, τότε μπορούμε να τις εμπιστευθούμε — ο Θεός δεν εξαπατά, δεν λέει ψέματα. Συνεπώς, από αυτές τις αρχές — που είναι οι έμφυτες ιδέες, οι σαφείς και διακριτές ιδέες — μπορεί κανείς να συναγάγει τα πάντα, να αποδείξει τα πάντα.[ΟΙ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ ΑΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΟΣ]
Ήταν ένα μεγάλο σχέδιο. Όταν το συνέλαβε, δεν το έθεσε αμέσως σε εφαρμογή. Όπως διηγείται στον Λόγο περί της Μεθόδου, αποφάσισε πρώτα να ταξιδέψει· έφυγε από τη Γαλλία, ήρθε στην Ιταλία, πήγε στη Γερμανία, περιηγήθηκε την Ευρώπη· συνάντησε σοφούς, επιστήμονες· και τελικά αποφάσισε να δημοσιεύσει κάποια συγγράμματα — Διοπτρική, Μετέωρα, και Γεωμετρία — στα οποία εφάρμοζε για πρώτη φορά τη μέθοδό του, και έγραψε τον Λόγο περί της Μεθόδου ως εισαγωγή σε αυτά τα τρία έργα. Και στον Λόγο δηλώνει ρητά την πρόθεσή του να οικοδομήσει αυτή τη γενική επιστήμη με τη μαθηματική μέθοδο.
Όμως, τον κυριεύει ένας ενδοιασμός: φοβάται μήπως αυτό το σχέδιο έρθει σε αντίθεση με τις αλήθειες της χριστιανικής πίστης.
Ο Ντεκάρτ ήταν ιδιοφυΐα — έβλεπε με διαύγεια ορισμένα πράγματα. Ποιες είναι για εκείνον οι θεμελιώδεις αλήθειες της χριστιανικής πίστης, από τις οποίες δεν θέλει με κανέναν τρόπο να παραιτηθεί (γιατί, όπως είπαμε, ήταν πιστός); Είναι η ύπαρξη του Θεού και η αθανασία της ψυχής. Ίσως αυτή είναι μια απλοποιητική ερμηνεία από την πλευρά του, αλλά πάντως για τον ίδιο αυτές ήταν οι δύο σημαντικότερες αλήθειες της πίστης.
Και έτσι, εν αναμονή της πλήρους εφαρμογής της μαθηματικής του μεθόδου σε ολόκληρη την πραγματικότητα, αποφασίζει να εξασφαλίσει πρώτα την κατοχύρωση αυτών των δύο αληθειών. Κι εδώ γεννιέται το περίφημο cogito, για το οποίο μιλά στον Λόγο περί της Μεθόδου. Δηλαδή, λέει: «Αμφέβαλλα για όλα, αλλά συνειδητοποίησα ότι, αμφιβάλλοντας για όλα, το μόνο πράγμα για το οποίο δεν μπορούσα να αμφιβάλλω ήταν η σκέψη μου· γιατί, για να αμφιβάλλεις, πρέπει να σκέφτεσαι».
Και ιδού η πρώτη μεγάλη βεβαιότητα: το cogito. Υπάρχω στο μέτρο που σκέφτομαι — cogito ergo sum, «σκέφτομαι, άρα υπάρχω»· η πρώτη πραγματικά μεγάλη βεβαιότητα. Προσέξτε: αυτή δεν επιτυγχάνεται μέσω της μαθηματικής μεθόδου, αλλά μέσω της αμφιβολίας.
Και από το cogito ξεκινά έπειτα για να αποκαταστήσει καταρχάς την αθανασία της ψυχής. Γιατί, αν σκέφτομαι — αν μπορώ να αμφιβάλλω για τα πάντα, αλλά δεν μπορώ να αμφιβάλλω για τη σκέψη μου —, αυτό σημαίνει ότι είμαι κατεξοχήν ένα πράγμα που σκέφτεται, μια res cogitans. Επομένως, αν είμαι ένα σκεπτόμενο πράγμα, δεν είμαι ύλη. Σαφώς έχω σώμα, αλλά δεν είμαι το σώμα μου· τόσο είναι αλήθεια αυτό, που μπορώ να αμφιβάλλω ότι έχω σώμα — μπορεί να είναι μια απλή ψευδαίσθηση, μια φαινομενικότητα για την οποία μπορώ εύκολα να αμφιβάλλω· άρα μπορώ να κάνω και χωρίς αυτό.
Άρα, εγώ δεν είμαι το σώμα μου· είμαι ένα πράγμα που σκέφτεται, αυτό που παραδοσιακά ονομαζόταν ψυχή· και καθώς αυτή είναι απλή και άυλη, δεν μπορεί να διαφθαρεί, και έτσι είναι αθάνατη. Πρώτη αλήθεια κατοχυρωμένη. Στη συνέχεια, η δεύτερη είναι η ύπαρξη του Θεού, για την οποία δίνει τρεις αποδείξεις· η πιο πρωτότυπη είναι εκείνη κατά την οποία λέει ότι, εφόσον έχω μέσα στον νου μου την ιδέα του Θεού, την ιδέα ενός άπειρου όντος, αυτή την ιδέα δεν μπορώ να την έχω πάρει ούτε από τον κόσμο — γιατί στον κόσμο δεν υπάρχει τίποτα άπειρο και, στην τελική, μπορώ ακόμα και να αμφιβάλλω για την ύπαρξη του κόσμου — ούτε όμως από τον εαυτό μου, γιατί αισθάνομαι ότι δεν είμαι άπειρος, ότι δεν είμαι τέλειος· και μόνο το γεγονός ότι αμφιβάλλω σημαίνει ότι είμαι ατελής, ότι δεν γνωρίζω τα πάντα. Άρα, εφόσον δεν την πήρα ούτε από τον κόσμο ούτε από εμένα, αλλά ωστόσο την κατέχω, αυτή η ιδέα δεν μπορεί να προέρχεται παρά μόνο από τον Θεό· άρα ο Θεός υπάρχει.
Έχοντας λοιπόν τακτοποιήσει με αυτόν τον τρόπο τις αλήθειες της πίστης, ο Ντεκάρτ μπορεί πλέον ήσυχος να αφιερωθεί στην οικοδόμηση της καθολικής επιστήμης· και πράγματι, γράφει το έργο Le Monde (Ο Κόσμος), στο οποίο εξηγεί τα πάντα με τη μαθηματική μέθοδο. Όμως, πριν το δημοσιεύσει, όπως έλεγα και στην αρχή, του έρχεται η είδηση της καταδίκης του Γαλιλαίου· και τότε δεν το δημοσιεύει πια, το βάζει στο συρτάρι· και το έργο αυτό ανακαλύφθηκε μετά τον θάνατό του. Μόνο στο τελευταίο μέρος του Λόγου περί της Μεθόδου κάνει μια σύντομη περίληψη του περιεχομένου του, λέγοντας ότι με αυτό δεν εννοεί να πει πώς είναι πραγματικά τα πράγματα· για να ξέρουμε πώς είναι στ’ αλήθεια ο κόσμος, το καλύτερο είναι να διαβάζουμε τη Βίβλο, τη Γένεση, όπου περιγράφεται πώς ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο σε έξι ημέρες κ.λπ.
Αυτό που έκανε ο ίδιος, λέει, είναι ένα είδος παραμυθιού — μια αφήγηση τού πώς θα μπορούσαν να έχουν πάει τα πράγματα, ανεξάρτητα από τη βιβλική αφήγηση — αλλά το τελικό αποτέλεσμα είναι ακριβώς ίδιο με εκείνο που περιγράφεται στη Βίβλο. Δηλαδή, καταφέρνει να εξηγήσει τον κόσμο όπως περιγράφεται στη Βίβλο, αλλά μέσω άλλης οδού: μέσω της επιστήμης, μέσω των μαθηματικών — και αυτό έχει ενδιαφέρον.
Αυτό είναι τυπικά ντεκαρτιανό: είχε ως προσωπικό του μότο τη φράση larvatus prodeo, που σημαίνει «προχωρώ φορώντας μάσκα»· larvatus, δηλαδή κάποιος που κρύβεται, που μασκαρεύεται. Δεν ξέρω αν έχετε δει το διάσημο πορτρέτο του Ντεκάρτ, που του έκανε εκείνος ο μεγάλος Φλαμανδός ζωγράφος που ήταν Ολλανδός, ο Φρανς Χαλς (Frans Hals). Έχετε στο νου σας τον Ντεκάρτ με εκείνη τη μύτη, το βλέμμα, τα μαλλιά, τον γιακά; Είναι θαυμάσιο πορτρέτο· βλέπει κανείς σ’ αυτό μια εξαιρετική ευφυΐα, αλλά και μεγάλη πονηριά — πρέπει να το πούμε. Και με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να ελιχθεί.
Όσο για την ηθική, δεν καταπιάστηκε ποτέ ξανά ουσιαστικά. Έγραψε στο τέλος το Περί Παθών της Ψυχής (Les Passions de l’Âme), το οποίο όμως είναι απλώς μια περιγραφή του πώς λειτουργούν τα πάθη· δεν περιλαμβάνει κανονισμούς, κανόνες, ηθικές επιταγές· δεν υπάρχει καμία προσπάθεια προσανατολισμού της πράξης.
Καταλαβαίνετε ότι μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η αριστοτελική ιδέα της πρακτικής φιλοσοφίας εξαφανίζεται εντελώς — δεν βρίσκει απολύτως καμία θέση. Πράγματι, μετά τον Ντεκάρτ, ποιος έρχεται; Ποιος παίρνει κατά γράμμα τη μέθοδό του και την εφαρμόζει σε ολόκληρη την πραγματικότητα; Ο Σπινόζα. Ο Σπινόζα δεν είχε πλέον τέτοιες ανησυχίες· ήταν εντελώς έξω από κάθε θεσμικό πλαίσιο: ήταν Εβραίος αλλά είχε ήδη εξοστρακιστεί από τη συναγωγή, θεωρούταν αιρετικός από τους Εβραίους, και δεν ήταν φυσικά χριστιανός. Ζούσε σε μια χριστιανική χώρα όπως η Ολλανδία, αλλά ζούσε με τη δουλειά του. Κάποια στιγμή του προσφέρθηκε και πανεπιστημιακή έδρα, αλλά την αρνήθηκε για να είναι πιο ελεύθερος, για να μπορεί να λέει αυτό που σκεφτόταν· και συνέχισε να εργάζεται ως οπτικός — έφτιαχνε φακούς για γυαλιά. Ήταν μια ταπεινή εργασία, αλλά του επέτρεψε να διατηρήσει μια μεγάλη πνευματική ελευθερία. Γι’ αυτό και είχε το θάρρος να εφαρμόσει και να οδηγήσει στα άκρα τη ντεκαρτιανή μέθοδο, χωρίς πλέον να έχει τίποτα να χάσει — δεν ήταν ανάγκη να κρατήσει τις εύνοιες καμίας Εκκλησίας ούτε να φοβηθεί μια καταδίκη· ήταν ήδη καταδικασμένος, θεωρούταν αιρετικός.
Και έτσι εφαρμόζει τη μέθοδο του Ντεκάρτ σε ολόκληρη την πραγματικότητα — και την εφαρμόζει ιδίως σε εκείνη την πλευρά της πραγματικότητας που τον ενδιαφέρει περισσότερο: την ηθική. Για τον Σπινόζα, αυτό που τον απασχολεί είναι η ηθική — πώς να ζει κανείς, πώς πρέπει να συμπεριφέρεται στη ζωή. Όμως, ως καλός καρτεσιανός, εφαρμόζει στην ηθική τη μαθηματική μέθοδο, και ιδού η Ethica more geometrico demonstrata — Η Ηθική αποδειγμένη με τη γεωμετρική μέθοδο. Όπως λέγαμε χθες: αν κοιτάξετε το έργο, είναι γραμμένο σαν να ήταν ένα γεωμετρικό σύγγραμμα· υπάρχουν ορισμοί, αξιώματα, προτάσεις (που είναι στην ουσία θεωρήματα), και υπάρχουν αποδείξεις των θεωρημάτων.
Δεν έχει πια την έγνοια να διασώσει ούτε την αθανασία της ψυχής, ούτε την ύπαρξη του Θεού. Γιατί; Επειδή, εφαρμόζοντας τη μαθηματική μέθοδο στην ολότητα της πραγματικότητας, η ίδια η πραγματικότητα μετατρέπεται σε ένα μεγάλο σύστημα αναγκαία συνδεδεμένο, όπου όλα είναι αναγκαία, όλα συνδέονται, όλα απορρέουν αναγκαστικά από τις αρχές — και αυτό είναι ο Θεός.
Σε ποιο επεισόδιο είναι ο Θεός διαφορετικός; Ο Θεός είναι η φύση, είναι η ίδια η φύση ειδωμένη ως ένα αυστηρά οργανωμένο σύστημα, όπου όλα είναι αναγκαία, όλα είναι όπως πρέπει να είναι, όλα είναι τέλεια. Και η ψυχή, τι είναι; Είναι μία από τις δύο όψεις αυτής της φυσικής πραγματικότητας: η μία είναι η έκταση (δηλαδή η ύλη), και η άλλη είναι η σκέψη· αλλά είναι δύο όψεις της ίδιας πραγματικότητας, που αντιστοιχούν απόλυτα η μία στην άλλη.
Έτσι, εδώ έχουμε μια ηθική — αν θέλετε, μπορούμε να την αποκαλέσουμε ακόμη και πρακτική φιλοσοφία — αλλά ο Σπινόζα δεν χρησιμοποιεί αυτόν τον όρο· δεν ήταν αριστοτελικός, ήταν αντι-αριστοτελικός, απέρριπτε κάθε τελεολογία στη φύση. Για τον Σπινόζα, αυτή είναι μαθηματική ηθική — δηλαδή μια αυστηρή ηθική, θεμελιωμένη σε κανονικές αποδείξεις· αποδείξεις έγκυρες πάντα, έγκυρες σε όλες τις περιπτώσεις.

Βλέπετε πόσο μακριά έχουμε βρεθεί από την αριστοτελική ιδέα της πρακτικής φιλοσοφίας.

Θυμηθείτε τα αποσπάσματα από τα Ηθικά Νικομάχεια που διαβάζαμε χθες, όπου ο Αριστοτέλης λέει: «Πρέπει να αρκεστούμε σε αποδείξεις γενικές, κατά προσέγγιση· δεν μπορούμε να απαιτούμε σε όλα τον ίδιο βαθμό ακρίβειας»· δηλαδή όλες εκείνες οι επιφυλάξεις, όλες εκείνες οι προφυλάξεις που παίρνει ο Αριστοτέλης σε σχέση με την πρακτική φιλοσοφία — εδώ έχουν εντελώς εγκαταλειφθεί, έχουν πλήρως εξαφανιστεί.
Η πρακτική φιλοσοφία γίνεται επιστήμη, όπως τα μαθηματικά — με την ίδια αυστηρότητα, την ίδια ακρίβεια, την ίδια αναγκαιότητα που έχουν τα μαθηματικά. Και αυτή η μοίρα δεν αφορά μόνο την ηθική, αλλά και εκείνα τα μέρη της αρχαίας πρακτικής φιλοσοφίας που ήταν η πολιτική και η οικονομία.
Ο Σπινόζα ασχολείται με την ηθική, αλλά άλλοι καρτεσιανοί ασχολούνται με τα υπόλοιπα μέρη. Ποιος ασχολείται με την πολιτική; Ο Τόμας Χομπς, Άγγλος φιλόσοφος του 17ου αιώνα, σύγχρονος του Ντεκάρτ, επίσης πεπεισμένος ότι η αληθινή επιστήμη πρέπει να υιοθετεί τη μαθηματική μέθοδο — άλλωστε, ο Γαλιλαίος είχε μόλις λίγες δεκαετίες νωρίτερα θεμελιώσει τη νέα μηχανική εφαρμόζοντας τα μαθηματικά στη φυσική.
Θυμάστε εκείνες τις φράσεις του Γαλιλαίου όπου λέει ότι η φύση είναι σαν ένα βιβλίο, αλλά για να το καταλάβει κανείς πρέπει να ξέρει να το διαβάζει, να γνωρίζει τη γλώσσα στην οποία είναι γραμμένο. Ποια είναι αυτή η γλώσσα; Είναι φτιαγμένη από τρίγωνα, κύκλους, τετράγωνα — δηλαδή από γεωμετρικά σχήματα· επομένως, αν κανείς δεν έχει μάθει πρώτα μαθηματικά, δεν θα μπορέσει να γνωρίσει τη φύση. Ο Γαλιλαίος, που ήταν πρώτα απ’ όλα καθηγητής μαθηματικών, και μεγάλος μαθηματικός — δίδαξε μαθηματικά για 18 χρόνια στην Πάδοβα — είχε γράψει ότι, στο πεδίο των μαθηματικών, ούτε ο Θεός γνωρίζει περισσότερα από τον άνθρωπο. Ναι, λέει, ως προς την έκταση, δηλαδή ως προς τον αριθμό των αληθειών, η θεία νόηση, όντας άπειρη, τις περιλαμβάνει όλες· αλλά ως προς την ένταση, αν πάρουμε μια και μόνη μαθηματική πρόταση, αυτή γίνεται κατανοητή από τον άνθρωπο τόσο πλήρως, ώστε ούτε ο Θεός μπορεί να τη γνωρίζει περισσότερο.
Αν γνωρίζω ότι δύο συν δύο κάνει τέσσερα, αυτό ισχύει το ίδιο για μένα και για τον Θεό — και δεν είναι ότι ο Θεός ξέρει περισσότερα από μένα σε αυτό το σημείο. Σε άλλα, ασφαλώς ξέρει περισσότερα — αλλά όχι σε αυτό. Αυτή ήταν η συνείδηση του τεράστιου κύρους και της απόλυτης βεβαιότητας που προσφέρουν οι μαθηματικές προτάσεις. Και αυτή η ιδέα διαδόθηκε αμέσως σε όλη την Ευρώπη· έγινε δεκτή στη Γαλλία από τον Ντεκάρτ και στην Αγγλία από τον Χομπς.
Ο Χομπς θέλει να οικοδομήσει την πολιτική ως επιστήμη και γράφει μια σειρά πραγματειών: De Corpore, De Homine, De Cive, στις οποίες εξηγεί με μαθηματική αυστηρότητα πώς είναι φτιαγμένος ο άνθρωπος· και στο τέλος γράφει το αριστούργημά του, τον Λεβιάθαν, όπου εξηγεί πώς γεννιέται το κράτος. Και εδώ έχουμε πλέον να κάνουμε με το σύγχρονο κράτος, με το κυρίαρχο κράτος· δεν είναι πια η κατάσταση του Μεσαίωνα, με τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, τους φεουδάρχες, τους τοπικούς άρχοντες· εκεί όλα ήταν κατακερματισμένα, διάσπαρτα. Όχι: εδώ, τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ισπανία και την Αγγλία, έχουμε τις μεγάλες εθνικές μοναρχίες που στην πρώτη τους φάση είναι απόλυτες.
Όταν ο Χομπς γράφει τον Λεβιάθαν, στην Αγγλία βασίλευαν οι Στιούαρτ· απόλυτη μοναρχία — η οποία διακόπτεται αργότερα από την επανάσταση, τον Κρόμγουελ κ.λπ. Ο Χομπς όμως ήταν με το μέρος του βασιλιά, εναντίον του Κοινοβουλίου, εναντίον του Κρόμγουελ· υποστήριζε τον απολυταρχισμό. Και πώς εξηγεί τη γέννηση του κράτους; Με έναν μαθηματικό συλλογισμό — τον περίφημο λόγο του «κοινωνικού συμβολαίου». Όχι, δεν θεωρεί ότι τα πράγματα έγιναν στην πραγματικότητα έτσι· λέει: οι άνθρωποι από τη φύση τους αλληλομισούνται, βρίσκονται σε συνεχή σύγκρουση, ο καθένας εναντίον όλων, homo homini lupus, «ο άνθρωπος για τον άνθρωπο είναι λύκος». Άρα, η φυσική κατάσταση είναι πόλεμος, bellum omnium contra omnes — ο πόλεμος όλων εναντίον όλων.
Είναι προφανές πως μέσα σε μια τέτοια κατάσταση δεν μπορεί να υπάρξει ζωή· και έτσι οι άνθρωποι, για να επιβιώσουν, αναγκάζονται να συνάψουν ένα συμβόλαιο. Ποιο είναι το περιεχόμενο του συμβολαίου, του pactum unionis; Πριν, όλοι είναι σε πόλεμο· το συμβόλαιο συνίσταται στο να καταθέσουν όλοι τα όπλα στα πόδια ενός, του κυρίαρχου — δηλαδή, όλοι παραιτούνται από το να αμύνονται μόνοι τους, με την προϋπόθεση ότι θα προστατεύονται από τον ένα που διατηρεί τα όπλα: αυτόν που ενσαρκώνει τον ορισμό του κράτους που θα δώσει αργότερα ο Μαξ Βέμπερ — το μονοπώλιο της νόμιμης χρήσης της βίας.
Μόνο ένας μπορεί να χρησιμοποιεί τη βία — και η χρήση αυτή είναι νόμιμη. Κανένας άλλος δεν μπορεί να είναι ένοπλος· μόνο ο βασιλιάς — που σημαίνει ο στρατός, η αστυνομία, οι κρατικές δυνάμεις. Οι πολίτες —ή καλύτερα, οι υπήκοοι— μειώνονται σε ιδιώτες. Τι σημαίνει «ιδιώτης»; Εμείς λέμε σήμερα ότι θέλουμε να προστατεύσουμε την «ιδιωτικότητά» μας· αλλά ιδιώτης σημαίνει κυριολεκτικά κάποιος που του έχει αφαιρεθεί κάτι. Τι του έχει αφαιρεθεί; Η εξουσία. Η εξουσία συγκεντρώνεται όλη στον κυρίαρχο, στον μονάρχη.
Ο Χομπς δεν ισχυρίζεται ότι τα πράγματα έγιναν όντως έτσι στην ιστορία της ανθρωπότητας· αν τον ρωτούσατε πότε συνέβη αυτό το συμβόλαιο, σε ποιο ιστορικό σημείο, θα σας απαντούσε: όχι, αυτή είναι απλώς μια υπόθεση — μια υπόθεση που χρησιμεύει για να εξηγήσει την ύπαρξη του κράτους. Και από αυτήν την υπόθεση απορρέουν συνέπειες που επιβεβαιώνονται από την πραγματικότητα· γιατί το κράτος υπάρχει, ο κυρίαρχος υπάρχει, το μονοπώλιο της νόμιμης χρήσης της βίας υπάρχει. Άρα, η πολιτική είναι επιστήμη — είναι επιστήμη όπως τα μαθηματικά: ξεκινά από υποθέσεις, εξάγει συνέπειες· και επειδή οι συνέπειες είναι αληθείς, είναι αληθείς και οι υποθέσεις· γιατί όλα είναι συνδεδεμένα — tout se tient, που λένε οι Γάλλοι — «όλα συνδέονται».
Έτσι, με τον Χομπς έχουμε την εφαρμογή της μαθηματικής μεθόδου στην πολιτική· και η πολιτική, λοιπόν, δεν είναι πλέον μέρος της πρακτικής φιλοσοφίας όπως ήταν για τον Αριστοτέλη, δηλαδή μιας φιλοσοφίας, ενός τύπου λογικής πιο ελαστικής, πιο εύκαμπτης, πιο ήπιας. Όχι: είναι σκληρή επιστήμη, είναι ακριβής επιστήμη, είναι μαθηματικού τύπου επιστήμη.
Και, τέλος, την ίδια αυτή αντίληψη συναντάμε και σε έναν οικονομολόγο — έναν certain William Petty (γράφεται με Υ στο τέλος), μαθητή του Χομπς· Άγγλος, ο οποίος για πρώτη φορά εφαρμόζει τη μαθηματική μέθοδο και στην οικονομία. Και έτσι γεννιέται η σύγχρονη οικονομία, που είναι μια μαθηματική επιστήμη.

Και βλέπετε, έτσι, πώς όλα τα μέρη της αρχαίας πρακτικής φιλοσοφίας του Αριστοτέλη — η πολιτική, η οικονομία και η ηθική — μετατρέπονται πλέον όλα σε μαθηματικές επιστήμες.

ΝΑ ΚΛΑΙΣ ΚΑΙ ΝΑ ΓΕΛΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ ΚΗΡΥΞΕ Ο ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ ΚΑΙ Η ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΒΟΛΟΥ. ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΥΣ ΦΥΣΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΧΗΜΙΚΟΥΣ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ Μ.Ε. ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΚΗΡΥΞΑΝ ΤΗΝ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗ, ΤΗΝ ΥΠΟΤΑΓΗ ΣΤΟΥΣ ΣΥΝΟΔΙΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ, ΣΑΝ ΥΠΑΚΟΗ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΑΡΑ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΙΑ. Η ΑΝΙΚΗΤΗ ΒΛΑΚΕΙΑ ΝΤΥΜΕΝΗ ΤΗΝ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: