Συνέχεια από: ΧΙΙ Κεφάλαιο
Οι μεταφορές της τρύπιας ψυχής και του χαραδρίου
Ο μύθος του σπηλαίου
Η μεταστροφή από το σκοτάδι στο φως
Ο μύθος της επιλογής της ζωής και της μοίρας
Οι εσχατολογικοί μύθοι και οι τύχες των ψυχών
και η μεγάλη μεταφορά του κινδύνου της πίστης
ΣΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ είχα την ευκαιρία να δείξω, από περισσότερες από μία πλευρές, τη καθοριστική λειτουργία του μύθου στον Πλάτωνα. Η θέση του Hirsch, σύμφωνα με την οποία στα ζητήματα που αφορούν τη ζωή του ανθρώπου ο καθαρός λόγος δεν φτάνει σε συμπεράσματα και επομένως καθίσταται αναγκαίος ο μύθος, όπως ήδη σημείωσα, αν διορθωθεί και διατυπωθεί «με το σωστό μέτρο», αγγίζει το κέντρο του ζητήματος. Σε αυτή τη σφαίρα, η μυθο-λογία φέρνει τον άνθρωπο πολύ πιο κοντά στην αλήθεια απ’ ό,τι μια καθαρή «λογο-λογία», όπως φάνηκε και στην ερμηνεία της ιστορίας.
Πράγματι, σε αυτό το πλαίσιο, ο μύθος γίνεται έκφραση επίσης μιας «πίστης» ή, όπως λέει ρητά ο Πλάτων, μιας «ελπίδας» (έλπις). Όπως θα δούμε αμέσως, ο μύθος αποτελεί, θα μπορούσαμε να πούμε, μια μορφή λογικά θεμελιωμένης πίστης: απέναντι σε ορισμένα προβλήματα, ο λόγος αναζητεί την ολοκλήρωσή του στον μύθο, όπως και ο μύθος αναζητεί διαύγαση, αποσαφήνιση και στήριγμα στον λόγο.
Όπως ήδη είπα παραπάνω, αλλά και σε άλλα έργα μου, και όπως είναι σωστό να διευκρινιστεί και εδώ, ο μύθος που χρησιμοποιεί συστηματικά ο Πλάτων είναι πολύ διαφορετικός από τον προφιλοσοφικό μύθο, δηλαδή από τον μύθο που λειτουργούσε πριν ο άνθρωπος αναπτύξει τον λόγο. Ο μύθος στη νέα πλατωνική του μορφή δεν υποτάσσει τον λόγο, αλλά τον διεγείρει και τον γονιμοποιεί και, κατά κάποιον τρόπο, τον εμπλουτίζει.
Μάλιστα, όπως θα δούμε, πρόκειται για έναν μῦθο που, τη στιγμή ακριβώς της δημιουργίας του, επαναπροσδιορίζεται και περιορίζεται στα φανταστικά του στοιχεία, προκειμένου να αξιοποιηθούν πλήρως οι υπαινικτικές και μαγικά γοητευτικές του δυνάμεις.
Θα δούμε πώς ο Πλάτων το διατυπώνει με ακρίβεια σε διάφορους διαλόγους.
Ξεκινώ από έναν πρώτο μύθο, που παρουσιάζεται με ένα σύνθετο παιχνίδι ιδιαίτερα όμορφων μεταφορών, λιγότερο γνωστό σε ορισμένες πτυχές του, αλλά μεγάλης σημασίας και εξαιρετικής επικαιρότητας: πρόκειται για τον μύθο και τις μεταφορές που μπορούν να αποδώσουν με τελειότητα και το Είναι του σύγχρονου ανθρώπου, παιδιού του «αχόρταγου καταναλωτισμού δίχως όρια», με όλες τις συναφείς συνέπειες που καλά γνωρίζουμε.
Ο Πλάτων φέρνει στο προσκήνιο τον Καλλικλή, ένα πρόσωπο δημιουργημένο από τη φαντασία του, έκφραση του ανθρώπου της αχαλίνωτης διαφθοράς, του ασύδοτου ανθρώπου, δηλαδή του τύπου εκείνου του ανθρώπου που έχει χάσει την αίσθηση της οντολογικής και αξιολογικής αξίας της ελληνικής «σωφροσύνης», της «μετριοπάθειας», της «αυτοκυριαρχίας». Και τον καλεί σε μια θαυμάσια δραματουργική κατασκευή, ακριβώς για να καταστήσει πιο σαφή, μέσω του παιχνιδιού της αντίθεσης, την εικόνα του αληθινού ανθρώπου που ενσαρκώνει με απόλυτη τελειότητα το «μέτρο».
Για να είναι ευτυχισμένος, λέει ο Καλλικλής, ο άνθρωπος πρέπει να ζει σύμφωνα με τη φύση και όχι σύμφωνα με τους νόμους: δεν πρέπει να υπηρετεί κανέναν, αλλά να είναι κύριος όλων και πάντων των πραγμάτων. Δεν πρέπει μόνο να μη συγκρατεί τις επιθυμίες και τα πάθη του, αλλά να τα αφήνει να αυξάνονται όσο το δυνατόν περισσότερο, μέχρι να φτάσουν στο αποκορύφωμά τους, ώστε να μπορέσει να τα ικανοποιήσει πλήρως.
Η θέση ότι η «ασυδοσία»είναι κάτι αισχρό θα έπρεπε να θεωρείται ψευδής και έχει επινοηθεί από εκείνους που είναι ανίκανοι να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες τους, επειδή δεν διαθέτουν την αναγκαία δύναμη να το κάνουν. Η εξύμνηση της «σωφροσύνης» και της «δικαιοσύνης» δεν θα ήταν τίποτε άλλο παρά μια έκφραση αυτοάμυνας εκ μέρους εκείνων που στερούνται δύναμης και ανδρείας.
Επομένως, η θέση του Καλλικλή είναι η εξής:
Η τρυφή, η ακολασία και η ελευθερία, εάν βρεθούν σε ευνοϊκές συνθήκες, αποτελούν την αρετή και την ευτυχία· όλα τα άλλα δεν είναι παρά στολίδια, συμβάσεις ανθρώπων ενάντια στη φύση, λόγια που δεν αξίζουν απολύτως τίποτα (Γοργίας, 492 C).
Άρα, πραγματικά ευτυχισμένοι είναι μόνο εκείνοι που έχουν πολλές και μεγάλες ανάγκες και επιθυμίες και που είναι σε θέση να τις ικανοποιήσουν με κάθε δυνατό τρόπο.
Και να, το σημείο όπου, με υπέροχους μύθους και μεταφορές, ο Πλάτων ανατρέπει αυτή τη θέση του Καλλικλή:
Σωκράτης – Άρα, δεν είναι αλήθεια πως εκείνοι που δεν έχουν καμία ανάγκη είναι ευτυχισμένοι!
Καλλικλής – Πράγματι· με αυτόν τον τρόπο, οι πέτρες και οι νεκροί θα ήταν οι πιο ευτυχισμένοι!
Σωκράτης – Όμως, και όπως εσύ υποστηρίζεις, η ζωή είναι φοβερή. Και δεν θα μου έκανε εντύπωση αν ο Ευριπίδης έλεγε την αλήθεια όταν είπε:
Ποιος μπορεί να ξέρει αν το να ζεις δεν είναι να πεθαίνεις και αν το να πεθαίνεις δεν είναι να ζεις;
Και εμείς, στην πραγματικότητα, ίσως είμαστε νεκροί. Έχω ακούσει, μάλιστα, από σοφούς, πως τώρα είμαστε νεκροί και πως το σώμα είναι για μας ένας τάφος· και ότι αυτό το μέρος της ψυχής όπου βρίσκονται τα πάθη είναι τέτοιο που υποκύπτει στις γοητείες και αλλάζει εύκολα κατεύθυνση, πότε προς τα πάνω και πότε προς τα κάτω.
Κι ένας ευφυής άνθρωπος, Σικελός ή ίσως Ιταλός, μιλώντας με εικόνες, άλλαξε ελαφρώς τον ήχο του ονόματος και αποκάλεσε αυτό το μέρος της ψυχής «πιθάρι», γιατί είναι ευάλωτο και ευκολόπιστο, και αποκάλεσε «ανόητους» όσους δεν είναι μυημένοι· και είπε πως το μέρος της ψυχής αυτών των ανόητων, όπου κατοικούν τα πάθη και που είναι χωρίς μέτρο και χωρίς συγκράτηση, μοιάζει με ένα «τρύπιο πιθάρι», θέλοντας έτσι να απεικονίσει την αχορταγιά του, την αδηφαγία του.
Και, αντίθετα απ’ ό,τι λες εσύ, Καλλικλή, έδειξε πως από εκείνους που βρίσκονται στον Άδη (τον αποκαλεί έτσι, τον αόρατο κόσμο), οι πιο δυστυχισμένοι είναι οι αμύητοι· και πως είναι αναγκασμένοι να κουβαλούν νερό μέσα στο «τρύπιο πιθάρι» χρησιμοποιώντας ένα «κόσκινο», κι αυτό επίσης τρύπιο. Και το «κόσκινο», σύμφωνα με εκείνον τον σοφό – όπως μου το μετέφερε αυτός που μου το διηγήθηκε – είναι η ψυχή· και παρομοίαζε την ψυχή των ανόητων με κόσκινο, γιατί είναι σαν να έχει τρύπες, αφού δεν μπορεί να κρατήσει τίποτα εξαιτίας της απιστίας και της λησμονιάς της.
Αυτές οι εικόνες είναι, βέβαια, κάπως παράξενες, αλλά εκφράζουν πολύ καλά αυτό που θέλω να σου αποδείξω, για να σε πείσω – αν μπορώ – να αλλάξεις γνώμη και να επιλέξεις, αντί για την άμετρη, την ασύδοτη και αχαλίνωτη ζωή, τη ζωή την καλά τακτοποιημένη, την καλορρυθμισμένη ζωή, που είναι ικανοποιημένη με ό,τι έχει. Αλλά θα μπορέσω, άραγε, να σε πείσω να αλλάξεις γνώμη και να σε κάνω να πιστέψεις πως οι μετρημένοι άνθρωποι είναι πιο ευτυχισμένοι από τους έκλυτους, ή μήπως, ακόμη κι αν σου διηγηθώ πολλούς άλλους παρόμοιους μύθους, δεν θα αλλάξεις άποψη;
Καλλικλής – Αυτή σου η τελευταία φράση, Σωκράτη, είναι η αληθινή.
Σωκράτης – Ε, λοιπόν, θέλω να σου αναφέρω μια άλλη εικόνα, προερχόμενη από το ίδιο σχολείο με τις προηγούμενες. Σκέψου και τις δύο μορφές ζωής – του σώφρονα και του ασύδοτου – αν μπορείς να τις συγκρίνεις με τις καταστάσεις δύο ανθρώπων, καθένας από τους οποίους έχει πολλά πιθάρια· ο ένας τα έχει γερά και γεμάτα, άλλα με κρασί, άλλα με μέλι, άλλα με γάλα, και πολλά άλλα με διαφορετικά πολύτιμα και δυσεύρετα υγρά. Αυτός, λοιπόν, αφού τα γέμισε, δεν θα είχε πια ανάγκη να ρίχνει άλλο υγρό μέσα ούτε να τα φροντίζει, αλλά θα μπορούσε να ζει ήσυχα.
Φαντάσου, αντίθετα, ο δεύτερος να μπορεί μεν να βρίσκει τα υγρά, αλλά πάντα με δυσκολία, και, επιπλέον, τα δοχεία του να είναι τρύπια και φθαρμένα, έτσι που να είναι υποχρεωμένος να τα γεμίζει συνεχώς, μέρα και νύχτα, για να αποφύγει τις πιο μεγάλες οδύνες. Λοιπόν, αν έτσι είναι η ζωή του καθενός απ’ αυτούς, θα πεις πως είναι ευκολότερη η ζωή του ασύδοτου ή πιο ευτυχισμένη η ζωή του σώφρονα; Με αυτά που λέω σε πείθω να δεχθείς πως η τακτοποιημένη ζωή είναι καλύτερη από την ασύδοτη, ή όχι;
Καλλικλής – Δεν με πείθεις, Σωκράτη. Γιατί εκείνος που έχει όλα τα πιθάρια του γεμάτα δεν νιώθει πια καμία ηδονή και καταντά, όπως σου έλεγα πριν, να ζει σαν πέτρα· και αφού έχει γεμίσει τα πιθάρια του, δεν έχει πια ούτε πόνο ούτε ηδονή. Μα η ηδονή της ζωής έγκειται σε αυτό: στο να ρίχνει κανείς όσο το δυνατόν περισσότερο μέσα στα πιθάρια.
Σωκράτης – Μα τότε, δεν είναι αναγκαίο ότι, αν ρίχνεις πολύ, πολύ και θα χάνεται, και πως τα ανοίγματα για τη διαρροή θα είναι μεγάλα;
Καλλικλής – Βεβαίως.
Σωκράτης – Μιλάς, λοιπόν, για μια ζωή όμοια με εκείνη του χαραδρίου, πολύ διαφορετική από τη ζωή ενός νεκρού ή μιας πέτρας! (Γοργίας, 492 E-494 B).
Οι μεταφορές του «τρύπιου πιθαριού» και του «κοσκινιού» είναι από μόνες τους απολύτως σαφείς. Αυτό που απομένει να εξηγηθεί είναι η μεταφορά του «χαραδρίου». Πρόκειται για ένα πουλί (με τα χαρακτηριστικά με τα οποία παρουσιάζεται) που έχει δημιουργηθεί από τη ελληνική φαντασία (αν όχι από τον ίδιο τον Πλάτωνα) και παρουσιάζεται εδώ ως μια πραγματικά εμβληματική εικόνα: είναι, πράγματι, ένα πουλί που φαντάζεται κανείς ως εξαιρετικά λαίμαργο, σε τέτοιο βαθμό ώστε να συνεχίζει να τρώει και να αποβάλλει ασταμάτητα.
Αποτελεί, λοιπόν, την εικόνα του ανθρώπου που έχει πλέον χάσει ολοκληρωτικά την αίσθηση της «σωστής μετριοπάθειας», της «σωστής μεσότητας», το νόημα της αρετής της «σωφροσύνης» και της «αυτοκυριαρχίας» του λόγου πάνω σε όλα τα ένστικτα. Δεν έχει κάποια ομοιότητα αυτή η εικόνα του «χαραδρίου» με ορισμένους τρόπους ζωής του σημερινού ανθρώπου, παιδιού του ανεξέλεγκτου, αχόρταγου καταναλωτισμού και της επιθυμίας να αποκτά τα πάντα χωρίς όριο;
Ο ΠΙΟ ΔΙΑΣΗΜΟΣ ίσως μύθος του Πλάτωνα είναι εκείνος του σπηλαίου, και δικαίως, καθώς αποτελεί σύμβολο του πλατωνικού φιλοσοφείν σε όλες του τις διαστάσεις, και επομένως την εμβληματική μεταφορά της φιλοσοφίας και του έργου που ανήκει στον αληθινό φιλόσοφο(βλ. Πολιτεία, VII 514 A-521 B).
Ο Πλάτωνας, σε αυτόν τον μύθο, φαντάζεται ανθρώπους που ζουν σε ένα υπόγειο σπήλαιο, το οποίο έχει μια είσοδο απ’ όπου ανεβαίνει κανείς προς το φως, τόσο πλατιά όσο και το ίδιο το σπήλαιο. Φαντάζεται επίσης ότι οι άνθρωποι που κατοικούν εκεί είναι δεμένοι στα πόδια και στον λαιμό με τρόπο που τους κρατά σχεδόν ακίνητους, ώστε να μην μπορούν να στραφούν. Βρισκόμενοι σε αυτή τη θέση, δεν μπορούν να κοιτάξουν παρά μόνο προς το βάθος του σπηλαίου.
Ακριβώς έξω από το σπήλαιο υπάρχει ένα χαμηλό τοιχάκι, στο ύψος του ανθρώπου, και πίσω από αυτό κινούνται άνθρωποι που μεταφέρουν στους ώμους τους αγάλματα και αντικείμενα φτιαγμένα από διάφορα υλικά, τα οποία αναπαριστούν κάθε είδους υπαρκτή πραγματικότητα. Όσοι κινούνται πίσω από το τοιχάκι παραμένουν εντελώς καλυμμένοι, επειδή το ύψος του τοιχίου είναι ίδιο με το δικό τους, και έτσι φαίνονται μόνο τα αγάλματα.
Ακόμη πιο πέρα καίει μια μεγάλη φωτιά, και στον ουρανό λάμπει ο ήλιος.
Από το βάθος του σπηλαίου οι ήχοι ανακλώνται υπό μορφή ηχούς. Έτσι, οι φωνές των ανθρώπων που βρίσκονται έξω από το σπήλαιο και περνούν πίσω από το τοιχάκι, αντανακλώνται ως ηχώ από το βάθος του σπηλαίου.
Οι αιχμάλωτοι, δεμένοι με τρομερά δεσμά που δεν τους επιτρέπουν να στραφούν, δεν μπορούν να δουν τίποτε άλλο πέρα από το βάθος του σπηλαίου, πάνω στο οποίο προβάλλονται οι σκιές των αγαλματιδίων. Και, μην έχοντας δει ποτέ κάτι άλλο, δεν μπορούν παρά να πιστεύουν ότι αυτές οι σκιές —που δεν είναι καν σκιές πραγματικών πραγμάτων αλλά μόνο των τεχνητών αγαλμάτων— αποτελούν ολόκληρη την πραγματικότητα. Και, ακούγοντας τις φωνές που αντανακλώνται ως ηχώ, τις συνδέουν με αυτές τις σκιές και νομίζουν ότι αυτές ακριβώς οι φωνές είναι οι φωνές των μορφών που βλέπουν.
Και ιδού η συνέχεια του μύθου (Πολιτεία, VII 515 C-517 A), με το θαυμαστό παιχνίδι εικόνων που στήνει ο Πλάτωνας:
– Σκέψου τώρα πώς θα μπορούσε να είναι η απελευθέρωσή τους από τα δεσμά και η θεραπεία τους από την παραφροσύνη, και αν δεν θα τους συνέβαιναν τα ακόλουθα. Ας υποθέσουμε πως κάποιος λυνόταν και αμέσως τον ανάγκαζαν να σηκωθεί, να γυρίσει τον λαιμό, να περπατήσει και να στρέψει το βλέμμα του προς το φως· και καθώς θα έκανε όλα αυτά, θα πονούσε, και από τη λάμψη του φωτός δεν θα ήταν ικανός να αναγνωρίσει τα πράγματα των οποίων πριν έβλεπε μόνο τις σκιές. Τι νομίζεις πως θα απαντούσε, αν κάποιος του έλεγε ότι, ενώ πριν έβλεπε μόνο μάταιες σκιές, τώρα, βρισκόμενος πιο κοντά στην πραγματικότητα και στραμμένος προς πράγματα που έχουν περισσότερο υπόσταση, βλέπει ορθότερα; Και αν, δείχνοντάς του καθένα από τα αντικείμενα που περνούν, τον ανάγκαζε να απαντήσει στην ερώτηση «τι είναι αυτό»; Δεν νομίζεις πως θα ήταν αμήχανος (θα βρισκόταν σε αμφιβολία) και θα θεωρούσε πιο αληθινά τα πράγματα που έβλεπε προηγουμένως από όσα τώρα του δείχνουν;
– Πάρα πολύ!
– Και αν έπειτα τον ανάγκαζαν να κοιτάξει το ίδιο το φως, δεν θα πονούσαν τα μάτια του και δεν θα προσπαθούσε να φύγει, γυρίζοντας προς εκείνα που μπορεί να δει, θεωρώντας τα πραγματικά πιο καθαρά από όσα του δείχνουν;
– Έτσι είναι.
– Και αν από εκεί τον τραβούσε κάποιος με τη βία από το ανηφορικό και τραχύ μονοπάτι, και δεν τον άφηνε πριν τον φέρει στο φως του ήλιου, δεν θα υπέφερε και δεν θα εξοργιζόταν για το τράβηγμα; Και όταν θα έφτανε στο φως, με μάτια γεμάτα εκτυφλωτική λάμψη, δεν θα ήταν ανίκανος να δει ούτε ένα από τα πράγματα που λέγονται αληθινά;
– Βεβαίως, τουλάχιστον στην αρχή.
– Νομίζω όμως πως θα έπρεπε να συνηθίσει, για να μπορέσει να δει τα πράγματα που βρίσκονται πιο πάνω. Και πρώτα θα μπορούσε να δει ευκολότερα τις σκιές, έπειτα τις αντανακλάσεις των πραγμάτων στο νερό και, στο τέλος, τα ίδια τα πράγματα. Μετά απ’ αυτά θα έβλεπε εύκολα τα πράγματα που βρίσκονται στον ουρανό και τον ίδιο τον ουρανό τη νύχτα, κοιτάζοντας το φως των άστρων και της σελήνης, αντί για τον ήλιο και το φως του την ημέρα.
– Πώς όχι;
– Τελευταίο, νομίζω, θα μπορούσε να δει τον ήλιο, όχι την αντανάκλασή του στο νερό ή σε κάποιον ξένο τόπο, αλλά τον ίδιο, εκεί όπου βρίσκεται, και να τον θεωρήσει όπως πραγματικά είναι.
– Αναγκαστικά.
– Και μετά από αυτό, θα μπορούσε να συμπεράνει ότι ο ήλιος είναι αυτός που παράγει τις εποχές και τα έτη και κυβερνά όλα τα πράγματα της ορατής περιοχής, και ότι, κατά κάποιο τρόπο, είναι και η αιτία όλων αυτών που έβλεπε ο ίδιος και οι σύντροφοί του προηγουμένως.
– Είναι φανερό ότι, μετά τα προηγούμενα, θα κατέληγε ακριβώς σε αυτά τα συμπεράσματα.
– Και τότε, όταν θα θυμόταν την προηγούμενη κατοικία, τη γνώση που νόμιζε πως είχε και τους συντρόφους του δεσμώτες, δεν νομίζεις ότι θα χαιρόταν για την αλλαγή και θα αισθανόταν συμπόνια γι’ αυτούς;
– Βεβαίως.
– Και αν ανάμεσά τους υπήρχαν τιμές και εγκώμια και βραβεία για εκείνον που θα έδειχνε την πιο οξεία όραση στην παρατήρηση όσων περνούν, και θα θυμόταν περισσότερο ποια από αυτά περνούσαν πρώτα ή τελευταία ή μαζί, και έδειχνε μεγάλη ικανότητα στο να μαντεύει τι επρόκειτο να εμφανιστεί, πιστεύεις ότι αυτός θα ποθούσε ακόμη όλα αυτά ή θα ζήλευε όσους τιμώνται και έχουν δύναμη ανάμεσά τους; Ή δεν θα συνέβαινε αυτό που λέει ο Όμηρος, ότι θα προτιμούσε «να ζει πάνω στη γη στην υπηρεσία ενός άλλου ανθρώπου, χωρίς πλούτη και περιουσία», και να υποφέρει οτιδήποτε παρά να επιστρέψει σε εκείνες τις γνώμες και σ’ εκείνον τον τρόπο ζωής;
– Έτσι είναι. Πιστεύω ότι θα προτιμούσε να υποφέρει οτιδήποτε παρά να ζει με αυτόν τον τρόπο.
– Και σκέψου και τούτο: αν αυτός ο άνθρωπος, επιστρέφοντας πάλι στο σπήλαιο, ξανακαθόταν στη θέση που είχε πριν, δεν θα είχε τα μάτια γεμάτα σκοτάδι καθώς θα επέστρεφε ξαφνικά από το φως του ήλιου;
– Είναι φανερό.
– Και αν εκείνος έπρεπε να επιστρέψει πάλι να γνωρίσει εκείνες τις σκιές, συναγωνιζόμενος με αυτούς που είχαν μείνει για πάντα φυλακισμένοι, όσο ακόμη η όρασή του θα ήταν θολή και πριν τα μάτια του επανέλθουν στην κανονική τους κατάσταση —και αυτό το διάστημα της προσαρμογής δεν θα ήταν καθόλου σύντομο— δεν θα γινόταν άραγε περίγελος; Και δεν θα έλεγαν γι’ αυτόν ότι, επειδή ανέβηκε επάνω, κατέβηκε χαλασμένος στα μάτια και πως δεν αξίζει λοιπόν τον κόπο να ανέβει κανείς; Και αν κάποιος προσπαθούσε να τους λύσει και να τους φέρει επάνω, αν ποτέ κατάφερναν να τον πιάσουν με τα χέρια τους, δεν θα τον σκότωναν;
– Βεβαίως.
Καταρχάς σε πρώτη φάση, ο μύθος συμβολίζει τις διάφορες βαθμίδες της πραγματικότητας: το τοίχωμα παριστάνει τη διαχωριστική γραμμή που χωρίζει τον αισθητό κόσμο από τον υπεραισθητό. Οι σκιές μέσα στο σπήλαιο αντιπροσωπεύουν τις αισθητηριακές εμφανίσεις-φαινομενικότητες των αισθητών πραγμάτων, τα ομοιώματα (αγαλματίδια) αντιπροσωπεύουν τα ίδια τα αισθητά πράγματα. Οι αληθινές πραγματικότητες που βρίσκονται πέρα από το τοίχωμα συμβολίζουν τις Ιδέες· τα άστρα αντιπροσωπεύουν τις ανώτατες Ιδέες και ο Ήλιος συμβολίζει την Ιδέα του Αγαθού. Και οι αντανακλάσεις αυτών των ιδιαίτερων πραγματικοτήτων που φαίνονται στο νερό πέρα από το τοίχωμα αντιπροσωπεύουν τις ενδιάμεσες μαθηματικές οντότητες, για τις οποίες μίλησα σε προηγούμενο κεφάλαιο.
Κατά δεύτερο λόγο, ο μύθος του σπηλαίου συμβολίζει τις βαθμίδες και τα στάδια της γνώσης: τη γνώση που βασίζεται στις αισθήσεις, πριν από το χαμηλό τοιχάκι· και τη νοητή γνώση, πέρα από το τοιχάκι, με τη διαβάθμιση του μαθηματικού και του διαλεκτικού σταδίου.
Κατά τρίτο λόγο, αντιπροσωπεύει την ηθικο-ασκητική διάσταση, με την αναφορά στην «περιστροφή», δηλαδή στη στροφή από το σκοτάδι προς το φως. Αλλά επειδή ο Πλάτων αναπτύσσει περαιτέρω αυτό το θέμα, θα επανέλθω σε αυτό στην επόμενη παράγραφο.
Κατά τέταρτο λόγο, εκφράζει την ηθικο-πολιτική σύλληψη του Πλάτωνα, εξαιρετικής σημασίας: γίνεται λόγος για μια «επιστροφή» στο σπήλαιο εκείνου που είχε απελευθερωθεί από τα δεσμά, για να ελευθερώσει όσους υπήρξαν σύντροφοί του στη δουλεία. Πρόκειται για το έργο του αληθινού πολιτικού, το οποίο ο φιλόσοφος πρέπει να αναλάβει, με όλους τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται.
Το τελικό μήνυμα του μύθου του σπηλαίου είναι ίσως το ισχυρότερο που μετέδωσε ο Πλάτων με τη μορφή μύθου: αλλοίμονο σε όποιον προσπαθήσει να σκίσει εκείνες τις αυταπάτες μέσα στις οποίες βολεύονται οι άνθρωποι! Οι άνθρωποι, πράγματι, δεν αντέχουν καθόλου τις αλήθειες που ανατρέπουν τα βολικά συστήματα ζωής τους, βασισμένα στις καθαρές φαινομενικότητες των πραγμάτων που περνούν, και τρέμουν περισσότερο από κάθε τι εκείνες τις αλήθειες που παραπέμπουν σε όσα δεν παρέρχονται και στο Είναι του αιώνιου.
Και με μια σαφή και εμβληματική αναφορά στον Σωκράτη και την καταδίκη του, ο Πλάτων ολοκληρώνει τον μύθο του με τον τρόπο που είδαμε:
Όποιος προσπαθούσε να λύσει τους ανθρώπους του σπηλαίου από τα δεσμά τους και να τους φέρει επάνω, αν ποτέ κατάφερναν να τον πιάσουν στα χέρια τους, θα τον σκότωναν! (Πολιτεία VII 517 A)
ΗΔΗ ΑΝΩΤΕΡΩ ΕΚΑΝΑ ΜΝΕΙΑ της μεταφοράς της «μεταστροφής», η οποία επικαλείται στην αρχή του αποσπάσματος που διαβάσαμε παραπάνω, και στην οποία ο Πλάτων επανέρχεται αμέσως.
Η κοινή γνώμη (communis opinio) ακούγοντας να γίνεται λόγος για «μεταστροφή» σκέφτεται αμέσως μια συγκεκριμένη αντίληψη θρησκευτικού χαρακτήρα, και τη συνδέει κυρίως με τον Χριστιανισμό. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για μια μεταφορά που δημιουργήθηκε ακριβώς από τον Πλάτωνα, και την οποία ο Χριστιανισμός υιοθέτησε από τις απαρχές του.
Ο Werner Jaeger ήταν ο μελετητής που διευκρίνισε αυτό το σημείο: «Όταν τίθεται το πρόβλημα όχι πλέον του φαινομένου "μεταστροφή" καθεαυτό, αλλά της προέλευσης της χριστιανικής έννοιας της μεταστροφής, πρέπει να αναγνωρίσουμε στον Πλάτωνα τον πρώτο εισηγητή αυτής της έννοιας. Η μεταφορά του όρου στη χριστιανική θρησκευτική εμπειρία έλαβε χώρα στο έδαφος του πρώιμου χριστιανικού πλατωνισμού»(Jaeger, Paideia, II, p. 512, σημείωση 82).
Αλλά με ποια έννοια η φιλοσοφία, για τον Πλάτωνα, είναι πραγματικά μια μορφή «μεταστροφής»; Ήταν πάλι ο Jaeger ο μελετητής που έδωσε στο πρόβλημα την πιο σαφή και ακριβή απάντηση.
Ας διαβάσουμε τα ίδια του τα λόγια: «Η φύση [...] της φιλοσοφικής παιδείας είναι πραγματικά "μεταστροφή" (περιαγωγή) με τη χωρική σημασία ("στρέφομαι", "γυρίζω") που έχει αρχικά αυτή η λέξη. Είναι το "γύρισμα/στρέψιμο" ολόκληρης της ψυχής προς το φως της Ιδέας του Αγαθού, δηλαδή προς την αρχή του Παντός. Αυτή η διαδικασία από τη μια πλευρά διαφέρει από την εμπειρία της πίστης του χριστιανού, στην οποία μεταφέρθηκε αργότερα η φιλοσοφική έννοια της μεταστροφής, και η διαφορά συνίσταται στο ότι η γνώση του φιλοσόφου είναι αγκυροβολημένη σε ένα αντικειμενικό ον. Αλλά από την άλλη πλευρά αυτή η διαδικασία, όπως την αντιλαμβάνεται ο Πλάτων, είναι επίσης απολύτως απαλλαγμένη από εκείνον τον διανοησμό, που άδικα του καταλογίζεται. Η έβδομη επιστολή δείχνει ότι η σπίθα της γνώσης ανάβει μόνο σε μια ψυχή που μέσα από έργο πολλών ετών έχει γίνει όσο το δυνατόν πιο συγγενής με το αντικείμενό της, με το Αγαθό καθεαυτό. Η ζωντανή πραγμάτωση αυτής της φρόνησης είναι μια αρετή που ο Πλάτων διακρίνει από την πολιτική αρετή, ως φιλοσοφική αρετή, εφόσον θεμελιώνεται στη συνειδητή γνώση της αιώνιας αρχής κάθε αγαθού. Οι "λεγόμενες αρετές" (σωφροσύνη, ανδρεία, κλπ.), στην κατοχή των οποίων απέβλεπε η παιδεία/αγωγή των πολεμιστών, σε σύγκριση μαζί της, φαίνονται μάλλον συγγενείς με τις αρετές του σώματος (δύναμη, υγεία, κλπ.). Εκείνες οι αρετές δεν υπήρχαν αρχικά στην ψυχή, αλλά δημιουργήθηκαν σε αυτήν με τη συνήθεια και την άσκηση. Αντίθετα, η φιλοσοφική αρετή, η φρόνησις είναι εκείνη η μοναδική, περιεκτική αρετή, που ο Σωκράτης αναζητούσε σε όλη του τη ζωή. Αυτή ανήκει σε ένα πιο θείο μέρος του ανθρώπου, που είναι πάντα παρόν μέσα του, ακόμα κι αν η ανάπτυξή της εξαρτάται από τη σωστή κατεύθυνση προς την οποία στρέφεται η ψυχή, από την ριζική, ολική, ουσιώδη, "μεταστροφή" της προς το Αγαθό. Η φιλοσοφική παιδεία και και η αντίστοιχη φιλοσοφική αρετή αποτελούν ανώτερο βαθμό αγωγής και αρετής, επειδή είναι ανώτερος βαθμός του Είναι. Και εάν στο μονοπάτι που διανύει η ψυχή στην προσπάθειά της να διαμορφωθεί προς τη σοφία, υπάρχει μια πρόοδος προς ανώτερο βαθμό του Είναι, δηλαδή προς μια υψηλότερη τελειότητα, τότε αυτό το μονοπάτι είναι πραγματικά, σύμφωνα με τα λόγια του Πλάτωνα στον Θεαίτητο, "ομοίωση προς τον Θεό"» (Jaeger, Paideia, II, p. 512-514).
Ας διαβάσουμε όμως τώρα την όμορφη σελίδα του Πλάτωνα στην οποία εκφράζεται αυτή η μεταφορά της «μεταστροφής» ως η εικόνα εκείνου που γυρίζει πίσω το κεφάλι μαζί με όλο το σώμα, αφήνοντας πίσω του το σκότος, και, έχοντας γυρίσει την πλάτη στο σκότος, βλέπει με τα μάτια του το φως του Αγαθού.
– Είναι σωστό να θεωρήσουμε [...] ότι η παιδεία δεν είναι όπως λένε ότι είναι μερικοί που την επαγγέλλονται. Λένε λοιπόν ότι, μολονότι δεν υπάρχει στην ψυχή η γνώση, αυτοί την εμφυτεύουν σε αυτήν, σαν να έβαζαν όραση σε τυφλά μάτια.
– Πράγματι, έτσι λένε.
– Αντίθετα ο δικός μας λόγος δείχνει ότι αυτή η ικανότητα που είναι παρούσα στην ψυχή του καθενός, δηλαδή το όργανο με το οποίο κάθε άνθρωπος μαθαίνει, ακριβώς όπως δεν θα ήταν δυνατό να στραφεί το μάτι από το σκοτάδι στο φως παρά μόνο μαζί με ολόκληρο το σώμα, έτσι πρέπει να στραφεί μακριά από το γίγνεσθαι ολόκληρη η ψυχή, ώσπου να καταστεί ικανή να φθάσει στη θεωρία του Είναι και στη μέγιστη λάμψη του Είναι, δηλαδή σε αυτό που ονομάζουμε Αγαθό. Ή όχι;
– Ναι.
– Γι’ αυτό λοιπόν, είπα εγώ, μπορεί να υπάρχει μια τέχνη, δηλαδή γι’ αυτή τη μεταστροφή, με άλλα λόγια για τον τρόπο με τον οποίο η ψυχή μπορεί να στραφεί ευκολότερα και αποτελεσματικότερα. Και επομένως δεν πρόκειται να της εμφυτευθεί η όραση, αλλά να της εξασφαλιστεί, σαν να την είχε ήδη, αλλά να μη τη στρέφει προς τη σωστή κατεύθυνση και να μη βλέπει εκεί όπου πρέπει.
– Έτσι φαίνεται.
– Λοιπόν, οι άλλες αρετές που αποδίδονται στην ψυχή ίσως πλησιάζουν εκείνες του σώματος, δηλαδή, ενώ δεν είναι προηγουμένως παρούσες, εμφυτεύονται αργότερα με τη συνήθεια και την άσκηση· αντίθετα, η αρετή του νου, περισσότερο από κάθε άλλη, όπως φαίνεται, συνδέεται με κάτι πιο θείο, που δεν χάνει ποτέ τη δική του δύναμη, αλλά γίνεται ωφέλιμη ή ευεργετική ή, αντιθέτως, άχρηστη ή βλαβερή εξαιτίας της μεταστροφής. Ή δεν παρατήρησες ότι η ψυχούλα εκείνων που λέγονται μοχθηροί αλλά είναι ευφυείς, βλέπει διαπεραστικά και διακρίνει οξυδερκώς τα πράγματα προς τα οποία στρέφεται, στο μέτρο που η όρασή της δεν είναι κακή, αλλά εξαναγκασμένη να υπηρετεί την κακία, έτσι ώστε όσο οξύτερα βλέπει, τόσο μεγαλύτερα κακά παράγει;
– Βεβαίως.
– Επομένως, είπα, αν σε μια τέτοια φύση, από την παιδική ηλικία, δεν είχαν προστεθεί εκείνα που είναι σαν μολυβένια βάρη συνδεδεμένα με το γίγνεσθαι, τα οποία, προσκολλώμενα σε αυτήν με τις τροφές, τις ηδονές και τις μαλθακότητες αυτού του είδους, τραβούν προς τα κάτω την όραση της ψυχής· λοιπόν, αν, απαλλασσόμενη από αυτά, αυτή η φύση στραφεί προς την Αλήθεια, η ίδια αυτή φύση αυτών των ανθρώπων θα έβλεπε με τον πιο οξυδερκή τρόπο και αυτά τα πράγματα, όπως τώρα βλέπει εκείνα προς τα οποία είναι στραμμένη.
– Είναι φυσικό. (Πολιτεία, VII 518 B-519 B. Ο μύθος του Σπηλαίου σε μετάφραση Ν. Σκουτερόπουλου παρατίθεται στο παρακάτω link: https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/anthology/literature/browse.html?text_id=319)
Άρα, το φιλοσοφείν για τον Πλάτωνα είναι μία «μεταστροφή», το «να μεταστρέφεται κανείς». Αλλά ο αρχικός χριστιανικός όρος λέει, ουσιαστικά, το ίδιο πράγμα: μετανοεῖν, αλλαγή του νου.
Σε κάθε περίπτωση, η μεταφυσική συγκλονιστική επίδραση, το μεταφυσικό σοκ που προκαλούν πολλές από τις σελίδες του Πλάτωνα σε αυτόν που τις διαβάζει με τον σωστό τρόπο (δηλαδή σε εκείνον που είναι διατεθειμένος όχι να βρει στα κείμενα τις δικές του απόψεις, αλλά να τα ακούσει στην ετερότητά τους), ακόμα και όταν είναι έντονα ενοχλητική, είναι ακριβώς αυτή η πρόσκληση στη «μεταστροφή από το σκότος στο φως», με όλα όσα αυτή συνεπάγεται.
Ο ΤΕΛΙΚΟΣ ΜΥΘΟΣ της Πολιτείας είναι πλούσιος σε πλήθος μηνυμάτων, αλλά ένα αναδύεται με προεξάρχοντα τρόπο: αυτό που εκφράζει την ελεύθερη επιλογή του ανθρώπου να καθορίσει ο ίδιος το πεπρωμένο του.
Το ζήτημα που συζητείται μέσω εικόνων είναι η ελευθερία του ανθρώπου στην επιλογή της δικής του ζωής, έστω και μέσα στην περίπλοκη συσχέτιση ελευθερίας και αναγκαιότητας. Θα μπορούσε μάλιστα να ειπωθεί ότι ο μύθος του Ηρός παρασταίνει μέσω εικόνων εκείνη την αξιολογική πράξη της ελεύθερης επιλογής από την οποία εξαρτάται ακριβώς το το να είναι κανείς άνθρωπος.
Οι ψυχές που πρόκειται να μετενσαρκωθούν και να επιστρέψουν στη γήινη ζωή φθάνουν στον τόπο όπου κατοικεί η Ανάγκη και οι θυγατέρες της, οι Μοίρες: η Λάχεσις, που προΐσταται του παρελθόντος· η Κλωθώ, που κυριαρχεί στο παρόν· και η Άτροπος, από την οποία εξαρτάται το μέλλον.
Εκεί, ένας προφήτης, παίρνοντας από την αγκάλη της Λάχεσις τα διάφορα «υποδείγματα» των δυνατών βίων, μεταδίδει ένα εξαιρετικό μήνυμα: δεν θα είναι ο δαίμων που θα επιλέγει τις ψυχές, αλλά οι ψυχές που θα επιλέγουν τον δαίμονα. Διότι η αρετή δεν έχει αφέντες, αλλά ανήκει μόνο σε εκείνους που την επιλέγουν. Η ηθική ευθύνη ανήκει στον άνθρωπο και όχι στον θεό.
Ο μύθος περιέχει ιδέες ανατρεπτικές για τον ελληνικό κόσμο, προετοιμασμένες ασφαλώς από τους Προσωκρατικούς και τον Σωκράτη, αλλά που ο Πλάτων τις έφερε στο αποκορύφωμά τους.
Πρώτον, ανατρέπεται η σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και τον δαίμονα, μια σχέση στην οποία οι Έλληνες πάντα πίστευαν. Ο άνθρωπος δεν υπόκειται σε μοιραία αναγκαιότητα· δεν είναι θύμα του πεπρωμένου, αλλά το δημιουργεί ο ίδιος. Η ευδαιμονία εξαρτάται από τον άνθρωπο, επειδή αυτός επιλέγει «τον αγαθό δαίμονα»· αλλά, αντί να επιλέξει τον αγαθό, μπορεί να επιλέξει τον κακό δαίμονα.
Δεύτερον, διατυπώνεται με τρόπο εντυπωσιακά αιχμηρό, σαν να ήταν χαραγμένη πάνω σε χάλκινη πλάκα, η μεγάλη ρήση ότι η αρετή δεν έχει αφέντες και ανήκει σε όποιον την επιλέγει:
«Λόγος της παρθένου Λάχεσις, θυγατέρας της Ανάγκης. Θνητές εφήμερες ψυχές, να, φθάσατε στην απαρχή άλλου κύκλου ζωής του θνητού γένους, που και αυτός οδηγεί στον θάνατο. Δεν θα είναι ο δαίμων που θα επιλέξει εσάς, αλλά εσείς τον δαίμονα. Ο πρώτος που θα κληρωθεί θα επιλέξει πρώτος τη ζωή στην οποία θα δεσμευθεί εκ των πραγμάτων. Η αρετή δεν έχει αφέντες, δεν διαφεντεύεται· όσο περισσότερο την τιμά καθένας από εσάς, τόσο περισσότερη θα έχει· όσο λιγότερο την τιμά, τόσο λιγότερη θα έχει. Η ευθύνη, συνεπώς, ανήκει σε εκείνον που επιλέγει. Ο θεός δεν φέρει καμία ενοχή, είναι ανεύθυνος»(Πολιτεία, X 617 D-E).
Οι ψυχές λαμβάνουν με κλήρο τη σειρά με την οποία, μία-μία, πρέπει να προσέλθουν για να επιλέξουν ανάμεσα στα υποδείγματα ζωής εκείνο που επιθυμούν. Οι πρώτες κληρωμένες έχουν στη διάθεσή τους μεγάλο αριθμό επιλογών, οι επόμενες ολοένα λιγότερες· και ωστόσο ακόμη και οι τελευταίες έχουν τόσα υποδείγματα όσο χρειάζονται για να κάνουν μια κατάλληλη επιλογή.
«Ακόμη κι εκείνος που έρχεται τελευταίος, αρκεί να επιλέξει με σύνεση και να ζήσει με συνέπεια προς την επιλογή του, μπορεί να περιμένει μια ικανοποιητική και σε καμία περίπτωση κακή ζωή. Γι’ αυτό ούτε ο πρώτος να υποτιμήσει την επιλογή ούτε ο τελευταίος να χάσει το θάρρος του»(Πολιτεία, X 619 B).
Ο μύθος παραπέμπει επίσης –πράγμα που ξάφνιασε πολλούς– σε μια ανεστραμμένη ανάμνηση, σε ένα είδος αντίστροφης ανάμνησης.
Πράγματι, όπως η ψυχή, κατερχόμενη στη γη, μέσω της διαλεκτικής (δηλαδή μέσω της συνοπτικής μεθόδου) ανακαλεί ό,τι είχε θεωρήσει στην Πεδιάδα της Αληθείας, έτσι και κατά την επιλογή της νέας ζωής στον άλλο κόσμο, για την επιστροφή στον δικό μας κόσμο, ανακαλεί ό,τι ουσιώδες είχε μάθει εδώ.
Ιδίως, η ψυχή θυμάται τι της δίδαξε η εμπειρία του πόνου και της οδύνης, και με ιδιαίτερο τρόπο θυμάται ποιοι πόνοι και ποιες οδύνες συνδέονται με ορισμένες επιλογές.
Με τρόπο ιδιαιτέρως εύγλωττο ο Πλάτων λέει ότι η ψυχή που κληρώθηκε πρώτη, χωρίς επαρκή γνώση, διάλεξε εκείνη που εκ πρώτης όψεως έμοιαζε η καλύτερη των ζωών, ενώ στην πραγματικότητα ήταν η χειρότερη: η ζωή του τυράννου, με τις φρικτές συνέπειες που συνεπάγεται. Αντιθέτως, η ψυχή που κληρώθηκε τελευταία ήταν του Οδυσσέα, ο οποίος, ενθυμούμενος τα πάθη και ενισχυμένος από τη γνώση που του είχε χαρίσει ο πόνος, επέλεξε την απλούστερη ζωή.
Θυμηθείτε ότι ο Οδυσσέας ήταν το σύμβολο εκείνου που είχε μάθει μέσω της οδύνης, όπως λέγεται στην αρχή της Οδύσσειας:
«Πες μου, ω Μούσα, για τον πολύτροπο άνδρα, που τόσο
περιπλανήθηκε, αφότου ερείπωσε την ιερή ακρόπολη της Τροίας·
πολλών ανθρώπων είδε τις πόλεις κι έμαθε τις βουλές τους,
πολλούς πόνους υπέφερε στη θάλασσα στην ψυχή του,
για να σώσει τη ζωή του και για τον γυρισμό των συντρόφων του» (Όμηρος, Οδύσσεια, Α 1-5).
Και ακόμη:
«Ήταν ο πιο δυστυχισμένος απ’ όλους τους θνητούς»(Όμηρος, Οδύσσεια, Α στ. 219).
Και αλλού:
«Κανείς από τους Αχαιούς δεν μόχθησε
όσο μόχθησε κι έκανε ο Οδυσσέας»(Όμηρος, Οδύσσεια, Δ, στ. 106-107).
Και ο ίδιος ο Οδυσσέας λέει:
«Ούτε σ’ έναν ολόκληρο χρόνο
θα μπορούσα εύκολα να σου διηγηθώ τους πόνους της ψυχής μου,
τόσους όσους υπέφερα από τη βούληση των θεών»(Όμηρος, Οδύσσεια, XIV στ. 196-198).
Ιδίως, όμως, η ψυχή θυμάται –εάν έχει φιλοσοφήσει– τη γνώση της υπέρτατης Ιδέας του Αγαθού: διότι, από τη στιγμή που την έχει αποκτήσει, αυτή η γνώση μένει παντοτινή, τόσο στον εδώ κόσμο όσο και στον άλλο, με όλα τα ευεργετικά αποτελέσματα που συνεπάγεται η γνώση του Αγαθού.
Η γνώση του Αγαθού, λοιπόν, δηλαδή εκείνη η γνώση που είδαμε ότι αποτελεί τον πυρήνα της πλατωνικής φιλοσοφίας, εξασφαλίζει στον άνθρωπο τη σωστή επιλογή, τόσο για τη γήινη όσο και για την υπερκόσμια ζωή.
Ας διαβάσουμε το χωρίο που περιγράφει τις επιλογές των ψυχών και καταλήγει στο παράδειγμα του Οδυσσέα:
«– Ο πρώτος που κληρώθηκε πήγε και διάλεξε μια ζωή τυράννου, μάλιστα την πιο μεγάλη που υπήρχε. Φυσικά, ήταν μια επιλογή που έγινε από άγνοια και απληστία, χωρίς μια καλά μελετημένη εξέταση όλων των περιστάσεων· τόσο πολύ, που στο τέλος ούτε καν αντιλήφθηκε ότι σ’ αυτή τη μοίρα περιλαμβανόταν και το πεπρωμένο να κατασπαράξει τα ίδια του τα παιδιά, καθώς και άλλες συμφορές. Όταν αργότερα μπόρεσε να την εξετάσει με ηρεμία, το μόνο που του έμενε ήταν να χτυπά το στήθος του κλαίγοντας για αυτή την επιλογή, που έγινε χωρίς να λάβει υπόψη του τις προειδοποιήσεις του προφήτη. Και το πιο περίεργο ήταν πως δεν κατηγορούσε τον εαυτό του για το κακό που τον βρήκε, αλλά τη μοίρα και τους θεούς — οτιδήποτε, δηλαδή, εκτός από τον ίδιο. Κι όμως αυτός ήταν ένας από εκείνους που προέρχονταν από τον ουρανό και που στην προηγούμενη ζωή τους είχαν ζήσει σε ένα καλά οργανωμένο κράτος· είχε, όμως, μερίδιο στην αρετή όχι σύμφωνα με τη φιλοσοφία, αλλά από συνήθεια που είχε αποκτήσει.
Για την αλήθεια, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έρχονταν από τον ουρανό και κατέληγαν με αυτό τον τρόπο, επειδή δεν είχαν δοκιμαστεί στην εμπειρία του πόνου. Αντίθετα, εκείνοι που προέρχονταν από τη γη, επειδή είχαν οι ίδιοι υποφέρει και είχαν δει κι άλλους να υποφέρουν, τις περισσότερες φορές δεν έκαναν βιαστική επιλογή. Γι’ αυτόν τον λόγο, κι επιπλέον εξαιτίας της τυχαίας σειράς της κλήρωσης, συχνά αντάλλασσαν τα κακά με τα καλά.
Επομένως, αν κάποιος, φθάνοντας στον κόσμο μας, αφοσιωθεί στη γνήσια φιλοσοφία και στην κλήρωση δεν τύχει να επιλέξει από τους τελευταίους, τότε, σύμφωνα με την αφήγηση του Ηρός, υπάρχει το ενδεχόμενο όχι μόνο να είναι ευτυχισμένος εδώ, αλλά και να κάνει το ταξίδι από αυτόν τον κόσμο στον άλλο —και από τον άλλο πάλι σε αυτόν— όχι από τον δύσκολο δρόμο που περνά κάτω από τη γη, αλλά από τον ομαλό που διασχίζει τον ουρανό.
Κατά την αφήγηση του Ηρός, το θέαμα των ψυχών που διάλεγαν η καθεμία τη δική της ζωή ήταν άξιο να το δει κανείς· η σκηνή ήταν πότε σπαρακτική, πότε αστεία και πότε θαυμαστή. Η επιλογή εξαρτιόταν κυρίως από τα γεγονότα της προηγούμενης ζωής· έτσι, ο Ηρ διηγήθηκε ότι είδε την ψυχή που κάποτε ήταν του Ορφέα να διαλέγει τη ζωή ενός κύκνου, για να αποφύγει να ξαναγεννηθεί από γυναίκα — αφού μισούσε το γυναικείο φύλο που ήταν υπεύθυνο για τον θάνατό του. Είδε επίσης την ψυχή του Θαμύρου να επιλέγει τη ζωή ενός αηδονιού. Ακόμη, παρακολούθησε και την επιλογή ενός κύκνου που αντάλλαξε τη ζωή του με εκείνη ενός ανθρώπου, και άλλων καλλίφωνων ζώων που έκαναν το ίδιο.
Η ψυχή που κληρώθηκε στην εικοστή θέση —και ήταν εκείνη του Αίαντα του Τελαμώνιου, που δεν ήθελε πια να ξαναγεννηθεί άνθρωπος, θυμούμενος την κρίση για τα όπλα— προτίμησε τη ζωή του λιονταριού.
Μετά από αυτήν ερχόταν η ψυχή του Αγαμέμνονα, και αυτή, έχοντας αποστροφή προς το ανθρώπινο γένος για τα βάσανα που είχε υποφέρει, διάλεξε τη ζωή του αετού.
Και η ψυχή της Αταλάντης, κληρωμένη σε μια ενδιάμεση θέση, θαμπωμένη από τη δόξα που απολαμβάνουν οι αθλητές, δεν μπόρεσε να προχωρήσει παραπέρα και διάλεξε αυτή τη ζωή.
Μετά από αυτήν ο Ηρός είδε την ψυχή του Επειού, γιου του Πανοπέα, να καταλήγει στο σώμα μιας γυναίκας ικανής στις γυναικείες τέχνες· και αργότερα εκείνη του Θερσίτη, του γελωτοποιού, να ενσαρκώνεται στο σώμα μιας μαϊμούς.
Η ψυχή του Οδυσσέα, στην οποία η κλήρωση είχε φυλάξει κυριολεκτικά την τελευταία θέση, προχώρησε προς την επιλογή χωρίς καμία επιθυμία για δόξα, έχοντας στον νου της τα βάσανα της προηγούμενης ζωής. Περιπλανήθηκε για πολλή ώρα αναζητώντας τη ζωή ενός απλού, καθημερινού ανθρώπου, χωρίς έγνοιες, και τη βρήκε με δυσκολία, παραπεταμένη σε μια γωνιά, παραμελημένη από τους άλλους. Μόλις την είδε, την πήρε με χαρά, λέγοντας ότι δεν θα έκανε άλλη επιλογή ούτε κι αν είχε κληρωθεί πρώτη. (Πολιτεία, X 619 B-620 D).
Μετά την επιλογή του βίου, κάθε ψυχή παρουσιαζόταν στη Λάχεση, η οποία της ανέθετε τον δαίμονα που η ίδια είχε επιλέξει, ως συνοδό της ζωής και εγγυητή της πραγματοποίησης των επιλογών της. Αμέσως μετά, η Κλωθώ, περιστρέφοντας τον άτρακτό της, καθιστούσε την επιλογή αμετάκλητη. Η Άτροπος, υφαίνοντας, την έκανε αναπότρεπτο πεπρωμένο. Οι ψυχές, περνώντας κάτω από τον θρόνο της Ανάγκης, κατευθύνονταν προς την πεδιάδα του ποταμού Λήθη· πίνοντας από τα νερά του, καταλαμβάνονταν από πλήρη λήθη όσων είχαν συμβεί. Μόνο η ψυχή του Ηρός, στον μύθο του Πλάτωνα, μπόρεσε να διατηρήσει τη μνήμη και να διηγηθεί όσα είχε δει.
Και ιδού το καταληκτικό μήνυμα του μύθου:
Να, αγαπητέ Γλαύκων, πώς σώθηκε αυτός ο μύθος και δεν χάθηκε. Και αυτός, με τη σειρά του, μπορεί να σώσει εμάς, εάν του δώσουμε πίστη· έτσι θα μπορέσουμε να διαβούμε τον ποταμό Λήθη αβλαβείς και να μην μολύνουμε την ψυχή μας». (Πολιτεία, X 621 B-C).
Ο μύθος, λοιπόν, μπορεί να μας σώσει: ιδίως μπορεί να μας υπενθυμίσει ότι μπορούμε πράγματι να σωθούμε μόνο εάν αποκτήσουμε τη γνώση του Αγαθού και εάν μάθουμε το νόημα της ζωής από την εμπειρία του πόνου.
ΟΙ ΜΕΛΕΤΗΤΕΣ έχουν συχνά επισημάνει ότι οι εσχατολογικοί μύθοι, από τον Γοργία ως τον Φαίδων, από την Πολιτεία ως τον Φαίδρο και τον Τίμαιο, παρουσιάζουν έντονες διαφορές και, υπό ορισμένες όψεις, ακόμη και αντιφάσεις. Σε τέτοια συμπεράσματα, ωστόσο, καταλήγει κανείς μόνο εάν διαβάσει και ερμηνεύσει μύθους αυτού του τύπου μεταφέροντάς τους στο επίπεδο του διαλεκτικού λόγου, μετασχηματίζοντας έτσι τη μυθο-λογία σε λογο-λογία.
Ο Πλάτων παρουσιάζει μία σύνθετη σειρά παραλλαγών πάνω σε ένα θέμα —για να το διατυπώσουμε με μουσική γλώσσα— με ένα σύνολο αναπαραστάσεων και φαντασιακών σκηνών που αποβλέπουν υπαινικτικά να καταστήσουν κατανοημένη μία και μόνη θεμελιώδη αλήθεια.
Πρόκειται για μία αλήθεια η οποία, κατά τον φιλόσοφό μας, είναι, κατά κάποιον τρόπο, μετα-λογική, όχι όμως αντι-λογική· μάλιστα, με τον δικό της τρόπο, στηρίζεται στον ίδιο τον λόγο.
Στον Γοργία, τον διάλογο στον οποίο για πρώτη φορά παρουσιάζεται ο μύθος για τις εσχατολογικές τύχες της ψυχής, ο Πλάτων γράφει:
«Άκου λοιπόν, όπως λένε, μια πολύ όμορφη διήγηση, που νομίζω πως εσύ θα τη θεωρήσεις παραμύθι, εγώ όμως τη θεωρώ αληθινό λόγο. Ως αλήθεια, λοιπόν, θα σου παρουσιάσω αυτά που πρόκειται να σου πω» (Γοργίας, 523 A).
Και με αυτά τα λόγια ο Πλάτων συνοψίζει το τελικό μήνυμα του πρώτου μεγάλου εσχατολογικού του μύθου:
«Και ανάμεσα σε τόσους συλλογισμούς που έγιναν, ενώ όλοι οι άλλοι έχουν διαψευσθεί, μόνο αυτός μένει σταθερός: ότι πρέπει κανείς να φυλάγεται περισσότερο από το να πράττει αδικία παρά από το να την υφίσταται· ότι ο άνθρωπος πρέπει να φροντίζει όχι να φαίνεται αλλά να είναι καλός, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο βίο. Και αν κάποιος διαπράξει κάποια αδικία, πρέπει να τιμωρείται· και αυτό είναι το δεύτερο αγαθό μετά το να είναι κανείς δίκαιος, δηλαδή το να γίνεται δίκαιος εξοφλώντας το τίμημα υπομένοντας την ποινή. Κάθε είδος κολακείας, είτε στρέφεται προς τον εαυτό είτε προς τους άλλους, προς λίγους είτε προς πολλούς, πρέπει να κρατείται μακριά, και η ρητορική πρέπει να χρησιμοποιείται πάντοτε προς χάριν της δικαιοσύνης, όπως και κάθε άλλη δραστηριότητα. Πίστεψέ με, λοιπόν, και ακολούθησέ με εκεί όπου, όταν φτάσεις, θα είσαι ευτυχισμένος, όσο ζεις και όταν πεθάνεις, όπως μας το δείχνει ο συλλογισμός. Και άφησε να σε περιφρονούν σαν τρελό, και να σε προσβάλλουν αν θέλουν. Και —ναι, μα τον Δία— άφησέ τους, μένοντας ατάραχος, να σε χτυπούν με εκείνο το ατιμωτικό ράπισμα· γιατί, αν είσαι πραγματικά τίμιος και αγαθός και ασκείς την αρετή, δεν μπορεί να σου συμβεί τίποτε φοβερό» (Γοργίας, 527 B-D).
Στον Φαίδων, βάζει τον Σωκράτη —που αναμένει πια τον θάνατο— να λέει ότι διηγήθηκε έναν μύθο ανάλογο εκείνου του Γοργία, εκτεταμένο και λεπτομερειακό:
«Πρέπει, αυτές τις πεποιθήσεις (ότι η ψυχή είναι κάτι αθάνατον, μου φαίνεται ότι και πρέπει και αξίζει κανείς να διακινδυνεύσει να πιστεύει ότι τούτο ούτως έχει) να τις ψάλλει κανείς σαν ξόρκι στον ίδιο του τον εαυτό· και γι’ αυτό ακριβώς εγώ, από πολλήν ώραν μακραίνω αυτόν τον μύθον» (Φαίδων, 114 D).
Εδώ, επομένως, ο μύθος επικαλείται και για την ιδιαίτερη πειστική του δύναμη, δηλαδή για εκείνη τη δύναμη που ασκεί μέσω της μαγείας του «ξορκιού».
Και προσθέτει:
«Γι’ αυτούς τους λόγους πρέπει να έχει ακλόνητη εμπιστοσύνη για την ψυχή του ο άνθρωπος που, στη διάρκεια της ζωής του, αρνήθηκε τις ηδονές και τα στολίδια του σώματος, θεωρώντας τα ξένα και επιζήμια, και αντιθέτως περιέθαλψε την ψυχή του με τις χαρές της μάθησης· και, στολίζοντας την ψυχή του όχι με ξένα στολίδια αλλά με εκείνα που της είναι οικεία —δηλαδή σωφροσύνη, δικαιοσύνη, ανδρεία, ελευθερία και αλήθεια— αναμένει την ώρα του ταξιδιού του στον Άδη, έτοιμος να ξεκινήσει όταν θα έρθει η ημέρα του» (Φαίδων, 114 D-115 A).
Οι δυσκολίες που αναδύονται από αυτούς τους μύθους οφείλονται κύρια στο ότι μιλούν για τις τύχες της ψυχής με τρόπο διασταυρούμενο. Από τη μία πλευρά, ο Πλάτων δέχεται τις ορφικές δοξασίες περί μετεμψύχωσης, σύμφωνα με τις οποίες η ψυχή ενσαρκώνεται επανειλημμένα έως ότου καθαρθεί πλήρως από την αρχέγονη ενοχή. Από την άλλη, τις καθιστά ακόμη πιο περίπλοκες: στον Φαίδρο λέγεται ότι κάθε ψυχή έχει επίγεια ζωή διάρκειας εκατό ετών, την οποία ακολουθεί ανταμοιβή ή τιμωρία εννιακοσίων ετών, ώστε να συμπληρωθεί η χιλιετία· όμως αυτός ο κύκλος επαναλαμβάνεται δέκα φορές, έως ότου, στο δέκατο χιλιοστό έτος, η ψυχή επιστρέφει στο «είναι-κοντά-στους-θεούς», για να αρχίσει, κατόπιν, μια νέα πτώση και έναν νέο κύκλο.
Στον Τίμαιο, όπου προχωρεί σε ριζική απλοποίηση των μυθικών αφηγήσεων για το πεπρωμένο των ψυχών, ο Πλάτων δεν μιλά πλέον για μια αρχική ενοχή της ψυχής που οδηγεί, ως τιμωρία, στην ενσάρκωση. Αντιθέτως —όπως ήδη υπενθυμίσαμε— παρουσιάζει τον Δημιουργό ως δημιουργό των ψυχών, ο οποίος εμπιστεύεται στους δημιουργημένους θεούς το έργο να τις ενδύσουν με θνητά σώματα. Και επειδή ο Δημιουργός ενεργεί μόνο προς το Αγαθό, το σώμα παύει να είναι απλώς «φυλακή», και ο άνθρωπος θεωρείται ως ένα «σύνολο» ψυχής και σώματος. Ωστόσο, η αρχή της μετενσάρκωσης διατηρείται σε συνάρτηση με την καλή ή κακή ζωή του προηγούμενου κύκλου.
Πάντως, επαναβεβαιώνεται με σθένος η θεϊκότητα της λογικής ψυχής του ανθρώπου, με τη θαυμάσια μεταφορά ότι ο άνθρωπος είναι φυτό όχι γήινο, αλλά ουράνιο:
«Όσον αφορά, λοιπόν, το είδος της ψυχής που μέσα μας είναι το πιο σπουδαίο, πρέπει να αντιληφθούμε το εξής: ότι ο θεός το έδωσε στον καθένα μας ως δαίμονα. Αυτή είναι η μορφή της ψυχής που λέμε ότι κατοικεί στο ανώτερο μέρος του σώματος και που από τη γη υψώνεται προς τη συγγενή μας πραγματικότητα στον ουρανό, εφόσον είμαστε φυτά όχι γήινα αλλά ουράνια» (Τίμαιος, 90 A).
Το τελικό νόημα των πλατωνικών εσχατολογικών μύθων είναι, επομένως, το εξής:
Ο άνθρωπος ζει στη γη μόνο διερχόμενος, προσωρινά.
Εδώ υφίσταται μία δοκιμασία, και, περνώντας στον άλλο κόσμο, θα υποστεί κρίση.
Στην κρίση δεν θα μετρήσει απολύτως τίποτε το αν υπήρξε κανείς βασιλιάς ή ο τελευταίος των υπηκόων: θα μετρήσουν μόνο οι αρετές και τα ελαττώματα με τα οποία ενδύθηκε η ψυχή. Και οι τύχες που, μετά την κρίση, θα περιμένουν τις ψυχές είναι τριών ειδών:
1) οι ψυχές που έζησαν σύμφωνα με τη δικαιοσύνη θα ανταμειφθούν με διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με τα διαφορετικά τους προσόντα·
2) εκείνες «που αποδεικνύονται ανεπανόρθωτες λόγω της βαρύτητας των εγκλημάτων τους, επειδή διέπραξαν πολλά και σοβαρά ιερόσυλα ή άδικα εγκλήματα κατά των νόμων ή άλλες ανόσιες πράξεις τέτοιου είδους», θα ριφθούν «στον Τάρταρο, από όπου δεν θα επιστρέψουν ποτέ»(Φαίδων, 113 E)·
3) τέλος, οι ψυχές που διέπραξαν ιάσιμα σφάλματα (θεραπεύσιμα αμαρτήματα) θα καθαρθούν από τα κακά που έπραξαν μέσω πόνου και οδύνης (μέσω πόνων και βασάνων)· «διότι από την αδικία δεν μπορεί κανείς να απαλλαγεί με άλλον τρόπο» (Γοργίας, 525 B).
Αυτός είναι ο εννοιολογικός πυρήνας που εκφράζουν οι διάφοροι μύθοι. Ο ίδιος ο Πλάτων προειδοποιεί στον Φαίδων ότι μόνο αυτό το μήνυμα πρέπει να θεωρηθεί αληθές, όχι οι μυθικές αναπαραστάσεις με τις οποίες το εξέφρασε, δεδομένου ότι εκείνες αποσκοπούν να παρουσιάσουν, μέσα από ένα πολύπλοκο και ποικίλο παιχνίδι εικόνων, τίποτε άλλο πέρα από το συγκεκριμένο μήνυμα.
Και το λέει με ένα κείμενο εξαιρετικής σημασίας, που εκφράζει το νόημα του πιστεύειν:
«Βεβαίως, το να υποστηρίξει κανείς ότι τα πράγματα έχουν ακριβώς έτσι όπως τα εξέθεσα, δεν ταιριάζει σε άνθρωπο που διαθέτει σύνεση· αλλά το να υποστηρίξει ότι ή αυτό ή κάτι παρόμοιο πρέπει να συμβεί στις ψυχές μας και στις κατοικίες τους, από τη στιγμή που έχει αποδειχθεί ότι η ψυχή είναι αθάνατη· ε, αυτό μου φαίνεται ότι ταιριάζει και ότι αξίζει να το ρισκάρει κανείς να το πιστεύει, διότι το ρίσκο είναι όμορφο» (Φαίδων, 114 D).
Μετά από όσα είπαμε, είναι φανερό ότι πρόκειται για ένα «ρίσκο» που δεν προϋποθέτει ένα άλμα στο απόλυτο κενό, αφού με τον λόγο έχει αποδειχθεί ότι υπάρχει μία άλλη μορφή μετα-αισθητού είναι και ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι συγγενής με αυτό το είδος του είναι. Και, υπό αυτή την έννοια, το ρίσκο είναι πραγματικά «όμορφο» με την ελληνική σημασία, δηλαδή καλό, πολύτιμο.
Πρόκειται για εκείνο το ρίσκο, με την ανάληψη του οποίου, κατά τον Πλάτωνα, ο άνθρωπος γίνεται αυτό που είναι με με την πλήρη έννοια του όρου.
Τέλος 14ου κεφαλαίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου