Συνέχεια από Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2025
SCHELLING: ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ (1809) 16Του Martin Heidegger
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΕΝΟΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ.
Η ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΣΕΛΛΙΝΓΚ
(Τόμος I, Τμήμα VII, σελ. 336–357)
§ 5. Η νέα αφετηρία στον γερμανικό ιδεαλισμό:
Η φιλοσοφία ως διανοητική εποπτεία του Απολύτου
γ) Η Ιστορία ως πορεία της απόλυτης γνώσης προς τον εαυτό της
Το μαθηματικό σύστημα της Λογικής, μέσα στο οποίο το Ον στο σύνολό του (Θεός, Κόσμος, Άνθρωπος) πρόκειται να κατανοηθεί, φτάνει μόνον τότε στην ίδια την προϋπόθεση της δυνατότητας του εαυτού του, όταν η γνώση του Είναι – μέσα από τη διέλευση από τη φιλοσοφία του Καντ – συλλάβει τον εαυτό της ως απόλυτη γνώση.
Η αντίληψη της γνήσιας γνώσης ως «νοητικής εποπτείας» (intellektuelle Anschauung) δεν είναι λοιπόν κάποια αυθαίρετη, όπως συχνά θεωρείται, ρομαντική υπερβολή της καντιανής φιλοσοφίας, αλλά η ανάδειξη τής έως τώρα κρυμμένης εσώτατης προϋπόθεσης – το Είναι ως υποκειμενικότητα –, η οποία βρίσκεται ήδη στην αρχική σύλληψη του συστήματος υπό την έννοια του μαθηματικού συστήματος της Λογικής.
Διότι μόνον από τη στιγμή που αυτή η σύλληψη του Συστήματος ως απόλυτου συστήματος της Λογικής γνωρίζει τον εαυτό της μέσα στην απόλυτη γνώση, τότε το Σύστημα θεμελιώνεται απολύτως από μόνο του, δηλαδή είναι πραγματικά «μαθηματικό», βέβαιο για τον εαυτό του, θεμελιωμένο στην απόλυτη αυτοσυνείδηση, και διαπερνά και κυριαρχεί όλους τους τομείς του Όντος.
Και εκεί όπου το Σύστημα γνωρίζει τον εαυτό του με αυτόν τον τρόπο ως άνευ όρων αναγκαιότητα, εκεί η απαίτηση του Συστήματος δεν είναι πλέον τίποτε εξωτερικό, αλλά είναι το εσώτατο, το πρώτο και το έσχατο.
Μόνον από αυτή τη θέση τής απολύτου γνώσης καθίσταται δυνατό, αλλά και αναγκαίο, να κατανοηθούν οι μέχρι τώρα βαθμίδες της συγκρότησης του Συστήματος ως προς τον εξαρτημένο και εξαρτώντα ρόλο τους· τώρα είναι που προκύπτει η ανάγκη να αναζητηθεί η ιδέα του Συστήματος στις προγενέστερες και μεταβατικές της μορφές — όλες προσανατολισμένες προς το απόλυτο Σύστημα — μέσα σε ολόκληρη την ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας.
Μόνον τώρα προκύπτει ένας εσωτερικός αρμός μέσα στην ίδια την ιστορία της φιλοσοφίας και μία χαρακτηριστική διάκριση των κύριων εποχών της, ως προς τον συστηματικό τους χαρακτήρα.
Ως τότε, η ιστορία του πνεύματος, λίγο ή πολύ χονδρικά νοούμενη, ήταν μια απλή ακολουθία εκφράσεων γνώμης μεμονωμένων στοχαστών· τώρα όμως η ιστορία της σκέψης και της γνώσης αναγνωρίζεται ως έχουσα δικό της νόμο κίνησης, και συλλαμβάνεται ως το εσώτατο της ίδιας της ιστορίας.
Και οι στοχαστές του γερμανικού ιδεαλισμού γνωρίζουν τους εαυτούς τους ως αναγκαίες εποχές μέσα στην ιστορία του απόλυτου Πνεύματος. Μόνον από τη φιλοσοφία του γερμανικού ιδεαλισμού και έπειτα υπάρχει μία ιστορία της φιλοσοφίας τέτοια, ώστε η ίδια η ιστορία να γίνεται η πορεία τής απολύτου γνώσης προς τον εαυτό της. Η ιστορία δεν είναι πλέον το παρελθόν, κάτι που έχει κανείς αφήσει πίσω του και ξεπεράσει, αλλά είναι η διαρκής μορφή γίγνεσθαι του ίδιου του Πνεύματος. Αυτή είναι η μεγάλη ανακάλυψη αυτής της εποχής. Μέσα στον γερμανικό ιδεαλισμό η ιστορία για πρώτη φορά νοείται μεταφυσικά.[ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟΥ]
Ως τότε, ήταν κάτι το αναπόφευκτο και ακατανόητο, ένα βάρος ή ένα θαύμα, ένα σφάλμα ή ένας εύτακτος μηχανισμός, ένας χορός μαγισσών ή μια δασκάλα για την «ζωή» — πάντοτε όμως κάτι που ερμηνευόταν κάθε φορά κατά το δοκούν, σύμφωνα με την καθημερινή εμπειρία και τις προθέσεις της.
§ 6. Περί της ταυτότητας (εαυτότητας) του Είναι και του Πλέγματος (Gefüge).
Η πραγματεία περί της Ελευθερίας ως μια πρωταρχική θεολογία του Είναι.
α) Η φιλοσοφία ως οντο-θεο-λογία.
Η συνάφεια ανάμεσα στο ερώτημα για το Ον στο σύνολό του («θεολογία»)
και στο ερώτημα για το Ον ως τέτοιο («οντολογία»).
Ο Θεός (το θεμέλιο κάθε Είναι) ως η καθοδηγητική ιδέα του Συστήματος εν γένει.
Το «Σύστημα» δεν είναι για τους στοχαστές του γερμανικού ιδεαλισμού ένα πλαίσιο για αποθέματα γνώσης· δεν είναι γι’ αυτούς μια «συγγραφική εργασία», δεν είναι ιδιοκτησία και άνεση ενός μεμονωμένου ανθρώπου· ούτε είναι απλώς ένα «ευρετικό» (προσωρινό) βοήθημα. Το Σύστημα είναι το Όλον του Είναι μέσα στην ολότητα της αλήθειάς του και της ιστορίας αυτής της αλήθειας.
Από αυτό το σημείο μπορούμε κάπως να εκτιμήσουμε ποιος αναβρασμός έπρεπε να εισέλθει στην προσπάθεια συγκρότησης του Συστήματος, όταν τέθηκε ζωντανά το ερώτημα περί του Συστήματος της Ελευθερίας· όταν δηλαδή τέθηκε το ερώτημα αν δεν θα έπρεπε η ίδια η Ελευθερία — το κατ’ έναν ορισμένο τρόπο άνευ θεμελίου και κάθε σύνδεση κάθε φορά διαρρηγνύον — να αποτελεί το ίδιο το κέντρο του Συστήματος, και πώς κάτι τέτοιο θα μπορούσε να είναι δυνατό.
Ποιος δεν βλέπει ότι αυτό το ερώτημα περιέχει ήδη μέσα του μια άρνηση του Συστήματος; Ποιος δεν βλέπει ότι, εάν παρ’ όλα αυτά το Σύστημα εξακολουθεί να διατηρείται, πρέπει πριν από κάθε περαιτέρω βήμα να διευκρινιστεί αν, και κατά ποιον τρόπο, κάτι όπως το «Σύστημα της Ελευθερίας» έχει εν γένει νόημα, αν είναι εσωτερικά δυνατό;
Τώρα πρέπει να εξετάσουμε πώς ο Σέλλινγκ διερευνά αυτή την εσωτερική δυνατότητα του Συστήματος της Ελευθερίας στην Εισαγωγή της πραγματείας του, και κατ’ αρχάς να παρακολουθήσουμε τι φέρνει ο ίδιος στο λόγο στη γενική εισαγωγή αυτής της Εισαγωγής όσον αφορά το Σύστημα.
Με αυτό βρισκόμαστε στην τέταρτη προπαρασκευαστική μας ερώτηση (βλ. ανωτέρω, σελ. 44) και ταυτόχρονα και πάλι στη γραμμή σκέψης της ίδιας της πραγματείας (τόμος VII, σελ. 336–338).
Όσα συζητήθηκαν στα προηγούμενα τρία σημεία μπορούν τώρα να μας διευκολύνουν στην κατανόηση όσων ακολουθούν και, προπάντων, να καταστήσουν πιο κατανοητή την κατεύθυνση της ερώτησης του Σέλλινγκ.
Η έως τώρα πορεία της σκέψης ήταν η εξής: η ανθρώπινη ελευθερία είναι ένα γεγονός. Ο εννοιολογικός προσδιορισμός αυτού του γεγονότος εξαρτάται από τη θεμελίωση της έννοιας μέσα από το Σύστημα. Και τα δύο — ο προσδιορισμός της έννοιας και η συστηματική θεμελίωσή της — είναι ένα και το αυτό, ιδίως τότε, όταν η Ελευθερία είναι «ένας από τους κυρίαρχους μεσόκεντρους πόλους του Συστήματος».
Ωστόσο, ακριβώς εδώ εμφανίζονται δυσκολίες. Ένα Σύστημα της Ελευθερίας φαίνεται, από αμφότερες τις πλευρές, αδύνατο. Υπάρχουν δύο θεμελιώδεις δυσκολίες:
Είτε διατηρείται το Σύστημα, και τότε πρέπει να εγκαταλειφθεί η Ελευθερία·
ή διατηρείται η Ελευθερία, και τότε αυτό σημαίνει παραίτηση από το Σύστημα.
Την πρώτη δυσκολία, δηλαδή την επίκληση του Συστήματος εναντίον της Ελευθερίας, ο Σέλλινγκ την απομακρύνει αρχικά λέγοντας πως, εφόσον δεν έχει ακόμη αποσαφηνιστεί τι ακριβώς πρέπει να σημαίνει «Σύστημα», η ένσταση είναι αβάσιμη.
Η εξέταση της δεύτερης δυσκολίας ξεκινά με τα εξής λόγια του Σέλλινγκ:
«Ή μήπως η άποψη είναι αυτή, ότι στην έννοια της ελευθερίας αντιτίθεται γενικώς και καθ’ εαυτόν η έννοια του συστήματος; Τότε είναι παράδοξο ότι, αφού η ατομική ελευθερία, με οποιονδήποτε τρόπο κι αν σκεφθεί κανείς το όλον του κόσμου (είτε ρεαλιστικά είτε ιδεαλιστικά), συνδέεται πάντως με αυτό το όλον, πρέπει να υπάρχει κάποιο σύστημα — τουλάχιστον στη θεία νόηση — μέσα στο οποίο η ελευθερία να συνυπάρχει.»
Το «Είτε», στο οποίο αντιστοιχεί αυτό το «Ή», δεν αναφέρεται ρητώς, αλλά εννοείται στην ουσία του με τη διατύπωση της πρώτης δυσκολίας.
Η δεύτερη δυσκολία, αντιστρόφως, ξεκινά από την έννοια της ελευθερίας. Αν αυτή διατηρηθεί, τότε θα πρέπει να εγκαταλειφθεί το Σύστημα. Αυτήν την ένσταση ο Σέλλινγκ την εξετάζει πιο εκτενώς. Γιατί; Επειδή στηρίζεται στο γεγονός της ελευθερίας. Διότι θα μπορούσε να φαίνεται ότι, παρ’ όλο που ενδεχομένως μπορούμε να αποποιηθούμε την αξίωση του Συστήματος και να το εγκαταλείψουμε, δεν μπορούμε όμως να παραιτηθούμε από την ελευθερία και την πραγματικότητά της.
Εάν, λοιπόν, η ελευθερία διατηρείται, δεν θα μπορούσε – και δεν θα έπρεπε – τότε να αρνηθούμε το Σύστημα, και μάλιστα «καθόλου και καθ’ εαυτό»; Όχι· το Σύστημα δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς, γιατί με την αποδοχή του γεγονότος της ανθρώπινης ελευθερίας του μεμονωμένου ανθρώπου τίθεται αναγκαστικά και το ίδιο το Σύστημα.
Πώς συμβαίνει αυτό; Εάν η ελευθερία του ατόμου υπάρχει πράγματι, αυτό σημαίνει ότι υφίσταται με κάποιον τρόπο μαζί με το όλον του κόσμου. Και ακριβώς αυτή η οντική συνύπαρξη – το είναι-μαζί, η συνάρθρωση του όντος – είναι εκείνο που εννοεί ήδη η έννοια, και μάλιστα η ίδια η λέξη, «Σύστημα».
Στο μέτρο που οποιοδήποτε επιμέρους ον υπάρχει, πρέπει να υπάρχει και κάποιο Σύστημα. Διότι ένα μεμονωμένο, καθ’ εαυτό υπάρχον ον είναι εκείνο που διαφοροποιείται από άλλα, αλλά συγχρόνως τα συν-προϋποθέτει. Μπορούμε να εκφράσουμε αυτή τη σκέψη πιο θεμελιακά ως εξής: κάποιο Σύστημα πρέπει να υπάρχει, αν υπάρχει οτιδήποτε καθ’ εαυτό ον. Το Σύστημα «καθόλου και καθ’ εαυτό» δεν μπορεί καθόλου να αρνηθεί κανείς, εφόσον υπάρχει εν γένει Ον. Όπου υπάρχει Ον, εκεί υπάρχει και Διάρθρωση και Συνάρμοση (Gefüge και Fügung).
Βλέπουμε εδώ ήδη καθαρά να διαφαίνεται η ταυτότητα του Είναι και της Διάρθρωσης (Gefüge). Εφόσον κατανοούμε καθόλου το «Είναι», εννοούμε με αυτό κάτι σαν διάρθρωση και συναρμογή. Ήδη ο αρχαιότερος λόγος που μας έχει σωθεί από τη δυτική φιλοσοφία — ο λόγος του Αναξίμανδρου — μιλά για την δίκη και την ἀδικία, για το φύγμα και τον ἀφύγαν του Είναι· και εδώ πρέπει να κρατήσουμε μακριά κάθε ηθική, νομική ή χριστιανική αντίληψη περί δικαιοσύνης και αδικίας.
Αν όμως το Σύστημα δεν μπορεί καθόλου να αρνηθεί κανείς, επειδή ανήκει στην ίδια την ουσία του όντος, τότε πρέπει τουλάχιστον — αφού υπάρχει από την αρχή, στο θεμέλιο κάθε Είναι, στο «πρωταρχικό Ον» — να υπάρχει μέσα στον Θεό.
Όμως, με αυτό φαίνεται να εισέρχεται μια «θεολογική» τροπή στη σκέψη περί Συστήματος. Ωστόσο, ύστερα από όσα έχουν ήδη ειπωθεί σχετικά με τη γένεση του Συστήματος στη νεωτερικότητα, δεν πρέπει να μας προκαλεί αυτό έκπληξη. Ο Θεός είναι η καθοδηγητική ιδέα του Συστήματος εν γένει.
Αλλά όταν εδώ γίνεται λόγος για το «θεολογικό» και για τη «θεολογία», πρέπει να θυμηθούμε ότι η λέξη και η έννοια «θεολογία» δεν γεννήθηκαν αρχικά μέσα στο πλαίσιο και στην υπηρεσία ενός εκκλησιαστικού συστήματος πίστης, αλλά εντός της ίδιας της φιλοσοφίας. Η λέξη θεολογία (θεολογία, θεολογεῖν) μαρτυρείται σχετικά αργά, για πρώτη φορά στον Πλάτωνα (Πολιτεία 379a· mythología–theología), ενώ στην Καινή Διαθήκη η λέξη αυτή δεν απαντά καθόλου.
Κάθε φιλοσοφία, εφόσον είναι μεταφυσική, είναι θεολογία με την αρχική και ουσιώδη σημασία του όρου, στο μέτρο που το νοείν (λόγος) του όντος στο σύνολό του ερωτά για το θεμέλιο (δηλαδή για την πρώτη αιτία) του Είναι — και αυτό το θεμέλιο ονομάζεται θεός.
Ακόμη και η φιλοσοφία του Νίτσε, στην οποία ένας ουσιώδης λόγος λέει «ο Θεός είναι νεκρός», είναι — σύμφωνα ακριβώς με αυτόν τον λόγο — «θεολογία».
Δεν πρέπει ποτέ να αξιολογούμε τη θεολογία που βρίσκεται μέσα στη φιλοσοφία σύμφωνα με κάποιο δόγμα της εκκλησιαστικής θεολογίας· δηλαδή δεν πρέπει, και κυρίως, να νομίζουμε πως η φιλοσοφική θεολογία είναι απλώς η ορθολογική, διαφωτιστική μορφή μιας εκκλησιαστικής θεολογίας.
Η συχνά επαναλαμβανόμενη άποψη ότι η νεότερη φιλοσοφία είναι απλώς μια «εκκοσμίκευση της χριστιανικής θεολογίας» είναι αληθής μόνο με πολύ περιορισμένο τρόπο — και ακόμη και έτσι, μόνο όσον αφορά την παραλαβή συγκεκριμένων πεδίων του Είναι.
Η αλήθεια είναι μάλλον η αντίστροφη: ότι η χριστιανική θεολογία είναι η εκχριστιάνιση μιας εξωχριστιανικής φιλοσοφίας, και ότι μόνον γι’ αυτόν τον λόγο αυτή η χριστιανική θεολογία μπόρεσε εκ νέου να «εκκοσμικευθεί». Κάθε θεολογία της πίστης είναι δυνατή μόνον στη βάση της φιλοσοφίας — ακόμη κι όταν η ίδια απορρίπτει τη φιλοσοφία ως έργο του διαβόλου.
Κατά τα λοιπά, με τέτοιου είδους συνθηματικές φράσεις όπως: «Η φιλοσοφία είναι εκκοσμικευμένη θεολογία» και «Η θεολογία είναι εφαρμοσμένη φιλοσοφία», λέγεται πολύ λίγο. Για να ειπωθεί με αυτές κάτι αληθινό, χρειάζονται τόσες επιφυλάξεις και περιορισμοί, ώστε είναι προτιμότερο να μη λέγονται καθόλου.
Σ’ αυτό το σημείο της πραγματείας, όπου για πρώτη φορά εμφανίζεται η έννοια του «θείου νου» και γίνεται λόγος για το πρωταρχικό Ον, ήταν αναγκαίο να επισημανθεί ο αρχικά φιλοσοφικός χαρακτήρας της έννοιας «θεολογία» — τόσο περισσότερο, όσο η Πραγματεία περί της Ελευθερίας κινείται ουσιαστικά μέσα στην περιοχή αυτής της πρωταρχικής θεο-λογίας του Είναι.
Η θεολογία σημαίνει εδώ — για να το επαναλάβουμε — ερώτηση για το ον στο σύνολό του. Αυτή η ερώτηση για το ον στο σύνολό του, η θεολογική, δεν μπορεί να τεθεί χωρίς την ερώτηση για το ον ως τέτοιο, για την ουσία του Είναι εν γένει. Αυτή είναι η ερώτηση για το ὂν ᾗ ὄν, την «οντολογία».
Η ερώτηση της φιλοσοφίας είναι πάντοτε και εκ φύσεως και τα δύο μαζί: οντολογική και θεολογική, με την πιο πλατιά έννοια. Η φιλοσοφία είναι οντο-θεο-λογία. Όσο πιο πρωταρχικά είναι και τα δύο ενωμένα σε ένα, τόσο πιο γνήσια είναι φιλοσοφία. Και η πραγματεία του Σέλλινγκ είναι γι’ αυτό ένα από τα βαθύτερα έργα της φιλοσοφίας, επειδή είναι, με έναν μοναδικό τρόπο, ταυτόχρονα οντολογική και θεολογική.
Συνοψίζουμε:
Έπρεπε να διευκρινίσουμε το ενδιάμεσο ερώτημα σχετικά με το «Σύστημα», τη γένεση και την ανάπτυξή του έως τον γερμανικό ιδεαλισμό. Αυτό επιτεύχθηκε με την ανάδειξη των εννοιών της φιλοσοφίας στον Καντ και στον γερμανικό ιδεαλισμό.
Αυτό που ο γερμανικός ιδεαλισμός κατανοεί ως φιλοσοφία είναι απλώς η καντιανή έννοια, οδηγημένη μέχρι τέλους προς μία κατεύθυνση. Το «να σκεφθεί κανείς μέχρι τέλους» δεν σημαίνει να προσθέσει απλώς ό,τι λείπει, αλλά να αναγνωρίσει και να συλλάβει, εκ θεμελίων και πιο αρχέγονα, ένα προδιαγεγραμμένο όλο μέσα στην ίδια του την προδιαγραφή.
Η «γνώση» του Απολύτου είναι διττή: Το Απόλυτο δεν είναι ούτε «αντικείμενο» ούτε «υποκείμενο». Η απόλυτη γνώση, μέσα στην οποία το Είναι έρχεται στον εαυτό του, είναι η γνήσια γνώση.
Η ίδια η ιστορία καθίσταται πορεία της απόλυτης γνώσης προς τον εαυτό της.
Η ιστορία, για πρώτη φορά εδώ, νοείται μεταφυσικά. Η διπλή δυσκολία μέσα στο Σύστημα της Ελευθερίας υποδείχθηκε. Την πιθανή της λύση επιχειρεί ο Σέλλινγκ να δείξει με την επισήμανση ότι «κάποιο Σύστημα, τουλάχιστον μέσα στη θεία νόηση, πρέπει να υπάρχει, μέσα στο οποίο η ελευθερία συνυπάρχει».
Συνεχίζεται
β) Περί της γνωρισιμότητας ενός Συστήματος μέσα στο θεϊκό Πρωταρχικό Ον.
Αρχή: μέσω του Θεού μέσα μας να γνωρίσουμε τον Θεό έξω από εμάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου