Συνέχεια από Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2025
Ιστορία της ελληνικής και ρωμαϊκής φιλοσοφίας 4
Όγδοος τόμος
Ο Πλωτίνος και ο παγανιστικός Νεοπλατωνισμός
Του Giovanni Reale, Εκδόσεις Bompiani
Όγδοος τόμος
Ο Πλωτίνος και ο παγανιστικός Νεοπλατωνισμός
Του Giovanni Reale, Εκδόσεις Bompiani
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Ο ΠΛΩΤΙΝΟΣ ΚΑΙ Η ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ
ΙΙ. Επαναφορά και συμπέρασματα του «δεύτερου πλου»
4. Σχέσεις ανάμεσα στον Πλωτίνο και τη σκέψη της Ανατολής
Για να κατανοήσουμε το πολύπλοκο σύνολο των διάφορων πολιτισμικών συνιστωσών που συνέβαλαν στη διαμόρφωση της πλωτινικής σκέψης, απομένει ακόμη να μιλήσουμε, έστω και συνοπτικά, για το πρόβλημα:
των επιδράσεων της «ανατολικής σοφίας»,
της μωσαϊκής φιλοσοφίας του Φίλωνος Αλεξανδρείας,
της Γνώσεως και
του Χριστιανισμού.
Σε ποιο βαθμό ο Πλωτίνος άντλησε από αυτές τις πηγές;
Ο ΠΛΩΤΙΝΟΣ ΚΑΙ Η ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΥ
ΙΙ. Επαναφορά και συμπέρασματα του «δεύτερου πλου»
4. Σχέσεις ανάμεσα στον Πλωτίνο και τη σκέψη της Ανατολής
Για να κατανοήσουμε το πολύπλοκο σύνολο των διάφορων πολιτισμικών συνιστωσών που συνέβαλαν στη διαμόρφωση της πλωτινικής σκέψης, απομένει ακόμη να μιλήσουμε, έστω και συνοπτικά, για το πρόβλημα:
των επιδράσεων της «ανατολικής σοφίας»,
της μωσαϊκής φιλοσοφίας του Φίλωνος Αλεξανδρείας,
της Γνώσεως και
του Χριστιανισμού.
Σε ποιο βαθμό ο Πλωτίνος άντλησε από αυτές τις πηγές;
Ας αρχίσουμε από το πρώτο σημείο.
Η υποτιθέμενη επίδραση της Ανατολής στον Πλωτίνο έχει σε μεγάλο βαθμό περιοριστεί από τους σύγχρονους μελετητές. Από την άλλη πλευρά, γνωρίζουμε ότι ο Πλωτίνος επιθυμούσε σφόδρα να αποκτήσει άμεση εμπειρία της φιλοσοφίας όπως αυτή ασκούνταν από τους Πέρσες και τους Ινδούς· όμως, για τους λόγους που ήδη αναφέρθηκαν, δεν μπόρεσε να έρθει σε επαφή με εκείνες τις πηγές (Πορφύριος, Βίος Πλωτίνου, 3).
Επιπλέον, ο λεγόμενος «εκπορευτισμός» («emanazionismo») του Πλωτίνου δεν έχει καμία σχέση με τον αυθεντικό «εκπορευτισμός» της ανατολικής σοφίας.
Θα δούμε, μάλιστα, ότι, για να μιλήσουμε με ακρίβεια, η διδασκαλία του Πλωτίνου δεν αποτελεί καθόλου μια μορφή εκπορευτισμού (Zeller, Η Φιλοσοφία των Ελλήνων, ΙΙΙ 2, 468-500).
Οι ανατολικές πηγές του Πλωτίνου περιορίζονται σε εκείνες που είχαν ήδη εκτενώς εξελληνιστεί στο αλεξανδρινό περιβάλλον.
Περισσότερο παρά για συγκεκριμένα περιεχόμενα, πρόκειται για εκείνο το μυστικιστικό και θρησκευτικό πνεύμα —καρπό ήδη μιας μεσολάβησης και μιας σύνθεσης ανάμεσα σε ανατολικές και δυτικές κατηγορίες—· πρόκειται, με λίγα λόγια, για εκείνο το πνεύμα από το οποίο αντλούσαν τροφή όλες οι ρεύσεις σκέψης που έχουμε εξετάσει, οι οποίες άνθισαν στην Αλεξάνδρεια από τον 1ο αιώνα π.Χ. και εξής.
5. Σχέσεις ανάμεσα στον Πλωτίνο και τον Φίλωνα τον Αλεξανδρέα
Αντιθέτως, όχι μόνο είναι πιθανή, αλλά είναι σχεδόν βέβαιη η επίδραση του Φίλωνα του Εβραίου πάνω στον Πλωτίνο.
Τα έργα του Φίλωνα, στην Αλεξάνδρεια —την πόλη όπου ο ίδιος είχε δραστηριοποιηθεί— ήταν ασφαλώς εύκολα προσβάσιμα. Σε κάθε περίπτωση, έστω και έμμεσα, δηλαδή μέσω του Νουμηνίου, ο Πλωτίνος όφειλε να γνωρίζει τον Φίλωνα.
Πράγματι, οι αναλογίες ανάμεσα στη φιλονική και στην πλωτινική σκέψη είναι αξιοσημείωτες. Ο ίδιος ο Ζέλλερ είχε ήδη αναγνωρίσει, από την εποχή του, ότι, ανάμεσα σε όλους τους προκατόχους του Πλωτίνου, ο Φίλων είναι εκείνος που παρουσιάζει τις πιο ουσιαστικές ομοιότητες με τη σκέψη των Εννεάδων.
Η φιλωνική σύλληψη του Θεού παρουσιάζει πολυάριθμες συγγένειες με την πλωτινική σύλληψη του Απολύτου.
Η διδασκαλία περί του «Λόγου» και των «Δυνάμεων» αντιστοιχεί στη διδασκαλία του Πλωτίνου για τη δεύτερη υπόσταση, όχι μόνο ως προς το εννοιολογικό περιεχόμενο, αλλά ακόμη και ως προς ορισμένες λεξιλογικές εκφράσεις· για παράδειγμα, η έκφραση «νοητός κόσμος», που επινοήθηκε από τον Φίλωνα, επανέρχεται με τις ίδιες σημασίες στον Πλωτίνο.
Η θεία δραστηριότητα, δημιουργός όλων των νοητών πραγματικοτήτων και του ίδιου του αισθητού κόσμου, κατανοημένη δυναμικά ως εκδήλωση της θείας δυνάμεως και ως παραγωγή αποτελεσμάτων από αυτήν, προεικονίζει —έστω σε «παράλληλη και όχι συγκλίνουσα» κατεύθυνση— την πλωτινική «πρόοδο» (processio), για την οποία θα μιλήσουμε λεπτομερέστερα.
Η φιλωνική μεταφυσική της εσωτερικότητας, καθώς και η αντίληψη του υπέρτατου σκοπού του ανθρώπου, που τοποθετείται στην «μυστικο-εκστατική ένωση» με τον Θεό, βρίσκουν επίσης πλήρη αντιστοιχία στις σελίδες των Εννεάδων (Βλέπε τόμο Ζ΄, σελ. 79 και εξής.).
6. Σχέσεις του Πλωτίνου με τη «Γνώση»
Οι σχέσεις του Πλωτίνου με τη Γνώση υπήρξαν σχέσεις αντιπαράθεσης και πολεμικής.
Φυσικά, από αυτή τη διαλεκτική αντιπαράθεση ο Πλωτίνος αποκόμισε έναν βαθύτερο φωτισμό των δικών του θέσεων.
Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί ότι τα επίπεδα πάνω στα οποία κινούνται οι Γνωστικοί και ο Πλωτίνος είναι πολύ διαφορετικά, και ότι οι θετικές επιδράσεις των πρώτων πάνω στον δεύτερο έχουν αδικαιολόγητα υπερτονιστεί από ορισμένους μελετητές — τόσο περισσότερο, μάλιστα, αφού δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια σε ποιους Γνωστικούς αναφέρεται ο Πλωτίνος.
Αντίθετα, φαίνεται πως ένας Ιταλός μελετητής έθεσε πολύ σωστά το ζήτημα, διευκρινίζοντας τα εξής:
«Οι Γνωστικοί και ο Πλωτίνος κινούνται μέσα σε αντιτιθέμενους κόσμους σκέψης: η πλωτινική διδασκαλία είναι μια σοβαρή προσπάθεια να λυθεί το αρχαίο πρόβλημα του Ενός και του Όλου, δηλαδή το πώς μπορεί να τεθεί σε σχέση η υπέρτατη Αρχή με το Σύμπαν.
Ακόμη κι αν μπορεί να χρησιμοποιηθεί η λέξη εκπόρευση (emanazione), για τον Πλωτίνο αυτή δεν έχει τίποτε κοινό με τις γνωστικές εκπορεύσεις, που αποτελούν ένα από τα ελάχιστα παραδείγματα, μέσα στην ευρωπαϊκή σκέψη, αυτής της παράξενης εφαρμογής της φαντασίας —ως προς ό,τι έχει πιο αχαλίνωτο και παράλογο— σε φιλοσοφικά και θεολογικά προβλήματα· κάτι που είναι χαρακτηριστικό εκείνης της παρακμιακής ευρωπαϊκής μεταγραφής της ινδικής σκέψης που αποκαλούμε θεοσοφία.
Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις αυτής της μόλυνσης μεταξύ φαντασίας και λογικής στον ύστερο νεοπλατωνισμό, με την αδιάκριτη αποδοχή κάθε φανταστικής οντότητας της Χαλδαϊκής αστρολογίας, αν και ακόμη και εκεί το εγγενές ελληνικό ορθολογικό πνεύμα προσπαθεί —έστω αφελώς— να θέσει κάποια τάξη.
Τίποτα από αυτή την παραλογιστική διάθεση δεν υπάρχει στον Πλωτίνο, ούτε καν στον πιο υψηλό και εκστατικό Πλωτίνο, αφού και η μυστική του εμπειρία είναι, κατά τον ελληνικό τρόπο, διαλεκτικά επεξεργασμένη.
Τα γνωστικά συστήματα —αν αξίζουν πράγματι το όνομα “σύστημα”— φαίνεται να εμπνέονται εν μέρει από τον συγκρητισμό της εποχής, από την επιθυμία να βρουν μια θέση μέσα στον πνευματικό τους κόσμο για κάθε είδους ον που υπήρχε στις σωτηριολογικές ή φιλοσοφικές θρησκείες τις οποίες γνώριζαν ως έναν βαθμό· και εν μέρει από το ανατολικό πάθος για προσωποποίηση αφηρημένων ιδεών, χαρακτηριστικό της σχολαστικοποιημένης εποχής, του οποίου μαρτυρία αποτελούν τα βάρβαρα ονόματα των Αιώνων.
Άλλο διακριτικό γνώρισμα που χωρίζει τη Γνώση από τον Πλωτίνο είναι ότι η παραγωγή των Αιώνων δεν είναι αναγκαία ή αιώνια, αλλά εξαρτάται από τη βούληση της Πρώτης Αρχής· και επίσης η σεξουαλικότητα, η ερωτική “μεταφορά” εξιδανικευμένη στον πνευματικό κόσμο, χαρακτηριστική της σιμωνιανής και της βαλεαντινιανής Γνώσεως.
Στους Σιμωνιανούς, μεγάλο μέρος του μύθου εμπιστεύεται στη Μεγάλη Μητέρα, τη μεγάλη αμαρτωλή, τη γήινη Ελένη, που ταλαντεύεται ανάμεσα στο αρχαίο έπος και τον δεύτερο Φάουστ· ενώ ο Βαλεντινιανισμός είναι μια πραγματική οργιαστική προυνικία, δηλαδή μια μέθη επιθυμιών και συζυγιών.
Από όλα αυτά ο Πλωτίνος απέχει ριζικά.» (V. Cilento, Πλωτίνος, Αντιγνωστική Παιδεία. Ανασύνθεση ενός ενιαίου συγγράμματος από τις Εννεάδες III 8, V 8, V 5, II 9, Φλωρεντία 1971, σελ. 23 κ.ε.)
Κι όμως, μέσα από αυτή την αντιγνωστική πολεμική, ο Πλωτίνος απέκτησε πλήρη συνείδηση της θετικότητας του κόσμου, ο οποίος, για τη Γνώση, είναι κακός.
Ίσως, από ορισμένα αιτήματα της γνωστικής διδασκαλίας, οδηγήθηκε να θέσει ένα πρόβλημα ξένο προς την προγενέστερη ελληνική σκέψη —το οποίο αφορά το ίδιο το Απόλυτο—, δηλαδή το γιατί υπάρχει η ίδια η Πρώτη Αρχή και ποια είναι η αιτία της υπάρξεώς της.
Αλλά η απάντηση που κατόρθωσε να δώσει —όπως θα δούμε— υπερβαίνει κατά πολύ τους ορίζοντες της Γνώσεως και φτάνει στις υψηλότερες κορυφές που έχει προσεγγίσει ποτέ η δυτική σκέψη. (Βλ. παρακάτω, σελ. 70 κ.ε.)
7. Σχέσεις του Πλωτίνου με τον Χριστιανισμό
Ο Πλωτίνος θα πρέπει να είχε σχέσεις και με αυθεντικούς Χριστιανούς.
Ο Πορφύριος μιλά για την παρουσία πολλών Χριστιανών στα μαθήματα του Πλωτίνου, οι οποίοι παραπλανούσαν αρκετούς, υποστηρίζοντας ότι ο Πλάτων δεν είχε κατανοήσει επαρκώς το βάθος της νοητής ουσίας· έτσι, ο Πλωτίνος συχνά επενέβαινε για να τους αντικρούσει.
Ωστόσο, αυτοί οι Χριστιανοί συγχέονται από τον Πορφύριο με τους Γνωστικούς — ή ακόμη και ταυτίζονται με αυτούς. (Βλ. Πορφύριος, Βίος του Πλωτίνου, κεφ. 16.)
Είναι πάντως βέβαιο ότι ο Πλωτίνος πήρε ρητά θέση εναντίον του θεμελιώδους δόγματος της “αναστάσεως της σαρκός” (Βλ. Πλωτίνος, Εννεάδες, III, 6, 6).
Το ίδιο το κεντρικό δόγμα του Χριστιανισμού, του Θεού που ενσαρκώνεται, παραμένοντας αληθινός Θεός και γινόμενος συγχρόνως αληθινός άνθρωπος, δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό από τον Πλωτίνο, ούτε ως προς τη ριζοσπαστική του σημασία ως ιστορικού γεγονότος, ούτε ως προς τη μεταφυσική και θεολογική του σημασία.
Ο Πλωτίνος απέρριπτε επίσης τη διδασκαλία περί δημιουργίας του κόσμου με τη βιβλική έννοια, καθώς και την αντίληψη του απόλυτου προνομίου που δίνεται στον άνθρωπο — και επομένως τον ανθρωποκεντρισμό.
Ούτε μπορούσε να δεχθεί τη διδασκαλία της υπερφυσικής Χάριτος.
Ο Πλωτίνος επιθυμούσε, αντιθέτως, να οδηγήσει τον άνθρωπο στο να γίνει Θεός μόνο με τις δυνάμεις του λόγου (λόγος).
Παρέμενε βαθιά πεπεισμένος ότι οι δυνάμεις του ανθρώπου είναι επαρκείς για να τον οδηγήσουν να γίνει Θεός, ενωνόμενος με Αυτόν.
Η μυστική ένωση με τον Θεό, δηλαδή η επίτευξη του ύψιστου σκοπού του ανθρώπου, δεν πραγματοποιείται —όπως θα δούμε— μέσω μιας υπερφυσικής χάριτος, αλλά μέσω μιας φυσικής πνευματικής ενέργειας, η οποία εντάσσεται στην κυκλική διαλεκτική της εκπόρευσης και της επιστροφής προς το Απόλυτο (Για περαιτέρω εμβάθυνση στο ευρύ και περίπλοκο ζήτημα των πηγών και της ιστορικής και θεωρητικής γένεσης της πλωτινικής σκέψης, βλέπε τη βιβλιογραφία που παρατίθεται στον τόμο Χ, στη σχετική ενότητα.).
Συνεχίζεται με:
Δεύτερη ενότητα
Το σύστημα του Πλωτίνου και οι ερμηνευτικοί κανόνες για την ερμηνεία των «Εννεάδων»
Η υποτιθέμενη επίδραση της Ανατολής στον Πλωτίνο έχει σε μεγάλο βαθμό περιοριστεί από τους σύγχρονους μελετητές. Από την άλλη πλευρά, γνωρίζουμε ότι ο Πλωτίνος επιθυμούσε σφόδρα να αποκτήσει άμεση εμπειρία της φιλοσοφίας όπως αυτή ασκούνταν από τους Πέρσες και τους Ινδούς· όμως, για τους λόγους που ήδη αναφέρθηκαν, δεν μπόρεσε να έρθει σε επαφή με εκείνες τις πηγές (Πορφύριος, Βίος Πλωτίνου, 3).
Επιπλέον, ο λεγόμενος «εκπορευτισμός» («emanazionismo») του Πλωτίνου δεν έχει καμία σχέση με τον αυθεντικό «εκπορευτισμός» της ανατολικής σοφίας.
Θα δούμε, μάλιστα, ότι, για να μιλήσουμε με ακρίβεια, η διδασκαλία του Πλωτίνου δεν αποτελεί καθόλου μια μορφή εκπορευτισμού (Zeller, Η Φιλοσοφία των Ελλήνων, ΙΙΙ 2, 468-500).
Οι ανατολικές πηγές του Πλωτίνου περιορίζονται σε εκείνες που είχαν ήδη εκτενώς εξελληνιστεί στο αλεξανδρινό περιβάλλον.
Περισσότερο παρά για συγκεκριμένα περιεχόμενα, πρόκειται για εκείνο το μυστικιστικό και θρησκευτικό πνεύμα —καρπό ήδη μιας μεσολάβησης και μιας σύνθεσης ανάμεσα σε ανατολικές και δυτικές κατηγορίες—· πρόκειται, με λίγα λόγια, για εκείνο το πνεύμα από το οποίο αντλούσαν τροφή όλες οι ρεύσεις σκέψης που έχουμε εξετάσει, οι οποίες άνθισαν στην Αλεξάνδρεια από τον 1ο αιώνα π.Χ. και εξής.
5. Σχέσεις ανάμεσα στον Πλωτίνο και τον Φίλωνα τον Αλεξανδρέα
Αντιθέτως, όχι μόνο είναι πιθανή, αλλά είναι σχεδόν βέβαιη η επίδραση του Φίλωνα του Εβραίου πάνω στον Πλωτίνο.
Τα έργα του Φίλωνα, στην Αλεξάνδρεια —την πόλη όπου ο ίδιος είχε δραστηριοποιηθεί— ήταν ασφαλώς εύκολα προσβάσιμα. Σε κάθε περίπτωση, έστω και έμμεσα, δηλαδή μέσω του Νουμηνίου, ο Πλωτίνος όφειλε να γνωρίζει τον Φίλωνα.
Πράγματι, οι αναλογίες ανάμεσα στη φιλονική και στην πλωτινική σκέψη είναι αξιοσημείωτες. Ο ίδιος ο Ζέλλερ είχε ήδη αναγνωρίσει, από την εποχή του, ότι, ανάμεσα σε όλους τους προκατόχους του Πλωτίνου, ο Φίλων είναι εκείνος που παρουσιάζει τις πιο ουσιαστικές ομοιότητες με τη σκέψη των Εννεάδων.
Η φιλωνική σύλληψη του Θεού παρουσιάζει πολυάριθμες συγγένειες με την πλωτινική σύλληψη του Απολύτου.
Η διδασκαλία περί του «Λόγου» και των «Δυνάμεων» αντιστοιχεί στη διδασκαλία του Πλωτίνου για τη δεύτερη υπόσταση, όχι μόνο ως προς το εννοιολογικό περιεχόμενο, αλλά ακόμη και ως προς ορισμένες λεξιλογικές εκφράσεις· για παράδειγμα, η έκφραση «νοητός κόσμος», που επινοήθηκε από τον Φίλωνα, επανέρχεται με τις ίδιες σημασίες στον Πλωτίνο.
Η θεία δραστηριότητα, δημιουργός όλων των νοητών πραγματικοτήτων και του ίδιου του αισθητού κόσμου, κατανοημένη δυναμικά ως εκδήλωση της θείας δυνάμεως και ως παραγωγή αποτελεσμάτων από αυτήν, προεικονίζει —έστω σε «παράλληλη και όχι συγκλίνουσα» κατεύθυνση— την πλωτινική «πρόοδο» (processio), για την οποία θα μιλήσουμε λεπτομερέστερα.
Η φιλωνική μεταφυσική της εσωτερικότητας, καθώς και η αντίληψη του υπέρτατου σκοπού του ανθρώπου, που τοποθετείται στην «μυστικο-εκστατική ένωση» με τον Θεό, βρίσκουν επίσης πλήρη αντιστοιχία στις σελίδες των Εννεάδων (Βλέπε τόμο Ζ΄, σελ. 79 και εξής.).
6. Σχέσεις του Πλωτίνου με τη «Γνώση»
Οι σχέσεις του Πλωτίνου με τη Γνώση υπήρξαν σχέσεις αντιπαράθεσης και πολεμικής.
Φυσικά, από αυτή τη διαλεκτική αντιπαράθεση ο Πλωτίνος αποκόμισε έναν βαθύτερο φωτισμό των δικών του θέσεων.
Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί ότι τα επίπεδα πάνω στα οποία κινούνται οι Γνωστικοί και ο Πλωτίνος είναι πολύ διαφορετικά, και ότι οι θετικές επιδράσεις των πρώτων πάνω στον δεύτερο έχουν αδικαιολόγητα υπερτονιστεί από ορισμένους μελετητές — τόσο περισσότερο, μάλιστα, αφού δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια σε ποιους Γνωστικούς αναφέρεται ο Πλωτίνος.
Αντίθετα, φαίνεται πως ένας Ιταλός μελετητής έθεσε πολύ σωστά το ζήτημα, διευκρινίζοντας τα εξής:
«Οι Γνωστικοί και ο Πλωτίνος κινούνται μέσα σε αντιτιθέμενους κόσμους σκέψης: η πλωτινική διδασκαλία είναι μια σοβαρή προσπάθεια να λυθεί το αρχαίο πρόβλημα του Ενός και του Όλου, δηλαδή το πώς μπορεί να τεθεί σε σχέση η υπέρτατη Αρχή με το Σύμπαν.
Ακόμη κι αν μπορεί να χρησιμοποιηθεί η λέξη εκπόρευση (emanazione), για τον Πλωτίνο αυτή δεν έχει τίποτε κοινό με τις γνωστικές εκπορεύσεις, που αποτελούν ένα από τα ελάχιστα παραδείγματα, μέσα στην ευρωπαϊκή σκέψη, αυτής της παράξενης εφαρμογής της φαντασίας —ως προς ό,τι έχει πιο αχαλίνωτο και παράλογο— σε φιλοσοφικά και θεολογικά προβλήματα· κάτι που είναι χαρακτηριστικό εκείνης της παρακμιακής ευρωπαϊκής μεταγραφής της ινδικής σκέψης που αποκαλούμε θεοσοφία.
Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις αυτής της μόλυνσης μεταξύ φαντασίας και λογικής στον ύστερο νεοπλατωνισμό, με την αδιάκριτη αποδοχή κάθε φανταστικής οντότητας της Χαλδαϊκής αστρολογίας, αν και ακόμη και εκεί το εγγενές ελληνικό ορθολογικό πνεύμα προσπαθεί —έστω αφελώς— να θέσει κάποια τάξη.
Τίποτα από αυτή την παραλογιστική διάθεση δεν υπάρχει στον Πλωτίνο, ούτε καν στον πιο υψηλό και εκστατικό Πλωτίνο, αφού και η μυστική του εμπειρία είναι, κατά τον ελληνικό τρόπο, διαλεκτικά επεξεργασμένη.
Τα γνωστικά συστήματα —αν αξίζουν πράγματι το όνομα “σύστημα”— φαίνεται να εμπνέονται εν μέρει από τον συγκρητισμό της εποχής, από την επιθυμία να βρουν μια θέση μέσα στον πνευματικό τους κόσμο για κάθε είδους ον που υπήρχε στις σωτηριολογικές ή φιλοσοφικές θρησκείες τις οποίες γνώριζαν ως έναν βαθμό· και εν μέρει από το ανατολικό πάθος για προσωποποίηση αφηρημένων ιδεών, χαρακτηριστικό της σχολαστικοποιημένης εποχής, του οποίου μαρτυρία αποτελούν τα βάρβαρα ονόματα των Αιώνων.
Άλλο διακριτικό γνώρισμα που χωρίζει τη Γνώση από τον Πλωτίνο είναι ότι η παραγωγή των Αιώνων δεν είναι αναγκαία ή αιώνια, αλλά εξαρτάται από τη βούληση της Πρώτης Αρχής· και επίσης η σεξουαλικότητα, η ερωτική “μεταφορά” εξιδανικευμένη στον πνευματικό κόσμο, χαρακτηριστική της σιμωνιανής και της βαλεαντινιανής Γνώσεως.
Στους Σιμωνιανούς, μεγάλο μέρος του μύθου εμπιστεύεται στη Μεγάλη Μητέρα, τη μεγάλη αμαρτωλή, τη γήινη Ελένη, που ταλαντεύεται ανάμεσα στο αρχαίο έπος και τον δεύτερο Φάουστ· ενώ ο Βαλεντινιανισμός είναι μια πραγματική οργιαστική προυνικία, δηλαδή μια μέθη επιθυμιών και συζυγιών.
Από όλα αυτά ο Πλωτίνος απέχει ριζικά.» (V. Cilento, Πλωτίνος, Αντιγνωστική Παιδεία. Ανασύνθεση ενός ενιαίου συγγράμματος από τις Εννεάδες III 8, V 8, V 5, II 9, Φλωρεντία 1971, σελ. 23 κ.ε.)
Κι όμως, μέσα από αυτή την αντιγνωστική πολεμική, ο Πλωτίνος απέκτησε πλήρη συνείδηση της θετικότητας του κόσμου, ο οποίος, για τη Γνώση, είναι κακός.
Ίσως, από ορισμένα αιτήματα της γνωστικής διδασκαλίας, οδηγήθηκε να θέσει ένα πρόβλημα ξένο προς την προγενέστερη ελληνική σκέψη —το οποίο αφορά το ίδιο το Απόλυτο—, δηλαδή το γιατί υπάρχει η ίδια η Πρώτη Αρχή και ποια είναι η αιτία της υπάρξεώς της.
Αλλά η απάντηση που κατόρθωσε να δώσει —όπως θα δούμε— υπερβαίνει κατά πολύ τους ορίζοντες της Γνώσεως και φτάνει στις υψηλότερες κορυφές που έχει προσεγγίσει ποτέ η δυτική σκέψη. (Βλ. παρακάτω, σελ. 70 κ.ε.)
7. Σχέσεις του Πλωτίνου με τον Χριστιανισμό
Ο Πλωτίνος θα πρέπει να είχε σχέσεις και με αυθεντικούς Χριστιανούς.
Ο Πορφύριος μιλά για την παρουσία πολλών Χριστιανών στα μαθήματα του Πλωτίνου, οι οποίοι παραπλανούσαν αρκετούς, υποστηρίζοντας ότι ο Πλάτων δεν είχε κατανοήσει επαρκώς το βάθος της νοητής ουσίας· έτσι, ο Πλωτίνος συχνά επενέβαινε για να τους αντικρούσει.
Ωστόσο, αυτοί οι Χριστιανοί συγχέονται από τον Πορφύριο με τους Γνωστικούς — ή ακόμη και ταυτίζονται με αυτούς. (Βλ. Πορφύριος, Βίος του Πλωτίνου, κεφ. 16.)
Είναι πάντως βέβαιο ότι ο Πλωτίνος πήρε ρητά θέση εναντίον του θεμελιώδους δόγματος της “αναστάσεως της σαρκός” (Βλ. Πλωτίνος, Εννεάδες, III, 6, 6).
Το ίδιο το κεντρικό δόγμα του Χριστιανισμού, του Θεού που ενσαρκώνεται, παραμένοντας αληθινός Θεός και γινόμενος συγχρόνως αληθινός άνθρωπος, δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό από τον Πλωτίνο, ούτε ως προς τη ριζοσπαστική του σημασία ως ιστορικού γεγονότος, ούτε ως προς τη μεταφυσική και θεολογική του σημασία.
Ο Πλωτίνος απέρριπτε επίσης τη διδασκαλία περί δημιουργίας του κόσμου με τη βιβλική έννοια, καθώς και την αντίληψη του απόλυτου προνομίου που δίνεται στον άνθρωπο — και επομένως τον ανθρωποκεντρισμό.
Ούτε μπορούσε να δεχθεί τη διδασκαλία της υπερφυσικής Χάριτος.
Ο Πλωτίνος επιθυμούσε, αντιθέτως, να οδηγήσει τον άνθρωπο στο να γίνει Θεός μόνο με τις δυνάμεις του λόγου (λόγος).
Παρέμενε βαθιά πεπεισμένος ότι οι δυνάμεις του ανθρώπου είναι επαρκείς για να τον οδηγήσουν να γίνει Θεός, ενωνόμενος με Αυτόν.
Η μυστική ένωση με τον Θεό, δηλαδή η επίτευξη του ύψιστου σκοπού του ανθρώπου, δεν πραγματοποιείται —όπως θα δούμε— μέσω μιας υπερφυσικής χάριτος, αλλά μέσω μιας φυσικής πνευματικής ενέργειας, η οποία εντάσσεται στην κυκλική διαλεκτική της εκπόρευσης και της επιστροφής προς το Απόλυτο (Για περαιτέρω εμβάθυνση στο ευρύ και περίπλοκο ζήτημα των πηγών και της ιστορικής και θεωρητικής γένεσης της πλωτινικής σκέψης, βλέπε τη βιβλιογραφία που παρατίθεται στον τόμο Χ, στη σχετική ενότητα.).
Δεύτερη ενότητα
Το σύστημα του Πλωτίνου και οι ερμηνευτικοί κανόνες για την ερμηνεία των «Εννεάδων»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου