Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2025

Giovanni Reale - ΠΛΑΤΩΝ (88)

 Συνέχεια από: Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2025

Giovanni Reale
ΠΛΑΤΩΝ
XIV

ΜΕΓΑΛΕΣ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΕΜΒΛΗΜΑΤΙΚΟΙ ΜΥΘΟΙ ΠΟΥ ΕΚΦΡΑΖΟΥΝ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΕΙΝ ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΠΡΩΜΕΝΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ

Οι μεταφορές της τρύπιας ψυχής και του χαραδρίου
Ο μύθος του σπηλαίου
Η μεταστροφή από το σκοτάδι στο φως
Ο μύθος της επιλογής της ζωής και της μοίρας
Οι εσχατολογικοί μύθοι και οι τύχες των ψυχών
και η μεγάλη μεταφορά του κινδύνου της πίστης


Οι μεταφορές της τρύπιας ψυχής και του χαραδρίου

ΣΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ είχα την ευκαιρία να δείξω, από περισσότερες από μία πλευρές, τη καθοριστική λειτουργία του μύθου στον Πλάτωνα. Η θέση του Hirsch, σύμφωνα με την οποία στα ζητήματα που αφορούν τη ζωή του ανθρώπου ο καθαρός λόγος δεν φτάνει σε συμπεράσματα και επομένως καθίσταται αναγκαίος ο μύθος, όπως ήδη σημείωσα, αν διορθωθεί και διατυπωθεί «με το σωστό μέτρο», αγγίζει το κέντρο του ζητήματος. Σε αυτή τη σφαίρα, η μυθο-λογία φέρνει τον άνθρωπο πολύ πιο κοντά στην αλήθεια απ’ ό,τι μια καθαρή «λογο-λογία», όπως φάνηκε και στην ερμηνεία της ιστορίας.

Πράγματι, σε αυτό το πλαίσιο, ο μύθος γίνεται έκφραση επίσης μιας «πίστης» ή, όπως λέει ρητά ο Πλάτων, μιας «ελπίδας» (έλπις). Όπως θα δούμε αμέσως, ο μύθος αποτελεί, θα μπορούσαμε να πούμε, μια μορφή λογικά θεμελιωμένης πίστης: απέναντι σε ορισμένα προβλήματα, ο λόγος αναζητεί την ολοκλήρωσή του στον μύθο, όπως και ο μύθος αναζητεί διαύγαση, αποσαφήνιση και στήριγμα στον λόγο.

Όπως ήδη είπα παραπάνω, αλλά και σε άλλα έργα μου, και όπως είναι σωστό να διευκρινιστεί και εδώ, ο μύθος που χρησιμοποιεί συστηματικά ο Πλάτων είναι πολύ διαφορετικός από τον προφιλοσοφικό μύθο, δηλαδή από τον μύθο που λειτουργούσε πριν ο άνθρωπος αναπτύξει τον λόγο. Ο μύθος στη νέα πλατωνική του μορφή δεν υποτάσσει τον λόγο, αλλά τον διεγείρει και τον γονιμοποιεί και, κατά κάποιον τρόπο, τον εμπλουτίζει.

Μάλιστα, όπως θα δούμε, πρόκειται για έναν μῦθο που, τη στιγμή ακριβώς της δημιουργίας του, επαναπροσδιορίζεται και περιορίζεται στα φανταστικά του στοιχεία, προκειμένου να αξιοποιηθούν πλήρως οι υπαινικτικές και μαγικά γοητευτικές του δυνάμεις.

Θα δούμε πώς ο Πλάτων το διατυπώνει με ακρίβεια σε διάφορους διαλόγους.

Ξεκινώ από έναν πρώτο μύθο, που παρουσιάζεται με ένα σύνθετο παιχνίδι ιδιαίτερα όμορφων μεταφορών, λιγότερο γνωστό σε ορισμένες πτυχές του, αλλά μεγάλης σημασίας και εξαιρετικής επικαιρότητας: πρόκειται για τον μύθο και τις μεταφορές που μπορούν να αποδώσουν με τελειότητα και το Είναι του σύγχρονου ανθρώπου, παιδιού του «αχόρταγου καταναλωτισμού δίχως όρια», με όλες τις συναφείς συνέπειες που καλά γνωρίζουμε.

Ο Πλάτων φέρνει στο προσκήνιο τον Καλλικλή, ένα πρόσωπο δημιουργημένο από τη φαντασία του, έκφραση του ανθρώπου της αχαλίνωτης διαφθοράς, του ασύδοτου ανθρώπου, δηλαδή του τύπου εκείνου του ανθρώπου που έχει χάσει την αίσθηση της οντολογικής και αξιολογικής αξίας της ελληνικής «σωφροσύνης», της «μετριοπάθειας», της «αυτοκυριαρχίας». Και τον καλεί σε μια θαυμάσια δραματουργική κατασκευή, ακριβώς για να καταστήσει πιο σαφή, μέσω του παιχνιδιού της αντίθεσης, την εικόνα του αληθινού ανθρώπου που ενσαρκώνει με απόλυτη τελειότητα το «μέτρο».

Για να είναι ευτυχισμένος, λέει ο Καλλικλής, ο άνθρωπος πρέπει να ζει σύμφωνα με τη φύση και όχι σύμφωνα με τους νόμους: δεν πρέπει να υπηρετεί κανέναν, αλλά να είναι κύριος όλων και πάντων των πραγμάτων. Δεν πρέπει μόνο να μη συγκρατεί τις επιθυμίες και τα πάθη του, αλλά να τα αφήνει να αυξάνονται όσο το δυνατόν περισσότερο, μέχρι να φτάσουν στο αποκορύφωμά τους, ώστε να μπορέσει να τα ικανοποιήσει πλήρως.

Η θέση ότι η «ασυδοσία»είναι κάτι αισχρό θα έπρεπε να θεωρείται ψευδής και έχει επινοηθεί από εκείνους που είναι ανίκανοι να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες τους, επειδή δεν διαθέτουν την αναγκαία δύναμη να το κάνουν. Η εξύμνηση της «σωφροσύνης» και της «δικαιοσύνης» δεν θα ήταν τίποτε άλλο παρά μια έκφραση αυτοάμυνας εκ μέρους εκείνων που στερούνται δύναμης και ανδρείας.

Επομένως, η θέση του Καλλικλή είναι η εξής:

Η τρυφή, η ακολασία και η ελευθερία, εάν βρεθούν σε ευνοϊκές συνθήκες, αποτελούν την αρετή και την ευτυχία· όλα τα άλλα δεν είναι παρά στολίδια, συμβάσεις ανθρώπων ενάντια στη φύση, λόγια που δεν αξίζουν απολύτως τίποτα (Γοργίας, 492 C).

Άρα, πραγματικά ευτυχισμένοι είναι μόνο εκείνοι που έχουν πολλές και μεγάλες ανάγκες και επιθυμίες και που είναι σε θέση να τις ικανοποιήσουν με κάθε δυνατό τρόπο.

Και να, το σημείο όπου, με υπέροχους μύθους και μεταφορές, ο Πλάτων ανατρέπει αυτή τη θέση του Καλλικλή:

Σωκράτης – Άρα, δεν είναι αλήθεια πως εκείνοι που δεν έχουν καμία ανάγκη είναι ευτυχισμένοι!

Καλλικλής – Πράγματι· με αυτόν τον τρόπο, οι πέτρες και οι νεκροί θα ήταν οι πιο ευτυχισμένοι!

Σωκράτης – Όμως, και όπως εσύ υποστηρίζεις, η ζωή είναι φοβερή. Και δεν θα μου έκανε εντύπωση αν ο Ευριπίδης έλεγε την αλήθεια όταν είπε:

Ποιος μπορεί να ξέρει αν το να ζεις δεν είναι να πεθαίνεις και αν το να πεθαίνεις δεν είναι να ζεις;


Και εμείς, στην πραγματικότητα, ίσως είμαστε νεκροί. Έχω ακούσει, μάλιστα, από σοφούς, πως τώρα είμαστε νεκροί και πως το σώμα είναι για μας ένας τάφος· και ότι αυτό το μέρος της ψυχής όπου βρίσκονται τα πάθη είναι τέτοιο που υποκύπτει στις γοητείες και αλλάζει εύκολα κατεύθυνση, πότε προς τα πάνω και πότε προς τα κάτω.

Κι ένας ευφυής άνθρωπος, Σικελός ή ίσως Ιταλός, μιλώντας με εικόνες, άλλαξε ελαφρώς τον ήχο του ονόματος και αποκάλεσε αυτό το μέρος της ψυχής «πιθάρι», γιατί είναι ευάλωτο και ευκολόπιστο, και αποκάλεσε «ανόητους» όσους δεν είναι μυημένοι· και είπε πως το μέρος της ψυχής αυτών των ανόητων, όπου κατοικούν τα πάθη και που είναι χωρίς μέτρο και χωρίς συγκράτηση, μοιάζει με ένα «τρύπιο πιθάρι», θέλοντας έτσι να απεικονίσει την αχορταγιά του, την αδηφαγία του.

Και, αντίθετα απ’ ό,τι λες εσύ, Καλλικλή, έδειξε πως από εκείνους που βρίσκονται στον Άδη (τον αποκαλεί έτσι, τον αόρατο κόσμο), οι πιο δυστυχισμένοι είναι οι αμύητοι· και πως είναι αναγκασμένοι να κουβαλούν νερό μέσα στο «τρύπιο πιθάρι» χρησιμοποιώντας ένα «κόσκινο», κι αυτό επίσης τρύπιο. Και το «κόσκινο», σύμφωνα με εκείνον τον σοφό – όπως μου το μετέφερε αυτός που μου το διηγήθηκε – είναι η ψυχή· και παρομοίαζε την ψυχή των ανόητων με κόσκινο, γιατί είναι σαν να έχει τρύπες, αφού δεν μπορεί να κρατήσει τίποτα εξαιτίας της απιστίας και της λησμονιάς της.

Αυτές οι εικόνες είναι, βέβαια, κάπως παράξενες, αλλά εκφράζουν πολύ καλά αυτό που θέλω να σου αποδείξω, για να σε πείσω – αν μπορώ – να αλλάξεις γνώμη και να επιλέξεις, αντί για την άμετρη, την ασύδοτη και αχαλίνωτη ζωή, τη ζωή την καλά τακτοποιημένη, την καλορρυθμισμένη ζωή, που είναι ικανοποιημένη με ό,τι έχει. Αλλά θα μπορέσω, άραγε, να σε πείσω να αλλάξεις γνώμη και να σε κάνω να πιστέψεις πως οι μετρημένοι άνθρωποι είναι πιο ευτυχισμένοι από τους έκλυτους, ή μήπως, ακόμη κι αν σου διηγηθώ πολλούς άλλους παρόμοιους μύθους, δεν θα αλλάξεις άποψη;

Καλλικλής – Αυτή σου η τελευταία φράση, Σωκράτη, είναι η αληθινή.

Σωκράτης – Ε, λοιπόν, θέλω να σου αναφέρω μια άλλη εικόνα, προερχόμενη από το ίδιο σχολείο με τις προηγούμενες. Σκέψου και τις δύο μορφές ζωής – του σώφρονα και του ασύδοτου – αν μπορείς να τις συγκρίνεις με τις καταστάσεις δύο ανθρώπων, καθένας από τους οποίους έχει πολλά πιθάρια· ο ένας τα έχει γερά και γεμάτα, άλλα με κρασί, άλλα με μέλι, άλλα με γάλα, και πολλά άλλα με διαφορετικά πολύτιμα και δυσεύρετα υγρά. Αυτός, λοιπόν, αφού τα γέμισε, δεν θα είχε πια ανάγκη να ρίχνει άλλο υγρό μέσα ούτε να τα φροντίζει, αλλά θα μπορούσε να ζει ήσυχα.

Φαντάσου, αντίθετα, ο δεύτερος να μπορεί μεν να βρίσκει τα υγρά, αλλά πάντα με δυσκολία, και, επιπλέον, τα δοχεία του να είναι τρύπια και φθαρμένα, έτσι που να είναι υποχρεωμένος να τα γεμίζει συνεχώς, μέρα και νύχτα, για να αποφύγει τις πιο μεγάλες οδύνες. Λοιπόν, αν έτσι είναι η ζωή του καθενός απ’ αυτούς, θα πεις πως είναι ευκολότερη η ζωή του ασύδοτου ή πιο ευτυχισμένη η ζωή του σώφρονα; Με αυτά που λέω σε πείθω να δεχθείς πως η τακτοποιημένη ζωή είναι καλύτερη από την ασύδοτη, ή όχι;

Καλλικλής – Δεν με πείθεις, Σωκράτη. Γιατί εκείνος που έχει όλα τα πιθάρια του γεμάτα δεν νιώθει πια καμία ηδονή και καταντά, όπως σου έλεγα πριν, να ζει σαν πέτρα· και αφού έχει γεμίσει τα πιθάρια του, δεν έχει πια ούτε πόνο ούτε ηδονή. Μα η ηδονή της ζωής έγκειται σε αυτό: στο να ρίχνει κανείς όσο το δυνατόν περισσότερο μέσα στα πιθάρια.

Σωκράτης – Μα τότε, δεν είναι αναγκαίο ότι, αν ρίχνεις πολύ, πολύ και θα χάνεται, και πως τα ανοίγματα για τη διαρροή θα είναι μεγάλα;

Καλλικλής – Βεβαίως.


Σωκράτης – Μιλάς, λοιπόν, για μια ζωή όμοια με εκείνη του χαραδρίου, πολύ διαφορετική από τη ζωή ενός νεκρού ή μιας πέτρας! (Γοργίας, 492 E-494 B).

Οι μεταφορές του «τρύπιου πιθαριού» και του «κοσκινιού» είναι από μόνες τους απολύτως σαφείς. Αυτό που απομένει να εξηγηθεί είναι η μεταφορά του «χαραδρίου». Πρόκειται για ένα πουλί (με τα χαρακτηριστικά με τα οποία παρουσιάζεται) που έχει δημιουργηθεί από τη ελληνική φαντασία (αν όχι από τον ίδιο τον Πλάτωνα) και παρουσιάζεται εδώ ως μια πραγματικά εμβληματική εικόνα: είναι, πράγματι, ένα πουλί που φαντάζεται κανείς ως εξαιρετικά λαίμαργο, σε τέτοιο βαθμό ώστε να συνεχίζει να τρώει και να αποβάλλει ασταμάτητα.

Αποτελεί, λοιπόν, την εικόνα του ανθρώπου που έχει πλέον χάσει ολοκληρωτικά την αίσθηση της «σωστής μετριοπάθειας», της «σωστής μεσότητας», το νόημα της αρετής της «σωφροσύνης» και της «αυτοκυριαρχίας» του λόγου πάνω σε όλα τα ένστικτα. Δεν έχει κάποια ομοιότητα αυτή η εικόνα του «χαραδρίου» με ορισμένους τρόπους ζωής του σημερινού ανθρώπου, παιδιού του ανεξέλεγκτου, αχόρταγου καταναλωτισμού και της επιθυμίας να αποκτά τα πάντα χωρίς όριο;

Δεν υπάρχουν σχόλια: