Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2025

Ο Σωκράτης και η γέννηση της δυτικής έννοιας της ψυχής (10)

Συνέχεια από: Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2025

Ο Σωκράτης και η γέννηση της δυτικής έννοιας της ψυχής 7

Πρώτο Μέρος
Κεφάλαιο δεύτερο


Οι σωκρατικές θέσεις της σκωτσέζικης σχολής του St. Andrews

1. Η πρώτη θέση και το ζήτημα του λογοτεχνικού ρεαλισμού του Πλάτωνα

Στην ερμηνεία του Σωκράτη που διαμόρφωσαν οι Burnet και Taylor (Στη σωκρατική ιστοριογραφία τα ονόματα των δύο μελετητών σχηματίζουν παραδοσιακά ένα αδιάσπαστο δίδυμο, καθώς και οι δύο εργάστηκαν πάνω στην ερμηνεία του Σωκράτη με πλήρη ενότητα προθέσεων. Για τη συγκεκριμένη συμβολή του καθενός από αυτούς βλ. F. Sarri, John Burnet, la sua opera e il significato della sua interpretazione di Socrate, στο Interpretazione di Socrate, σσ. 17 κ.ε. Στο παρόν θα αναφερθούμε κυρίως στα έργα του Burnet, τα οποία, σε αντίθεση με εκείνα του Taylor, είναι πολύ λιγότερο διαδεδομένα.) μπορεί κανείς να διακρίνει μια λογοτεχνική προϋπόθεση (στην οποία συνδέεται μια ιδιόμορφη πρόταση λύσης στο αιώνιο ζήτημα των πηγών) και μια καθαρά φιλοσοφική συνέπεια.

Η λογοτεχνική προϋπόθεση ή, αν προτιμά κανείς, η πρώτη θέση συνίσταται στην πεποίθηση ότι ο Πλάτων, εκτός από μεγάλος φιλόσοφος, υπήρξε επίσης μια προσωπικότητα προικισμένη με μια έντονη αίσθηση ιστορικής προοπτικής, η οποία έλειπε αντιθέτως από τον Αριστοτέλη. Καταρχάς, είναι αυτονόητο ότι «η αρχαία ιδέα της ιστορικής αλήθειας είναι τόσο διαφορετική από τη δική μας, ώστε δεν μπορούμε να ελπίζουμε πως θα βρούμε αυτό που ονομάζεται "αφηγηματική αντικειμενικότητα" σε έναν συγγραφέα όπως ο Πλάτων» (Burnet, Plato’s Phaedo, σ. XXX.). Όμως, «ακόμη κι αν ο Πλάτων δεν σταματά συχνά στην ιστορία της φιλοσοφίας όπως ήταν πριν από την εμφάνιση της ηθικής και επιστημολογικής έρευνας, κάθε φορά που το κάνει, αποδεικνύεται πάντοτε διαφωτιστικός, γιατί το καλλιτεχνικό του χάρισμα και η ικανότητά του να εισχωρεί στην ψυχή των άλλων ανθρώπων τού επιτρέπουν να περιγράφει τις αντιλήψεις των προηγούμενων φιλοσόφων με διεισδυτική ευφυΐα. Ο Πλάτων δεν προσπάθησε ποτέ να διαβάσει αδιανόητα νοήματα στα λόγια των προκατόχων του, εκτός κι αν το έκανε με ειρωνικό ή σκωπτικό τρόπο· είχε ένα ιστορικό αίσθημα που δεν είναι συνηθισμένο στον αρχαίο κόσμο» (Burnet, Early Greek Philosophy, London 1920, σ. 31).

Λοιπόν, αν έτσι έχουν τα πράγματα, λένε οι Σκωτσέζοι μελετητές, πώς μπορεί κανείς να πιστέψει ότι ο Πλάτων παραχάραξε τον ίδιο του τον δάσκαλο, κάνοντάς τον —ακόμη χειρότερα— μάσκα ή πρόσχημα για να προβάλλει δικές του διδασκαλίες; Και, όσον αφορά τον Φαίδων, πώς είναι δυνατόν να πιστέψει κανείς ότι ο Πλάτων παραποίησε την ιστορία των τελευταίων ωρών που ο δάσκαλός του έζησε πάνω σε αυτή τη γη, χρησιμοποιώντας τον για να εκθέσει νέες προσωπικές του δοξασίες; Αυτό θα ήταν προσβολή τόσο προς το καλό γούστο όσο και προς το φυσικό αίσθημα ευσέβειας. Διότι, αν ο Πλάτων είχε κάνει κάτι τέτοιο, θα το είχε πράξει εν πλήρει συνειδήσει, αφού δεν ήταν δυνατόν να είναι ασυνείδητος· ο Πλάτων ήξερε ασφαλώς πολύ καλά αν ο Σωκράτης είχε ή δεν είχε υποστηρίξει αυτές τις διδασκαλίες.

«Ομολογώ» —καταλήγει ο μελετητής— «ότι θα έπρεπε να θεωρήσω τον Φαίδωνα κάτι παραπάνω από μια απλή μυστικοποίηση, αν ήταν αληθινό έστω και το μισό από όσα συνήθως πιστεύονται γι’ αυτόν» (Burnet, Plato’s Phaedo, σσ. XI–XII.).

Ο Πλάτων, με λίγα λόγια, θα ήταν ο πραγματικός μεγάλος δάσκαλος του δυτικού ρεαλισμού και αυτό το χάρισμα το έθεσε κυρίως στην υπηρεσία της ανασύνθεσης της μορφής και της σκέψης του δικού του δασκάλου, γινόμενος, θα λέγαμε, ο «ευαγγελιστής» του Σωκράτη. Οι διάλογοι (με εξαίρεση εκείνους της προχωρημένης του ηλικίας, όπου πλέον ο Σωκράτης δεν είναι ο πρωταγωνιστής) (Taylor, Platone, σ. 578: «Ο Πλάτων αντιλήφθηκε ότι τα θέματα λογικής, κοσμολογίας και δικαίου, με τα οποία ασχολούνται αυτοί οι διάλογοι, δεν μπορούσαν να αναπτυχθούν από τον Σωκράτη χωρίς να παραμορφωθεί χονδροειδώς η ιστορική αλήθεια· από εδώ και η επιλογή άλλων προσώπων για τον κύριο ρόλο, με εξαίρεση τον Φίληβο, ο οποίος πραγματεύεται εκείνα τα ίδια ηθικά προβλήματα που, όπως ήδη έχει διαπιστωθεί στον Γοργία και στην Πολιτεία, αποτελούσαν την “ειδικότητα” του Σωκράτη. Βλ. επίσης Taylor, Socrate, σσ. 16–18».) θα ήταν, λοιπόν, «σωκρατικοί διάλογοι» με πλήρη δικαιοδοσία, όλοι —και όχι μόνο οι νεανικοί που παραδοσιακά φέρουν αυτό το όνομα (Burnet, Platonism, σ. 15: «Υπάρχουν, στην πραγματικότητα, δύο Πλάτωνες: υπάρχει ο νεαρός Πλάτων, που υπήρξε ένας μεγάλος δραματικός δημιουργός, του οποίου ο κύριος σκοπός ήταν να μας μεταδώσει ένα πορτρέτο του ιστορικού Σωκράτη· και υπάρχει ο Πλάτων της ώριμης ηλικίας, που φαίνεται να είχε χάσει την ικανότητα να αναπλάθει μια εποχή που είχε πλέον οριστικά παρέλθει, αλλά που ήταν ο επικεφαλής μιας σχολής και είχε να διδάξει μια δική του προσωπική φιλοσοφία».).

Γι’ αυτό ο Burnet, στηριζόμενος σε μια ασύγκριτη γνώση του sermo Platonicus, δεν χάνει ευκαιρία να υπογραμμίσει τη ρεαλιστική διάσταση και τη μιμητική φύση του πλατωνικού lógos sokratikós και, σχετικά με το ύφος του Πλάτωνα, διατυπώνει παρατηρήσεις που φαίνονται γραμμένες από τη γραφίδα ενός μεγάλου δασκάλου της στιλιστικής.

Παραλείποντας τις ακριβείς (και συχνά διαφωτιστικές) γλωσσικές παρατηρήσεις που είναι διάσπαρτες στις σημειώσεις των διαλόγων, περιοριζόμαστε εδώ να υπενθυμίσουμε τη σύγκριση που ο Burnet καθιερώνει ανάμεσα στην πρόζα του Πλάτωνα και εκείνη ενός μεγάλου ιστορικού όπως ο Θουκυδίδης. Ο τελευταίος βάζει στο στόμα των προσώπων του τα λόγια που ταιριάζουν καλύτερα στην κατάσταση στην οποία μιλούν (τὰ δέοντα), αλλά δεν φροντίζει να αποδώσει τον χαρακτήρα τους (τὰ προσήκοντα), έτσι ώστε μπορεί να ειπωθεί ότι τα ιστορικά του πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένου του Περικλή, μιλούν όλα σύμφωνα με το ίδιο ύφος.

Τα πρόσωπα των πλατωνικών διαλόγων, αντίθετα, ακόμη και τα δευτερεύοντα, έχουν πάντοτε τη δική τους προσωπικότητα και είναι γλωσσικά διαφοροποιημένα. Αυτός ο ρεαλισμός (ή, μάλλον, αυτή η ισχυρή ψευδαίσθηση της πραγματικότητας) θα αποτελούσε, σύμφωνα με τον Burnet, το ιδιαίτερο γνώρισμα της αφηγηματικής πρόζας του Πλάτωνα και, γενικότερα, της λογοτεχνίας του τέταρτου αιώνα σε σύγκριση με εκείνη του προηγούμενου αιώνα, όπως θα αποδεικνυόταν και από την απουσία πραγματικών αναχρονισμών (Πρβλ. Burnet, Plato’s Phaedo, σσ. XXX–XXXII.).

Εξάλλου, ο ίδιος ο Αριστοτέλης θα είχε συλλάβει με επιτυχία τη ρεαλιστική φύση των διαλόγων, όταν δηλώνει ότι ο λόγος σωκρατικός είναι ένα λογοτεχνικό είδος κοντινό στους μίμους του Σώφρονα και του Ξέναρχου (Πρβλ. Αριστοτέλης, Περὶ ποιητικῆς, 1447b 2 κ.ε.). «Πράγματι, οι διάλογοι του Πλάτωνα», καταλήγει ο Burnet, «είναι μίμοι, με αυτή τη διαφορά: ότι τα πρόσωπά τους είναι όλα πραγματικά και εύκολα αναγνωρίσιμα από το αναγνωστικό κοινό» (Burnet, Plato’s Phaedo, σ. XXXI. Πρβλ. Taylor, Varia Socratica, σσ. 54–55.).

Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την περίπτωση του Αριστοφάνη, του διάσημου κωμωδιογράφου. Ο καθένας έχει ή μπορεί να σχηματίσει μια πολύ ακριβή εικόνα για αυτόν τον συγγραφέα, για τον χαρακτήρα του και τις πεποιθήσεις του, διαβάζοντας άμεσα το έργο του. Λοιπόν, αν πάρουμε το λογοτεχνικό πορτρέτο του Αριστοφάνη που ο Πλάτων έχει σκιαγραφήσει στο Συμπόσιο, μπορούμε να αντιληφθούμε ότι παρουσιάζει μοναδικές και πολύ ακριβείς αντιστοιχίες με τον Αριστοφάνη που γνωρίζουμε από τις κωμωδίες.

«Ο Αριστοφάνης του Πλάτωνα είναι, επομένως», καταλήγει ο Burnet, «ο πραγματικός Αριστοφάνης, και αυτό ενισχύει τουλάχιστον την υπόθεση ότι ο πλατωνικός Σωκράτης μπορεί να είναι ο ιστορικός Σωκράτης» (Burnet, Plato’s Phaedo, σ. XXXIV.).

2. Η δεύτερη θέση: ο Σωκράτης ως θεμελιωτής της μεταφυσικής

Από αυτή την πρώτη θέση προκύπτει αμέσως, ως φιλοσοφική συνέπεια, η δεύτερη. Πράγματι, σύμφωνα με όσα έχουμε πει, ο Burnet και ο Taylor είναι ακράδαντα πεπεισμένοι ότι ο ιστορικός Σωκράτης δεν πρέπει να αναζητηθεί ούτε στη μαρτυρία του Ξενοφώντα ούτε σε εκείνη του Αριστοτέλη, αλλά στους διαλόγους του Πλάτωνα – και όχι μόνο στους νεανικούς, αλλά και σε εκείνους της ώριμης περιόδου, και γενικά σε όλους όσους εμφανίζεται ο Σωκράτης ως πρωταγωνιστής.

Ειδικότερα, στη βιογραφία και τη φιλοσοφία του Σωκράτη θα μπορούσαν να διακριθούν δύο φάσεις: η πρώτη, χαρακτηριζόμενη από μια κυρίως (αν και όχι αποκλειστικά) φυσικο-νατουραλιστική θεώρηση, και η δεύτερη, από την αναθεμελίωση της θεωρίας των Ιδεών σε μεταφυσικό και ηθικο-μεταφυσικό πλαίσιο – θεωρία την οποία ο Σωκράτης, άλλωστε, θα είχε αντλήσει από τους Πυθαγορείους (Όσον αφορά την προέλευση της θεωρίας των Ιδεών, ο Burnet (Early Greek Philosophy, σσ. 307–309· Greek Philosophy, σσ. 73–75· Platonism, σσ. 35–47) παραπέμπει κυρίως στη μαρτυρία του Πρόκλου: «Και οι Πυθαγόρειοι είχαν τη διδασκαλία των Ιδεών. Το αποδεικνύει ο ίδιος ο Πλάτων όταν, στον Σοφιστή, λέει ότι οι Ιταλιώτες φιλόσοφοι ήταν φίλοι των Ιδεών (τῶν εἰδῶν φίλους). Αλλά υπήρξε κυρίως ο Σωκράτης αυτός που έδωσε στις Ιδέες αξιοπρέπεια και αξίωσε με σαφήνεια την ύπαρξή τους» (In Platonis Parmenidem, σ. 149 Cousin). Για τον λόγο αυτό, σύμφωνα με τον μελετητή, όταν στον Φαίδων ο Σωκράτης μιλά για αυτή τη θεωρία με τους νεαρούς Πυθαγορείους, την αποκαλεί «η δική μας διδασκαλία» (75d2, 76d8, 78d1). Ενώ, όμως, οι Πυθαγόρειοι τοποθετούσαν τις Ιδέες ως υπερβατικά μαθηματικά πρότυπα, τα οποία τα αισθητά πράγματα «μιμούνται» (εἰκασία), ο Σωκράτης θα προτιμούσε να τις σκέφτεται ως ηθικά και αισθητικά παραδείγματα, που βρίσκονται μέσα στα πράγματα ή στα οποία τα πράγματα μετέχουν (παρουσία).). Ως όριο ανάμεσα στις δύο φάσεις προτείνεται το επεισόδιο του δελφικού μαντείου, τοποθετημένο λίγο πριν από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, στον οποίο ο Σωκράτης έλαβε μέρος ως γενναίος στρατιώτης.

Κατά την πρώτη φάση, ο Σωκράτης θα ήταν ο επικεφαλής μιας οργανωμένης φιλοσοφικής σχολής, του φροντιστηρίου που παρωδεί ο Αριστοφάνης στις Νεφέλες. Ήδη τότε ήταν πολύ διάσημος όχι μόνο για ορισμένες, ας πούμε, ιδιόρρυθμες στάσεις του, αλλά και για τη χρήση συγκεκριμένων διαλεκτικών μεθόδων και γενικότερα για τη «ανθρώπινη σοφία» του, στη βάση της οποίας υπήρχε μια αντίληψη για την ψυχή που, έξω από τον κύκλο των μαθητών του, φαινόταν αναμφίβολα παράξενη και, μάλιστα, κάπως γελοία.

Η δεύτερη φάση της ζωής του Σωκράτη, που άρχισε γύρω στο τριακοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του, χαρακτηρίστηκε από την ανάληψη της λεγόμενης «αποστολής» προς τους συμπολίτες του. Τότε, στον κύκλο των παλαιών μαθητών με τη στενή έννοια προστέθηκε μια ομάδα νεαρών ακολούθων, που γοητεύονταν από τους λόγους του Σωκράτη και που, συναναστρεφόμενοι μαζί του, ελπίζαν να ωφεληθούν για να στηρίξουν τις πολιτικές τους φιλοδοξίες.

Αυτή ακριβώς είναι η φάση που γνωρίζουμε καλύτερα, επειδή ο Πλάτων, έχοντας αποκτήσει άμεση προσωπική εμπειρία, θα είχε φροντίσει να την αφηγηθεί, με μεγάλη ευφυΐα και ιστορική διεισδυτικότητα, σχεδόν σε όλους τους διαλόγους του.

Αυτό σημαίνει, όπως μπορεί κανείς εύκολα να καταλάβει, ότι μεγάλο μέρος των δογμάτων που επί αιώνες, με ομόφωνη σχεδόν αναγνώριση, αποδίδονταν στον Πλάτωνα, θα έπρεπε αντίθετα να θεωρηθούν ως προσωπική επεξεργασία του Σωκράτη. Ειδικότερα, στον Σωκράτη θα ανήκαν η διδασκαλία της ανάμνησης που εκτίθεται στον Μένωνα, η διδασκαλία περί έρωτος που παρουσιάζεται στο Συμπόσιο και, κυρίως, η λεγόμενη θεωρία των Ιδεών, η οποία συζητείται αρχίζοντας από τον Φαίδωνα, η συναφής διδασκαλία περί αθανασίας της ψυχής και, σταδιακά, όλες οι άλλες πεποιθήσεις που συνήθως θεωρούνται πλατωνικές, εκτός από εκείνες των ύστατων διαλόγων (Το κείμενο-κλειδί για τους μελετητές αυτούς υπήρξε ο Φαίδων, του οποίου ο Burnet (που είναι επίσης και ο εκδότης ολόκληρου του Πλάτωνα στη Scriptorum Classicorum Bibliotheca Oxoniensis) δημοσίευσε μια ειδική έκδοση, συνοδεύοντάς την με μια εισαγωγή και ένα σχόλιο που έγιναν αμέσως κλασικά στη σωκρατική βιβλιογραφία. Ολόκληρος ο διάλογος, τόσο στη δομή όσο και στο περιεχόμενό του, θεωρείται αυθεντικά σωκρατικός. Κατά συνέπεια, η θεωρία των Ιδεών, στην οποία στηρίζονται σε διάφορο βαθμό οι αποδείξεις της αθανασίας της ψυχής που συζητά ο Σωκράτης, δεν θα ήταν πλατωνική, αλλά σωκρατική. Επειδή ο Αριστοτέλης, σύμφωνα με την παραδοσιακή ερμηνεία των χωρίων Μεταφυσικά Α 6, 987a· Μ 4, 1078b, αποδίδει στον Πλάτωνα την πατρότητα της θεωρίας των Ιδεών, ο Burnet και ο Taylor αμφισβήτησαν με επιτηδειότητα την ερμηνεία αυτών των χωρίων. Κατά την άποψή τους, ο Σταγειρίτης σκόπευε να αναφερθεί στους ημι-Πυθαγορείους και ημι-Ελεάτες της σχολής των Μεγαρέων, τους οποίους ο Πλάτων, στον Σοφιστή 248a4, ονομάζει τῶν εἰδῶν φίλοι, «φίλοι των ιδεών» (πρβλ. την προηγούμενη σημείωση). Ο Σωκράτης θα είχε γνωρίσει και αναπτύξει αυτή τη θεωρία, όπως αποδεικνύει κατά τρόπο σημαντικό ακριβώς το κείμενο του Φαίδωνος (πρβλ. Burnet, Plato’s Phaedo, σσ. XLIII–XLVIII, Taylor, Varia Socratica, σσ. 40–89· 178–267).).

Για τον λόγο αυτό, δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση ότι η παρουσίαση της φιλοσοφίας του Σωκράτη που κάνουν τόσο ο Burnet όσο και ο Taylor στα αντίστοιχα έργα τους καταλήγει, σε μεγάλο βαθμό, να γίνεται μια παρουσίαση αυτού που παραδοσιακά θεωρείται η φιλοσοφία του Πλάτωνα (Είναι η παρατήρηση που διατύπωσε ο Mario Dal Pra στην εισαγωγή της πλατωνικής μονογραφίας του Taylor (πρβλ. την Παρουσίαση στον τόμο που αναφέρεται παραπάνω, σ. 9, σημ. 3).). «Η συμβολή που έδωσε ο Πλάτων στη φιλοσοφία», γράφει ο Burnet, «είναι κάτι αρκετά μεγάλο ακόμη κι αν δεν λάβουμε υπόψη τη θεωρία των “μορφών” που συζητείται στον Φαίδωνα (Burnet, Plato’s Phaedo, σ. XLV.). Και αυτή η ιδιαίτερη συμβολή του Πλάτωνα πρέπει να αναζητηθεί στους λεγόμενους διαλεκτικούς διαλόγους, στους οποίους το ίδιο του το έμφυτο ιστορικό αίσθημα τού εμπόδισε —αφού πλέον είχε γίνει πραγματικός φιλόσοφος— να χρησιμοποιήσει τον Σωκράτη ως μάσκα για να εκφράσει τη δική του πρωτότυπη σκέψη. Αυτή θα ήταν ο λόγος για τον οποίο ο Σωκράτης έπαψε να είναι το κεντρικό πρόσωπο ή ακόμη και εξαφανίστηκε εντελώς από τη σκηνή του διαλόγου» (Taylor, Socrate, σσ. 19 κ.ε.: «Η αλήθεια φαίνεται να είναι ότι ο Πλάτων, όπως και ο Καντ, είναι ένας από εκείνους τους φιλοσόφους των οποίων οι πιο χαρακτηριστικές προσωπικές θέσεις επιτυγχάνονται μόνο στην ύστερη ωριμότητα. Πριν γίνει φιλόσοφος με μια δική του διδασκαλία και μια δική του σχολή, υπήρξε ένας μεγάλος δραματικός καλλιτέχνης και χρησιμοποίησε τα δραματικά του χαρίσματα για να δώσει ζωή στον Σωκράτη και τον κύκλο του για μια γενιά για την οποία, χωρίς αυτόν, δεν θα ήταν τίποτε περισσότερο από ονόματα».).

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: