Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2025

Εγώ (Ich), Εαυτός (Selbst) και Εγώ (Ego). Μια φιλοσοφική διερεύνηση 2

Συνέχεια από: Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2025


Εγώ (Ich), Εαυτός (Selbst) και Εγώ (Ego). Μια φιλοσοφική διερεύνηση 2

https://www.youtube.com/watch?v=ni57K1f4X7I&t=2821s


Μια συνομιλία με τον Jochen Kirchhof

… Αλλά τι είναι, λοιπόν, αυτό το Εγώ; Είναι μέσα στο σώμα; Πώς εδράζεται μέσα στο σώμα; Από τι εξαρτάται; Δεν μπορεί κανείς να το συλλάβει. Δεν είναι ένα ανθρωπάκι ή μια γυναικούλα που μπορεί κανείς να τραβήξει έξω από τον εγκέφαλο. Κι αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα. Πρέπει να προσεγγίσει κανείς αυτό το θέμα με προσοχή, με λεπτότητα. Αυτά, λοιπόν, είναι μόνο σύντομες πινελιές από την ιστορία του πνεύματος. Ο Φίχτε και ο Νίτσε εκπροσωπούν τις ακραίες θέσεις· ο Έκχαρτ βρίσκεται πάλι σε μια ιδιάζουσα θέση.

Πώς, λοιπόν, συνεχίστηκε αυτή η συζήτηση στη νεότερη φυσική επιστήμη;

Για παράδειγμα στη νευροφυσιολογία και στην έρευνα του εγκεφάλου. Εκεί υπάρχουν – αν θέλει κανείς – και ακραίες θέσεις, οι οποίες έχουν υποστηριχθεί. Ναι, είναι γνωστό, πολύ συζητημένο και εκλαϊκευμένο.
Δεν χρειάζεται καν να το κατονομάσει κανείς, γιατί στην πραγματικότητα το ξέρουν όλοι. Η ιδέα ότι το Εγώ δεν υπάρχει. Το ουσιαστικό είναι ο εγκέφαλος, αυτός υπάρχει, αλλά το Εγώ δεν υπάρχει καθόλου.

Τώρα, αυτό είναι φαινομενολογικά ούτως ή άλλως δύσκολο. Τι σημαίνει εδώ ότι το Εγώ δεν υπάρχει; Διότι αυτοί που το διακηρύσσουν, το διακηρύσσουν επίσης ως λογικά όντα-Εγώ. Δηλαδή, το αν το Εγώ, στο οντολογικό βάθος, είναι φαινόμενο ή πραγματικότητα, είναι φαινομενολογικά καταρχάς εντελώς αδιάφορο.

Ο καθένας ξεκινά έτσι κι αλλιώς από το δικό του Εγώ. Ακόμη και οι καθιερωμένοι νευροφυσιολόγοι το διακηρύσσουν ευχαρίστως: δεν υπάρχει ελευθερία της βούλησης, το Εγώ είναι ένα κατασκεύασμα.

Για την ίδια τη γνώση χρειάζονται οπωσδήποτε την ψευδαίσθηση του Εγώ. Τη χρειάζονται κι αυτοί, και φαινομενολογικά δεν μπορεί κανείς να τη διακρίνει. Πώς να τη διακρίνει; Υποκύπτω στην ψευδαίσθηση ότι είμαι ένα Εγώ, μήπως είμαι πράγματι ένα Εγώ; Είναι, κατά βάθος – μπορούμε να το πούμε και λίγο χαριτολογώντας – αδιάφορο.
Διότι πραγματικά είναι έτσι: εγώ, από τον εαυτό μου, υποφέρω, εγώ χαίρομαι, εγώ γνωρίζω, εγώ συζητώ. Και εκεί συζητείται κιόλας έντονα. Όταν συζητώ, χρησιμοποιώ και τη λογική, χρησιμοποιώ πνευματικές αρχές.
Αυτά είναι όντα-Εγώ που συζητούν. Βρίσκομαι ήδη σε ένα άλλο επίπεδο. Έτσι, η ιδέα ότι το Εγώ είναι απλώς μια εγκεφαλική κατασκευή φαίνεται κάπως παράλογη.


Από ποιον λοιπόν, και τι υποτίθεται ότι είναι αυτό; Το όλο πράγμα είναι μισοτελειωμένο. Είχα πει κάποτε χρόνια πριν, σαν ένα αστείο – το είχα πει με μια δόση ειρωνείας, μπορεί κανείς να το επαναλάβει – ότι η απλότητα αυτής της επιχειρηματολογίας μετά βίας έχει το επίπεδο ενός φιλοσοφικού προσεμιναρίου. Το ότι υπάρχουν συσχετίσεις – και πράγματι υπάρχουν συσχετίσεις ανάμεσα σε διεργασίες του εγκεφάλου και διεργασίες της συνείδησης – δεν σημαίνει καθόλου ότι το Εγώ με αυτή τη μορφή δεν υπάρχει.

Απλώς δεν λέει τίποτα. Το όλο ζήτημα παραμένει, όπως και πριν, τελικά ένα φιλοσοφικό ερώτημα. Και εκεί η νευροφυσιολογία με την αυστηρή έννοια δεν έχει τίποτα να συνεισφέρει.
Πρέπει να το πει κανείς εντελώς καθαρά. Δεν χρειάζεται να μπει καν σε όρους∙ απλώς δεν είναι αρμόδια. Είναι αρμόδια για ορισμένες συσχετίσεις – τις δείχνει, είναι ενδιαφέρον, μπορεί κανείς να το σκεφτεί, και δεν μπορεί να αρνηθεί ότι υπάρχουν – αλλά για την ίδια την ύπαρξη αυτού του αινιγματικού όντος-Εγώ μέσα μας δεν βρίσκει κανείς απολύτως καμία δήλωση.


Μηδέν. Ακόμη κι αν γράφονται βιβλία γι’ αυτό, όταν οι ενδιαφερόμενοι εμφανίζονται με πολλή αυτοπεποίθηση στο κοινό και νομίζουν ότι έχουν αποκτήσει βαθύτερη γνώση. Δεν συμβαίνει καθόλου κάτι τέτοιο.
Εντελώς απλά ειπωμένο: ναι, έτσι είναι. Αυτό μας οδηγεί ίσως ξανά στο θεματικό πεδίο του μονισμού και του δυϊσμού, δηλαδή της αντιπαράθεσης μεταξύ τους. Ναι, αυτό είναι σημαντικό και σε σχέση με το ζήτημα της βούλησης. Ο δυϊσμός δεν έχει καλή θέση.
Οι πνευματιστές τον απορρίπτουν, οι φυσικοί επιστήμονες επίσης τον απορρίπτουν. Γιατί να υπάρχουν δύο αρχές; Γιατί όχι μία; Τι σημαίνει αυτό στην πραγματικότητα; Ο περίφημος Τζον Έκλς, ο γιατρός και ερευνητής του εγκεφάλου, έγραψε ένα βιβλίο Το Εγώ και ο εγκέφαλός του· εκεί υποστηρίζει τη δυϊστική θέση. Υπάρχει δηλαδή ένα κέντρο-εαυτός που κατευθύνει τον εγκέφαλο: Το Εγώ και ο εγκέφαλός του.


Κανονικά ισχύει ότι όλα – όλα – έχουν, τρόπον τινά, νευρωνική βάση∙ η συνείδηση έχει νευρωνική βάση και έτσι η ελευθερία πάει περίπατο, το ζήτημα της βούλησης (το έχουμε ήδη συζητήσει), και έτσι θα εξαφανιζόταν και το Εγώ. Ναι, μια θλιβερή προοπτική, μια τελικά παράλογη προοπτική, γιατί στην πραγματικότητα δεν κερδίζεται τίποτα από αυτό. Για να μη μιλήσουμε για τις τεράστιες ψυχολογικές συνέπειες που έχει όταν το υποβάλλεις αυτό σε έναν άνθρωπο.
Του καταστρέφεις, λίγο-πολύ, εντελώς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Στο πλαίσιο των φυσικών επιστημών υπήρξαν επίσης εξελίξεις, για παράδειγμα στον χώρο της θεωρίας συστημάτων και σε όλη την οικολογική συζήτηση.

Εσύ έχεις πάρει κι εκεί αρκετά έντονα θέση και έχεις θέσει το οικολογικό ερώτημα σε μεγαλύτερο βάθος από μια άλλη σκοπιά. Γι’ αυτό ίσως μπορείς να μας εξηγήσεις πάλι πώς έγινε εκεί η αντιμετώπιση του ζητήματος του Εγώ, πώς υποτίθεται ότι δομείται το οικολογικό Εγώ και τι μπορεί να πει κανείς γι’ αυτό. Στη συζήτηση για την οικολογία, πολύ επηρεασμένη από τη θεωρία συστημάτων, επιτέθηκαν επίσης στο Εγώ.

Το Εγώ είναι η καταστροφή. Το Εγώ είναι το μοιραίο. Το ανθρώπινο Εγώ θα έπρεπε σχεδόν να αποσυρθεί μέσα στο φυσικό σύνολο.
Κάτι που, σε έναν βαθμό, είναι σωστό. Αλλά τότε διατύπωσαν ένα οικολογικό Εγώ. Θα μπορούσε κανείς να πει επίσης ένα βιοκεντρικό Εγώ.
Και πολλοί στοχαστές, όπως ο Γκρέγκορι Μπέιτσον, είπαν: το πνεύμα εν γένει είναι the pattern that connects. Είναι δηλαδή μόνο το συνδετικό μοτίβο. Δεν υπάρχει καθόλου αυτή η εγωικότητα.

Έτσι, μια εκστρατεία εναντίον του Εγώ, και μέσα στο οικολογικό κίνημα· ότι ο άνθρωπος είναι τελικά το ανώτερο ζώο. Και όλες οι πνευματικές ή μεταφυσικές συλλήψεις, πεποιθήσεις πίστης, σχεδόν υποπτεύονται ότι συνέβαλαν στο να υποδουλωθεί η φύση. Εγώ είμαι μεταφυσικά προσανατολισμένος.
Πιστεύω στη βαθιά ριζωμένη θεμελίωση της ανθρώπινης ύπαρξης, η οποία δεν εκκινεί από το φυσικο-αισθητό. Μόνο και μόνο που το σκέφτομαι έτσι, λένε ορισμένοι, είναι ήδη καταστροφικό, γιατί είναι τάχα ημι-γνωστικό. Και έτσι αρνούμαι ήδη τον φυσικό-αισθητό κόσμο, και έτσι οικοδομώ έναν υπερκόσμο, ο οποίος μακροπρόθεσμα οδηγεί στο να τον καταστρέψω.


Δεν το πιστεύω αυτό. Ένα νευρωτικό σχήμα μεταφυσικής – αυτό υπάρχει σε αφθονία. Υπάρχουν πολλά νευρωτικά σχήματα μεταφυσικής, αλλά αυτό δεν αποδυναμώνει καθόλου την ίδια τη γνήσια μεταφυσική.
Αυτό είναι τώρα πραγματικά απλοϊκά παράλογο. Πρέπει κανείς απλώς να το πει αυτό. Η οικολογική συζήτηση είναι επίσης αρκετά περιορισμένη και αμφίβολη.


Ταυτόχρονα, υπάρχει κι έπειτα μια θρησκευτική αντίληψη, που είναι πάλι κάτι εντελώς διαφορετικό. Εξαιτίας μιας ορισμένης συναισθηματικότητας κιόλας.

Με δυο λόγια, υπάρχει στην οικολογική συζήτηση και η ιδέα ενός οικολογικού Εγώ, αν και τα τελευταία χρόνια έχει περάσει εντελώς στο περιθώριο.
Αυτό εμφανίστηκε τη δεκαετία του εβδομήντα, του ογδόντα, ακόμη και του ενενήντα, και μετά την επανένωση και μετά την πτώση του Τείχους, ούτως ή άλλως… έχει στην πραγματικότητα στερέψει. Έχει ουσιαστικά στερέψει, υπάρχει πλέον ελάχιστα.
Και η συζήτηση γι’ αυτό στην πραγματικότητα δεν γίνεται πια, αλλά παρ’ όλα αυτά ήταν ενδιαφέρουσα. Υπήρξαν επίσης, νομίζω, πολλοί ενδιαφέροντες εκπρόσωποι, όχι μόνο ο Gregory Bateson, επίσης η Joanna Macy στην Αμερική, μια ηλικιωμένη κυρία, που ακόμη σήμερα κινείται σε αυτό το πεδίο. Κι αυτό το θέμα πάντα δέχεται επίθεση, ακόμη και όταν σε πνευματικούς κύκλους το φέρει κανείς στη συζήτηση.
Το έχω συχνά βιώσει αυτό, όταν βρέθηκα και σε διαλέξεις, σε συνέδρια και σε συμπόσια· όταν το λες, τότε εμφανίζεται ένας πολύ παράξενος τρόπος, εντελώς δυτικότροπος, περιοριστικός. «Αυτά τα έχουμε υπερβεί προ πολλού. Είμαστε πέρα από αυτά.»


Αγαπητέ Kirchhoff, έρχεστε τώρα ξανά με αυτό το ζήτημα του Εγώ; Μα είμαστε πέρα από αυτό. Οι άνθρωποι που μιλούν έτσι δεν είναι καθόλου πέρα από αυτό.

Κανένας δεν είναι πέρα από αυτό – εκτός αν είναι εντελώς υποκριτής. Υπάρχει σε όλη αυτή τη συζήτηση και μια πνευματική ανειλικρίνεια.
Διότι όταν οι άνθρωποι είναι ειλικρινείς, γνωρίζουν πολύ καλά ότι κατά βάση – όχι μόνο, αλλά κεντρικά – ενδιαφέρονται για τον εαυτό τους. Και δεν είναι λάθος να το κάνουν, εφόσον δεν ξεφεύγει και δεν εκτρέπεται παθολογικά. Είναι απλώς ανειλικρινές να μιλά κανείς για το μη-Εγώ με αυτή την έννοια, και ταυτόχρονα να στέκεται στον κόσμο ως Εγώ.
Κάτι έχει στραβώσει στη συζήτηση. Εμφανίζεται και μια υπεροψία ξαφνικά από εκείνους που νομίζουν ότι το γνωρίζουν. Και οι άλλοι υποβαθμίζονται.

Αυτό το έχω παρατηρήσει ξανά και ξανά. Ένα ερώτημα, που και στους βουδιστές δεν είναι καθόλου δευτερεύον. Ναι, έχουμε έτσι φτάσει στις σχετικά σύγχρονες συζητήσεις.
Θα ήθελα όμως να κάνω μια αναδρομή στην ιστορία και στην παράδοση. Αν πάρουμε για παράδειγμα τη βουδιστική παράδοση ή και τη φιλοσοφία Βεντάντα, είναι αιώνες και χιλιετίες ριζωμένες στη συνείδηση των ανθρώπων και καλλιεργούνται. Και εκεί, το ζήτημα του Εγώ ήταν πάντοτε ιδιαίτερα κεντρικό στην αντίστοιχη πρακτική.
Παίζει ρόλο πολύ σημαντικό για την ανάπτυξη εκεί. Γι’ αυτό η πρώτη ερώτησή μου: Πώς απαντιέται το ζήτημα του Εγώ στον βουδισμό, ή πώς τίθεται, θα μπορούσε να πει κανείς; Το ερώτημα του Εγώ στον βουδισμό είναι πολύ δύσκολο.


Ήταν ήδη δύσκολο την εποχή του ίδιου του Βούδα. Είναι το βασικό ερώτημα, που ήδη θίξαμε. Αν ξεκινήσουμε από την ιδέα της μετενσάρκωσης, ποιος ή τι μετενσαρκώνεται στην πραγματικότητα; Είναι ένας προσωπικός πυρήνας-Εγώ που συνεχίζεται; Κάτι τέτοιο μπορεί κανείς να το σκεφτεί. Μια ανώτερη Εγώτητα.
Εγώ μιλώ για Εγώ με κεφαλαίο. Ή μήπως δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια καρμική διαμόρφωση; Τότε εκείνος του οποίου είμαι ή θα είμαι μετενσάρκωση είναι στην ουσία συνδεδεμένος μαζί μου μόνο μέσω μιας συγγένειας. Δεν είναι πραγματικά ο ίδιος.
Και άρα μπορώ τότε να πω: «Θυμάμαι μια προηγούμενη μετενσάρκωση. Εγώ είμαι εκείνος.» Δεν είναι ένας εκείνος, αλλά ένας άλλος. Ή τι συμβαίνει;
Αυτό ήταν ήδη την εποχή του Βούδα ένα τεράστιο πρόβλημα. Υπήρξε επίσης κριτική προς τον Βούδα από υποστηρικτές της διδασκαλίας του Άτμαν. Άλλοι πάλι τον κατηγόρησαν ότι η διδασκαλία του είναι μηδενιστική.


Τι σημαίνει τότε αυτό; Αν το Νιρβάνα, η σβέση, πρέπει να είναι ο στόχος, τι ακριβώς είναι αυτό; Αλλά δεν είναι έτσι στον βουδισμό. Υπάρχει μια πολύ όμορφη, στον αρχαίο βουδισμό, μια όμορφη αναφορά από τον εξαιρετικό ινδολόγο και μελετητή Hans-Wolfgang Schumann, στο βιβλίο του Ο ιστορικός Βούδας. Και εκεί το διατυπώνει πολύ ξεκάθαρα, πώς τίθεται αυτό το ερώτημα στον βουδισμό.
Υπάρχουν επίσης διάφορες πεποιθήσεις γι’ αυτό. Στον γερμανικό βουδισμό υπήρξαν και υποστηρικτές που μιλούσαν για ένα ανώτερο Εγώ που μετενσαρκώνεται. Ο Schumann γράφει ότι υπάρχει μεν αναγέννηση, αλλά λόγω της απουσίας μιας ψυχής – το Άτμαν αρνείται ρητά –, δεν υπάρχει μετεμψύχωση με την έννοια μιας ψυχής.

Αναγέννηση χωρίς μετεμψύχωση – αυτό φαινόταν αντιφατικό από μόνο του. Αλλά ο Gautama, ο Βούδας, εξηγούσε ότι ο Widerspruch (η αντίφαση) υπάρχει μόνο όσο χρησιμοποιούμε στη σκέψη τις συνηθισμένες έννοιες της ουσίας. Όποιος προϋποθέτει ότι πρέπει να υπάρχει ένας συνεχής φορέας ή ο υπομείνας την αναγέννηση· όποιος νομίζει ότι η αναγέννηση σημαίνει πλήρη ταυτότητα του προσώπου σε όλες τις μορφές ύπαρξης, σε αυτόν φαίνονται το κάρμα και η μη-Εγώ-κενότητα ασυμβίβαστα.
Το ερώτημα της ταυτότητας στην αναγέννηση προκάλεσε ήδη πονοκέφαλο στους μαθητές του Βούδα – έτσι ήταν. Αυτό πυροδότησε μια ατελείωτη συζήτηση. Ακόμη περισσότερο στους οπαδούς άλλων σχολών.
Κατά τη διάρκεια ενός γύρου για ελεημοσύνη, ένας ασκητής, ο Κασάπα, απευθύνθηκε στον Βούδα για το πρόβλημα. Διασώζεται η συνομιλία. Είναι ο πόνος, Γκαουτάμα, αυτοπροκαλούμενος; Ή προκαλείται από κάποιον άλλον; Δηλαδή: είναι ο δράστης και ο μελλοντικός υπομείνας του κάρμα της πράξης ταυτόσημοι ή διαφορετικοί; Μεταξύ πλήρους ταυτότητας της αναγεννημένης ύπαρξης αφενός και πλήρους διαχωρισμού αφετέρου, βρίσκεται η αλήθεια στη μέση.

Ο καθένας καθορίζει με τις πράξεις ή τις προθέσεις του τη μετενσάρκωσή του, αλλά δεν είναι πλήρως ταυτόσημος με το ον που προκύπτει από αυτό. Το Εγώ ή το ίδιο είναι ένα φαινόμενο εμπειρίας, όχι κάτι ουσιαστικό, καμία οντότητα. Ο Βούδας παίρνει λοιπόν μια μεσαία θέση.

Απαντά ναι και όχι. Υποφέρω επειδή σε μια προηγούμενη ζωή – αν δεχθούμε αυτήν την ανταποδοτική αιτιότητα – έκανα πράγματα που οδηγούν σε αυτό. Αλλά δεν είμαι πραγματικά ο ίδιος.
Είμαι και δεν είμαι. Μια μεσαία θέση, λοιπόν, που υποστήριξε ο Βούδας. Πολύ δύσκολο να συλληφθεί νοητικά, πάρα πολύ δύσκολο.
Τι σημαίνει αυτό; Θα μπορούσε κανείς αφελώς να πει: εφόσον υπάρχει μετενσάρκωση, υπάρχουν στην ουσία δύο δυνατότητες. Ή το Εγώ μεταφέρεται, ή είναι απλώς ένας άλλος. Και τότε τι είναι η μνήμη, αν τελικά είναι ένας άλλος; Ποια η σύνδεση από τον έναν στον άλλον;


Στον βουδισμό είναι ένα πολύ δύσκολο ζήτημα. Επιπλέον, και αυτό το αναφέρω μόνο ακροθιγώς, υπάρχουν και στον βουδισμό ρεύματα που απορρίπτουν μια κυριολεκτική μετενσάρκωση. Για παράδειγμα, στην παράδοση Κάγκιου του θιβετιανού βουδισμού, στην οποία ανήκει ο Κάρμαπα, δεν γίνεται δεκτό ότι ο Κάρμαπα είναι ταυτόσημος με τον προηγούμενο Κάρμαπα· αντιθέτως, υποστηρίζεται ότι υπάρχει μια αρχή του νου που συνεχίζεται.
Αλλά αυτό δεν είναι ταυτότητα του προσώπου, πρέπει να το πούμε κι αυτό. Υπάρχει κι αυτό. Πολλοί δεν το γνωρίζουν, το καλύτερο.
Αφού λοιπόν ρίξαμε μια σύντομη ματιά στη βουδιστική συζήτηση, η οποία επίσης δεν είναι απολύτως κλειστή, σε αντιδιαστολή βρίσκεται η ινδουιστική παράδοση. Γι’ αυτό η ερώτηση: πώς σχετίζονται κατά κάποιο τρόπο το Μπράχμαν και το Άτμαν στην Βεντάντα; Τελικά, Μπράχμαν και Άτμαν είναι ταυτόσημα, Μπράχμαν και Άτμαν. Αυτό όμως επίσης δεν είναι τόσο σαφές.


Διαβάζει συχνά κανείς κείμενα που υποδηλώνουν ότι τελικά το άτομο είναι και αυτό μια ψευδαίσθηση. Αλλά διαφορετικά· το άτομο εκτείνεται ήδη μέχρι το θεμέλιο του κόσμου και είναι σε κάποιο βαθμό ταυτόσημο με το θεμέλιο του κόσμου. Αν μεταφράσει κανείς το Μπράχμαν, όπως γινόταν παλιότερα, ως «κοσμική ψυχή», τότε είμαστε ξανά στο ερώτημα: πώς σχετίζεται η ατομική ψυχή με την κοσμική; Είναι κατά κάποιον τρόπο – όπως εκφράζεται και στον Τζορντάνο Μπρούνο – η ίδια η κοσμική ψυχή.

Σε αυτό το μέτρο, και το άτομο είναι Μπράχμαν ή το ίδιο το Μπράχμαν. Αυτό συγχωνεύεται σε ένα. Δεν μπορεί κανείς να το διακρίνει τόσο καθαρά.

Και αυτό θυμίζει τότε πάλι, με έναν παράξενο τρόπο, τον Μάιστερ Έκχαρτ. Δεν μπορεί κανείς να το πει έτσι, τόσο επιγραμματικά. Είναι πάντα δύσκολο – πρέπει κανείς, ακόμη κι αν ίσως είναι κουραστικό, σε αυτά τα ερωτήματα να αποφεύγει τις επιγραμματικές ταξινομήσεις.

Κανείς μιλάει πρόθυμα για αυτό το ερώτημα, επειδή έχει μια βασική πεποίθηση. Αλλά το όλο πράγμα είναι πολύ σύνθετο και όχι απλό. Πρέπει να το πει κανείς αυτό.

Μια «σβέλτη» απάντηση, που θα μπορούσε να τη δώσει κανείς βιβλιογραφικά σαν διδακτικό κενό τύπο, δεν φέρνει απολύτως τίποτα. Δεν βοηθά κανέναν. Πρέπει κανείς να σταθεί σοβαρά απέναντι στο ερώτημα.

Αυτό το ερώτημα μπορεί να το θέσει κανείς μόνο όταν ρωτήσει: ποιος είμαι εγώ; Όταν ο κάθε άνθρωπος επιχειρήσει έναν βαθύ αυτοέλεγχο: ποιος είμαι εγώ; Και τότε μπορεί να προχωρήσει. Τότε μπορεί κανείς επίσης να συσχετίσει με αυτό τις απαντήσεις που έχουν δοθεί. Ορισμένες όψεις, εξάλλου, έχουν ήδη τεθεί.
Ναι, επιπλέον το Εγώ είναι πάντα επίσης το Εσύ και το Εμείς. Ένα καθαρό Εγώ, ένας καθαρός αυτοέλεγχος της ίδιας της εγωικότητάς του μπορεί επίσης να δρα – και να είναι κυριολεκτικά – παθολογικός. Δεν υπάρχει λοιπόν καθόλου Εγώ χωρίς το Εσύ και χωρίς το Εμείς.
Κατ’ αρχήν. Αυτό θα ήταν απλώς παθολογικό. Το καθαρό Εγώ είναι παθολογικό.


Επιπλέον, οι άνθρωποι, όταν υποφέρουν, συχνά υποφέρουν από τον εαυτό τους. Το Εγώ, όταν ο άνθρωπος είναι αντιμέτωπος με τον εαυτό του, μόνο με τον εαυτό του, μόνος, τότε το Εγώ είναι ένα φορτίο βαρύ σαν τόννος. Το Εγώ είναι ένα αδιανόητο βάρος μέσα στη σιωπή.
Παραλυτικό. Συχνά. Χωρίς το Εμείς και χωρίς το Εσύ, κατά κάποιο τρόπο το Εγώ καταρρέει.


Ναι, έτσι έχουμε ασχοληθεί τώρα, τρόπον τινά, με ορισμένες απαντήσεις και διαπιστώσαμε επίσης ότι χρειαζόμαστε μια ήρεμη και νηφάλια πρόσβαση σε αυτό το ερώτημα, ότι, δηλαδή, με γρήγορες απαντήσεις δεν προχωράμε εδώ. Γι’ αυτό σε ρωτώ τώρα, στο επόμενο θεματικό πεδίο, για τις ιδέες που εσύ ο ίδιος έχεις αναπτύξει περαιτέρω. Έχεις επίσης μιλήσει πάντα για τη σχέση του μικρού Εγώ και του μεγάλου Εγώ στα έργα σου, και ίσως μπορείς να μας πεις λίγα πράγματα γι’ αυτό.
Ναι, έχω υποστηρίξει την ιδέα ότι υπάρχει τρόπον τινά ένα μεγάλο Εγώ, με κεφαλαίο, δηλαδή ένα Εγώ πίσω από το Εγώ, κατά κάποιο τρόπο. Θα μπορούσε κανείς επίσης να πει ένα Εαυτό, και τότε βρισκόμαστε πάλι σε αυτούς τους όρους: τι είναι στην πραγματικότητα ο Εαυτός; Και έχω επίσης, σε ορισμένα συμφραζόμενα, διατυπώσει τον όρο του κοσμικού Anthropos. Δηλαδή ο κοσμικός άνθρωπος πίσω από τον αισθητό-φυσικό άνθρωπο.


Αλλά αυτά είναι οπωσδήποτε πολύ δύσκολα ερωτήματα. Με απασχόλησαν για πολύ καιρό και παίζουν επίσης μεγάλο ρόλο στα βιβλία μου. Ασχολήθηκα, για παράδειγμα, και στο βιβλίο Ο Άλλος Κόσμος – Προσέγγιση στην Πραγματικότητα (Die Anderswelt – Annäherung an die Wirklichkeit) με το ερώτημα ανθρώπων που υπερβαίνουν τα όρια, που εξουδετερώνουν το Εγώ.

Μέσω ορισμένων ασκήσεων, μέσω ψυχοδραστικών ουσιών, μέσω συγκεκριμένων μορφών διαλογισμού μπορεί το Εγώ να ξεπεραστεί κατά έναν τρόπο που αρχικά είναι εκπληκτικός. Το Εγώ μπορεί να διασταλεί. Το Εγώ αποκτά ξαφνικά μια εντελώς διαφορετική δύναμη και ένταση, πράγμα που γνωρίζουμε και σε σωματικό επίπεδο – μεταξύ άλλων από τον Χέρμαν Σμιτς –, ότι μπορώ επίσης να είμαι πολύ «εκτεταμένος».

Δηλαδή η επέκταση στο χώρο. Μπορεί κανείς σχεδόν να πει ότι το Εγώ είναι επίσης έξω. Όπου ρίχνω το βλέμμα μου, εκεί βρίσκομαι κι εγώ.
Το Εγώ δεν βρίσκεται μόνο μέσα, αλλά το Εγώ είναι κατά κάποιο τρόπο και έξω. Όταν κοιτάζω κάπου, τότε βρίσκομαι επίσης, κατά κάποιο τρόπο, εκεί. Το Εγώ ακτινοβολεί μέσα στον κόσμο, επειδή είναι επίσης «κοσμο-περιέχον».

Είναι επίσης ενδιαφέρον το πότε ανακαλύπτουν τα παιδιά – ας πάμε για λίγο στα παιδιά – πότε ανακαλύπτουν τα παιδιά το Εγώ; Κάπου ανάμεσα στα 2 και 3. Διαφέρει. Μερικά λένε ήδη στα 2 κάποια στιγμή «Εγώ», αλλά σε αυτή τη φάση συλλαμβάνουν τον εαυτό τους ως Εγώ. Χρησιμοποιούν βέβαια ακόμη εν μέρει το ίδιο τους το όνομα, αλλά κάποια στιγμή λένε επίσης «Εγώ».
Και τότε, όπως έχει επισημάνει ο Zigeung, είναι επίσης σε θέση να σχεδιάσουν έναν κύκλο πλήρως. Και αυτό είναι ενδιαφέρον. Όταν ο άνθρωπος είναι σε θέση να σχεδιάσει έναν πλήρη κύκλο, τότε συλλαμβάνει τον εαυτό του ως Εγώ και είναι επίσης για τον εαυτό του Εγώ.


Αυτό είναι ήδη ένα πολύ αποφασιστικό σημείο. Και όταν ο άνθρωπος συλλογίζεται τι συμβαίνει με τη δική του γίγνεσθαι-Εγώ, τότε περιέρχεται σε πολύ μεγάλες δυσκολίες – αυτό το έχουμε ήδη υπαινιχθεί προηγουμένως. Αυτό το ερώτημα με έχει απασχολήσει πολύ, επίσης σε συνάφεια με τις λεγόμενες υπερπροσωπικές εμπειρίες: πώς είναι στην πραγματικότητα με την υπέρβαση του Εγώ και πώς γεννιέται το Εγώ; Μπορεί κανείς καθόλου να επιστρέψει πίσω από το ίδιο του το Εγώ; Στην Άλλη Πραγματικότητα άνοιξα το βιβλίο με μια φράση: «Θεωρούμε στ’ αλήθεια τον εαυτό μας γεννημένο;» Ναι, αλλά αυτό είναι ένα συγκεκριμένο ερώτημα, που είναι πράγματι ουσιώδες.

Μπορούμε να κατανοήσουμε και να συλλάβουμε τον εαυτό μας ως γιγνόμενο Εγώ; Κατά κάποιον τρόπο όχι. Αν και κάθε νύχτα, στον ονειρικά άδειο βαθύ ύπνο, χάνουμε επίσης αυτό το Εγώ. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι βρισκόμαστε πλήρως πέρα από κάθε συνείδηση.

Δεν συμβαίνει αυτό. Υπάρχει πράγματι μια συνείδηση στον ονειρικά άδειο βαθύ ύπνο. Αλλά πρώτα-πρώτα, ο άνθρωπος, όταν ξυπνά στο όνειρο, ξυπνά σε ένα ονειρικό Εγώ, που είναι εντελώς διαφορετικό, όχι ταυτόσημο.

Αυτό είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο πεδίο. Και εκεί συνεχίζει ως εξής – θα το διαβάσω σύντομα, την αρχή της Άλλης Πραγματικότητας, γιατί το χρησιμοποίησα ως αφετηρία, με τον τίτλο: «Στοχασμός πάνω στο αξιοθαύμαστο γεγονός ότι βρισκόμαστε μέσα στη σάρκα και πώς θα μπορούσαμε να έχουμε βρεθεί εκεί». Βρίσκω πάντα αξιοθαύμαστο το ότι οι άνθρωποι βασανίζονται με τον θάνατο και ερευνούν με απληστία πληροφορίες που τους καθιστούν σαφές ότι κάπως συνεχίζεται.
Αλλά πολύ λιγότερο συχνά θέτουν το ερώτημα της ενσάρκωσης γενικά. Ωστόσο αυτό δεν μπορεί να το χωρίσει κανείς από εκείνο. Λοιπόν, θεωρούμε στ’ αλήθεια τον εαυτό μας γεννημένο;
Πιστεύουμε πράγματι στη γέννησή μας; Ελάχιστοι άνθρωποι το κάνουν. Συνήθως δεν αμφιβάλλουν ότι είναι εδώ, ότι η ίδια τους η γέννηση είναι ή ήταν ένα πραγματικό γεγονός.
Και όμως, αυτό το τόσο συμπαγές και αναμφίβολα πραγματικό γεγονός δρα παράξενα μη-πραγματικό όταν το κοιτάζει κανείς από την εσωτερική πλευρά. Έτσι είναι απλώς, εκτός αν, σε ορισμένα συμφραζόμενα – αυτό υπάρχει, π.χ. στο rebirthing και σε άλλες πρακτικές –, είναι κανείς σε θέση να βιώσει εκ νέου πραγματικά τη δική του γέννηση.


Ακόμη πιο μη-πραγματική φαίνεται η εμβρυακή, η ενδομήτρια ύπαρξη, και ως εντελώς μη-πραγματικό τίθεται το πριν από τη σύλληψη και η ίδια η σύλληψη. Πού είναι το ον-Εγώ; Είναι παρόν; Ή αναδύεται τότε; Είναι εγκλεισμένο; Τι είναι αυτό στην πραγματικότητα;
Καμιά ανθρώπινη συνειδητότητα ως συνειδητότητα, δηλαδή ως ο εαυτός της, δεν μπορεί να κατανοήσει σοβαρά τον εαυτό της ως γεννημένο. Α, όποιος τώρα λέει: «Μπορώ εγώ.»
Δύσκολο. Δεν μπορεί. Δεν μπορεί να συλλάβει τον εαυτό του ως γεννημένο.


Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: