Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2025

ENRICO BERTI Η ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ 1

ENRICO BERTI
Η ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ 1


Περίληψη

Το άρθρο ξεκινά με μια επισκόπηση της χρήσης της αναλογίας από τον Αριστοτέλη στα συγγράμματά του περί φυσικής, ηθικής, βιολογίας και ποιητικής. Σε αυτά τα συμφραζόμενα, η αναλογία δηλώνει την ταυτότητα των σχέσεων μεταξύ πραγμάτων που διαφέρουν μεταξύ τους, όπως σε μια μαθηματική αναλογία. Η «αναλογία κατ’ αναλογίαν» έχει οριζόντια δομή, στην οποία δεν υπάρχει ιεραρχία ή προτεραιότητα, ούτε οντολογική ούτε λογική, ανάμεσα στους διαφορετικούς όρους.

Στη συνέχεια δείχνεται ότι η «σχετική συνωνυμία» ή «η συνωνυμία σε σχέση προς ένα», την οποία οι μεσαιωνικοί σχολαστικοί ονόμασαν «αναλογία κατ’ απόδοσιν», είναι εντελώς διαφορετική από την αναλογία, καθώς εφαρμόζεται σε διαφορετικά είδη πραγμάτων τα οποία ενοποιούνται από το γεγονός ότι το καθένα περιέχει μια αναφορά ή σχέση — αλλά πάντοτε διαφορετική — προς το ίδιο πράγμα· για παράδειγμα, προς την ουσία, προς την οποία όλες οι άλλες κατηγορίες αναφέρονται ή σχετίζονται με διαφορετικούς τρόπους. Η δομή αυτή είναι κάθετη, αφού υπάρχει πάντοτε κάτι ανώτερο (η ουσία), το οποίο έχει και οντολογική και λογική προτεραιότητα, και κάτι κατώτερο (οι άλλες κατηγορίες).

Ο Αριστοτέλης μιλά μερικές φορές για την αναλογία ως έναν ιδιαίτερο τύπο ομοιότητας· για παράδειγμα, όταν συγκρίνει τα ζώα που δεν περπατούν με τα φυτά· και καθώς τα ζώα είναι ανώτερα από τα φυτά, η κάθετη διάσταση της ομοιότητας συνδυάζεται με την οριζόντια διάσταση της αναλογίας κατ’ αναλογίαν. Το άρθρο καταλήγει επισημαίνοντας έναν ορισμένο τύπο αναλογίας κατ’ αναλογίαν ανάμεσα στον ανθρώπινο νου, ο οποίος απολαμβάνει την ευδαιμονία κατά διαστήματα, και στον πρώτο ακίνητο κινητήρα, ο οποίος την απολαμβάνει πάντοτε.

Aristotelica 1 (2022), pp. 5-27

1. Σημασία της αναλογίας


Έχω ασχοληθεί συχνά με την αναλογία στον Αριστοτέλη, γι’ αυτό είναι αναπόφευκτο, πραγματευόμενος το θέμα ακόμη μία φορά, να επαναλάβω μερικά από τα πράγματα που έχω ήδη πει ή γράψει. Για αυτό ζητώ συγγνώμη και δεσμεύομαι να πω και κάτι καινούργιο, αν όχι ως πληροφορία, τουλάχιστον ως γενική αξιολόγηση του προς εξέταση θέματος.¹
Θεωρώ χρήσιμο να υπενθυμίσω πριν απ’ όλα τη σημασία που ο Αριστοτέλης αποδίδει στον όρο «ἀναλογία», ακόμη κι αν πρόκειται για πράγμα πλέον πολύ γνωστό. Όπως προκύπτει από το Index Aristotelicus του Hermann Bonitz, ο Αριστοτέλης κάνει πολύ συχνή χρήση των όρων ἀναλογία και ἀνάλογον, αποδίδοντάς τους πάντοτε την ίδια σημασία, δηλαδή εκείνη της «αναλογίας» με τη μαθηματική έννοια, ήτοι της «ισότητας λόγων» (ἰσότης λόγων) μεταξύ διαφορετικών όρων. Ο όρος απαντά με την ίδια σημασία ήδη στον Πλάτωνα², και είναι εύλογο να υποθέσει κανείς ότι ήταν κοινός στη χρήση της ελληνικής γλώσσας της εποχής, ιδίως στο λεξιλόγιο των μαθηματικών.
Παραθέτω μόνο μερικά από τα χωρία στα οποία ο Αριστοτέλης πραγματεύεται την αναλογία· αυτά ανήκουν σε διαφορετικά συμφραζόμενα, λογικού, φυσικού, βιολογικού, ηθικού και ακόμη και ποιητικού χαρακτήρα, για να δείξω τη σταθερότητα της παραπάνω σημασίας και για να αντλήσουμε από τα παραδείγματα με τα οποία ο Αριστοτέλης την εικονογραφεί την ύψιστη δυνατή σαφήνεια ως προς αυτήν.
Μπορούμε να θεωρήσουμε λογικού χαρακτήρα (ή διαλεκτικού με την αρχαία έννοια του όρου) το χωρίο από το βιβλίο V (Δ) της Μεταφυσικής αφιερωμένο στους διάφορους σημασιακούς τρόπους του «ἑνὸς», όπου ο Αριστοτέλης γράφει:
«Μερικά πράγματα είναι ένα (ἕν) κατ’ ἀριθμόν, άλλα κατ’ εἶδος, άλλα κατὰ γένος, άλλα κατ’ ἀναλογίαν· κατ’ ἀριθμόν εκείνα των οποίων η ὕλη είναι μία, κατ’ εἶδος εκείνα των οποίων ένας είναι ὁ λόγος, κατὰ γένος εκείνα των οποίων το σχήμα τῆς κατηγορίας είναι το ίδιο, κατ’ ἀναλογίαν εκείνα που έχουν μεταξύ τους τη σχέση που έχει κάτι άλλο προς κάτι άλλο (ὡς ἄλλο πρὸς ἄλλο).»³
Η αναλογία λοιπόν παρουσιάζεται εδώ ως ένας τύπος ενότητας, εκείνης που λαμβάνει χώρα ανάμεσα σε περισσότερα πράγματα τα οποία βρίσκονται το ένα σε σχέση προς το άλλο, σχηματίζοντας ζεύγη στα οποία ισχύει πάντοτε ο ίδιος λόγος, ακριβώς όπως στη μαθηματική αναλογία: a:b = c:d. Ο Αριστοτέλης προσθέτει ακόμη ότι δεν ανήκουν όλα τα πράγματα που συγκροτούν μια ενότητα αναλογίας στο ίδιο γένος· γι’ αυτό η ενότητα της αναλογίας εμφανίζεται ως ο ευρύτερος απ’ όλους τύπος ενότητας, ικανός να περιλάβει ακόμη και πράγματα που ανήκουν σε διαφορετικά γένη μεταξύ τους.
Στο πεδίο της φυσικής ο Αριστοτέλης αναφέρει την αναλογία για να εξηγήσει τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα σε δύο ταχύτητες με τις οποίες ένα σώμα διασχίζει δύο διαφορετικά μέσα, τον αέρα και το νερό. Αυτή η σχέση — λέγει — είναι η ίδια που ισχύει ανάμεσα στην πυκνότητα (ή τη διάλυση, το αντίθετο της πυκνότητας) των δύο μέσων, ώστε «ο ίδιος λόγος (τὸν αὐτὸν λόγον) που υπάρχει ανάμεσα στον αέρα και στο νερό, υφίσταται και ανάμεσα στη μία και στην άλλη ταχύτητα», και αυτή η σχέση ονομάζεται «αναλογία». Ας υποθέσουμε, εξηγεί ο Αριστοτέλης, ότι η διάλυση του αέρα είναι διπλάσια από εκείνη του νερού· τότε ο χρόνος που χρειάζεται ένα σώμα για να διασχίσει το νερό θα είναι διπλάσιος από τον χρόνο που χρειάζεται για να διασχίσει τον αέρα, και έτσι η ταχύτητα με την οποία διασχίζει τον αέρα θα είναι διπλάσια από εκείνη με την οποία διασχίζει το νερό. Ο λόγος ανάμεσα στις δύο διαλύσεις, δηλαδή το διπλάσιο, είναι ο ίδιος που υφίσταται ανάμεσα στις δύο ταχύτητες. Εδώ έχει ενδιαφέρον η ρητή υπογράμμιση του Αριστοτέλη σχετικά με την ταυτότητα του λόγου που παρεμβαίνει ανάμεσα στους διάφορους όρους· αυτή, λοιπόν, αποτελεί το θεμελιώδες χαρακτηριστικό της αναλογίας.
Στην ηθική ο Αριστοτέλης προσφεύγει στην αναλογία για να εξηγήσει τη διανεμητική δικαιοσύνη. Όλοι συμφωνούν — λέγει — ότι στις διανομές (των βραβείων, των τιμών ή των εξουσιών) το δίκαιο πρέπει να κρίνεται σε σχέση με την αξία, δηλαδή με το αξίωμα, ακόμη κι αν δεν συμφωνούν όλοι για το τι είναι αξία. Γι’ αυτό το δίκαιο είναι κάτι ανάλογο (ἀνάλογόν τι), διότι το ανάλογο δεν αποτελεί ιδιότητα μόνο του αριθμού που αποτελείται από μονάδες (μοναδικοῦ), αλλά αποτελεί ιδιότητα του αριθμού γενικά, αφού η αναλογία είναι «ισότητα λόγων» (ἰσότης λόγων) και υπάρχει κατ’ ἐλάχιστον μεταξύ τεσσάρων όρων.
Ο «αριθμός που αποτελείται από μονάδες» είναι προφανώς ο αριθμητικός αριθμός, ενώ ο αριθμός γενικά είναι καθετί που είναι μετρήσιμο ή δεκτικό να σχετισθεί προς κάτι άλλο σύμφωνα με έναν ορισμένο λόγο. Η αναλογία, επομένως, ισχύει για καθετί που βρίσκεται σε σχέση προς κάτι άλλο σύμφωνα με κάποιον λόγο, και συνίσταται ακριβώς στην ταυτότητα των λόγων που υπάρχουν ανάμεσα σε ζεύγη διαφορετικών όρων· δηλαδή κατ’ ελάχιστον ανάμεσα σε δύο ζεύγη, τα οποία δίνουν τέσσερις όρους.
Ο Αριστοτέλης στη συνέχεια διακρίνει ανάμεσα σε ασυνεχή αναλογία, όπως εκείνη που μόλις αναφέρθηκε, και σε συνεχή αναλογία, η οποία υπάρχει όταν ο δεύτερος όρος του πρώτου ζεύγους συμπίπτει με τον πρώτο του δευτέρου (a:b = b:c). Και διακρίνει ανάμεσα σε αριθμητική αναλογία, η οποία υπάρχει όταν ο λόγος εν προκειμένω είναι απλώς η διαφορά (a–b = c–d), και σε γεωμετρική αναλογία, η οποία υπάρχει σε κάθε άλλο είδος λόγου (a:b = c:d). Και εδώ ο Αριστοτέλης υπογραμμίζει ότι ο λόγος που υπάρχει μέσα στα ζεύγη των όρων πρέπει να είναι ο ίδιος (ὁ λόγος ὁ αὐτός).⁷ Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η αναλογία σημαίνει λοιπόν εκείνο που εμείς ονομάζουμε «προportion».
Το ίδιο ακριβώς νόημα επανέρχεται και στην Ποιητική, όπου ο Αριστοτέλης, προκειμένου να ορίσει τη μεταφορά, υπενθυμίζει τον ορισμό της αναλογίας, η οποία βρίσκεται στη βάση της μεταφοράς, με τον ακόλουθο τρόπο:
«Λέγω το ανάλογο όταν το δεύτερο βρίσκεται στην ίδια σχέση (ὁμοίως ἔχῃ) προς το πρώτο, και το τέταρτο προς το τρίτο».⁸
Ως παραδείγματα πραγμάτων που βρίσκονται στον ίδιο λόγο, παραθέτει το κύπελλο προς τον Διόνυσο και την ασπίδα προς τον Ἄρη, όπου προφανώς ο ίδιος λόγος συνίσταται στο ότι το αντικείμενο είναι σύμβολο της θεότητας· όπως επίσης και το γήρας που βρίσκεται προς τη ζωή όπως το δειλινό προς την ημέρα,⁹ όπου ο ίδιος λόγος συνίσταται στο ότι το γήρας και το δειλινό βρίσκονται στο τέλος της αντίστοιχης περιόδου.
Είναι περιττό να παραθέσουμε όλους τους τύπους αναλογίας που περιγράφει ο Αριστοτέλης στα βιολογικά του έργα — των οποίων τον κατάλογο μπορεί κανείς να βρει στο Index του Bonitz — όπως για παράδειγμα ότι η ραχοκοκαλιά βρίσκεται προς το ψάρι όπως το οστό προς τον άνθρωπο, ή ότι το πρόσθιο άκρο βρίσκεται προς τα άλλα θηλαστικά όπως ο βραχίονας προς τον άνθρωπο, ή ότι το νύχι βρίσκεται προς τα πολυδάκτυλα όπως το χέρι προς τον άνθρωπο, ή ότι το έμμηνο υγρό βρίσκεται προς το θηλυκό όπως το σπέρμα προς το αρσενικό. Πράγματι, η αναλογία αποτέλεσε για τον Αριστοτέλη ένα ερευνητικό εργαλείο μεγάλης χρησιμότητας, επειδή του επέτρεψε να εξηγήσει τη διαμόρφωση και τη λειτουργία πολλών μερών των ζώων βάσει της αναλογίας τους με τα μέρη του ανθρώπου. Ο τελευταίος, ο άνθρωπος, όπως είναι γνωστό, αποτελούσε το σημείο εκκίνησης της εξήγησης, καθότι για τον Αριστοτέλη ήταν ο πλέον γνωστός όρος, δηλαδή ο περισσότερο άμεσα παρατηρήσιμος.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, όπως φαίνεται, η αναλογία είναι ταυτότητα λόγων που υπάρχουν μέσα σε ζεύγη όρων μεταξύ τους διαφορετικών, των οποίων το πρότυπο είναι η μαθηματική αναλογία. Ανάμεσα στα μεμονωμένα ζεύγη και στους μεμονωμένους όρους δεν υπάρχει καμία ιεραρχία, καμία προτεραιότητα, ούτε λογική ούτε οντολογική· δεν υπάρχει πρώτος όρος ούτε πρώτος λόγος, από τον οποίο να εξαρτώνται οι άλλοι ή προς τον οποίο να ακολουθούν. Με δυο λόγια, η αναλογία, για τον Αριστοτέλη, είναι μια δομή απολύτως οριζόντια. Επομένως, μπορεί να λεχθεί ότι, αν πάρουμε τον όρο «αναλογία» με την κατά γράμμα σημασία του, στον Αριστοτέλη δεν υπάρχει άλλη αναλογία πέρα από εκείνη που αργότερα ονομάστηκε «αναλογία κατὰ proportionalità». Από αυτήν την άποψη, συμμερίζομαι πλήρως τα αποτελέσματα των ερευνών που διεξήγαγαν ο Pierre Aubenque και ο Jean-François Courtine.¹⁰

2. Ἡ πρὸς ἕν οἰκειομένη ὁμωνυμία

Ο λόγος για την αναλογία στον Αριστοτέλη θα μπορούσε να τελειώσει στο σημείο αυτό, εάν μια επιβλητική φιλοσοφική παράδοση δεν θεωρούσε πάντως αριστοτελικής προελεύσεως και μίαν ἄλλην σημασία της αναλογίας, την αποκαλούμενη «αναλογία κατ’ ἀπόδοσιν» (ή κατὰ κατηγορίαν), δηλαδή έναν τύπο ενότητας που ο Αριστοτέλης θεωρητικοποιεί και καθιστά περίφημο, χωρίς ωστόσο να τον ονομάσει ποτέ με το όνομα της αναλογίας. Είναι, επομένως, αναγκαίο να μνημονεύσουμε και αυτόν τον τύπο ενότητας, αν και είναι σήμερα γνωστός σε όλους και υπήρξε αντικείμενο πλούσιας βιβλιογραφίας.
Δεν θα σταθώ, αντιθέτως, στην απαρχή της ταυτίσεως του νέου τύπου ενότητας θεωρητικοποιημένου από τον Αριστοτέλη — τον οποίο για λόγους ευχέρειας αποκαλώ «σχετική ὁμωνυμία» — με την αναλογία, ταύτιση η οποία πραγματοποιήθηκε δια της ρητής χρήσεως αυτού του όρου, διότι το θέμα είναι κάθε άλλο παρά σαφές και αποτελεί, υποθέτω, το αντικείμενο των εισηγήσεων που θα ακολουθήσουν. Περιορίζομαι να επισημάνω ότι, σύμφωνα με πρόσφατες γαλλικές μελέτες, αυτή η ταύτιση είχε πραγματοποιηθεί για πρώτη φορά από τον **Al-Farabi**¹¹, ενώ σύμφωνα με νεότερη μελέτη του πατρός Flannery θα μπορούσε να ανιχνευθεί ήδη στον **Αλέξανδρο τον Αφροδιέα¹².
Πρέπει να πω ότι η πρώτη πρόταση δεν μου είναι εντελώς προφανής, διότι σχετίζεται με αραβικούς όρους που θα έπρεπε να ισοδυναμούν με το ελληνικό ἀναλογία· και βρίσκω κάπως γενική τη δεύτερη, διότι υποθέτει ότι κατά τον Αλέξανδρο η σχέση ενός πράγματος προς ένα άλλο, που μνημονεύει ο Αριστοτέλης στην εικονογράφηση της ενότητας της αναλογίας (Metaph. Δ 6), αναφέρεται επίσης και στη σχετική ὁμωνυμία.

Ωστόσο, μένει το γεγονός ότι ο Thomas Aquinas δεν διστάζει να ονομάσει αναλογία και τη σχετική ὁμωνυμία, και ο σχολιαστής του, ο Cajetan, διευκρινίζει ότι πρόκειται για την «αναλογία κατ’ ἀπόδοσιν», διαφορετική από την «αναλογία κατὰ proportionalità (λόγον)». Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ταύτιση της σχετικής ὁμωνυμίας με την αναλογία συνέβη στην ανάπτυξη της νεοπλατωνικής παραδόσεως, τόσο της ελληνορωμαϊκής όσο και της αραβικής, διότι η σχετική ὁμωνυμία, προσφιλής στους νεοπλατωνικούς εξαιτίας της κατακόρυφης δομής της (την οποία θα δούμε σε λίγο), παρουσιάζεται από τον Αριστοτέλη ως περίπτωση ενότητας μεταξύ πραγμάτων που ανήκουν σε διαφορετικά γένη, όπως ακριβώς και η αναλογία.

Αλλά ας δούμε τι ακριβώς εννόησε ο Αριστοτέλης με την πρὸς ἕν οἰκειομένη ὁμωνυμία, και αυτό προκειμένου να διορθώσουμε τις ερμηνείες και τις μεταμορφώσεις στις οποίες υπέστη αυτή η διδασκαλία μέσα στην ιστορία του αριστοτελισμού. Στο περίφημο προοίμιο του βιβλίου IV (Γ) της Μεταφυσικής ο Αριστοτέλης δηλώνει ότι υπάρχει κάποια επιστήμη του ὄντος καθόσον είναι ὄν, αλλά το ὄν λέγεται με πολλούς τρόπους· και για να μπορέσει να γίνει αντικείμενο επιστήμης πρέπει να κατέχει κάποια ενότητα. Αυτή η ενότητα είναι δυνατή επειδή το ὄν δεν είναι εντελώς ὁμώνυμο (ὁμωνυμία είναι η κοινότητα του ονόματος μεταξύ πραγμάτων με διαφορετικό λόγο), αλλά οι πολλοί τρόποι με τους οποίους λέγεται είναι όλοι πρὸς ἕν, πράγμα επαρκές για να καταστεί δυνατή η επιστήμη του.
Για να εξηγήσει αυτό το είδος ενότητας, που ονομάσαμε ὁμωνυμία σχετική, ο Αριστοτέλης παραθέτει δύο διάσημα παραδείγματα, εκείνο του όρου «ὑγιεινόν» και εκείνο του όρου «ἰατρικόν». Κάτι λέγεται υγιεινό επειδή διαφυλάσσει την υγεία (όπως το κλίμα), ή επειδή την παράγει (το φάρμακο), ή επειδή είναι σημείο της (το χρώμα του προσώπου), ή επειδή είναι το υποδοχείο της (το σώμα)· έτσι όλα αυτά τα υγιεινά πράγματα, μολονότι ανήκουν σε διαφορετικά γένη, περιέχουν καθένα ένα ιδιαίτερο είδος αναφοράς, ή σχέσης, ή λόγου προς ένα και μόνον πράγμα, δηλαδή την υγεία, η οποία αποτελεί την ενότητά τους. Ομοίως, κάτι λέγεται ιατρικό επειδή κατέχει την ιατρική (ο γιατρός), ή επειδή είναι αποτελεσματικό σε σχέση προς αυτήν (η θεραπεία), ή επειδή είναι έργο της (η ίαση)· επομένως όλα αυτά τα πράγματα λέγονται ιατρικά επειδή περιέχουν το καθένα μια ιδιαίτερη αναφορά προς ένα μόνο πράγμα, δηλαδή την ιατρική.¹³ Και σε αυτή την περίπτωση έχουμε πράγματα διαφορετικού γένους, τα οποία ενοποιούνται από το γεγονός ότι καθένα τους περιέχει μια αναφορά σε ένα και το αυτό πράγμα, μόλο που αυτή η αναφορά είναι πάντοτε διαφορετική· στην περίπτωση των υγιεινών άλλοτε είναι το διαφυλάττειν, άλλοτε το παράγειν, άλλοτε το αποκαλύπτειν, άλλοτε το δέχεσθαι· στην περίπτωση των ιατρικών, άλλοτε είναι το κατέχειν, άλλοτε το ενεργείν, άλλοτε το προέρχεσθαι.[ΕΔΩ ΑΝΑΔΥΕΤΑΙ Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ. ΑΘΛΟΣ ΚΑΘΑΡΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΠΟΔΟΘΕΙ ΠΑΡΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΝΟΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ."Εν αρχη ήν ο Λόγος καί ο Λόγος ήν πρός τόν θεόν καί θεός ήν ο Λόγος. Ούτος ήν εν αρχή πρός τόν Θεόν, πάντα δι΄αυτού εγένετο καί χωρίς αυτού εγένετο ουδέ έν ό γέγονεν" Ο ΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ. ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΘΕΟ ΛΟΓΟ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕ ΣΤΟΥΣ ΑΘΗΝΑΙΟΥΣ Ο ΑΠ. ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΗ ΤΟΥ. ΓΡΗΓΟΡΑ ΟΜΩΣ ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΗΡΕ ΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΕΓΩ ΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ, ΕΠΙΝΟΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ. ΔΕΝ ΠΡΟΣΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΚΑΘΟΤΙ ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΕ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΜΕ ΤΗΝ ΧΑΡΙ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑΡΓΩΝΤΑΣ ΓΙΑ ΟΠΟΙΟΝ ΘΕΛΕΙ ΤΟ ΕΩΣΦΟΡΙΚΟ ΕΓΩ. ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕ ΤΙΣ ΓΝΩΣΤΕΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΑΚΙΝΑΤΗ, ΤΟΥ ΚΑΡΤΕΣΙΟΥ ΕΩΣ ΤΟΝ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ.]

Ε, το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με το ὄν:

«Κάποια πράγματα λέγονται όντα επειδή είναι οὐσίαι, άλλα επειδή είναι πάθη της οὐσίας, άλλα επειδή είναι οδός προς την οὐσία, ή φθοραί, ή στερήσεις, ή ποιότητες, ή ποιητικά αίτια, ή γενεσιουργά της οὐσίας, ή των πραγμάτων που σχετίζονται με την οὐσία.»¹⁴

Όπως προκύπτει από τα παραδείγματα των όρων «υγιεινό» και «ιατρικό», τα όντα που αντιστοιχούν στους διάφορους τρόπους κατά τους οποίους λέγεται το ὄν είναι όντα διαφορετικών γενών το ένα από το άλλο, και ενοποιούνται από το γεγονός ότι καθένα τους περιέχει μία αναφορά προς ένα και μόνο ὄν, που είναι η οὐσία. Και εδώ, όχι μόνο τα όντα ανήκουν σε διαφορετικά γένη μεταξύ τους, αλλά και η αναφορά που καθένα περιέχει προς την οὐσία είναι πάντοτε διαφορετική: άλλοτε είναι το είναι πάθος, άλλοτε το είναι οδός, άλλοτε το είναι φθορά ή στέρηση, άλλοτε το είναι ποιότητα, ή ποίηση, ή γένεση. Όπως γίνεται φανερό, πρόκειται για ενότητα παντελώς διαφορετική από την αναλογία· διότι η αναλογία, όπως είδαμε, είναι ταυτότητα — δηλαδή ενότητα — λόγων μεταξύ διαφορετικών πραγμάτων, ενώ η σχετική ὁμωνυμία είναι διαφορά λόγων και ενότητα, ή ταυτότητα, του όρου προς τον οποίο όλοι οι λόγοι αναφέρονται.
Ενώ στο παρατεθέν χωρίο του βιβλίου Γ τα όντα που αντιστοιχούν στους διάφορους τρόπους του λέγεσθαι το ὄν απαριθμούνται με τρόπο φαινομενικά άτακτο — κάτι που εδώ δεν μας ενδιαφέρει — σε ένα άλλο περίφημο χωρίο, από το βιβλίο V (Δ), ο Αριστοτέλης διευκρινίζει ότι λέγονται «ὄντα καθ’ αὑτά», δηλαδή όντα κυρίως και όχι κατ’ ἀτύχημα, «όλα όσα σημαίνουν τα σχήματα των κατηγοριών», δηλαδή όλα τα όντα που περιέχονται στις γνωστές κατηγορίες. Πράγματι διευκρινίζει ότι κάποια κατηγορήματα δηλώνουν «τὸ τί ἦν εἶναι», δηλαδή την ουσία, άλλα το ποιόν, άλλα το ποσόν, άλλα τη σχέση προς κάτι, άλλα το ποιεῖν ή το πάσχειν, άλλα το ποῦ ή το πότε.¹⁵ Εδώ μνημονεύονται οκτώ κατηγορίες· αλλού ο Αριστοτέλης μνημονεύει έξι ή τέσσερις, πράγμα που δείχνει ότι ο αριθμός δεν έχει σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι πρόκειται για τα ύψιστα γένη στα οποία υπάγονται όλα τα όντα, στα οποία αντιστοιχούν ισάριθμοι διαφορετικοί τρόποι τοῦ λέγειν τὸ εἶναι.
Επομένως, η πρὸς ἕν ὁμωνυμία που μνημονεύεται στο βιβλίο Γ εφαρμόζεται στο ὄν, επειδή εφαρμόζεται στα ύψιστα γένη του, δηλαδή στις κατηγορίες. Εκείνο που λέγεται ὄν κυρίως είναι πρώτα απ’ όλα η οὐσία, και όλα τα όντα που ανήκουν στις άλλες κατηγορίες (ποιότητα, ποσότητα, σχέση κτλ.) λέγονται επίσης ὄντα κυρίως, επειδή, μολονότι ανήκουν σε γένη διαφορετικά από την οὐσία και διαφορετικά μεταξύ τους, έχουν όλα μια σχέση — πάντοτε διαφορετική — προς την οὐσία: είναι ποιότητες της οὐσίας, ποσότητες της οὐσίας, σχέσεις της οὐσίας, πράξεις ή παθήσεις της οὐσίας, τόπος ή χρόνος της οὐσίας.
Ο Αριστοτέλης επαναλαμβάνει αυτή τη διδασκαλία στην αρχή του βιβλίου VII (Ζ), παραπέμποντας ρητά στο μόλις μνημονευθέν χωρίο του βιβλίου Δ. Επαναλαμβάνει ότι οι πολλοί τρόποι με τους οποίους λέγεται το ὄν αντιστοιχούν στις κατηγορίες, και τις παραδειγματίζει ως εξής: όταν λέμε τί ἐστίν κάτι, λέμε ότι είναι άνθρωπος ή θεός, δηλαδή οὐσία· όταν λέμε ότι κάτι είναι καλό ή κακό, θερμό ή λευκό, λέμε ποιότητα· όταν λέμε ότι είναι τριπῆχυ, λέμε ποσότητα. Αλλά και όταν δηλώνουμε το βαδίζειν, το καθῆσθαι ή το ὑγιαίνειν, δηλώνουμε όντα που ανήκουν σε διάφορες κατηγορίες. Και όλα αυτά τα πράγματα — καταλήγει ο Αριστοτέλης — είναι όντα, επειδή υπάρχει κάτι που υπόκειται σε αυτά, το «ὑποκείμενον», και αυτό είναι ένα ἄτομον, δηλαδή η οὐσία.¹⁶
Αλλά στο βιβλίο Ζ ο Αριστοτέλης προχωρεί περαιτέρω: δηλώνει ότι η οὐσία είναι το πρώτο ὄν, διότι λέγεται ὄν «ἁπλῶς», δηλαδή χωρίς αναφορά σε κάτι άλλο, ενώ τα όντα όλων των άλλων κατηγοριών λέγονται όντα με αναφορά προς την οὐσία. Η οὐσία — συνεχίζει — είναι πρώτη τόσο ως προς τον λόγο (δηλαδή τον ορισμό), όσο και ως προς τη γνώση, όσο και ως προς τον χρόνο. Είναι πρώτη ως προς τον λόγο διότι στον ορισμό κάθε άλλου πράγματος περιέχεται η μνεία της οὐσίας· είναι πρώτη ως προς τη γνώση, διότι θεωρούμε ότι γνωρίζουμε κάθε πράγμα όταν γνωρίζουμε ποια είναι η οὐσία στην οποία ανήκει· και είναι πρώτη ως προς τον χρόνο, διότι κανένα άλλο πράγμα δεν είναι χωριστό από την οὐσία, δηλαδή δεν μπορεί να υπάρξει ανεξάρτητα από την οὐσία, ενώ η οὐσία μπορεί να υπάρξει και χωρίς καθεμιά από τις προσόψεις της.¹⁷ Συνεπώς, οι κατηγορίες δεν βρίσκονται όλες στο ίδιο επίπεδο: υπάρχει μία που είναι πρώτη σε σχέση με τις άλλες, δηλαδή αποτελεί όρο ή αρχή τους, τόσο από λογική-γνωσιολογική άποψη (ορισμός και γνώση), όσο και από οντολογική (χρόνος, δηλαδή ύπαρξη).
Αυτό έχει αποσαφηνιστεί μια για πάντα από εκείνον που πρώτος έφερε στο προσκήνιο τη διδασκαλία της πρὸς ἕν οἰκειομένης ὁμωνυμίας, αποκαλώντας την dottrina del focal meaning (θεωρία της εστιακής σημασίας), δηλαδή τον G.E.L. Owen. Αυτός παρατήρησε ότι, ενώ στις Κατηγορίες η οὐσία απολαμβάνει μόνο οντολογικής προτεραιότητος έναντι των λοιπών κατηγοριών, στη Μεταφυσική, δηλαδή στη διδασκαλία της σχετικής ὁμωνυμίας, απολαμβάνει προτεραιότητα τόσο οντολογική όσο και λογική.¹⁸ Η τελευταία συνίσταται — καλό είναι να το επαναλαμβάνουμε — στο ότι η μνεία της οὐσίας περιέχεται στον ὁρισμό όλων των άλλων κατηγοριών· για παράδειγμα, το βαδίζειν είναι ὄν, επειδή ορίζεται ως πράξη που πραγματοποιείται από οὐσία, δηλαδή από άνθρωπο.
Η πρὸς ἕν οἰκειομένη ὁμωνυμία, επομένως, δεν δηλώνει μια σχέση, θα λέγαμε, οριζόντια, αλλά μια σχέση που μπορεί να θεωρηθεί κάθετη· διότι σε αυτήν υπάρχει κάτι που βρίσκεται «πάνω», η οὐσία, και κάτι «κάτω», οι άλλες κατηγορίες.
Όλη αυτή η διδασκαλία συνοψίζεται από τον Αριστοτέλη σε άλλο περίφημο χωρίο του βιβλίου Ζ, όπου, καθώς πρέπει να εφαρμόσει και στο «λέγειν τὸ τί ἦν εἶναι» τον ίδιο κανόνα που έχει ήδη εφαρμόσει στο «λέγειν τὸ ὄν», αρχίζει πρώτα δηλώνοντας τον παραλληλισμό ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις και έπειτα υπενθυμίζει ρητά τον κανόνα που εφαρμόστηκε στο «λέγειν τὸ ὄν». Ιδού το προοίμιο:

«Καὶ τὸ τί ἦν εἶναι ὡσαύτως ὑπάρξει πρώτως καὶ ἁπλῶς τῇ οὐσίᾳ, εἶτα δὲ ταῖς ἄλλαις, ὥσπερ καὶ τὸ τί ἐστιν· οὐχὶ γὰρ τί ἐστιν ἁπλῶς, ἀλλὰ τί ἐστι ποιόν ἢ ποσόν.»¹⁹
Αυτό σημαίνει ότι, όταν θέλει κάποιος να ορίσει μια οὐσία, αρκεί να πει την οὐσία της «ἁπλῶς», δηλαδή χωρίς να προσθέσει τίποτα· ενώ όταν θέλει να ορίσει μια ποιότητα ή μια ποσότητα, πρέπει να πει στον ορισμό της ότι είναι ποιότητα ή ποσότητα κάποιας οὐσίας. Είναι σαφές ότι το πρώτο λέγειν, εκτός του ότι είναι απλό, είναι και πρώτο σε σχέση με το δεύτερο· και ότι το δεύτερο, ερχόμενο μετά, είναι πράγματι δεύτερο, δηλαδή εξαρτημένο από το πρώτο ακόμα και ως προς τον ορισμό.


Και ιδού η υπενθύμιση του «λέγειν τὸ ὄν»:

«Ἀνάγκη γὰρ ἢ ὁμωνύμως λέγειν εἶναι ταῦτα, ἢ προστιθέντας καὶ ἀφαιροῦντας, ὥσπερ λέγομεν τὸ μὴ ἐπιστητὸν ἐπιστητόν· οὐ γὰρ ὀρθῶς λέγεται οὔτε ὁμωνύμως οὔτε ὁμοίως, ἀλλ’ ὥσπερ τὸ ἰατρικόν λέγεται πρὸς τὸ αὐτὸ καὶ ἕν, καίτοι οὐχὶ ταὐτόν, ὅμως οὐδὲ ὁμωνύμως· οὐδὲ γὰρ ὁμωνύμως λέγονται τὸ σῶμα καὶ ἡ ἐπιβολὴ καὶ τὸ ὄργανον, οὔτε ὁμωνύμως οὔτε κατ’ ἕν, ἀλλὰ πρὸς ἕν.»²⁰
Αυτό που αποκλείεται από το «λέγειν τὸ ὄν» είναι η πλήρης ή τυχαία ὁμωνυμία, εκείνη δηλαδή στην οποία δεν υπάρχει καμία ενότητα ανάμεσα στα πράγματα που φέρουν το ίδιο όνομα, όπως επίσης αποκλείεται και η συνωνυμία, δηλαδή η ταυτότητα όχι μόνο του ονόματος αλλά και του λόγου. Ο Αριστοτέλης εφαρμόζει αντιθέτως στο ὄν την πρὸς ἕν οἰκειομένη ὁμωνυμία, επαναφέροντας το παράδειγμα του όρου «ἰατρικόν», ο οποίος λέγεται και για το σώμα (του γιατρού ή του ασθενούς), και για την πράξη (θεραπεία ή χειρουργική επέμβαση), και για το εργαλείο (το ιατρικό μαχαίρι ή νυστέρι), δηλαδή για πράγματα εντελώς διαφορετικά κατά γένος, τα οποία όμως ενοποιούνται από το γεγονός ότι καθένα έχει μια δική του ιδιαίτερη σχέση, διαφορετική από των άλλων, προς ένα και μόνο πράγμα, δηλαδή προς την ἰατρική.

Η έκφραση «προσθέτοντας ή αφαιρώντας», που εισάγεται για να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο λέγονται ὄντα τα πράγματα που ανήκουν σε κατηγορίες διαφορετικές από την οὐσία, σημαίνει ότι, όταν λέμε πως είναι ὄντα, πρέπει είτε να προσθέτουμε τη μνεία της σχέσης προς την οὐσία είτε, εάν πρόκειται για αρνητικές πραγματικότητες όπως στερήσεις ή αρνήσεις — για παράδειγμα το μὴ ἐπιστητόν — να λέμε ότι είναι ὄντα στο μέτρο που αποτελούν ακριβώς στερήσεις ή αρνήσεις κάποιου πράγματος· στο παράδειγμα τοῦ μὴ ἐπιστητοῦ μπορούμε δηλαδή να πούμε πως «είναι ἐπιστητόν» υπό την έννοια του μη-ἐπιστητοῦ. Σε κάθε περίπτωση, στο «λέγειν τὸ ὄν» θεμελιώνεται μια ιεραρχία ανάμεσα σε ένα απλό και πρώτο λέγειν, το οποίο αφορά την οὐσία, και σε ένα επόμενο, πιο σύνθετο και εξαρτημένο λέγειν, το οποίο αφορά τις άλλες κατηγορίες. Στο χωρίο αυτό, λοιπόν, η πρὸς ἕν οἰκειομένη ὁμωνυμία, που μνημονεύεται ρητά, παρουσιάζεται ως ιεραρχία, δηλαδή ως σχέση θα λέγαμε κάθετου τύπου. Αυτή συνεπάγεται μια προτεραιότητα όχι μόνο οντολογική, αλλά και λογική — δηλαδή σχετική με τους ορισμούς — της οὐσίας σε σχέση προς τις άλλες κατηγορίες.


Σημειώσεις

1. Berti (1984), (1987) και (2016). Βλ. τώρα επίσης Fazzo (2021). Η παρούσα συμβολή παρουσιάστηκε στην Accademia di San Tommaso d’Aquino της Ρώμης, στην οποία προορίζεται επομένως για δημοσίευση στα Atti. Ευχαριστούμε τους υπευθύνους της Accademia, οι οποίοι επιτρέπουν την παρούσα παράλληλη δημοσίευση.
2.Plat. Tim. 32a–c. Βλ., σχετικώς, Fronterotta (2016).
3.Arist. Metaph. Δ 6.1016b31–35.
4.Arist. Phys. IV 8.215b6–7.           5. Arist. Phys. IV 8.215b29.

6.Arist. Eth. Nic. V 6.1131a29–31.   7.Arist. Eth. Nic. V 6.1131b4.

8.Arist. Poet. 21.1457b16–19.           9.Arist. Poet. 21.1457b16–23.

10.Aubenque (1978) και (1989)· 11.Courtine (2003) και (2005).

12.Vallat (2004), σσ. 355–356· 13.Courtine (2005), σσ. 256–257.

14.Flannery (2019).                      15. Arist. Metaph. Γ 2.1003a34–b5.

16.Arist. Metaph. Γ 2.1003b7–9.      17.Arist. Metaph. Δ 7.1017a23–27.

18.Arist. Metaph. Ζ 1.1028a10–30.   19.Arist. Metaph. Ζ 1.1028a30–b2.

20.Owen (1986).

21.Arist. Metaph. Ζ 4.1030a29–32.    22.Arist. Metaph. Ζ 4.1030a32–b2.

3. Ἡ ἀναλογία τῶν κατηγοριῶν

ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΛΕΓΟΜΕΝΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ. Η ΟΠΟΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΗ ΜΕΤΕΜΟΡΦΩΘΗ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΑ ΣΩΤΗΡΙΑΣ. ΚΑΜΜΙΑ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ. ΤΟΥΤΕΣΤΙΝ ΜΑΤΑΙΩΣ ΙΔΡΩΝΟΥΝ ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΙΩΤΑΤΟΙ ΝΑ ΕΝΩΣΟΥΝ ΤΟΝ ΘΕΟ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΑΒΟΛΟ, ΤΟ ΕΓΩ,ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΣΑΝ ΕΣΥ, ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΥ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΥΝ ΧΡΙΣΤΟΥ.  

Δεν υπάρχουν σχόλια: