ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ Ή ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ;
Enrico BertiArchivio
di Filosofia,
Vol. 84, No. 3, L’ANALOGIA (2016), pp. 65-73 (9 pages)
https://www.jstor.org/stable/26572169
Ο συγγραφέας συμφωνεί με τους Aubenque και Courtine στο ότι ο Αριστοτέλης δεν γνώριζε την αναλογία του Είναι με τον τρόπο που την παραδέχθηκαν ο Thomas Aquinas, οι Θωμιστές, ο Brentano και ο Heidegger. Παρ’ όλα αυτά, παρατηρεί ότι σε ορισμένα χωρία ο Αριστοτέλης συλλαμβάνει την αναλογία ως μορφή ομοιότητας, η οποία συνεπάγεται μια κάθετη διάσταση, όπως ο Πλάτων σχετικά με το Αγαθό και τον ήλιο. Σε κάθε περίπτωση, η σημαντικότερη αναλογία που υποστηρίζει ο Αριστοτέλης στην πρώτη φιλοσοφία του είναι η αναλογία ως «αναλογία λόγου» (proportio), δηλαδή η ταυτότητα σχέσης ανάμεσα στις αρχές, οι οποίες είναι η μορφή, η ύλη, το άμεσο κινούν και η τελική αιτία. Αυτή η αναλογία δεν αφορά τον πρώτο ακίνητο κινούν, ο οποίος δεν έχει ανάλογο.
ΛΕΞΕΙΣ-ΚΛΕΙΔΙΑ: Αριστοτέλης, αναλογία, ομοιότητα, αναλογία λόγου, αρχές.
1. ΠΡΟΟΙΜΙΟ
Προτάσσω ότι συμφωνώ με όσους έχουν υποστηρίξει ότι ο Αριστοτέλης δεν μίλησε ποτέ για «αναλογία του Είναι» με την έννοια με την οποία μίλησαν οι αρχαίοι σχολιαστές και οι μεσαιωνικοί φιλόσοφοι, τόσο Άραβες όσο και Λατίνοι, οι οποίοι ονόμασαν «αναλογία» εκείνο που για τον Αριστοτέλη ήταν η σχέση προς ένα (pros hen) των κατηγοριών προς την ουσία, ταύτισαν αυτή τη σχέση με την εξάρτηση από ένα (aph’ henos) και επέκτειναν αυτό το είδος σχέσης και στη σχέση ανάμεσα στα κτίσματα και τον Θεό, εισάγοντας με αυτόν τον τρόπο στην αναλογία μια ιεραρχία, δηλαδή μία «κάθετη» σχέση (Ακόμη και σύγχρονοι φιλόσοφοι, όπως ο F. Brentano, Von der mannigfachen Bedeutung des Seienden nach Aristoteles, Freiburg i. B., Herder, 1862 (ιταλ. μτφ. Sandro Tugnoli, επιμ. Giovanni Reale, Milano, Vita e Pensiero, 1995) και ο M. Heidegger, Aristoteles, Metaphysik I–3: Vom Wesen und Wirklichkeit der Kraft, in Gesamtausgabe, vol. 33, Frankfurt a. M., Klostermann, 1990 (ιταλ. μτφ. Ugo Ugazio, Milano, Mursia, 1992), απέδωσαν στον Αριστοτέλη αυτόν τον τύπο αναλογίας.).
Ήδη εδώ και καιρό έχει πράγματι αποδειχθεί ότι για τον Αριστοτέλη η μόνη αναλογία είναι η αναλογία καθ’ ομοιότητα σχέσεων, δηλαδή η ταυτότητα σχέσεων μεταξύ διαφορετικών όρων, του τύπου A : B = C : D, η οποία δεν συνεπάγεται καμία ιεραρχία μεταξύ των όρων αυτών —δηλαδή αποτελεί αποκλειστικά «οριζόντια» σχέση (Αυτό είχε ήδη επισημανθεί από τον Gaetano (Thomas de Vio Cardinalis Caietanus, De nominum analogia, Romae, apud Institutum Angelicum, 1934, πρωτ. έκδ. 1498) και στους νεότερους έχει αποδειχθεί από τον R. G. Muskens, De vocis analogiae significatione ac usu apud Aristotelem, Groningen 1943· από τον P. Aubenque, Ambiguïté ou analogie de l’être?, in Le langage, Actes du XIe Congrès des Sociétés de Philosophie de Langue Française, 1, Neuchâtel, La Baconnière, 1966, σσ. 11–14· από τον Paul Grenet, Saint Thomas a-t-il trouvé dans Aristote l’“analogia entis”?, in L’attualità della problematica aristotelica, Padova, Antenore, 1970, σσ. 153–175· και από τον J.-R. Courtine, Les catégories de l’être. Études de philosophie ancienne et médiévale, Paris, PUF, 2003. Και εγώ ο ίδιος έχω γράψει κάτι προς αυτή την κατεύθυνση (E. Berti, L’analogia in Aristotele. Interpretazioni recenti e possibili sviluppi, in Origini e sviluppi dell’analogia. Da Parmenide a S. Tommaso, επιμ. Giuseppe Casetta, Roma, Vallombrosa, 1987· ανατυπωμένο στο IDEM, Nuovi studi aristotelici, I: Fisica, antropologia e metafisica, Brescia, Morcelliana, 2005, σσ. 319–332).).
Ειδικότερα, ο L. E. Courtine, συνεχίζοντας τις μελέτες του Aubenque, έδειξε ότι η διδασκαλία περί αναλογίας του είναι αρχίζει με τον Alexander of Aphrodisias, ο οποίος ταύτισε τη σχέση προς εν με την εξάρτηση αφ’ ενός· συνεχίζεται με τον Plotinus, που λαμβάνει από τον Alexander την ίδια ταύτιση, έπειτα με τους νεοπλατωνικούς σχολιαστές (Porphyry, Dexippus, Simplicius), με τους Άραβες (Al-Farabi, ο οποίος ονομάζει «αναλογία» τη σχέση pros hen), με τον Albertus Magnus και τον Thomas Aquinas.
Ο πατέρας Grenet, σε ένα συνέδριο που έλαβε χώρα στην Πάντοβα το 1967, παρότι συμφωνούσε με τον Aubenque ότι στον Αριστοτέλη δεν υπάρχει η analogia entis για την οποία μιλά ο Thomas Aquinas, υποστήριξε εντούτοις ότι στον Αριστοτέλη υπάρχει ό,τι χρειάζεται για να οικοδομηθεί αυτή. Ο Courtine δεν συμφωνεί με αυτή τη διατύπωση, αλλά ο ίδιος ο Courtine έχει γράψει ότι δεν θα μπορούσε να αποφασίσει να απομακρυνθεί εντελώς και απλά από την analogia entis, δηλώνοντας με τον Aubenque ότι αυτή αντιτίθεται όχι μόνο στο γράμμα, αλλά και στο πνεύμα του αριστοτελισμού.
Στις σελίδες που ακολουθούν σκοπεύω να δείξω —διορθώνοντας εν μέρει την προηγούμενη παρουσίασή μου— ότι πράγματι στον Αριστοτέλη υπάρχουν ορισμένα χωρία που οδηγούν στο να συλλάβει κανείς την αναλογία ως διάσταση όχι μόνο οριζόντια, αλλά και σε κάποιον βαθμό κάθετη, αν και αυτή η τελευταία σημασία της αναλογίας δεν αφορά τις αρχές, ανάμεσα στις οποίες, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, υπάρχει μια αναλογία αποκλειστικά οριζόντια.
2. ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΜΟΙΟΤΗΤΑ
Σε τουλάχιστον τρία χωρία του corpus aristotelicum βρίσκουμε μια συνάφεια της αναλογίας με τη «ομοιότητα», η οποία θα μπορούσε να συνεπάγεται κάποια ιεραρχία, δηλαδή μια κάθετη σχέση ανάμεσα στο πρότυπο και στο είδωλο, του τύπου εκείνου —παγκοίνως γνωστού— που περιγράφει ο Πλάτων στην Πολιτεία VI, 506D–508C, ανάμεσα στην Ιδέα του Αγαθού και στον Ήλιο. Στον διάλογο αυτό, όπως είναι γνωστό, ο Πλάτων όχι μόνο εισάγει ρητώς τον όρο «αναλογία» με τη σημασία της αναλογίας λόγου (proportionalità), αποδίδοντας στο Αγαθό και στον Ήλιο τις ίδιες λειτουργίες αντίστοιχα ως προς τις Ιδέες και ως προς τα αισθητά πράγματα, αλλά επίσης θεμελιώνει μια σαφή ιεραρχία, αποκαλώντας τον Ήλιο «υιό» (ekgonos) του Αγαθού. Αυτή η ιεραρχία, που είναι επίσης σχέση εξάρτησης, στηρίζεται στη σχέση της «μίμησης» (mimēsis), η οποία, για τον Πλάτωνα, ισχύει γενικώς ανάμεσα στα αισθητά πράγματα και τις Ιδέες, έτσι ώστε τα πράγματα «μιμούνται» τις Ιδέες και επομένως τους ομοιάζουν. Στην Πολιτεία, λοιπόν, βλέπουμε συνδεδεμένους μεταξύ τους, δηλαδή εφαρμοσμένους στους ίδιους όρους, δύο τύπους σχέσεων: τον αποκλειστικά οριζόντιο, δηλαδή την αναλογία λόγου, και τον κάθετο, δηλαδή την ομοιότητα.
Ε, λοιπόν, υπάρχει ένα χωρίο από τα Φυσικά του Αριστοτέλη (VIII 4, 249a23–25), το οποίο έχει δημιουργήσει πολλές δυσκολίες στους ερμηνευτές, όπου η αναλογία παρουσιάζεται ως μια μορφή ομοιότητας. Το χωρίο έχει ως εξής:
«Μερικές από τις ομωνυμίες απέχουν πολύ μεταξύ τους, άλλες έχουν κάποια ομοιότητα (homoiotēta), δηλαδή εκείνες που είναι συγγενείς κατά γένος ή κατά αναλογία, γι’ αυτό δεν φαίνονται να είναι ομωνυμίες.»
Ο Αριστοτέλης μιλά για τις «ομωνυμίες», δηλαδή για τις περιπτώσεις όπου διαφορετικά πράγματα ως προς τον ορισμό έχουν το ίδιο όνομα. Στο κείμενο ο όρος λαμβάνει τη σημασία «ομώνυμα πράγματα», από τα οποία μερικά είναι «πολύ απομακρυσμένα», δηλαδή έχουν κοινό μόνο το όνομα· πρόκειται για αυτό που σε άλλα χωρία ονομάζεται «ολική ομωνυμία» ή «συμπτωματική ομωνυμία». Άλλα ομώνυμα πράγματα, αντιθέτως, λέει ο Αριστοτέλης ότι «έχουν κάποια ομοιότητα», δηλαδή έχουν κοινό όχι μόνο το όνομα αλλά και κάτι άλλο. Ερμηνεύω, όπως πολλοί μεταφραστές και σχολιαστές, τις ομωνυμίες που είναι «συγγενείς κατά γένος ή κατά αναλογία», ώστε να μην φαίνονται ούτε ακριβώς ομώνυμες, ως ειδικές περιπτώσεις ομωνυμιών κατ’ ομοιότητα· επομένως η αναλογία, που παραμένει αναλογία λόγου, δηλαδή ταυτότητα σχέσης ανάμεσα σε διαφορετικούς όρους, αναδεικνύεται ως ειδική περίπτωση ομοιότητας. Με αυτόν τον τρόπο ο Αριστοτέλης φαίνεται να παραδέχεται ότι ανάμεσα σε διαφορετικούς όρους μπορούν να υπάρχουν ταυτόχρονα μια σχέση αναλογίας —οριζόντια σχέση— και μια σχέση ομοιότητας —κάθετη σχέση— ακριβώς όπως συμβαίνει ανάμεσα στο Αγαθό και στον Ήλιο στην Πολιτεία.[ΕΙΝΑΙ ΓΕΝΟΣ ΤΟ ΕΙΝΑΙ; ΜΟΝΟΣΗΜΑΝΤΟ;]
Ας δούμε όμως και ένα άλλο χωρίο, από το De partibus animalium (I 4, 644a11–15):
«Τα μέρη αυτών των ζώων διαφέρουν όχι κατά την ομοιότητα της αναλογίας (τῇ ἀναλόγῳ ὁμοιότητι), όπως συμβαίνει ανάμεσα στο οστό και στη ραχοκοκαλιά στον άνθρωπο και στο ψάρι, αλλά μάλλον ως προς σωματικές ιδιότητες, όπως το μέγεθος–μικρότητα, μαλακότητα–σκληρότητα, λειότητα–τραχύτητα και τέτοια πράγματα, εν ολίγοις ως προς το περισσότερο και το λιγότερο.»
Εδώ ο Αριστοτέλης μιλά για μια «ομοιότητα κατά αναλογία», δηλαδή φαίνεται να παραδέχεται, όπως στο προηγούμενο χωρίο, ότι η αναλογία είναι ειδική περίπτωση ομοιότητας. Πρόκειται σαφώς για αναλογία λόγου: όπως το οστό στον άνθρωπο, έτσι και η ραχοκοκαλιά στο ψάρι — μια σχέση κατά βάση οριζόντια. Ωστόσο, επειδή σε πολλά άλλα χωρία ο Αριστοτέλης θεωρεί τον άνθρωπο ανώτερο από όλα τα άλλα ζώα, η ομοιότητα αυτή μπορεί να συνεπάγεται και μια κάθετη διάσταση. Σε κάθε περίπτωση, αξιοσημείωτο είναι ότι η αναλογία ταυτίζεται;; με είδος ομοιότητας.
Τέλος, υπάρχει ένα χωρίο από το De generatione animalium (I 1, 715b16–21), το οποίο λέει:
«Όσον αφορά τα ζώα που δεν περπατούν, όπως εκείνα με το κέλυφος ή όσα ζουν προσκολλημένα, επειδή η φύση τους είναι συγγενής προς τα φυτά, όπως και στα φυτά, έτσι και σε αυτά δεν υπάρχουν θηλυκό και αρσενικό, αλλά λέγονται έτσι κατά ομοιότητα και κατά αναλογία (καθ’ ὁμοιότητα καὶ κατ’ ἀναλογίαν)· έχουν πράγματι κάποια μικρή διαφορά τέτοιου τύπου.»
Στο χωρίο αυτό η ομοιότητα και η αναλογία παρατίθενται μαζί, πιθανώς δηλώνοντας το ίδιο πράγμα (το kai μπορεί να είναι ερμηνευτικό). Ο Αριστοτέλης παρατηρεί ότι τα ζώα που δεν περπατούν —όσα ζουν σε κέλυφος ή προσκολλημένα σε βράχους— μοιάζουν με τα φυτά, δηλαδή δεν έχουν διάκριση αρσενικού–θηλυκού· ωστόσο καλούνται έτσι, επειδή μεταξύ τους παρουσιάζουν κάποια μικρή διαφορά αντίστοιχη προς εκείνη ανάμεσα στο αρσενικό και το θηλυκό. Και σε αυτή την περίπτωση έχουμε μια αναλογία λόγου ανάμεσα σε ζώα που περπατούν και είναι χωρισμένα σε αρσενικά και θηλυκά και σε ζώα που δεν περπατούν, αλλά διακρίνονται «κατ’ αναλογία» με τρόπο αντίστοιχο. Μεταξύ των δύο ειδών ζώων υπάρχει επίσης ομοιότητα, όπως υπάρχει ανάμεσα σε εκείνα που δεν περπατούν και στα φυτά. Επειδή, για τον Αριστοτέλη, τα ζώα που περπατούν θεωρούνται ανώτερα από εκείνα που δεν περπατούν και τα ζώα γενικότερα ανώτερα από τα φυτά, η ομοιότητα αυτή συνεπάγεται;;; και μια κάθετη διάσταση.
Η αναλογία λόγου, λοιπόν —οριζόντια διάσταση— ενώνεται και σε αυτό το χωρίο, όπως και στα προηγούμενα, με την ομοιότητα —κάθετη διάσταση.
3. ΟΜΟΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ «ΣΧΕΣΗ ΠΡΟΣ ΕΝ»
Η ομοιότητα φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο στον Αριστοτέλη Aristotele, όχι μόνο σε σχέση με την ίδια την αναλογία, δηλαδή την αναλογία λόγου (proportionalità), όπως είδαμε, αλλά και σε σχέση με εκείνη τη μορφή μη ολικής ομωνυμίας που ο Αριστοτέλης ονομάζει «σχέση προς ένα» και την οποία η Σχολαστική ονόμασε, αδόκιμα, «αναλογία αποδόσεως» (analogia attributionis).[ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΚΤΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΑΚΤΙΣΤΟΥ ΛΟΙΠΟΝ;]
Πράγματι, όταν στις δύο Ηθικές του ο Αριστοτέλης εξετάζει τις τρεις μορφές φιλίας —εκείνη που βασίζεται στην ηδονή, εκείνη που βασίζεται στο χρήσιμο και εκείνη που βασίζεται στην αρετή— στη Νικομάχεια διαβεβαιώνει ότι οι δύο πρώτες λέγονται φιλία λόγω ομοιότητας προς την τρίτη, ενώ στην Ευδήμεια διαβεβαιώνει ότι οι δύο πρώτες λέγονται φιλία επειδή βρίσκονται σε σχέση προς ένα με την τρίτη.
Ας δούμε τα χωρία, αρχίζοντας από Eth. Nic. VIII 5, 1157a30–32:
«Πολλές είναι οι μορφές της φιλίας, και κατ’ αρχάς και κυρίως (prōtōs kai kuriōs) λέγεται έτσι η φιλία μεταξύ των αγαθών καθ’ όσον είναι αγαθοί, ενώ οι υπόλοιπες λέγονται έτσι καθ’ ομοιότητα (kath’ homoiotēta).»
Η φιλία «μεταξύ των αγαθών καθ’ όσον είναι αγαθοί» είναι η φιλία που βασίζεται στην αρετή· αυτή λέγεται φιλία «πρώτως και κυρίως», δηλαδή είναι η πρώτη, ενώ οι υπόλοιπες, δηλαδή η φιλία της ηδονής και η φιλία του χρήσιμου, λέγονται έτσι «κατ’ ομοιότητα» με την πρώτη. Και σε αυτή την περίπτωση η ομοιότητα παρουσιάζεται ως μορφή μη ολικής ομωνυμίας, μέσα στην οποία εγκαθιδρύεται μια ιεραρχία: υπάρχει ένας πρώτος όρος, που λειτουργεί ως πρότυπο, και περαιτέρω όροι που λαμβάνουν το ίδιο όνομα με τον πρώτο λόγω ομοιότητας προς αυτόν. Το ίδιο επιβεβαιώνεται και στο Eth. Nic. VIII 8, 1158b4–10:[ΜΟΝΟΝ ΕΑΝ Η ΑΡΕΤΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΠΕΚΕΙΝΑ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΑΞΙΑ]
«Οι φιλίες φαίνονται να είναι και να μην είναι τέτοιες λόγω ομοιότητας και ανομοιότητας (δι’ ὁμοιότητα καὶ ἀνομοιότητα) με εκείνη την ίδια· πράγματι, λόγω ομοιότητας προς εκείνην την κατά την αρετή φαίνονται φιλία […] ενώ λόγω ανομοιότητας προς αυτήν δεν φαίνονται φιλία.»
Εδώ η σχέση είναι σαφής: η φιλία σύμφωνα με την αρετή είναι το πρότυπο, σε σχέση με το οποίο οι άλλες μορφές φιλίας λέγονται φιλία λόγω ομοιότητας. Επειδή η ομοιότητα δεν είναι ταυτότητα —δηλαδή επιτρέπει και ένα περιθώριο ανομοιότητας— αν βλέπαμε μόνο αυτό το τελευταίο, οι άλλες μορφές δεν θα ’πρεπε καν να λέγονται φιλία. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι στη Νικομάχεια Ηθική η σχέση που θεμελιώνει ο Αριστοτέλης μεταξύ των μορφών φιλίας είναι η ομοιότητα, η οποία συνεπάγεται ιεραρχία, δηλαδή κάθετη σχέση.[ΜΕ ΤΟ ΑΓΑΘΟ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΕΠΕΚΕΙΝΑ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ. ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ Η ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΡΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΗΝΙΟΧΟΥ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΜΠΟΡΕΙ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΩΣ ΝΑ ΔΕΙ ΤΟ ΑΓΑΘΟ. ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΣΤΟΝ ΜΥΘΟ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ;Η ΚΑΘΕΤΟΣ ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΠΡΟΟΔΟΣ ΜΟΝΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΕΝΕΧΕΙ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΔΗΛ. ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ]
Κάπως διαφορετική είναι η σχέση που ο Αριστοτέλης θεμελιώνει μεταξύ των μορφών φιλίας στην Ευδήμεια Ηθική. Να μην ξεχνούμε ότι το έργο αυτό αποδείχθηκε αυθεντικό έργο του Αριστοτέλη, πιθανότατα εκδοθέν από τον Εύδημο της Ρόδου Eudemo di Rodi, μόνον από τον 20ό αιώνα και εξής, ενώ σε όλη την παράδοση του αριστοτελισμού, αρχίζοντας από τον αρχαιότερο σχολιαστή της αριστοτελικής Ηθικής, δηλαδή τον Ασπάσιο (2ος αι. μ.Χ.), θεωρούνταν έργο του Εύδημου.
Στο Eth. Eud. VII 2, 1236a15–17, διαβάζουμε:
«Πρέπει λοιπόν να υπάρχουν τρεις μορφές φιλίας, και να μη λέγονται όλες αυτές με ένα και το αυτό νόημα (kath’ hen), δηλαδή ως είδη ενός ενιαίου γένους, ούτε όμως εντελώς κατά ομωνυμία (πάμπαν ὁμωνύμως). Λέγονται πράγματι σε σχέση προς μία κάποια μοναδική και πρώτη φιλία (pros mian… kai prōtēn), όπως η λέξη “ιατρός”.»
Εδώ η σχέση μεταξύ των μορφών φιλίας ορίζεται ως «σχέση προς ένα» (pros hen), και αυτή παρουσιάζεται με τον κλασικό τρόπο, όπως στο βιβλίο IV της Μεταφυσικής, δηλαδή ως ομωνυμία που δεν είναι απλή κοινότητα ονόματος (δηλαδή ολική ομωνυμία), αλλά μερική ομωνυμία, επειδή όλα τα πράγματα που έχουν κοινό το όνομα το κατέχουν επειδή βρίσκονται σε σχέση με ένα, το πρώτο, το οποίο το κατέχει καθ’ εαυτό. Και το παράδειγμα της λέξης «ιατρός» είναι το ίδιο που συναντούμε στη Μεταφυσική και αλλού.
Το ίδιο σχήμα βρίσκουμε και στο Eth. Eud. VII 2, 1236b22–26:
«Είναι αδύνατον να λέγονται όλες κατά ένα και μοναδικό σημασιακό λόγο (καθ’ ἕνα λόγον). Απομένει, λοιπόν, έτσι: ότι με μία έννοια φιλία είναι μόνο η πρώτη, ενώ με μια άλλη έννοια είναι όλες· όχι όμως ως ομώνυμες και σε σχέση μεταξύ τους τυχαία (ὡς ἐτύχον), ούτε κατά μία και μόνη μορφή (kath’ hen eidos), αλλά μάλλον σε σχέση προς ένα (pros hen).»
Όπως και στο προηγούμενο χωρίο, έτσι και σε αυτό υποδεικνύονται τρεις τύποι σχέσης:
— το «λέγεσθαι κατά ένα και μοναδικό σημασιακό λόγο», δηλαδή αυτό που στις Κατηγορίες ονομάζεται «συνωνυμία», συνεπάγοντας μία και μοναδική μορφή, δηλαδή έναν ίδιο ορισμό·
— η «ομωνυμία κατά τύχη», που στο προηγούμενο χωρίο είχε ονομαστεί «ολική ομωνυμία», δηλαδή η απλή κοινότητα ονόματος·
— και η «σχέση προς ένα», η οποία είναι η μερική ομωνυμία και συνεπάγεται έναν πρώτο όρο, που λέγεται φιλία καθ’ εαυτό, και άλλους όρους που λέγονται φιλία λόγω της σχέσης τους προς τον πρώτο.
Η σχέση ανάμεσα στις τρεις μορφές φιλίας είναι η ίδια με εκείνη που παρουσιάστηκε στη Νικομάχεια Ηθική: η μόνη διαφορά είναι ότι σε εκείνο το έργο ονομαζόταν «ομοιότητα», ενώ σε αυτό αποκαλείται «σχέση προς ένα». Είχα ασχοληθεί με αυτό το θέμα πριν από μερικά χρόνια, σε σεμινάριο που πραγματοποιήθηκε στο Centre Léon Robin στο Παρίσι, όταν πίστευα ότι η ομοιότητα και η «σχέση προς ένα» ήταν ασυμβίβαστες μεταξύ τους, προτείνοντας υποθέσεις εξελικτικού ή άλλου τύπου (E. Berti, Le rapport entre les formes d’amitié selon Aristote, in L’excellence de la vie. Sur l’Éthique à Nicomaque et l’Éthique à Eudème d’Aristote, επιμ. Gilbert Romeyer-Dherbey, έκδ. Gwenelle Aubry, Paris, Vrin, 2002, σσ. 317–334 (ανατυπώθηκε στο IDEM, Nuovi studi aristotelici, II – Filosofia pratica, Brescia, Morcelliana, 2008, σσ. 113–128).
Cfr. E. Berti, Amicizia e focal meaning, in Aspasius. The Earliest Extant Commentary on Aristotle’s Ethics, επιμ. Antonina Alberti, Robert Sharples, Berlin–New York, W. de Gruyter, 1999, σσ. 176–190 (ανατυπώθηκε στο IDEM, Nuovi studi aristotelici, IV/1 – L’influenza di Aristotele. Antichità, Medioevo e Rinascimento, Brescia, Morcelliana, 2009, σσ. 63–76).). Τώρα βλέπω ότι ο Αριστοτέλης θεωρεί την ομοιότητα μια πολύ ευρεία σχέση, ικανή να περιλάβει μέσα της την αναλογία, και επομένως δεν εκπλήσσομαι που μπορεί επίσης να περιέχει τη σχέση προς ένα. Άλλωστε, αυτή ήταν ήδη η άποψη του Ασπάσιου, ο οποίος όμως θεωρούσε την Ευδήμεια Ηθική έργο του Εύδημου και όχι του Αριστοτέλη.[ΕΑΝ ΑΓΝΟΗΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΛΟΥ]
Ωστόσο, παραμένει το γεγονός ότι η ομοιότητα —είτε όταν συμπίπτει με την αναλογία είτε όταν συμπίπτει με τη σχέση προς ένα— είναι μία σχέση ιεραρχικού τύπου, δηλαδή σχέσης με κάθετη διάσταση.
4. ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ
Επανερχόμενοι στο ζήτημα της αναλογίας, πρέπει να καταγράψουμε το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης παραδέχεται μια αναλογία ανάμεσα στις κατηγορίες, όπως προκύπτει από δύο χωρία της Μεταφυσικής. Το πρώτο είναι Metaph. VIII 2, 1043a2–7:
«Καθίσταται λοιπόν φανερό από αυτές τις συζητήσεις ότι, αν η ουσία (ousia) είναι αιτία του Είναι για καθετί, σε αυτές τις διαφορές πρέπει να ερευνηθεί τι είναι η αιτία του Είναι για καθεμία από αυτές τις πραγματικότητες. Καμία λοιπόν από αυτές τις διαφορές δεν είναι ουσία, ούτε καν αν συνδυαστεί με την ύλη, ωστόσο αποτελούν σε καθετί το ανάλογο (to analogon) αυτής. Και όπως στις ουσίες το κατηγορούμενο της ύλης είναι το ίδιο το ενέργημα (ἐνέργεια), έτσι και στις άλλες οριστικές περιγραφές, αυτό που είναι περισσότερο ενέργημα.»
Ο Αριστοτέλης μιλά για τις κατηγορίες και προτάσσει ότι σε κάθε πράγμα η αιτία του Είναι είναι η ουσία, εδώ δηλωμένη με τον όρο ousia, δηλαδή η μορφή, αιτία του Είναι με την έννοια της τυπικής αιτίας. Στις ουσίες, που είναι η πρώτη κατηγορία, υπάρχει γνήσια ουσία, η οποία —στις αισθητές ουσίες— είναι η μορφή ενυπάρχουσα σε ύλη.
Στις άλλες κατηγορίες όμως, δηλαδή στις ποσότητες, ποιότητες, σχέσεις κ.λπ., τον ρόλο της αιτίας του Είναι, δηλαδή της τυπικής αιτίας, τον διαδραματίζουν οι «διαφορές». Αυτές αναφέρθηκαν λίγο πριν και είναι το «μεγαλύτερο και μικρότερο», το «πυκνό και αραιό», το «ευθύ και καμπύλο». Καμία από αυτές, λέει ο Αριστοτέλης, δεν είναι γνήσια ουσία, δηλαδή μορφή, ούτε αν συνδυαστεί με την ύλη· ωστόσο αποτελούν το analogon της μορφής, εφόσον επιτελούν την ίδια λειτουργία της αιτίας του Είναι —την τυπική αιτία.
Έχουμε εδώ μια πραγματική αναλογία λόγου, όπως παρουσιάζεται στην τελευταία φράση του χωρίου: όπως στις ουσίες «το ενέργημα», δηλαδή η μορφή, βρίσκεται σε σχέση με την ύλη της ουσίας, έτσι και στις άλλες κατηγορίες «αυτό που είναι περισσότερο ενέργημα», δηλαδή οι διαφορές, βρίσκεται σε σχέση με την «ύλη» των άλλων κατηγοριών. Σε κάθε κατηγορία, λοιπόν, ισχύει ο ίδιος λόγος ανάμεσα σε αυτό που λειτουργεί ως μορφή και σε αυτό που λειτουργεί ως ύλη.
Ωστόσο είναι γνωστό —διότι ο Αριστοτέλης το έχει πει στα προηγούμενα βιβλία— ότι μεταξύ των άλλων κατηγοριών και της ουσίας υπάρχει μια «σχέση προς ένα», δηλαδή μια κάθετη σχέση. Έτσι, και σε αυτή την περίπτωση, η αναλογία λόγου —που είναι κατ’ ουσίαν οριζόντια— ενώνεται με μια κάθετη σχέση, τη σχέση προς ένα. Οι δύο σχέσεις για τον Αριστοτέλη δεν ταυτίζονται· δεν αποτελούν δύο είδη αναλογίας, όπως θα συμβεί στη Σχολαστική (αναλογία λόγου και αναλογία αποδόσεως), αλλά είναι αμφότερες παρούσες στις κατηγορίες.[ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΗ Η ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΠΡΟΣ ΕΝ ΤΑΥΤΙΖΟΝΤΑΙ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΧΑΝΟΝΤΑΙ. ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΣ]]
Εφόσον οι κατηγορίες είναι, για τον Αριστοτέλη, τα διάφορα νοήματα του Είναι, μπορεί κανείς εδώ να μιλήσει για «αναλογία του είναι». Πρέπει όμως να εννοηθεί όχι με τη μεσαιωνική analogia entis, η οποία αφορούσε την αναλογία ανάμεσα στις κτίσεις και τον Θεό· εδώ, στην αναλογία των κατηγοριών, ο Θεός δεν εμπλέκεται καθόλου.
Η ίδια διδασκαλία επιβεβαιώνεται στο Metaph. XIV 6, 1093b17–21:
«Όλα τα πράγματα είναι συγγενή μεταξύ τους (oikeia) και αποτελούν ενότητα χάρη στην αναλογία (hen de tōi analogon)· σε κάθε κατηγορία του όντος πράγματι υπάρχει το ανάλογο: όπως το ευθύ βρίσκεται στη γραμμή, έτσι το επίπεδο στην επιφάνεια, και με τον ίδιο τρόπο το περιττό στον αριθμό και το λευκό στο χρώμα.»
Εδώ βρίσκουμε τα παραδείγματα που έλειπαν στο προηγούμενο χωρίο: το ευθύ, το επίπεδο, το περιττό, το λευκό. Αυτές είναι οι «διαφορές», οι οποίες στις κατηγορίες εκτός της ουσίας επιτελούν την ίδια λειτουργία που επιτελεί η μορφή στην ουσία. Έτσι παράγεται εκείνη η «ενότητα κατ’ αναλογία», που στο βιβλίο V της Μεταφυσικής ο Αριστοτέλης περιέγραψε ακριβώς με τη φράση «κάτι βρίσκεται απέναντι σε κάτι άλλο όπως ένα τρίτο απέναντι σε ένα τέταρτο», δηλαδή η ισότητα σχέσεων, η αναλογία λόγου.
Η αναλογία καθιστά όλα τα πράγματα συγγενή μεταξύ τους, δηλαδή προσδίδει ενότητα στην ολότητα της πραγματικότητας — στο Είναι. Ωστόσο πρόκειται για ενότητα οριζόντια, ακόμη και αν οι κατηγορίες τελούν μεταξύ τους σε κάθετη σχέση, τη «σχέση προς ένα». Για μια ακόμη φορά, λοιπόν, η οριζόντια αναλογία λόγου και η κάθετη σχέση προς ένα πορεύονται μαζί, χωρίς όμως να ταυτίζονται.
5. ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ
Η σημαντικότερη αναλογία που διατυπώνει ο Αριστοτέλης από τη σκοπιά της πρώτης φιλοσοφίας είναι η αναλογία των αρχών. Αυτή εισάγεται, όχι τυχαία, στο βιβλίο XII, το περίφημο βιβλίο Λάμδα, το οποίο —όπως αναγνωρίστηκε πρόσφατα— δεν αποτελεί τη «θεολογία του Αριστοτέλη», αλλά μια πλήρη παρουσίαση των αρχών της ουσίας.
Πράγματι, το βιβλίο αυτό εξετάζει στα πρώτα πέντε κεφάλαια τις αρχές της αισθητής ουσίας, και στα επόμενα πέντε κεφάλαια την υπεραισθητή, δηλαδή την ακίνητη ουσία, αλλά μόνον εφόσον αυτή περιλαμβάνεται στις αρχές των αισθητών ουσιών. Αυτές οι αρχές προσδιορίζονται αρχικά στα συστατικά του κινήσεως: ύλη, μορφή και στέρηση, στις οποίες προστίθεται η κινούσα αιτία.
Ο Αριστοτέλης διερωτάται αν αυτές οι αρχές είναι οι ίδιες για όλα τα όντα —όπως οι δύο αρχές του Πλάτωνα, δηλαδή το Ένα και η Άπειρος Δυάς— ή αν διαφέρουν για τα διαφορετικά όντα. Η απάντησή του είναι ότι είναι διαφορετικές, γιατί κάθε ουσία —και για τον Αριστοτέλη κάθε ουσία είναι πάντοτε ατομική— έχει τη δική της ύλη, τη δική της μορφή και τη δική της κινούσα αιτία.
Για παράδειγμα, ο Αχιλλέας είχε ως ύλη το σώμα του, ως μορφή την ψυχή του και ως κινούσα αιτία (με τη διευρυμένη έννοια της γεννητικής ή ποιητικής αιτίας) τον πατέρα του, δηλαδή τον Πηλέα. Άρα δεν υπάρχει ούτε μία ενιαία μορφή όλων των όντων, ούτε μία ενιαία ύλη, ούτε μία ενιαία άμεση κινούσα αιτία.
Ωστόσο, υπάρχει επίσης μια έννοια κατά την οποία οι αρχές όλων των πραγμάτων είναι οι ίδιες· δηλαδή μεταξύ των αρχών υπάρχει ταυτότητα, ή μάλλον ενότητα, η οποία δεν καταστρέφει τη διαφορά τους, δηλαδή την πολλαπλότητά τους. Αυτή η ενότητα είναι η αναλογία.
Στο Metaph. XII 4, 1070a31–33, ο Αριστοτέλης δηλώνει:
«Οι αιτίες και οι αρχές σε μία έννοια είναι διαφορετικές για τα διάφορα πράγματα· σε μία άλλη όμως έννοια, δηλαδή αν τις δηλώσει κανείς καθολικά και σύμφωνα με αναλογία (katholou kai kat’ analogian), είναι οι ίδιες για όλα.»
Εδώ το «καθολικά» (katholou) σημαίνει ως προς αυτό που έχουν κοινό οι αρχές: όλες οι μορφές έχουν κοινό ότι είναι μορφές· όλες οι ύλες, ότι είναι ύλες· όλες οι κινούσες αιτίες, ότι είναι κινούσες αιτίες. Το καθολικό δεν υπάρχει καθ’ εαυτό, για τον Αριστοτέλη, αλλά είναι το κοινό χαρακτηριστικό πολλών ατομικών όντων.
Η θέση λοιπόν ότι «οι αρχές είναι οι ίδιες καθολικά» δεν σημαίνει ότι υπάρχει μία και μόνη ύλη, μία και μόνη μορφή ή μία και μόνη άμεση κινούσα αιτία.
Η διατύπωση ότι οι αρχές είναι οι ίδιες «κατ’ αναλογία» εισάγει και πάλι μια αναλογία λόγου: σε κάθε ουσία υπάρχει μία ύλη που επιτελεί, ως προς την ουσία της οποίας είναι ύλη, την ίδια λειτουργία που επιτελούν οι αντίστοιχες ύλες στις άλλες ουσίες· μία μορφή που επιτελεί ό,τι επιτελούν οι άλλες μορφές· και μία κινούσα αιτία που λειτουργεί όπως οι κινούσες αιτίες σε όλα τα άλλα όντα.
Το παράδειγμα του Αριστοτέλη είναι χαρακτηριστικό —και κάπως παράδοξο— επειδή δεν αφορά ουσίες και συνδέεται με τις γνώσεις της εποχής του:
ο χρώμος έχει ως ύλη την επιφάνεια, ως μορφή το λευκό και ως στέρηση το μαύρο·
ο ημέρα αναλογικώς έχει ως ύλη τον αέρα, ως μορφή το φως και ως στέρηση το σκότος.
Στο παράδειγμα αυτό αναφέρονται μόνον οι τρεις πρώτες αρχές· αργότερα εισάγεται και η κινούσα αιτία, για παράδειγμα η ιατρική τέχνη για την υγεία, η οικοδομική για την οικία.
Πιο πλήρες και πιο σύνθετο είναι το επόμενο χωρίο, Metaph. XII 5, 1071a29–36:
«Ως προς την έρευνα για το ποιες είναι οι αρχές ή τα στοιχεία των ουσιών, των σχετικών και των ποιοτήτων —αν είναι τα ίδια ή διαφορετικά— είναι φανερό ότι, εφόσον αυτά λέγονται με πολλούς τρόπους, είναι τα ίδια για το καθένα· ενώ όταν διακριθούν οι τρόποι με τους οποίους λέγονται, δεν είναι τα ίδια αλλά διαφορετικά, εκτός του ότι είναι επίσης αρχές όλων των πραγμάτων με τον ακόλουθο τρόπο: είναι τα ίδια με αυτή την έννοια, δηλαδή κατ’ αναλογία (to analogon), επειδή είναι πάντοτε ύλη, μορφή, στέρηση και κινούσα αιτία· και επίσης με εκείνη την έννοια, ότι οι αιτίες των ουσιών είναι αιτίες όλων των πραγμάτων· διότι, αν καταστραφούν οι ουσίες, όλα τα πράγματα καταστρέφονται. Επιπλέον, υπάρχει το πρώτο ‘ἐν ἐνεργείᾳ’ (τὸ πρῶτον ἐντελεχείᾳ).»
Δίπλα στην αναλογία —η οποία είναι πάντοτε μόνο αναλογία αναλογίας λόγου (proportionalità)— ανάμεσα σε ύλη, μορφή, στέρηση και κινούσα αιτία, η οποία διατυπώνεται σε σχέση με όλες τις κατηγορίες, ο Αριστοτέλης προσθέτει τώρα ακόμη δύο τύπους ενότητας: την εξάρτηση όλων των άλλων κατηγοριών από την ουσία, δηλαδή τη «σχέση προς ένα»· την εξάρτηση όλων των κινούμενων πραγμάτων από μία ενιαία πρώτη κινούσα αιτία, η οποία προηγουμένως είχε δηλωθεί ως «εκείνο που, ως πρώτο όλων, κινεί όλα τα πράγματα» (Metaph. XII 4, 1070b35: to hōs proton pantōn kinoun panta), και τώρα δηλώνεται ως «το πρώτο ἐν ἐνεργείᾳ».
Έτσι, δίπλα στη οριζόντια διάσταση της αναλογίας, εισάγονται δύο κάθετες διαστάσεις: η «σχέση προς ένα», που οδηγεί όλες τις κατηγορίες σε ενότητα, και η εξάρτηση όλων των πραγμάτων από έναν και μοναδικό πρώτο ακίνητο κινητήρα.
Έχουμε λοιπόν τρεις μορφές ενότητας που αγκαλιάζουν όλα τα πράγματα:
— την αναλογία ανάμεσα στις αρχές·
— τη σχέση προς ένα·
— και την εξάρτηση από έναν μοναδικό πρώτο ακίνητο κινητήρα.
Ωστόσο, στον Αριστοτέλη αυτές οι τρεις μορφές ενότητας παραμένουν διακεκριμένες, ενώ στη μεσαιωνική διδασκαλία της analogia entis θα ενοποιηθούν.
Διότι, για τον Αριστοτέλη, δεν θα είχε κανένα νόημα να πει κανείς ότι οι αισθητές ουσίες βρίσκονται «σε σχέση προς ένα» ως προς τον πρώτο ακίνητο κινητήρα — όπως υποστήριξαν αρχαίοι σχολιαστές (όπως ο Porphyry Porphyry και ο Dexippus Dexippus) και επίσης μερικοί διακεκριμένοι σύγχρονοι αριστοτελιστές (όπως ο Joseph Owens Joseph Owens, ο Michael Frede Michael Frede και άλλοι).
Ο λόγος είναι ότι στη σχέση προς ένα ο πρώτος όρος —όπως έδειξε ο G. E. L. Owen G. E. L. Owen— έχει προτεραιότητα όχι μόνο οντολογική αλλά και λογική έναντι των άλλων όρων: δηλαδή περιέχεται στον ορισμό των άλλων. Όμως ο πρώτος ακίνητος κινητήρας δεν περιέχεται στον ορισμό κανενός άλλου πράγματος.
Επιπλέον, ο Αριστοτέλης δεν είπε ποτέ ότι υπάρχει ομοιότητα ανάμεσα στις αισθητές ουσίες και στον πρώτο ακίνητο κινητήρα. Αυτήν την ιδέα εισήγαγε ο Ἀλέξανδρος ὁ Ἀφροδισιεύς, ο οποίος μίλησε για μίμηση του ακίνητου κινητήρα από τον ουρανό.
Για τον Αριστοτέλη, ο κύκλος των στοιχείων και οι γεννήσεις των ζωντανών όντων μιμούνται την αιωνιότητα της κυκλικής κίνησης των ουρανών — αλλά δεν μπορεί να ειπωθεί ότι αυτή μιμείται τον ακίνητο κινητήρα.
Η έννοια της μίμησης ή ομοιότητας, πλατωνικής προέλευσης (όπως και η συμμετοχή), δεν χρησιμοποιείται ποτέ από τον Αριστοτέλη για τον ακίνητο κινητήρα· χρησιμοποιείται μόνο:
— για τα όργανα των ζώων σε σχέση με τα όργανα του ανθρώπου,
— ή για τις μορφές φιλίας.
Ο πρώτος ακίνητος κινητήρας δεν είναι το primum analogatum (τὸ πρῶτον ἀναλόγημα) κανενός πράγματος, όπως αντίθετα στη Σχολαστική ο Θεός είναι το primum analogatum της analogia entis.
Ωστόσο, μπορεί κανείς να πει ότι ακόμη και στον Αριστοτέλη υπάρχει κάποια αναλογία ανάμεσα στον ακίνητο κινητήρα —νοημένο ως θεό— και τον άνθρωπο, λόγω της κοινής κατοχής νου (νοῦς). Ο Αριστοτέλης δεν μιλά εδώ ρητώς για αναλογία· ωστόσο θεμελιώνει μεταξύ του θείου νοός και του ανθρώπινου νοός μια σχέση ακριβώς αναλογική, με την έννοια της αναλογίας λόγου.
Στο ίδιο βιβλίο XII της Μεταφυσικής δηλώνει (XII 7, 1072a24–25):
«Εάν λοιπόν με τον τρόπο που εμείς ευδαιμονούμε κάποτε, ο θεός ευδαιμονεί πάντοτε, αυτό είναι θαυμαστό· αν μάλιστα ευδαιμονεί περισσότερο, είναι ακόμη πιο θαυμαστό.»
Εδώ διατυπώνεται σαφής αναλογία:
όπως εμείς είμαστε ευδαίμονες κάποτε, έτσι ο θεός είναι ευδαίμων πάντοτε.
Η ταυτότητα της σχέσης ανάμεσα στα δύο ζεύγη όρων —θεός/άνθρωπος και πάντοτε/κάποτε— θεμελιώνεται στο ίδιο πράγμα: την κατάσταση ευδαιμονίας που προκύπτει από την ενέργεια της νόησης (νόησις).
Βεβαίως υπάρχει και μια κάθετη διάσταση στη σχέση: ο θεός είναι ανώτερος από τον άνθρωπο, και ο άνθρωπος —όπως και ο ουρανός και η φύση— εξαρτάται από τον θεό ως πρώτο ακίνητο κινητήρα. Αλλά η αναλογία εδώ είναι καθαρά αναλογία λόγου.
Το ίδιο ισχύει και στο άλλο χωρίο, Metaph. XII 9, 1075a8–10:
«Όπως ο ανθρώπινος νους —ή τουλάχιστον ο νους που ανήκει στα σύνθετα όντα— βρίσκεται σε κάποιον συγκεκριμένο χρόνο (διότι δεν έχει το αγαθό του σε αυτό ή εκείνο το πράγμα, αλλά έχει το άριστο σε κάποιο σύνολο), έτσι και η νόηση του εαυτού της βρίσκεται σε όλη την αιωνιότητα.»
Και εδώ υπάρχει αναλογία ανάμεσα:
— στον ανθρώπινο νου και στον «συγκεκριμένο χρόνο»,
— και στον θείο νου και στην «αιωνιότητα».
Το κοινό στοιχείο που τα συνδέει είναι το ίδιο: η ενέργεια της νόησης, η οποία, για τον Αριστοτέλη, συνιστά την ευδαιμονία.
Για να διευκολύνω την κατανόηση αυτής της φαινομενικά παράδοξης αντίληψης της ευδαιμονίας, επιτρέπω στον εαυτό μου μια παρατήρηση: η νόηση —στην οποία συνίσταται η ευδαιμονία— δεν είναι ένα γενικό «σκέπτεσθαι», ούτε «θεωρία» με θρησκευτική χροιά. Για τον Αριστοτέλη είναι επιστημονική πράξη: η εύρεση της ουσίας, δηλαδή η στιγμή όπου ο νους, μετά από επίπονη έρευνα («αυτό ή εκείνο εδώ»), βρίσκει τελικά την τυπική αιτία, τον αιτιακό ορισμό, «το άριστο», «το όλον».
Για να καταλάβουμε αυτόν τον τύπο πράξης, αρκεί να σκεφτούμε τη στιγμή που ο Αρχιμήδης ανακάλυψε τον νόμο της στατικής των υγρών και αναφώνησε «εύρηκα!», ή τη στιγμή που κάποιος κατάφερε να χαρτογραφήσει πλήρως το ανθρώπινο γονιδίωμα.
Όποιος αφιερώνει τη ζωή του στην έρευνα κατανοεί γιατί αυτό είναι η ύψιστη δυνατή ευτυχία.
Ε, λοιπόν, κατά τον Αριστοτέλη, ο θεός —ο πρώτος ακίνητος κινητήρας— βρίσκεται πάντοτε σε αυτήν την ευδαίμονα κατάσταση. Και για να το αναγνωρίσουμε αυτό, πρέπει να καταφύγουμε στην αναλογία.
Università di Padova Università di Padova – Accademia Nazionale dei Lincei Accademia Nazionale dei Lincei
enrico.berti@unipd.it
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου