Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2025

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΟΝΤΟΣ ΩΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ Enrico Berti


Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΟΝΤΟΣ ΩΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
Enrico Berti

Rivista di Filosofia Neo-ScolasticaVol. 54, No. 1 (GENNAIO-FEBBRAIO 1962), pp. 66-68 (3 pages)

https://www.jstor.org/stable/43068012


Συμβολή στη συζήτηση γύρω από το θεμελιώδες πρόβλημα της θωμιστικής μεταφυσικής

Στο ενδιαφέρον άρθρο του Il problema di fondo della metafisica tomista: l’essere e la struttura del concetto di ente, ο Ignazio Bonetti Ignazio Bonetti, αφού εκφράσει την ευχή για «μια πλήρη αναθεώρηση του θωμιστικού Είναι, που να φτάνει μέχρι τη σύλληψη του όντος ως τέτοιου σε όρους καθαρού Είναι», διαπιστώνει ως εμπόδιο προς αυτήν την κατεύθυνση την ακόμη πολύ διαδεδομένη πεποίθηση ότι «η μεταφυσική θωμιστική μπορεί να αναχθεί, στις κύριες γραμμές της, στη μεταφυσική του Αριστοτέλη»¹.

Ο ίδιος θεωρεί ότι, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, το «ον» είναι «συστατικά αποτελούμενο από την ουσία», και για να επιβεβαιώσει αυτήν την ερμηνεία παραπέμπει στο κεφάλαιο 1 του βιβλίου VII της Μεταφυσικής.

Επιπλέον ο Bonetti δηλώνει:

«Στην αντίληψη του πεπερασμένου ως τέτοιου, ο Αριστοτέλης δεν απομακρύνεται από τη νοοτροπία κοινή σε όλη την ειδωλολατρική σκέψη — πιθανώς μη εξαιρουμένου ούτε του νεοπλατωνισμού — που θεωρεί την περατότητα ως απόλυτη τελειότητα, άρα ως ιδιότητα της πραγματικότητας καθ’ εαυτήν. Το ον ως ον δεν υπερβαίνει καθόλου, σε αυτήν τη θεώρηση, το ον ως πεπερασμένο».

Και στη συνέχεια:

«Για το ον ως τέτοιο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διατύπωση λογικά συνεπής με ολόκληρη τη μεταφυσική του Αριστοτέλη είναι εκείνη που το εκφράζει ως ουσία· διότι με αυτή τη διατύπωση καθίσταται σαφής η ισοδυναμία μεταξύ του όντος ως τέτοιου και του πεπερασμένου όντος — ισοδυναμία χαρακτηριστική της αριστοτελικής σκέψης. Εάν όμως, αντιθέτως, στη θωμιστική σκέψη το ον ως τέτοιο υπερβαίνει το ον ως πεπερασμένο, τότε —κρατώντας την ουσία στον ορισμό του πεπερασμένου, επειδή η λειτουργία της είναι ακριβώς να καθορίζει το Είναι— το ον ως ον πρέπει να διατυπωθεί σε όρους καθαρού Είναι»².

Κατά τη γνώμη μου, αυτή η ερμηνεία της αριστοτελικής μεταφυσικής είναι αβάσιμη, και στηρίζεται σε παρεξήγηση του μοναδικού —και μεμονωμένου— χωρίου του Αριστοτέλη στο οποίο παραπέμπει ο συγγραφέας.

Στην πραγματικότητα, για τον Αριστοτέλη το πρωταρχικό συστατικό του όντος ως τέτοιου είναι το Είναι που λέγεται για την ουσία, δηλαδή η υπόσταση, και ακόμη ακριβέστερα η υπόσταση ενέργεια: το «εἶναι ἐν ἐνεργείᾳ». Αυτό μπορεί να αποδειχθεί με μια σύντομη ανάλυση ορισμένων κειμένων.

Στην αρχή του βιβλίου VII της Μεταφυσικής, ο Αριστοτέλης επαναλαμβάνει τη γνωστή διάκριση των διαφόρων σημασιών με τις οποίες λέγεται «τὸ ὄν», διατύπωση που είχε ήδη θεμελιώσει στο κεφ. 7 του βιβλίου V.

Αυτή η διάκριση προϋποθέτει, με τη σειρά της, την πραγματεία των Metaph. IV 1–2, όπου δηλώνεται ότι υπάρχει μία επιστήμη η οποία μελετά το «τὸ ὂν ᾗ ὄν». Όπως ξεκαθάρισαν με εξαιρετική καθαρότητα ο Mansion και ο Geiger³ —ο δεύτερος ειδικά σε σχέση με τη σύγκριση μεταξύ της μεταφυσικής του Αριστοτέλη και εκείνης του Αγίου Θωμά— το «τὸ ὂν ᾗ ὄν» δεν πρέπει να συγχέεται:
ούτε με το τελειότατο Ον της νεοπλατωνικής παράδοσης,
ούτε με το πλέον αφηρημένο και ακαθόριστο «είναι» της γουλφιανής παράδοσης, το οποίο στερείται κάθε πραγματικότητας εάν δεν προσδιορισθεί από μία πεπερασμένη ουσία.
Το «τὸ ὂν ᾗ ὄν» είναι το χαρακτηριστικό κάθε όντος χάρη στο οποίο αυτό Είναι: δηλαδή το Είναι του όντος.
Εκτείνεται σε όλα τα όντα —και στο τελειότατο και στα ατελή— αλλά δεν είναι αόριστο, διότι περιέχει όλες τις επιμέρους καθορισμένες διαφορές των όντων.
Ο Αριστοτέλης διατυπώνει αυτό το σημείο λέγοντας ότι το «ὄν» δεν είναι γένος, επειδή λέγεται ακόμη και των διαφορών κάθε γένους⁴.

Συνεχίζει ο Αριστοτέλης: το «ὄν» λέγεται πολλαχῶς (πολλοί είναι οι τρόποι με τους οποίους κάτι λέγεται ότι είναι). Οι τρόποι αυτοί διευκρινίζονται στο Metaph. V 7.
Εκεί διακρίνεται το «ὄν κατὰ συμβεβηκός» από το «ὄν καθ᾿ αὑτό».

Το πρώτο σημαίνει ότι λέμε πως κάτι «είναι» όχι για να δηλώσουμε ότι υπάρχει, αλλά για να δηλώσουμε ότι βρίσκεται προσκολλημένο σε κάτι άλλο (όπως στο «ο άνθρωπος είναι μουσικός»).
Το «ὄν καθ᾿ αὑτό» αφορά όλες εκείνες τις προτάσεις όπου οι κατηγορίες δηλώνουν όχι μόνο έναν τρόπο υπάρξεως αλλά και το Είναι αυτών των πραγμάτων.

Σε κάθε κατηγορία, λέει ο Αριστοτέλης, το «εἶναι» σημαίνει πάντοτε το ίδιο (τὸ εἶναι ταὐτὸ σημαίνει): όταν λέμε «ο άνθρωπος βαδίζει, ο άνθρωπος κόβει» σημαίνει ουσιαστικά «ο άνθρωπος είναι βαδίζων, είναι κόπτων» — και σε όλες αυτές τις περιπτώσεις εκφράζεται το «ἔστιν»⁵.
Αυτό δείχνει καθαρά ότι, για τον Αριστοτέλη, το «ὄν» σημαίνει όχι μόνο «είναι κατά κάποιον τρόπο» (δηλαδή ουσία), αλλά και απλώς είναι: δηλαδή δηλώνει πράγματι την ύπαρξη.
Μεταξύ όμως των διαφόρων τρόπων με τους οποίους εκφράζεται το «είναι» καθ᾿ αὑτό, υπάρχει ένας που το εκφράζει κατ’ εξοχήν: η ουσία. Αυτό προκύπτει από το κεφ. 1 του βιβλίου VII, το χωρίο στο οποίο παραπέμπει ο Bonetti.

Εκεί ο Αριστοτέλης δηλώνει ότι ο πρώτος τρόπος με τον οποίο λέγεται το «ὄν» είναι το «τί ἐστιν», που σημαίνει την ουσία· και τα άλλα πράγματα λέγονται όντα στο μέτρο που είναι ποιότητες, ποσότητες, πάθη της ουσίας⁶.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η ουσία είναι «το πρώτο συστατικό του Είναι», αλλά ότι είναι το πρώτο ανάμεσα στα κατηγορήματα που εκφράζουν το Είναι, διότι δηλώνει την υπόσταση. Η προτεραιότητά της οφείλεται στο ότι εκφράζει την αυτοϋπόσταση (separatio). Μόνον η ουσία είναι χωριστή — δηλαδή υφίσταται καθ’ εαυτήν⁷.

Άρα το «είναι» στον αυστηρότερο βαθμό, για τον Αριστοτέλη, είναι η ύπαρξη ως υπόσταση.

Δεν δυσκολεύει αυτήν την ερμηνεία το ότι στο υπόλοιπο του βιβλίου VII ο Αριστοτέλης ταυτίζει την ουσία με το «τί ἦν εἶναι» (κεφ. 4–6). Αυτή η έκφραση δηλώνει όχι την απλή «ουσία», αλλά την ουσία εν ενεργεία, δηλαδή το είναι αυτής της ουσίας στην πραγματική, υποστατική της έκφανση⁸.

Ένα ακόμη πιο αποφασιστικό διευκρίνισμα σχετικά με την αξία που ο Αριστοτέλης αποδίδει στο τὸ ὄν βρίσκεται και πάλι στο Metaph. V, 7, όπου, στο τέλος της ταξινόμησης των δυνατών σημασιών του, ο Αριστοτέλης δηλώνει ότι, σε καθεμιά από τις περιπτώσεις που αναφέρθηκαν (τῶν εἰρημένων τούτων), το «Είναι» μπορεί να λεχθεί τόσο για εκείνο που είναι κατά δύναμη όσο και για εκείνο που είναι κατ’ ἐνέργεια· και επιμένει να υπογραμμίσει ότι αυτό ισχύει και για τις ουσίες, καταλήγοντας:
«Ομοίως και για τις ουσίες· διότι λέμε ότι είναι και ο Ερμής μέσα στην πέτρα, και το μισό της γραμμής, και ο ακόμη άγουρος σπόρος.»

Το γεγονός ότι εδώ ο Αριστοτέλης νιώθει την ανάγκη να διευκρινίσει μόνον πώς μπορεί να λεχθεί «είναι» αυτό που βρίσκεται ακόμη κατὰ δύναμιν, σημαίνει ότι θεωρεί ως «είναι» με την κυριότερη σημασία το Είναι κατ’ ἐνέργειαν.

Αυτό άλλωστε αποσαφηνίζεται πλήρως στο βιβλίο IX, κεφ. 8, όπου δηλώνεται ότι η ἐνέργεια είναι πρότερη της δυνάμεως:
— ως προς την έννοια,
— ως προς την ουσία,
— και, κατά κάποιον τρόπο, και ως προς τον χρόνο¹⁰.


Συμπερασματικά, λοιπόν, αφού πρώτα ο Αριστοτέλης δηλώνει ότι το τὸ ὄν λέγεται με πολλούς τρόπους και ότι από αυτούς ο πρώτος είναι ο τρόπος κατά τον οποίο λέγεται για την ουσία, στη συνέχεια δηλώνει ότι, ανάμεσα στους τρόπους με τους οποίους λέγεται για την ουσία, ο πρώτος είναι ο τρόπος κατά τον οποίο λέγεται για την ουσία ἐν ἐνεργείᾳ.
Από αυτό είναι σαφές ότι το «είναι» συνίσταται κυρίως στην ἐνέργεια, ότι το Είναι ως ἐνέργεια είναι το πρωταρχικό συστατικό του όντος ως τέτοιου¹¹.

Η τελική επιβεβαίωση αυτής της ερμηνείας δίνεται από το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης παραδέχεται —δίπλα στα όντα που είναι κατά ένα μέρος ενέργεια και κατά άλλο δύναμη— την ύπαρξη ενός Όντος που είναι ολόκληρο και μόνο ενέργεια: το Πρώτον Κινοῦν, το Καθαρή Ἐνέργεια, του βιβλίου XII¹².

Δεν μπορεί, επομένως, να γίνει δεκτή η θέση του Bonetti ότι για τον Αριστοτέλη το ον «συνίσταται ουσιαστικά από την ουσία», ή ότι η διατύπωση του «όντος» λογικά συνεπής με όλη την αριστοτελική μεταφυσική είναι εκείνη που το εκφράζει ως «ουσία».
Αναμφίβολα, ο Αριστοτέλης δεν εξήγησε τον τρόπο με τον οποίο τα όντα που έχουν το Είναι προέρχονται από το Ον που είναι καθαρό Είναι, αλλά ούτε απέκλεισε, και μάλιστα προετοίμασε, τις εμβαθύνσεις που αργότερα θα πραγματοποιούσε ο Άγιος Θωμάς¹².

Όσο για την περατότητα, θεωρούμενη ως απόλυτη τελειότητα —η οποία, κατά τον Bonetti, θα είχε εμποδίσει τη σκέψη των αρχαίων να φθάσει σε μια έννοια όντος που να υπερβαίνει το «πεπερασμένο ον»— πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η περατότητα για τους Έλληνες σήμαινε οριστικότητα, καθορισμό, και συνεπώς εφαρμοζόταν δικαίως ακόμη και στο Απόλυτο Ον, το οποίο, ως «καθαρό είναι», οφείλει να είναι κάλλιστα καθορισμένο.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 «Rivista di filosofia neoscolastica», LIII, 1961, 344–345.
2 Ό.π., 346–347.
3 A. MANSION Antonin Mansion, L’objet de la science philosophique suprême d’après Aristote, στο Mélanges de philosophie grecque offerts à Mgr. Diès, Paris, Vrin, 1956, 151–168·
L.-B. GEIGER Gustav Geiger, Saint Thomas et la métaphysique d’Aristote, στο Aristote et Saint Thomas d’Aquin, Journées d’études internationales, Louvain, Publications universitaires de Louvain; Paris, Editions Béatrice-Nauwelaerts, 1957, 180–200.

Metaph. III, 3, 998b22–27.

Metaph. V, 7, 1017a7–30.
Όσον αφορά τη σημασία αυτού του δυσκολότατου χωρίου, μου φαίνεται πως πρέπει να γίνει δεκτή, γενικά, η ερμηνεία του L. M. DE RIJK L. M. de Rijk, The place of the categories of being in Aristotle’s philosophy, Assen, Van Gorcum, 1952, 35–49.

Metaph. VII, 1, 1028a14–15, 18–19.

7 Ό.π., 31–34.
8 Αυτό το μέρος της αριστοτελικής διδασκαλίας έχει διευκρινιστεί από τον E. RIONDATO E. Riondato, Storia e metafisica nel pensiero di Aristotele, Padova, Editrice Antenore, 1961, 136–180.

Metaph. V, 7, 1017a35–b2, b6–8.

10 Metaph. IX, 8, 1049b4–5, 10–11.
11 Βλ. SUZANNE MANSION Suzanne Mansion, Les positions maîtresses de la philosophie d’Aristote, στο Aristote et Saint Thomas d'Aquin, ό.π., 63–64, και GEIGER, ό.π., 198.
13 Βλ. GEIGER, ό.π., 219.
18 Ό.π., 347.
14 ARISTOTELIS Fragmenta selecta, επιμ. W. D. ROSS W. D. Ross, Oxford, Clarendon Press, 1955, 84, fr. 16.
Βλ. επίσης W. JAEGER Werner Jaeger, Aristotele, Firenze, La Nuova Italia, 1935, 209–210.
15 An. Post. I, 2, 72a29–30.
Βλ. επίσης Metaph. II, 1, 993b24–26.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Διαμαντάκι αυτό το άρθρο...δείχνει πόσο άνετα και περίτεχνα επιχειρηματολογεί κάποιος που ξέρει αυτό για το οποίο μιλάει