Ο Σωκράτης και η γέννηση της δυτικής έννοιας της ψυχής 6
Πρώτο Μέρος
Κεφάλαιο Πρώτο
Η παρούσα κατάσταση του σωκρατικού ζητήματος
4. Η αναδιατύπωση του σωκρατικού παραδείγματος και οι προϋποθέσεις της λειτουργικότητάς του
Θα ήταν υπερβολικά εύκολο να επιμείνει κανείς στη διαφορετικότητα των λύσεων που έχουν προταθεί ή στις διαφορές των αποτελεσμάτων που χαρακτηρίζουν τις σωκρατικές μελέτες μετά τον Gigon.
Ας σκεφτούμε —μόνο για να μείνουμε στα παραδείγματα που αναλύθηκαν προηγουμένως— τη διαφορετική εκτίμηση του επεισοδίου του δελφικού χρησμού στη ζωή και στη σκέψη του Σωκράτη: κατά τον De Strycker, αυτό θα πρέπει να θεωρηθεί ιστορικό γεγονός, ενώ κατά τον Capizzi θα ήταν απλώς ένα «μυθικό πλαίσιο» (Βλ. Capizzi, Socrate, σελ. 155.), και κατά τον Montuori αποτελεί την ίδια τη ρίζα εκείνου του μεγαλειώδους θρύλου που μεταμόρφωσε την ιστορική προσωπικότητα του Σωκράτη σε σύμβολο του δικαίως αδίκως καταδικασμένου ανθρώπου (Βλ. Montuori, Socrate. Fisiologia di un mito, σελ. 216:«Η ανακάλυψη του χρησμού από τον Χαιρεφώντα ως πλατωνική επινόηση δεν μας επιτρέπει πλέον να μιλάμε για τον Πλάτωνα ως αξιόπιστη ιστορική πηγή του σωκρατισμού, και πολύ λιγότερο ακόμη ως προνομιακή ιστορική πηγή».).
Ας σκεφτούμε, ακόμη, τις αποτιμήσεις της Απολογίας του Πλάτωνα:
το ντοκουμενταρίσιο (τεκμηριωτικό) της αξίας της θα επιβεβαιωνόταν, σύμφωνα με την τυπολογική-μορφολογική ανάλυση του Capizzi (Capizzi, Socrate, σελ. 153 κ.ε.:
«Όλοι οι μελετητές του Σωκράτη αναζήτησαν τη γνήσια σκέψη του κυρίως στην Απολογία.
Η μορφολογική μέθοδος επιβεβαιώνει τις διαισθήσεις τους, αποκαλύπτοντάς μας σ’ αυτό το έργο την παρουσία πολλών επαναλαμβανόμενων αποσπασμάτων που αναφέρονται στον Σωκράτη· και τα αποσπάσματα αυτά είναι αρκετά εκτενή ώστε να μας προσφέρουν ένα πρώτο πορτρέτο ήδη αρκετά ολοκληρωμένο».), ενώ, κατά τον Montuori, είμαστε μάλλον εξουσιοδοτημένοι να πιστέψουμε ότι η Απολογία είναι πλατωνικό και όχι σωκρατικό κείμενο, και, μάλιστα, ένα πραγματικό «πλατωνικό ψεύδος», το οποίο, αλλοιώνοντας βαθιά τον πραγματικό χαρακτήρα της σωκρατικής προσωπικότητας, μας παρουσιάζει τη λογοτεχνική και φανταστική εικόνα ενός Σωκράτη ευσεβούς (εὐσεβής), ιδιαίτερα αφοσιωμένου στον Απόλλωνα, ο οποίος δεν έχει πλέον τίποτε κοινό με τον Σωκράτη που κατηγορήθηκε, δικάστηκε και καταδικάστηκε.
Ωστόσο, ούτε αυτή ούτε όλες οι άλλες αποκλίσεις που θα μπορούσαν να αναφερθούν —και που αποτελούν μέρος της φυσιολογικής διαλεκτικής της έρευνας— μπορούν να μας κάνουν να λησμονήσουμε ότι, στα τελευταία πενήντα χρόνια, έχει λάβει μορφή και συνοχή ένα νέο σωκρατικό παράδειγμα, προορισμένο να καθοδηγήσει τις μελλοντικές έρευνες.
Πρέπει, κατ’ αρχάς, να παρατηρηθεί ότι κανένας από τους μελετητές που χρησιμοποιήσαμε ως παραδείγματα δεν προτιμά μία πηγή έναντι άλλης, ούτε διορθώνει τη μία μέσω της άλλης.
Είτε χρησιμοποιείται η μορφολογικο-στιλιστική μέθοδος, είτε εφαρμόζεται μια καθαρά ιστορική ή ιστορικο-φιλολογική μέθοδος, σε κάθε περίπτωση οι παραδοσιακές σωκρατικές πηγές επανερμηνεύονται υπό το φως ενός εξωτερικού κριτηρίου, στο οποίο ανατίθεται ο ρόλος να διακρίνει, μέσα στη Sokratesdichtung (δηλαδή «λογοτεχνική κατασκευή του Σωκράτη»), το σωκρατικό στοιχείο από το μυθικό-ποιητικό (Βλ. Capizzi, Socrate, σελ. 29: «Η κριτική του Gigon έχει, στην πραγματικότητα, κατεδαφίσει μόνο τα εξωτερικά κριτήρια αυτής της έρευνας, δηλαδή τη σύγκριση της πλατωνικής μαρτυρίας με άλλες μαρτυρίες, αλλά δεν έχει αποκλείσει οποιοδήποτε άμεσο κριτήριο που θα επέτρεπε να ελεγχθεί το κείμενο των διαλόγων. Έδειξε ότι ο Πλάτων αντιμετωπίζει τον Σωκράτη ως λογοτεχνικό πρόσωπο, αλλά όχι ότι αυτό το πρόσωπο δεν αναφέρεται ποτέ και σε καμία περίπτωση στο ιστορικό πρόσωπο από το οποίο αντλεί την αφετηρία του». (Οι πλάγιοι χαρακτήρες είναι του συγγραφέα).).
Επομένως, ακόμη κι αν παραδεχτούμε εκείνο το περιθώριο αβεβαιότητας και προσωρινότητας που αναπόφευκτα εμπεριέχει κάθε ερμηνεία του Σωκράτη, να θεωρήσουμε, μαζί με τον Gigon, ότι όλο αυτό το σύνθετο έργο υπήρξε μόνο ένα unfruchtbares Bemühen (μια άκαρπη προσπάθεια), σημαίνει να αρνούμαστε την ίδια την πραγματικότητα.
Πιστεύουμε, επιπλέον, ότι αυτό το νέο παράδειγμα βρίσκεται υπονοημένο, έστω και αρνητικά, μέσα στην ίδια τη ριζική και αποδομητική κριτική του Ελβετού φιλολόγου.
Πράγματι, όλοι οι μελετητές του Σωκράτη, είτε έγραψαν πριν από τον Gigon είτε μετά από αυτόν, συμφωνούν ρητά ή έμμεσα ότι η φιλοσοφική προσωπικότητα του Σωκράτη δεν μπορεί να διαγραφεί συνοπτικά, αλλά, αντίθετα, πρέπει να θεωρηθεί σημείο καμπής ή πραγματικής ρήξης μέσα στον ελληνικό κόσμο.
Ο θρύλος και ο φιλοσοφικός-λογοτεχνικός μύθος του Σωκράτη, που διαμορφώθηκε από τους μαθητές του αμέσως μετά τον θάνατό του, με μια ανεπανάληπτη συλλογική συμμετοχή, δεν θα μπορούσε να εξηγηθεί (ή θα μπορούσε να εξηγηθεί μόνο ως μια μορφή τεράστιας συλλογικής αυταπάτης) αν στην αρχή του δεν υπήρχε μια προσωπικότητα ικανή, με τη μοναδικότητα της ανθρώπινης και φιλοσοφικής της διάστασης, να δώσει νόημα στην εξαιρετικότητα του γεγονότος (Βλ. τις παρατηρήσεις του Chroust που παρατέθηκαν προηγουμένως (σημείωση αρ. 22). Αξίζει μόλις να υπενθυμιστεί ότι η πλειονότητα των μελετητών θεωρούσε πάντοτε τον Σωκράτη ως σημείο άφιξης της προηγούμενης σκέψης και, ταυτόχρονα, σημείο εκκίνησης της επόμενης. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι, προς αυτή την κατεύθυνση, το μικρό έργο του F. M. Cornford, Before and after Socrates, Cambridge 1992 (1932), το οποίο, ήδη από τον τίτλο του, αντικατοπτρίζει τη δομή της εργασίας και την πεποίθηση του συγγραφέα ότι «Socrates must be taken as the central figure» (σελ. IX). Βλ. επίσης Die Sokratiker, έκδ. W. Nestle, Jena 1922, σελ. 5: «Sokrates bildet in der Geschichte der griechischen Philosophie einen Wendepunkt» («Ο Σωκράτης αποτελεί σημείο καμπής στην ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας»). Για περαιτέρω παραπομπές βλ. Montuori, The Socratic Problem, σελ. 394, σημ. 5.).
Σε κάθε περίπτωση, ότι ο Σωκράτης υπήρξε προσωπικότητα μεγάλου ανθρώπινου και φιλοσοφικού διαμετρήματος, σε τέτοιο βαθμό ώστε να κινήσει το ενδιαφέρον πλήθους φιλοσόφων και μη, πιστών φίλων και αδιάλλακτων αντιπάλων, οι οποίοι ασχολήθηκαν και έγραψαν γι’ αυτόν, είναι μια υπόθεση τουλάχιστον εξίσου βάσιμη —και στην πραγματικότητα πολύ πιο συνεκτική και θεμελιωμένη— από την ακριβώς αντίθετη υπόθεση.
Και, επομένως, ακριβώς η ποιητικο-λογοτεχνική φύση του λόγου σωκρατικοῦ (lógos sokratikós), το γεγονός ότι ο Σωκράτης κατέχει κεντρική θέση μέσα σε αυτόν (zentraler Gegenstand), δηλαδή ο ίδιος ο λόγος που επικαλείται ο Gigon, αναιρεί τη δυνατότητα να θεωρηθεί πως μπορεί να παραμεριστεί ή, έστω, να περιοριστεί η φιλοσοφική προσωπικότητα του Σωκράτη μέσα στην ιστορία της ελληνικής σκέψης.
Όπως σωστά παρατηρεί ο Calogero σχετικά:
«Παρά όλον τον σκεπτικισμό του, ο Gigon δεν αμφιβάλλει [...] ότι ο Σωκράτης, συνομιλώντας με τους φίλους του, τους είχε τόσο πολύ γοητεύσει, ώστε προκάλεσε μέσα τους εκείνη τη μεγάλη κίνηση εξιδανίκευσης, μυθοποίησης, φιλοσοφικής ερμηνείας — ακόμη κι αν δηλώνει ότι αγνοεί το γιατί αυτού του μαγνητισμού.
Όμως, αν οι αντιδράσεις εκείνων που υφίστανται μια επίδραση δεν μας έλεγαν τίποτε για τη φύση εκείνου που την ασκεί, τότε θα έπρεπε να καταλήξουμε ότι γνωρίζουμε την πολιτική σκέψη του Θουκυδίδη, αλλά δεν ξέρουμε τίποτα για εκείνη του Περικλή· και έτσι δεν θα είχαμε ποτέ τη δυνατότητα να κατανοήσουμε τις ιδέες οποιουδήποτε πολιτικού άνδρα που δεν μας άφησε έργα ή λόγους γραμμένους από τον ίδιο».
Γι’ αυτό, διατηρώντας τη γλωσσική δομή της παλαιότερης παράδοσης, η μορφή που προσλαμβάνει σήμερα το σωκρατικό ζήτημα φαίνεται πως μπορεί να συνοψιστεί ως εξής:
Τι μπορεί να υπήρξε ο Σωκράτης, υπό το φως όλων των σύγχρονών του μαρτυριών, ώστε να έχει νόημα ο μεγάλος θρύλος που άνθισε γύρω από το όνομά του αμέσως μετά τον θάνατό του; Τι πρέπει να υπήρξε ο Σωκράτης μέσα στην ελληνική κουλτούρα και τον ελληνικό πολιτισμό, ώστε να προσφέρει σε όλους τους μαθητές του την ευκαιρία και το δικαίωμα να τον αναπαριστούν όπως τον παρουσιάζουν οι διάλογοί τους;
Για να είναι πραγματικά λειτουργικό και αποτελεσματικό, το νέο παράδειγμα οφείλει, λοιπόν, να ζητήσει από την ιστορία του ελληνικού πολιτισμού και της σκέψης το κριτήριο που θα επιτρέψει να διαχωριστούν τα ιστορικά στοιχεία από εκείνα τα μυθολογικά και λογοτεχνικά που περιέχονται στη σωκρατική γραμματεία.
Επιπλέον, θα πρέπει να εξηγήσει ορισμένα γεγονότα ή περιστάσεις τα οποία, μέσα στο ρομαντικό πρότυπο, είτε θεωρούνταν αυταπόδεικτα χωρίς επαρκή ερμηνεία, είτε παραγκωνίζονταν ως ανωμαλίες ασύμβατες με το υιοθετημένο μοντέλο.
Συνοψίζοντας και ολοκληρώνοντας τις σκέψεις που έχουν μέχρι τώρα αναπτυχθεί, το νέο παράδειγμα θα πρέπει να ικανοποιεί τις ακόλουθες ουσιώδεις προϋποθέσεις:
Πρώτο Μέρος
Κεφάλαιο Πρώτο
Η παρούσα κατάσταση του σωκρατικού ζητήματος
4. Η αναδιατύπωση του σωκρατικού παραδείγματος και οι προϋποθέσεις της λειτουργικότητάς του
Θα ήταν υπερβολικά εύκολο να επιμείνει κανείς στη διαφορετικότητα των λύσεων που έχουν προταθεί ή στις διαφορές των αποτελεσμάτων που χαρακτηρίζουν τις σωκρατικές μελέτες μετά τον Gigon.
Ας σκεφτούμε —μόνο για να μείνουμε στα παραδείγματα που αναλύθηκαν προηγουμένως— τη διαφορετική εκτίμηση του επεισοδίου του δελφικού χρησμού στη ζωή και στη σκέψη του Σωκράτη: κατά τον De Strycker, αυτό θα πρέπει να θεωρηθεί ιστορικό γεγονός, ενώ κατά τον Capizzi θα ήταν απλώς ένα «μυθικό πλαίσιο» (Βλ. Capizzi, Socrate, σελ. 155.), και κατά τον Montuori αποτελεί την ίδια τη ρίζα εκείνου του μεγαλειώδους θρύλου που μεταμόρφωσε την ιστορική προσωπικότητα του Σωκράτη σε σύμβολο του δικαίως αδίκως καταδικασμένου ανθρώπου (Βλ. Montuori, Socrate. Fisiologia di un mito, σελ. 216:«Η ανακάλυψη του χρησμού από τον Χαιρεφώντα ως πλατωνική επινόηση δεν μας επιτρέπει πλέον να μιλάμε για τον Πλάτωνα ως αξιόπιστη ιστορική πηγή του σωκρατισμού, και πολύ λιγότερο ακόμη ως προνομιακή ιστορική πηγή».).
Ας σκεφτούμε, ακόμη, τις αποτιμήσεις της Απολογίας του Πλάτωνα:
το ντοκουμενταρίσιο (τεκμηριωτικό) της αξίας της θα επιβεβαιωνόταν, σύμφωνα με την τυπολογική-μορφολογική ανάλυση του Capizzi (Capizzi, Socrate, σελ. 153 κ.ε.:
«Όλοι οι μελετητές του Σωκράτη αναζήτησαν τη γνήσια σκέψη του κυρίως στην Απολογία.
Η μορφολογική μέθοδος επιβεβαιώνει τις διαισθήσεις τους, αποκαλύπτοντάς μας σ’ αυτό το έργο την παρουσία πολλών επαναλαμβανόμενων αποσπασμάτων που αναφέρονται στον Σωκράτη· και τα αποσπάσματα αυτά είναι αρκετά εκτενή ώστε να μας προσφέρουν ένα πρώτο πορτρέτο ήδη αρκετά ολοκληρωμένο».), ενώ, κατά τον Montuori, είμαστε μάλλον εξουσιοδοτημένοι να πιστέψουμε ότι η Απολογία είναι πλατωνικό και όχι σωκρατικό κείμενο, και, μάλιστα, ένα πραγματικό «πλατωνικό ψεύδος», το οποίο, αλλοιώνοντας βαθιά τον πραγματικό χαρακτήρα της σωκρατικής προσωπικότητας, μας παρουσιάζει τη λογοτεχνική και φανταστική εικόνα ενός Σωκράτη ευσεβούς (εὐσεβής), ιδιαίτερα αφοσιωμένου στον Απόλλωνα, ο οποίος δεν έχει πλέον τίποτε κοινό με τον Σωκράτη που κατηγορήθηκε, δικάστηκε και καταδικάστηκε.
Ωστόσο, ούτε αυτή ούτε όλες οι άλλες αποκλίσεις που θα μπορούσαν να αναφερθούν —και που αποτελούν μέρος της φυσιολογικής διαλεκτικής της έρευνας— μπορούν να μας κάνουν να λησμονήσουμε ότι, στα τελευταία πενήντα χρόνια, έχει λάβει μορφή και συνοχή ένα νέο σωκρατικό παράδειγμα, προορισμένο να καθοδηγήσει τις μελλοντικές έρευνες.
Πρέπει, κατ’ αρχάς, να παρατηρηθεί ότι κανένας από τους μελετητές που χρησιμοποιήσαμε ως παραδείγματα δεν προτιμά μία πηγή έναντι άλλης, ούτε διορθώνει τη μία μέσω της άλλης.
Είτε χρησιμοποιείται η μορφολογικο-στιλιστική μέθοδος, είτε εφαρμόζεται μια καθαρά ιστορική ή ιστορικο-φιλολογική μέθοδος, σε κάθε περίπτωση οι παραδοσιακές σωκρατικές πηγές επανερμηνεύονται υπό το φως ενός εξωτερικού κριτηρίου, στο οποίο ανατίθεται ο ρόλος να διακρίνει, μέσα στη Sokratesdichtung (δηλαδή «λογοτεχνική κατασκευή του Σωκράτη»), το σωκρατικό στοιχείο από το μυθικό-ποιητικό (Βλ. Capizzi, Socrate, σελ. 29: «Η κριτική του Gigon έχει, στην πραγματικότητα, κατεδαφίσει μόνο τα εξωτερικά κριτήρια αυτής της έρευνας, δηλαδή τη σύγκριση της πλατωνικής μαρτυρίας με άλλες μαρτυρίες, αλλά δεν έχει αποκλείσει οποιοδήποτε άμεσο κριτήριο που θα επέτρεπε να ελεγχθεί το κείμενο των διαλόγων. Έδειξε ότι ο Πλάτων αντιμετωπίζει τον Σωκράτη ως λογοτεχνικό πρόσωπο, αλλά όχι ότι αυτό το πρόσωπο δεν αναφέρεται ποτέ και σε καμία περίπτωση στο ιστορικό πρόσωπο από το οποίο αντλεί την αφετηρία του». (Οι πλάγιοι χαρακτήρες είναι του συγγραφέα).).
Επομένως, ακόμη κι αν παραδεχτούμε εκείνο το περιθώριο αβεβαιότητας και προσωρινότητας που αναπόφευκτα εμπεριέχει κάθε ερμηνεία του Σωκράτη, να θεωρήσουμε, μαζί με τον Gigon, ότι όλο αυτό το σύνθετο έργο υπήρξε μόνο ένα unfruchtbares Bemühen (μια άκαρπη προσπάθεια), σημαίνει να αρνούμαστε την ίδια την πραγματικότητα.
Πιστεύουμε, επιπλέον, ότι αυτό το νέο παράδειγμα βρίσκεται υπονοημένο, έστω και αρνητικά, μέσα στην ίδια τη ριζική και αποδομητική κριτική του Ελβετού φιλολόγου.
Πράγματι, όλοι οι μελετητές του Σωκράτη, είτε έγραψαν πριν από τον Gigon είτε μετά από αυτόν, συμφωνούν ρητά ή έμμεσα ότι η φιλοσοφική προσωπικότητα του Σωκράτη δεν μπορεί να διαγραφεί συνοπτικά, αλλά, αντίθετα, πρέπει να θεωρηθεί σημείο καμπής ή πραγματικής ρήξης μέσα στον ελληνικό κόσμο.
Ο θρύλος και ο φιλοσοφικός-λογοτεχνικός μύθος του Σωκράτη, που διαμορφώθηκε από τους μαθητές του αμέσως μετά τον θάνατό του, με μια ανεπανάληπτη συλλογική συμμετοχή, δεν θα μπορούσε να εξηγηθεί (ή θα μπορούσε να εξηγηθεί μόνο ως μια μορφή τεράστιας συλλογικής αυταπάτης) αν στην αρχή του δεν υπήρχε μια προσωπικότητα ικανή, με τη μοναδικότητα της ανθρώπινης και φιλοσοφικής της διάστασης, να δώσει νόημα στην εξαιρετικότητα του γεγονότος (Βλ. τις παρατηρήσεις του Chroust που παρατέθηκαν προηγουμένως (σημείωση αρ. 22). Αξίζει μόλις να υπενθυμιστεί ότι η πλειονότητα των μελετητών θεωρούσε πάντοτε τον Σωκράτη ως σημείο άφιξης της προηγούμενης σκέψης και, ταυτόχρονα, σημείο εκκίνησης της επόμενης. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι, προς αυτή την κατεύθυνση, το μικρό έργο του F. M. Cornford, Before and after Socrates, Cambridge 1992 (1932), το οποίο, ήδη από τον τίτλο του, αντικατοπτρίζει τη δομή της εργασίας και την πεποίθηση του συγγραφέα ότι «Socrates must be taken as the central figure» (σελ. IX). Βλ. επίσης Die Sokratiker, έκδ. W. Nestle, Jena 1922, σελ. 5: «Sokrates bildet in der Geschichte der griechischen Philosophie einen Wendepunkt» («Ο Σωκράτης αποτελεί σημείο καμπής στην ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας»). Για περαιτέρω παραπομπές βλ. Montuori, The Socratic Problem, σελ. 394, σημ. 5.).
Σε κάθε περίπτωση, ότι ο Σωκράτης υπήρξε προσωπικότητα μεγάλου ανθρώπινου και φιλοσοφικού διαμετρήματος, σε τέτοιο βαθμό ώστε να κινήσει το ενδιαφέρον πλήθους φιλοσόφων και μη, πιστών φίλων και αδιάλλακτων αντιπάλων, οι οποίοι ασχολήθηκαν και έγραψαν γι’ αυτόν, είναι μια υπόθεση τουλάχιστον εξίσου βάσιμη —και στην πραγματικότητα πολύ πιο συνεκτική και θεμελιωμένη— από την ακριβώς αντίθετη υπόθεση.
Και, επομένως, ακριβώς η ποιητικο-λογοτεχνική φύση του λόγου σωκρατικοῦ (lógos sokratikós), το γεγονός ότι ο Σωκράτης κατέχει κεντρική θέση μέσα σε αυτόν (zentraler Gegenstand), δηλαδή ο ίδιος ο λόγος που επικαλείται ο Gigon, αναιρεί τη δυνατότητα να θεωρηθεί πως μπορεί να παραμεριστεί ή, έστω, να περιοριστεί η φιλοσοφική προσωπικότητα του Σωκράτη μέσα στην ιστορία της ελληνικής σκέψης.
Όπως σωστά παρατηρεί ο Calogero σχετικά:
«Παρά όλον τον σκεπτικισμό του, ο Gigon δεν αμφιβάλλει [...] ότι ο Σωκράτης, συνομιλώντας με τους φίλους του, τους είχε τόσο πολύ γοητεύσει, ώστε προκάλεσε μέσα τους εκείνη τη μεγάλη κίνηση εξιδανίκευσης, μυθοποίησης, φιλοσοφικής ερμηνείας — ακόμη κι αν δηλώνει ότι αγνοεί το γιατί αυτού του μαγνητισμού.
Όμως, αν οι αντιδράσεις εκείνων που υφίστανται μια επίδραση δεν μας έλεγαν τίποτε για τη φύση εκείνου που την ασκεί, τότε θα έπρεπε να καταλήξουμε ότι γνωρίζουμε την πολιτική σκέψη του Θουκυδίδη, αλλά δεν ξέρουμε τίποτα για εκείνη του Περικλή· και έτσι δεν θα είχαμε ποτέ τη δυνατότητα να κατανοήσουμε τις ιδέες οποιουδήποτε πολιτικού άνδρα που δεν μας άφησε έργα ή λόγους γραμμένους από τον ίδιο».
Γι’ αυτό, διατηρώντας τη γλωσσική δομή της παλαιότερης παράδοσης, η μορφή που προσλαμβάνει σήμερα το σωκρατικό ζήτημα φαίνεται πως μπορεί να συνοψιστεί ως εξής:
Τι μπορεί να υπήρξε ο Σωκράτης, υπό το φως όλων των σύγχρονών του μαρτυριών, ώστε να έχει νόημα ο μεγάλος θρύλος που άνθισε γύρω από το όνομά του αμέσως μετά τον θάνατό του; Τι πρέπει να υπήρξε ο Σωκράτης μέσα στην ελληνική κουλτούρα και τον ελληνικό πολιτισμό, ώστε να προσφέρει σε όλους τους μαθητές του την ευκαιρία και το δικαίωμα να τον αναπαριστούν όπως τον παρουσιάζουν οι διάλογοί τους;
Για να είναι πραγματικά λειτουργικό και αποτελεσματικό, το νέο παράδειγμα οφείλει, λοιπόν, να ζητήσει από την ιστορία του ελληνικού πολιτισμού και της σκέψης το κριτήριο που θα επιτρέψει να διαχωριστούν τα ιστορικά στοιχεία από εκείνα τα μυθολογικά και λογοτεχνικά που περιέχονται στη σωκρατική γραμματεία.
Επιπλέον, θα πρέπει να εξηγήσει ορισμένα γεγονότα ή περιστάσεις τα οποία, μέσα στο ρομαντικό πρότυπο, είτε θεωρούνταν αυταπόδεικτα χωρίς επαρκή ερμηνεία, είτε παραγκωνίζονταν ως ανωμαλίες ασύμβατες με το υιοθετημένο μοντέλο.
Συνοψίζοντας και ολοκληρώνοντας τις σκέψεις που έχουν μέχρι τώρα αναπτυχθεί, το νέο παράδειγμα θα πρέπει να ικανοποιεί τις ακόλουθες ουσιώδεις προϋποθέσεις:
1) Δεν θα πρέπει πλέον να στηρίζεται σε μία μόνο πηγή ή στη διόρθωση μιας πηγής μέσω μιας άλλης, αλλά σε όλες τις μαρτυρίες· διότι θεωρείται πλέον αποδεδειγμένο ότι όσοι έγραψαν για τον Σωκράτη δεν το έπραξαν με ιστορικές προθέσεις, αλλά με προθέσεις καθαρά λογοτεχνικές, διεκδικώντας για τον εαυτό τους το δικαίωμα μέγιστης ελευθερίας στη χρήση των δεδομένων και, ενδεχομένως, στη διαμόρφωση ή παραποίησή τους — ακόμη και για ειδικούς σκοπούς που θα πρέπει να διερευνώνται και να ερμηνεύονται ξεχωριστά, ανά περίπτωση.
2) Θα πρέπει να στηρίζεται στην πεποίθηση ότι ο ιστορικός Σωκράτης δεν αναιρείται από την ύπαρξη του λογοτεχνικού θρύλου, αλλά, αντιθέτως, εμπεριέχεται μέσα σε αυτόν. Ο θρύλος μπορεί να έχει μεγεθύνει θετικά ή και παραμορφώσει αρνητικά την εικόνα του, αλλά πάντοτε ξεκινώντας από έναν πυρήνα πραγματικών αιτίων και ιστορικών δεδομένων. Το να παραδεχτούμε ότι οι μαρτυρίες που διαθέτουμε δεν είναι ιστορικές αλλά λογοτεχνικές, δεν σημαίνει καθαυτό ότι πρόκειται για καθαρή επινόηση ή παιχνίδι της φαντασίας, ούτε ότι οι ήρωές τους είναι εντελώς πλασματικά ή αυθαίρετα δημιουργήματα (Βλ. το απόσπασμα του Capizzi που ήδη παρατέθηκε παραπάνω στη σημείωση αρ. 66 και, επίσης, Magalhães-Vilhena, Le problème de Socrate, σελ. 346: «Ο “σωκρατικός λόγος” (discours socratique) δεν είναι μόνο δράμα ούτε μόνο μίμηση· δεν είναι ούτε αποκλειστικά ποίηση ούτε αποκλειστικά ιστορία. Συμμετέχει και στα δύο, χωρίς όμως να είναι σε καμία περίπτωση αποκλειστικά το ένα ή το άλλο». De Strycker, Les témoignages historiques, σελ. 200: «Ο lógos sokratikós δεν ανήκει καθαυτό στο ιστορικό είδος, και δεν μπορούμε, χωρίς εξέταση, να στηριχθούμε στη μαρτυρία ενός έργου αυτού του τύπου για να καταλήξουμε στην αλήθεια κάποιου συγκεκριμένου γεγονότος. Από την άλλη πλευρά, τίποτα δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ένας σωκρατικός συγγραφέας να έχει ενσωματώσει στο έργο του θετικά ιστορικά δεδομένα».). Είναι ακριβώς εργαζόμενοι πάνω σε αυτήν την ρευστή ύλη που —όπως έχει ειπωθεί πολύ εύστοχα— μπορούμε να «επιχειρήσουμε να συλλάβουμε εκείνο το εστιακό σημείο από το οποίο εκπέμπονται τόσες διαφορετικές ακτίνες, χωρίς τις οποίες η νεότερη φιλοσοφία δεν θα ήταν καν νοητή» (J. Humbert, Socrate et les petits Socratiques, Παρίσι 1967, σελ. 5-6. Το βιβλίο του Humbert αποτελεί σημαντική συμβολή προς αυτή την κατεύθυνση. Σήμερα ο μελετητής διαθέτει επίσης ένα θεμελιώδες εργαλείο εργασίας που συγκεντρώνει όλη την αρχαία γραμματεία για τον Σωκράτη: G. Giannantoni, Socratis et Socraticorum reliquiae, 4 τόμοι, Νάπολη 1990. ).
3) Θα πρέπει να εξαιρεί από τον κατάλογο των πηγών τις μαρτυρίες όσων δεν είχαν άμεση γνώση του Σωκράτη.
Πράγματι, η εξάρτησή τους από τον σωκρατικό θρύλο, που δημιουργήθηκε αμέσως μετά τη δίκη και την καταδίκη του, υπονομεύει την τεκμηριωτική τους αξία και, στην καλύτερη περίπτωση, επιτρέπει να θεωρηθούν ως λογοτεχνική κατασκευή επάνω σε μιαν άλλη λογοτεχνική κατασκευή. Για τον λόγο αυτό, ο Αριστοτέλης, ο οποίος δεν γνώρισε τον Σωκράτη άμεσα, δεν μπορεί παρά να αποκλειστεί ως πηγή σωκρατική (Η δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί ο Αριστοτέλης για τη γνώση του Σωκράτη, η οποία στο παρελθόν απολάμβανε μεγάλης αποδοχής, προτάθηκε εκ νέου με συστηματικό τρόπο από τον Th. Deman, Les témoignages d’Aristote sur Socrate, Παρίσι 1942. Ωστόσο, αυτή η οδός φαίνεται σήμερα μη πρακτικά εφαρμόσιμη. Βλ. Magalhães-Vilhena, Le problème de Socrate, σελ. 231–302· A. H. Chroust, Socrates in the Light of Aristotle’s Testimony, στο περιοδικό The New Scholasticism, 26 (1952), σελ. 327–365· O. Gigon, Die Sokratesdoxographie bei Aristoteles, στο Museum Helveticum, 16 (1959), σελ. 174–212. Ό,τι κι αν μπορεί να σκεφθεί κανείς για τις μαρτυρίες του Αριστοφάνη, του Πλάτωνα, του Ξενοφώντα και των ελάσσονων Σωκρατικών, το καθοριστικό επιχείρημα παραμένει εκείνο που διατύπωσε ο Taylor, Socrate, σελ. 6: «Για κάθε σοβαρή προσέγγιση οφείλουμε να βασιζόμαστε σχεδόν αποκλειστικά σε ό,τι λέγεται για τον Σωκράτη από ανθρώπους που μπορούσαν να μιλούν βάσει προσωπικής γνώσης». Βλ. επίσης Capizzi, Socrate, σελ. 19–20.).
4) Για τον ίδιο λόγο, θα πρέπει να αποδοθεί η μέγιστη προσοχή στη μαρτυρία του Αριστοφάνη, ο οποίος όχι μόνο υπήρξε σύγχρονος του Σωκράτη, αλλά έγραψε για αυτόν, καθιστώντας τον πρωταγωνιστή μιας κωμωδίας, πριν ακόμη δημιουργηθεί, στο όνομα του Σωκράτη, ο μύθος που μας διέσωσε και διέδωσε την επίσημη εικόνα του (Ίσως αυτό είναι το σημείο στο οποίο, στις μέρες μας, συμφωνούν όλοι οι μελετητές. Ιδιαίτερα, πέρα από τις ήδη αναφερθείσες μελέτες του Montuori (ο οποίος, από αυτή την άποψη, μπορεί να θεωρηθεί πρωτοπόρος της επαναξιολόγησης του Αριστοφάνη), βλ. Humbert, Socrate et les petits Socratiques, σελ. 7–8· Adorno, Introduzione a Socrate, σελ. 22, 27 κ.ε.· A. Patzer, Die Wolken des Aristophanes als philosophiegeschichtliches Dokument, στο Dialog Schule–Wissenschaft, τόμ. 27, Motiv und Motivation, επιμ. P. Neukam, Μόναχο 1993, σελ. 72–93.).
5) Θα πρέπει να εξηγήσει με πειστικό τρόπο για ποιους ακριβώς λόγους ο Σωκράτης επιλέχθηκε ως πρωταγωνιστής και ήρωας ενός λογοτεχνικού και φιλοσοφικού θρύλου που αναπτύχθηκε στο όνομά του και ο οποίος, ως προς το μέγεθος, τη σημασία και την εμβέλειά του, δεν έχει, ίσως, όμοιό του.
Δηλαδή, θα πρέπει να εξηγήσει γιατί, αρχίζοντας από τη συνείδηση των συγχρόνων του Σωκράτη (και, από εκεί και έπειτα, στην ίδια τη συνείδηση του δυτικού ανθρώπου), ο Σωκράτης θεωρήθηκε κεντρική προσωπικότητα στην ιστορία της σκέψης — ο άνθρωπος και ο στοχαστής στον οποίο οφείλεται μια μη αναστρέψιμη καμπή, σε τέτοιο βαθμό ώστε να γίνεται λόγος —και να εξακολουθεί να γίνεται μέχρι σήμερα— για αρχαία φιλοσοφία “πριν και μετά τον Σωκράτη”.
6) Θα πρέπει να αποδίδει στον Σωκράτη εκείνες τις συμπεριφορές, απόψεις, πεποιθήσεις και διδασκαλίες που, αν και μαρτυρούνται ως σωκρατικές από το σύνολο των λογοι σωκρατικοί (lógoi sokratikoí), μπορούν ωστόσο να επιβεβαιωθούν είτε από μαρτυρίες ανεξάρτητες από τον σωκρατικό θρύλο είτε να τεκμηριωθούν από τις γνώσεις μας για τον ελληνικό πολιτισμό, εξεταζόμενο στις ποικίλες του συνιστώσες, υπό το πρίσμα του “πριν και μετά τον Σωκράτη”.
7) Θα πρέπει, τέλος, να επανεξετάσει τη σωκρατική βιβλιογραφία που έχει συσσωρευθεί κατά τους δύο τελευταίους αιώνες, με ιδιαίτερη προσοχή προς εκείνες τις μελέτες που, αν και χρονολογικά εντάσσονται στο παραδοσιακό παράδειγμα, είτε ανέδειξαν τις ανωμαλίες του, είτε, για κάποιον ειδικό λόγο, δεν μπορούν να υπαχθούν πλήρως σε αυτό. Πράγματι, ακόμη και στη δική μας περίπτωση, δεν πρόκειται να απορρίψουμε συνολικά ό,τι έχει γραφτεί για τον Σωκράτη και να αρχίσουμε εκ νέου από το μηδέν, διαγράφοντας βιαστικά όλη την προηγούμενη έρευνα· αντιθέτως, πρόκειται να διαχειριστούμε και να αναπροσανατολίσουμε το ίδιο σύνολο δεδομένων που είχαμε πριν από την κρίση του ρομαντικού παραδείγματος, αλλά τοποθετώντας τα μέσα σε ένα νέο σύστημα αμοιβαίων σχέσεων, δίνοντάς τους έτσι μια διαφορετική δομή.
Με άλλα λόγια, θα πρέπει να αποφευχθεί η αλαζονική αντίθεση των «λόγων του σήμερα» προς τα «σφάλματα του χθες» και, εφόσον υπάρχουν —και στον βαθμό που υπάρχουν—, να αναζητηθούν εκείνοι οι λόγοι του χθες που μπορούν να συνδεθούν με τους λόγους του σήμερα, παρά τη μεταβολή της ερευνητικής προοπτικής.
Δεν έχουμε την αξίωση να θεωρούμε ότι ο χάρτης αυτών των προϋποθέσεων είναι πλήρης· αντιθέτως, αναγνωρίζουμε χωρίς δυσκολία ότι θα μπορούσε να διευρυνθεί.
Για παράδειγμα, μπορεί εύκολα να συμφωνήσει κανείς με τον Montuori ότι, μέσα στο νέο παράδειγμα, θα πρέπει να βρουν θέση οι ιστορικοί λόγοι για τους οποίους —πέρα από τον μύθο του δικαίως αδίκως καταδικασμένου— η συμπεριφορά και η σκέψη του Σωκράτη αποτέλεσαν προσβολή ή απειλή για τη συλλογική συνείδηση της πόλης (pólis), σε τέτοιο βαθμό ώστε ο Σωκράτης να προσαχθεί σε δίκη και να καταδικαστεί σε θάνατο με κώνειο.
Φαίνεται επίσης αναγκαίο να εξηγηθεί, αργά ή γρήγορα, γιατί τόσες πολλές προσωπικότητες, τόσο διαφορετικές μεταξύ τους ως προς το ταλέντο, τη φύση ή τις ικανότητές τους, ξεκινώντας από τον Σωκράτη και τοποθετώντας τον στο κέντρο των καλλιτεχνικών τους δημιουργιών, μπόρεσαν να δημιουργήσουν όλες μαζί ένα λογοτεχνικό είδος που, παρά την αποσπασματικότητα των γνώσεών μας, παραμένει σταθερά συνδεδεμένο με τη μορφή και τη δομή του διαλόγου.
Θα προσθέταμε ακόμη ότι θα πρέπει να καταστεί δυνατό να εξηγηθεί, πιο ικανοποιητικά απ’ ό,τι το έκανε το παραδοσιακό παράδειγμα, γιατί ο Σωκράτης δεν έγραψε τίποτα και ποιοι λόγοι θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την επιλογή του προφορικού λόγου.
Διότι, αν και η οργανωμένη γραπτή κουλτούρα ανήκει κυρίως στον επόμενο αιώνα μετά τον Σωκράτη, γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι, ήδη στην Ελλάδα του 5ου αιώνα π.Χ., και στην ίδια την Αθήνα, υπήρχαν εδώ και καιρό οι απαραίτητες συνθήκες για την παραγωγή και τη διάδοση βιβλίων και γραπτών έργων (Βλ. E. G. Turner, I libri nell’Atene del V e del IV secolo a.C., στο Libri, editori e pubblico nel mondo antico, επιμ. G. Cavallo, Ρώμη–Μπάρι 1992, σελ. 3–24· E. A. Havelock, Cultura orale e civiltà della scrittura, Ρώμη–Μπάρι 1995².
Για την αγραφία του Σωκράτη, βλ. ιδίως Πλάτων, Φαῖδρος 275 d–e. Ωστόσο, αυτή η πτυχή είναι γενικώς παραμελημένη τόσο από την παραδοσιακή σωκρατική ιστοριογραφία όσο και από τη νεότερη, οι οποίες περιορίζονται απλώς να τη διαπιστώσουν.).
Αυτά αποτελούν ενδεικτικά παραδείγματα πιθανών προοπτικών που παραμένουν ανοιχτές. Εμείς, ωστόσο, θα περιοριστούμε στις ελάχιστες προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν ρητώς παραπάνω. Γι’ αυτό θα κάνουμε, τουλάχιστον χρονικά, ένα βήμα προς τα πίσω και, ξεκινώντας από την τελευταία από αυτές τις προϋποθέσεις, θα περάσουμε να εξετάσουμε τις σωκρατικές θέσεις που διατυπώθηκαν έναν αιώνα πριν από τους Burnet και Taylor. Θα τις παρουσιάσουμε με συστηματικό τρόπο, θα επαληθεύσουμε τα όριά τους και, ενδεχομένως, τη συνοχή τους υπό το φως των συμπερασμάτων που έχουμε ως τώρα επιτύχει. Αφού αποσαφηνίσουμε επαρκώς τα δεδομένα, θα περάσουμε να εκθέσουμε την υπόθεση εργασίας που επιδιώκεται στο παρόν έργο.
Τέλος κεφαλαίου
2) Θα πρέπει να στηρίζεται στην πεποίθηση ότι ο ιστορικός Σωκράτης δεν αναιρείται από την ύπαρξη του λογοτεχνικού θρύλου, αλλά, αντιθέτως, εμπεριέχεται μέσα σε αυτόν. Ο θρύλος μπορεί να έχει μεγεθύνει θετικά ή και παραμορφώσει αρνητικά την εικόνα του, αλλά πάντοτε ξεκινώντας από έναν πυρήνα πραγματικών αιτίων και ιστορικών δεδομένων. Το να παραδεχτούμε ότι οι μαρτυρίες που διαθέτουμε δεν είναι ιστορικές αλλά λογοτεχνικές, δεν σημαίνει καθαυτό ότι πρόκειται για καθαρή επινόηση ή παιχνίδι της φαντασίας, ούτε ότι οι ήρωές τους είναι εντελώς πλασματικά ή αυθαίρετα δημιουργήματα (Βλ. το απόσπασμα του Capizzi που ήδη παρατέθηκε παραπάνω στη σημείωση αρ. 66 και, επίσης, Magalhães-Vilhena, Le problème de Socrate, σελ. 346: «Ο “σωκρατικός λόγος” (discours socratique) δεν είναι μόνο δράμα ούτε μόνο μίμηση· δεν είναι ούτε αποκλειστικά ποίηση ούτε αποκλειστικά ιστορία. Συμμετέχει και στα δύο, χωρίς όμως να είναι σε καμία περίπτωση αποκλειστικά το ένα ή το άλλο». De Strycker, Les témoignages historiques, σελ. 200: «Ο lógos sokratikós δεν ανήκει καθαυτό στο ιστορικό είδος, και δεν μπορούμε, χωρίς εξέταση, να στηριχθούμε στη μαρτυρία ενός έργου αυτού του τύπου για να καταλήξουμε στην αλήθεια κάποιου συγκεκριμένου γεγονότος. Από την άλλη πλευρά, τίποτα δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ένας σωκρατικός συγγραφέας να έχει ενσωματώσει στο έργο του θετικά ιστορικά δεδομένα».). Είναι ακριβώς εργαζόμενοι πάνω σε αυτήν την ρευστή ύλη που —όπως έχει ειπωθεί πολύ εύστοχα— μπορούμε να «επιχειρήσουμε να συλλάβουμε εκείνο το εστιακό σημείο από το οποίο εκπέμπονται τόσες διαφορετικές ακτίνες, χωρίς τις οποίες η νεότερη φιλοσοφία δεν θα ήταν καν νοητή» (J. Humbert, Socrate et les petits Socratiques, Παρίσι 1967, σελ. 5-6. Το βιβλίο του Humbert αποτελεί σημαντική συμβολή προς αυτή την κατεύθυνση. Σήμερα ο μελετητής διαθέτει επίσης ένα θεμελιώδες εργαλείο εργασίας που συγκεντρώνει όλη την αρχαία γραμματεία για τον Σωκράτη: G. Giannantoni, Socratis et Socraticorum reliquiae, 4 τόμοι, Νάπολη 1990. ).
3) Θα πρέπει να εξαιρεί από τον κατάλογο των πηγών τις μαρτυρίες όσων δεν είχαν άμεση γνώση του Σωκράτη.
Πράγματι, η εξάρτησή τους από τον σωκρατικό θρύλο, που δημιουργήθηκε αμέσως μετά τη δίκη και την καταδίκη του, υπονομεύει την τεκμηριωτική τους αξία και, στην καλύτερη περίπτωση, επιτρέπει να θεωρηθούν ως λογοτεχνική κατασκευή επάνω σε μιαν άλλη λογοτεχνική κατασκευή. Για τον λόγο αυτό, ο Αριστοτέλης, ο οποίος δεν γνώρισε τον Σωκράτη άμεσα, δεν μπορεί παρά να αποκλειστεί ως πηγή σωκρατική (Η δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί ο Αριστοτέλης για τη γνώση του Σωκράτη, η οποία στο παρελθόν απολάμβανε μεγάλης αποδοχής, προτάθηκε εκ νέου με συστηματικό τρόπο από τον Th. Deman, Les témoignages d’Aristote sur Socrate, Παρίσι 1942. Ωστόσο, αυτή η οδός φαίνεται σήμερα μη πρακτικά εφαρμόσιμη. Βλ. Magalhães-Vilhena, Le problème de Socrate, σελ. 231–302· A. H. Chroust, Socrates in the Light of Aristotle’s Testimony, στο περιοδικό The New Scholasticism, 26 (1952), σελ. 327–365· O. Gigon, Die Sokratesdoxographie bei Aristoteles, στο Museum Helveticum, 16 (1959), σελ. 174–212. Ό,τι κι αν μπορεί να σκεφθεί κανείς για τις μαρτυρίες του Αριστοφάνη, του Πλάτωνα, του Ξενοφώντα και των ελάσσονων Σωκρατικών, το καθοριστικό επιχείρημα παραμένει εκείνο που διατύπωσε ο Taylor, Socrate, σελ. 6: «Για κάθε σοβαρή προσέγγιση οφείλουμε να βασιζόμαστε σχεδόν αποκλειστικά σε ό,τι λέγεται για τον Σωκράτη από ανθρώπους που μπορούσαν να μιλούν βάσει προσωπικής γνώσης». Βλ. επίσης Capizzi, Socrate, σελ. 19–20.).
4) Για τον ίδιο λόγο, θα πρέπει να αποδοθεί η μέγιστη προσοχή στη μαρτυρία του Αριστοφάνη, ο οποίος όχι μόνο υπήρξε σύγχρονος του Σωκράτη, αλλά έγραψε για αυτόν, καθιστώντας τον πρωταγωνιστή μιας κωμωδίας, πριν ακόμη δημιουργηθεί, στο όνομα του Σωκράτη, ο μύθος που μας διέσωσε και διέδωσε την επίσημη εικόνα του (Ίσως αυτό είναι το σημείο στο οποίο, στις μέρες μας, συμφωνούν όλοι οι μελετητές. Ιδιαίτερα, πέρα από τις ήδη αναφερθείσες μελέτες του Montuori (ο οποίος, από αυτή την άποψη, μπορεί να θεωρηθεί πρωτοπόρος της επαναξιολόγησης του Αριστοφάνη), βλ. Humbert, Socrate et les petits Socratiques, σελ. 7–8· Adorno, Introduzione a Socrate, σελ. 22, 27 κ.ε.· A. Patzer, Die Wolken des Aristophanes als philosophiegeschichtliches Dokument, στο Dialog Schule–Wissenschaft, τόμ. 27, Motiv und Motivation, επιμ. P. Neukam, Μόναχο 1993, σελ. 72–93.).
5) Θα πρέπει να εξηγήσει με πειστικό τρόπο για ποιους ακριβώς λόγους ο Σωκράτης επιλέχθηκε ως πρωταγωνιστής και ήρωας ενός λογοτεχνικού και φιλοσοφικού θρύλου που αναπτύχθηκε στο όνομά του και ο οποίος, ως προς το μέγεθος, τη σημασία και την εμβέλειά του, δεν έχει, ίσως, όμοιό του.
Δηλαδή, θα πρέπει να εξηγήσει γιατί, αρχίζοντας από τη συνείδηση των συγχρόνων του Σωκράτη (και, από εκεί και έπειτα, στην ίδια τη συνείδηση του δυτικού ανθρώπου), ο Σωκράτης θεωρήθηκε κεντρική προσωπικότητα στην ιστορία της σκέψης — ο άνθρωπος και ο στοχαστής στον οποίο οφείλεται μια μη αναστρέψιμη καμπή, σε τέτοιο βαθμό ώστε να γίνεται λόγος —και να εξακολουθεί να γίνεται μέχρι σήμερα— για αρχαία φιλοσοφία “πριν και μετά τον Σωκράτη”.
6) Θα πρέπει να αποδίδει στον Σωκράτη εκείνες τις συμπεριφορές, απόψεις, πεποιθήσεις και διδασκαλίες που, αν και μαρτυρούνται ως σωκρατικές από το σύνολο των λογοι σωκρατικοί (lógoi sokratikoí), μπορούν ωστόσο να επιβεβαιωθούν είτε από μαρτυρίες ανεξάρτητες από τον σωκρατικό θρύλο είτε να τεκμηριωθούν από τις γνώσεις μας για τον ελληνικό πολιτισμό, εξεταζόμενο στις ποικίλες του συνιστώσες, υπό το πρίσμα του “πριν και μετά τον Σωκράτη”.
7) Θα πρέπει, τέλος, να επανεξετάσει τη σωκρατική βιβλιογραφία που έχει συσσωρευθεί κατά τους δύο τελευταίους αιώνες, με ιδιαίτερη προσοχή προς εκείνες τις μελέτες που, αν και χρονολογικά εντάσσονται στο παραδοσιακό παράδειγμα, είτε ανέδειξαν τις ανωμαλίες του, είτε, για κάποιον ειδικό λόγο, δεν μπορούν να υπαχθούν πλήρως σε αυτό. Πράγματι, ακόμη και στη δική μας περίπτωση, δεν πρόκειται να απορρίψουμε συνολικά ό,τι έχει γραφτεί για τον Σωκράτη και να αρχίσουμε εκ νέου από το μηδέν, διαγράφοντας βιαστικά όλη την προηγούμενη έρευνα· αντιθέτως, πρόκειται να διαχειριστούμε και να αναπροσανατολίσουμε το ίδιο σύνολο δεδομένων που είχαμε πριν από την κρίση του ρομαντικού παραδείγματος, αλλά τοποθετώντας τα μέσα σε ένα νέο σύστημα αμοιβαίων σχέσεων, δίνοντάς τους έτσι μια διαφορετική δομή.
Με άλλα λόγια, θα πρέπει να αποφευχθεί η αλαζονική αντίθεση των «λόγων του σήμερα» προς τα «σφάλματα του χθες» και, εφόσον υπάρχουν —και στον βαθμό που υπάρχουν—, να αναζητηθούν εκείνοι οι λόγοι του χθες που μπορούν να συνδεθούν με τους λόγους του σήμερα, παρά τη μεταβολή της ερευνητικής προοπτικής.
Δεν έχουμε την αξίωση να θεωρούμε ότι ο χάρτης αυτών των προϋποθέσεων είναι πλήρης· αντιθέτως, αναγνωρίζουμε χωρίς δυσκολία ότι θα μπορούσε να διευρυνθεί.
Για παράδειγμα, μπορεί εύκολα να συμφωνήσει κανείς με τον Montuori ότι, μέσα στο νέο παράδειγμα, θα πρέπει να βρουν θέση οι ιστορικοί λόγοι για τους οποίους —πέρα από τον μύθο του δικαίως αδίκως καταδικασμένου— η συμπεριφορά και η σκέψη του Σωκράτη αποτέλεσαν προσβολή ή απειλή για τη συλλογική συνείδηση της πόλης (pólis), σε τέτοιο βαθμό ώστε ο Σωκράτης να προσαχθεί σε δίκη και να καταδικαστεί σε θάνατο με κώνειο.
Φαίνεται επίσης αναγκαίο να εξηγηθεί, αργά ή γρήγορα, γιατί τόσες πολλές προσωπικότητες, τόσο διαφορετικές μεταξύ τους ως προς το ταλέντο, τη φύση ή τις ικανότητές τους, ξεκινώντας από τον Σωκράτη και τοποθετώντας τον στο κέντρο των καλλιτεχνικών τους δημιουργιών, μπόρεσαν να δημιουργήσουν όλες μαζί ένα λογοτεχνικό είδος που, παρά την αποσπασματικότητα των γνώσεών μας, παραμένει σταθερά συνδεδεμένο με τη μορφή και τη δομή του διαλόγου.
Θα προσθέταμε ακόμη ότι θα πρέπει να καταστεί δυνατό να εξηγηθεί, πιο ικανοποιητικά απ’ ό,τι το έκανε το παραδοσιακό παράδειγμα, γιατί ο Σωκράτης δεν έγραψε τίποτα και ποιοι λόγοι θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την επιλογή του προφορικού λόγου.
Διότι, αν και η οργανωμένη γραπτή κουλτούρα ανήκει κυρίως στον επόμενο αιώνα μετά τον Σωκράτη, γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι, ήδη στην Ελλάδα του 5ου αιώνα π.Χ., και στην ίδια την Αθήνα, υπήρχαν εδώ και καιρό οι απαραίτητες συνθήκες για την παραγωγή και τη διάδοση βιβλίων και γραπτών έργων (Βλ. E. G. Turner, I libri nell’Atene del V e del IV secolo a.C., στο Libri, editori e pubblico nel mondo antico, επιμ. G. Cavallo, Ρώμη–Μπάρι 1992, σελ. 3–24· E. A. Havelock, Cultura orale e civiltà della scrittura, Ρώμη–Μπάρι 1995².
Για την αγραφία του Σωκράτη, βλ. ιδίως Πλάτων, Φαῖδρος 275 d–e. Ωστόσο, αυτή η πτυχή είναι γενικώς παραμελημένη τόσο από την παραδοσιακή σωκρατική ιστοριογραφία όσο και από τη νεότερη, οι οποίες περιορίζονται απλώς να τη διαπιστώσουν.).
Αυτά αποτελούν ενδεικτικά παραδείγματα πιθανών προοπτικών που παραμένουν ανοιχτές. Εμείς, ωστόσο, θα περιοριστούμε στις ελάχιστες προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν ρητώς παραπάνω. Γι’ αυτό θα κάνουμε, τουλάχιστον χρονικά, ένα βήμα προς τα πίσω και, ξεκινώντας από την τελευταία από αυτές τις προϋποθέσεις, θα περάσουμε να εξετάσουμε τις σωκρατικές θέσεις που διατυπώθηκαν έναν αιώνα πριν από τους Burnet και Taylor. Θα τις παρουσιάσουμε με συστηματικό τρόπο, θα επαληθεύσουμε τα όριά τους και, ενδεχομένως, τη συνοχή τους υπό το φως των συμπερασμάτων που έχουμε ως τώρα επιτύχει. Αφού αποσαφηνίσουμε επαρκώς τα δεδομένα, θα περάσουμε να εκθέσουμε την υπόθεση εργασίας που επιδιώκεται στο παρόν έργο.
Τέλος κεφαλαίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου