Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2025

Ο Σωκράτης και η γέννηση της δυτικής έννοιας της ψυχής (8)

Συνέχεια από: Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2025

Ο Σωκράτης και η γέννηση της δυτικής έννοιας της ψυχής 5

Πρώτο Μέρος
Κεφάλαιο Πρώτο


Η παρούσα κατάσταση του σωκρατικού ζητήματος

3. Η αναζήτηση ενός νέου παραδείγματος στις σωκρατικές μελέτες μετά τον Gigon

(4) Ο «μισόδημος» Σωκράτης του Mario Montuori-Ας πούμε εξαρχής ότι εκείνο του Montuori (Βλ. M. Montuori, Socrate. Dal mito alla storia, Αθήνα 1967· Socrate. Filologia di un mito, Φλωρεντία 1974 (αγγλική μετάφραση, Άμστερνταμ 1981). Αξίζει επίσης να αναφερθεί ο τόμος Socrate. Un problema storico, Νάπολη 1984, στον οποίο ο μελετητής συγκέντρωσε πολλά σημαντικά σωκρατικά δοκίμια, γραμμένα είτε ως προπαρασκευή είτε ως συμπλήρωμα της κύριας μονογραφίας του.) είναι, κατά τη γνώμη μας, η πιο οργανική έως τώρα προσπάθεια αναδιατύπωσης του σωκρατικού ζητήματος με βάση τη ιστορική μέθοδο. Συνειδητός ότι, αν θέλει κανείς για μια ακόμη φορά να επιχειρήσει τη λύση του σωκρατικού προβλήματος, δεν μπορεί παρά να ξεκινήσει από τη σκεπτικιστική θέση του Gigon, με την ελπίδα να υπερβεί τον ίδιο του τον σκεπτικισμό, ο Montuori εκκινεί από ένα από τα λίγα δεδομένα που θεωρούνται ιστορικά ασφαλή —δηλαδή από τη ιστορικότητα της δίκης και της καταδίκης σε θάνατο του Σωκράτη:
«Διότι, αν μόνο αυτό γνωρίζουμε με βεβαιότητα για τον Σωκράτη, ότι δηλαδή κατηγορήθηκε, δικάστηκε και καταδικάστηκε για ἀσέβεια, τότε μια σωκρατική ερμηνεία που δεν θέλει να παραμείνει απλή υπόθεση, θα πρέπει πρωτίστως να επιδιώξει να εξηγήσει τους λόγους που προκάλεσαν την κατηγορία και νομιμοποίησαν την καταδίκη». (Στο Socrate. Dal mito alla storia, σελ. 10 κ.ε., ο Montuori προτείνει να συλλεχθούν και να συντονιστούν, εφόσον υπάρχουν και στον βαθμό που υπάρχουν, εκείνα τα στοιχεία που εξηγούν τον λόγο του θανάτου του Σωκράτη, και, κατά συνέπεια, εκείνα τα στοιχεία της διδασκαλίας ή του σωκρατικού έργου που, απέναντι στα ήθη, τη νοοτροπία και τους νόμους της Αθήνας του 399 π.Χ., κατέστησαν τον Σωκράτη να φαίνεται ἄθεος και διαφθορέας, προκαλώντας έτσι την κατηγορία, τη δίκη και την καταδίκη του (ό.π., σελ. 22).)
Και προσθέτει: «Ο φιλόσοφος Σωκράτης [...] μπορεί να βρεθεί μέσα στον άσεβη (ἀσεβῆ) Σωκράτη· έτσι, αν δεν κατανοήσουμε αυτόν, εκείνος μας μένει άγνωστος». (Βλ. επίσης Montuori, Socrate. Filologia di un mito, σελ. 362.)

Ξεκινώντας λοιπόν από αυτό το στοιχειώδες δεδομένο της δίκης και της καταδίκης, της οποίας την ιστορικότητα δεν αμφισβητεί ούτε ο σκεπτικισμός του Gigon, ο μελετητής ανασυγκροτεί την εικόνα του Σωκράτη ως δασκάλου της πολιτικής —ως τέχνης του να καθιστά κανείς τους ανθρώπους καλύτερους— με βάση ένα σύνολο λόγων που μπορούμε να συνοψίσουμε σχηματικά ως εξής:
α) Πρώτα απ’ όλα, υπάρχει η οικειότητα του Σωκράτη με τα αθηναϊκά πνευματικά περιβάλλοντα που συγκεντρώνονταν γύρω από τον Περικλή. Ο Σωκράτης φαίνεται να συνδέεται με τον Δάμωνα, τον Αναξαγόρα, την Ασπασία, τον Πρωταγόρα, τον Ευριπίδη —δηλαδή με όλους τους εκπροσώπους εκείνου του ιδεολογικά αριστοκρατικού κύκλου, ο οποίος, μαζί με το ήθος των Μαραθωνομάχων, απειλούσε να πλήξει τις θεμελιώδεις κατηγορίες του ελληνικού πολιτισμού και ο οποίος διώχθηκε και διασκορπίστηκε από τους δημοκρατικούς μέσα από μια ιδιόμορφη αλληλουχία δικών.
β) Έπειτα, υπάρχει η σαφής μαρτυρία των Νεφελών, οι οποίες, πέρα από την κωμική παραμόρφωση, παρουσιάζουν με τρόπο αναμφίβολο έναν Σωκράτη δάσκαλο της τέχνης του λόγου και έναν φιλολάκωνα και φιλοσπαρτιάτη Σωκράτη, που υπαινίσσεται το πρόσωπο εκείνο του βρώμικου και πεινασμένου ήρωα της κωμωδίας.
γ) Υπάρχουν επίσης διάφορες πλατωνικές και ξενοφώντειες μαρτυρίες, αξιοσημείωτα σύμφωνες μεταξύ τους, που υποδεικνύουν στον Σωκράτη την ίδια εκείνη μορφή του ολιγαρχικού και φιλοσπαρτιάτη που ο Αριστοφάνης σατιρίζει με τον τρόπο του. Στα κείμενα αυτά, μάλιστα, ο λακωνισμός του Σωκράτη λαμβάνει θεματικά τη μορφή κριτικής των αθηναϊκών δημοκρατικών θεσμών, οι οποίοι, τιμώντας τη σολώνειο αρχή της ὁμοιότητος —αντίθετης προς τη χρεονομία (χαριστωνομία) του Σπαρτιατικού Λυκούργου— κατέληγαν μοιραία να προκρίνουν τους χειρότερους έναντι των καλυτέρων, τους ανίκανους έναντι των ικανών.
δ) Ιδιαίτερα, από την Απολογία του Πλάτωνα —αν και αυτή δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ιστορικό έγγραφο— είναι δυνατό να αντλήσουμε έμμεση αλλά ουσιώδη επιβεβαίωση του πολιτικού διδασκαλείου του Σωκράτη. Διότι όχι μόνο ο Πλάτων δεν διαψεύδει την κατηγορία που απευθύνθηκε στον Σωκράτη ότι δεν πίστευε στους θεούς της πόλης, και, μη διαψεύδοντάς την, την επιβεβαιώνει εμμέσως, αλλά αφήνει μάλιστα να διαφανεί ο αντιδημοκρατικός προσανατολισμός του δασκάλου —η δυσπιστία απέναντι στους νόμους και στους θεσμούς, η μισοδημία (δηλαδή η δυσπιστία στην πολιτική ικανότητα των πολλών, τῶν πολλῶν) και, αντίθετα, η τυραννία (η εμπιστοσύνη στην πολιτική ικανότητα των λίγων, τῶν ὀλίγων, ή ακόμη και ενός μόνο, ἑνὸς μόνου).

Η αντίθεση, κατόπιν, μεταξύ της ικανότητας του ενός (ἑνός) και της ανικανότητας των πολλών, καθώς και η πολιτική προτίμηση που αποδίδεται στην πρώτη, καθίσταται ακόμη πιο σαφής στον Κρίτωνα (46 b εξ.), όπου η γνώμη των πολλών (ἡ τῶν πολλῶν δόξα) αντιπαρατίθεται παραδειγματικά στη γνώμη των συνετών (ἡ τῶν φρονίμων δόξα). Τέλος, ξεκινώντας από τον Γοργία, σε συνάρτηση με τους μεταβαλλόμενους όρους της σωκρατικής πολεμικής, η πολιτική διάσταση του σωκρατισμού δηλώνεται πλέον ανοιχτά και θεματικά από τον ίδιο τον Πλάτωνα.

ε) Η αντιδημοκρατική στράτευση του Σωκράτη, ως άρνηση της θεσμοποιημένης πολιτικής ανικανότητας, τεκμηριώνεται επίσης από τις αντιδημοκρατικές ιδέες και πρακτικές εκείνων που, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, μπορούσαν να θεωρηθούν μαθητές του.
Ο Κριτίας έγινε ένας από τους Τριάκοντα Τυράννους· ο Χαρμίδης διετέλεσε άρχοντας κατά την ολιγαρχική αντίδραση· ο Αλκιβιάδης δεν δίστασε να πολεμήσει με τα όπλα την πατρίδα του, στο πλευρό των Λακεδαιμονίων· ο Ξενοφών εξορίστηκε από την πόλη για φιλοσπαρτιατικές συμπάθειες· ο Πλάτων, τέλος, όχι μόνο θεωρητικοποίησε, αλλά προσπάθησε και να εφαρμόσει ιστορικά το ιδανικό του της αριστοκρατικής πολιτείας.(«Πρόκειται για μια ιδέα που επαναλαμβάνει και ο ρήτορας Αισχίνης (βλ. Κατά Τιμάρχου, 173) και η οποία υιοθετήθηκε αργότερα, σε ρωμαϊκό περιβάλλον, από τον Κάτωνα (βλ. Πλούταρχος, Βίος Κάτωνoς, 23, 1–2). Για τον Σωκράτη του Πολυκράτη, βλ. J. Humbert, Polycrate. L’accusation de Socrate et le “Gorgias”, Παρίσι 1930· Chroust, Socrates. Man and Myth, σελ. 69–100 και εξής.)


στ)Η πολιτική εικόνα του Σωκράτη, τέλος, παρουσιάζεται εκτενώς —αν και από πολεμική σκοπιά (και επομένως τόσο κριτικά όσο και απολογητικά, κατά τον τρόπο των σωκρατικών συγγραφέων)— στο θεμελιώδες εκείνο κείμενο που είναι η Κατηγορία κατά Σωκράτη του Πολυκράτη. Ο Σωκράτης του Πολυκράτη, που μισεί τον λαό και τη δημοκρατία, που είναι δάσκαλος τυράννων και υποκινητής κατά των θεσμών, είναι ο ίδιος Σωκράτης που αναδύεται από το σύνολο των μαρτυριών μας.

Σε αυτή τη βάση εξηγείται γιατί ο Σωκράτης μπόρεσε να τιμηθεί ως κοινός δάσκαλος από τόσο διαφορετικούς ανθρώπους, όπως ο Αλκιβιάδης και ο Πλάτων, και γιατί μπόρεσε να διασυρθεί ως διαφθορέας από τον Αριστοφάνη (στο όνομα των ιδανικών που ενέπνευσαν τους Μαραθωνομάχους) και από τον Πολυκράτη (στο όνομα των ιδανικών της αποκατεστημένης αθηναϊκής δημοκρατίας).

Κατανοούμε επίσης γιατί ο Σωκράτης δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο με νομική βάση την ἀσέβεια (asébeia), κατηγορία που, απέναντι στο αθηναϊκό θετικό δίκαιο, ήταν τουλάχιστον τόσο τυπικά ορθή όσο και ηθικά αδικαιολόγητη, όσο κι αν ο μύθος του δικαίου αδίκως καταδικασμένου τείνει να την παρουσιάζει διαφορετικά.

Πράγματι, όπως δηλώνει ρητά ο Montuori, το πολιτικό διδασκαλείο του Σωκράτη, στο μέτρο που υπήρξε φορέας μιας νέας αντίληψης της ζωής, συνεπαγόταν και μια νέα αντίληψη του ανθρώπου και της θεότητας, ριζικά ανατρεπτική της παράδοσης και, επομένως, «διαφθορέας», στο μέτρο που «διέφθειρε» τις νοητικές και πολιτισμικές κατηγορίες του ελληνικού κόσμου.

Η παράδοξη σύμπτωση των κατηγοριών που ο Αριστοφάνης, ως ερμηνευτής της δημόσιας συνείδησης, προσάπτει στον Σωκράτη, με εκείνες της δικαστικής κατηγορίας του 399 π.Χ., αποδεικνύει ότι το σωκρατικό διδασκαλείο αποτελούσε πράγματι βαθιά προσβολή για τη συλλογική ελληνική συνείδηση —και ότι, σκοτώνοντας τον Σωκράτη, η Ελλάδα εξασφάλιζε και διεκδικούσε το δικαίωμα της ίδιας της επιβίωσής της.


Συνεχίζεται με

4. Η αναδιατύπωση του σωκρατικού παραδείγματος και οι προϋποθέσεις της λειτουργικότητάς του

Ψυχή Αγέννητος- Άγιος Μάξιμος ο ομολογητής.

“Πεύσεις και αποκρίσεις”, τόμος 14Α, εκδόσεις Μερετάκη, Ερώτησις 104, Απόκρισις:

«Η ψυχή, νους υπάρχουσα κατά την δύναμιν αυτής, έχει ως αγέννητον εαυτήν, εαυτώ γεννώντα γεννητώς, ως είναι τον λόγον τον εν τω νω και εκ του νου γεννώμενον άλλον αυτώ εκείνο τον γεννώντα νουν μετά της κατά την γέννησιν ιδιότητος της μηδαμώς δεχομένης αντιστροφήν.

Διότι άφετον και απλούν κατά την ουσίαν η μόνον το Θείον, τα δε άλλα πάντα, όσα μετά Θεόν και εκ Θεού το είναι έχει, εξ ουσίας και ποιότητος ήτουν δυνάμεως είναι, τουτέστιν εξ ουσίας και συμβεβηκότος.

Αυτός ουν ο λόγος ο ούτω και ων και γεννώμενος, της υπουργού φύσεως την φωνήν λαμβάνων, προφέρεται και γεννά λόγον εν άλλω νοί, διά της του δεχομένου ακοής τω νω παραπεμπόμενος.»
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
H ψυχή πού είναι νούς κατά τήν δύναμή της, έχει οπωσδήποτε ως αγέννητο τόν εαυτό της πού γεννά νοητά γιά τόν εαυτό του, ώστε νά υπάρχει ο λόγος πού είναι μέσα στό νού καί από αυτόν νά γεννιέται άλλος, [κι έτσι ο πρώτος είναι ο νούς πού γεννά καί ο νούς πού γεννιέται ο δεύτερος], έχοντας τήν ιδιότητα πού συνοδεύει τή γέννηση πού μέ κανένα τρόπο δέν επιδέχεται αντιστροφή.

Διότι τίποτε δέν είναι απόλυτο (ανεξάρτητο από τά άλλα) καί απλό στήν ουσία, παρά μόνο τό Θείο, ενώ τά άλλα όσα είναι έπειτα από τόν Θεό καί παίρνουν τήν ύπαρξή τους από τό Θεό, αποτελούνται από ουσία καί ποιό ήτοι δύναμη, δηλαδή από ουσία καί συμβεβηκότα.
Αυτός λοιπόν ο λόγος, αυτός πού έτσι είναι καί γεννιέται, παίρνοντας τή φωνή τής υπηρέτριας φύσης, προφέρεται καί γεννά λόγο σέ άλλο νού καθώς παραπέμπεται μέ τήν ακοή εκείνου πού τόν δέχεται στό νού.

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

παρακαλώ είναι δυνατή μια απόδοση στα νέα ελληνικά; Ευχαριστώ

amethystos είπε...

«Η ψυχή, νους που υπάρχει σύμφωνα με τη δύναμή της, έχει ως αγέννητο τον εαυτό της, που γεννιέται από τη γέννηση, όπως είναι ο λόγος μέσα στόν νού από τον νου που παράγεται από άλλο νου στον εαυτό του, αυτός ο γεννών νους με τις ιδιότητές του σύμφωνα με τη γένεση του οποίου δεν λαμβάνει τίποτα σε αντάλλαγμα.

Διότι μόνο το Θείο δίνεται και είναι απλό στην ουσία του, ενώ όλα τα άλλα, που μετά τον Θεό και από τον Θεό έχουν την ύπαρξή τους, είναι κατά ουσία και ποιότητα ή δύναμη ύπαρξης, δηλαδή, κατά τήν ουσία και τά συμβάντα

Αυτός είναι ο λόγος που, τόσο όντας όσο και δημιουργούμενος, λαμβάνοντας τη φωνή του λειτουργού της φύσης, εκφέρει και παράγει λόγο σε έναν άλλο νου, με την ακοή αυτού που τον δέχεται, αναφερόμενος στον νέο.» Κάπως. Δέν είναι εύκολα κατανοητό. Θέλει προσοχή.

amethystos είπε...

Νά μιά σωστή μετάφραση H ψυχή πού είναι νούς κατά τήν δύναμή της, έχει οπωσδήποτε ως αγέννητο τόν εαυτό της πού γεννά νοητά γιά τόν εαυτό του, ώστε νά υπάρχει ο λόγος πού είναι μέσα στό νού καί από αυτόν νά γεννιέται άλλος, [κι έτσι ο πρώτος είναι ο νούς πού γεννά καί ο νούς πού γεννιέται ο δεύτερος], έχοντας τήν ιδιότητα πού συνοδεύει τή γέννηση πού μέ κανένα τρόπο δέν επιδέχεται αντιστροφή.

Διότι τίποτε δέν είναι απόλυτο (ανεξάρτητο από τά άλλα) καί απλό στήν ουσία, παρά μόνο τό Θείο, ενώ τά άλλα όσα είναι έπειτα από τόν Θεό καί παίρνουν τήν ύπαρξή τους από τό Θεό, αποτελούνται από ουσία καί ποιό ήτοι δύναμη, δηλαδή από ουσία καί συμβεβηκότα.
Αυτός λοιπόν ο λόγος, αυτός πού έτσι είναι καί γεννιέται, παίρνοντας τή φωνή τής υπηρέτριας φύσης, προφέρεται καί γεννά λόγο σέ άλλο νού καθώς παραπέμπεται μέ τήν ακοή εκείνου πού τόν δέχεται στό νού.

Ανώνυμος είπε...

H ψυχή πού είναι νούς κατά τήν δύναμή αυτής, έχει ως αγέννητο τόν εαυτό της και γεννά τόν εαυτό της νοητά, σαν να ειναι ο λόγος πού είναι μέσα στό νού καί από αυτόν νά γεννιέται άλλος νους, απο εκεινο τον νου που γεννα, έχοντας τήν ιδιότητα πού συνοδεύει τή γέννηση πού μέ κανένα τρόπο δέν επιδέχεται αντιστροφή

Διότι τίποτε δέν είναι απόλυτο (ανεξάρτητο από τά άλλα) καί απλό στήν ουσία, παρά μόνο τό Θείο, ενώ τά άλλα όσα είναι έπειτα από τόν Θεό καί παίρνουν τήν ύπαρξή τους από τό Θεό, αποτελούνται από ουσία καί ποιό ήτοι δύναμη, δηλαδή από ουσία καί συμβεβηκότα.

Αυτός λοιπόν ο λόγος, αυτός πού έτσι είναι καί γεννιέται, παίρνοντας τή φωνή τής υπηρέτριας φύσης, προφέρεται καί γεννά λόγο σέ άλλο νού καθώς παραπέμπεται μέ τήν ακοή εκείνου πού τόν δέχεται στό νού