Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2025

SCHELLING: ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ (1809) 15

Συνέχεια από Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2025

SCHELLING: ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ (1809) 15
Του Martin Heidegger


ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

ΓΙΑ ΤΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΕΝΟΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ.
Η ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΣΕΛΛΙΝΓΚ
(Τόμος I, Τμήμα VII, σελ. 336–357)



ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

§ 5. Η νέα αφετηρία στον γερμανικό ιδεαλισμό:

Η φιλοσοφία ως διανοητική εποπτεία του Απολύτου

β) Η εκ νέου ενατένιση του έργου πάνω στο «Σύστημα»

Ο Schelling στοχεύει στο Σύστημα της ελευθερίας.
Για τη διευκρίνιση αυτής της πρόθεσης θέσαμε τέσσερα ενδιάμεσα ερωτήματα:

Τι σημαίνει γενικά «σύστημα»; (σ. 44)
Υπό ποιες προϋποθέσεις προέκυψε η πρώτη συγκρότηση συστήματος στη νεότερη φιλοσοφία; (σ. 50)
Γιατί το σύστημα είναι το «ηγετικό σύνθημα» της φιλοσοφίας του γερμανικού ιδεαλισμού; (σ. 61)

Βρισκόμαστε τώρα στην απάντηση του τρίτου ερωτήματος.


Το σύστημα, στην πρώτη του διαμόρφωση κατά τον 17ο και 18ο αιώνα, είναι το μαθηματικό σύστημα του λόγου. Ο Kant, με τη νέα του περισυλλογή πάνω στην ουσία του λόγου, έδειξε πώς και με ποιον τρόπο ο λόγος είναι καθ’ εαυτόν “συστηματικός”. Αν η φιλοσοφία δεν είναι τίποτε άλλο παρά teleologia rationis humanae (τελεολογία του ανθρώπινου λόγου), τότε αυτό σημαίνει: το εσώτατο και ουσιαστικό της έργο είναι το σύστημα.

Η φιλοσοφική προσπάθεια του Kant κατά την τελευταία δεκαετία του έργου του αποβλέπει αποκλειστικά στη θεμελίωση αυτού του συστήματος του λόγου.
Αυτή η προσπάθεια απέτυχε — όχι λόγω εξωτερικών αντιστάσεων, αλλά για εσωτερικούς λόγους. Η ενότητα του συστήματος, και μαζί με αυτή το ίδιο το σύστημα, δεν κατέστη δυνατόν να θεμελιωθεί. «Είναι επιτρεπτός ο διαχωρισμός σε Θεό και Κόσμο;»

Οι ίδιες οι Ιδέες — Θεός, Κόσμος, Άνθρωπος — σύμφωνα με τη σκέψη του Kant, δεν επιτρέπουν τη θεμελίωση του εαυτού τους από εκείνο που αντιπροσωπεύουν.
Οι Ιδέες δεν είναι δεικτικές (ostensiv)· δεν παρουσιάζουν άμεσα αυτό που σημαίνουν, αλλά είναι μόνο — αν και φυσικά αναγκαία — «προοίμιο του λόγου» (Vernunft-Vorspiel). (Κριτική της Κριτικής Δύναμης της Κρίσεως)


Το θεμέλιο των Ιδεών και της ενότητάς τους, δηλαδή το θεμέλιο του συστήματος, παραμένει σκοτεινό. Ο δρόμος προς το σύστημα δεν είναι ασφαλής. Η αλήθεια του συστήματος είναι αμφίβολη. Κι όμως — η απαίτηση για το σύστημα είναι αναπόφευκτη.

Ο Kant, από τη μια πλευρά, απέδειξε την αναγκαιότητα του συστήματος εκ του ίδιου του Είναι του λόγου. Από την άλλη όμως, ο ίδιος ο Kant άφησε το σύστημα βυθισμένο σε ουσιώδεις δυσκολίες. Έτσι, όλα εξαρτώνται από το ερώτημα του συστήματος.
Οι πρώτες φιλοσοφικές δημοσιεύσεις των Fichte, Schelling και Hegel περιστρέφονται, επομένως, γύρω από το ερώτημα του συστήματος.


Σε ποια κατεύθυνση κινείται η προσπάθεια για το σύστημα μέσα στον γερμανικό ιδεαλισμό; Το δείχνουμε αυτό μέσα από τη μεταβολή της θεμελιώδους στάσης της φιλοσοφίας τους — συγκεκριμένα, ακολουθώντας τον οδηγό του ίδιου του ορισμού της φιλοσοφίας τους, σε αντιπαράθεση προς εκείνον του Kant. Η φιλοσοφία είναι τώρα: η διανοητική εποπτεία (intellektuelle Anschauung) του Απολύτου.

Ακόμη και μετά τον Kant — και μάλιστα σύμφωνα με την ίδια του την απαίτηση — η φιλοσοφία στοχεύει στο σύστημα, δηλαδή στην εσωτερική ενότητα των Ιδεών: Θεός, Κόσμος, Άνθρωπος — δηλαδή στο Ον στο σύνολό του.

Μέσα σε αυτό το Ον ως όλο (diesem Seienden im Ganzen) βρίσκεται ο άνθρωπος· γνωρίζει αυτό το όλο. Το πόσο μακριά και καθαρά, πόσο βέβαια και πόσο πλούσια το διαβλέπουμε και το γνωρίζουμε, διαφέρει πολύ και μεταβάλλεται· αλλά πάντοτε και κάθε φορά γνωρίζουμε μ’ αυτόν τον τρόπο το Ον στο σύνολό του. Γνωρίζουμε: Είναι.

Βρισκόμαστε διαρκώς μέσα σ’ αυτή τη γνώση περί του Είναι (Seyn). Άρα, πρέπει να διευκρινιστεί και να θεμελιωθεί αυτή η γνώση — παρά, και μάλιστα εξαιτίας, του κριτικού ορίου που ύψωσε ο Kant. Διότι η κριτική του Kant στηρίζεται, ως προς το αρνητικό της μέρος, στην προϋπόθεση ότι το Ον στο σύνολό του πρέπει να είναι γνωρίσιμο με την έννοια της εμπειρίας — ή καθόλου γνωρίσιμο — και ότι επομένως αυτό το Ον ως όλο είναι αντικείμενο.

Και οι δύο αυτές προϋποθέσεις είναι αθεμελίωτες. Η γνώση δεν χρειάζεται αισθητηριακή εμπειρία, και εκείνο που είναι γνωστό δεν χρειάζεται να είναι αντικείμενο, αλλά είναι ακριβώς γνώση του μη-αντικειμενικού, του Απολύτου. Και αφού κάθε γνώση είναι εποπτεία (Anschauung), ενώ το Απόλυτο δεν μπορεί να εποπτευθεί αισθητά, αυτή η εποπτεία του Απολύτου πρέπει να είναι μη-αισθητή, δηλαδή “διανοητική” (intellektuelle).

Με την απαίτηση για γνώση υπό την έννοια της διανοητικής εποπτείας, φαίνεται ότι ο γερμανικός ιδεαλισμός υποχωρεί στην κατάσταση της φιλοσοφίας πριν από τον Kant.
Αυτήν τη φιλοσοφία προ του Kant, ο ίδιος ο Kant την ονόμασε «δογματισμό» (Dogmatismus), σε διάκριση από τη δική του, που την προσδιόρισε ως «κριτικισμό» (Kritizismus) — δηλαδή τη φιλοσοφία που έχει περάσει μέσα από την Κριτική του Καθαρού Λόγου και στηρίζεται σε αυτή την κριτική. Έπρεπε, επομένως, να ενδιαφέρει τον γερμανικό ιδεαλισμό να προφυλάξει τη φιλοσοφία του από μια ταύτιση με τον προ-καντιανό δογματισμό.


Το γνώρισμα του δογματισμού είναι ότι θεωρεί αυτονόητη τη γνωσιμότητα (Wißbarkeit)του Απολύτου και την υποστηρίζει· από αυτήν τη θέση, το δόγμα, ζει ο δογματισμός γενικά. Πιο συγκεκριμένα: μέσα σε αυτή τη θέση για την αυτονόητη γνωσιμότητα του Απολύτου ενυπάρχει μια ανεξέταστη προκατάληψη ως προς το ίδιο το Απόλυτο. Το απόλυτο Ον είναι το καθ’ εαυτό υπάρχον και το από μόνο του υπάρχον (Substanz). Η γνήσια όμως ουσία (Substanz) είναι, κατά τον Descartes, υποκείμενο, δηλαδή: «εγώ σκέπτομαι» (Ich denke). Το Είναι του Θεού είναι καθαρή νόηση (cogitare), και επομένως πρέπει να είναι προσιτό μέσω της νόησης.

Αυτός ο δογματισμός δεν είναι πλέον δυνατός μετά τον Kant. Αλλά, από την άλλη πλευρά, μετά τον Kant δεν είναι επίσης αναγκαίο να αποκλειστεί το Απόλυτο από την ανθρώπινη γνώση. Αντιθέτως, πρέπει να αναπληρωθεί μια παράλειψη του Kant και να καθοριστεί η ουσία της γνώσης του Απολύτου. Γι’ αυτό ο Schelling λέει: «Δεν διαφέρουμε από τον δογματισμό στο ότι [υποστηρίζουμε ότι] είμαστε μέσα στο Απόλυτο, αλλά στο ότι μέσα στη γνώση υποστηρίζουμε μια απόλυτη ενότητα της σκέψης και του Είναι, και έτσι ένα Είναι του Απολύτου μέσα στη γνώση και της γνώσης μέσα στο Απόλυτο.» (ό.π., σ. 365)

Σε τέτοια γνώση, κατά τον τρόπο της διανοητικής εποπτείας, βρίσκεται το Απόλυτο,
και τέτοια γνώση βρίσκεται μέσα στο Απόλυτο. Ο γνωρίζων δεν έχει το Απόλυτο ούτε έξω από τον εαυτό του ως αντικείμενο (Objekt), ούτε μέσα του ως μια σκέψη στο υποκείμενο (Subjekt),
αλλά η απόλυτη γνώση είναι γνώση του Απολύτου, με τη διπλή έννοια ότι το Απόλυτο είναι τόσο το γνωρίζον όσο και το γνωριζόμενο, ούτε μόνο το ένα ούτε μόνο το άλλο, αλλά και τα δύο μαζί μέσα σε μια πρωταρχική ενότητα αυτών των δύο.

Ο φιλόσοφος, ως ο γνωρίζων, δεν αναφέρεται ούτε στα πράγματα, στα αντικείμενα, ούτε στον “εαυτό του”, στο “υποκείμενο”· αλλά γνωρίζοντας, γνωρίζει εκείνο που περιβάλλει και διαπερνά τα πράγματα ως όντα, που περιβάλλει και διαπερνά τον άνθρωπο ως ον, και που κυριαρχεί μέσα σε όλο αυτό το σύνολο ως το είναι του όλου των όντων[ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ, ΤΙΣ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ].

«Η γνώση, ότι εκείνο το “έξω από εαυτόν έχειν” του Απολύτου (και βεβαίως και το άμεσα συναφές προς αυτό απλό “για τον εαυτό του έχειν”, δηλαδή το νοητό είναι του τελευταίου) είναι το ίδιο απλώς μια φαινομενικότητα (Schein, λάμψη, εμφάνιση) — (Γιατί “ φαινομενικότητα ”; Και από πού γενικά η φαινομενικότητα; βλ. τη μεταφυσική του Nietzsche) — και ανήκει στο πεδίο της φαινομενικότητας, αυτή η γνώση είναι το πρώτο αποφασιστικό βήμα εναντίον κάθε δογματισμού,
το πρώτο βήμα προς τον αληθινό ιδεαλισμό και προς τη φιλοσοφία που βρίσκεται μέσα στο Απόλυτο.»
(ό.π., σ. 356)

".......Αυτή η ενότητα —η έκλαμψη, η λάμψη του Είναι μέσα στη σκέψη και του νοημένου μέσα στο Είναι—«να βλέπει, λοιπόν, αυτήν ακριβώς την ίδια την εναργή παρουσία, ή την ενότητα της σκέψης και του Είναι, όχι σε αυτήν ή εκείνη τη σχέση, αλλά απολύτως, καθ’ εαυτήν και δι’ εαυτήν· επομένως, ως την εναργή παρουσία μέσα σε κάθε εναργή παρουσία, ως την αλήθεια μέσα σε κάθε αλήθεια, ως το καθαρά γνωστό μέσα σε κάθε γνωστό — αυτό σημαίνει να υψώνεται κανείς στην εποπτεία της απολύτου ενότητας, και έτσι, γενικά, στη νοητική εποπτεία.» (ό.π., σελ. 364)"

Αυτά τα έγραψε ο Schelling το 1802, δηλαδή πέντε χρόνια πριν από τη Φαινομενολογία του Πνεύματος του Hegel. Όποιος γνωρίζει αυτό το έργο του Hegel, θα κατανοήσει εύκολα ότι η Φαινομενολογία του είναι απλώς μια μεγάλη, εσωτερικά συνεκτική αλληλουχία παραλλαγών πάνω σε αυτό το ίδιο θέμα.

Αυτή η φιλοσοφία του γερμανικού ιδεαλισμού, η διανοητική εποπτεία (intellektuelle Anschauung), δεν είναι κανένα φαντασιοκόπημα, αλλά η πραγματική εργασία του ίδιου του Πνεύματος πάνω στον εαυτό του. Δεν είναι τυχαίο ότι η λέξη «εργασία» (Arbeit) είναι μία από τις αγαπημένες λέξεις του Hegel.

Συνεχίζεται με:

γ) Η Ιστορία ως πορεία της απόλυτης γνώσης προς τον εαυτό της

Δεν υπάρχουν σχόλια: