Συνέχεια από Τετάρτη 29 0κτωβρίου 2025
SCHELLING: ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ (1809) 14Του Martin Heidegger
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΕΝΟΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ.
Η ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΣΕΛΛΙΝΓΚ
(Τόμος I, Τμήμα VII, σελ. 336–357)
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
§ 5. Η νέα αφετηρία στον γερμανικό ιδεαλισμό:
Η φιλοσοφία ως διανοητική εποπτεία του Απολύτου
a) Το βήμα πέρα από τον Καντ. Η γνώση με την έννοια της διανοητικής εποπτείας.
Τώρα απομένει ακόμη το ερώτημα: Πώς φαίνεται το έργο του γερμανικού ιδεαλισμού, εφόσον αποβλέπει στην αληθινή πραγμάτωση της καντιανής απαίτησης για το σύστημα;
Ένα ουσιώδες τμήμα αυτού του έργου θα το βιώσουμε μέσα από τη διερεύνηση της πραγματείας του Σέλλινγκ· και μάλιστα σε ένα τέτοιο σημείο, όπου ήδη η ιδεαλιστική διαμόρφωση του συστήματος καθίσταται από μόνη της προβληματική και ωθείται πέρα από τον εαυτό της.
Ωστόσο, ας επιχειρήσουμε ήδη από τώρα, προκαταβολικά, να χαρακτηρίσουμε τον τρόπο με τον οποίο το έργο πάνω στο σύστημα προχωρεί πέρα από τον Καντ — και μάλιστα με έναν τρόπο που να αντιστοιχεί στην παρουσίαση της καντιανής σύλληψης του συστήματος.
Αυτή συνοψίστηκε, όπως είδαμε, στον καθορισμό της φιλοσοφίας από τον Καντ ως teleologia rationis humanae — δηλαδή ως τελολογία του ανθρώπινου Λόγου.
Αντιθέτως, πώς κατανοεί ο γερμανικός ιδεαλισμός τη φιλοσοφία;
Η θεμελιώδης αντίληψη αυτών των στοχαστών μπορεί να αποδοθεί με τον ακόλουθο χαρακτηρισμό, σε κατάλληλη αντιστοιχία:
Η φιλοσοφία είναι η διανοητική εποπτεία του Απολύτου.
Αναλύοντας αυτή τη θέση, θα αναγνωρίσουμε με ποιον τρόπο μετασχηματίζεται, σε αντιδιαστολή προς τον Καντ, το ζήτημα του συστήματος μέσα στον γερμανικό ιδεαλισμό.
Οι θεμελιώδεις παραστάσεις της Λογικής, κατά τον Καντ, είναι οι ιδέες του Θεού, του κόσμου και του ανθρώπου. Αυτές όμως, σύμφωνα με τον Καντ, είναι μόνο καθοδηγητικές έννοιες (Leitbegriffe), όχι αντικειμενικές παραστάσεις που θα μας έδιναν τον ίδιο τον υποτιθέμενο αντικειμενικό τους σκοπό. Ωστόσο — έτσι μπορούμε να συνοψίσουμε τους συλλογισμούς του γερμανικού ιδεαλισμού — μέσα σε αυτές τις ιδέες παρ’ όλα αυτά κάτι παρίσταται, κάτι νοείται.
Και αυτό που νοείται — Θεός, κόσμος, άνθρωπος — θεωρείται τόσο ουσιαστικά καθοριστικό, ώστε μόνο πάνω στο θεμέλιο αυτού του νοημένου μπορεί κάθε γνώση να είναι δυνατή.
Άρα, αυτό που παρουσιάζεται μέσα στις ιδέες δεν μπορεί να είναι ελεύθερα επινοημένο· πρέπει το ίδιο να είναι γνωστό μέσα σε μια γνώση. Αυτή η γνώση του ολου πρέπει μάλιστα — επειδή φέρει και καθορίζει κάθε άλλη γνώση — να είναι η ουσιώδης και κατά βαθμό η πρώτη γνώση.
Η γνώση όμως είναι — όπως ο ίδιος ο Καντ επανεκάλυψε — στην ουσία της εποπτεία: άμεση παράσταση του εννοούμενου μέσα στην παρούσα στον εαυτό της ύπαρξή του.
Η εποπτεία, λοιπόν, που συγκροτεί την πρώτη και γνήσια γνώση, πρέπει να στραφεί προς τον Θεό, τον κόσμο, την ουσία του ανθρώπου (την ελευθερία), δηλαδή προς το Όλο του Όντος.
Αυτό το Όλο, από τη φύση του, δεν μπορεί πλέον να καθορίζεται μέσω σχέσεων της γνώσης προς κάτι άλλο — διότι τότε δεν θα ήταν το Όλο.
Το Όλο του Όντος είναι, σε σχέση προς οτιδήποτε άλλο, ασχέτιστο, μη-σχετικό, και, υπό αυτήν την έννοια, απολύτως αποδεσμευμένο από κάθε άλλο· απελευθερωμένο από σχέσεις, εφόσον τέτοιες δεν επιτρέπει καθόλου.
Αυτό το απολύτως ασχέτιστο προς οτιδήποτε άλλο, αυτό το απολύτως αποδεσμευμένο, ονομάζεται το Απόλυτο.
Η λέξη αυτή είναι εύκολα παραπλανητική, αν την κατανοήσουμε κατά τον τρόπο της κοινής νόησης, ως ένα απόλυτο πράγμα. Διότι, σε σχέση με αυτή την αντίληψη, πρέπει να ειπωθεί: Αν το «αποδεσμευμένο από κάτι άλλο» νοηθεί ως πράγμα, τότε εξακολουθεί παρ’ όλα αυτά να σχετίζεται με κάτι άλλο, έστω μόνο με τη μορφή της αποδέσμευσης από αυτό· και, στη βάση αυτής της σχέσης, αυτής της αναφοράς, είναι σχετικό και όχι απόλυτο.
Εφόσον, πράγματι, μέσα στη σκέψη μας νοούμε πάντοτε το νοημένο μόνο ως πράγμα, το Απόλυτο δεν μπορεί να σκεφθεί· γιατί δεν υπάρχει κανένα απόλυτο πράγμα, και το Απόλυτο δεν μπορεί να είναι πράγμα.
Κατά τη διάρκεια της ερμηνείας της πραγματείας μας θα έχουμε επαρκείς ευκαιρίες να απελευθερωθούμε από την αποκλειστική κυριαρχία της κοινής σκέψης και να ασκηθούμε στο φιλοσοφικό στοχασμό.
Θα ήταν, βέβαια, μόνο ένας παραλογισμός αν, αντιστρέφοντας τα πράγματα, θελήσουμε να θεωρήσουμε ότι το φιλοσοφικό στοχάζεσθαι μπορεί να εφαρμοστεί και να πραγματοποιείται μέσα στη συνηθισμένη σκέψη και στον υπολογισμό των πραγμάτων.
Το φιλοσοφικό σκέπτεσθαι δεν μπορεί να εφαρμοστεί πάνω στο κοινό, καθημερινό σκέπτεσθαι· αντιθέτως, αυτό το τελευταίο μπορεί να στραφεί, να μεταστραφεί προς εκείνο.
Η γνώση του Όλου, εάν πρόκειται πράγματι να είναι γνώση, πρέπει να είναι εποπτεία (Anschauung). Αυτή όμως η εποπτεία του Απολύτου αναφέρεται σε κάτι που δεν μπορούμε να το αντιληφθούμε με τις αισθήσεις. Η εποπτεία αυτή, λοιπόν, δεν μπορεί να είναι αισθητηριακή. Η γνώση που δεν είναι αισθητηριακή ονομαζόταν τότε γνώση μέσω του intellectus, δηλαδή νοητική. Η μη-αισθητηριακή εποπτεία είναι νοητική εποπτεία (intellektuelle Anschauung). Η γνήσια γνώση του Όντος ως συνόλου —η φιλοσοφία— είναι η νοητική εποπτεία του Απολύτου.
Από εδώ μετασχηματίζεται και η ίδια η έννοια του λόγου (Vernunft):
η λέξη Vernunft αποκτά, θα μπορούσαμε να πούμε, ξανά την αρχική της σημασία: το ακούειν, το λαμβάνειν άμεσα, το αντιλαμβάνεσθαι. Η νοητική εποπτεία είναι επομένως εποπτεία του λόγου, Vernunftanschauung. Για τον Καντ, αντίθετα, δεν υπάρχει γνώση χωρίς αισθητηριακή εποπτεία· μόνον εκείνα τα αντικείμενα είναι γνωστά, τα οποία μας δίνονται μέσω των αισθήσεων. Ο γερμανικός ιδεαλισμός όμως επισήμανε —και δικαίως— ότι ο Καντ θεωρεί πως ο χώρος και ο χρόνος μας δίνονται σε εποπτείες, οι οποίες κάθε άλλο παρά είναι αισθητηριακές· δεν είναι αισθήσεις, αλλά —όπως λέει ο ίδιος ο Καντ— «καθαρές», δηλαδή μη-αισθητηριακές εποπτείες.
Ο Καντ έδειξε βεβαίως, μέσα στην Κριτική του καθαρού λόγου, ότι, προκειμένου να γνωρίσουμε αντικείμενα, αυτά πρέπει με κάποιον τρόπο να δίνονται στον άνθρωπο.
Επειδή όμως τα υπεραισθητά αντικείμενα —ο Θεός, το όλο του κόσμου, η ελευθερία του ανθρώπου— δεν μπορούν να μας δοθούν μέσω των αισθήσεων, δεν είναι δυνατόν να καταστούν αντικείμενα γνώσης.
Ας παραδεχθούμε ότι αυτή η καντιανή απόδειξη είναι ορθή· αλλά τότε: ποιος είπε ότι ο Θεός, το όλο του κόσμου και η ελευθερία είναι πράγματι “αντικείμενα”, “πράγματα”;
Ο Καντ έδειξε μόνο ότι αυτό που υπονοείται μέσα στις ιδέες δεν μπορεί να γίνει γνωστό, εάν είναι αντικείμενο και εάν πρόκειται να καταστεί βέβαιο μόνο με τον τρόπο που καθιστά κάτι βέβαιο η εμπειρία της φύσης και των πραγμάτων.
Ότι όμως αυτό που παριστάνεται, αυτό που εννοείται μέσα στις ιδέες, είναι πράγματι αντικείμενο, ο Καντ δεν το απέδειξε.
Ούτε απέδειξε ότι κάθε εποπτεία πρέπει να είναι εποπτεία αντικειμενική.
Ο Καντ απέδειξε μόνο το εξής:
ότι αυτό που εννοείται μέσα στις ιδέες δεν είναι γνωρίσιμο — υπό την προϋπόθεση μιας σιωπηρής απαίτησης, πως θα έπρεπε και θα μπορούσε να είναι γνωρίσιμο μόνο μέσα από μια αισθητηριακή εποπτεία.Αν όμως οι ίδιες οι ιδέες που ο Καντ προϋποθέτει (Θεός, κόσμος, άνθρωπος) δεν πρόκειται να είναι απλώς φαντασιοπλασίες του νου, τότε πώς αλλιώς μπορεί να θεμελιωθεί η αλήθεια τους, παρά μέσω μιας γνώσης η οποία, ασφαλώς, γνωρίζει ότι δεν πρόκειται εκεί να γνωρίσει αντικείμενα, αλλά κάτι μη-αντικειμενικό, που ωστόσο δεν είναι τίποτε (δεν είναι μηδέν).
Αυτή η μη-αντικειμενική γνώση του Όντος στο σύνολό του γνωρίζει τον εαυτό της τώρα ως την ουσιώδη και απολύτως θεμελιώδη γνώση.
Αυτό που θέλει να γνωρίσει δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ίδια η σύνδεση του Όντος· το οποίο πλέον δεν στέκεται κάπου απέναντι στη γνώση ως ένα αντικείμενο, αλλά γίνεται μέσα στη γνώση — μια γνώση που είναι το ίδιο το γίγνεσθαι προς εαυτό της του απολύτου Είναι.
Ως πρώτη προϋπόθεση για την πραγμάτωση της νοητικής εποπτείας, τονίζει και απαιτεί ξανά και ξανά —ιδίως ο Σέλλινγκ— την απελευθέρωση από τη στάση και τη διαδικασία της καθημερινής γνώσης των πραγμάτων.
Ο ίδιος ο Σέλλινγκ γράφει:
«Η μανία να εξηγούμε τα πάντα, η αδυναμία να δεχθούμε οτιδήποτε όπως είναι, μέσα στην ολότητά του, και το να μπορούμε να το κατανοούμε μόνο διασπασμένο σε αιτία και αποτέλεσμα — αυτό είναι ό,τι κυρίως αποσπά τον άνθρωπο από την αδιαφορία του στοχασμού και της εποπτείας, η οποία αποτελεί τον αυθεντικό χαρακτήρα της φιλοσοφίας.»
(Περαιτέρω εκθέσεις από το σύστημα της φιλοσοφίας, 1802, τόμ. IV, σ. 344)
Με την «αδιαφορία» (Indifferenz), δηλαδή τη μη-διάκριση της νοητικής εποπτείας, εννοεί ο Σέλλινγκ εκείνη την ενότητα, μέσα στην οποία η σκέψη είναι ταυτόχρονα εποπτεύουσα και η εποπτεία ταυτόχρονα σκεπτόμενη.
Η αδιαφορία είναι εκείνο το ένα, μέσα στο οποίο όλα τα διαφοροποιημένα συναιρούνται — μπορούμε να το συγκρίνουμε με το πρωταρχικό φαινόμενο (Urphänomen) του Γκαίτε.
Η νοητική εποπτεία (intellektuelle Anschauung)
«είναι η ικανότητα, γενικώς, να βλέπει το καθολικό μέσα στο επιμέρους, το άπειρο μέσα στο πεπερασμένο, και να βλέπει και τα δύο ενωμένα σε μια ζώσα ενότητα.
… να βλέπει το φυτό μέσα στο φυτό, το όργανο μέσα στο όργανο, και, με μια λέξη, να βλέπει την έννοια ή την αδιαφορία μέσα στη διαφορά — αυτό είναι δυνατό μόνο μέσω της νοητικής εποπτείας.»
(ό.π., σελ. 362)
Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η γνώση επιχειρεί να καταστήσει τον εαυτό της κατανοητό μέσω της αναλογίας προς τη μαθηματική γνώση. Στην μαθηματική γνώση η σκέψη (η νοητή έννοια) είναι αντίστοιχη προς το Είναι (το αντικείμενο).
Εδώ δεν μπορεί καν να τεθεί το ερώτημα: εάν αυτό που είναι ορθό μέσα στη «σκέψη» είναι επίσης ορθό και μέσα στο «Είναι».
Αντίστοιχα, και στη νοητική εποπτεία υπάρχει μια απόλυτη ενότητα σκέψης και Είναι.
Αυτή η ενότητα —η έκλαμψη, η λάμψη του Είναι μέσα στη σκέψη και του νοημένου μέσα στο Είναι—«να βλέπει, λοιπόν, αυτήν ακριβώς την ίδια την εναργή παρουσία, ή την ενότητα της σκέψης και του Είναι, όχι σε αυτήν ή εκείνη τη σχέση, αλλά απολύτως, καθ’ εαυτήν και δι’ εαυτήν· επομένως, ως την εναργή παρουσία μέσα σε κάθε εναργή παρουσία, ως την αλήθεια μέσα σε κάθε αλήθεια, ως το καθαρά γνωστό μέσα σε κάθε γνωστό — αυτό σημαίνει να υψώνεται κανείς στην εποπτεία της απολύτου ενότητας, και έτσι, γενικά, στη νοητική εποπτεία.» (ό.π., σελ. 364)
Συνεχίζεται με:
β) Επαναστροφή στη θεώρηση του «Συστήματος»
§ 5. Η νέα αφετηρία στον γερμανικό ιδεαλισμό:
Η φιλοσοφία ως διανοητική εποπτεία του Απολύτου
a) Το βήμα πέρα από τον Καντ. Η γνώση με την έννοια της διανοητικής εποπτείας.
Τώρα απομένει ακόμη το ερώτημα: Πώς φαίνεται το έργο του γερμανικού ιδεαλισμού, εφόσον αποβλέπει στην αληθινή πραγμάτωση της καντιανής απαίτησης για το σύστημα;
Ένα ουσιώδες τμήμα αυτού του έργου θα το βιώσουμε μέσα από τη διερεύνηση της πραγματείας του Σέλλινγκ· και μάλιστα σε ένα τέτοιο σημείο, όπου ήδη η ιδεαλιστική διαμόρφωση του συστήματος καθίσταται από μόνη της προβληματική και ωθείται πέρα από τον εαυτό της.
Ωστόσο, ας επιχειρήσουμε ήδη από τώρα, προκαταβολικά, να χαρακτηρίσουμε τον τρόπο με τον οποίο το έργο πάνω στο σύστημα προχωρεί πέρα από τον Καντ — και μάλιστα με έναν τρόπο που να αντιστοιχεί στην παρουσίαση της καντιανής σύλληψης του συστήματος.
Αυτή συνοψίστηκε, όπως είδαμε, στον καθορισμό της φιλοσοφίας από τον Καντ ως teleologia rationis humanae — δηλαδή ως τελολογία του ανθρώπινου Λόγου.
Αντιθέτως, πώς κατανοεί ο γερμανικός ιδεαλισμός τη φιλοσοφία;
Η θεμελιώδης αντίληψη αυτών των στοχαστών μπορεί να αποδοθεί με τον ακόλουθο χαρακτηρισμό, σε κατάλληλη αντιστοιχία:
Η φιλοσοφία είναι η διανοητική εποπτεία του Απολύτου.
Αναλύοντας αυτή τη θέση, θα αναγνωρίσουμε με ποιον τρόπο μετασχηματίζεται, σε αντιδιαστολή προς τον Καντ, το ζήτημα του συστήματος μέσα στον γερμανικό ιδεαλισμό.
Οι θεμελιώδεις παραστάσεις της Λογικής, κατά τον Καντ, είναι οι ιδέες του Θεού, του κόσμου και του ανθρώπου. Αυτές όμως, σύμφωνα με τον Καντ, είναι μόνο καθοδηγητικές έννοιες (Leitbegriffe), όχι αντικειμενικές παραστάσεις που θα μας έδιναν τον ίδιο τον υποτιθέμενο αντικειμενικό τους σκοπό. Ωστόσο — έτσι μπορούμε να συνοψίσουμε τους συλλογισμούς του γερμανικού ιδεαλισμού — μέσα σε αυτές τις ιδέες παρ’ όλα αυτά κάτι παρίσταται, κάτι νοείται.
Και αυτό που νοείται — Θεός, κόσμος, άνθρωπος — θεωρείται τόσο ουσιαστικά καθοριστικό, ώστε μόνο πάνω στο θεμέλιο αυτού του νοημένου μπορεί κάθε γνώση να είναι δυνατή.
Άρα, αυτό που παρουσιάζεται μέσα στις ιδέες δεν μπορεί να είναι ελεύθερα επινοημένο· πρέπει το ίδιο να είναι γνωστό μέσα σε μια γνώση. Αυτή η γνώση του ολου πρέπει μάλιστα — επειδή φέρει και καθορίζει κάθε άλλη γνώση — να είναι η ουσιώδης και κατά βαθμό η πρώτη γνώση.
Η γνώση όμως είναι — όπως ο ίδιος ο Καντ επανεκάλυψε — στην ουσία της εποπτεία: άμεση παράσταση του εννοούμενου μέσα στην παρούσα στον εαυτό της ύπαρξή του.
Η εποπτεία, λοιπόν, που συγκροτεί την πρώτη και γνήσια γνώση, πρέπει να στραφεί προς τον Θεό, τον κόσμο, την ουσία του ανθρώπου (την ελευθερία), δηλαδή προς το Όλο του Όντος.
Αυτό το Όλο, από τη φύση του, δεν μπορεί πλέον να καθορίζεται μέσω σχέσεων της γνώσης προς κάτι άλλο — διότι τότε δεν θα ήταν το Όλο.
Το Όλο του Όντος είναι, σε σχέση προς οτιδήποτε άλλο, ασχέτιστο, μη-σχετικό, και, υπό αυτήν την έννοια, απολύτως αποδεσμευμένο από κάθε άλλο· απελευθερωμένο από σχέσεις, εφόσον τέτοιες δεν επιτρέπει καθόλου.
Αυτό το απολύτως ασχέτιστο προς οτιδήποτε άλλο, αυτό το απολύτως αποδεσμευμένο, ονομάζεται το Απόλυτο.
Η λέξη αυτή είναι εύκολα παραπλανητική, αν την κατανοήσουμε κατά τον τρόπο της κοινής νόησης, ως ένα απόλυτο πράγμα. Διότι, σε σχέση με αυτή την αντίληψη, πρέπει να ειπωθεί: Αν το «αποδεσμευμένο από κάτι άλλο» νοηθεί ως πράγμα, τότε εξακολουθεί παρ’ όλα αυτά να σχετίζεται με κάτι άλλο, έστω μόνο με τη μορφή της αποδέσμευσης από αυτό· και, στη βάση αυτής της σχέσης, αυτής της αναφοράς, είναι σχετικό και όχι απόλυτο.
Εφόσον, πράγματι, μέσα στη σκέψη μας νοούμε πάντοτε το νοημένο μόνο ως πράγμα, το Απόλυτο δεν μπορεί να σκεφθεί· γιατί δεν υπάρχει κανένα απόλυτο πράγμα, και το Απόλυτο δεν μπορεί να είναι πράγμα.
Κατά τη διάρκεια της ερμηνείας της πραγματείας μας θα έχουμε επαρκείς ευκαιρίες να απελευθερωθούμε από την αποκλειστική κυριαρχία της κοινής σκέψης και να ασκηθούμε στο φιλοσοφικό στοχασμό.
Θα ήταν, βέβαια, μόνο ένας παραλογισμός αν, αντιστρέφοντας τα πράγματα, θελήσουμε να θεωρήσουμε ότι το φιλοσοφικό στοχάζεσθαι μπορεί να εφαρμοστεί και να πραγματοποιείται μέσα στη συνηθισμένη σκέψη και στον υπολογισμό των πραγμάτων.
Το φιλοσοφικό σκέπτεσθαι δεν μπορεί να εφαρμοστεί πάνω στο κοινό, καθημερινό σκέπτεσθαι· αντιθέτως, αυτό το τελευταίο μπορεί να στραφεί, να μεταστραφεί προς εκείνο.
Η γνώση του Όλου, εάν πρόκειται πράγματι να είναι γνώση, πρέπει να είναι εποπτεία (Anschauung). Αυτή όμως η εποπτεία του Απολύτου αναφέρεται σε κάτι που δεν μπορούμε να το αντιληφθούμε με τις αισθήσεις. Η εποπτεία αυτή, λοιπόν, δεν μπορεί να είναι αισθητηριακή. Η γνώση που δεν είναι αισθητηριακή ονομαζόταν τότε γνώση μέσω του intellectus, δηλαδή νοητική. Η μη-αισθητηριακή εποπτεία είναι νοητική εποπτεία (intellektuelle Anschauung). Η γνήσια γνώση του Όντος ως συνόλου —η φιλοσοφία— είναι η νοητική εποπτεία του Απολύτου.
Από εδώ μετασχηματίζεται και η ίδια η έννοια του λόγου (Vernunft):
η λέξη Vernunft αποκτά, θα μπορούσαμε να πούμε, ξανά την αρχική της σημασία: το ακούειν, το λαμβάνειν άμεσα, το αντιλαμβάνεσθαι. Η νοητική εποπτεία είναι επομένως εποπτεία του λόγου, Vernunftanschauung. Για τον Καντ, αντίθετα, δεν υπάρχει γνώση χωρίς αισθητηριακή εποπτεία· μόνον εκείνα τα αντικείμενα είναι γνωστά, τα οποία μας δίνονται μέσω των αισθήσεων. Ο γερμανικός ιδεαλισμός όμως επισήμανε —και δικαίως— ότι ο Καντ θεωρεί πως ο χώρος και ο χρόνος μας δίνονται σε εποπτείες, οι οποίες κάθε άλλο παρά είναι αισθητηριακές· δεν είναι αισθήσεις, αλλά —όπως λέει ο ίδιος ο Καντ— «καθαρές», δηλαδή μη-αισθητηριακές εποπτείες.
Ο Καντ έδειξε βεβαίως, μέσα στην Κριτική του καθαρού λόγου, ότι, προκειμένου να γνωρίσουμε αντικείμενα, αυτά πρέπει με κάποιον τρόπο να δίνονται στον άνθρωπο.
Επειδή όμως τα υπεραισθητά αντικείμενα —ο Θεός, το όλο του κόσμου, η ελευθερία του ανθρώπου— δεν μπορούν να μας δοθούν μέσω των αισθήσεων, δεν είναι δυνατόν να καταστούν αντικείμενα γνώσης.
Ας παραδεχθούμε ότι αυτή η καντιανή απόδειξη είναι ορθή· αλλά τότε: ποιος είπε ότι ο Θεός, το όλο του κόσμου και η ελευθερία είναι πράγματι “αντικείμενα”, “πράγματα”;
Ο Καντ έδειξε μόνο ότι αυτό που υπονοείται μέσα στις ιδέες δεν μπορεί να γίνει γνωστό, εάν είναι αντικείμενο και εάν πρόκειται να καταστεί βέβαιο μόνο με τον τρόπο που καθιστά κάτι βέβαιο η εμπειρία της φύσης και των πραγμάτων.
Ότι όμως αυτό που παριστάνεται, αυτό που εννοείται μέσα στις ιδέες, είναι πράγματι αντικείμενο, ο Καντ δεν το απέδειξε.
Ούτε απέδειξε ότι κάθε εποπτεία πρέπει να είναι εποπτεία αντικειμενική.
Ο Καντ απέδειξε μόνο το εξής:
ότι αυτό που εννοείται μέσα στις ιδέες δεν είναι γνωρίσιμο — υπό την προϋπόθεση μιας σιωπηρής απαίτησης, πως θα έπρεπε και θα μπορούσε να είναι γνωρίσιμο μόνο μέσα από μια αισθητηριακή εποπτεία.Αν όμως οι ίδιες οι ιδέες που ο Καντ προϋποθέτει (Θεός, κόσμος, άνθρωπος) δεν πρόκειται να είναι απλώς φαντασιοπλασίες του νου, τότε πώς αλλιώς μπορεί να θεμελιωθεί η αλήθεια τους, παρά μέσω μιας γνώσης η οποία, ασφαλώς, γνωρίζει ότι δεν πρόκειται εκεί να γνωρίσει αντικείμενα, αλλά κάτι μη-αντικειμενικό, που ωστόσο δεν είναι τίποτε (δεν είναι μηδέν).
Αυτή η μη-αντικειμενική γνώση του Όντος στο σύνολό του γνωρίζει τον εαυτό της τώρα ως την ουσιώδη και απολύτως θεμελιώδη γνώση.
Αυτό που θέλει να γνωρίσει δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ίδια η σύνδεση του Όντος· το οποίο πλέον δεν στέκεται κάπου απέναντι στη γνώση ως ένα αντικείμενο, αλλά γίνεται μέσα στη γνώση — μια γνώση που είναι το ίδιο το γίγνεσθαι προς εαυτό της του απολύτου Είναι.
Ως πρώτη προϋπόθεση για την πραγμάτωση της νοητικής εποπτείας, τονίζει και απαιτεί ξανά και ξανά —ιδίως ο Σέλλινγκ— την απελευθέρωση από τη στάση και τη διαδικασία της καθημερινής γνώσης των πραγμάτων.
Ο ίδιος ο Σέλλινγκ γράφει:
«Η μανία να εξηγούμε τα πάντα, η αδυναμία να δεχθούμε οτιδήποτε όπως είναι, μέσα στην ολότητά του, και το να μπορούμε να το κατανοούμε μόνο διασπασμένο σε αιτία και αποτέλεσμα — αυτό είναι ό,τι κυρίως αποσπά τον άνθρωπο από την αδιαφορία του στοχασμού και της εποπτείας, η οποία αποτελεί τον αυθεντικό χαρακτήρα της φιλοσοφίας.»
(Περαιτέρω εκθέσεις από το σύστημα της φιλοσοφίας, 1802, τόμ. IV, σ. 344)
Με την «αδιαφορία» (Indifferenz), δηλαδή τη μη-διάκριση της νοητικής εποπτείας, εννοεί ο Σέλλινγκ εκείνη την ενότητα, μέσα στην οποία η σκέψη είναι ταυτόχρονα εποπτεύουσα και η εποπτεία ταυτόχρονα σκεπτόμενη.
Η αδιαφορία είναι εκείνο το ένα, μέσα στο οποίο όλα τα διαφοροποιημένα συναιρούνται — μπορούμε να το συγκρίνουμε με το πρωταρχικό φαινόμενο (Urphänomen) του Γκαίτε.
Η νοητική εποπτεία (intellektuelle Anschauung)
«είναι η ικανότητα, γενικώς, να βλέπει το καθολικό μέσα στο επιμέρους, το άπειρο μέσα στο πεπερασμένο, και να βλέπει και τα δύο ενωμένα σε μια ζώσα ενότητα.
… να βλέπει το φυτό μέσα στο φυτό, το όργανο μέσα στο όργανο, και, με μια λέξη, να βλέπει την έννοια ή την αδιαφορία μέσα στη διαφορά — αυτό είναι δυνατό μόνο μέσω της νοητικής εποπτείας.»
(ό.π., σελ. 362)
Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η γνώση επιχειρεί να καταστήσει τον εαυτό της κατανοητό μέσω της αναλογίας προς τη μαθηματική γνώση. Στην μαθηματική γνώση η σκέψη (η νοητή έννοια) είναι αντίστοιχη προς το Είναι (το αντικείμενο).
Εδώ δεν μπορεί καν να τεθεί το ερώτημα: εάν αυτό που είναι ορθό μέσα στη «σκέψη» είναι επίσης ορθό και μέσα στο «Είναι».
Αντίστοιχα, και στη νοητική εποπτεία υπάρχει μια απόλυτη ενότητα σκέψης και Είναι.
Αυτή η ενότητα —η έκλαμψη, η λάμψη του Είναι μέσα στη σκέψη και του νοημένου μέσα στο Είναι—«να βλέπει, λοιπόν, αυτήν ακριβώς την ίδια την εναργή παρουσία, ή την ενότητα της σκέψης και του Είναι, όχι σε αυτήν ή εκείνη τη σχέση, αλλά απολύτως, καθ’ εαυτήν και δι’ εαυτήν· επομένως, ως την εναργή παρουσία μέσα σε κάθε εναργή παρουσία, ως την αλήθεια μέσα σε κάθε αλήθεια, ως το καθαρά γνωστό μέσα σε κάθε γνωστό — αυτό σημαίνει να υψώνεται κανείς στην εποπτεία της απολύτου ενότητας, και έτσι, γενικά, στη νοητική εποπτεία.» (ό.π., σελ. 364)
Συνεχίζεται με:
β) Επαναστροφή στη θεώρηση του «Συστήματος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου