Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2025

Χάιντεγγερ και Αρεοπαγίτης - Χρήστος Γιανναράς (19)

  Συνέχεια από: Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2025

Χάιντεγγερ καὶ ᾿Αρεοπαγίτης
ή, Περί απουσίας και αγνωσίας του Θεού

Β' - Ο ΑΠΟΦΑΤΙΣΜΟΣ ΩΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΓΝΩΣΙΑΣ

1. Ἡ ἀπόφαση ὡς ἄρνηση καὶ ὡς παραίτηση (4η συνέχεια)

Ὁ θεολογικὸς ἑπομένως ἀποφατισμός, ὡς ἀναλογικὸς εἰκονισμός, συνιστᾶ μιὰν ὑπέρβαση τῆς γνωσιοθεωρητικῆς μεθοδολογίας – τόσο τῆς ἀναλογικῆς ὁδοῦ τῶν καταφάσεων καὶ ἀποφάσεων, ὅσο καὶ τῆς αἰτιολογικῆς ἀναγωγῆς. Ἡ θεολογικὴ σημαντικὴ ὑπερβαίνει τὸν ἀναλογικὸ καὶ αἰτιολογικό προσδιορισμό, ὡστόσο ἡ ἐπίγνωση τῆς τελικῆς αὐτῆς ὑπέρβασης δὲν ἀχρηστεύει τὴν καταφυγὴ στὴ γνωσιοθεωρητική μέθοδο. Ἡ ἀποφατική γνώση προϋποθέτει καὶ περιλαμβάνει τοὺς ἀναλογικοὺς καὶ αἰτιολογικούς προσδιορισμοὺς ὡς καταρχὴν ἀφετηριακὴ δυνατότητα, ὅμως δὲν ἐξαντλεῖται στοὺς προσδιορισμοὺς αὐτούς. Χρησιμοποιεῖ καταφάσεις καὶ ἀποφάσεις καὶ μάλιστα σὲ «συνάφειαν γλυκυτάτην»88 – ἡ «συνάφεια» μετατρέπει τὴ νοηματικὴ ἀντίθεση σὲ εἰκονολογική ἐπισήμανση: «Τοῦτο ἐννοῆσαι χρή, τὸ διττὴν εἶναι τὴν τῶν θεολόγων παράδοσιν, τὴν μὲν ἀπόρρητον καὶ μυστικήν, τὴν δὲ ἐμφανῆ καὶ γνωριμωτέραν· καὶ τὴν μὲν συμβολικὴν καὶ τελεστικήν, τὴν δὲ φιλόσοφον καὶ ἀποδεικτικήν, καὶ συμπέπλεκται τῷ ρητῷ τὸ ἄρρητον. Καὶ τὸ μὲν πείθει καὶ καταδεῖται τῶν λεγομένων τὴν ἀλήθειαν, τὸ δὲ δρᾷ καὶ ἐνιδρύει τῷ Θεῷ ταῖς ἀδιδάκτοις μυσταγωγίαις»89.

Ἡ διατύπωση τῶν ᾿Αρεοπαγιτικῶν: «συμπέπλεκται τῷ ρητῷ τὸ ἄρρητον», ἐπισημαίνει σαφέστερα τὴ λειτουργία τῆς εἰκονολογικῆς ἔκφρασης. Η σύνθεση καταφάσεων καὶ ἀρνήσεων εἶναι μιὰ ἀμοιβαία ἀναίρεση ρητῶν προσδιορισμῶν ποὺ ἀποκλείει τὴ μονομερὴ ἀπολυτοποίησή τους, ἐνῶ δὲν παύει νὰ λειτουργεῖ ὡς ἐπισήμανση μιᾶς γνώσης ἄρρητης, γνώσης ποὺ δὲν ἐξαντλεῖται στὴ ρητὴ διατύπωση. Ὁ τέλειος ἀποκλεισμὸς τῶν καταφατικῶν προσδιορισμῶν τοῦ Θεοῦ θὰ ὁδηγοῦσε ἀναπόφευκτα στὴν ταύτιση τοῦ ἀποφατισμοῦ μὲ μόνη τὴν ἄρνηση, δηλαδὴ σὲ ἕνα θεολογικὸ ἀγνωστικισμό, σὲ μιὰ γνωσιολογικὴ θέση ἀντιθετικά καταφατική, καθόλου διάφορη ἀπὸ τὴ θετικὰ καταφατικὴ γνώση. ᾿Αλλὰ τώρα ή χρήση τῆς ἀναλογικῆς κατανόησης τῶν ἀντιθετικῶν ἐννοιῶν ὁδηγεῖ στὴν ἀνεξαρτησία τόσο ἀπὸ τὴν κατάφαση ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν ἄρνηση, σὲ μιὰν ἑτοιμότητα διεύρυνσης τῶν γνωστικῶν δυνατοτήτων, πέρα ἀπὸ τὴ νόηση, στὴν καθολικότητα τῆς ἐμπειρίας: «Διὸ καὶ ἐν πᾶσιν ὁ Θεὸς γινώσκεται, καὶ χωρὶς πάντων· καὶ διὰ γνώσεως ὁ Θεὸς γινώσκεται καὶ διὰ ἀγνωσίας, καὶ ἔστιν αὐτοῦ καὶ νόησις, καὶ λόγος, καὶ ἐπιστήμη, καὶ ἐπαφή, καὶ αἴσθησις, καὶ δόξα, καὶ φαντασία, καὶ ὄνομα, καὶ τὰ ἄλλα πάντα, καὶ οὔτε νοεῖται, οὔτε λέγεται, οὔτε ὀνομάζεται· καὶ οὐκ ἔστι τι τῶν ὄντων, οὐδὲ ἔν τινι τῶν ὄντων γινώσκεται· καὶ ἐν πᾶσι πάντα ἐστί, καὶ ἐν οὐδενὶ οὐδέν, καὶ ἐκ πάντων πᾶσι γινώσκεται, καὶ ἐξ οὐδενὸς οὐδενί· καὶ γὰρ ταῦτα ὀρθῶς περὶ Θεοῦ λέγομεν, καὶ ἐκ τῶν ὄντων ἁπάντων ὑμνεῖται κατὰ τὴν πάντων ἀναλογίαν ὧν ἐστιν αἴτιος»90.

Τὸ συμπέρασμα ἀπὸ τὰ παραπάνω δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι παρὰ ἡ σαφέστατη διαστολὴ τῆς ἀποφατικῆς στάσης ἀπὸ ὅ,τι ἡ μεσαιωνική Δύση ὀνόμασε θεολογία τῶν ἀρνήσεων (theologia negativa)91. Ὁ ἀποφατισμὸς τῆς ἑλληνικῆς ᾿Ανατολῆς δὲν περιορίζεται στὶς ἀρνήσεις, προϋποθέτει τόσο τὴν καταφατική φυσική γνώση ὅσο καὶ τὴν ταυτόχρονη ἄρνησή της, προϋποθέτει δηλαδὴ τὴν παραίτηση ἀπὸ κάθε ἀπαίτηση γιὰ παγίωση καὶ ἀντικειμενοποίηση τῆς ἀλήθειας σὲ νοητικούς καθορισμούς. Δὲν εἶναι ἡ ἀποφατικὴ στάση μιὰ ἐπιπλέον μέθοδος, ἔστω ἀποτελεσματικότερη, φυσικῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἐκείνη ἡ χρήση τῶν γνωσιοθεωρητικῶν μεθόδων ποὺ ἀρνεῖται νὰ ἀπολυτοποιήσει τὴν ἀποτελεσματικότητα τῆς σημαντικῆς τους. Ἡ σημαντικὴ τῆς γνώσης (οἱ νοητικὲς ἐπισημάνσεις - καταφάσεις, ἀρνήσεις καὶ αἰτιολογικὲς ἀναγωγὲς) εἶναι γιὰ τὸν ἀποφατισμὸ μόνο ἡ δυναμικὴ ἀφετηρία γιὰ τὴν πραγματοποίηση μιᾶς ἐμπειρικῆς σχέσης μὲ τὴ σημαινόμενη πραγματικότητα. Καὶ ὅταν μιλᾶμε γιὰ ἐμπειρικὴ σχέση ἀναφερόμαστε στὴν ἰδιάζουσα δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπινου ὑποκειμένου νὰ ἔχει μιὰ γνωστικὴ πρόσβαση στὴν πραγματικότητα μέσω μιᾶς καθολικῆς ἀντιληπτικῆς ἱκανότητας, δηλαδή μέσω ἑνὸς συντονισμοῦ περισσότερων συντελεστῶν τοῦ γνωστικοῦ γεγονότος (λ.χ. τῶν αἰσθήσεων, τῆς νόησης, τῆς κρίσης, τῆς φαντασίας, τῆς ἀφαίρεσης, τῆς ἀναγωγῆς, τοῦ συναισθήματος, τῆς διαίσθησης, τῆς ἐνόρασης, κλπ.). Στὴν πραγματοποίηση μιᾶς τέτοιας γνωστικῆς σχέσης διασώζεται ὄχι μόνο ἡ πολυμέρεια τῶν ἀντιληπτικῶν ἱκανοτήτων τοῦ ὑποκειμένου, ἀλλὰ καὶ ἡ ἑτερότητα τῆς κάθε ὑποκειμενικῆς πρόσβασης στὴ γνώση, ὅπως καὶ ἡ ἐλευθερία τῆς πρόσβασης, ὁ ἀποκλεισμὸς κάθε προκαθορισμοῦ της. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ καθολικότητα τοῦ γνωστικοῦ γεγονότος τῆς σχέσης διασώζει τὰ κατεξοχήν στοιχεῖα (ἑτερότητα καὶ ἐλευθερία) μὲ τὰ ὁποῖα ἐπισημαίνουμε τὴν προσωπικὴ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου – τὸν ἄνθρωπο ὡς πρόσωπο - προσωπικότητα, μὲ τὸ ὀντολογικό πιὰ περιεχόμενο που προσλαμβάνει αὐτὸς ὁ ὅρος. Ὁ ἀποφατισμὸς λοιπὸν ὡς ἐνεργητικὴ παραίτηση ἀπὸ τὴν παγίωση τῆς γνώσης σὲ νοητικούς καθορισμούς, εἶναι ἡ γνωσιοθεωρητική στάση ποὺ ὁδηγεῖ στὴ δυναμικὴ τῆς ὀντολογίας τοῦ προσώπου, δηλαδὴ σὲ μιὰ νοηματοδότηση τόσο τοῦ ὑποκειμένου ὅσο καὶ τῆς ἀντικείμενης πραγματικότητας ἀνυπότακτη σὲ ὁποιαδήποτε a priori ἀναγκαιότητα.

Ὁ μηδενισμὸς τοῦ Χάϊντεγγερ, ὡς σεβασμὸς τῶν ἀπεριόριστων ὁρίων τῆς ἀπορητικῆς σκέψης –ἄρνηση ὑποταγῆς τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Εἶναι σὲ νοητικές σχηματοποιήσεις– φαίνεται νὰ συμπίπτει καταρχὴν μὲ ὅ,τι ἐδῶ, μέσα ἀπὸ τὶς ᾿Αρεοπαγιτικές Συγγραφές, ὀνομάσαμε ἀποφατικὴ παραίτηση. Διαφοροποιεῖται ὅμως καίρια τόσο ὡς πρὸς τὶς προϋποθέσεις ὅσο καὶ ὡς πρὸς τὶς συνέπειες τοῦ ἀρεοπαγιτικοῦ ἀποφατισμοῦ, προϋποθέσεις καὶ συνέπειες ποὺ συγκροτοῦν τὴν ὀντολογία τοῦ προσώπου, τὴ σύνδεση τοῦ ἀποφατισμοῦ μὲ τὴν ὑπαρκτικὴ ἀρχὴ τῆς ἐλευθερίας καὶ ἑτερότητας.

Ο ΘΕΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΩΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ, Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΗΝ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ  ΑΠΕΧΕΙ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ ΚΑΘΟΤΙ ΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ ΣΤΙΣ ΚΟΙΝΕΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ. Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΑΝΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑ. ΤΟ ΡΗΓΜΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΤΑΙ ΚΑΘΑΡΑ ΣΤΗΝ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΙΛΟΥΑΝΟΥ.. ΕΙΝΑΙ ΡΗΓΜΑ, ΑΞΕΠΕΡΑΣΤΟ. ΟΛΟΣ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΝΕΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΣΕ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ.ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΟΠΙΣΘΟΔΡΟΜΗΣΗ ΣΕ ΠΡΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΕΠΟΧΗ. 
Ο ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ ΑΤΥΧΗΣΕ ΣΤΗΝ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΙΣΙΟ ΟΠΩΣ ΚΑΙ Ο ΓΟΝΤΙΚΑΚΗΣ ΚΑΙ ΕΧΑΣΕ ΤΗΝ ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΗ ΤΗΣ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΖΩΗΣ. ΟΛΗ ΑΥΤΗ Η ΥΠΑΡΞΙΑΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΖΥΓΙΣΜΕΝΗ ΕΙΝΑΙ ΑΝΩΦΕΛΗ ΚΑΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ. ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΚΑΤΙ ΑΚΥΡΩΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ, ΤΟ ΚΑΤ'ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ. ΣΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟ ΤΟΥ ΚΕΝΟΥ ΑΥΤΟΥ ΤΡΑΓΙΚΑ  ΚΟΡΟΙΔΕΥΟΥΝ ΕΑΥΤΟΥΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΟΥΣ. ΠΑΡΟΤΙ ΚΑΝΟΥΝ ΛΟΓΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΕΝΩΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΜΠΕΙ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΝΑ ΚΗΡΥΞΕΙ ΤΗΝ ΜΥΣΤΙΚΙΣΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΣΕΛΛΙΝΓΚ.

Σημειώσεις
88. Η έκφραση εἶναι τοῦ ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ: Καὶ αὗται μὲν αἱ ἀποφάσεις καὶ καταφάσεις· γλυκυτάτη δὲ καὶ ἡ ἐξ ἀμφοῖν συνάφεια, οἷον ἡ ὑπερούσιος οὐσία, ἡ ὑπέρθεος θεότης, ἡ ὑπεράρχιος ἀρχὴ καὶ τὰ τοιαῦτα. (Περὶ πίστεως ὀρθοδόξου 1, 12, Migne P.G. 94, 848 Β. - Κριτική έκδοση Bonifatius KOTTER, Walter de Gruyter-Verlag, 1973, σελ. 36). 
89. Επιστολὴ Θ', Migne P.G. 3, 1105 D.
90. Περὶ θείων ὀνομάτων 7, 111, 872 Α. - Νεοελλην. μτφρ. Ι. Σ.: «Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς ἀναγνωρίζεται καὶ μέσα σὲ ὅλα καὶ χώρια ἀπὸ ὅλα· καὶ μὲ τὴ γνώση γνωρίζεται ὁ Θεὸς καὶ μὲ τὴν ἀγνωσία· καὶ ὑπάρχει καὶ νόηση τοῦ Θεοῦ καὶ λόγος γι' αὐτὸν καὶ ἐπιστήμη καὶ ἐπαφὴ καὶ αἴσθηση καὶ γνώμη καὶ φαντασία καὶ ὅνομα καὶ ὅλα τὰ ἄλλα. Καὶ πάλι οὔτε ποὺ νοεῖται, οὔτε λέγεται, οὔτε ὀνομάζεται δὲν εἶναι κάποιο ἀπὸ τὰ ὄντα, οὔτε ἀναγνωρίζεται σε κάποιο ἀπὸ τὰ ὄντα· εἶναι τὰ πάντα μέσα στὰ πάντα καὶ σὲ κανένα ἀπὸ αὐτὰ δὲν εἶναι κάτι. Ὀρθὰ ὅλα αὐτὰ τὰ λέμε γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ὑμνεῖται ἀπὸ ὅλα τὰ ὄντα σύμφωνα μὲ τὸ ἀνάλογο ὅλων, ποὺ εἶναι ὁ αἴτιός τους» (σελ. 113).
91. Σχολιάζοντας τις ᾿Αρεοπαγιτικές Συγγραφές ὁ ΜΑΞΙΜΟΣ Ομολογητής διευκρινίζει: Αἱ ἀποφάσεις, ἤτοι ἀρνήσεις καὶ στερήσεις, ἐπὶ Θεοῦ οὐχ ἁπλῶς εἰρηνται τοῖς θεολόγοις· οὐ γὰρ ὡς λέγονται νοοῦνται, ἀλλ᾽ ὑπεραναβεβηκότως θεωροῦνται· τὸ γὰρ ἀθάνατος καὶ ἀόρατος καὶ ἄφθαρτος καὶ ἀνενδεὴς καὶ ἀναμάρτητος, οὐκ ἂν τις σοφίας μετέχων δημωδέστερον ὑπολάβοι· οὔτε ὅσα ἐπὶ Θεοῦ του αῦτα λέγεται, ἀλλὰ τῶν δηλουμένων ἐξιστάμενος ἐπὶ τὰς σεσιγημένας καὶ θειοτέρας ἐννοίας ἀνανεύσει…  Εξισταμένη γὰρ ἡ ψυχὴ τῶν σωματικῶν πασῶν αἰσθήσεων καὶ κοσμικῶν, ταῦτα γὰρ ἐαυτῇ ἐποίησε σύμφυλα· οὕτω συνάπτεται τῷ ἀν κραιφνεῖ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, καθ' ὅσον δυνατόν ἐστι τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει. (Σχόλια, Migne P.G. 4, 413 CD). [Μετάφραση: Οι αρνητικές εκφράσεις, δηλαδή οι αρνήσεις και οι στερήσεις, δεν λέγονται απλώς για τον Θεό από τους θεολόγους· γιατί δεν νοούνται όπως ακριβώς λέγονται, αλλά κατανοούνται με τρόπο που υπερβαίνει τα λόγια. Διότι όποιος συμμετέχει στη σοφία δεν θα νόμιζε χονδροειδώς τα «αθάνατος», «αόρατος», «άφθαρτος», «ανενδεής» και «αναμάρτητος»· ούτε θα θεωρούσε ότι αυτά λέγονται απλώς ως τέτοια για τον Θεό· αλλά, απομακρυνόμενος από όσα δηλώνονται με τις λέξεις, υψώνεται σε πιο σιωπηλές και θεϊκές νοήσεις… Διότι όταν η ψυχή ξεφεύγει από όλες τις σωματικές και κοσμικές αισθήσεις — επειδή τα είχε θεωρήσει φυσικά και οικεία με τον εαυτό της — τότε ενώνεται με την καθαρότατη γνώση του Θεού, όσο αυτό είναι δυνατό στη ανθρώπινη φύση.]
Καὶ ἀλλοῦ: Αἱ στερήσεις ἐν τῷ Θεῷ εἰσιν ὑπερουσίως· οὔτε γὰρ ἂν εἴποιμι οὐσίαν τὴν στέρησιν, οἷον ἄναρχος, ἄφθαρτος, ἀθάνατος καὶ ὅσα τοιαῦτά ἐστι· καὶ γὰρ οὐκ ἔστι ταῦτα ὁ Θεός, ἐπεὶ καὶ πρὸ τοὺ των ἐστὶν... καὶ γοῦν οὐδὲ τι οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς γινώσκομεν, ἢ πῶς ἄρρητος καὶ ἀκατάληπτος. (Σχόλια, P.G. 4, 260 D). [Μετάφραση: Οι «στερήσεις» σχετικά με τον Θεό υπάρχουν κατά τρόπο υπερούσιο· γιατί δεν θα έλεγα ότι η στέρηση (π.χ. άναρχος, άφθαρτος, αθάνατος και όσα παρόμοια) αποτελεί ουσία. Διότι ο Θεός δεν είναι αυτά τα πράγματα, αφού υπάρχει πριν από όλα αυτά… Και έτσι, ούτε ότι «ο Θεός είναι κάτι» γνωρίζουμε, ούτε ότι «δεν είναι κάτι»· διότι είναι άρρητος και ακατάληπτος.]

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Αμέθυστε πολύ ωραίο σχόλιο. Μπορείς να εξηγήσεις λίγο παραπάνω τη διαφορά αυτοσυνειδησίας και αυτογνωσίας και πως σχετίζονται με την οντολογία και τις κοινές άκτιστες ενέργειες;

amethystos είπε...

Είναι κάπως απλό τό ένα. Η Συνείδηση όπως μάς τό δίδαξε ο Απ. Παύλος είναι ο Νόμος γραμμένος στίς σάρκινες πλάκες τής καρδιάς μας.. Διακρίνει απόλυτα τό καλό από ή καί τό κακό καί μάς προστατεύει. Ο νούς ο οποίος εμφανίστηκε μέ τόν Σωκράτη καί τόν ονόμασε τό δαιμόνιο τό οποίο τόν καθοδηγεί. τού έλεγε πάντα όχι στις επιθυμίες του ή στή επιθυμία. Μόνο μιά φορά τού είπε κάτι θετικό καί τού έσωσε τή ζωή. Τό Μαντείο τών Δελφών είχε πεί ότι ο Σωκράτης ήταν ο πιό σοφός Αθηναίος καί απορώντας έιχε αρχίσει νά ρωτάει τούς σοφούς νά μάθει τί ήταν τό διαφορετικό σ αυτόν, φτάνοντας στήν σοφία του ότι δέν ξέρω τίποτε καί γηράσκω αεί διδασκόμενος. Η συνείδηση στήν αυτοσυνειδησία προστατεύει τήν αξιοπρέπειά μας τό εγώ μας τό οποίο ξέρει τά πάντα καί δέν μαθαίνει αλλά θαυμάζει καί πληροφορείται. Δέν μπορεί νά μαθητεύσει, νά υπακούσει.Θέλει νάναι πληροφορημένος .΄Τό άλλο αργότερα, είναι πιό σύνθετο.

amethystos είπε...

Ας είμαστε ρεαλιστές. Μπερτι.Ας πούμε απλά ότι η πολλαπλότης που χαρακτηρίζει όλες μας τις εμπειρίες, μάς οδηγεί να αναρωτηθούμε τί πράγμα σημαίνει υπάρχειν, υπάρχω, ζώ; Τί πράγμα υπάρχει και τί πράγμα είναι εκείνο που υπάρχει! Όποιος ασχολείται με την οντολογία ενδιαφέρεται πάνω απ’όλα με την πρώτη ερώτηση: τί πράγμα σημαίνει αποδοχή (ή άρνηση) ότι κάτι υπάρχει (διότι διάφορα πράγματα υπάρχουν), τί εννοούμε ή πρέπει να εννοήσουμε με όρους και εκφράσεις σαν “ισότης” διαφορετικότης, να είμαστε το ίδιο πράγμα σε διαφορετικούς χρόνους, να έχω συγκεκριμένες ιδιότητες; Ο όρος μεταφυσική χρησιμοποιείται συχνά με ευρύτερη σημασία, περιλαμβάνοντας και τις άλλες δύο ερωτήσεις: τί πράγμα υπάρχει (ο Θεός, τα άτομα, ο ήλιος, οι αριθμοί και με ποιες ιδιότητες συγκεκριμένες αποτελείται αυτό που υπάρχει (παντοδύναμος, παντογνώστης, υλικό, άυλο κ.τ.λ.). Η νέα οντολογία τού Ζηζιούλα ασχολείται μέ τούς λόγους τών όντων. οι οποιοι οφείλονται στίς κοινές άκτιστες ενέργειες τής Αγίας Τριάδος καί αντλούν τήν κατηγορία τού προσώπου από τις σχέσεις , τά ονόματα τών υποστάσεων κατά τόν Αυγουστίνο . Καθιστώντας τήν ενανθρώπηση τού Κυρίου περιττή.